Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Κουλτούρες της νύχτας



 

Εδώ και αρκετούς μήνες, κάποιες μέρες, παίρνω τη φωτογραφική μου μηχανή και τραβάω νυχτερινές σκηνές κόβοντας βόλτες στους δρόμους της Αθήνας. Πάντα ήθελα να βγάζω νυχτερινές φωτογραφίες αλλά δυστυχώς μέχρι την έλευση της ψηφιακής φωτογραφίας ο εξοπλισμός μου γι’ αυτή τη δουλειά ήταν φτωχός. Τώρα έχω τον εξοπλισμό (και το Photoshop!) και μπορώ να έχω τεχνικά αξιοπρεπείς νυχτερινές φωτογραφίες. Με μεγάλη μου λοιπόν χαρά σας παρουσιάζω, στο τέλος της δημοσίευσης, μια παρουσίαση από νυχτερινές φωτογραφίες που πήρα τους τελευταίους μήνες.

Πριν, ωστόσο, θα δημοσιεύσω ένα απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Bryan D. Palmer «Κουλτούρες της νύχτας», εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2006.


Η μεταφορική νύχτα

Η νύχτα είναι διαφορετική, το αντίθετο της ημέρας, που το χαρακτηρίζουν το σκοτάδι και ο κίνδυνος, αλλά οι ελευθερίες της αντισταθμίζουν τους φόβους της. Η νύχτα μάς επιτρέπει να δραπετεύσουμε από τις αγγαρείες της ημέρας, τη μονοτονία της καθημερινότητας που περιορίζει την ανθρωπότητα σε συγκεκριμένα καθήκοντα, υποχρεώσεις και εργασίες. Πουθενά αλλού δεν είναι αυτό τόσο εμφα­νές όσο στην περιγραφή της μητροπολιτικής νύχτας, όπου μια τερά­στια λογοτεχνία και καλλιτεχνική εικονολογία δίνουν μια αίσθηση των ελευθεριών που προσφέρει το σκοτάδι σε μια συχνά πολιορκημένη ανθρωπότητα. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, μία από τις πρωτεύουσες της νύχτας, την πόλη της Νέας Υόρκης. Ήδη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι καλλιτέχνες της Σχολής του Σκουπιδοτενεκέ ζωγράφιζαν σπαρακτικές σκηνές δρόμων και μπαρ, σκηνές ανθρώπινου μόχθου και λαϊκών πολυκατοικιών, σκηνές με πόρνες και πυγμάχους, αποδίδοντας με το χρωστήρα τους τον ιδιωτικό κόσμο των περιθωρια­κών και καταπιεσμένων. Μία δεκαετία αργότερα, μετά την περιγραφή της νεοϋορκέζικης νύχτας από αρχιτέκτονες του λογοτεχνικού ρε­αλισμού όπως ο Θίοντορ Ντράιζερ (Theodore Dreiser), η Τζόρτζια Ο’Κιφ (Georgia O’Keeffe) επιχειρούσε να αποτυπώσει, ζωγραφίζο­ντας ουρανοξύστες τη νύχτα, τη φανταστική ταπισερί που σχημάτιζαν τα σκοτεινά κτίρια και τα απαλά φώτα της πόλης: η βαριά ατμόσφαιρα του Νέα Υόρκη —Νύχτα (1928) επισκιάζει τις συγκεκριμένες πράξεις, τις παράτολμες επιθυμίες και τις υποσυνείδητες προθέσεις ενός πλήθους νυχτερινών περιπατητών. Σύμφωνα με τον Hendrik de Leeuw, μανιώδη ερευνητή του σκοτεινού ερωτικού προσώπου της νύχτας των αστικών κέντρων, η Νέα Υόρκη, «μια σχεδόν πληκτική πολίχνη την ημέρα», ήταν «ένα πολύβουο και σχεδόν φανταχτερό χωριό τη νύχτα», χώρος μιας παράξενης παθολογικής επιθυμίας για ηδονή που, στα μάτια των συνετών και των ευσεβών, «αψηφούσε κάθε ηθική αρχή».

Η προκλητική φιληδονία της φρενήρους μητρόπολης, που αποβάλλει τους καλούς της τρόπους μόλις πέσει το σκοτάδι, αποτυπώνεται με τον πιο εντυπωσιακό ίσως τρόπο από το ριζοσπάστη ζωγράφο της σχολής του τοπικισμού Τόμας Χαρτ Μπέντον (Thomas Hart Benton), ο οποίος είναι κυρίως γνωστός για τις τοιχογραφίες του της δεκαετίας της Ύφεσης. Ο Μπέντον ήρθε στη Νέα Υόρκη περίπου την ίδια εποχή με τον Ντράιζερ, επίσης πρόσφυγα από τη Μεσοδύση. Τη δεκαετία του 1920 γοητεύτηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες. Αν και κράτησε διακριτική απόσταση από το Κομμουνιστικό Κόμμα, συναναστρεφόταν άτομα που ανήκαν στην πολιτιστική σφαίρα επιρροής του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ζωγράφισε το υλιστικό πανόραμα Η Αμερική σήμερα, παραγγελία της Νέας Σχολής Κοινωνικών Ερευνών, μιας νησίδας από Αμερικανούς πρωτοποριακούς, εξόριστους από τα αμερικανικά πανεπιστήμια του κατεστημένου, θεωρητικούς της κοινωνικής κριτικής και πρόσφυγες Ευρωπαίους διανοουμένους. Οι εννέα τοιχογραφίες της σειράς έδιναν έμφαση στη δίνη της ανθρώπινης ποικιλομορφίας από την οποία απαρτίζονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, που είχαν μετασχημα­τιστεί λόγω του βιομηχανικού καπιταλισμού χωρίς ωστόσο να διέπο­νται από οποιαδήποτε αισθητή ώθηση για ομοιογένεια πέρα από την ώθηση της δύναμης του λαού να αφήνει τη σφραγίδα του στην τυποποίηση που επιδίωκαν οι αρχές. Στροβιλιζόμενα σώματα, θεατρικές στάσεις και δυνατοί μύες γίνονται ένα με τεχνολογίες και χώρους δουλειάς για να δώσουν μια εικόνα των εργαλείων της δύναμης της Αμερικής, όπου η εκμετάλλευση απεικονίζεται με πολλαπλές μορφές σε αντιδιαστολή με την έλευση της «προόδου», η οποία αντιπαρατίθεται στο δυναμισμό μιας ρωμαλέας, επιβλητικής μάζας πληβείων των αστικών κέντρων και της υπαίθρου, που ζωντανεύει τη δίνη των καθημερινών γεγονότων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η γεωργία στο Νότο και τη Δύ­ση, όπως και η βιομηχανία στα νοτιοανατολικά και η μεταβαλλόμενη Δύση, συμβολίζονται από ατμομηχανές, βαμβάκι, άνθρακα και χάλυβα.

Απεικονίζονται επίσης «δραστηριότητες στην πόλη», και ειδικότερα δραστηριότητες της νύχτας, τις οποίες ο Μπέντον γνώριζε από πρώτο χέρι. Σύχναζε σε θεατρικές επιθεωρήσεις και αγώνες πυγμαχίας και χρησιμοποίησε τον λεπτομερή τρόπο με τον οποίο απέδιδε σώματα και χειρονομίες για να συνθέσει ένα κολάζ από νυχτερινές σκηνές, οι οποίες ήταν συνεχείς αλλά πλαισιώνονταν ευρετικά από διαδοχικές σκηνές απομίμησης αρχιτεκτονικών μορφών. Ο πίνακας με τίτλο Δραστηριότητες στην πόλη με μετρό είναι μια παράθεση των πολλών και διαφόρων ευκαιριών και δυνατοτήτων της νύχτας, αλλά και μια εικόνα της πεισματι­κής αντοχής της απέναντι σε αυτούς που θα επιχειρούσαν να την καθυποτάξουν. Η γελοιογραφική μορφή ενός υπερμάχου της θρησκευτικής αφύπνισης ανεβασμένου σ’ ένα κασόνι υψώνει απειλητικά το χέρι προς τις πινακίδες «God Is Love», «Burlesque 50 Girls» και «Ηeat». Μια νεο­φώτιστη γονατίζει στ’ αχαμνά του, ενώ τα γυμνά οπίσθια μιας στριπτιζέζ λικνίζονται επικίνδυνα στις ωμοπλάτες του. Μέλη του Στρατού της Σωτηρίας τραγουδούν μες στην έξαψη μιας νύχτας λουσμένης στο φως που ξεχύνεται από τον εναέριο: η σερενάτα τους απευθύνεται σε δύο πυγμάχους που δέρνονται μες στις ξέφρενες κραυγές του πλήθους που ζητάει αίμα και νοκάουτ. Η υψηλή κουλτούρα της σύνθεσης κατευθύνεται ειρωνικά προς ένα ζευγάρι που επιδίδεται σε ερωτικές θωπείες επιδεικνύοντας μια τολμηρή σεξουαλικότητα που με τη γυμνή της σάρκα επισκιάζει τη χαμηλή κουλτούρα του λούνα παρκ. Στο ίδιο το μετρό -όχημα των νυχτερινών μαζών- ο Μαξ Ίστμαν (Marx Eastman), μαρξιστής, εκδότης του ριζοσπαστικού πολιτιστικού περιοδικού The Masses και γνωστός γυναικάς στους αριστερούς κύκλους, ασπρομάλλης, κομψός, με κοστούμι και γραβάτα, γδύνει με τα μάτια τη διάσημη καλλιτέχνιδα του στριπτίζ Πέγκι Ρέινολντς (Peggy Reynolds), η οποία εμφανίζεται κυ­ριολεκτικά με χειροπέδες μπροστά στα μάτια του Ίστμαν που κρατάει στην αγκαλιά του ένα βιβλίο αλλά γέρνει προς έναν ανασηκωμένο μηρό.

Ένας μαύρος εργάτης ξεκουράζεται, ενώ ένας μπουκμέικερ διαβάζει μια λαϊκή εφημερίδα όπου ο τίτλος «Ερωτική φωλιά» φέρνει στο νου τους ερωτικούς δεσμούς που συχνά ξεσπούσαν σε σκάνδαλα επειδή ο ασυγκράτητος ερωτισμός τους υπερέβαινε τις ταξικές διαχωριστικές γραμμές ή τα συντηρητικά όρια της οικογενειακής τεκνοποιίας. Είναι φανερό ότι ο Μπέντον θέλει να περάσει μεταξύ άλλων το μήνυμα ότι η νύχτα, όπως και η αγαπημένη του Δύση, ήταν μία μεθόριος δυνατοτήτων που ήταν μάταιο να προσπαθήσεις να τις τιθασεύσεις.

Το ταξίδι του σύγχρονου Μανχάταν από την αυγή ως το σούρουπο κάνει ακόμη πιο έντονη την εμπειρία των αντιθέσεων ημέρας/νύχτας, αλλά αυτός ο δυϊσμός δεν είναι ο μοναδικός και δεν περιορίζεται από το χώρο και το χρόνο όσο θα νόμιζε κανείς αρχικά. Στο πλαίσιο της γενικευμένης διαφοράς φωτός και σκότους, ημέρας και νύχτας, υπάρχει φυσικά άπλετος χώρος για αντιφατικές αναγνώσεις. Ο Γουίλιαμ Χόγκαρθ (William Hogarth), ο δημοφιλέστερος καλλιτέχνης του Λονδίνου του 18ου αιώνα, παρουσίασε, για παράδειγμα, μια σειρά χαρακτικών, τις Τέσσερις εποχές της ημέρας (1738), όπου οι αμφιλεγόμενες έννοιες πρωί, μεσημέρι, βράδυ και νύχτα αποτυπώνονται ως μία αλληγορία της συνεχούς μάχης του ανθρώπου. Στο Πρωί, ο Χόγκαρθ τοποθέτησε μια θεο­σεβούμενη γεροντοκόρη κι ένα σχολιαρόπαιδο στο κέντρο, ανάμεσα στο επιβλητικό αλλά ψυχρό και απρόσωπο κτίριο της εκκλησίας και τη δελεαστική ζεστασιά, την αισθησιακή αγκαλιά, τους φιλικούς διαπλη­κτισμούς και την επαιτεία της ταβέρνας του Τομ Κινγκ. Το στενό μονο­πάτι της ημερήσιας αρετής δεν σε βγάζει από την πορεία σου, αλλά περνάει αναπόφευκτα μπροστά από τις παρατεταμένες ηδονές της νύχτας. Στο Μεσημέρι υπογραμμίζεται και πάλι η αντίθεση ταβέρνας και εκκλησίας, ακολασίας και κοσμιότητας, μ’ ένα ρείθρο να χωρίζει την τάξη από το χάος. Το Βράδυ φέρνει τη φαινομενική ανάπαυλα από το μόχθο: μετά τον κάματο της ημέρας (μόνο ο υπηρέτης ασχολείται με το άρμεγμα), τα δεσμά της αξιοπρέπειας, της ωριμότητας, των οικογενειακών ευθυνών και του οικογενειακού βίου δημιουργούν μια αποπνικτική ατμόσφαιρα μοιρολατρικής ευπείθειας.

Αυτή η ατμόσφαιρα προσαρμογής καταλύεται τη Νύχτα, μακάβρια ρήξη με την ευταξία των προηγούμενων «εποχών». Το ξεφάντωμα των νυχτερινών ωρών, που τοποθετείται στην επέτειο της Παλινόρθωσης το 1660, οπότε αποκαταστάθηκε η βρετανική μοναρχία μετά τις επαναστατικές ταραχές του 1640, είναι αποδέσμευση από τους ηθικούς και πολιτικούς χαλινούς. Πυρκαγιές μαίνονται ανεξέλεγκτες στους δρόμους, συμβολίζοντας τον διακαή πόθο των Ιακωβιτών για ριζοσπα­στική δημοκρατική εναλλακτική πρόταση απέναντι στη βασιλεία. Ένα δοχείο νυκτός αδειάζει στο κεφάλι ενός μεθυσμένου ελευθεροτέκτονα με πονηρό βλέμμα, ο οποίος μετά το 1717 αποτελεί στην Αγγλία την ενσάρκωση της εναντίωσης στο δογματισμό και την παραδοσιαρχία της Εκκλησίας και τις ταξικές, μοναρχικές ιεραρχίες της κρατικής εξου­σίας. Τον ελευθεροτέκτονα έχει απαλλάξει από το σπαθί του η ολοφά­νερα δυσαρεστημένη γυναίκα του, η οποία κρατάει ένα φανάρι και προχωρεί με δυσκολία στο δρόμο με τις ταβέρνες, όπου παιδιά χλευάζουν την τρυφηλότητα και τα παραστρατήματα των ενηλίκων. Η Νύχτα ήταν ένα από τα πιο ζοφερά καλλιτεχνικά σχόλια του Χόγκαρθ. Εκπλειστηριάστηκε το 1745 και αγοράστηκε από έναν τραπεζίτη ένα­ντι τριάντα στερλινών περίπου. Οι πιο ανάλαφροι πίνακες -το Μεσημέρι και το Βράδυ- έπιασαν υψηλότερες τιμές στην αναδυόμενη αγορά έργων τέχνης.

Οι ώρες της νύχτας έχουν το δικό τους ρολόι. Οι άνθρωποι της νύχτας είναι ένας κόσμος χωριστός. Δεν πρόκειται απλώς για ώρες και λεπτά: γι’ αυτό που «μετριέται με κουταλάκια του καφέ», σύμφωνα με το λυπημένο ρεφρέν του Προύφροκ (Prufrock), αλλά για την τυραννία του χρόνου που αψηφούμε ή και μεταθέτουμε. Ούτε πρόκειται για ζήτημα που ανάγεται εύκολα σε απασχόληση (αυτού που κάνουμε για να ζήσουμε) σε αντίθεση με την ασχολία (αυτό που αισθανόμαστε, σκεφτό­μαστε και ενστερνιζόμαστε απέναντι στην επιτακτικότητα των αναγκών της ημέρας). Αυτοί οι διαχωρισμοί, όποιες και αν είναι οι συγκεκριμένες ρίζες τους στο χρόνο και στο χώρο, υποδηλώνουν μεγαλύτερες συνέχειες, έχουν την ατμόσφαιρα του déjà-vu. Η νύχτα ήταν ανέκαθεν η ώρα για τους απόβλητους της ημέρας -τους παρεκκλίνοντες, τους διαφωνούντες, τους διαφορετικούς- και υπάρχει ένα είδος δεσμού ανάμεσα σε αυτούς που έχουν επιλέξει ή έχουν αναγκαστεί να προσαρμοστούν στις ηδονές και τους κινδύνους του σκότους, διαστήματος που υπάρχει τόσο στο χρόνο όσο και στο χώρο.

Το βιβλίο αυτό είναι μια συρραφή από ερμηνευτικές σημειώσεις που εξερευνούν την παράβαση των επιτρεπτών ορίων μέσα από νυχτε­ρινές διαδρομές όχι μόνο στο χρόνο και στο χώρο, αλλά και σε μεταφορικούς χώρους όπου βλέπουμε να ορίζεται και να βιώνεται η διαφορά, όσο συγκαλυμμένη και αν είναι. Δεν είναι ένα βιβλίο για σκοτεινούς ανθρώπους, σκοτεινές σκέψεις, σκοτεινές εποχές, σκοτεινές εργασίες, σκοτεινές χαρές. Δεν είναι ένα βιβλίο για σκοτεινά αιτήματα και την επιβεβλημένη, σκοτεινή και περιοριστική άσκηση της εξουσίας. Δεν μιλάει για τα αδιαφανή πρακτορεία αντίστασης και εναντίωσης. Δεν μιλάει για καμιά απ’ αυτές τις ιστορικά τοποθετημένες εμπειρίες, επειδή ακριβώς μιλάει για όλες τους, για το πώς συνδέονται μεταξύ τους και με τι μοιάζουν στους καθρέφτες του περιθωρίου, όπου το πρόσωπο της παράβασης καθρεφτίζεται άλλοτε όπως έχει και άλλοτε παραμορφωμένο.

Η ετερότητα είναι πολύ της μόδας στον σύγχρονο ακαδημαϊκό κόσμο, αλλά η περιγραφή της είναι συνήθως μονόπλευρη, ένας Λόγος από ισχυρές κατασκευές που έχουν κατά κάποιον τρόπο γυμνωθεί από τις δυναμικές αμοιβαιότητες τους. Πολλές αιχμές λειαίνονται στην πορεία και οι φρικτές προσβολές της ταξικής, φυλετικής και κατά φύλο εκμετάλλευσης και καταστολής -και ακόμη περισσότερο οι προσβολές που προκαλούν τα ίδια τα θύματα της εξουσίας- ξεπλένονται και αποκαθαίρονται για να παραμείνουν στο ράφι της λογοτεχνικής κριτικής, ωσάν το βαρύ και σκοτεινό αντίτιμο που υποχρεωνόταν να καταβάλει ο υποδεέστερος να μπορούσε να εξηγηθεί με τα κείμενα της εποχής μας.

Χάνεται επίσης η επινοητικότητα της ετερότητας, οι ευρηματικές δημιουργίες και προκλήσεις που συνδέονται με τους πόθους της νύχτας και την ελευθεριότητα που συχνά προσφέρει η τελευταία, θέλω να χρησιμοποιήσω τις νυχτερινές διαδρομές σαν μεταφορά για το Άλλο, στην ευρεία και εκλεκτική του έννοια, να διερευνήσω τις σκοτεινές δυνατότητες που περιμαντρώθηκαν με εξωτερικούς περιορισμούς και απάνθρωπα όρια αλλά έκαναν δραστήριες προσπάθειες να σπάσουν αυτά τα δεσμά. Αυτά τα επεισόδια (περιγραφικά και μόνο τα ονομάζω κουλτούρες) που η ιστορία τους ανάγεται στην αρχαιότητα και ακόμη παλιότερα, είναι, βεβαίως, αδύνατον να αποτυπωθούν σε όλη την πολυπλοκότητα και την ιστορική ευαισθησία τους. Μπορούμε όμως να γνέψουμε προς το μέρος τους. Μπορούμε να δώσουμε παραδείγματα και να αναπτύξουμε επιχειρήματα έτσι ώστε να εισαγάγουμε γενικά θέματα στην πολυποίκιλη ιστορία της πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής.

Οι σκοτεινές κουλτούρες της νύχτας δεν ενοποιούνται επομένως σε οποιαδήποτε κατηγορική ιστορία ομοιοτήτων. Αντίθετα, παρουσιάζονται εδώ ως στιγμές αποκλεισμένες από τις ιστορίες της ημέρας, ως αντίστιξη μέσα στο χρόνο, στο χώρο και στον τόπο, οι οποίες διέπονται και ρυθμίζονται από τη συλλογιστική και τις δοσοληψίες της οικονομικής λογικής και τις δομές της πολιτικής εξουσίας. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η νύχτα κατεβάζει την αυλαία σε αυτούς τους τομείς κυριαρχίας, εισάγοντας θεατρικούς χώρους αμφιβολίας και παράβασης που ενδέχεται να οδηγήσουν σε αναπαραστάσεις απελευθέρωσης. Η νύχτα είναι όμως επίσης μια σκηνή όπου βρήκαν στέγη η αποξένωση και η περιθωριακότητα. Και η στέγη αυτή μπορεί να ήταν στέγη ανακούφισης και φυγής ή, κατά περίσταση, θερμοκήπιο εξέγερσης. Μπορεί όμως επίσης αυτό ακριβώς το σκότος εντός του σκό­τους, αυτή η ανησυχητική αναρχία αλλοτρίωσης και απελπισίας να κατακερμάτιζε τις εύθραυστες βεβαιότητες της ημέρας σε φοβερούς και τρομερούς κινδύνους, σε εντάσεις και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές όλο και πιο τραγικές λόγω της σχετικής αυτονομίας τους από τις δυνάμεις που τις ρύθμιζαν και έφεραν την τελική ευθύνη για την οδυνηρή ιστορία τους. Η παράβαση δεν ήταν πάντα ηρωική, και οπωσδήποτε δεν αφορούσε μόνο την αντίσταση, αν και η περιγραφή μου προβάλλει αναμφίβολα αυτές της πλευρές της ιστορίας της.

Όποιο και αν είναι το περιεχόμενο της, η νύχτα, με τη στενή έννοια του χρόνου ή με την ευρεία έννοια του χώρου, σπανίως ήταν ευπρόσδεκτη από την ημέρα. Ως πρόκληση αντιμετωπίστηκε με νομοθετικά μέτρα, ως κάλυψη δέχτηκε ιστορικά επιθέσεις λόγω των εισβολών του φωτός, της διάδοσης τεχνολογιών που φωτίζουν τις σκοτεινές γωνιές της και την εκθέτουν στο εκτυφλωτικό φως, στο ενδεχόμενο βλέμμα και τις απειλητικές παρεμβάσεις των εποπτικών δυνάμεων της ημέρας. Στα τέλη του 20ού αιώνα, ο θεωρητικός της κριτικής Ζαν Μποντριγιάρ (Jean Baudrillard) συνόψισε αυτή την κατακτητική εισβολή στη νύχτα με όρους γενικευτικής απώλειας, άγευστης ομογενοποίησης της ανθρωπότητας και της ιστορίας που θέτει τα θεμέλια για την υποταγή στην άπειρη λευκότητα της εξουσίας:

Η κατάσταση μας θυμίζει μάλλον άνθρωπο που έχει χάσει τη σκιά του: είτε έχει γίνει διάφανος και το φως τον διαπερνά πέρα ως πέρα, είτε φωτίζεται από όλες τις γωνίες, υπερεκτεθειμένος και ανυπεράσπιστος απέναντι σε όλες τις πηγές φωτός. Είμαστε ταυτόχρονα εκτεθειμένοι από όλες τις πλευ­ρές στο εκτυφλωτικό φως της τεχνολογίας, των εικόνων και της πληροφο­ρίας, χωρίς να έχουμε τρόπο να διαθλάσουμε τις ακτίνες τους. Και είμαστε συνεπώς καταδικασμένοι στο άσπρισμα κάθε δραστηριότητας: ασπρισμέ­νες κοινωνικές σχέσεις, ασπρισμένα σώματα, ασπρισμένη μνήμη, κοντο­λογίς σε πλήρη ασηπτική λευκότητα.

Η διαδικασία είναι ολοφάνερη αλλά η πρόγνωση λίαν απαισιόδοξη. Απέναντι στην κυριαρχία της ημέρας, οι σκοτεινές κουλτούρες -όπως δείχνει ο Loren Eiseley- επέζησαν στο χρόνο, μέχρι και τη σημερινή εποχή:

Στους χέρσους αγρούς τους περιφραγμένους με αγκαθωτό συρματόπλεγμα όπου γαϊδουράγκαθα φυτρώνουν πάνω από κρυμμένα μεταλλεία, υπάρ­χει μια περίεργη ελευθερία. Ανάμεσα στα πυρά των παραταγμένων σε θέση μάχης δυνάμεων, ανάμεσα στην επέλαση των περιπόλων και των λαγωνικών της αστυνομίας, υπάρχει μια ακαλλιέργητη λωρίδα γης από την οποία έχουν αποχωρήσει ο νόμος και ο ίδιος ο άνθρωπος. Σε αυτή την τα­ραγμένη μεθόριο, η παλαιά άγρια ζωή έχει ανακτήσει ό,τι δικαιωματικά της ανήκει. Ζιζάνια φυτρώνουν και ζώα τριγυρίζουν τη νύχτα σε μέρη όπου ο άνθρωπος δεν τολμά να τα κυνηγήσει. Μια λεπτή ασταθής γραμμή περιγράφει τις παρυφές της καταπίεσης. Η ελευθερία που περικλείει ταιριάζει μόνο στα πουλιά, στα χνούδια του γαϊδουράγκαθου που γλιστράνε στον αέρα ή στην περιπλανώμενη αλεπού. Κι όμως, δεν μπορεί, θα υπάρ­χουν άνθρωποι που την αναζητούν με φθόνο… Πρέπει να ‘ναι κανείς πρό­σφυγας στην καρδιά, να ρεμβάζει νοσταλγικά πέρα από τους φράχτες, για να νιώσει τούτο τον μονοδιάστατο κόσμο, που ωστόσο υπάρχει.

Για να εξελιχθεί ωστόσο η παράβαση -ως στιγμή είτε εναλλακτικής επιλογής είτε αποχώρησης- σε κοινωνικό μετασχηματισμό, θα έπρεπε οι διάλογοι και τα λοξοδρομήματα των έργων της, που συχνά σφυρηλατούνται στις δυνατότητες της νύχτας, να υποστούν τη δύσκολη μετάφραση σε γλώσσες που θα μπορούσαν να αναδιαρθρώσουν την ημέρα. Αυτό σπανίως συνέβη. Μία ιστορική στιγμή όπου η νύχτα νί­κησε την ημέρα, με τη μεταφορική έννοια, ήταν η Γαλλική Επανά­σταση, όπως εκπληκτικά απεικονίζεται στο έργο του Ντελακρουά (Ferdinand Delacroix) Η Ελευθερία οδηγεί το λαό (1830). Ενώ η έμφυλη διάσταση του πίνακα έχει προκαλέσει ενδιαφέροντα σχόλια, το γεγονός ότι η ελευθερία προβάλλει μέσα από τη νύχτα -οδηγώντας μια στρατιά από σκοτεινούς επαναστάτες σ’ ένα μονοπάτι που φωτίζεται από τη φωτεινή, γυμνόστηθη, ένοπλη προέλαση της- δεν έχει τραβήξει ιδιαίτερα την προσοχή.

Τις περισσότερες φορές, η νυχτερινή παράβαση δεν είχε ως αποτέλεσμα αυτή την απειλητική, ενίοτε θανάσιμη, σύγκρουση πολιτικώς ασυμβίβαστων δρώντων προσώπων αλλά συντηρούσε με πιο αθόρυβο τρόπο ιστορίες της παρανομίας: χρόνους, χώρους, τόπους όπου η ανθρώπινη έκφραση δεν υποτασσόταν τόσο εύκολα στη στενή επιτήρηση του καταμεσήμερου ή δεν τυφλωνόταν από το φως της ημέρας. Για μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας, η ώρα της νύχτας είναι η σωστή ώρα, μια φευγαλέα αλλά τακτική περίοδος ελευθεριών που μπορεί να μην είναι εντυπωσιακές είναι όμως περιπόθητες και μας απαλλάσσουν από τους περιορι­σμούς και τις έγνοιες της καθημερινής ζωής. Πρόκειται για μια ιστορία που συνήθως δεν αφήνει ίχνη, δεν αφήνει μαρτυρίες ενός παρελθόντος το οποίο, σε σπάνιες περιπτώσεις, αποτυπώνεται μες στην ακινησία του από κάποιον παρείσακτο μάρτυρα, όπως η φωτογραφική ιδιοφυΐα του γεννημένου στο Χάρλεμ Ρόι ΝτεΚάραβα (Roy DeCarava).

Άλλες, επίσης σκοτεινές, ιστορίες μπορούν παρ’ όλα αυτά να κατα­νοηθούν σε σχέση με τη νύχτα. «Ζούσαν και αγαπούσαν από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου», έγραψε ένας ιστορικός για τους Αμερικανούς δούλους. Οι Αφροαμερικανοί βρήκαν ένα είδος ελευθερίας τη νύχτα -ως φυγάδες και ως μέλη μιας κοινότητας- παρά το ότι ζούσαν σε μια κατάσταση δουλείας που η κληρονομιά της ήταν αισθητή ακόμη και την περίοδο μετά τη χειραφέτηση. Όμως αυτός ο αγώνας να χρησιμοποιηθεί η νύχτα εμπεριείχε όχι μόνο μικρά και μεγάλα επιτεύγματα, αλλά και πολλές σκοτεινές στιγμές αμφιβολίας και απόγνωσης, αν μη τι άλλο χειρότερο: θέμα που επανέρχεται συνεχώς στις απαρχές της αφροαμερικανικής κοινωνιολογίας και στα έργα της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο αυτό προσφέρει μια εισαγωγική παρουσίαση αυτών των υποδεέστερων ιστοριών, ένα νυχτερινό περίπατο μακριά από τη σύγχρονη ιστοριογραφία της ημέρας.

Επιτρέψτε μου να κλείσω αυτή τη σύντομη εισαγωγή με μια εικόνα και ένα ερώτημα. Μία από τις πιο υποβλητικές φωτογραφίες του Ρόι ΝτεΚάραβα είναι οι Χορευτές, όπου απεικονίζονται δύο άτομα που χορεύουν σ’ ένα κλαμπ του Χάρλεμ. Εξετάζοντας τη φωτογραφία δια­πιστώνουμε πως βρίσκεται στο μεταίχμιο αυθορμητισμού και πόζας: οι εικονιζόμενοι είναι επαγγελματίες που έχουν προσληφθεί για να δια­σκεδάζουν τους θαμώνες χορεύοντας στο ρυθμό της τζαζ στο στιλ των καλλιτεχνών του μαύρου μουσικού θεάτρου μιας παλαιότερης γενιάς. Ο ΝτεΚάραβα ομολογεί τη βαθιά αμφισημία της φωτογραφίας:

Αυτοί οι δύο χορευτές […] είναι για μένα ένα τρομερό μαρτύριο […] λόγω του ότι είναι κατά κάποιον τρόπο διαστρεβλωμένοι χαρακτήρες. […] Το πρόβλημα οφείλεται στο ότι οι φιγούρες τους μου θυμίζουν τόσο πολλά από τις πραγματικές εμπειρίες των μαύρων λόγω της ανάγκης τους να περιέλθουν σε δύσκολη θέση μπροστά στον άνθρωπο, για τον άνθρωπο. να εξευτελιστούν προκειμένου να επιβιώσουν, να πορευτούν… Κι όμως, υπάρχει κάτι στις δύο φιγούρες που δεν έχει σχέση μ’ αυτό. Κάτι πολύ δη­μιουργικό, πολύ απτό και πολύ μαύρο με την καλύτερη έννοια του όρου. Υπάρχει επομένως αυτός ο διπλός χαρακτήρας. […] Πρέπει να πω ότι, πα­ρά το ότι έρχεται σε σύγκρουση με τις ευαισθησίες μου και μου θυμίζει πράγματα που θα προτιμούσα να μην τα θυμάμαι, παρ’ όλα αυτά είναι μια ωραία φωτογραφία. Για την ακρίβεια, είναι ωραία γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους και παρά τους λόγους αυτούς. Η φωτογραφία είναι επιτυχημένη.

Αυτό το σχόλιο ρίχνει φως σε αυτή καθ’ εαυτήν την παράβαση, τις νύχτες και τις ημέρες της: για να αντιληφθούμε τις αντικρουόμενες σημασίες της, πρέπει να διαθέτουμε ευαισθησία για την περίπλοκη ιστορία αγώνα και υποταγής, η οποία αποκαλύπτεται εν πολλοίς στο «στιγμιότυπο» μιας ερμηνευτικής ενότητας που επιβάλλεται στιγμιαία. Πίσω απ’ αυτές τις ιστορίες της νύχτας κρύβεται κάτι από τους μεγάλους φόβους και το θρίαμβο της ανθρωπότητας.


Άγγελος Καλοδούκας

Share

Category: Φωτογραφίες δρόμου...



Σχόλια (3)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η δημήτρης λέει:

    Πολύ όμορφες και ατμοσφαιρικές οι φωτογραφίες σου.

  2. Ο/Η Aformi λέει:

    Σε ευχαριστώ φίλε μου για τα καλά σου λόγια
    Άγγελος

  3. Ο/Η Ανώνυμος λέει:

    «ολοι οι καναπεδες γινονται κρεβατι».Μεγαλη αληθεια φιλε μου

Αφήστε μήνυμα