Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Συζητώντας για τον φασισμό



Η συζήτηση έχει ανοίξει, ούτως ή άλλως. Η εκτόξευση του εκλογικού ποσοστού μιας μέχρι τώρα περιθωριακής οργάνωσης με σαφείς αναφορές στην εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία και η ανάδειξή της σε κοινοβουλευτικό κόμμα, έφερε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας το ζήτημα του φασισμού. Θέτοντας εκ νέου τα ερωτήματα που απασχόλησαν το εργατικό κίνημα και την Αριστερά ήδη από την πρώτη εμφάνιση του φασιστικού φαινομένου κατά τον Μεσοπόλεμο.

Τι ακριβώς είναι ο φασισμός; Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά του από άλλα συντηρητικά ιδεολογικο-πολιτικά ρεύματα; Πού εντοπίζεται η διαφορά ανάμεσα στα φασιστικά και στα άλλα αστικά αυταρχικά καθεστώτα; Ποιες είναι οι κοινωνικές δυνάμεις τα συμφέροντα των οποίων επιχειρείται να εξυπηρετηθούν με τον φασισμό και κάτω από ποιες προϋποθέσεις συντάσσονται μ’ αυτόν; Ποιες είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που μπορεί να στηρίξουν ένα φασιστικό εγχείρημα, αν και θα μπορούσαν επίσης να βρίσκονται αντιμέτωπες μ’ αυτό;

Πάνω απ’ όλα, τίθεται το ερώτημα αν υπάρχει σήμερα κίνδυνος φασισμού στην Ελλάδα. Η εκλογική επιτυχία της Χρυσής Αυγής συνιστά την απαρχή ανάπτυξης φασιστικού κινήματος; Υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα όροι ανάπτυξης ενός τέτοιου κινήματος και μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένα τέτοιο κίνημα; Υπάρχει πιθανότητα ακόμα και αντιδημοκρατικής εκτροπής και εγκαθίδρυσης κάποιας μορφής καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, πόσο μάλλον καθεστώτος φασιστικού;

Είναι προφανές πως η συζήτηση περιλαμβάνει μια τεράστια γκάμα ζητημάτων, αλλά η διεξαγωγή της καθίσταται αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε, τουλάχιστον από το 1974 και μετά. Ακριβώς γιατί, για πρώτη φορά μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, το ζήτημα του φασισμού και της αντιμετώπισής του το θέτει η ίδια η συγκυρία της ταξικής πάλης, σε μια ιστορικά κρίσιμη στιγμή, που χαρακτηρίζεται από την έκρηξη των αντιφάσεων του ελληνικού καπιταλισμού, από την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, από την ανατροπή των κοινωνικών συμμαχιών πάνω στις οποίες θεμελιωνόταν η αστική ταξική κυριαρχία επί δεκαετίες και από τη διάρρηξη των σχέσεων εμπιστοσύνης που είχαν διαμορφωθεί μεταξύ των κυρίαρχων αστικών πολιτικών δυνάμεων και ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων.

Η αναφορά στο ενδεχόμενο ανάπτυξης φασιστικού κινήματος, ακόμα περισσότερο στον κίνδυνο αντιδημοκρατικής εκτροπής, δεν σημαίνει και εκ των προτέρων αποδοχή της άποψης πως ο κίνδυνος είναι πραγματικός. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα σήμαινε πως κλείνουμε ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης πριν ακόμα την ανοίξουμε. Επιδιώκοντας να αποφύγουμε τόσο την κινδυνολογία, που πιθανώς να μη βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα, όσο και την επανάπαυση, που θα μπορούσε να στηρίζεται στην υποτίμηση του ενδεχόμενου κινδύνου, συζητάμε.

Αν θα θέλαμε να ορίσουμε ένα πλαίσιο της συζήτησης για τον φασισμό, δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε την περίφημη υπόδειξη του Μαξ Χορκχάιμερ: «Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό, καλά θα κάνει να σωπαίνει και για τον φασισμό».

Ο Νίκος Πουλαντζάς θα διαφωνήσει: «Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον ιμπεριαλισμό δεν θα έπρεπε να μιλάει για τον φασισμό». Υποδεικνύει, έτσι, πως η συζήτηση για τον φασισμό προϋποθέτει όχι γενικώς την αναφορά στον καπιταλισμό, αλλά τη μελέτη του καπιταλισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού, στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Να, πού θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε μια ειδοποιό διαφορά του φασισμού από άλλα συντηρητικά ιδεολογικο-πολιτικά ρεύματα και αυταρχικά καθεστώτα: ο φασισμός εμφανίζεται και αναπτύσσεται σε συνθήκες κυριαρχίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Κατά συνέπεια, θα έπρεπε να αναζητήσουμε τους όρους εμφάνισης και ανάπτυξης του φασισμού σε ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώνονται σε καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς με ηγεμονικό το μονοπωλιακό κεφάλαιο στον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας, διερευνώντας τον χαρακτήρα αυτών των συνθηκών.

Αποφεύγοντας μια, τόσο συνηθισμένη, εμμονή στη σχέση μεταξύ οικονομικών κρίσεων και φασισμού, θα έπρεπε να μας απασχολήσει το γιατί δεν προκύπτει φασιστικό κίνημα μέσα από κάθε οικονομική κρίση ή οπουδήποτε εκδηλώνεται οικονομική κρίση. Να δούμε, κατά συνέπεια, την εμφάνιση και την ανάπτυξη του φασισμού ως αποτέλεσμα συνδυασμού όχι μόνο οικονομικών, αλλά και πολιτικών και ιδεολογικών παραγόντων. Ενδεχομένως, να χρειαστεί να αναγνωρίσουμε και την προτεραιότητα αυτών των πολιτικών και ιδεολογικών παραγόντων.

Είναι ίσως αυτό το σημείο που θα έπρεπε να επιμείνουμε κάπως. Επιχειρώντας να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί ο φασισμός εμφανίστηκε, αναπτύχθηκε και κυριάρχησε σε συγκεκριμένες χώρες, τη συγκεκριμένη κάθε φορά ιστορική στιγμή. Κι εδώ θα διαπιστώναμε την άμεση σχέση που υπάρχει με την απειλή που αντιπροσώπευε για την αστική κυριαρχία το εργατικό κίνημα. Και μάλιστα το εργατικό επαναστατικό κίνημα.

Ο φασισμός, ως μαζικό λαϊκό αντεπαναστατικό κίνημα, κάνει την εμφάνισή του για πρώτη φορά στην Ιταλία, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Άλλωστε, ο ιταλικός φασισμός είναι που θα δώσει και την ονομασία στο αντιδραστικό αυτό φαινόμενο, όταν πάρει διεθνή έκταση.

Η εμφάνιση και ανάπτυξη του φασισμού συντελείται στην Ιταλία κατά την περίοδο της «κόκκινης διετίας» 1919-21, όταν η εργατική αναταραχή στον Βορρά και η αγροτική στον Νότο έφεραν πάνω από την Ιταλία το φάντασμα του κομμουνισμού, που μόλις είχε κυριαρχήσει στη Ρωσία της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η άνοδος των φασιστών στην εξουσία και η σταδιακή εγκαθίδρυση του φασιστικού καθεστώτος στα 1922-26, πραγματοποιείται μετά την ήττα και υποχώρηση της αναταραχής σε Βορρά και Νότο, που δεν μπόρεσε να μετασχηματιστεί σε εργατο-αγροτική επανάσταση. Παράλληλα, στην εδραίωση του φασισμού συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό και η οικονομική σταθεροποίηση που ακολούθησε την οικονομική κρίση των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων στην Ιταλία και διεθνώς.

Σε φασιστική κατεύθυνση κινήθηκε και το καθεστώς Χόρτυ, που επιβλήθηκε στην Ουγγαρία μετά τη βίαιη κατάλυση της Σοβιετικής Δημοκρατίας του 1919, και του Τσαγκόφ στη Βουλγαρία, μετά την ήττα της επανάστασης του 1923, ενώ ανάλογος ήταν ο προσανατολισμός και μιας σειράς άλλων καθεστώτων που εγκαθιδρύθηκαν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (του Πρίμο Ντε Ριβέρα στην Ισπανία, του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία κ.ά.). Κανένα απ’ αυτά δεν επιβλήθηκε σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, όλα όμως προέκυψαν μετά από σοβαρές πολιτικές κρίσεις.

Η περίπτωση της Γερμανίας είναι αυτή που συνήθως γενικεύεται για να ταυτιστεί η άνοδος του φασισμού με την οικονομική κρίση. Πράγματι, είναι το ξέσπασμα της κρίσης που οδηγεί στη μαζικοποίηση του μέχρι τότε περιθωριακού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος του Χίτλερ, επιτρέποντάς του να ανέλθει στη εξουσία με την εκλογική υποστήριξη των δυο πέμπτων του γερμανικού λαού.

Κι εκεί, όμως, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την επίδραση της μεγάλης επαναστατικής αναταραχής της περιόδου 1918-21, που συμπίπτει εξάλλου και με την εμφάνιση του ναζιστικού κόμματος, καθώς και τη βαθιά πολιτική κρίση των χρόνων της οικονομικής κρίσης, η οποία λειτούργησε καταλυτικά για την εκδήλωσή της. Η πολιτική χρεοκοπία του δημοκρατικού καθεστώτος συνοδεύεται και από την ιδεολογική χρεοκοπία των δυνάμεων που την στήριξαν. Η αστικοδημοκρατική ιδεολογία παραχωρεί τη θέση της στη φασιστική, ενώ πυκνώνουν οι γραμμές του Κ.Κ. Γερμανίας με την προσέλευση εργατών (ανέργων συνήθως) που εγκαταλείποντας το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα απομακρύνονται και από τις ρεφορμιστικές αυταπάτες που καλλιεργούσε.

Η εγκαθίδρυση του ναζισμού στη Γερμανία δεν προέκυψε εν κενώ ταξικής πάλης. Η αποτυχία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης έφερνε και πάλι στην επικαιρότητα την προοπτική της επαναστατικής ανατροπής. Όσο κι αν η σοσιαλδημοκρατία (παραμένοντας η ισχυρότερη δύναμη του εργατικού κινήματος) αποδοκίμαζε μετά βδελυγμίας μια τέτοια προοπτική και οποιαδήποτε σταθερή συνεργασία με τον «κομμουνιστικό όχλο», όσο κι αν οι κομμουνιστές απέρριπταν με τη σειρά τους κάθε σχέση με τους «σοσιαλφασίστες», το γερμανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο δεν είχε καμία διάθεση να ξαναζήσει την απειλή του 1918-21. Τη διέξοδο την προσέφερε ο Χίτλερ.

Η σχέση ανάμεσα στην απειλή που αντιπροσωπεύει για την αστική ταξική κυριαρχία το εργατικό κίνημα και στην προσφυγή στη λύση του φασισμού, ανεξαρτήτως οικονομικής κρίσης, γίνεται ακόμα πιο σαφής στην περίπτωση της Ισπανίας του 1936. Η Ισπανία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον φασισμό αμέσως μετά την εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου και τη συγκρότηση κυβέρνησης της Αριστεράς. Καμιά σχέση με την οικονομική κρίση, καθώς η χώρα συνέχιζε, συγκρινόμενη μόνο με την Ιαπωνία, να είναι πρώτη σε ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο.

Μπορούμε να πούμε πως είναι ακριβώς αυτή η ανάγκη αντιμετώπισης ενός εργατικού κινήματος που αμφισβητεί ή που ενδέχεται εν δυνάμει να αμφισβητήσει την αστική εξουσία, που υποχρεώνει στη συγκρότηση μαζικού αντεπαναστατικού, δηλαδή φασιστικού, κινήματος. Και σ’ αυτό είναι που διαφέρει ο φασισμός από άλλα συντηρητικά ρεύματα και καθεστώτα έκτακτης ανάγκης.

Καθώς (ενίοτε σε συνδυασμό με κρίση οικονομική, αλλά πάντα με κρίση πολιτική) διέρχεται βαθιά κρίση η ίδια η κυρίαρχη ιδεολογία, αδυνατώντας να λειτουργήσει ως νομιμοποιητική της αστικής ταξικής κυριαρχίας, ο φασισμός εμφανίζεται ως το αντίπαλο δέος προς την επαναστατική ιδεολογία. Ακριβώς γιατί δεν αρκεί η επιβολή ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, που θα προστατέψει την άρχουσα τάξη με κυρίαρχη την ενίσχυση του μηχανισμού καταστολής. Είναι αναγκαία η ανάκτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας και η αποκατάσταση της κυρίαρχης ιδεολογίας ως «τσιμέντου» που συγκρατεί την ενότητα του κοινωνικού σχηματισμού υπό αστική κυριαρχία. Μόνο που αυτή η ιδεολογία δεν μπορεί παρά να δομείται στον αντίποδα ακριβώς αυτού που αποσκοπεί να αντιμετωπίσει.

Δεν μπορεί παρά να είναι αντεπαναστατική, άρα βαθιά αντικομμουνιστική, και γι’ αυτό αντιδημοκρατική. Αν η ιδεολογία του επαναστατικού εργατικού κινήματος εγκαλεί τα άτομα ως φορείς ταξικών θέσεων, αν η αστικο-δημοκρατική ιδεολογία τα εγκαλεί ως πολίτες, ο φασισμός αναφέρεται στην ένταξή τους στο έθνος. Σε μια ενότητα, μέσα στην οποία δεν έχει θέση ούτε ο ανταγωνισμός των ταξικών συμφερόντων ούτε ο πολίτης με τα ατομικά του δικαιώματα.

Αν ο φασισμός ήταν αδιανόητος πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, αν επίσης είναι αδιανόητος σε περιόδους κατά τις οποίες ο κυρίαρχος συνασπισμός εξουσίας μπορεί να ηγεμονεύει ιδεολογικά στον βαθμό που διασφαλίζεται η εκπροσώπηση και λαϊκών συμφερόντων, δεν είναι καθόλου απίθανη η εμφάνιση και η ανάπτυξή του σε συνθήκες ιδεολογικο-πολιτικής κρίσης, πόσο μάλλον αν αυτή συνδέεται και με κρίση οικονομική.

Αν αυτή είναι σήμερα η κατάσταση στην Ελλάδα, η ανάγκη συζήτησης για τον φασισμό προσλαμβάνει χαρακτήρα επείγοντος.

Πηγή: ektosgrammis.gr

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Αφήστε μήνυμα