Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967
Τα τελευταία χρόνια, όσο η αίγλη του μεταπολιτευτικού καθεστώτος ξεφτίζει, η επέτειος της δικτατορίας των συνταγματαρχών ολοένα και υποβαθμίζεται στα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά. Όπως έχουμε γράψει στο παρελθόν σε αυτό το μπλογκ,[1] η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σηματοδοτεί το τέλος της μεταπολίτευσης –δηλαδή το τέλος των αστικών ιδεολογημάτων και των κοινωνικών ισορροπιών που διαμόρφωσαν το πολιτικό σκηνικό μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974.
Ωστόσο η ιστορική αναδρομή στα αίτια που οδήγησαν στο δικτατορικό καθεστώς το 1967 (και, ασφαλώς, οι αιτίες της πτώσης του) διατηρούν τη σημασία τους σήμερα, θα έλεγα μάλιστα, περισσότερο σήμερα από ποτέ. Η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με τη στήριξη ουσιαστικά και του άλλου αστικού κόμματος εξουσίας, της ΝΔ, οδηγεί τη χώρα σε μια ιδιότυπη δικτατορία της αγοράς, που απειλεί, ανάμεσα στα άλλα, και τις δημοκρατικές κατακτήσεις των εργαζομένων. Προς το παρόν βέβαια δεν φαίνεται, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να οδηγούμαστε άμεσα σε μια δικτατορία του τύπου των συνταγματαρχών του 1967. Ωστόσο οι ανάγκες του ελληνικού καπιταλισμού σήμερα οδηγούν σε μια ολοένα και μεγαλύτερη χρησιμοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών, και ενδεχομένως στο άμεσο μέλλον, προς ένα αυταρχικό κοινοβουλευτισμό.
Το γεγονός αυτό, καθιστά την επέτειο της δικτατορίας του 1967 επίκαιρη όσο ποτέ. Στα επετειακά αφιερώματα για τη δικτατορία, τουλάχιστον στο λεγόμενο «προοδευτικό» (;) τύπο, κυριαρχούν τρία μοτίβα:
Πρώτον, η χούντα ήταν το αποτέλεσμα μηχανισμών της Δεξιάς –και ειδικότερα του παλατιού και του στρατιωτικού μηχανισμού.
Δεύτερον, ότι πίσω από τους πραξικοπηματίες ήσαν «οι Αμερικανοί», με την έννοια ότι οι συνταγματάρχες ήσαν ενεργούμενα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Και τρίτον ότι η «δημοκρατική παράταξη», η Ένωση Κέντρου, υπό μία έννοια το προγονικό πολιτικό σχήμα του ΠΑΣΟΚ, πάλευε ενάντια στο παλάτι και τους στρατιωτικούς συνωμότες.
Όλη αυτή η αφήγηση, έχοντας ψήγματα αλήθειας, στην ουσία προσπαθεί να απενοχοποιήσει τις πολιτικές δυνάμεις που ανέκυψαν μετά τη μεταπολίτευση, προβάλλοντας μια βολική περιγραφή των αιτιών που οδήγησαν στη δικτατορία.
Δεν υπάρχει, φυσικά, καμιά αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ και οι δυτικοί ιμπεριαλιστές πάντοτε υποστήριζαν (και υποστηρίζουν) δικτατορικά καθεστώτα. Για αρκετά από αυτά βοήθησαν άμεσα στο να επιβληθούν ενώ συνεχίζουν και σήμερα να είναι οι βασικοί τους στυλοβάτες. Το γεγονός αυτό είναι αδιαμφισβήτητο και υπάρχει πλήθος αποδεικτικών στοιχείων -από τη Σαουδική Αραβία και την Υεμένη μέχρι τις προσπάθειες ανατροπής του Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα το 2002.
Επανειλημμένα, λοιπόν, στην πρόσφατη ιστορία οι δυτικοί ιμπεριαλιστές έχουν στηρίξει, και σε πολλές περιπτώσεις έχουν άμεσα οργανώσει, στρατιωτικά πραξικοπήματα που κατέπνιξαν τις λαϊκές ελευθερίες, όταν θεώρησαν ότι διακυβεύονταν τα δικά τους συμφέροντα ή τα συμφέροντα της ντόπιας άρχουσας τάξης που ήταν σύμμαχός τους. Η Ελλάδα της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967, είναι ένα ακόμα παράδειγμα στήριξης δικτατοριών από τις ΗΠΑ και τους δυτικοευρωπαίους καπιταλιστές. Την ίδια περίοδο, στην Χιλή το 1973, οι ΗΠΑ βοήθησαν στην αιματηρή ανατροπή του σοσιαλιστή Αλιέντε που έφερε στη εξουσία τον αιματοβαμμένο δικτάτορα Πινοσέτ με τους δεκάδες χιλιάδες των νεκρών και αγνοουμένων.
Η πορεία προς τη δικτατορία
Ωστόσο, η δικτατορία στην Ελλάδα δεν επιβλήθηκε «από τους αμερικάνους», όπως συνήθως λέγεται από την ρεφορμιστική Αριστερά ή από τους «δημοκράτες» αστούς πολιτικούς. Πρόκειται για δικαιολογία που ουσιαστικά έχει στόχο να «βγάλει από το κάδρο» την ελληνική άρχουσα τάξη. Η δικτατορία στην Ελλάδα επιβλήθηκε από εσωτερικές διεργασίες, από την ίδια την άρχουσα τάξη, για να συντριβεί το εργατικό και λαϊκό κίνημα που είχε γιγαντωθεί τα χρόνια πριν την επιβολή της δικτατορίας.
Η πολιτική κρίση πυροδοτήθηκε τον Ιούλη 1965 με την απόλυση από τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου. Ακολούθησαν διάφορες κυβερνήσεις «αποστατών» της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ), η πολιτική κρίση όμως δεν κόπαζε, και μέχρι το απριλιανό πραξικόπημα οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη.
Η πολιτική κρίση ήταν το αποτέλεσμα ενός τεράστιου λαϊκού κινήματος, από τα μεγαλύτερα στην σύγχρονη ελληνική ιστορία και ήταν το αποτέλεσμα της συσσωρευμένης αγανάκτησης. Οι ταξικές αντιθέσεις στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 ήσαν εκρηκτικές. Η οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμούς πάνω από 10%. Ωστόσο η οικονομική ανάπτυξη έγινε δυνατή χάρις στο ξεζούμισμα των εργαζομένων. Το μέσο εργατικό εισόδημα κάλυπτε μόλις το 64% των απολύτως αναγκαίων δαπανών συντήρησης μιας οικογένειας. Για την αντιμετώπιση του διογκούμενου εργατικού κινήματος η άρχουσα τάξη θεωρούσε κρίσιμης σημασίας τον έλεγχο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (όπως ακριβώς και σήμερα). Τη ΓΣΕΕ την έλεγχαν η κλίκα των «εργατοπατέρων» Μακρή – Θεωδόρου, μέσω σωματείων σφραγίδων με την άμεση υποστήριξη του αστυνομικού μηχανισμού. Παρά όμως τους μηχανισμούς καταστολής, η έκρηξη των εργατικών αγώνων έδωσε φτερά στην Αριστερά. Στα 1964 η Αριστερά και το Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα έλεγχε 315 ελεύθερες εργατοϋπαλληλικές οργανώσεις και ήταν επικεφαλής ενός τεράστιου κινήματος για εκδημοκρατισμό των συνδικάτων και για αυξήσεις μισθών.
Η δεκαετία του 1960 ήταν επιπλέον η δεκαετία της άνθισης του αγροτικού κινήματος. Εάν το εργατικό εισόδημα ήταν πενιχρό, το μέσο αγροτικό εισόδημα αντιπροσώπευε μόλις το 46% του μέσου εισοδήματος στις πόλεις. Η δεκαετία του 1960 ήταν η δεκαετία της έκρηξης των αγροτικών κινητοποιήσεων.
Το τρίτο ρεύμα που δημιούργησε το ορμητικό ποτάμι του λαϊκού κινήματος ήταν το μαθητικό και φοιτητικό κίνημα. Στα 1961 το 17,7% του πληθυσμού ήσαν αναλφάβητοι, ο μέσος αριθμός μαθητών σε κάθε τάξη ήταν 50-60, ενώ υπήρχαν και δημοτικά που αναλογούσαν 120 μαθητές σ’ ένα δάσκαλο. Το φοιτητικό κίνημα αναπτυσσόταν με ραγδαίους ρυθμούς από το 1962 με αίτημα 15% του προϋπολογισμού για την παιδεία και για δωρεάν εκπαίδευση.
Τα αιτήματα του λαϊκού κινήματος συνδέθηκαν άμεσα με πολιτικές διεκδικήσεις. Το γενικότερο εκδημοκρατισμό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής που είχε διαμορφωθεί μετά την ήττα της Αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο -τη νομιμοποίηση της Αριστεράς, την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, την κατάργηση των παρακρατικών μηχανισμών. Ένα αυξανόμενο κομμάτι του κινήματος ζητούσε ακόμα και την κατάργηση της βασιλείας.
Με δεδομένο αυτό το κλήμα στις κυριαρχούμενες τάξεις, η άρχουσα τάξη και οι εκπρόσωποί της ανησυχούσαν βαθιά. Σε απόρρητη έκθεσή του ο απόστρατος πτέραρχος Μητσάκος, τον Οκτώβρη 1966, περιέγραφε την ογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια. Κατά την έκθεση η επιρροή της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, το νόμιμο τότε κόμμα της Αριστεράς) πλησίαζε το 35% του εκλογικού σώματος (ανεξάρτητα του τελικού εκλογικού της αποτελέσματος), ενώ η δημοτικότητα της βασιλείας στη χώρα βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση. Η έκθεση προέβλεπε σαν αναπόφευκτη την άνετη νίκη της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ) που σε συνδυασμό με την εκλογική άνοδο της ΕΔΑ θα διόγκωνε τις λαϊκές διεκδικήσεις.
Η άρχουσα τάξη επέλεξε, για να αντιμετωπιστεί το λαϊκό κίνημα, την επιβολή δικτατορίας. Οι μηχανισμοί του στρατού για την επιβολή στρατιωτικού πραξικοπήματος βρίσκονταν σε πλήρη ανάπτυξη. Ο στρατηγός Σπαντιδάκης, αρχηγός του Στρατού (ΓΕΣ), μαζί με ένδεκα αντιστράτηγους είχαν καταστρώσει σχέδιο, με την σύμφωνη γνώμη του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου, που προέβλεπε ότι ο στρατός θα κατελάμβανε την εξουσία, θα διόριζε πρωθυπουργό τον βασιλικό Πιπινέλη και θα διέλυε την Βουλή. Τον Νοέμβριο 1966 ο Σπαντιδάκης ενημέρωνε τους αμερικανούς ότι το σχέδιο κατάληψης της εξουσίας ονομάστηκε «Ιέραξ ΙΙ» και αποτελούσε παραλλαγή του νατοϊκού σχεδίου έκτακτης ανάγκης «Προμηθέας». Επιπλέον ο Σπαντιδάκης είχε ενεργοποιήσει τα περιβόητα Τάγματα Εθνικής Ασφάλειας και είχε αντικαταστήσει αξιωματικούς του στρατού με αξιωματικούς που έχαιραν της εμπιστοσύνης της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις, της τότε σκληρής Δεξιάς υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή) και του παλατιού.
Ο στρατός είχε μετατραπεί σε σφηκοφωλιά συνωμοτών, σε πλήρη γνώση και με την ανοχή της άρχουσας τάξης. Τον Οκτώβρη του 1966, έκθεση της CIA, ενημέρωνε ότι η ομάδα «των δεξιών συνταγματαρχών», δηλαδή του Γεωργίου Παπαδόπουλου, ήταν σε πλήρη ετοιμότητα και διοργάνωνε το δικό της πραξικόπημα. Τον Δεκέμβρη 1966, η CIA ανέφερε ότι η ομάδα είχε σχηματίσει ήδη «Επαναστατικό Συμβούλιο» για την επιβολή δικτατορίας.
Ωστόσο η αμερικανική πλευρά είχε ενδοιασμούς για την επιβολή δικτατορίας, φοβούμενη ότι μια δικτατορία δεν θα μπορούσε να ελέγξει την κατάσταση, αλλά αντίθετα η χώρα θα βυθιζόταν σε πολιτική αστάθεια. Για την αμερικανική πλευρά αυτό και μόνο δημιουργούσε ενδοιασμούς και όχι η ίδια η επιβουλή δικτατορίας. Οι ΗΠΑ είχαν τότε μεγάλα προβλήματα με τη συνέχιση του πολέμου στο Βιετνάμ, ενώ η Μέση Ανατολή έβραζε και ήταν σίγουρο ότι θα ξεσπούσε αραβοϊσραηλινός πόλεμος. Αυτό που τους προβλημάτιζε ήταν να μην προσθέσουν και άλλο ένα πρόβλημα σε αυτά που ήδη αντιμετώπιζαν. Ο αμερικανός πρεσβευτής Τάλμποτ έγραφε ότι:
«Η αστάθεια που εκδηλώθηκε μετά τις 15 Ιουλίου 1965 έχει πλέον χειροτερεύσει σε σημείο που να υπάρχει κίνδυνος πρώτης τάξεως χάους. Η χώρα οδηγείται σε μια άγρια επιλογή ανάμεσα στην δικτατορία και τις επιθέσεις […] εναντίον της μοναρχίας και των συμμαχιών της Ελλάδας με ξένες δυνάμεις».
Αντί της ανοιχτής δικτατορίας, οι ΗΠΑ πρότειναν ένα σχέδιο επηρεασμού των επερχόμενων εκλογών με ποσό 100.000 δολαρίων, ώστε να ενισχυθούν οι δεξιοί υποψήφιοι.
Όμως η ελληνική άρχουσα τάξη ήταν αποφασισμένη. Ο σύμβουλος του βασιλιά Δημήτρης Μπίτσιος πίεζε για την επιβολή δικτατορίας «πριν να είναι πλέον αργά». Δεν ήσαν μόνο οι βασιλικοί ή οι ακροδεξιοί που επιζητούσαν την επιβολή δικτατορίας. Ολόκληρο το αστικό πολιτικό φάσμα κατευθυνόταν προς την επιβουλή δικτατορίας. Στις 3 Απρίλη 1967, ο βασιλιάς ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Κανελλόπουλο αρχηγό της ΕΡΕ με δικαίωμα να διαλύσει τη βουλή και να προκηρύξει εκλογές (για τις 28 Μάη). Ο Κανελλόπουλος δήλωνε τόσο στο βασιλιά όσο και στους αμερικανούς συνομιλητές του πως αν διαφαινόταν νίκη της ΕΚ και της Αριστεράς στις εκλογές, εκείνος ως πρωθυπουργός θα τις ανέβαλλε επ’ αόριστον και θα ήταν διατεθειμένος να καταστεί «ντε φάκτο δικτάτορας».
Σε αυτό το ζοφερό κλίμα, ο αρχηγός του ΓΕΣ Σπαντιδάκης κάλεσε σε σύσκεψη έξη αντιστράτηγους με σκοπό την επιβολή του σχεδίου «Ιέραξ ΙΙ» στις 20 Απρίλη. Τελικά ανέβαλαν την επιχείρηση και αποφασίστηκε την τελική απόφαση να την πάρουν στις 24 Απρίλη. Η ομάδα Παπαδόπουλου ενημερώθηκε αμέσως για τη σύσκεψη των στρατηγών, και αποφάσισε να τους… προλάβει θέτοντας σε εφαρμογή το σχέδιο «Ιέραξ ΙΙ συν 20%» όπως αποκαλούσαν το δικό τους σχέδιο πραξικοπήματος.
Το πρωί της 21ης Απρίλη οι συνταγματάρχες έθεσαν τη χώρα κάτω από στρατιωτικό νόμο. Ανεστάλησαν όλα τα άρθρα του συντάγματος που «κατοχύρωναν» τα ανθρώπινα δικαιώματα, δημιουργήθηκαν ειδικά στρατοδικεία, διαλύθηκαν τα πολιτικά κόμματα και καταργήθηκε το δικαίωμα της απεργίας. Δεκάδες χιλιάδες αριστεροί εξορίστηκαν στα νησιά. Οι συνταγματάρχες επέβαλαν ένα καθεστώς τρόμου, χιλιάδες αγωνιστές βασανίστηκαν στα κολαστήρια της Ασφάλειας και της ΕΣΑ (Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία).
Η Ένωση Κέντρου και η πολιτική της ΕΔΑ
Στο σημείο αυτό χρειάζεται μια κάπως εκτενής αναφορά στη δεκαετία του 1960 και τις τότε πολιτικές δυνάμεις. Ένας από τους μεγάλους μύθους που καλλιεργεί η αστική ιστοριογραφία είναι ότι δήθεν η ΕΚ υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου (πατριαρχική μορφή της δυναστείας Παπανδρέου) πρόβαλε αντίσταση στην πορεία προς τη δικτατορία του 1967. Ουδέν ψευδέστερο. Η αλήθεια είναι ότι η πολιτική του συνεισέφερε στο να πραγματοποιηθεί η χούντα. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε την πολιτική της ΕΚ σε συνδυασμό με την πολιτική της ρεφορμιστικής Αριστεράς, της ΕΔΑ. Γιατί ήταν η πολιτική της ΕΔΑ που επέτρεψε την ανάδυση του Γεωργίου Παπανδρέου σε ηγέτη της «δημοκρατικής [;] παράταξης» με καταστροφικές συνέπειες τόσο για τη δημοκρατία στη χώρα όσο και για την Αριστερά.
Η ήττα στον εμφύλιο (1946-49) είχε δημιουργήσει πραγματικά ζοφερές συνθήκες για την Αριστερά. Στις αρχές του 1950 υπήρχαν στις φυλακές 17.000 για πολιτικούς λόγους, 2.289 καταδικασμένοι σε θάνατο, 5.500 υπόδικοι, και πάνω από 13.000 εκτοπισμένοι (κυρίως στην Μακρόνησο). Το Σύνταγμα του 1952 απαγόρευε το δικαίωμα της απεργίας στους δημόσιους υπάλληλους, περιόριζε την ελευθερία του Τύπου, ενώ έδινε αυξημένες αρμοδιότητες στα Στρατοδικεία για «αντεθνικές πράξεις». Στις 30 Μάρτη 1952 ο Ν. Μπελογιάννης με τρεις συντρόφους του οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα με την κατηγορία της «κατασκοπίας». Η θεωρεία του «διαρκούς εμφυλίου πολέμου» έμεινε σε ισχύ σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και μόλις στα 1962 το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε ότι ο εμφύλιος είχε λήξει.
Η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) ιδρύθηκε τον Αύγουστο 1951 με πρόεδρο τον Ιωάννη Πασαλίδη, ήταν αρχικά ένας συνασπισμός μικρών κομμάτων και προσωπικοτήτων της Αριστεράς. Τον Ιούλιο του 1956 στην πρώτη συνδιάσκεψή της μετατράπηκε και τυπικά σε ενιαίο κόμμα με κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο τον Ηλία Ηλιού. Τον κύριο κορμό της, σε επίπεδο στελεχικού δυναμικού και βάσης, το αποτελούσε το εκτός νόμου ΚΚΕ. Η 8η Ολομέλεια του ΚΚΕ στα 1958 αποφάσισε τη διάλυση των παράνομων οργανώσεων του στην Ελλάδα και την ενσωμάτωσή τους στην ΕΔΑ.
Παρά την αστυνομική τρομοκρατία η ΕΔΑ σημείωσε από την αρχή αξιοσημείωτα εκλογικά αποτελέσματα. Στις εκλογές της 9ης Σεπτέμβρη 1951, παρά την ασφυκτική τρομοκρατία, πήρε 10,6% των ψήφων. Στις 29 Μάρτη 1953 το ποσοστό της ανέβηκε στο 11,3%. Ωστόσο, εξ αρχής η πολιτική του κόμματος ήταν η επιδίωξη συμμαχιών με την «εθνική αστική τάξη» και τους υποτιθέμενους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους της με στόχο τη «δημοκρατική εξέλιξη» της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η πολιτική ήταν συνταγή ήττας μέσα στις συνθήκες ταξικής πόλωσης που επικρατούσαν στην ελληνική κοινωνία. Γιατί η ελληνική αστική τάξη, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της «δημοκρατικής παράταξης», δεν ήταν διατεθειμένη για κανένα συμβιβασμό με την Αριστερά. Και αυτό για δυο λόγους: Πρώτον, ο εμφύλιος πόλεμος ήταν ακόμα νωπός. Και δεύτερον, ο ελληνικός καπιταλισμός αναπτυσσόταν ακριβώς χάρις στο ξεζούμισμα των εργαζομένων (όπως αναφέραμε και προηγούμενα). Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο έλεγχος κάθε «δημοκρατικής παρεκτροπής» ήταν αναγκαίος για την άρχουσα τάξη. Έτσι τα πολιτικά σχέδια του ΚΚΕ και της ΕΔΑ ήταν προδιαγεγραμμένο να αποδειχθούν χίμαιρες με καταστροφικές συνέπειες για το κίνημα.
Έχοντας αυτήν την καταστροφική πολιτική η Αριστερά, στις 17 Γενάρη 1956 όταν δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός όλων των αστικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, η Δημοκρατική Ένωση (ΔΕ), η ΕΔΑ συμμετείχε σε αυτήν. Η ΕΔΑ συμφώνησε να μην εκλέξει παραπάνω από 20 βουλευτές ούτως ώστε σε περίπτωση νίκης του συνασπισμού να εξασφαλιστεί «αυτοδύναμος κυβέρνηση του Κέντρου»! Το πόσο σαθρές ήταν οι συμμαχίες της ΕΔΑ φάνηκε όταν αμέσως μετά τις εκλογές η ΔΕ διαλύθηκε, και στα 1958 ο Γ. Παπανδρέου (τότε με το Κόμμα Φιλελεύθερων) ήλθε σε μυστική συμφωνία με τον Καραμανλή για έναν νέο εκλογικό νόμο που είχε σαν στόχο την απομόνωση της ΕΔΑ. Παρ’ όλα αυτά στις εκλογές τις 11ης Μάη 1958 η λαϊκή αντίσταση στο σάπιο καθεστώς και τους αστούς εκπροσώπους του, έφεραν την ΕΔΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση με 24,4%. Σύντομα όμως η ΕΔΑ με την πολιτική της εξανέμισε τα εκλογικά της κέρδη.
Στα 1961 ανακοινώθηκε η ενοποίηση των κεντρώων κομμάτων και ο σχηματισμός της Ενώσεως Κέντρου (ΕΚ) με πρόεδρο τον Γ. Παπανδρέου. Στόχος ήταν σύμφωνα με τον Γ. Παπανδρέου να περιοριστεί η ΕΔΑ σε ποσοστό μικρότερο του 20% για να παύσει να αποτελεί «ρυθμιστικό παράγοντα», οπότε «τα δυο εθνικόφρονα κόμματα θα παλαίουν εντός των πλαισίων της δημοκρατίας». Επιπλέον σε μυστικές συνομιλίες με τον Καραμανλή, συμφώνησε στην ένταση του αστυνομικού κατασταλτικού μηχανισμού ενάντια στην Αριστερά για να περιοριστεί η δύναμή της. Στις 22 Μάη 1963 η τρομοκρατία ενάντια στην Αριστερά κορυφώνεται με την δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γ. Λαμπράκη από παρακρατικές ομάδες με τη συνεργασία της Χωροφυλακής. Τα γεγονότα αυτά αποδεικνύουν την τελική χρεοκοπία της όλης στρατηγικής της ΕΔΑ και του ΚΚΕ. Έψαχναν συμμαχίες με την «προοδευτική αστική τάξη» ενώ αυτή αυτό που επιζητούσε ήταν η καταστροφή της Αριστεράς, διευκολύνοντας έτσι τόσο τον αυταρχισμό του καθεστώτος όσο και την τελική πορεία προς τη δικτατορία.
Παρ’ όλα αυτά η ΕΔΑ συνέχιζε να στηρίζει την ΕΚ και στις εκλογές του 1964 (που ανέδειξαν την ΕΚ σε πρώτο κόμμα με 52,7% και 172 έδρες) αποσύρθηκε από διάφορες εκλογικές περιφέρειες για να εκλεγούν βουλευτές της ΕΚ.
Η ΕΔΑ και το κίνημα
Όπως ήδη αναφέραμε η ελληνική κοινωνία τη δεκαετία του 1960 ήταν εξαιρετικά πολωμένη ταξικά. Η άρχουσα τάξη δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει παρά ελάχιστες παραχωρήσεις στις λαϊκές διεκδικήσεις. Όσο το λαϊκό κίνημα διεκδικούσε τα δίκαια αιτήματά του, τόσο η άρχουσα τάξη κατευθυνόταν προς «έκνομες λύσεις». Η ύπαρξη στο στρατό πολλών ομάδων που είχαν έτοιμα σχέδια για δικτατορία δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιων «αφρόνων» αξιωματικών, αλλά των πολιτικών επιλογών της άρχουσας τάξης, η οποία άλλωστε και τους εξέτρεφε.
Όταν η Αριστερά βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτού του είδους τις επιλογές της άρχουσας τάξης κάθε προσπάθεια συμβιβασμού, κάθε υποχώρηση από μέρους της Αριστεράς, φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Αυξάνει την αυτοπεποίθηση της άρχουσας τάξης ότι μπορεί να επιβάλει «έκνομες λύσεις». Ο μοναδικός δρόμος για να μπει φραγμός στα σχέδια της άρχουσας τάξης είναι το δυνάμωμα του εργατικού και λαϊκού κινήματος, η άνοδος των μαχητικών διεκδικήσεων του. Αυτή η επιλογή είναι μονόδρομος. Είναι ο μόνος τρόπος ώστε να παραλύσουν τα σχέδια της άρχουσας τάξης μπροστά στην δύναμη του κινήματος. Κάθε άλλη επιλογή είναι συνταγή για ήττα.
Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτα βίαιη και η ανταπόκριση της ηγεσίας της ΕΔΑ πολύ κάτω από τις προσδοκίες του κινήματος. Στις 21 Ιουλίου 1965 σε ένα από τα μαχητικότερα συλλαλητήρια που είχε καλέσει η ΕΦΕΕ πέφτει νεκρός, από βόμβα δακρυγόνου που τον κτύπησε στο κεφάλι, ο φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας. Στις 20 Αυγούστου 1965 έχουμε στην Αθήνα τη νύχτα των «πύρινων οδοφραγμάτων». Μετά από συγκέντρωση που κάλεσαν η Ομοσπονδία Εργατών Τύπου και η ΕΦΕΕ η Αθήνα μετατράπηκε σε πεδίο μάχης ως τις πρωινές ώρες της επόμενης μέρας. Οι τραυματίες ήταν δεκάδες και τα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας και των αστυνομικών τμημάτων γεμάτα. Την επομένη η ΕΔΑ θα αποδώσει τα «έκτροπα σε κακότεχνο έργο προβοκατόρων»!
Στις 7 Φλεβάρη 1966 η ΕΔΑ απευθύνει πρόταση πέντε σημείων «για έξοδο από την κρίση». Στο τέταρτο σημείο προτείνει όλα τα κόμματα να συμφωνήσουν ότι δεν «θέτουν πολιτειακό», ότι δηλαδή δεν ζητούν την κατάργηση της βασιλείας! Λίγο πριν τη δικτατορία του 1967 η ΕΔΑ διακήρυττε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος πραξικοπήματος ενώ η Αυγή κατασχέθηκε από τους πραξικοπηματίες στις 21 Απρίλη με άρθρο «γιατί δεν πρόκειται να γίνει δικτατορία»!!
Η πολιτική της χούντας
Ακριβώς επειδή η επιβολή δικτατορίας ήταν το αποτέλεσμα των επιλογών όλων των αστικών δυνάμεων, γι’ αυτό το λόγο το καθεστώς της 21ης Απριλίου δεν αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα για να σταθεροποιηθεί, ούτε εσωτερικά ούτε στις διεθνείς του σχέσεις. Το καθεστώς δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα στις σχέσεις του με τους «δυτικούς συμμάχους». Παρά την καταδίκη στο Συμβούλιο της Ευρώπης, για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η τότε ΕΟΚ, διατήρησαν αδιατάρακτες τις σχέσεις τους με το καθεστώς. Η ΕΟΚ συνέχιζε την εφαρμογή της συμφωνίας ένταξης της Ελλάδας σε αυτήν (παρά το υποτιθέμενο «πάγωμά» της) ενώ νομιμοποίησε ουσιαστικά το καθεστώς αρχίζοντας διαπραγματεύσεις για την εναρμόνιση της ελληνικής αγροτικής πολιτικής με εκείνης της Κοινότητας. Οι ΗΠΑ έδειχναν την εκτίμηση τους για το καθεστώς στέλνοντας το 1971 στη Ελλάδα τον τότε αντιπρόεδρο Σπύρου Άγκνιου για επίσημη επίσκεψη.
Η οικονομική πολιτική της δικτατορίας είχε μια και μοναδική επιδίωξη: την πλήρη ασυδοσία του κεφαλαίου. Οι έλληνες εφοπλιστές ήταν τόσο ευγνώμονες για τις διευκολύνσεις που τους παρείχε το καθεστώς, ώστε τον Μάρτη 1972 εξέλεξαν τον Παπαδόπουλο ισόβιο πρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών! Η οικονομική ανάπτυξη ήταν σε βάρος του εργατικού εισοδήματος. Κατά την περίοδο 1967-1973 τα κέρδη στην βιομηχανία αυξήθηκαν κατά 80%, ενώ οι μισθοί κατά 46%. Η απαγόρευση συνδικαλιστικής δράσης εντατικοποίησε την εργασία, χωρίς τη δυνατότητα αντίδρασης από μέρους των εργαζομένων, αφήνοντας ασύδοτους τους καπιταλιστές. Δεν είναι καθόλου τυχαία η αύξηση της μετανάστευσης τα χρόνια της χούντας: το 1968 έφυγαν περίπου 51.000, το 1969 91.500, το 1970 93.000.
Η οικονομική κρίση του 1973 είχε σαν αποτέλεσμα να βγουν στην επιφάνεια όλα τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Ο πληθωρισμός το 1974 εκτινάχθηκε στο 30%. Η παραγωγικότητα της εργασίας έπεσε κατά –5,1% και οι πραγματικοί μισθοί κατά –6%. Δεν είναι τυχαίο ότι το καθεστώς μπήκε στην φάση της τελικής του κρίσης από το 1973.
Η στήριξη του καθεστώτος από την πλευρά των ελλήνων καπιταλιστών, καθόριζε και τη στάση των αστικών πολιτικών κομμάτων. Ο Καραμανλής, αυτοεξόριστος τότε στο Παρίσι, για εφτά ολόκληρα χρόνια δεν έκανε ούτε μια επικριτική δήλωση κατά της δικτατορίας. Ο Αβέρωφ, στενός συνεργάτης του Καραμανλή, προσπαθούσε να δημιουργήσει «γέφυρες» με τη δικτατορία. Την ίδια ταχτική ακολουθούσαν και κεντρώοι πολιτικοί.
Η κατάρρευση της δικτατορίας
Το 1973 το καθεστώς προσπάθησε να νομιμοποιηθεί, επιβάλλοντας ένα Σύνταγμα «προεδρικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», με 8ετή (!) προεδρική θητεία. Ο πολιτικός Σπύρος Μαρκεζίνης, με την έμμεση και άμεση υποστήριξη πολλών παλιών πολιτικών, ανέλαβε την πρωθυπουργία, με στόχο μια «ελεγχόμενη δημοκρατία», στην οποία η πραγματική εξουσία θα ήταν στα χέρια του Παπαδόπουλου και του στρατού.
Και τα δυο τότε τμήματα της «επίσημης» Αριστεράς, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού, προσπαθούσαν να στήσουν συμμαχία με τους δεξιούς και κεντρώους πολιτικούς, να μπουν και αυτά στα σενάρια των ελεγχόμενων από τα πάνω αλλαγών. Η θέση του ΚΚΕ εσωτερικού ήταν η συμμετοχή στις χουντοεκλογές σε συμμαχία με αστικά κόμματα. Το ΚΚΕ έκανε, υποτίθεται, πιο «μαχητική» πολιτική, όμως στην ίδια βάση: κατηγορούσε τους αστούς πολιτικούς ότι «εμπόδιζαν την συγκρότηση ενιαίου αντιδικτατορικού μετώπου», ενώ το ίδιο ήταν πρόθυμο για συμβιβασμούς. Η παραδοσιακή Αριστερά είχε εγκαταλείψει κάθε σχέδιο για σύγκρουση και ανατροπή της χούντας μέσα από τη δράση του μαζικού κινήματος.
Ωστόσο η χούντα τελικά κατέρρευσε ακριβώς από τη δράση του μαζικού κινήματος και μόνο, ανατρέποντας τα σχέδια αστών και ρεφορμιστών για ελεγχόμενες διαδικασίες. Από το 1972, πολύ περισσότερο από το 1973, το εργατικό κίνημα έκανε όλο και περισσότερο αισθητή την παρουσία του. Απεργίες ξέσπασαν στα τρόλεϊ, στη ΔΕΗ, στους τυπογράφους, στους αλλιεργάτες της Καβάλας. Οι οικοδόμοι και οι τραπεζοϋπάλληλοι ήσαν σε αναβρασμό. Το 1973 είχαμε αγροτικές κινητοποιήσεις στη Λάρισα, στα Μέγαρα, στα Σπάτα, στο Μενίδι.
Το φοιτητικό κίνημα έπαιξε το ρόλο του καταλύτη στο φούντωμα του κινήματος. Τον Φλεβάρη 1973 έγινε η πρώτη κατάληψη της Νομικής και τον Μάρτη η δεύτερη. Παρά την άγρια καταστολή, το κίνημα γιγαντώθηκε και κορυφώθηκε τον Νοέμβρη με την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Η συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, με συνθήματα όπως «Ο λαός πεινάει – το κεφάλαιο μασάει», «Κάτω το Κεφάλαιο», αλλά και η προοπτική γενικής απεργίας, δείχνουν το βάθος της λαϊκής εξέγερσης.
Το καθεστώς είχε πλέον μπει σε αμετάκλητη πορεία κατάρρευσης. Στις 25 Νοέμβρη 1973 ο Παπαδόπουλος ανατράπηκε από «εσωτερικό» πραξικόπημα, οργανωμένο από τον διοικητή της ΕΣΑ, τον περιβόητο βασανιστή Δημήτριο Ιωαννίδη. Η νέα χούντα προσπάθησε να κάνει αντιπερισπασμό από τα εσωτερικά προβλήματα, ανατρέποντας τον Μακάριο το 1974 στην Κύπρο. Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο έδειξε τη γύμνια του καθεστώτος. Η προσπάθεια του για επιστράτευση κατέρρευσε, όταν χιλιάδες νεολαίοι αρνήθηκαν να παρουσιαστούν, ενώ στους στρατώνες επικρατούσε μεγάλος αναβρασμός. Στο τέλος οι στρατοκράτες κάλεσαν τον Καραμανλή να σώσει το αστικό καθεστώς από μια τεράστια πολιτική κρίση.
Ωστόσο, ακριβώς επειδή η χούντα είχε ανατραπεί από το μαζικό κίνημα, η μεταπολίτευση δεν ήταν ομαλή για την άρχουσα τάξη. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης το εργατικό και νεολαΐστικο κίνημα αναπτύχθηκε εκρηκτικά. Με διαδηλώσεις, καταλήψεις εργοστασίων και σχολών, το κίνημα πέτυχε κατακτήσεις για τις οποίες πάλευε δεκαετίες. Χτίστηκαν και μαζικοποιήθηκαν τα συνδικάτα, κερδήθηκαν ελευθερίες και δικαιώματα στους χώρους δουλειάς, δόθηκαν αυξήσεις μισθών και έγιναν υποχωρήσεις στα ωράρια, στο ασφαλιστικό, στις συνθήκες εργασίας.
Το δίδαγμα της εποχής της χούντας και της πτώσης της, είναι ξεκάθαρο: μόνο όταν το μαζικό κίνημα επιμένει στα ταξικά του αιτήματα και τα παλεύει μαχητικά, κερδίζει, ανατρέποντας τα σχέδια των καπιταλιστών και των πολιτικών τους εκπροσώπων.
Άγγελος Καλοδούκας
Βιβλιογραφία:
Σπύρου Λιναρδάτου, Από τον εμφύλιο στη χούντα, εκδόσεις Παπαζήση, 1978.
Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, εκδόσεις αφων Τολίδη.
Αλέξης Παπαχελάς, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας, εκδόσεις Εστία, 1997.
Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΣΤ, εκδοτική Αθηνών.
Σημειώσεις
Category: Χωρίς κατηγορία
Τα τεθωρακισμένα της χούντας τα έχουν αντικαταστήσει τα Μέσα Μαζικής Αποβλάκωσης.