Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη



Με την ευκαιρία του βιβλίου του Δημήτρη Ψαρρά «Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη, η τηλεοπτική αναγέννηση της ελληνικής Ακροδεξιάς«, παρουσιάζουμε βίντεο από την παρουσίαση του βιβλίου στην ΕΣΗΕΑ (που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 15/3). Στο τέλος της δημοσίευσης υπάρχει φωτογραφικό υλικό από την εκδήλωση. Παράλληλα δημοσιεύουμε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον (σχετικά εκτεταμένο) απόσπασμα από το βιβλίο που σας προτείνουμε να διαβάσετε προσεκτικά:


Ο ρατσισμός με το γελαστό πρόσωπο

Η προσωπική πολιτική πορεία του Γιώργου Καρατζαφέρη και η ιστορική συ­γκρότηση του ΛΑΟΣ δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για το χαρακτήρα του κομ­ματικού αυτού εγχειρήματος. Το ΛΑΟΣ διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά των πολιτικών κομμάτων που εντάσσονται στο ρεύμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, διατηρώντας -όπως και κάθε ένα απ” αυτά- τα ιδιαίτερα γνωρί­σματα της πολιτικής συγκυρίας που το γέννησε και της ιστορικής εξέλιξης κάθε χώρας. Παρασυρμένοι από την αντιφατικότητα του πολιτικού του λόγου και τις διαφοροποιήσεις στην κομματική του ρητορεία, πολλοί συμπεραίνουν ότι έχει μετατοπιστεί από τα άκρα σε μια απλώς νεοσυντηρητική πλευρά του πολι­τικού φάσματος. Η μελέτη των ντοκουμέντων που παρουσιάσαμε δεν επιβεβαι­ώνει αυτή την εκδοχή.

Όσο για την προσωπικότητα του αρχηγού του ΛΑΟΣ, ασφαλώς δεν είναι δύσκολο να την αναγνωρίσουμε στις παρακάτω γραμμές: «Η εικόνα του οργι­σμένου μέσου Έλληνα που προβάλλει, του φωνακλά που δεν χαρίζει κάστανα, το λέγειν του, οι επιτήδειες «μπηχτές» του, ικανές να προκαλέσουν εκρήξεις γέ­λιου και οι οποίες αντισταθμίζονται πάραυτα με σοβαρές δηλώσεις, το ταλέντο του ως ηθοποιού και γελωτοποιού που ξέρει να φέρνει το πλήθος στα νερά του, όλα αυτά τον καθιστούν φαινόμενο των μέσων ενημέρωσης». Είναι αυτούσιο κείμενο για την προσωπικότητα του Λεπέν, γραμμένο από έναν από τους πιο έγκριτους μελετητές της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς1. Εμείς απλώς αντικαταστή­σαμε τον «μέσο Γάλλο» με τον «μέσο Έλληνα».

Δεν πρόκειται για τον «ορισμό» της Ακροδεξιάς, ζήτημα στο οποίο επιχει­ρούν να μετατοπίσουν τον δημόσιο προβληματισμό για το φαινόμενο οι σύγ­χρονοι απολογητές του πολιτικού αυτού ρεύματος2. Άλλωστε οι ειδικευμένοι κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες έχουν καταμετρήσει δεκάδες σχετικούς ορισμούς, χωρίς να είναι βέβαιοι και οι ίδιοι για την επιστημονική αξία καθενός απ” αυτούς. Όπως αναφέρει ο Hainsworth, «ο Mudde σε πρόσφατη ερευνά του εξετάζει 26 διαφορετικούς ορισμούς της Ακροδεξιάς και εντοπίζει περίπου 58 διαφορετικά χαρακτηριστικά που έχουν αποδώσει σ” αυτήν διάφο­ροι αναλυτές»3. Παρόλο που η διακύμανση των ορισμών αυτών εμφανίζει με­γάλο εύρος, είναι δεδομένο ότι ορισμένα στοιχεία καταλαμβάνουν κεντρική θέ­ση στη συγκρότηση της σύγχρονης Ακροδεξιάς: ο εθνικισμός, η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η έμφαση στο νόμο και την τάξη, η απόδοση του ρόλου του αποδιο­πομπαίου τράγου στους μετανάστες, ο τονισμός της εθνικής ταυτότητας, η αμ­φισβήτηση της σύγχρονης δημοκρατίας και η υποστήριξη ενός ισχυρού κρά­τους.

«Έθνος, εθνική ταυτότητα και εθνοκεντρισμός είναι κεντρικά στοιχεία στο σύστημα αξιών της Ακροδεξιάς. Το έθνος επενδύεται με καθαρότητα, με τις ρί­ζες και με μια προσωπικότητα ηρωική. Έτσι, πολυεθνικά, διεθνικά ή παγκό­σμια σχήματα θεωρούνται ξένες και επικίνδυνες αντεθνικές απειλές για την ταυτότητα και την πολιτισμική ακεραιότητα του έθνους. Η μετανάστευση από τον Τρίτο Κόσμο, το Ισλάμ, ο κομμουνισμός, η πολυπολιτισμικότητα και η πα­γκοσμιοποίηση, εδώ αμφισβητούνται ιδιαίτερα. Μολονότι αποδέχονται την αγορά και τον καπιταλισμό, τα ακροδεξιά κόμματα, όπως το Front National, δεν αισθάνονται βολικά με το πλήρως ελεύθερο εμπόριο, εφόσον αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι υπονομεύει το έθνος. Έτσι, μέσω του εθνολαϊκισμού, υιοθετεί­ται όλο και περισσότερο ο οικονομικός προστατευτισμός και ο υποτιθέμενος πατριωτικός λόγος εναντίον των δήθεν (ή των πραγματικών) καταστροφών της παγκοσμιοποίησης. Παραπειστικά συνθήματα -»η Γερμανία για τους Γερμα­νούς», «η Γαλλία για τους Γάλλους»- χρησιμοποιούνται κατά της μετανάστευ­σης και της παγκοσμιοποίησης, αφού τα ακροδεξιά κόμματα ταυτίζονται με τον «απλό άνθρωπο» και, ταυτόχρονα, επιδιώκουν να στεγάσουν το «λαϊκό» τους εκλογικό σώμα»4. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα αυτά τα στοιχεία ενυ­πάρχουν στην πολιτική ιδεολογία του ΛΑΟΣ. Άλλωστε αυτό που διακρίνει με μεγαλύτερη σαφήνεια τους υποστηρικτές των ακροδεξιών λαϊκιστικών κομμά­των από το υπόλοιπο εκλογικό σώμα είναι η προτεραιότητα που δίνουν σε δύο ειδικά ζητήματα: τη μετανάστευση και την επίκληση του νόμου και της τάξης5. Και μ” αυτό το κριτήριο αναγνωρίζουμε πάλι τους οπαδούς του Γιώργου Καρατζαφέρη.

Δεν είναι όμως μόνο το περιεχόμενο του όρου «Ακροδεξιά» που πρoβληματίζει τους μελετητές της. Ακόμα και για τον κατάλληλο όρο που πρέπει να χρη­σιμοποιηθεί για να περιγράψει το σύγχρονο αυτό φαινόμενο υπάρχει ασυμφω­νία στο πλαίσιο της επιστημονικής κοινότητας. Τι είναι πιο δόκιμο; Να μιλάμε για Άκρα (ή εξτρεμιστική) Δεξιά (extreme right) όπως επιμένουν ο Hainsworth6 και ο Ignazi7, για Ριζοσπαστική Δεξιά, όπως προτιμά ο Kitschelt8, για Νεολαϊκισμό ή Ριζοσπαστικό Δεξιό Λαϊκισμό, όπως εισηγείται ο Betz9; Και ειδικά στην Ελλάδα, πώς θα αντιμετωπίσουμε το πρόσθετο πρόβλημα της μετάφρασης ορισμένων απ” αυτούς τους όρους, π.χ. πώς θα αποδοθεί καλύτερα η διαφορά του «extreme right» από το «far right» που προβληματίζει τους μεταφραστές; Είναι λύση η διάκριση μεταξύ «ακραίας» και «άκρας» Δεξιάς; Ο προβληματι­σμός αυτός δεν είναι ακαδημαϊκός. Επειδή η περιγραφή του πολιτικού φαινο­μένου είναι ιδεολογικά φορτισμένη, και επειδή σε κάθε χώρα οι διάφοροι όροι έχουν στο παρελθόν χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή ανόμοιων φαινομένων, από την τελική επιλογή του όρου εξαρτάται ώς ένα σημείο ο τρόπος αντιμετώ­πισης της αντιδραστικής ιδεολογίας της Άκρας Δεξιάς, αλλά και η τελική ενσω­μάτωση αυτού του είδους των κομμάτων στο πολιτικό παιχνίδι.

Προκειμένου να αποκρούσουν τον κακόφημο (για τα ελληνικά μεταδικτατορικά δεδομένα) όρο «Άκρα Δεξιά», στελέχη του ΛΑΟΣ με διαφορετική προέλευ­ση συγκλίνουν στην επιλογή του χαρακτηρισμού «ριζοσπαστική Δεξιά» για να ορίσουν το κόμμα τους. Αυτό συμβαίνει, λ.χ., με τη μελέτη του Κολοβού10. Αλλά από τη στιγμή που οι τρεις πολιτικοί οι οποίοι επιλέχθηκαν για να υποστηρί­ξουν αυτή την άποψη στον πρόλογο του βιβλίου δεν είναι άλλοι από τον χου­ντικό και φυλετιστή Δημήτριο Δημόπουλο, τον θαυμαστή του Πλεύρη Γεωργιάδη και τον αρχηγό του λεπενικού Ελληνικού Μετώπου Βορίδη, τα επιχειρήμα­τα τους είναι υπονομευμένα11. Άλλωστε, μπορεί στην Ελλάδα ο συνδυασμός «ριζοσπαστικότητας» και «Δεξιάς» να φέρνει στο νου την προδικτατορική Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση, σε άλλες χώρες, ωστόσο, χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την παράδοση της αντεπαναστατικής σχολής σκέψης από τον Ζοζέφ ντε Μαιστρ έως τον Τζούλιους Έβολα, η οποία ενέπνευσε σε οργανωμένες ομάδες πολιτικές που συμπεριλάμβαναν τη χρήση βίας, ακόμα και την ανοιχτή τρομοκρατική δράση12. Όπως και να “χει, σύμφωνα με την κατάταξη που προ­τείνει ο Κολοβός, μόνο η ΕΠΕΝ και το ΕΝΕΚ κατηγοριοποιούνται ως κόμματα της Ακρας Δεξιάς, ενώ όλα τα άλλα μορφώματα της μεταπολίτευσης προβιβάζονται σε «ριζοσπαστική Δεξιά» – όχι μόνο το ΛΑΟΣ, αλλά και το λεπενικό Ελληνικό Μέτωπο, η εθνικοσοσιαλιστική Πρώτη Γραμμή και η χουντική Πα­τριωτική Συμμαχία13.

Η προσπάθεια να πειστεί με το ζόρι η επιστημονική κοινότητα ότι δεν πρέ­πει να συμπεριλαμβάνει στα κόμματα της Ακροδεξιάς το ΛΑΟΣ πήρε ακραία μορφή την Πρωταπριλιά του 2008, όταν το κόμμα του Γιώργου Καρατζαφέρη διαμαρτυρήθηκε με εξώδικο κατά του Πανεπιστημίου Μακεδονίας για τη διορ­γάνωση διημερίδας με θέμα «Το νέο κομματικό τοπίο στην Ελλάδα». Η διαμαρ­τυρία αφορούσε την ενότητα «Το δεξιό άκρο του κομματικού συστήματος» και δύο ανακοινώσεις που αναφέρονταν στο ΛΑΟΣ, εντάσσοντας το στην Ακροδε­ξιά. Το εξώδικο μιλά για «υποτιθέμενους πανεπιστημιακούς διδασκάλους», οι οποίοι «προδίδοντες την ακαδημαϊκή αποστολή τους και υπό το κάλυμμα της πανεπιστημιακής τους ασυλίας υπηρετούν αντεθνικά συμφέροντα»14.

Εκεί, όμως, που η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά είναι όταν στη σχετική δια­μάχη μπαίνει ακόμα και ο αρχιπραξικοπηματίας Παττακός για να απορρίψει κι αυτός με τη σειρά του κάθε σχέση της δικτατορίας με την Ακροδεξιά: «Περί ποί­ας Ακροδεξιάς ομιλούν οι Σταλινοπρολεταριοδημοκράται; Είπεν ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα! Το απεδείξαμεν ότι δεν είμεθα ακροδεξιοί, διά της χρησι­μοποιήσεως προσωπικοτήτων εξ όλων των ιδεολογικών χώρων, ακόμα και κομ­μουνιστών εις υπουργεία! Η Απριλιανή περίοδος ελληνοποίησε την Ελλάδα. Όλοι οι Έλληνες ηργάσθησαν ελληνικά, γόνιμα και παραγωγικά. Εις ποίον ση-μείον τους βλέπετε και τους βαπτίζετε ακροδεξιούς; Κοιταχθείτε εις τον καθρέπτην σας. Δεν βλέπετε τα χάλια σας, την ανικανότητα σας, τα σκοτάδια σας; Ακροδεξιούς ανύπαρκτους φαντάζεστε; Είσθε φαντάσματα»15. Δεν οφείλεται, πάντως, σε ελληνική ιδιομορφία η προσπάθεια να αποκρουστεί αυτός ο προσ­διορισμός. Κανένα από τα ακροδεξιά κόμματα σε όλο τον κόσμο δεν περιλαμβάνει τον όρο «ακροδεξιός» στο όνομα του και κανένα δεν αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοιο. Μάλιστα δύο ακροδεξιά κόμματα στην Ολλανδία έχουν επιλέξει προ­κλητικά την ονομασία «κεντρώα» (Centrumdemokraten και Centrumpartij ’86).

Το σημαντικό δεν είναι βέβαια να βρεθεί ένας κοινός όρος για τον πολιτικό προσδιορισμό αυτών των κομμάτων και κινήσεων. Σε τελευταία ανάλυση είναι αδιάφορο αν το ίδιο μόρφωμα το ονομάσουμε ακροδεξιό, ριζοσπαστικά δεξιό, εξτρεμιστικό ή λαϊκιστικό. Το ζήτημα είναι να περιγραφεί ικανοποιητικά το περιεχόμενο και η στόχευση αυτών των πολιτικών οργανώσεων, που ξεφεύγουν από την κλασική κομματική τυποποίηση των σύγχρονων δημοκρατιών. Ένας άλλος τρόπος να ελεγχθεί το ιδιαίτερο περιεχόμενο κάθε ξεχωριστού κομματι­κού σχηματισμού που εντάσσεται σ” αυτή την κατηγορία είναι η διερεύνηση των σχέσεων που διατηρούν μεταξύ τους. Η πιο ολοκληρωμένη μελέτη αυτής της παραμέτρου οφείλεται στον Cas Mudde, ο οποίος επισημαίνει και την ιδιαί­τερη ελληνική πτυχή της ανολοκλήρωτης προσπάθειας να συγκροτηθεί μια ενι­αία ευρωπαϊκή Ακροδεξιά16. Η αρχική πρωτοβουλία ανήκε στον Ζιρινόφσκι, ο οποίος συγκάλεσε στα γραφεία του στη Δούμα το 1996 ένα «διεθνές συνέδριο πατριωτικών κομμάτων και κινημάτων», όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι από την Αυστρία, τη Λευκορωσία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, τη Σερβία και την Ου­κρανία. Η συνάντηση δεν κατέληξε σε κάτι χειροπιαστό.

Το 1997 ο Λεπέν ανακοίνωσε τη συγκρότηση του Euronat (ENU, European National Union), μιας ευρωπαϊκής εθνικιστικής Διεθνούς, με σύνθημα του την παράφραση του μαρξικού: «Εθνικιστές όλου του κόσμου ενωθείτε!» Το εγχεί­ρημα δεν απέδωσε καρπούς. Τον Ιανουάριο του 2006, ο επίσημος ιστότοπος του Front National δεν ανέφερε καν το Euronat. Είχε απλώς δεσμούς προς ιστοτόπους πέντε «πολιτικών κινημάτων του εξωτερικού». Ανάμεσα τους ξεχώριζε ο δεσμός προς το Ελληνικό Μέτωπο. Όπως παρατηρεί ο Mudde, ο ιστότοπος του Ελληνικού Μετώπου την ίδια περίοδο είχε μια «ενδιαφέρουσα περιγραφή όσων θεωρούσε «ευρωπαϊκά εθνικιστικά κόμματα» και κατέγραφε τη σύνδεση του με τις «τρεις μεγαλύτερες συμμαχίες εθνικιστικών κομμάτων στην Ευρώ­πη», δηλαδή το Euronat, την UΕΝ και την IND/DEM»17. Τα δύο τελευταία σχή­ματα είναι πολιτικές ομάδες στο Ευρωκοινοβούλιο, με τα οποία ανέπτυξε σχέ­σεις το ΛΑΟΣ18. Μια δεύτερη δοκιμή να υπαχθούν τα αδελφά ευρωπαϊκά κόμ­ματα σε ένα ενιαίο σχήμα υπό την πρωτοκαθεδρία του Front National αποπει­ράθηκε ο Λεπέν μέσω της νεολαίας του κόμματος του. Το Front National de la Jeunesse ίδρυσε το 1998 ένα Euronat Jeunesse, στο οποίο μετείχε και η νεολαία του Ελληνικού Μετώπου. Τα αποτελέσματα και αυτής της προσπάθειας υπήρ­ξαν, πάντως, πενιχρά. Μια άλλη μέθοδος που ακολούθησε ο Λεπέν ήταν οι επι­σκέψεις σε ευρωπαϊκές χώρες (μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα) για να προσεγγίσει τους ομοϊδεάτες του, ενώ ευκαιρία για την επιβεβαίωση των δεσμών μεταξύ ακροδεξιών κομμάτων αποτελεί και το ετήσιο φεστιβάλ του κόμ­ματος του. Το Συνέδριο του Front National στη Νίκαια το 2003 αποτέλεσε τόπο συνάντησης αντιπροσωπειών από 30 χώρες. Ανάμεσα τους και πάλι το Ελληνι­κό Μέτωπο με τον Μάκη Βορίδη. Πιστό στη γραμμή Λεπέν, το Ελληνικό Μέτω­πο από τη δική του πλευρά είχε κι αυτό οργανώσει στην Αθήνα στις 18-19.10.1997 «Συνδιάσκεψη των κομμάτων της Ευρωπαϊκής Δεξιάς», με το γαλ­λικό Front National, το βελγικό Vlaams Block, την ιταλική Allanza Nationale και το ισπανικό Frente Nacional.

Η πλούσια διεθνής βιβλιογραφία για τα χαρακτηριστικά της νέας ευρωπαϊ­κής Ακροδεξιάς συγκλίνει σε ορισμένα κοινά συμπεράσματα σχετικά με την ιστορική εξέλιξη του φαινομένου στην Ελλάδα. Βασική διαπίστωση είναι ότι η εμπειρία της επτάχρονης δικτατορίας αποθάρρυνε τους ψηφοφόρους και πε­ριόρισε την εκλογική επίδραση όλων των πολιτικών σχημάτων που επιχείρη­σαν να εκφράσουν την Ακροδεξιά από το 1974 έως το 2004. Οι περισσότερες μελέτες εντοπίζουν στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία παρόμοια απέχθεια του εκλογικού σώματος για πολιτικούς σχηματισμούς οι οποίοι θύμι­ζαν στους πολίτες των τριών χωρών τις δικτατορίες που κατέρρευσαν τη δεκα­ετία του ’70. «Από τη στιγμή που οι τρεις μεσογειακές χώρες έγιναν δημοκρα­τίες μόλις τη δεκαετία του 1970», γράφει ο Kitschelt, «ο πληθυσμός διατηρεί πολύ έντονη ανάμνηση της φύσης του παλιού καθεστώτος και των πολλών μει­ονεκτημάτων του»19. Στην ερμηνεία αυτή προστίθενται για την Ελλάδα ορισμέ­να ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η έλλειψη κάποιας χαρισματικής ηγετικής μορφής στο χώρο της Ακροδεξιάς, η παρουσία λαοπρόβλητων λαϊκιστών ηγε­τών στα μεγάλα κόμματα, οι εξαιρετικά συντηρητικές θέσεις της Νέας Δημο­κρατίας που κάλυψε και το χώρο αυτό και, τελικά, το όριο του 3% που θεσπί­στηκε για την είσοδο στη βουλή20.

Οι μελετητές δεν αποφεύγουν, βέβαια, και ορισμένες παρανοήσεις. Αντι­γράφοντας, για παράδειγμα, σχετική παρατήρηση του Δήμητρα από το 199221, ο Ηαίη8\νοΛΐι επισημαίνει ότι το σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», που ταυτίζεται με το «Η Γαλλία στους Γάλλους» του Λεπέν, δεν προέρχεται από την ελληνική Ακροδεξιά, αλλά από το σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ22. Πρόκειται για ανιστορική σύγκριση δύο εντελώς διαφορετικών συνθημάτων. Η φράση που έγινε ένα από τα βασικά συνθήματα του ΠΑΣΟΚ κατά την πορεία του προς την εξουσία προέρχεται από το αντιστασιακό ΠΑΚ και εκφράζει τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία23, ενώ κυριάρχησε στο ευρύτερο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα την περίοδο της μεταπολίτευσης24. Το πλήρες σύνθημα στις προε­κλογικές αφίσες του ΠΑΣΟΚ το 1981 ήταν: «Με το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, η Ελλάδα θα ανήκει στους Έλληνες και θα “χει εξωτερική πολιτική περήφανη, ανεξάρτητη και σεβαστή»25. Αντίθετα, η ίδια φράση στα χείλη του Καρατζαφέρη και των οπαδών του έχει την ίδια ακριβώς έννοια που έχει το παρόμοιο σύνθημα των άλλων ακροδεξιών κομμάτων: έξω οι ξένοι, δηλαδή έξω οι μετα­νάστες! Με άλλα λόγια, το σύνθημα έχει σαφώς ρατσιστικό περιεχόμενο. Υπήρξε άλλωστε και το κύριο σύνθημα της φασιστικής παραστρατιωτικής ορ­γάνωσης ΕΕΕ (Εθνική “Ενωσις Ελλάς) στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου: «Η Ελλάς διά τους Έλληνας»26. Ας μην απορεί, λοιπόν, κανείς που και οι Θέσεις της Χρυσής Αυγής καταλήγουν με τη ρήση «Η Ελλάδα στους Έλληνες»27. Το ίδιο νόημα έχει και η πιο ήπια διατύπωση του ΛΑΟΣ, να δοθεί προτεραιότητα στους (φυλετικά) Έλληνες έναντι των μεταναστών και των ξένων: «Πρώτα οι Έλληνες!»

Σύμφωνα με την εξαιρετική ανάλυση του Balibar, οι ποικίλες αυτές διατυ­πώσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά αναβίωση εκδοχών εθνοκάθαρσης, με στοι­χεία κυριολεκτικής εξόντωσης. Γιατί το σύνθημα «η Ελλάδα στους Έλληνες» για την Ακροδεξιά σημαίνει «η Ελλάδα στους αληθινούς Έλληνες», όχι στους μετανάστες, όχι σ” όσους δεν έχουν «γνήσιο ελληνικό αίμα», όχι στους «γραι­κύλους», όχι σε όσους δεν συμφωνούν μαζί μας. «Η εθνική προτίμηση», γράφει ο Balibar, «δεν είναι παρά ο ευφημισμός της εθνοκάθαρσης». Ο στόχος δεν εί­ναι η κοινωνική ένταξη, αλλά «ο αποκλεισμός, η απέλαση, και άμα τύχει και η εκτόπιση»28.

Η ανοδική πορεία του ΛΑΟΣ υποχρέωσε τους μελετητές να εξετάσουν το νέο μόρφωμα με άλλο μάτι. Και πράγματι, στις νεότερες μελέτες για την ευρω­παϊκή Ακροδεξιά, έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή η πορεία του κόμματος Καρατζαφέρη. Ο Mudde περιλαμβάνει το ΛΑΟΣ στα οκτώ κόμματα της «Λαϊκιστι­κής Ριζοσπαστικής Δεξιάς» με παρουσία στο Ευρωκοινοβούλιο29. Όσον αφορά το περιεχόμενο της πολιτικής Καρατζαφέρη, επισημαίνει πρώτα απ” όλα τον αντισημιτικό του χαρακτήρα: «Για αντισημιτικά λαϊκιστικά κόμματα της Ριζο­σπαστικής Δεξιάς, όπως το ελληνικό ΛΑΟΣ, η οικονομική παγκοσμιοποίηση εί­ναι μέρος μιας ευρύτερης συνωμοσίας των Εβραίων», γράφει ο Mudde βασιζό­μενος στα επίσημα κείμενα του πρώτου συνεδρίου του κόμματος30, ενώ διακρί­νει και τη συνεχή αναφορά του κόμματος στην υποτιθέμενη σκοτεινή ισχύ του Ισραήλ και του εβραϊκού λόμπι, με τρόπο, μάλιστα, πιο ανοιχτό απ” ό,τι ο Λε­πέν31. Σε άλλα σημεία διακρίνει την ισχυρή «αμερικανοφοβία» του κόμματος, με την οποία έρχεται κοντά στο Front National του Λεπέν32, και την υποστήριξη μιλιταριστικών αξιών33. Όσο για το Ελληνικό Μέτωπο, ο Mudde το χαρακτηρί­ζει «μανιωδώς τουρκοφοβικό»34 και ακραία «ισλαμοφοβικό»35, σχολιάζει δε το γεγονός ότι «το μικροσκοπικό Ελληνικό Μέτωπο επιθυμεί να απελευθερώσει όλες τις σκλαβωμένες ελληνικές πατρίδες και να τις ενώσει με την Ελλάδα»36. Στη νεότερη μελέτη του, ο Hainsworth επαναλαμβάνει την παρατήρηση για την αδυναμία ανάπτυξης ισχυρού ακροδεξιού ρεύματος στην Ισπανία, την Πορτο­γαλία και την Ελλάδα, αλλά δεν παραλείπει να αναφερθεί στο ΛΑΟΣ, το Ελλη­νικό Μέτωπο και την Πατριωτική Συμμαχία. «Οι δυο τελευταίες οργανώσεις ανήκουν στο νεοφασιστικό φάσμα, ενώ το ΛΑΟΣ είναι ένα ακροδεξιό, λαϊκι­στικό κόμμα, το οποίο βασίζεται στην υποστήριξη των ορθοδόξων χριστιανών και αρθρώνει ένα λόγο ξενοφοβικό, αντιμεταναστευτικό, υπέρ του νόμου και της τάξης και ευρωσκεπτικιστικό»37. Ο συγγραφέας επισημαίνει την προσπάθεια του Καρατζαφέρη «να εκσυγχρονίσει το ΛΑΟΣ και να αποφεύγει αναφορές και συσχετισμούς με τη δικτατορία του 1967-1974 ή νεοναζιστικά και νεοφασιστικά κινήματα».

Οι πολιτικές προϋποθέσεις για την εδραίωση του κόμματος Καρατζαφέρη συνδέονται, όπως είναι προφανές, με την ανοιχτή κρίση του κομματικού συ­στήματος στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’90. Ειδικά η φθορά του «δικομμα­τικού» συστήματος και τα συνεχόμενα κρούσματα διαφθοράς στον κρατικό μη­χανισμό με ευθύνη κομματικών αξιωματούχων τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Νέας Δημοκρατίας έδωσαν το έναυσμα για μια εκ βάθρων κριτική των δημο­κρατικών θεσμών και άφησαν ελεύθερο το πεδίο για τη δημιουργία ενός κόμματος-κινήματος διαμαρτυρίας. Η έννοια του «δικομματισμού», παρά το γεγο­νός ότι στην Ελλάδα την επεξεργάστηκαν θεωρητικοί της Αριστεράς, θέλοντας να υπογραμμίσουν κυρίως τη σύγκλιση συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών σε ένα παραπλήσιο κυβερνητικό πρόγραμμα με νεοφιλελεύθερες προδιαγρα­φές, ήρθε κουτί στους πιο καταρτισμένους θεωρητικούς συμβούλους του Καρατζαφέρη. Γιατί η κεντρική επιχειρηματολογία της Ακροδεξιάς σε όλη την Ευ­ρώπη επιφυλάσσει την ίδια ενιαία αντιμετώπιση των μεγάλων κυβερνητικών κομμάτων. Όπως σημειώνει σχετικά η Γεωργιάδου, «η πλήρης εξομοίωση των κατεστημένων και ιδίως των κυβερνητικών κομμάτων εκ μέρους της Άκρας Δε­ξιάς -η ίδια τα θεωρεί συλλήβδην κάτι σαν ένα είδος «ενιαίου κόμματος» ή «κομμάτων ενωμένων μεταξύ τους», παρακάμπτοντας τις ιδεολογικές και προ­γραμματικές διαφορές που, παρά τη μεταξύ τους σύγκλιση ή το «καρτέλ», εξα­κολουθούν να υπάρχουν- είναι μια συνηθισμένη πρακτική της»38.

Η κατά κόρον προβολή των μελανών στοιχείων του «δικομματισμού» από το ΛΑΟΣ θυμίζει έντονα τον όρο «πολιτική τάξη» που χρησιμοποιεί ο Λεπέν για να διαχωρίσει το κόμμα του από την τάση των κυρίαρχων ελίτ στις κοινο­βουλευτικές δημοκρατίες να αδιαφορούν για τα προβλήματα του λαού. Αλλά ακόμα πιο κοντά σ” αυτή την προβληματική βρίσκεται η αναφορά του αυστρια­κού ηγέτη του ΡΡΟ Γιεργκ Χάιντερ σ” ένα «ενιαίο κόμμα» (Einheitspartei), όταν περιγράφει τα σοσιαλδημοκρατικά και τα συντηρητικά κόμματα της χώρας του. Την ίδια μομφή επιρρίπτει στα δύο εγχώρια μεγάλα κόμματα ο Άδωνις Γεωργιάδης, όταν μιλά κάθε μεσημέρι από την εκπομπή του για την «ΠΑΣΟΚ-ΝΔ Α.Ε.». Η ολοκλήρωση αυτής της κριτικής πραγματοποιήθηκε με τη μετατροπή του ΛΑΟΣ από «κόμμα» σε «κίνημα», έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ανοσία του από τυχόν συμμετοχή στο κομματικό παιχνίδι.

Βεβαίως ο Καρατζαφέρης διατηρεί για τον εαυτό του και τη δυνατότητα οπισθοχώρησης στη «θεωρία της πολυκατοικίας», δηλαδή στην επίκληση της ενιαίας μεγάλης παράταξης της ελληνικής Δεξιάς, από την οποία προέρχεται η Νέα Δημοκρατία και το ΛΑΟΣ. Η θεωρία αυτή κρύβει τη σκοπιμότητα να μένει ανοιχτό το ενδεχόμενο κυβερνητικής σύμπραξης στο μέλλον, εξασφαλίζοντας έτσι την ανοχή ή και την ψήφο των αμφιταλαντευόμενων ψηφοφόρων, ή εκεί­νων που ψηφίζουν «στρατηγικά», προσβλέποντας δηλαδή σε μια συμμαχική κυβέρνηση με τα χαρακτηριστικά που αυτοί επιθυμούν. Ο Καρατζαφέρης διεκ­δικεί με τον τρόπο αυτό και για τον εαυτό του τα αγαθά που εκείνος προσπόρι­σε στους συνεργάτες του με τη μέθοδο της «κολυμβήθρας»: υπενθυμίζοντας την προέλευση του από τον ιστορικό κομματικό πυρήνα της Νέας Δημοκρατίας και επαναλαμβάνοντας την προσωπική του σχέση με ιστορικά στελέχη της, καθησυχάζει όσους διστάζουν να του εμπιστευτούν την ψήφο τους και αποκρούει το χαρακτηρισμό του ακραίου.

Το σημαντικότερο είναι ότι με τη «θεωρία της πολυκατοικίας» ο Καρατζαφέρης εμφανίζεται συνεχώς στα πρόθυρα της εξουσίας. Εκμεταλλευόμενος την προοπτική να μην υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση ύστερα από κάποια εκλογι­κή αναμέτρηση, αυτοπροτείνεται ως «λύση» στο αδιέξοδο, προβάλλοντας βέ­βαια τους δικούς του όρους. Μάλιστα, πριν από την κατοχύρωση της πολιτικής εκπροσώπησης του κόμματος του στο ελληνικό κοινοβούλιο, άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο σύμπραξης ακόμα και με το ΠΑΣΟΚ, αν εκείνο κέρδιζε τις εκλογές χωρίς αυτοδυναμία. Η σκοπιμότητα αυτών των δηλώσεων είναι προφανής: να εμφανιστεί το ΛΑΟΣ ως «κεντρώο» κόμμα ή, καλύτερα, να επιβεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει πλέον Δεξιά και Αριστερά και ότι στην πολιτική υπάρχουν απλώς προβλήματα και προτάσεις για τη λύση τους. Η αλήθεια είναι ότι η πραγματική πολιτική σύγκλιση των μεγάλων κυβερνητικών κομμάτων διευκολύνει την επι­κράτηση μιας τέτοιας αντίληψης στο εκλογικό σώμα. Μόνο που αυτή η σύγκλι­ση δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Δεν συντελείται δηλαδή στο (ούτως ή άλλως φαντα­στικό) κέντρο του άξονα Αριστεράς-Δεξιάς. Η σύγκλιση έχει πάντα μια δεξιό­στροφη ή αριστερόστροφη φορά. «Όσο η κομματική σύγκλιση λαμβάνει χώρα εγγύτερα προς την περιοχή του ιδεολογικοπολιτικού άξονα όπου είναι εγκατε­στημένη η αντισυστημική και λαϊκιστική Ακροδεξιά τόσο δικαιώνονται οι θέ­σεις της τελευταίας και ο χαρακτηρισμός της ως «ακραίας» φαντάζει σαν μια άστοχη ή υπερβολική ετικέτα»39. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι επιτυχίες του κόμματος Καρατζαφέρη και η προσωπική καταγραφή του ως «μη ακραίου» συ­νέπεσαν πράγματι με τη δεξιόστροφη σύγκλιση των δύο μεγάλων κομμάτων της μεταπολιτευτικής περιόδου, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.

Οι εκπρόσωποι του ΛΑΟΣ επικαλούνται κατά την τελευταία περίοδο το γε­γονός ότι μετά τις εκλογικές επιτυχίες του κόμματος εγκαταλείφθηκαν ορισμέ­νες «ακραίες διατυπώσεις» και απομακρύνθηκαν οι «αμετανόητοι» που δεν εί­χαν την ευελιξία να προσαρμοστούν στη στρατηγική του Δούρειου Ίππου. Μά­λιστα δεν είναι λίγοι οι τηλεπαρουσιαστές που πιστώνουν προσωπικά στον Γιώργο Καρατζαφέρη αυτή τη μεταστροφή. Όμως κι εδώ δεν υπάρχει καμιά πρωτοτυπία του ΛΑΟΣ σε σχέση με τα «αδελφά» ευρωπαϊκά κόμματα. Όπως παρατηρεί η Γεωργιάδου, στην ύστερη μεταπολεμική εποχή η Ακροδεξιά επι­βάλλεται στην κοινή γνώμη ως ένα μεταφασιστικό φαινόμενο, όχι τόσο για ό,τι πρεσβεύει, αλλά κυρίως για ό,τι εγκαταλείπει: «Η μεταφασιστική Ακροδεξιά συντηρεί μεν, στο επίπεδο του λόγου και της δημόσιας παρουσίας της, πολλά από τα επίμαχα θέματα στα οποία ευθέως αναφέρονται ή εμμέσως παραπέ­μπουν οι θέσεις και οι απόψεις που έχει εγκαταλείψει, κατασκευάζει όμως γι” αυτά καινούργιες αφηγήσεις»40. Μ” άλλα λόγια, η απόρριψη ορισμένων παρα­δοσιακών ακροδεξιών στερεοτύπων δεν σημαίνει ότι η σύγχρονη Ακροδεξιά διαρρηγνύει οριστικά τους δεσμούς της με τους ιδεολογικούς και πολιτικούς της προπάτορες. Όπως σημειώνει ο Milza, η νέα μορφή των ευρωπαϊκών ακρο­δεξιών σχημάτων δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως παρθενογένεση. Αντιθέτως, τα περισσότερα αποτελούν μεταλλάξεις ή στηρίζονται σε στελέχη που προέρχο­νται από νεοφασιστικά και νεοεθνικιστικά κινήματα της περιόδου μετά τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο: «Αφού πρόβαλλαν επί μακρόν τις εξτρεμιστικές ιδέες τους, συνειδητοποίησαν πόσο μικρή επιρροή είχαν αυτές σε ένα εκλογικό σώμα που ασπαζόταν εφεξής τις αρχές και τις πρακτικές της φιλελεύθερης δημοκρα­τίας. Εξού και η επιλογή που έκαναν, στο μεταίχμιο των δεκαετιών του ’70 και του ’80, να απαλύνουν τις πιο αιχμηρές πλευρές του δόγματος τους και να εμ­φανιστούν ως κόμματα κοινωνικής διαμαρτυρίας»41.

«Η αποκήρυξη της βίας», σημειώνει από την πλευρά του ο Ignazi, «η υπο­στήριξη της ελευθερίας (τουλάχιστον για τους γηγενείς) και η συμμετοχή στους δημοκρατικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς εκφράζει τον τυπικό χαρακτήρα της Άκρας Δεξιάς, αλλά έρχεται σε αντίθεση με τον «εσωτερικό» της λόγο και την πραγματική της συμπεριφορά»42. Το επιβεβαιώνει και ο Βετζ: «Αν όχι από πεποίθηση, τότε από σκοπιμότητα, τα σύγχρονα κόμματα και κινήματα (της Ρι­ζοσπαστικής Δεξιάς) έχουν την τάση να εγκαταλείπουν πολλές από τις ιδεολο­γικές τους αποσκευές που θα ηχούσαν ιδιαίτερα εξτρεμιστικές»43. Ο πρώτος που ακολούθησε με επιτυχία αυτή τη γραμμή ήταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν του γαλ­λικού Front National. Η μεταφορά της νέας στρατηγικής στην Ελλάδα καθυστέ­ρησε εξαιτίας της διαφοράς φάσης που προκάλεσε στη χώρα μας η εγκαθίδρυση και η πτώση της δικτατορίας. Έπρεπε να περάσει τουλάχιστον μια γενιά από τη μεταπολίτευση, προτού μπορέσουν να βρουν και εδώ γόνιμο έδαφος οι σπό­ροι των μεταφασιστικών προβληματισμών.

Στον πυρήνα αυτών των νέων απόψεων της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ακρο­δεξιάς βρίσκονται οι θεωρητικές επεξεργασίες της Νέας Δεξιάς, ενός ρεύματος της μεταπολεμικής ριζοσπαστικής Δεξιάς, που ξεκίνησε από τη Γαλλία και επη­ρέασε όλη την Ευρώπη σε επίπεδο αναλύσεων και επιχειρημάτων, χωρίς να αποκρυσταλλωθεί σε συγκροτημένα οργανωτικά σχήματα44. Η Νέα Δεξιά, η οποία δημιουργήθηκε από μια ομάδα Γάλλων ακροδεξιών διανοουμένων γύρω από τον Αλεν ντε Μπενουά, την GRECE (Groupement de Recherches et d’ Edudes pour la Civilisation Europeenne, Ένωση Έρευνας και Μελέτης του Ευρωπαϊ­κού Πολιτισμού), εισάγει ως κεντρική έννοια τον «εθνοπλουραλισμό», δηλαδή δίνει έμφαση στη διαφορά των εθνών. Η Νέα Δεξιά ιδιοποιήθηκε ένα από τα βασικά συνθήματα των αριστερών κινημάτων μετά το ’68, δηλαδή το «δικαίω­μα στη διαφορά», και αντέστρεψε το νόημα του. Ενώ η προοδευτική Αριστερά είχε προβάλει το αίτημα αυτό ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας μη ρατσιστικής, πολυπολιτισμικής κοινωνίας, η Νέα Δεξιά το μετέτρεψε σε επιχείρημα για να υποστηρίξει ότι ο πραγματικός ρατσισμός είναι η δημι­ουργία μιας κοινωνίας που στόχο έχει να εξαλείψει τις διαφορές. Για τη Νέα Δεξιά η πολυφυλετική κοινωνία είναι το λίπασμα του ρατσισμού και, κατά συ­νέπεια, για να φτάσουμε ώς το τέλος το δικαίωμα στη διαφορά οφείλουμε να αρνηθούμε την πολυφυλετική κοινωνία και, όσον αφορά τους μετανάστες, να φροντίσουμε την επιστροφή τους στην πατρίδα τους. Η επιχειρηματολογία αυ­τή οδηγεί στη νομιμοποίηση κάθε ακραίου μέτρου που προφυλάσσει τις εθνοτικές πολιτισμικές ταυτότητες. Το επόμενο βήμα είναι το ανοιχτό απαρτχάιντ. Πρόκειται γι” αυτό που πολύ προσφυώς ονόμασε «διαφοριστικό ρατσισμό» ο φιλόσοφος Pierre-Andre Taguieff, ο πιο οξυδερκής μελετητής των νεορατσιστικών φαινομένων στη σημερινή Ευρώπη45. Σύμφωνα με την ανάλυση του Τ&βΐιίΰίί, η επιταγή του σεβασμού της διαφοράς δεν ταυτίζεται με το δικαίωμα της ετερότητας. Στην πραγματικότητα, η συνεχής επίκληση αυτού του σεβα­σμού εξυπηρετεί μόνο όσους επιθυμούν πάση θυσία να δικαιολογήσουν την έλ­λειψη κάθε επαφής μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων, όσους φοβούνται την ανά­μειξη ανθρώπων και πολιτισμών. Όμως εδώ βρίσκεται η πεμπτουσία του ρα­τσισμού. Η διατήρηση της πολιτισμικής απόστασης σημαίνει πριν απ” όλα την αποφυγή κάθε επιμειξίας. «Ο ρατσισμός εκφράζεται αδιακρίτως ως καταγγε­λία ή ως εξύμνηση της διαφοράς με όρους φυλών ή με όρους πολιτισμών, νοο­τροπιών, παραδόσεων, πεποιθήσεων. Όμως, κατά βάθος, ρατσισμός είναι πά­ντοτε ο φόβος της επιμειξίας»46.

Ήδη από το 1982 ο Λεπέν έδειχνε ότι είχε πάρει το μάθημα του: «Δεν έχου­με μόνο το δικαίωμα αλλά και το καθήκον να υπερασπιζόμαστε την εθνική μας προσωπικότητα και το δικό μας δικαίωμα στη διαφορά». Και λίγα χρόνια αρ­γότερα, το 1987, ισχυριζόταν: «Λατρεύω τους Μαγκρεμπίνους, αλλά η θέση τους είναι στο Μαγκρέμπ. Δεν είμαι ρατσιστής, είμαι υπέρ του έθνους. Για να είναι αρμονικό ένα κράτος πρέπει να διαθέτει μια σχετική εθνική και πνευματι­κή ομοιογένεια»47. Την επίδραση των θέσεων αυτών της Νέας Δεξιάς στην Ελλάδα μαρτυρά ο τρόπος που έγινε η εισαγωγή τους στη χώρα μας. Την «απο κλειστικότητα» του ντε Μπενουά και όλων των εντύπων του GRECE στην Ελ­λάδα κατέχουν, ήδη από το 1980, οι εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις, ειδικευμένες στην έκδοση αντισημιτικών, εθνικοσοσιαλιστικών και φιλοδικτατορικών βι­βλίων. Το πρώτο βιβλίο του Αλεν ντε Μπενουά που εκδίδεται στη χώρα μας εί­ναι Η γενεαλογία της ηθικής τον Νίτσε (1981), σε μετάφραση του Ανδρέα Δενδρινού, στελέχους της οργάνωσης του Πλεύρη 4η Αυγούστου και γνωστού από πονήματα όπως Η 21η Απριλίου και πώς απέτυχεν. Το πολιτικό μήνυμα του ντε Μπενουά που προβάλλει το βιβλίο είναι ότι «οι καλύτεροι Ευρωπαίοι πρέ­πει να καταπιαστούν με τη μεγαλειώδη αποστολή τους: τη διεύθυνση και την επιτήρηση του παγκόσμιου πολιτισμού επί της γης». Μεταξύ διαφόρων άλλων έργων του ντε Μπενουά και της ομάδας του στις εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις ξε­χωρίζουμε το συλλογικό Φιλελευθερισμός: ο εχθρός των λαών, στο οποίο ανα­λύεται η πλατφόρμα μιας εκσυγχρονισμένης εθνικοσοσιαλιστικής και προφα­νώς ξενόφοβης πολιτικής πρότασης. Τη μετάφραση αυτού του κειμένου υπο­γράφει ο Μάκης Βορίδης.

Ο ίδιος ο Καρατζαφέρης δεν κουράζει βέβαια το μυαλό του με τις θεωρητι­κές αναζητήσεις του ντε Μπενουά, του Δενδρινού και του Βορίδη. Αρκείται στην εντολή που έχει δώσει στα στελέχη του να μην αφήνουν αναπάντητη καμιά αναφορά φίλων και αντιπάλων στον ακροδεξιό χαρακτήρα του κόμματος του. Ως εύστροφος διαφημιστής γνωρίζει ότι αρκεί και η αρνητική αναφορά («δεν είμαστε φασίστες», «δεν είμαστε ρατσιστές», «δεν είμαστε χουντικοί», «δεν εί­μαστε ακροδεξιοί») για να λάβουν όλοι το υπόγειο μήνυμα ότι δεν είμαστε μεν αυτό που μας κατηγορούν, αλλά για να μας κατηγορούν κάποιο λόγο θα έχουν. Ο Καρατζαφέρης χρησιμοποιεί πολλές φορές αυτό το λεκτικό σχήμα («εμείς οι φερόμενοι ακροδεξιοί, οι φασίστες» κ.λπ.) προτού καν τον προκαλέσει κά­ποιος συνομιλητής. Έτσι θυμίζει στον τηλεθεατή τη διακριτή θέση του στο πο­λιτικό φάσμα, αλλά εξασφαλίζει προκαταβολικά και τη νομιμοποίηση του ως πολιτικού αρχηγού εντός του συνταγματικού τόξου. Τη μέθοδο αυτή ακολουθεί ακόμα και στο κοινοβούλιο. «Και χαιρετίζω», θα πει σε αγόρευση του στις 16.5.2002, «αυτό το οποίο είπε ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ. Και έρχομαι εγώ ο ακραίος, ο δεξιός, ο φασίστας και χαιρετίζω αυτό που λέει ο ακραίος της άλλης πλευράς. Αυτή είναι η αλήθεια». Η αντίδραση του προεδρεύοντος Παναγιώτη Σγουρίδη ήταν αναμενόμενη: «Τα άκρα συναντώνται!» Για να ακολουθήσει η έκρηξη του Καρατζαφέρη: «Περιγραφόμενος ως φασίστας, κύριε πρόεδρε. Για όνομα του Θεού! Είναι η εύκολη λύση αυτή».

Το λάθος που κάνουν πολλοί αναλυτές είναι να συγκρίνουν τις σημερινές μεταλλαγμένες μορφές της Ακροδεξιάς με τις αρχαϊκές εκφάνσεις της την πε­ρίοδο του μεσοπολέμου ή των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Πολύ συχνά θέ­τουν το ρητορικό ερώτημα αν κινδυνεύει η δημοκρατία από τα σύγχρονα ακρο­δεξιά κόμματα, για να δώσουν μόνοι τους ανακουφισμένοι την απάντηση: όχι, βέβαια. Θα ήταν κανείς αφελής αν πίστευε ότι ο Λεπέν θα εγκαθιδρύσει νέο «καθεστώς Βισύ» στη Γαλλία, ή ότι ο Φίνι θα αυτοχριστεί νέος Ντούτσε στην Ιταλία. Ούτε βέβαια φοβάται κανείς ότι ο Γιώργος Καρατζαφέρης με τον Βελόπουλο και τον Γεωργιάδη θα καταλύσουν την ελληνική δημοκρατία – έστω και με τη βοήθεια του χουντικού Πλεύρη πατρός. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, παρά τη σχετική ρήση του Μαρξ που κατέληξε κοινοτοπία. Αν πρέπει κανείς σήμερα να δίνει σημασία και να ανησυχεί για την άνοδο της Ακροδεξιάς, αυτό δεν σημαίνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια αναβίωση του κλασικού φασιστι­κού και ναζιστικού ολοκληρωτισμού. Όπως παρατηρεί ο Milza, «περισσότερο πρέπει να φοβόμαστε αυτούς οι οποίοι αποφάσισαν να προχωρήσουν με κα­λυμμένο πρόσωπο -όπως τους είχαν προτρέψει οι θεωρητικοί της «Νέας Δε­ξιάς»- για να καταλάβουν το πεδίο της «μεταπολιτικής» ώστε να πάρουν την εξουσία μέσα στα κεφάλια πριν την πάρουν μέσω της κάλπης»48. Ο κίνδυνος, δηλαδή, δεν βρίσκεται στα εικονικά τανκς της σύγχρονης Ακροδεξιάς, αλλά στο δηλητήριο που περιέχει η ρητορεία των φορέων της.

Με άλλα λόγια, δεν θα έπρεπε να θορυβείται κανείς με την αξιόλογη εκλογι­κή καταγραφή του ΛΑΟΣ (βουλευτικές εκλογές 2007, ευρωεκλογές 2009, βου­λευτικές 2009), αν η επιτυχία αυτή δεν συνοδευόταν από σημαντική απήχηση των ιδεών του κόμματος Καρατζαφέρη ακόμα και μεταξύ των ίδιων των τηλεπρόβλητων «διαμορφωτών» της κοινής γνώμης. Όπως ήταν φυσικό, για την ανάδειξη ενός κατεξοχήν τηλεοπτικού κόμματος, σαν το ΛΑΟΣ, σε σημαντικό παράγοντα της πολιτικής σκηνής, χρειάστηκε η συμβολή της τηλεόρασης. Και μάλιστα, άθελα τους, συνέβαλαν σ” αυτό ορισμένοι τηλεοπτικοί αστέρες με με­γάλη απήχηση στο κοινό, οι οποίοι κάθε άλλο παρά ύποπτοι είναι για πολιτική συνοδοιπορία με τον Καρατζαφέρη και το κόμμα του. Η πιο επιτυχημένη σατιρική-πολιτική εκπομπή της τηλεόρασης τα τελευταία χρόνια, το σόου δηλαδή του Λάκη Λαζόπουλου, βασίζεται σε μια ισοπεδωτική κριτική όλων των πολιτι­κών, στη γελοιοποίηση των κομμάτων και στην ενίσχυση της θεωρίας ότι ο «απλός λαός», «οι από κάτω», είναι πάντα αγνοί και πάντα προδομένοι. Και βέβαια ο ίδιος ο Λαζόπουλος είναι από εκείνους που δεν χάνουν ευκαιρία να υποβάλουν σε σκληρή κριτική τον Καρατζαφέρη, σε σημείο που προκάλεσε και την υποβολή αγωγής από τον αρχηγό του ΛΑΟΣ, επειδή τον παρουσίασε με μουστακάκι αλά Χίτλερ. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για άλλες σατι­ρικές τηλεοπτικές εκπομπές (όπως π.χ. του Θέμου Αναστασιάδη), αλλά ισχύει και για τα πιο «σοβαρά» τηλεοπτικά προγράμματα, στα οποία επικρατεί ο νό­μος του δείκτη θεαματικότητας, από τα τοκ σόου μέχρι τις βραδινές εκπομπές «αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας». Ούτε στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε κά­ποια ελληνική ιδιομορφία. Όπως επισημαίνουν πολλοί αναλυτές, στη διαδικασία παραγωγής του σύγχρονου ακροδεξιού λαϊκισμού παίζουν ξεχωριστό ρόλο οι επαγγελματίες της τηλεοπτικής ενημέρωσης. «Είναι απίστευτο», γράφει ο Milza, «σε ποιο βαθμό η εκπομπή «Οι καραγκιόζηδες της ενημέρωσης» συνέ­βαλε στην απαξίωση του γαλλικού πολιτικού προσωπικού και επηρέασε το αποτέλεσμα του Α” γύρου των προεδρικών εκλογών του 2002», όπου ως γνω­στόν ο Λεπέν κατατρόπωσε τον υποψήφιο των σοσιαλιστών και προκρίθηκε στον Β” γύρο49. Πρόκειται για το «Les Guignols de l’ info», μια εκπομπή με μα­ριονέτες του γαλλικού καναλιού Canal+, η οποία, μάλιστα βρήκε μιμητές σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. «Τι να πει κανείς», προσθέτει ο γνωστός ιστορικός του φασισμού, «για τον τρόπο με τον οποίο η μικρή οθόνη συμβάλλει στη μαζοποίηση των κοινωνιών μας, πότε πλησιάζοντας μέχρι γελοιογραφίας τους «από κάτω», πότε προσφέροντας στη ματαιοδοξία τους ή την αφέλεια τους την ελπί­δα μιας αστραπιαίας μετατροπής τους σε «αστέρες»; Ή πάλι, ξηλώνοντας τα είδωλα όπως ρίχνουμε, σκοπεύοντας, τα μεγάλα κεφάλια στο λούνα παρκ. Και όλα αυτά γίνονται από ανθρώπους που έχουν ήσυχη τη συνείδηση τους, έξυ­πνους, ικανούς και γενικώς, συμπαθείς. Γιατί λοιπόν μας προκαλεί έκπληξη όταν κάπου κάπου ένας ταχυδακτυλουργός τσεπώνει τη μίζα;»50

Και τώρα τι γίνεται; Τώρα που συγκλίναμε με την Ευρώπη ακόμα και σ” αυ­τό το σημείο, αποκτήσαμε δηλαδή κι εμείς την Ακροδεξιά μας, πώς θα αντιδρά­σουν τα άλλα κόμματα, το εκλογικό σώμα, η κοινωνία; Η σχετική υστέρηση της παρουσίας ενός συγκροτημένου και σταθερού ακροδεξιού κόμματος παρέχει στη δημοκρατική ελληνική πολιτική τάξη την ευχέρεια να διδαχτεί από την πεί­ρα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Αρκεί, βέβαια, να σταθμίσει την κατάστα­ση με ψυχραιμία και να μην επαναλάβει τα λάθη του καλοκαιριού του 2009, όταν, κάτω από την πίεση της επιτυχίας του ΛΑΟΣ στις ευρωεκλογές, έσπευσαν τα δύο μεγάλα κόμματα να υιοθετήσουν μέρος ή και ολόκληρη την αντιμεταναστευτική ατζέντα του και, κυρίως, την επιθετικά ρατσιστική ρητορική του περί «μηδενικής ανοχής στη λαθρομετανάστευση». Η γαλλική εμπειρία έδειξε ότι, όταν το 1991 αποφάσισε ο Ζακ Σιράκ -τότε δήμαρχος του Παρισιού- να δια­μαρτυρηθεί δημόσια για την «υπερβολική δόση» των μεταναστών, το «θόρυβο» και τη «μυρωδιά» τους, ή όταν ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Βαλερί Ζι­σκάρ ντ” Εστέν μίλησε για «εισβολή αλλοδαπών», το αποτέλεσμα ήταν να ση­μειωθεί ραγδαία άνοδος στην αποδοχή των θέσεων του Λεπέν. Όπως συμπε­ραίνει η Nonna Mayer, «ούτε οι απελάσεις των μη νόμιμων μεταναστών μέσω ναυλωμένων πτήσεων, που αποφάσισαν δεξιές και αριστερές κυβερνήσεις, ούτε η ψήφιση αυστηρότερων νόμων για την είσοδο αλλοδαπών στη Γαλλία ούτε η μεταρρύθμιση του κώδικα ιθαγένειας το 1993 σταμάτησαν την πρόοδο του Front National. Αντιθέτως, αυτά τα μέτρα το μόνο που έκαναν ήταν ότι έδωσαν μεγαλύτερη δημοσιότητα και νομιμοποίηση στις ιδέες του. Όπως αρέσκεται να λέει ο Λεπέν, μακροπρόθεσμα θα του φέρουν περισσότερους υποστηρικτές που προτιμούν «το πρωτότυπο από το αντίγραφο»»51. Με την ίδια αμηχανία και αδεξιότητα αντιμετώπισαν οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις της Δεξιάς και της Αριστεράς τα ανερχόμενα λαϊκιστικά μορφώματα της εθνικιστικής Ακρο­δεξιάς σε όλη την Ευρώπη. Στην αρχή θεώρησαν ότι δεν πρέπει να δώσουν ιδι­αίτερη προσοχή στο φαινόμενο, έτσι ώστε να μην προκαλέσουν την προσοχή της κοινής γνώμης. Στη συνέχεια κατάλαβαν ότι η μέθοδος της «υγειονομικής ζώνης» γύρω απ” την Ακροδεξιά κάποια στιγμή διαρρηγνύεται. Και τότε κατέ­ληξαν στο άλλο άκρο: στην άκριτη κινδυνολογία. Ακόμα και σήμερα δεν συμ­φωνούν οι μελετητές για το ποιος είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμε­τώπισης της Ακροδεξιάς52.

Ο Γιώργος Καρατζαφέρης και ο Δούρειος Ίππος του δεν χρειάστηκε να πε­ράσουν από αυτό το στάδιο. Είχαν ήδη βρεθεί εντός των τειχών. Και το πιο ση­μαντικό: δεν χρειάστηκε να δηλητηριάσουν οι ίδιοι την κοινή γνώμη με τα κη­ρύγματα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Το ρόλο αυτό τον έπαιξαν πρόθυ­μα πολλοί από τους τηλεδιαμορφωτές της κοινής γνώμης -εφόσον ο φόβος και το μίσος πάντα εξασφαλίζουν τηλεθέαση- συμβάλλοντας στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος, ενώ τα πολιτικά κόμματα παρακολουθούσαν αδρανή τις εξελίξεις. Ήδη από το 1995, στις έρευνες του Ευρωβαρόμετρου οι Έλληνες δή­λωναν σε ποσοστό 68% ότι είναι περήφανοι για την εθνική τους ταυτότητα. Ξε­περνούσαν δηλαδή το διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου53. Το 2002, σε έρευνα του European Social Survey, οι Έλληνες αποδεικνύονταν πρωταθλητές στα αντιμεταναστευτικά αισθήματα μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών με 70%, ενώ ο μέσος όρος ήταν 54%54. Στο Ευρωβαρόμετρο του 2009, οι πολίτες της Ελλάδας, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, εμφανίζονται να διαφωνούν με την αντίληψη ότι άνθρωποι από άλλες εθνοτικές ομάδες εμπλουτί­ζουν την πολιτιστική ζωή της χώρας (Ελλάδα 61%, μέσος ευρωπαϊκός όρος 30%). Οκτώ στους δέκα Έλληνες πιστεύουν ότι η παρουσία ανθρώπων από άλ­λες εθνοτικές ομάδες αποτελεί αιτία ανασφάλειας (78%), με τον ευρωπαϊκό μέ­σο όρο να περιορίζεται στο 45%. Επίσης, οκτώ στους δέκα Έλληνες πιστεύουν ότι η παρουσία ανθρώπων από άλλες εθνοτικές ομάδες αυξάνει την ανεργία στην Ελλάδα (81%, έναντι του 49%, που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος). Οι Έλληνες, σε αντίθεση με τους περισσότερους Ευρωπαίους, δεν πιστεύουν ότι η χώρα χρειάζεται τους μετανάστες για να δουλεύουν σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας (53% έναντι 37%). Οι ερωτηθέντες της έρευνας δεν θεωρούν ότι η άφιξη μεταναστών στην Ευρώπη μπορεί να επιλύσει αποτελεσματικά το πρό­βλημα του γηράσκοντος πληθυσμού της Ευρώπης (67% έναντι 45% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρώπη των 27). Καμία θετική συνέπεια δεν αποδίδουν στη μετανάστευση οι Έλληνες πολίτες, καθώς δεν πιστεύουν καν ότι οι μετανάστες μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μεγαλύτερης κατανόησης και ανοχής ως προς τον υπόλοιπο κόσμο (Ελλάδα: 57% Ευρώπη των 27: 30%). Αυτή η θεαματική απόκλιση της Ελλάδας από το «κοινοτικό κεκτημένο» δεν φαίνεται να ανησυχεί κανέναν. Αλλά όσο δεν υπάρχει και γι” αυτήν κάποιο «πρόγραμμα σύγκλισης», ο Γιώργος Καρατζαφέρης και τα στελέχη του μπο­ρούν να πορεύονται ήσυχοι.

Share

Category: Εσωτερικά



Σχόλια (3)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η jenny triantaful λέει:

    … kalo!

  2. Ο/Η Don Quijote λέει:

    Εξαιρετικό!

Αφήστε μήνυμα