Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Η Ελλάς των Άλλων



Σας παρουσιάζουμε σήμερα μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη με τον Τάσο Κωστόπουλο συγγραφέα και δημοσιογράφο της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» (μέλος της συντακτικής ομάδας «Ο Ιός»). Στο τέλος της δημοσίευσης υπάρχει ένας κατάλογος με τα βιβλία του Τάσου Κωστόπουλου. Επιπλέον, θα βρείτε μια μικρή βιβλιοθήκη με βιβλία για το «μακεδονικό ζήτημα» τα οποία μπορείτε να κατεβάσετε στο δίσκο σας. Τα βιβλία έχουν καταχωρηθεί στο μενού Βιβλιοθήκη (που βρίσκεται κάτω από το λογότυπο του σάιτ) στα Εθνικά-Εθνικισμός.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από την απομαγνητοφωνημένη εισήγηση του Τάσου Κωστόπουλου σε συζήτηση που είχε διεξαχθεί στη Φιλοσοφική Σχολή Αθήνας το 1992 με Θέμα: “Ελληνικός Εθνικισμός, Μακεδονικό Ζήτημα. Η Ιδεολογική Χρήση της Ιστορίας”. Οι άλλοι δύο εισηγητές ήταν ο Δημήτρης Λιθοξόου και ο Λεωνίδας Εμπειρίκος. Οι εισηγήσεις και η συζήτηση που ακολούθησε κυκλοφόρησε σε βιβλίο από την Κίνηση Αριστερών του Ιστορικού / Αρχαιολογικού το 1992.

Ολόκληρο το βιβλίο υπάρχει στο: http://lithoksou.net/filosofiki.html και μπορείτε να το κατεβάσετε σε μορφή pdf.


Τάσος Κωστόπουλος

Η άλλη όψη του Μακεδονικού Αγώνα

Τι νόημα έχει ν’ ασχολείται κανείς σήμερα με το Μακεδονικό και μάλιστα όχι μονάχα με τις διαστάσεις του ως ένα ζήτημα τρέχουσας εξωτερικής πολιτικής, αλλά να ανατρέχει στις ρίζες και στην ιστορία του ζητήματος; Ο πρώτος είναι δίχως αμφιβολία ότι το θέτει η συγκυρία.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αυτό το ζήτημα παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες σε σχέση με την αστική ιδεολογία στη χώρα μας. Υπήρξε η αιχμή του δόρατος της ελληνικής εθνικιστικής ιδεολογίας (όχι μόνο της ελληνικής άλλωστε, αλλά και των περισσότερων από τις γειτονικές βαλκανικές), ταυτόχρονα όμως αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα αυτής της ιδεολογίας. Κι αυτό γιατί, σε αντίθεση με κάποιες άλλες πτυχές των εθνικών μύθων στην Ελλάδα, αυτή είναι η πιο ευάλωτη σε μια στοιχειώδη ορθολογική μελέτη που αντιμετωπίζει τα γεγονότα ως τέτοια, χωρίς να προϋποθέτει την επένδυσή τους με ιδεολογικούς μύθους όπως αυτοί που μαθαίνουμε στο σχολείο.


Για το φαινόμενο του έθνους

Πριν μπω σε αυτό το θέμα, της συγκεκριμένης δηλ. εξέτασης της ιστορικής πορείας του Μακεδονικού, θα ήταν καλύτερο από μεθοδολογική άποψη να επισημάνω ορισμένα πράγματα γύρω από την έννοια του έθνους.

Το εθνικό φαινόμενο υπάρχει. Το βλέπουμε όλοι γύρω μας: 1.000.000 ή 500.000 ή 300.000 άνθρωποι (ο ακριβής αριθμός δεν έχει και τόση σημασία) που δε θα κατεβαίνανε στο δρόμο σε καμιά άλλη περίπτωση, συγκεντρώθηκαν πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη σε ένα μεγάλο συλλαλητήριο το οποίο όσο κι αν οργανώθηκε από το κράτος, όσο κι αν κουβάλησαν τα σχολεία με τις παλιές γνωστές μεθόδους (ο δάσκαλος και η σημαία μπροστά και οι μαθητές από πίσω) παρ’ όλα αυτά αποτελεί γεγονός. Συνδικάτα, κοινωνικοί φορείς, πνευματικοί άνθρωποι, όλοι στρατεύονται – με εισαγωγικά ή χωρίς. Αυτό άλλωστε τo ‘χουμε δει όχι μόνο στη χώρα μας, το βλέπουμε και στα γειτονικά βαλκανικά κράτη, το βλέπουμε στην πρώην ΕΣΣΔ, το βλέπουμε λίγο – πολύ παντού. Άρα, αυτό το πράγμα που κινητοποιεί τόσο κόσμο έχει μια υπαρκτή οντότητα, κάπου πατάει, δε μπορεί να αποτελεί απλώς φενάκη. Με δυο λόγια μας υποβάλλει το ίδιο το ερώτημα, μας καλεί να διερευνήσουμε τη φύση του. Πώς θα ορίσει κανείς το εθνικό φαινόμενο και το έθνος; Με βάση τη γλώσσα; Οι Αμερικανοί, οι Αυστραλοί, οι Εγγλέζοι μιλάνε την ίδια γλώσσα χωρίς να αποτελούν ενιαίο έθνος. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Γερμανούς, τους Αυστριακούς και τους περισσότερους Ελβετούς. Ακόμα χειρότερα, οι Σέρβοι και οι Κροάτες μιλάνε την ίδια γλώσσα, με καμιά εκατοστή λέξεις διαφορά, κι όμως εδώ και δυο αιώνες αλληλομισιούνται και σφάζει ο ένας τον άλλο.

Δεν είναι σίγουρα κριτήριο η θρησκεία. Όλα τα Βαλκάνια σχεδόν είναι ορθόδοξα, αλλά δόξα τω Θεώ μεταξύ ορθόδοξων έχουν γίνει οι μεγαλύτερες αλληλοσφαγές που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ούτε η συγγένεια του αίματος, ωστόσο μπορεί να είναι το κριτήριο, όπως ήθελε κάποια παραδοσιακή σχολή που στις ακραίες της συνέπειες έφτασε στο Ναζισμό. Όποιος ψάχνει να βρει «καθαρό αίμα» μάλλον είναι βαθιά ιδεολογικά προκατειλημμένος, αφού οι επιμειξίες και οι μετακινήσεις πληθυσμών είναι σταθερό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ιστορίας.

Απομένει η σφαίρα της ιδεολογίας και του πολιτισμού. Σε σχέση μ’ αυτήν, υπάρχουν πολλές απόπειρες ερμηνείας του εθνικού φαινομένου.

Η παραδοσιακή αντίληψη, αυτή που μαθαίνουμε στο σχολείο λέει ότι το έθνος είναι «η ιστορική συνέχεια της φυλής δια μέσω των αιώνων». Αυτή η έννοια της «φυλής» επιδέχεται πολλές διαφορετικές ερμηνείες. Μπορεί να τίθεται με καθαρά φυλετικούς όρους, αυτή όμως είναι η πιο αδύναμη εκδοχή. Οι ακραίες εκδοχές του εθνικισμού εμφανίστηκαν με αυτή τη μορφή. Ο Χίτλερ λ.χ. μέτραγε με το υποδεκάμετρο την καθαρότητα του Γερμανικού έθνους και της Αρείας φυλής: αν δει κανείς τους περίφημους νόμους της Νυρεμβέργης, ανάλογα με το πόσο στραβή είναι η μύτη σου ή πόσο μεγάλο πηγούνι έχεις, σε τοποθετούσαν στην ανάλογη κατηγορία φυλετικής καθαρότητας – με τις αντίστοιχες επιπτώσεις στην προσωπική και κοινωνική σου ζωή.

Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις η αναφορά στη «φυλή» υπονοεί κάποια χαρακτηριστικά πολιτιστικά και όχι φυλετικά, τη συνέχεια μιας πολιτιστικής παρακαταθήκης μοναδικής – κι εν πάση περιπτώσει σαφώς διακριτής από τις γειτονικές. Και αυτό το επιχείρημα μπορεί να είναι πάρα πολύ ευάλωτο (ας δούμε λ.χ. το Θεόφιλο, που παρουσιάζεται σαν η ουσία του ελληνισμού, και πόσο η ίδια τεχνοτροπία συναντιέται συχνά στη λαϊκή ζωγραφική γειτονικών μας λαών).

Η Αριστερά από την πλευρά της, ελάχιστα ασχολήθηκε στα σοβαρά με το εθνικό φαινόμενο. Έχοντας μια θεωρητική ανάλυση και μια στοχοθεσία βασισμένη στις κοινωνικές τάξεις και την ταξική πάλη, αντιμετώπισε το έθνος και τα προβλήματα που δημιούργησε η ύπαρξή του (κατατεμαχισμός της παγκόσμιας εργατικής τάξης, επιμέρους «εθνικές ενότητες» που οδηγούσαν στην ποδηγέτηση των εργαζομένων από την άρχουσα τάξη, κλπ.) αποκλειστικά και μόνο στη βάση της τακτικής και της συγκυρίας – συνήθως ανάλογα με το αν ένα κίνημα εμφάνιζε λιγότερο ή περισσότερο προοδευτικά χαρακτηριστικά. Ο Ένγκελς λ.χ. που στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης έγραφε ύμνους υπέρ των προγόνων μας, στα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου υποστηρίζει τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το χτύπημα των εθνικών κινημάτων των βαλκανικών λαών, αυτών των «βαλκανικών νάνων» όπως τους ονομάζει σε κάποιο άρθρο του, διότι θεωρεί ως κατεξοχήν επικίνδυνο εχθρό τη Ρωσία και την τσαρική απολυταρχία και πιστεύει ότι ο Πανσλαβισμός και τα εθνικά κινήματα των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής είναι δυνάμει αντιδραστικά. Σε σχέση με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, φοβάται ότι αποσχιστικές τάσεις των Σλάβων θα έχουν αρνητικά αποτελέσματα όσον αφορά την ιστορική πρόοδο. Στο έργο του «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Γερμανία» διατυπώνει μάλιστα την άποψη ότι μονάχα οι «ιστορικοί λαοί» -άντε το πολύ πολύ οι Πολωνοί– έχουν το δικαίωμα αυτοτελούς κρατικής συγκρότησης κι ότι οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι λ.χ., που δεν είχαν ποτέ συγκροτήσει κάποια φοβερή αυτοκρατορία, περίπου τιμή τους και καμάρι τους να αφομοιωθούν από το Γερμανικό έθνος. Λίγες δεκαετίες αργότερα, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, που θα υποστηρίξει ένθερμα την απόσχιση των (αστικοποιημένων και γι’ αυτό αντικειμενικά πιο προοδευτικών) χριστιανικών εθνοτήτων (όπως οι Έλληνες) από την οπισθοδρομική, ημιφεουδαρχική Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα αρνηθεί αυτό το δικαίωμα στους συμπατριώτες της Πολωνούς, επειδή επικεφαλής του κινήματός τους βρισκόταν η αντιδραστική γεωκτητική ολιγαρχία. Σε αντίθεση με τη Ρόζα, που πρότεινε τη συνεργασία Πολωνών και Ρώσων προλετάριων μέσα σε ένα ενιαίο κράτος, ο Λένιν θα ταχθεί υπέρ του δικαιώματος των Πολωνών στην αυτοδιάθεση προκειμένου να χτυπήσει το μεγαλορώσικο εθνικισμό, κ.ο.κ….

Κάποιοι άλλοι σοσιαλιστές, κυρίως αυστρομαρξιστές, αντιμετώπισαν το έθνος σαν ένα επί το πλείστον πολιτιστικό φαινόμενο. Υποστήριξαν δηλ. την ενότητα του κρατικού σχηματισμού στην οποία όμως οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες πρέπει να είναι ανεμπόδιστες και να κατοχυρώνονται μέσα από την αυτονομία και τη διάταξη των εθνοτήτων σε δημόσιες εθνικές ενώσεις. Ο Στάλιν πάλι, εντεταλμένος από τον Λένιν και τη ρώσικη σοσιαλδημοκρατία, προσπαθεί να δώσει έναν ορισμό πιο σύνθετο, που σε τελική ανάλυση όμως είναι εξίσου πολιτικά προσδιορισμένος. Η ύπαρξη του έθνους γι’ αυτόν προϋποθέτει την συνύπαρξη τεσσάρων κοινών κριτηρίων: γλώσσας, εδάφους, οικονομικής ζωής και «ψυχοσύνθεσης». Αυτός ο ορισμός είναι εξαιρετικά περιοριστικός, αφήνει απ’ έξω πολλές περιπτώσεις ακόμα και «ιστορικών» εθνών που στερούνται κάποιο απ’ αυτά τα στοιχεία.

Μια πιο σύγχρονη και, κατά τη γνώμη μου, πιο σωστή προσέγγιση αντιμετωπίζει το έθνος ως ιδεολογία, ως ιδεολογικό φαινόμενο και μάλιστα ως την κυρίαρχη μορφή ιδεολογίας στη σύγχρονη αστική κοινωνία. Επισημαίνει κατ’ αρχήν την ιστορικότητα του φαινομένου: το έθνος με την σημερινή του έννοια εμφανίζεται τους τελευταίους τρεις – τέσσερις αιώνες. Το Μεσαίωνα, μέχρι και στις αρχές των νεώτερων χρόνων, διάφοροι αυτοκράτορες μπορούσαν να παντρεύουν την κόρη τους με το γιο του τάδε ηγεμόνα και να της δίνουν ως προίκα ολόκληρες χώρες, χωρίς να δούμε πουθενά να ξεσηκώνεται ο πληθυσμός για να μείνει η περιοχή π.χ. στην Πολωνία ή στο Βασίλειο της Λιθουανίας και να μην πάει στην Αυστροουγγαρία ή τη Ρωσία.

Απεναντίας, τα εθνικά κινήματα εμφανίζονται σχετικά αργά. Πότε ακριβώς κάνουν την εμφάνισή τους τα έθνη είναι ένα θέμα αρκετά συζητήσιμο. Πού ξεκινάει π.χ. το Γαλλικό έθνος; στην Ζαν Ντ’ Αρκ; στον Καρλομάγνο; Στη Γαλλική Επανάσταση; Στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν πλέον όλος ο γαλλικός πληθυσμός ενοποιείται εθνικά; Μπορεί κανείς πάντως να επισημάνει ότι η διαδικασία διαμόρφωσης του έθνους ως «φανταστική κοινότητα», ως συλλογική ταυτότητα, ακολουθεί ένα δρομολόγιο λίγο – πολύ κοινό σε όλες τις γνωστές περιπτώσεις. Το πρώτο βήμα σημειώνεται με τη συγκρότηση εθνικού κινήματος. Συνήθως προηγείται ένα πολιτιστικό κίνημα, με βάση τη γλώσσα ή κάποια άλλα στοιχεία της κουλτούρας, και ακολουθεί ο σχηματισμός εθνικών πυρήνων από διανοούμενους ζυμωμένους μ’ αυτή την εθνική ιδέα κι από μια μεγάλη μάζα επαναστατών που μπορεί να μην έχει και μεγάλη σχέση μ’ αυτήν την ιδέα αλλά να ξεσηκώνεται για άλλους, πολύ συγκεκριμένους λόγους. Στη Σερβία λ.χ. των αρχών του 19ου αιώνα το σερβικό εθνικό κίνημα συγκροτείται γύρω από τσιφλικάδες που ανταγωνίζονται τους γενίτσαρους που έστελνε εκεί η Υψηλή Πύλη. Στην Ελλάδα, όπως όλοι ξέρουμε, κεντρικός πυρήνας του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος ήταν τα αστικά στρώματα που χτυπήθηκαν από την κρίση που ακολούθησε το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων.

Σε μια δεύτερη φάση, το εθνικό κίνημα οδηγεί κάποια στιγμή στη συγκρότηση εθνικού κράτους. Αυτός ο στόχος αντανακλά συνήθως την ανάγκη της αστικής τάξης (λέω αντανακλά για να αποφύγουμε μια μηχανιστική ερμηνεία) για περιφραγμένη εσωτερική αγορά, για τη διείσδυση των εμπορευματικών σχέσεων στην ύπαιθρο όπου ως τότε επικρατούν άλλοι τρόποι παραγωγής (φεουδαρχία, άλλες μορφές κλειστής οικονομίας, κλπ.). Συγκροτείται λοιπόν το κράτος κι αφού συγκροτηθεί, οι ελίτ που ελέγχουν τους μηχανισμούς του εγχαράσσουν την εθνική συνείδηση στη μάζα του πληθυσμού (που είναι κατά κύριο λόγο αγροτικός και αυτοπροσδιορίζεται με βάση τοπικές και όχι εθνικές συλλογικές ταυτότητες) με μια σειρά ιδεολογικούς μηχανισμούς. Οι κυριότεροι είναι το σχολείο και η στρατιωτική θητεία, που μετακινεί τις μικρότερες γενιές μέσα στη χώρα κα δημιουργεί στο μυαλό του 18χρονου αγρότη την αντίληψη της εθνικής επικράτειας, τον κάνει να ταυτιστεί με έναν χώρο πιο ευρύ από το χωριό του και την τριγύρω περιοχή. Άλλοι μηχανισμοί που επιτελούν την ίδια λειτουργία είναι ο τύπος και, σε νεότερες εποχές, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο κι η τηλεόραση.

Αυτή η διαδικασία εθνικής ιδεολογικής εγχάραξης στηρίζεται πολιτικά στη διαμόρφωση των συμφερόντων και του τρόπου ζωής των πιο δυναμικών κοινωνικών στρωμάτων του νέου κράτους σε συμφωνία με την ύπαρξη του δεδομένου έθνους. Δεν είναι τυχαίο ότι σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου οι φυλετικές δομές ήταν ακόμη λίγο- πολύ άθικτες, όταν με την αποαποικιοποίηση δημιουργήθηκαν «εθνικά» κράτη η εξουσία πέρασε όχι τόσο στα αστικά στρώματα όσο σε γραφειοκρατικές κάστες (στρατός, διοίκηση), η κοινωνική ισχύς και ύπαρξη των οποίων ταυτιζόταν με την ύπαρξη και διατήρηση του συγκεκριμένου κράτους.

Κλείνοντας αυτήν την εισαγωγή γύρω από το εθνικό φαινόμενο εν γένει, θα ήθελα να υπενθυμίσω το βασικό συμπέρασμά της: το έθνος είναι μία έννοια ιδεολογική, μια συλλογική ταυτότητα βαθιά ριζωμένη στον πληθυσμό, η οποία αρχικά μεν καλλιεργείται από τα πάνω, αλλά από ένα σημείο και έπειτα «γίνεται κτήμα» των μαζών, αποκτά τη δική της δυναμική και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Σ’ αυτή την εκπληκτική ικανότητα «αυτοσυντήρησής» της μπορεί να αποδοθεί και η δυνατότητα «αναθέρμανσης» των εθνικιστικών παθών ανά διαστήματα.


Βιβλία του Τάσου Κωστόπουλου:

Πόλεμος και εθνοκάθαρση

Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης (1912-1922)







Το «Μακεδονικό» της Θράκης

Κρατικοί σχεδιασμοί για τους Πομάκους (1956-2008)







Η αυτολογοκριμένη μνήμη

Τα τάγματα ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη







Η απαγορευμένη γλώσσα

Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία







Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα

Ανασυγκρότηση, Εμφύλιος, Παλινόρθωση 1945-1952

Συλλογικό έργο συγγραφείς: Βόγλης Πολυμέρης, Καραδήμου – Γερόλυμπου Αλέκα, Καρπόζηλος Κωστής, Κουσουρής Δημήτρης, Κωστόπουλος Τάσος, Παπαθανασίου Ιωάννα, Σακελλαρόπουλος Τάσος, Χατζηιωσήφ Χρήστος Χ., Ψαρρά Αγγέλικα



Για τη μακεδονική μειονότητα και το ελληνικό κράτος φτιάξαμε μια μικρή βιβλιοθήκη:

1. Λεωνείδα Εμπειρίκου-Αθηνά Σκουλαρίκη

Ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων ή η αποσιωπημένη μειονοτική διάσταση του Μακεδονικού

2. Εντός Εποχής

Ιστορία του Μακεδονικού

3. Ιός

Οι τελευταίοι πολιτικοί πρόσφυγες

4. Ιός

Όλα στα χέρια της ΕΥΠ

5. Ιός

Παρακράτος στη Θεσσαλονίκη

6. Κωστόπουλος-Εμπειρίκος-Λιθοξόου

Ελληνικός εθνικισμός- Μακεδονικό ζήτημα

7. Γαβριηλίδης

Μερικές σκέψεις με αφορμή το λεγόμενο »Μακεδόνικο»

8. Λιθοξόου

Η μητρική γλώσσα των κατοίκων του ελληνικού τμήματος της

Μακεδονίας πριν και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών

9. Λιθοξόου

Ο Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας

10. Ριζοσπάστης 1932

Με τους Μακεδόνες στη Μακεδονία

11. Αθηνά Σκουλαρίκη

Περί μακεδονισμού και άλλων δαιμονίων

12. Τυροβούζης

Για την ιστορική διάσταση του «Μακεδονικού»

http://ia700401.us.archive.org/14/items/Mionoittes/Mionotites.zip

Share

Category: Θεωρία



Σχόλια (14)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η greek rider λέει:

    Μου είχε κάνει μεγάλη θετική εντύπωση το βιβλίο του «Η απαγορευμένη γλώσσα» το οποίο είχα διαβάσει πριν περίπου 10 χρόνια όταν νομίζω είχε πρωτοβγει.

    Θέλοντας να συμβάλω κάτι σε αυτόν τον διάλογο παραθέτω παρακάτω δύο κομμάτια ενός ντοκιμαντέρ που είχε παιχτεί στο BBC πριν από χρόνια και περιγράφει την ιστορία σε διάφορα σημεία του κόσμου μέσα από τις έγχρωμες φωτογραφίες του Albert Kahn.

    Νομίζω ότι κάθε τι που σκεφτόμαστε αλλάζει όταν δούμε ΤΙΣ ΕΓΧΡΩΜΕΣ φωτογραφίες του 1913 από τους πληθυσμούς της Θεσσαλονίκης και των Βαλκανίων. Νομίζεις ότι τραβήχτηκαν χτες. Τι διαφορά έχουν αυτοί οι άνθρωποι -που εκδιώχθηκαν κατά 100δες χιλιάδες με μαζικό τρόπο- από εμάς σήμερα;

    Αξίζει ο κόπος να το δείτε ακόμη και μόνο για τις φώτο:

    Part 1

    Part 2

  2. Ο/Η κ.κ. λέει:

    Η ιστορία είναι κατασκευή του παρελθόντος, με εφαλτήριο το παρόν και στόχο το μέλλον, περιέχει δηλαδή πάντα επιλογή και ερμηνεία γεγονότων με συγκεκριμένη σκοπιμότητα και ποτέ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αντικειμενική. Υπ’ αυτήν την έννοια η γραφή, ανάγνωση – ή ακρόαση της – έχει σημασία σε ποια ιστορική στιγμή γίνεται, αλλά και ακριβώς εξαιτίας αυτής της ιστορικής συγκυρίας είναι τέτοια και όχι άλλη. Οφείλει λοιπόν κανείς να δει αυτή τη συνέντευξη με αυτό στο μυαλό του, όχι άχρονα και δήθεν ουδέτερα και αντικειμενικά. Πρώτον να επισημάνω πως ο Τάσος Κωστόπουλος δεν είναι κάποιος περιθωριακός και στη σκιά διανοούμενος – ενώ η επίσημη ιστορία – προπαγάνδα, περνάει μέσα από τους κυρίαρχους διαύλους της μόρφωσης και της ενημέρωσης – αφού επί τουλάχιστον είκοσι χρόνια έχει δισέλιδο σε μια από της δυο – τρεις μεγαλύτερης κυκλοφορίας εφημερίδες της χώρας. Επομένως οι απόψεις του είναι πάρα πολύ γνωστές και εκτενώς διαδεδομένες, συνεπώς δεν ξέρω γιατί δεν εντάσσεται και αυτός στον κυρίαρχο λόγο. Δεύτερον, κατά πώς συνοψίζει και στον επίλογο του, το ζήτημα είναι μόνο να δούμε πώς θα σταθούμε απέναντι στις μειονότητες της χώρας, ωσάν η Ελλάδα να είναι ένα «εθνικιστικό», «ρατσιστικό» κράτος, κατά τα λεγόμενα του και μάλιστα διαχρονικά, μέσα σ’ ένα κόσμο αγγελικά πλασμένο. Καμιά τοποθέτηση στο παγκόσμιο και τοπικό περιβάλλον της συγκυρίας. Τόσο πολύ είναι αποκομμένος από τα ιστορικά γεγονότα που μας λέει ότι ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας, ο διαμελισμός της, ο βομβαρδισμός της από το ΝΑΤΟ, έγινε για να απελευθερωθούν οι καταπιεσμένες από τον Μιλόσεβιτς μειονότητες, καλώς έγινε δηλαδή. Μάλιστα «προειδοποιεί» κιόλας ότι αν συνεχίσουμε να καταπιέζουμε έτσι βάναυσα τις μειονότητες!!! ε! ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί! …. Τρίτον από παντού προκύπτει ότι όλοι οι εθνικισμοί είναι καλοί – ο Τουρκικός, ο Σλαβικός – εκτός από τον Ελληνικό. Εγώ πάντως έχω μερικές συγκεκριμένες και επίκαιρες – δηλαδή στο συγκεκριμένο χρόνο – ερωτήσεις να κάνω, που δε του τις κάνατε εσείς: 1. Γιατί οι Μουσουλμάνοι – Τούρκοι όπως λέτε – της Θράκης, αφού καταπιέζονται τόσο πολύ στον ελλαδικό χώρο, δεν κάνουν ένα βήμα, τόσο απέχει η Θράκη από την Τουρκία, να ζήσουν ελεύθεροι στη μητέρα πατρίδα, που τόσο κόπτεται και τους υπερασπίζεται; Μια δρασκελιά είναι να περάσεις τα σύνορα. 2. Υπάρχουν σχεδιασμοί υπερδυνάμεων στα Βαλκάνια, υπάρχουν προτεκτοράτα, διορισμένοι πρωθυπουργοί – ανδρείκελα, που χειρίζονται με προπαγάνδα τους χτυπημένους από τον πόλεμο και θαμπωμένους από τη χρυσόσκονη και το παραμύθι του καπιταλισμού λαούς τους; Ή μόνο το ελληνικό κράτος παραμυθιάζει τους Έλληνες με τον εθνικισμό; – λες και η Xρυσή Aυγή είναι κυρίαρχη τάση στην ελληνική κοινωνία! 3. Τι γνώμη έχετε για την αλλαγή συνόρων αυτή τη στιγμή στην περιοχή μας; 4. Τι γνώμη έχετε για τις τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο, ποιος ο ρόλος τους, τις διεκδικήσεις της Τουρκίας σχετικά με την υφαλοκρηπίδα, το Κυπριακό; 5. Έχει υπόσταση ο φασισμός αν δεν υπάρχει και το αντίπαλο δέος, έχει λόγω ύπαρξης η Χρυσή Αυγή, αν δεν υπάρχει και ο άλλος πόλος που θα τον δικαιολογεί; Ο ρατσισμός και ο φασισμός δεν είναι αυτοφυείς, αλλά φυτρώνουν εκεί που πρέπει, εκεί που διακυβεύονται γεωπολιτικοί σχεδιασμοί για τον έλεγχο των λαών και του πλούτου. Το ερώτημα, το δίλημμα, είναι μισό, είναι πλαστό, είναι επικίνδυνο όπως τίθεται, τόσο από τους φασίστες, όσο και από τέτοιου είδους δήθεν αριστερές τοποθετήσεις, γι αυτό μιλάω για δυο άκρες του ίδιου αποπροσανατολιστικού διπόλου. Σήμερα, με αυτή την πολιτική κατάσταση, δεν μπορεί κανείς να λέει απλώς το αυτονόητο, ότι δηλαδή όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και τα δικαιώματα και οι ιδιαιτερότητες τους πρέπει να γίνονται σεβαστά – αν και ούτε αυτό είναι έτσι απλό, μια και υπάρχουν κυρίαρχοι πολιτισμοί, με την ευρύτερη έννοια, όπως π.χ. η αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως τη διαμόρφωσε ο διαφωτισμός. Συνεπώς αυτή η συνέντευξη θα ήταν καλή αν οριζόταν ως αναφορά σε ιστορικά στοιχεία του μακρινού παρελθόντος – 200 χρόνια πριν, 100, 50 – και δεν τα αναγόρευε, αυτόματα και ασύνδετα με οτιδήποτε άλλο πολιτικό ή κοινωνικό συμβαίνει αυτή τη στιγμή παγκόσμια, σε μοναδική διάσταση του ζητήματος της Μακεδονίας και της Θράκης.

  3. Ο/Η admin λέει:

    Προς κ.κ.
    Κατ’ αρχήν: μπορεί κανείς να διαφωνεί όσο θέλει με κάποιον που επώνυμα διατυπώνει διεθνιστικές θέσεις για θέματα που η φασιστική ακροδεξιά θεωρεί «ιερά και όσια». Αυτό ωστόσο που δεν δικαιούται να κάνει είναι να διαστρεβλώνει τις θέσεις του Τάσου Κωστόπουλου με τρόπο απαράδεκτο.
    Ουδέποτε ο Τάσος Κωστόπουλος έχει πει «ότι ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας, ο διαμελισμός της, ο βομβαρδισμός της από το ΝΑΤΟ, έγινε για να απελευθερωθούν οι καταπιεσμένες από τον Μιλόσεβιτς μειονότητες, καλώς έγινε δηλαδή». Πρόκειται για συκοφαντία. Ο Τάσος Κωστόπουλος, ως μέλος του «Ιού» της Ελευθεροτυπίας ήταν ο πρώτος που όχι μόνο κατήγγειλε την εισβολή στην πρώην Γιουγκοσλαβία, αλλά η δημοσιογραφική ομάδα του «Ιού» ήταν η πρώτη που αποκάλυψε στην Ελλάδα τη χρήση βομβών απεμπλουτισμένου ουρανίου από τις Νατοϊκές δυνάμεις.
    Τα ερωτήματά σου για την τουρκική μειονότητα στη Θράκη ο Τ. Κωστόπουλος τα απαντάει εξαντλητικά (και συντρίβοντας τα εθνικιστικά «αντεπιχειρήματα») στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, αλλά προφανώς δεν την είδες λόγω προκατάληψης. Αν την έβλεπες δεν θα έγραφες τις ανακρίβειες που γράφεις.

  4. Ο/Η Ομέρ λέει:

    Πάντως ο Κωστόπουλος έχει αρκετά σκοτεινά σημεία στις προσεγγίσεις του, στα οποία αποκλίνει κατά πολύ απ’ αυτό που θα μπορούσε να ονομασθεί “διεθνιστική αντιεθνικιστική προσέγγιση”.

    Η αχίλλειος πτέρνα του είναι η μετά μανίας υιοθέτηση των τουρκικών εθνικιστικών ερμηνειών για το τι συνέβη στην Ανατολή και με ποιές διαδικασίες η ισλαμική Αυτοκρατορία διαλύθηκε και παραχώρησε τη θέση της σε έθνη-κράτη.

    Η αμφισβήτηση από τον Κωστόπουλο των γενοκτονιών που διέπραξαν οι τούρκοι εθνικιστές κατά των χριστιανικών κοινοτήτων από το 1914, τον εντάσσει στη κατηγορία των αρνητών της γενοκτονίας, κάτι που ισχύει μόνο για αντισημίτες και νεοναζί στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος και για Τούρκους εθνικιστές στην περίπτωση των Αρμενίων.

    Είναι γνωστό πλέον και το ανέδειξε κυρίως η τουρκική επαναστατική αριστερά ότι εκεί έγιναν οι Γενοκτονίες (που αμφισβητούνται ακατανοήτως στην Ελλάδα) και ότι τις είχαν αποφασίσει από το 1911, τις είχαν οργανώσει από το 1913 οπότε και εκπόνησαν μια ρατσιστική ιδεολογία αποκλεισμού των στοχοποιημένων ομάδων)

    Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο που αναρτήθηκε σε μια σχετική συζήτηση:

    «Αν θελετε να μαθετε πως σκέφτεται ένας ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΕΜΑΛΙΚΟΣ ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ, διαβάστε τη συνέντευξη του ΧΑΛΙΛ ΜΠΕΡΚΤΑΪ για να καταλάβετε ότι τόσο ο Κωστόπουλος, όσο και το ΚΚΕ με την ανακοίνωσή του (που σχολιάσαμε στο μπλογκ μας) συμπαρατάσσονται και αιτιολογούν το ενιαίο σχέδιο εθνοκάθαρσης που εκπόνησε ο τουρκικός εθνικισμός εις βάρος των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων και αργότερα ενάντια και στους Κούρδους.

    Αιτιολογούν αυτό που ο Μπερκτάι περιγράφει ως ” …η Γενοκτονία των Αρμενίων, των Ποντίων και των Ασσυρίων αποτέλεσε ενιαίο σχέδιο εθνοκάθαρσης και εκτουρκισμού της Ανατολίας.”

    http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artId=370429&dt=29/11/2010#ixzz16lgbXIMq «

  5. Ο/Η Ομέρ Βρυώνης λέει:

    Προς Ομέρ
    Πριν γράψουμε ανοησίες καλό είναι να βάζουμε λίγο το μυαλό μας σε λειτουργία.
    Δεν παραθέτεις ούτε μια αράδα του ίδιου του Κωστόπουλου. Αυτά που παραθέτεις τα λένε άλλοι για τον Κωστόπουλο.
    Έχεις διαβάσει ποτέ βιβλίο ή έστω και ένα άρθρο του Κωστόπουλου;
    Προφανώς όχι!!!
    Η άγνοιά σου δείχνει και την προκατάληψη σου.
    Ομέρ Βρυώνης

  6. Ο/Η Ομέρ λέει:

    Φίλε μου Βρυώνη, βιάστηκες! Πολύ βιάστηκες και αδίκως, γιατί αριστερό είναι μόνον ότι είναι αληθινό! Ή μήπως όχι;

    Στο βιβλίο του Κωστόπουλου «Πόλεμος και εθνοκάθαρση» διαβάζουμε για τη Γενοκτονία του Πόντου: «…δύσκολα, όμως, θα μπορούσε να θεωρηθεί τμήμα κάποιας προσχεδιασμένης γενοκτονίας ή έστω εθνικάθαρσης».

    Και αυτά τα γράφει ενώ έχει διαβάσει το βιβλίο του Taner Aksam «A Shameful Act» (Μια επαίσχυντη πράξη), όπου ξεκάθαρα αποδεικνύεται ότι διαπράχθηκε Γενοκτονία, η οποία είχε προσχεδιαστεί.

    Άρα η (μάλλον ρατσιστική) προκατάληψη του Κωστόπουλου υπερισχύει της γνώσης που κομίζει ο Aksam!

    Επίσης αποδέχεται απολύτως την εκτίμηση του BERBERAKİ, o ποίος γράφει σε άρθρο στη «Sabah» για τις απόψεις του Κωστόπουλου με τίτλο: «Pontus’ta soykırım yok ama çok kan döküldü»(Δεν υπάρχει Γενοκτονία στον Πόντο, όμως χύθηκε πολύ αίμα).

    Γράφει ο BERBERAKİ: » Kostopulos, Yunanistan’ın 1992’de «Pontus Rumlarının Soykırımı» olarak kabul ettiği Karadeniz’deki kanlı çatışmalara da değiniyor kitabında. Yunan parlamentosunun 1992’de «Pontus Soykırımı» olarak tanıdığı kanlı çatışmaların hiçbir durumda «soykırım» olmadığını..» (Ο Κωστόπουλος αναφέρεται και στα αιματηρά γεγονότα του Πόντου τα οποία η Ελληνική Βουλή το 1992 τα αναγνώρισε ως «Γενοκτονία του Πόντου». Η «Ποντιακή Γενοκτονία» που αναφέρεται στα αιματηρά γεγονότα δεν είναι με κανένα τρόπο γενοκτονία)

    Νετά απ” αυτό ας ξαναθυμίσω τι γράφει ο Halil Berktay:

    «…η Γενοκτονία των Αρμενίων, των Ποντίων και των Ασσυρίων αποτέλεσε ενιαίο σχέδιο εθνοκάθαρσης και εκτουρκισμού της Ανατολίας.”

  7. Ο/Η Ομέρ Βρυώνης λέει:

    Ομέρ, καρφώνεσαι!
    Δεν γίνεται να παίζεις με τον συνονόματό σου Βρυώνη! Χειροτερεύεις διαρκώς τη θέση σου.
    Η απάντησή σου αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας για το γεγονός ότι δεν έχεις διαβάσει λέξη από Κωστόπουλο. Αναφέρεις ένα μικρό απόσπασμα και τίποτα άλλο, το οποίο προφανώς το παραθέτει κάποιος όμοιός σου εθνικιστής σε κάποιο άρθρο του.
    Εγώ, που έχω διαβάσει όλο το βιβλίο Πόλεμος και εθνοκάθαρση, το έχω στη βιβλιοθήκη μου, παραθέτω ένα εκτεταμένο απόσπασμα για τη «γενοκτονία» στον Πόντο. Ιδού λοιπόν τι γράφει ο Κωστόπουλος:

    «Σύμφωνα με την υφιστάμενη σήμερα ελληνική νομοθεσία, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας υπέστησαν δυο «γενοκτονίες» στη διάρκεια του 20ού αιώνα:
    • μια στον Πόντο, αναγνωρισμένη ως τέτοια με το Ν. 2193 του 1994, με τον οποίο θεσπίστηκε η 19η Μαΐου ως «ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου».
    • μια στην υπόλοιπη Μικρασία, αναγνωρισμένη με το Ν. 2645 του 1998, με τον οποίο καθιερώθηκε ως αντίστοιχη «ημέρα εθνικής μνήμης» η 14η Σεπτεμβρίου.
    Η μεταξύ τους διαφορά δεν αφορά το χρόνο τέλεσης αυτών των «γενοκτονιών», που και στις δυο περιπτώσεις τοποθετείται μεταξύ 1914 και 1923, ούτε τους προσδιοριζόμενους ως αυτουργούς τους, δηλαδή τους φορείς του τουρκικού εθνικισμού της περιόδου (Νεότουρκους και κεμαλικούς). Η διεύρυνση του πεδίου της «γενοκτονίας» (απ” τον Πόντο σε ολόκληρη τη Μικρασία) οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εγχώρια πολιτική συγκυρία της δεκαετίας του ’90, η δε μεταξύ τους διάκριση στηρίχθηκε στην παρουσία (ή μη) του ελληνικού στρατού στις αντίστοιχες περιοχές. Η νομοθετική αναγνώριση το 1994 της «ποντιακής γενοκτονίας», που ως αίτημα είχε προβληθεί από κάποιες ποντιακές συλλογικότητες ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, γέννησε ανακλαστικά την προβολή του ίδιου αιτήματος από μια σειρά μικρασιατικά σωματεία.

    […]
    Σε μια χαρακτηριστική π.χ. κορόνα της αγόρευσης του, ο εισηγητής του νομοσχεδίου περί μικρασιατικής γενοκτονίας (και πάλαι ποτέ υφυπουργός Εξωτερικών) Γιάννης Καψής αναφέρθηκε σε μια γνωστή -και πολυσυζητημένη-ρήση που αποδίδεται στον ηγέτη της ναζιστικής Γερμανίας: «Θυμάστε και έχετε διαβάσει τι είπε ο Χίτλερ, όταν του επέστησαν την προσοχή, μήπως εξεγερθεί η παγκόσμιος κοινή γνώμη: ποιος θυμάται τη γενοκτονία των Αρμενίων και των Ελλήνων σήμερα;» Στην πραγματικότητα, η φράση που ο Αδόλφος φέρεται να είπε στους στρατηγούς του κατά τις προετοιμασίες της εισβολής στην Πολωνία (22.8.1939) παρέπεμπε αποκλειστικά και μόνο στην «εξολόθρευση των Αρμενίων», χωρίς την παραμικρή αναφορά σε « Έλληνες». Η μικρή αυτή λαθροχειρία -όχι η μόνη αλλά οπωσδήποτε η πιο χοντροκομμένη του είδους- πέρασε εντελώς απαρατήρητη, αποτυπώνει όμως κατά τη γνώμη μου εξαιρετικά εύγλωττα τη λογική του όλου διαβήματος: την προσπάθεια, δηλαδή, να «επωφεληθούμε» από τη διεθνή δυναμική που έχει δημιουργήσει η συζήτηση για την αρμενική γενοκτονία, για να επενδύσουμε με το αντίστοιχο φωτοστέφανο (των «θυμάτων γενοκτονίας», που είθισται -κακώς- να αποκλείει οποιαδήποτε κριτική) το «δικό μας» εθνικιστικό λόγο και παρελθόν.
    […]
    Βασική πηγή για την κατανόηση των τουρκικών βιαιοτήτων σε βάρος των Ελλήνων της Μικρασίας παραμένουν μέχρι σήμερα οι δυο δημοσιευμένες ογκώδεις καταγραφές του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η πρώτη, η Μαύρη Βίβλος τον 1919, ασχολείται με «τους διωγμούς και τα μαρτύρια του εν Τουρκία Ελληνισμού» μετά τους Βαλκανικούς και στη διάρκεια του Α” Παγκόσμιου Πολέμου, παραθέτοντας αναλυτικούς πίνακες «εκδιωχθέντων» ανά μητρόπολη και χωριό. Η δεύτερη εκδόθηκε στα γαλλικά την άνοιξη του 1922, εν όψει της συζητούμενης αποστολής μιας νέας Διασυμμαχικής Ερευνητικής Αποστολής, κι ασχολείται με τις «κεμαλικές ωμότητες» στον Πόντο και την υπόλοιπη Ανατολία- εκτός από μια γενική περιγραφή της κατάστασης ανά μητρόπολη και την υποβοηθητική παράθεση διαφόρων κειμένων (από μαρτυρίες δυτικών παρατηρητών μέχρι αποσπάσματα της συζήτησης του Απριλίου του 1921 στο ελληνικό Κοινοβούλιο), περιέχει επίσης αναλυτικό κατάλογο των ελληνορθόδοξων χωριών ανά καζά, σημειώνοντας ποια από αυτά είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά. Μια τρίτη έκδοση, η ολιγοσέλιδη «Μαύρη Βίβλος» που τυπώθηκε στις αρχές του 1922 στην Αθήνα στα αγγλικά και τα γαλλικά, από το «Κεντρικό Συμβούλιο του Πόντου», έχει όπως θα δούμε σημασία μονάχα ως πηγή του -επίσημα αποδεκτού σήμερα- αριθμού των «353.000 θυμάτων» της «ποντιακής γενοκτονίας».
    Παρά την αναντίρρητη χρηστικότητα τους ως πρωτογενείς πηγές, οι δυο πρώτες εκδόσεις παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα κατά την ανάλυση των στοιχείων τους, καθώς ο έντονα προπαγανδιστικός χαρακτήρας τους πολλές φορές συσκοτίζει την πραγματικότητα.
    […]
    Ένα πρόσθετο πρόβλημα, που καθιστά εξαιρετικά επισφαλή την αποτύπωση αυτού του απολογισμού σε αξιόπιστα αριθμητικά δεδομένα, είναι το οφθαλμοφανές φούσκωμα του αριθμού των χριστιανών. Η εκκλησιαστική επαρχία Κολωνίας φέρεται λ.χ. στην έκδοση του 1922 να είχε το 1914 «περίπου 80.000 Έλληνες», τη στιγμή που η Μαύρη Βίβλος του 1919 της αποδίδει 52.815 (επίσης το 1914) και η υπηρεσιακή απογραφή του Πατριαρχείου το 1910-12 κατέγραψε εκεί μόλις 36.530. Ανάλογα προβλήματα παρουσιάζει και ο καζάς Μπάφρας: στην απογραφή του 1910-12 κατοικείται από 27.414 Έλληνες, ενώ η Μαύρη Βίβλος θέλει να «εκδιώκονται» από εκεί τα αμέσως επόμενα χρόνια 46.455.
    […]
    Κάποιες πτυχές του ζητήματος που αποσιωπούνται από τη Μαύρη Βίβλο αποδείχθηκαν επίσης καθοριστικές για την αντιμετώπιση των Ελλήνων στη διάρκεια του Α” Παγκόσμιου Πολέμου. Μία από αυτές ήταν η στάση των κατά τόπους μητροπολιτών («εθναρχών» σύμφωνα με το οθωμανικό σύστημα) απέναντι στον πόλεμο, τους κινδύνους που αυτός συνεπαγόταν αλλά και τις «ευκαιρίες» που πρόσφερε. 0 μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης αξιοποίησε π.χ. την ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού φυγοστρατων χριστιανών και την έκρυθμη κατάσταση που δημιουργούσαν τα κατασταλτικά μέτρα εναντίον των οικογενειών και των κοινοτήτων τους για να οργανώσει σε «τακτικά κι αξιόμαχα σώματα» τις πρώτες ανταρτοομάδες που σχηματίστηκαν με ρωσική υποστήριξη στην περιοχή της Σαμψούντας. 0 ίδιος στις αναμνήσεις του κάνει λόγο για 20.000 αντάρτες, νούμερο εξώφθαλμα υπερβολικό – σύμφωνα με μια ρεαλιστικότερη εκτίμηση, ο αριθμός τους στη διάρκεια του πολέμου «υπερέβη τας 3.000, μετά δε την ανακωχην έφθασε τας 12.000». Το αποτέλεσμα ήταν η μετατροπή της επαρχίας του σε πολεμική ζώνη του -κατά τα άλλα απομακρυσμένου- ρωσοτουρκικού μετώπου, με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού εναντίον των ελληνικών χωριών που κατηγορούνταν για υπόθαλψη του αντάρτικου. Στις επίσημες αναφορές του Καραβαγγέλη που δημοσιεύονται στη Μαύρη Βίβλο του 1919, η ύπαρξη και η δράση αυτών των «τακτικών και αξιόμαχων σωμάτων» αποσιωπάται βέβαια πλήρως, δίνοντας την εσφαλμένη εντύπωση ενός μονομερούς ανθρωποκυνηγητού σε βάρος του ελληνορθόδοξου πληθυσμού παρόμοιου με αυτό που υπέστησαν οι Αρμένιοι. Εντελώς διαφορετική υπήρξε αντίθετα η μεταχείριση των Ελλήνων στην εκκλησιαστική επαρχία Τραπεζούντας, παρ” όλο που αυτή βρισκόταν ακριβώς πάνω στη γραμμή του ρωσοτουρκικού μετώπου, χάρη στη στάση του εκεί μητροπολίτη Χρύσανθου. Ο τελευταίος έκρινε προτιμότερη τη συνεννόηση με τις τοπικές οθωμανικές αρχές, προστάτευσε τους μουσουλμάνους της πόλης κατά την εικοσάμηνη ρωσική κατοχή της και κατέφυγε στον εξοπλισμό των ελλήνων χωρικών αποκλειστικά και μόνο ως μέσο αυτοάμυνας τους απέναντι στις ανεξέλεγκτες μουσουλμανικές συμμορίες• ως αντάλλαγμα απέσπασε τη «νομιμοποίηση» αυτού του εξοπλισμού, ματαίωσε την εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού (όχι μόνο των οθωμανών αλλά ακόμη και των 300 ρώσων υπηκόων της πόλης), πέτυχε δε οι στρατεύσιμοι Έλληνες της περιοχής να υπηρετήσουν «ως εργάται πλησίον των πόλεων και χωρίων όπου κατώκουν» κι όχι στα εξοντωτικά Amele Taburu.
    […]
    Για να συνοψίσουμε: δε χωρά η παραμικρή αμφιβολία ότι στους Ποντίους επιφυλάχθηκε από τις οθωμανικές αρχές και το κεμαλικό κίνημα μια καθ” όλα βάρβαρη μεταχείριση. Το παραδέχεται ακόμη και η ανοιχτά φιλοτουρκική ιστοριογραφία, που κάνει λόγο για «αδικαιολόγητα υπερβολική» αντίδραση στο αντάρτικο και τους φόβους ελληνικής απόβασης. Επικριτικοί προς την κυβέρνηση της Άγκυρας, ήδη από την εποχή των εκτοπίσεων και των σφαγών, υπήρξαν επίσης οι διπλωμάτες των ευρωπαϊκών Δυνάμεων —τα διαβήματα των οποίων απορρίφθηκαν όμως το Σεπτέμβριο του 1921 από τους κεμαλικούς, σε μια κίνηση που μέχρι σήμερα πλημμυρίζει με υπερηφάνεια τους τούρκους εθνικιστές ως η πανηγυρικότερη επιβεβαίωση της εθνικής τους ανεξαρτησίας. Εξίσου «εθνικά υπερήφανα» απέρριψε επίσης η Άγκυρα την άνοιξη του 1922 τις βρετανικές προτάσεις για επιτόπια εξέταση των σχετικών καταγγελιών από μια νέα Διασυμμαχική Επιτροπή. Ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου υπέστη έτσι ένα συνδυασμό καταπιεστικών μέτρων που, από τεχνική άποψη, κυμαίνονταν μεταξύ αντιανταρτοπόλεμου (απομάκρυνσης του άμαχου πληθυσμού, ώστε το αντάρτικο «ψάρι» να στερηθεί το «νερό» μέσα στο οποίο κινείται) και εθνοκάθαρσης (βίαιης εκδίωξης ενός γηγενούς πληθυσμού από τις γενέτειρες του με σκοπό τη δραστική τροποποίηση του εθνολογικού τοπίου), δεν συνιστούν όμως γενοκτονία (με την έννοια της εμπρόθετης και προσχεδιασμένης φυσικής εξολόθρευσης μιας ολόκληρης πληθυσμιακής ομάδας). Τόσο η διαφορετική στάση των τουρκικών αρχών (εντός κι εκτός Πόντου), όσο και οι αντιφάσεις των διαδοχικών σχετικών αποφάσεων και διαταγών της κεντρικής κυβέρνησης αποδεικνύουν ότι δεν υπήρξε κάποια γενική επιλογή εξόντωσης, όπως στην περίπτωση των Αρμενίων. Ήδη από τα τέλη του 1921, μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στο Σαγγάριο, διαφαίνεται άλλωστε μια τάση χαλάρωσης της πίεσης: απομάκρυνση του Νουρετίν από τη διοίκηση της Κεντρικής Στρατιάς (8.11.1921) και διάλυση της τελευταίας (8.2.1922), απόφαση της Εθνοσυνέλευσης για σταμάτημα των εκτοπίσεων (23.11.1921), τερματισμός της λειτουργίας του έκτακτου δικαστηρίου της Αμάσειας (10.10.1921), διάταγμα για αμνηστία όσων είχαν καταφύγει στα βουνά (21.1.1922). Το αποκορύφωμα αυτής της στροφής υπήρξε η παραπομπή του Νουρετίν από το κοινοβούλιο σε δίκη με την κατηγορία της «ωμότητας και κακομεταχείρισης πολιτών του κράτους»- ακόμη κι αν αυτή η τελευταία προοριζόταν να διασκεδάσει το θόρυβο που είχε ξεσπάσει στο εξωτερικό για το ζήτημα, και παρά την τελική αθώωση του στρατάρχη ύστερα από μήνες, είναι προφανές πως η δίωξη του σηματοδοτούσε μια αποκλιμάκωση της καταστολής. Αυτή η αλλαγή πολιτικής απέτρεψε π.χ., σύμφωνα με την τουρκική εθνικιστική ιστοριογραφία, την προαποφασισμένη εκτόπιση των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της κοιλάδας του Κιζίλ Ιρμάκ. Ακόμη λιγότερο ενιαία υπήρξε, σε όλη την τριετία, η αντιμετώπιση των εκτοπισμένων (ή υπό εκτόπιση) Ελλήνων από τον τουρκικό πληθυσμό και τα στελέχη της διοίκησης. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τις ίδιες τις μαρτυρίες των επιζώντων, που κατά κανόνα οφείλουν την επιβίωση τους στην ενεργητική παρέμβαση απλών μουσουλμάνων πολιτών και -ακόμη συχνότερα- αξιωματούχων, πολλές φορές υψηλόβαθμων. Ακόμη κι ο αιμοσταγής Τοπάλ Οσμάν πιστώνεται, στα απομνημονεύματα ενός επιζήσαντος στελέχους της ελληνικής κοινότητας της Σαμψούντας, με την «ευνοϊκή» μεταχείριση ενός τουλάχιστον ελληνορθόδοξου χωριού (Τσομπάν Τεκέ), στους κατοίκους του οποίου επέτρεψε να παραμείνουν στις εστίες τους.
    Όλα αυτά είναι βέβαια ψιλά γράμματα για την τρέχουσα εθνικιστική παραφιλολογία, που στην προσπάθεια της να ταυτίσει τις εκτοπίσεις των Ελλήνων με τις σφαγές των Αρμενίων δεν διστάζει να «επανεπεξεργαστεί» τις πληροφορίες των πρωτογενών πηγών, προκειμένου να εξαλειφθεί κάθε αποκλίνουσα εντύπωση. Ένα παράδειγμα από τα πολλά είναι, νομίζω, ενδεικτικό: στην πρόσφατη εκλαϊκευμένη μονογραφία του στελέχους του ΛΑΟΣ Σταύρου Καρκαλετση, Το ποντιακό αντάρτικο και η γενοκτονία, διαβάζουμε μεταξύ άλλων ότι «στις 3 Ιανουαρίου 1922 οι Τούρκοι αποφάσισαν να εξοντώσουν όσους εξόριστους ήταν ακόμη εν ζωή στη Μαλάτυα, 5.000 περίπου ανθρώπους. Η διαδικασία άρχισε με δυο ομάδες, η μια 125 ατόμων και η άλλη 150. Εν μέσω σφοδρής χιονοθύελλας, οδηγήθηκαν στο άγνωστο και τα ίχνη τους χάθηκαν για πάντα». Η πραγματικότητα, όπως μας την αφηγείται ο (αυτόπτης μάρτυρας και κάθε άλλο παρά φιλότουρκος) Αντώνιος Γαβριηλίδης, που αποτελεί και την πηγή του Καρκαλετση, είναι κομματάκι διαφορετική: «Ένεκεν της κακοκαιρίας οι ταλαίπωροι εξόριστοι» της πρώτης ομάδας «ώδευον δέκα ολόκληρους ημέρας» (αντί για τις προβλεπόμενες τρεις) «και έφθασαν εις ελεεινήν κατάστασιν εις Πέσνην, εγκαταλείφαντες καθ” οδόν μεν δύο νεκρούς, άλλους δε 14 θάψαντες μόλις εισήλθον εις την Πέσνην»-η δεύτερη ομάδα στάλθηκε την επομένη «εις Τσιρμίκ, χωρίον απέχον δύο ώρας από την Μαλάτυαν», χωρίς οποιεσδήποτε απώλειες. Δραματικός έτσι κι αλλιώς, ο χαμός 16 ανθρώπων σε σύνολο 275 φαινόταν προφανώς λίγος στον εθνικόφρονα ιστορικό μας, που θεώρησε χρησιμότερο να τους «εξαφανίσει» όλους. Και, φυσικά, αποσιωπά τη συνέχεια της αφήγησης του Γαβριηλίδη, ότι δηλαδή μετά τη δεύτερη αυτή αποστολή «ανεστάλη το μέτρον της εξορίας των υπολειφθέντων εν Μαλάτεια».
    Δεν ισχύει επίσης ο ισχυρισμός ότι οι τουρκικές βιαιότητες κατά των Ποντίων έγιναν σε «μη εμπόλεμη ζώνη» και δη χωρίς «στρατιωτική σπουδαιότητα». Παρά την πολιτικοστρατιωτική αδυναμία του, το ποντιακό αντάρτικο τόσο στον Α” Παγκόσμιο πόλεμο όσο και το 1919-22 αποτελούσε δυνητική προέκταση του μετώπου, διατηρώντας επαφή με τους αντιπάλους της Τουρκίας (το ρωσικό στρατό το 1916-17, τον ελληνικό το 1919-22), από τους οποίους και ενισχυόταν, γεγονός που συνέβαλε καθοριστικά στη δρομολόγηση των διώξεων. Οι απλές αυτές αλήθειες αποτελούσαν κοινό τόπο για όσους έζησαν τα γεγονότα. «Γενικώς υπό πολλούς κατεκρίθη η ανταρτική ενέργεια και εκατηγορηθη, ως προκαλεσασα μυριονέκρους σφαγάς και καταστροφάς του αόπλου πληθυσμού», γράφει το 1929 ένα από τα στελέχη του ποντιακού κινήματος της διασποράς, ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, συντασσόμενος επί της ουσίας με αυτή την άποψη: «Βέβαιον είναι ότι τα ανταρτικά ελληνικά σώματα προήλθον εν Πόντω, κατ” Αρχήν, εκ των κατά των χριστιανών διωγμών των Τούρκων και εκ των φυγοστράτων Ελλήνων. […] Αλλ” είναι επίσης βέβαιον ότι η ανταρτική κίνησις ηυνοήθη υπό της αναλαβούσης την κηδεμονίας αυτής Αρχής, ενισχύθη εκ του εξωτερικού εθνικού κέντρου, ιδία μετά την ανακωχην, και ενεθαρρυνθη εις τας ηπατημένας προσδοκίας αυτής υπό τε των ημετέρων και ξένων, Άγγλων και Γάλλων, προκαλεσασα όλως ιδιαιτέρως την προσοχήν των Τούρκων, ότι η δράσις αυτής εξεδηλώθη ακαίρως, δίχα εύστοχου σταθμίσεως των καταστάσεων, καθορισμόν κατευθύνσεως και υπολογισμού των βαρειών, ας έφερεν, συνεπειών». Τονίζοντας ότι αυτή «η πικρά αλήθεια» είναι «ανάγκη να ομολογηθή, ίνα μη την αστοχίαν καλύφη η εκ της επιφανειακής μόνης των πραγμάτων όψεως πλάνη και δοθή ευκαιρία περγαμηνών αντί αποδόσεως ευθυνών» στους υποκινητές του αντάρτικου (με πρώτο τον Καραβαγγέλη), ο ίδιος αμφισβητεί επίσης ευθέως το σχήμα, σύμφωνα με το οποίο η εξολόθρευση των Ελλήνων ήταν έτσι κι αλλιώς προδιαγεγραμμένη, ανεξάρτητα από τη δράση των ελληνικών ανταρτοομάδων. «Η ένστασις ότι αι καταστροφαί επήλθον και εκεί του Πόντου ένθα ουδεμία ανταρτική κίνησις εσημειώθη στερείται πάσης σοβαρότητος, διότι άπαξ και δημιουργηθείσης παρά τοις Τούρκοις της ιδέας του από των Ελλήνων του Πόντου κινδύνου, αυτονόητον ότι τα λαμβανόμενα μέτρα θα εφηρμόζοντο γενικώς, και δεν στηρίζεται επί της πραγματικότητος, διότι ουδεμία των λοιπών Επαρχιών του Πόντου απώλεσε τα τέσσαρα πέμπτα του πληθυσμού αυτής, ως η της Αμασείας».
    Δεν είναι φυσικά υποχρεωτικό να συμφωνεί κανείς μ” αυτό το ερμηνευτικό σχήμα. Απλή, όμως, αριθμητική αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η πυροδότηση ένοπλου αποσχιστικού κινήματος από μια μειονότητα 400.000 Ελλήνων το πολύ, σε περιοχή της οποίας ο πληθυσμός (μετά την εξολόθρευση των Αρμενίων) αποτελούνταν κατά 85% από Τουρκομουσουλμάνους και χωρίς να υπάρχουν φιλικά μετόπισθεν ή άλλη οδός διαφυγής, ήταν μια αυτοκτονική πολιτική αμετάκλητα προορισμένη να καταλήξει σε λουτρό αίματος. Εξ ου και η αντίθεση που εξέφρασαν προς αυτή την προοπτική τόσο ο στρατιωτικός απεσταλμένος της Αθήνας, συνταγματάρχης Καθενιώτης, όσο και ο ίδιος ο Βενιζέλος, που σήμερα αποτελούν «μαύρα πρόβατα» για τους ειδήμονες της «ποντιακής γενοκτονίας»».

    Νομίζω ότι το απόσπασμα είναι αρκετά διαφωτιστικό για την επιχειρηματολογία του Κωστόπουλου. Και κάτι τελευταίο:
    Το βιβλίο του Taner Aksam αναφέρεται στη γενοκτονία των Αρμενίων (τα έχεις μπλέξει άσχημα Ομέρ) και είναι από ένα Τούρκο που είχε το θάρρος να μιλήσει για τα εγκλήματα του τουρκικού καπιταλισμού και την πολιτική εθνοκάθαρσης που ακολούθησε και σε σχέση με τους Έλληνες. Με άλλα λόγια ο Aksam κάνει για την Τουρκία ότι κάνει ο Κωστόπουλος για την Ελλάδα! Εσύ και οι όμοιοι σου ποτέ δεν κάνατε κάτι αντίστοιχο για τα εγκλήματα του ελληνικού καπιταλισμού στο Βαλκάνια ή τη Μικρά Ασία. Αντίθετα δεν λέτε κουβέντα ενώ είναι πασίγνωστα σε όλο τον κόσμο. Γι’ αυτό και είσαστε υποκριτές και ψεύτες!
    Ομέρ Βρυώνης

  8. Ο/Η Ωρίων Αλεξάκης λέει:

    Χωρίς να θέλω να παρέμβω στην ωραία σας και εποικοδομητική συζήτηση, επιτρέψτε μου να κάνω τρεις επισημάνσεις και να καταθέσω μια είδηση.

    Τρεις επισημάνσεις για τον Ομέρ Βρυώνη:
    —————————————-

    1. Λάθος σου η ένταση και τα σεντόνια! Ο Ομέρ φάνηκε εξυπνότερος και σχεδόν απέφυγε τους χαρακτηρισμούς.
    2. Λάθος ότι αντιμετωπίζεις τον σχολιαστή που άσκησε κριτική ως ομοεθνή σου και άρα ως συνένοχο των ανομιών του ελληνικού κράτους. Το ότι μπορεί να είσtε και οι δυό ελληνόφωνοι δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είστε υποχρεωμένοι να απολογηθείτε για κανένα. Πιθανότατα ο Ομέρ να νοιώθει ακόμα και ξένος στα Βαλκάνια και πολύ κοντύτερα σε Τούρκους αριστερούς απ” ότι σε ελληνόφωνους αντίστοιχους.
    3. Η αναφορά σου ότι η γενοκτονία έγινε σε εμπόλεμη ζώνη ελάχιστη αξία έχει για την ηθική και πολιτική σημασία του γεγονότος και μόνο ως ελαφρυντικό στοιχείο μπορεί να το επικαλεστεί η πλευρά των δραστών. Tα κριτήρια με βάση τα οποία ορίζεται μια πράξη ως γενοκτονία είναι σαφή και δεν επιδέχονται άλλης ερμηνείας.

    Και μια είδηση:
    —————–

    Στο Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων, και εξέδωσε το εξής ψήφισμα[6]:
    «ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας, και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες,
    ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
    ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των έτων 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Έλλήνων της Ανατολίας.
    ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ η Ένωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη, και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση (μη επανάληψη).»

    ( International Association of Genocide Scholars, Δελτίο Τύπου και Επίσημο Ψήφισμα 26-12-2007: «Genocide Scholars Association Officially Recognizes Ottoman Genocides Against Armenians, Assyrians, Greeks, Other Christians»)

  9. Ο/Η IN λέει:

    Για τις σφαγές, τις εθνοκαθάρσεις, τις γενοκτονίες…
    Για τον ιστορικό οι έννοιες αυτές έχουν μία περιγραφική αξία, καθώς με αυτές αποδίδεται το μέγεθος ενός μαζικού εγκλήματος που σχεδιάζεται και πραγματοποιείται από ένα κράτος ή μια μιλιταριστική οργάνωση (παραστρατιωτική ομάδα). Έχουν επίσης και αναλυτική αξία, καθώς αποτελούν εφαρμογή διαφορετικών επιλογών για την αντιμετώπιση που επιφυλάσσουν εναντίον πληθυσμιακών ομάδων, τα κράτη ή οι παραστρατιωτικές ομάδες. Ως εκ τούτου, οι έννοιες αυτές δηλώνουν όχι μόνο το μέγεθος της βίας που υφίσταται ένας πληθυσμός και τις προθέσεις αυτού που ασκεί τη βία, αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του φορέα της βίας (κράτους ή παρακρατικού σχηματισμού). Συνήθως είναι διαφορετικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτού που αποφασίζει και μπορεί να πραγματοποιήσει μια μαζική σφαγή, ή μία εθνοκάθαρση ή μία γενοκτονία.
    Η χρήση αυτών των εννοιών στο επίπεδο της πολιτικής διαφοροποιείται καθώς υποχωρεί το επιστημονικό τους περιεχόμενο και αναδεικνύεται η ηθική τους διάσταση (πράγμα απολύτως φυσικό, καθώς πάντοτε μία τοποθέτηση απέναντι στην ιστορία, συνιστά ταυτόχρονα και μία ηθική στάση). Για τον ακτιβιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι έννοιες αυτές αποτελούν βαθμίδες ηθικής απαξίας ενός πολιτικού – κοινωνικού συστήματος εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα φαινόμενα μαζικής και οργανωμένης βίας. Σε αυτή την περίπτωση οι έννοιες αυτές μπορεί να καθορίζουν τις μορφές δράσης και την ένταση με την οποία οι ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα συγκρουστεί με το κράτος ή τους μηχανισμούς που ασκούν βία εναντίον κάποιων πληθυσμιακών ομάδων. Κάποια παραδείγματα: Δεν ήταν εύκολο να σταματήσει η εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης χωρίς την ανατροπή του ναζισμού. Όμως δεν ήταν απαραίτητη η ανατροπή του Γκωλισμού για να σταματήσει η εξόντωση των Αλγερινών, την περίοδο της αλγερινής επανάστασης. Όπως επίσης δεν ήταν απαραίτητο να ανατραπεί το αμερικάνικο πολιτικό σύστημα για να σταματήσει η εξόντωση του Βιετναμέζικου λαού. Στις δύο όμως τελευταίες περιπτώσεις, για να σταματήσουν οι επιχειρήσεις εξόντωσης, απαιτούνταν δυναμικά κινήματα απελευθέρωσης στην Αλγερία και το Βιετνάμ και μαζικά αντιπολεμικά κινήματα στη Γαλλία και την Αμερική (και όχι μόνο σ” αυτές τις χώρες). Για τον πολιτικό ακτιβιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η χρήση αυτών των εννοιών συνυφαίνεται με τις προσπάθειες εξάλειψης των φαινομένων της μαζικής – οργανωμένης βίας εναντίον λαών και πληθυσμιακών ομάδων.
    Το περιεχόμενο όμως των εννοιών “σφαγή”, “εθνοκάθαρση”, “γενοκτονία” αποκτά διαφορετική σημασία και διαφορετική αξία όταν αναδεικνύεται σε διακύβευμα και πεδίο αντιπαραθέσεων της διπλωματίας και της εξωτερικής πολιτικής των κρατών. Σε αυτή την περίπτωση, οι έννοιες αυτές αποτελούν διαφορετικά επίπεδα κλιμάκωσης των πιέσεων που ασκούνται εναντίον μιας χώρας και έντασης των σχέσεων μεταξύ κρατών, αποβλέποντας σε στόχους που δεν έχουν σχέση με το ίδιο το γεγονός της μαζικής βίας που επικαλούνται. Δηλαδή λειτουργούν ως πιέσεις για διπλωματικά “παζαρέματα”. Μερικά (υποθετικά) παραδείγματα: Εάν η Τουρκία ευθυγραμμιζόταν απόλυτα με την αμερικανική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή και παρείχε όλες τις διευκολύνσεις για την εφαρμογή της, τότε -το κατανοούμε όλοι μας νομίζω- οι ΗΠΑ δεν θα μιλούσαν για γενοκτονία των Αρμενίων. Εάν η Τουρκία υποχωρούσε απέναντι στις ελληνικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο (δεχόταν να γίνει το Αιγαίο μια ελληνική θάλασσα) και παραχωρούσε ολόκληρη την Κύπρο στους ελληνοκύπριους καπιταλιστές, τότε φυσικά κανένας δεν θα μιλούσε για γενοκτονία των ποντίων. Τα παραδείγματα είναι υποθετικά (ακόμα και φανταστικά), αυτά όμως είναι τα πραγματικά διακυβεύματα στα οποία λογοδοτεί η χρήση των εννοιών “σφαγή”, “εθνοκάθαρση”, “γενοκτονία”, στο επίπεδο της διπλωματίας και της εξωτερικής πολιτικής. Ας προχωρήσουμε λίγο περισσότερο: ποια θα ήταν η στάση του ελληνικού κράτους εάν το Ισραήλ, στα πλαίσια της αντιπαράθεσής του με την Τουρκία, αποφάσιζε να υποστηρίξει τις ελληνικές διεκδικήσεις; Σε αυτή την περίπτωση πολύ φοβάμαι ότι όχι μόνο το ελληνικό κράτος αλλά και τμήμα του “προοδευτικού” χώρου θα ξεχνούσε ότι υπάρχουν Παλαιστίνιοι.
    Το περιεχόμενο λοιπόν αυτών των εννοιών καθορίζεται κάθε φορά από τον τρόπο χρήσης τους και αυτό θα πρέπει να το παίρνουμε υπόψη μας όταν τις χρησιμοποιούμε και εμείς. Δεν εννοώ ότι το μπορούμε να χρησιμοποιούμε αυτές τις έννοιες όπως μας αρέσει ή όπως μας συμφέρει, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Δεν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει με αντικειμενικότητα αυτές τις έννοιες, εάν δεν έχει ένα αντικειμενικό πεδίο αναφοράς. Και όταν μιλάμε για τις τύχες λαών και πληθυσμών, το μόνο αντικειμενικό σημείο αναφοράς είναι τα συμφέροντα αυτών των ανθρώπων, τα οποία δεν μπορεί να τα ταυτίζουμε με τις επιδιώξεις κρατών και να τα μπλέκουμε με τα διπλωματικά παζάρια. Άρα δεν μπορούμε να καταδικάζουμε την μαζική εξόντωση ενός πληθυσμού, χρησιμοποιώντας κάποιον από τους παραπάνω όρους με τον τρόπο και για τους σκοπούς που χρησιμοποιείται από τη διπλωματία και την εξωτερική πολιτική. Γιατί εάν το κάνουμε αυτό, τότε δεν διαφοροποιούμαστε από τον εκλεκιστικό και περιοριστικό τρόπο με τον οποίο η διπλωματία και η εξωτερική πολιτική χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους.
    Οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας υπέστησαν μαζικές σφαγές (εθνοκαθάρσεις, γενοκτονίες) στη φάση συγκρότησης του σύγχρονου εθνικού τουρκικού κράτους, και αυτό θα πρέπει να καταδικάζεται από κάθε προοδευτικό άνθρωπο στην Ελλάδα. Η καταδίκη μας φυσικά δεν προέρχεται από το γεγονός ότι τα θύματα ήταν χριστιανοί, αλλά από το απλό γεγονός ότι ήταν άνθρωποι και μάλιστα αθώοι (είτε πραγματικά αθώοι, είτε με την έννοια ότι οι σφαγές πληθυσμών δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από καμιά εκ μέρους των πληθυσμών παράβαση του νόμου).
    Όμως η καταδίκη μας δεν θα είναι ειλικρινής εάν παραβλέψουμε ότι μαζικές σφαγές πληθυσμών, εκδιώξεις και καταπιέσεις υπέστησαν και πληθυσμοί από το ελληνικό κράτος στη φάση συγκρότησής του αλλά και αργότερα.
    Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί και οι εβραϊκοί πληθυσμοί στην περίοδο της ελληνικής επανάστασης είτε σφαγιάστηκαν είτε αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Θα πρέπει και αυτό να το καταδικάσουμε. Το ελληνικό κράτος ήταν από τα πρώτα κράτη που προέβη σε μία τακτική εκδίωξης πληθυσμών σε συμφωνία με ένα άλλο κράτος (χωρίς να ρωτηθούν φυσικά αυτοί οι πληθυσμοί). Αναφέρομαι στις συμφωνίες ανταλλαγής πληθυσμών, κατά τις οποίες οι ανθρώπινες κοινότητες αντιμετωπίστηκαν σαν εμπόρευμα μεταξύ των κρατών. Και αυτό θα πρέπει να το καταδικάσουμε. Θα πρέπει επίσης να καταδικάσουμε τις καταστροφές και τα εγκλήματα που έκανε ο ελληνικός στρατός όταν εισέβαλε στην Μικρά Ασία. Εάν δεν καταδικάσουμε αυτά τα εγκλήματα που διέπραξε το “δικό μας κράτος”, τότε η αγανάκτηση και η φρίκη που νιώθουμε για τις σφαγές των χριστιανικών πληθυσμών από τους τούρκους εθνικιστές, δεν είναι ειλικρινής. Είναι ηθική αγανάκτηση κομμένη και ραμμένη στις επιδιώξεις του ελληνικού κράτους. Τότε όμως η καταδίκη αυτών των εγκλημάτων δεν αποσκοπεί στο να εμποδίσουμε την επανάληψή τους, αλλά στο να κερδίσουμε κάτι από αυτά.
    Θα πρέπει λοιπόν να καταδικάζουμε και τα εγκλήματα που διέπραξε και το “δικό μας κράτος” και μάλιστα θα πρέπει να το κάνουμε με μεγαλύτερη ένταση, επειδή αυτά τα εγκλήματα αποκρύπτονται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του “δικού μας κράτους” και επειδή μόνο έτσι μπορούμε να αποδείξουμε την ειλικρίνεια της αποστροφής μας ενάντια στα μαζικά εγκλήματα.
    Ανέφερα παραπάνω ότι η καταδίκη μας θα πρέπει να προέρχεται από το απλό γεγονός ότι ήταν άνθρωποι και μάλιστα αθώοι, είτε πραγματικά αθώοι, είτε με την έννοια ότι οι σφαγές πληθυσμών δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από καμιά εκ μέρους τους παράβαση του νόμου. Είναι κυρίως δουλειά των ιστορικών να διερευνήσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκαν μαζικά εγκλήματα. Αυτή η έρευνα θα μας βοηθήσει να αποφύγουμε την επανάληψη μαζικών σφαγών, αλλά η στάση που θα έχουμε απέναντι στο έγκλημα δεν μπορεί να καθορίζονται από τα στοιχεία της ιστορικής έρευνας. Ένα παράδειγμα. Ο κύριος λόγος εξόντωσης των ποντιακών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας – Τουρκίας ήταν η συμμετοχή τμημάτων αυτών των πληθυσμών σε ένοπλες αποσχιστικές ενέργειες. Αυτό είναι ένα συμπέρασμα της ιστορικής έρευνας αλλά δεν μπορεί να καθορίσει τη στάση μας απέναντι στο έγκλημα που διαπράχτηκε. Μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τι είναι ικανό να κάνει ένα κράτος όταν αναπτύσσονται αποσχιστικές τάσεις στο εσωτερικό του και άρα να δράσουμε έτσι ώστε να αποφύγουμε την επανάληψη ενός μαζικού εγκλήματος εναντίον ενός πληθυσμού. Δεν μπορεί μετριάσει την καταδίκη μας απέναντι σε αυτό το έγκλημα επειδή ενδεχομένως θεωρήσουμε ότι από νομική άποψη και τα θύματα “κάτι είχαν κάνει”. Το παράδειγμα που ανέφερα δεν είναι τυχαίο. Η εθνική ιστοριογραφία (δηλαδή η ιστορία που αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των “εθνικών” συμφερόντων) δεν δέχεται ότι η αποσχιστική δράση τμημάτων των χριστιανικών πληθυσμών έπαιξε ρόλο στις αποφάσεις που πήραν οι τούρκοι εθνικιστές για την μοίρα αυτών των πληθυσμών. Δεν παίρνει επίσης υπόψη της τον φόβο των μουσουλμανικών πληθυσμών για τη δικιά τους μοίρα, εάν επικρατούσαν τελικά αυτές οι ένοπλες χριστιανικές ομάδες. Η Οθωμανική αυτοκρατορία – Τουρκία είχε γεμίσει από τα εκατομμύρια μουσουλμάνων που είχαν εκδιωχθεί μέσα σε ένα διάστημα εβδομήντα περίπου χρόνια από τα Βαλκάνια, πολλοί από αυτούς, μόλις τα τελευταία δέκα χρόνια. Αυτές ήταν οι συνθήκες μέσα στις οποίες εκδηλώθηκαν οι σφαγές εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών. Αυτοί οι οποίοι αρνούνται αυτά τα ιστορικά δεδομένα, το κάνουν επειδή στην πραγματικότητα πιστεύουν (έστω και αν δεν το ομολογούν ανοιχτά) ότι εάν αυτά είναι αλήθεια, τότε είχαν δίκιο οι τούρκοι εθνικιστές. Αρνούνται αυτά τα ιστορικά δεδομένα που εξηγούν γιατί έγιναν αυτά τα εγκλήματα σε αυτή τη χρονική φάση και όχι σε άλλη, επειδή επί της ουσίας πιστεύουν ότι ένα κράτος έχει το δικαίωμα, στο όνομα των “εθνικών συμφερόντων” να σφαγιάζει ολόκληρους πληθυσμούς.
    Και κάτι τελευταίο. Για τους αριστερούς και τις αριστερές που θέλουν να έχουν μια συνεπή και ειλικρινή στάση απέναντι στα δικαιώματα των πληθυσμών και των λαών και να καταδικάζουν με συνέπεια τις σφαγές, τις εθνοκαθάρσεις, και γενοκτονίες, απ” όποιο κράτος κι αν διαπράττονται, τότε οι συμμαχίες που θα πρέπει να επιδιώξουν για να αρθρωθεί ένας ρεαλιστικός αριστερός λόγος, δεν είναι με το ελληνικό κράτος και τους μηχανισμούς του, αλλά με τους αριστερούς και τις αριστερές της Τουρκίας, που από τη δικιά τους τη μεριά έχουν αρχίσει να μιλάνε με πολύ πιο δυνατή φωνή για τα εγκλήματα του “δικού τους εθνικισμού”. Για όσους όμως ο βαθμός στον οποίο είναι έτοιμοι να καταδικάσουν και να αισθανθούν φρίκη για τη βία που ασκείται εναντίον πληθυσμών και λαών, εξαρτάται από το βαθμό που μπορούν να προωθηθούν τα “εθνικά μας συμφέροντα”, γι” αυτούς το μόνο που έχουμε να πούμε είναι ότι δεν είναι αριστεροί. Στην “καλύτερη” περίπτωση είναι το αριστερό υποστήριγμα του ελληνικού εθνικισμού. Άλλα υπάρχει και η χειρότερη περίπτωση…

  10. Ο/Η κ.κ. λέει:

    Υπάρχει και ο μισελληνικός διεθνισμός, που είναι καθαρός μισελληνισμός με άλλοθι τον διεθνισμό και λειτουργεί αυτή τη στιγμή – θέλοντας ή μη – υποστηρικτά στο σχέδιο αφανισμού του ελληνικού λαού, της λαικής κυριαρχίας που δεν νοείται χωρίς εδαφική κυριαρχία, στο σχέδιο εξαθλίωσης των εκατομμυρίων κατοίκων αυτής της χώρας, με όλους τους δυνατούς τρόπους. Η Ελλάδα αυτή την ιστορική στιγμή δεν απειλεί την εδαφική ακεραιότητα καμίας χώρας, αντίθετα απειλείται συστηματικά με πολεμική σύρραξη αν δεν υποκύψει στους οικονομικούς εκβιασμούς και στις εδαφικές διεκδικήσεις των γειτονικών προτεκτοράτων. Η προδοτική ελληνική κυβέρνηση παίζει αυτό το παιχνίδι με σκοπό να παραχωρήσει τον έλεγχο αυτής της χώρας – του πλούτου, των εδαφών – στους ισχυρούς και στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, ελληνικά και μη – ο καθένας θα έχει το μερίδιο του στην πίττα αναλόγως. Η κατασκευασμένη ιστορία με τις δήθεν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των δήθεν μειονοτήτων, είναι το όχημα, είναι νερό στο μύλο του εκβιασμού του ελληνικού λαού να παραδώσει τα πάντα στους τραπεζίτες και τις μεγάλες εταιρίες.

  11. Ο/Η Ο Ανθέλληνας λέει:

    Με μια φρασεολογία που ακροβατεί ανάμεσα στην παράνοια και τη φασιστική ιδεολογία ο κ.κ. βρίσκεται σε παραλήρημα. Αλλά το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Παράνοια και φασιστική ιδεολογία πάνε χέρι-χέρι.
    Τα «γειτονικά προτεκτοράτα» που αναφέρει ούτε στρατό έχουν στο Κόσσοβο, ούτε στο Αφγανιστάν, ούτε συνεργάζονται στενά με τους νεοναζί του Ισραήλ προσφέροντας βοήθεια ώστε να εκβιάζεται με βομβαρδισμό το Ιράν. Όλα αυτά τα κάνει η Ελλάς και όχι τα «γειτονικά προτεκτοράτα». Τα «γειτονικά προτεκτοράτα» εμφανώς και προφανώς δεν έχουν ούτε τους οικονομικούς πόρους ούτε τη στρατιωτική δύναμη για «οικονομικούς εκβιασμούς και εδαφικές διεκδικήσεις». Και τα δυο τα διαθέτει η Ελλάς και μόνο.
    Μήπως στην παράνοιά του εννοεί εκτός από τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και την Τουρκία; Αλλά αν η Τουρκία είναι «προτεκτοράτο» τότε η Ελλάς τι είναι; Ασφαλώς μπορεί να αναφέρει «επιχειρήματα» του είδους «προδοτική ελληνική κυβέρνηση». Αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να αποκαλύπτει τη φασιστική ιδεολογία του. Όλοι οι φασίστες προβάλλουν τους εαυτούς τους ως τους μοναδικούς εκφραστές των «συμφερόντων του έθνους» απέναντι στους «προδότες».
    Αλλά…
    Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσαι…

  12. Ο/Η ggia λέει:

    http://www.vimeo.com/17246794

    Βίντεο με εισήγηση Κωστόπουλου: 16-Δεκ-2006: Κρατικοί σχεδιασμοί για τους Πομάκους (1956-2004).

    Συνέδριο «Διεπιστημονικές προσεγγίσεις του μειονοτικού και μεταναστευτικού φαινομένου: η ελληνική συγκυρία μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου» με αφορμή τα 10 χρόνια από την ίδρυση του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (ΚΕΜΟ).

    ———————
    16 Δεκεμβρίου 2006, Αμφιθέατρο «Σάκης Καράγιωργος», Πάντειο Πανεπιστήμιο. 3η Συνεδρία: Συνέχειες και ρήξεις των πολιτικών στη μειονότητα της Θράκης.

    «Μια θνησιγενής «εθνογένεση»; Κρατικοί σχεδιασμοί για τους Πομάκους της Θράκης (1956-2006)», Τάσος Κωστόπουλος

    ———————
    Η παρουσίαση αναφέρεται στο βιβλίο του ΚΕΜΟ: «Το «Μακεδονικό» της Θράκης: Κρατικοί σχεδιασμοί για τους Πομάκους (1956-2008)», Τάσος Κωστόπουλος, Εκδόσεις Βιβλιόραμμα, Αθήνα 2009, isbn: 978-960-8087-80-4 σελ. 15.

  13. Ο/Η κ.κ. λέει:

    Προφανώς είναι μάταιο να ασχολείται κανείς μαζί σας. Εύχομαι πάντως περαστικά σας – αν και δύσκολο το βλέπω!

Αφήστε μήνυμα