Για τον Λούτσιο Μάγκρι και τις διαδρομές του Ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος
Του Παναγιώτη Σωτήρη
Η απόφαση του Λούτσιο Μάγκρι να βάλει τέλος σε μια ζωή που έδειχνε να μην έχει πια νόημα ερμηνεύτηκε από διάφορούς ως την αδυναμία ενός ανθρώπου του ευρωπαϊκού κομμουνισμού του 20ου αιώνα να συνυπάρξει με την σύγχρονη ιταλική και παγκόσμια πραγματικότητα και τις προκλήσεις της. Άλλοι θα θρηνήσουν την απώλεια μιας ιστορικής φυσιογνωμίας της Αριστεράς, με τον γνωστό τρόπο της αναδρομικής δικαίωσης των τεθνεώτων. Άλλοι, λίγο πιο προσεκτικοί θα θυμηθούν και τις – υπαρκτές – παλινωδίες του ίδιου του Μάγκρι στην πολιτική του διαδρομή. Αυτό, όμως, που έλλειψε σε όλη αυτή τη συζήτηση ήταν μια πιο προσεκτική αποτίμηση της συμβολής που όντως είχε ο Μάγκρι και το ρεύμα στο οποίο συμμετείχε στην υπόθεση της ανανέωσης της επαναστατικής στρατηγικής.
Και αυτό γιατί ο Μάγκρι υπήρξε κομμάτι μιας ευρύτερης συλλογικής προσπάθειας που βγήκε από την καρδιά του Ιταλικού Κομμουνισμού και ταυτόχρονα προσπάθησε να τον αμφισβητήσει ή να τον μετατοπίσει προς τα Αριστερά, συλλογική προσπάθεια που αποτυπώθηκε στο περιοδικό – αργότερα εφημερίδα – Il Manifesto και την πολιτική ομάδα γύρω από αυτό.
Σε αντίθεση με άλλα κομμάτια της Ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς της δεκαετίας του 1970 το Manifesto έβγαινε από την καρδιά του Ιταλικού κομμουνισμού. Άλλωστε, όλα τα βασικά πρώτα στελέχη του ήταν και στελέχη του ΙΚΚ, όπως η Ροσάνα Ροσσάντα, τέως βουλευτίνα, τέως υπεύθυνη του πολιτιστικού τομέα και μέλος της ΚΕ, ο Άλντο Νάτολι, παρτιζάνος, τέως βουλευτής και μέλος της ΚΕ ή ο Λουίτζι Πίντορ δημοσιογράφος και μέλος της Κ.Ε. Ο Μάγκρι με τη σειρά του, μέλος του κόμματος από τη δεκαετία του 1950, είχε ήδη σημαντική δράση ως διανοούμενος και στέλεχος του κόμματος.
Απογοητευμένοι από τα όρια, πολιτικά και θεωρητικά, της παραδοσιακής αριστερής πτέρυγας του ΙΚΚ, που τα εξέφραζε σε όλη τη δεκαετία του 1960 Ο Πιέτρο Ινγκράο, δοκιμάζουν μια πολύ πιο βαθιά κριτική, που προσπάθησε να διαφοροποιηθεί τόσο από τη μετάλλαξη του σοβιετικού δρόμου για το σοσιαλισμό, όσο όμως και από τη γραμμή του μετωπισμού, των «δομικών μεταρρυθμίσεων» και του «δημοκρατικού δρόμου» που κυρίως επεξεργάστηκε ο Παλμίρο Τολιάτι για το ΙΚΚ. Η γραμμή του ΙΚΚ ήταν μια γραμμή αντιφατική, που την ίδια στιγμή που διεκδικούσε ανεξαρτησία απέναντι στο ΚΚΣΕ και επέτρεπε ένα μεγάλο άνοιγμα στην κοινωνία και μια εντυπωσιακή ηγεμονία μέσα σε εργατικά και λαϊκά στρώματα, στην πραγματικότητα δεν απαντούσε το ερώτημα της επαναστατικής ρήξης. Ήταν μια στρατηγική που έφτασε στα όρια της με το τεράστιο κύμα κοινωνικών αγώνων που συντάραξε την Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με αποκορύφωμα το «Θερμό φθινόπωρο» του 1969 και την αδυναμία του ΙΚΚ να ανοίξει δρόμους επαναστατικής ρήξης.
Σε αυτό το τοπίο γεννιέται το Manifesto, που δοκιμάζει μια πρωτότυπη σύνθεση ανάμεσα στην κληρονομιά του Γκράμσι και του Ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος, τις εμπειρίες από τους εργατικούς και σπουδαστικούς αγώνες, τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικού κίνημα από την «Άνοιξη της Πράγας» μέχρι την Πολιτιστική Επανάσταση και σε αυτή τη βάση να επεξεργαστεί μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική.
Είναι μια δουλειά συλλογική που πολύ νωρίς στοιχίζει την αποπομπή από το ΙΚΚ και σε μια δραματική συνεδρίαση της Κ.Ε. το Νοέμβριο του 1969 απομακρύνονται από το Κόμμα. Ο Άλντο Νάτολι απαντά «Δεν χρειάζεσαι κομματική ταυτότητα για να είσαι κομμουνιστής».
Σε αυτό το πλαίσιο επεξεργάζονται ένα σύνολο θέσεων που αποτέλεσαν ίσως ό,τι πιο προχωρημένο έφτασε η ευρωπαϊκή επαναστατική αριστερά εκείνα τα χρόνια. Αξίζει κανείς να αναζητήσει τα κείμενα για σχολείο, για τα εργατικά συμβούλια και κυρίως τις περίφημες «Θέσεις για τον Κομμουνισμό», ένα συλλογικό κείμενο που συμπυκνώνει ταυτόχρονα την πολιτική κληρονομιά του ευρωπαϊκού κομμουνιστικού κινήματος, τους επαναστατικούς ανέμους από την ανατολή και την Πολιτιστική Επανάσταση αλλά και την εμπειρία του παγκόσμιου «1968». Απαλλαγμένο από τον καταναγκαστικό οικονομισμό αρκετών τοποθετήσεων από το τροτσικιστικό ρεύμα, χωρίς τη μονοδιάστατη επικέντρωση στο εργοστάσιο ως το μόνο κοινωνικό χώρο που σφράγισε ιστορικά το ρεύμα του εργατισμού, υπερβαίνοντας τον απλό κινηματισμό άλλων τάσεων, μακριά από την άκριτη κινεζοφιλία των μαοϊκών τάσεων, το Manifesto αναμετρήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τάση με αυτά τα κομβικά ερωτήματα. Πάνω από όλα σε ρήξη με όλη τη λογική των σταδίων που σφράγισε τον κομμουνιστικό ρεφορμισμό, υπερασπίστηκαν την ωριμότητα του κομμουνισμού ως δυνατότητας μέσα στην εκρηκτική όξυνση των αντιφάσεων και σε αυτή τη φάση θα προτείνουν τον ευρύτερο συντονισμό όλων των δυνάμεων της ιταλικής επαναστατικής αριστερά σε ένα κοινό πολιτικό σχέδιο.
Σε αυτή τη συλλογική δουλειά ο Μάγκρι, συνδιευθυντής του περιοδικού Il Manifesto και μετά με βασικό ρόλο στην καθημερινή εφημερίδα από το 1971, θα παίξει βασικό ρόλο, ενώ σημαντική θα είναι η θεωρητική του παραγωγή. Αξίζει για παράδειγμα να διαβάσει κάνεις το κείμενό του Για ένα σύγχρονο μαρξιστικό επαναστατικό κόμμα (Σύγχρονα Κείμενα, 1975) για να δει το θεωρητικό βάθος της σκέψης του.
Η μετέπειτα διαδρομή του Manifesto και του ίδιου του Μάγκρι, σφραγίζεται από τις αντιφάσεις της Ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς και την προσπάθεια πολιτικής συγκρότησης, μέσα από το PDUP per il Communismo (Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό) και τις προσπάθειες για κοινό κατέβασμα της επαναστατικής αριστεράς. Θα σφραγιστεί από την αδυναμία να αμφισβητηθεί η ηγεμονία του ΙΚΚ, από την κρίση των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς αρχικά αλλά και της εργατικής αυτονομίας αργότερα, την τραγική κατάληξη όσων επέλεξαν το δρόμο της ένοπλης πάλης, τον Ιστορικό Συμβιβασμό και τις ήττες του εργατικού κινήματος μετά το 1980. Ενώ η Ροσσάντα θα αφιερωθεί περισσότερο στην εφημερίδα Il Manifesto, άλλοι όπως ο Μάγκρι ή η Λουτσιάνα Καστελίνα θα επιλέξουν το δρόμο της επιστροφή στο ΙΚΚ TO 1984. Με τη δεξιά στροφή και την εγκατάλειψη του κομμουνιστικού χαρακτήρα το 1989 ο Μάγκρι θα στηρίξει την ίδρυση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. Μετά το 1995 ο Μάγκρι θα συμμετέχει στο εγχείρημα του «Κινήματος των Ενωτικών Κομμουνιστών» που θα έρθει σε ρήξη με την επανίδρυση στο όνομα μιας ευρύτερης ενότητας της Αριστεράς, αν και τελικά ο ίδιος ο Μάγκρι, σε αντίθεση με άλλα στελέχη του εγχειρήματος δεν θα γίνει μέλος των «Δημοκρατικών της Αριστεράς» (του κόμματος του Ντ’Αλέμα και του Βελτρόνι) επιστρέφοντας στο ρόλο του δημοσιογράφου στο Manifesto, με ιδιαίτερη συνεισφορά ιδίως στο θεωρητικό ένθετό του. Το 2009 κυκλοφόρησε Ο ράφτης της Ουλμ, μια μεγάλη ιστορική αποτίμηση της πορείας του Ιταλικού Κομμουνισμού, ένα βιβλίο πλούσιο και σημαντικό, αποτίμηση μιας διαδρομής και συμπύκνωση μιας πείρας σημαντικής.
Ο Λούτσιο Μάγκρι επέλεξε ο ίδιος πότε να φύγει από τη ζωή με αξιοπρέπεια. Τόσο το έργο του, όμως, όπως και η εμπειρία των εγχειρημάτων στα οποία συνέβαλε, αποτελούν κρίσιμες παρακαταθήκες που αξίζει να μελετηθούν. Ας του δώσουμε επομένως τον τελευταίο λόγο:
«Είμαι ένα ζωντανό αποθηκευμένο ιδιωτικό αρχείο. Για κάποιον που είναι ήδη ηλικιωμένος, η απομόνωση έχει μια ορισμένη αξιοπρέπεια. Όμως, για έναν κομμουνιστή, η απομόνωση είναι η μεγαλύτερη αμαρτία. Ο «τελευταίος των Μοϊκανών» μπορεί να είναι μια μυθική μορφή, αλλά ο μοναχικός κομμουνιστής, ο «θυμωμένος γέρος», κινδυνεύει να γίνει περίγελος εάν δεν παραμερίσει. […]
Δεν είναι αλήθεια ότι το παρελθόν – των κομμουνιστών ή και οποιουδήποτε άλλου – ήταν προδιαγεγραμμένο, όπως δεν είναι αλήθεια ότι το μέλλον είναι πλήρως στα χέρια των νέων που θα έρθουν. Ο «γερο-τυφλοπόντικας» σκάβει το χώμα, αλλά καθώς είναι τυφλός δεν ξέρει από πού έρχεται και πού πάει. Μπορεί και να σκάβει σε κύκλους. Και αυτοί που δεν πίστεψαν ούτε πρόκειται ποτέ να πιστέψουν στη Θεία Πρόνοια πρέπει να βάλουν τα δυνατά τους για να τον καταλάβουν και να τον βοηθήσουν να βρει το δρόμο του.»
Πηγή: Η Λέσχη
Category: Χωρίς κατηγορία