Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Το έθνος: ένας τόπος που πεθαίνει




Με αφορμή την ταινία I’am from Titov Veles (ελληνικός τίτλος: Γεννήθηκα στο Τίτο Βέλες)

Για πολλούς λόγους αξίζει να δει κανείς την ταινία της Teona Mitevska, Γεννήθηκα στο Τίτο Βέλες. Ο κυριότερος είναι ότι σπάνια έχουμε στην Ελλάδα την ευκαιρία, όχι μόνο να γνωρίσουμε πώς σκέφτονται οι άνθρωποι που ζουν στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, αλλά πολύ περισσότερο, να γνωρίσουμε την κριτική που αρθρώνεται μεταξύ αυτών των ανθρώπων για ό,τι στη χώρα τους αποτελεί κυρίαρχη ιδεολογία.

Η γνώση αυτή έχει διπλή αξία:

Πρώτον, για να κατανοήσουμε ότι στη Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν είναι όλοι οι άνθρωποι πωρωμένοι εθνικιστές, δεν «αναλαμβάνουν» όλοι τους με τις ίδιες αντιλήψεις και για τους ίδιους λόγους την εθνική τους ταυτότητα. Η ταυτότητα αυτή δεν έχει την ίδια σημασία για όλους και δεν αντλούν όλοι την ίδια απόλαυση φέροντάς την. Μάλιστα κάποιοι άνθρωποι δεν αντλούν καμιά απόλαυση. Η εθνική ταυτότητα είναι για πολλούς ένα αβάσταχτο βάρος, που τους κρατά καθηλωμένους στη δυστυχία και τους βυθίζει στη φθορά και το θάνατο. Όχι μόνο για πολλούς (άντρες) αλλά και για πολλές (γυναίκες), κι αυτή η επισήμανση έχει σημασία για τη συγκεκριμένη ταινία.

Δεύτερον και κατά συνέπεια, για να προβληματιστούμε για τη δικιά μας εθνική ταυτότητα, το βάρος της, τις αντιφάσεις της και τα αδιέξοδα στα οποία μας βυθίζει. Και ίσως έτσι, κατανοώντας τον σπαραγμό που συντελείται στο εσωτερικό της ταυτότητας που συγκροτεί τον εθνικό άλλο (τον «εχθρό»), να μπορέσουμε να αντιληφθούμε ότι κι η δικιά μας ταυτότητα (αυτή που συγκροτεί τον εθνικό εαυτό) σπαράσσεται από αγεφύρωτες αντιφάσεις και συγκρούσεις. Ενδεχομένως τότε να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε στο εσωτερικό του άλλου ένα κομμάτι του εαυτού μας και να κατανοήσουμε ότι ο άλλος υπάρχει μέσα μας, όπως κι εμείς υπάρχουμε μέσα στον άλλο.

Από πολιτική άποψη λοιπόν, νομίζω ότι η ταινία είναι πολύ καλή. Καταφέρνει να αναδείξει χωρίς ρητορεία και μελοδραματισμό όλα τα σοβαρά προβλήματα της μακεδονικής κοινωνίας. Η σκηνοθέτιδα με μια σειρά από δευτερεύουσες λεπτομέρειες κατορθώνει να συγκροτήσει το πλαίσιο που δίνει νόημα στην πλοκή του έργου. Υπαινικτικές αναφορές, ενταγμένες λειτουργικά και χωρίς εξάρσεις σ’ αυτό που θα λέγαμε ότι αποτελεί την κεντρική ιστορία, λεπτομέρειες που φαινομενικά δεν παίζουν σοβαρό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής,: σκηνές που καταγράφει φευγαλέα η κάμερα (όπως μια πολύ μικρή συγκέντρωση ενάντια στη μόλυνση του εργοστασίου), οι κουβέντες στο κουρείο, το οποίο διασχίζει η ηρωίδα για να πάει στο νοσοκομείο (όπου μαθαίνουμε για το πρόβλημα της μόλυνσης που αντιμετωπίζει η πόλη αλλά και για την ιδιωτικοποίηση του εργοστασίου και το κλείσιμό του), ή οι συζητήσεις μεταξύ των τριών αδελφών, αποτελούν μια πλούσια πηγή πληροφόρησης και σχολιασμού της κοινωνικής πραγματικότητας, χωρίς να διεξάγονται γι’ αυτό τον σκοπό.

Νομίζω όμως πως αξίζει να δει κανείς την ταινία και για τις κινηματογραφικές της αρετές. Η σκηνοθέτιδα καταφέρνει να δημιουργήσει μια υποβλητική ατμόσφαιρα όπου ο χρόνος έχει ακινητοποιηθεί και φθείρεται μαζί με το περιβάλλον και τους ανθρώπους. Όμως έχουμε να κάνουμε με μια φθορά που δίνεται με ονειρικό τρόπο, μέσα από μια καταπληκτική φωτογραφία ενός χώρου που συνεχώς διαλύεται: το τοπίο που διαλύεται από την μόλυνση και όπου ένας λόφος (πάνω από τον οποίο οι δύο αδερφές κοιτάνε την θέα της πόλης) δεν είναι τίποτε άλλο από ένας τεράστιος σωρός εργοστασιακών αποβλήτων. Το συνεχές ζουμάρισμα της κάμερας στην φαγωμένη από τον χρόνο και την υγρασία ξύλινη επένδυση του σπιτιού (τα σκαλοπάτια, η εξώπορτα). Το φως που μπαίνει στους εσωτερικούς χώρους φιλτραρισμένο από χρωματιστές κουρτίνες, αφύσικο κι αρρωστημένο. Το άδεντρο τοπίο γύρω από την πόλη. Ο πολυέλαιος απ’ τον οποίο συνεχώς πέφτουν οι κρύσταλλοι κι απομένει σιγά-σιγά μόνον ο σκελετός του.

Η πόλη

Η πόλη είναι ένας από τους ήρωες της ταινίας. Είναι μια πόλη χωρίς παρόν. Όλα είναι παρελθόν, ακόμα και το όνομά της. Ονομάστηκε Τίτο Βέλες επειδή την επισκέφθηκε ο Τίτο, όμως ο Τίτο πέθανε, κι έτσι η πόλη ονομάζεται σκέτο Βέλες, δηλ. δεν έχει πια όνομα. Η πόλη οφείλει την ύπαρξή της στο εργοστάσιο που την καταστρέφει και το οποίο στο τέλος ιδιωτικοποιείται (και διαλύεται από αυτόν που το αγόρασε, υποτίθεται για να το αναβαθμίσει).

Η ιστορία

Τρεις αδελφές βιώνουν, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο, την καταστροφή της πόλης (και της ζωής τους). Η μεγάλη, η Σλάβιτσα ζει μια ζωή μοιρασμένη ανάμεσα στη δουλειά της στο εργοστάσιο και τη φριχτή καθημερινότητα στο σπίτι, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να απεξαρτητοποιηθεί από τα ναρκωτικά με μεθαδόνη. Η μεσαία, η Σάφο, όνειρο της οποίας είναι να πάρει βίζα για την Ελλάδα και που κάνει έρωτα με πολλούς άντρες (κυρίως με όσους πιστεύει ότι μπορούν να τη βοηθήσουν στον σκοπό της) και που λέει σε όλους (και στις αδελφές της) ότι είναι μπασκεντμπολίστρια, ενώ είναι απλώς καθαρίστρια στο γήπεδο του μπάσκετ. Και η μικρή, η Αφροδίτη, η οποία είναι και το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας και η αφηγήτρια.

Μέσα από τους εσωτερικούς της μονολόγους κυρίους μαθαίνουμε για το παρελθόν που στοιχειώνει τα πάντα.

Ο πατέρας τους πέθανε, όταν η μητέρα τους τους εγκατέλειψε και έφυγε για την Ελλάδα. Τότε η Αφροδίτη σταμάτησε να μιλάει («αποφάσισε» να μη ξαναμιλήσει, εξηγεί κάπου η Σάφο).
Η συμπεριφορά της Αφροδίτης είναι από κάθε άποψη «περίεργη»: δεν δουλεύει και μάλλον δεν είναι σε θέση να ζήσει μόνη της. Είναι όμως αυτή που φροντίζει τη μεγάλη της αδερφή, φέρνοντάς της την μεθαδόνη. Είναι έτοιμη για κάθε θυσία…

Ερωτεύεται το νοσοκόμο από τον οποίο προμηθεύεται τη μεθαδόνη και πλέκει μαζί του σε μια αδιέξοδη σχέση.

Η μεσαία αδερφή, πριν φύγει για την Ελλάδα και τις εγκαταλείψει, καταφέρνει να βρει σύζυγο για τη μεγάλη της αδερφή, τον αγοραστή του εργοστασίου. Έτσι η Σλάβιτσα παντρεύεται και η Αφροδίτη μένει μόνη της. Προδομένη από το νοσοκόμο (τον οποίο αγαπά) και ανίκανη να αντέξει τη μοναξιά. Όταν έρχεται και γι’ αυτή βίζα για την Ελλάδα και αποφασίζει να φύγει, η Σλάβιτσα επιστρέφει ξαφνικά στο σπίτι ψάχνοντας για μεθαδόνη και άθελά της βάζει φωτιά. Η Αφροδίτη δεν καταφέρνει να την σύρει έξω και αποφασίζει να πεθάνει μαζί της.

Η φυγή

Το όνειρο των περισσότερων ανθρώπων είναι να φύγουν. Η Σάφο θέλει να φύγει, ο νοσοκόμος το ίδιο, η μητέρα των τριών αδερφών έχει φύγει. Η φυγή είναι ο μόνος τρόπος για να μη βουλιάξει κανείς στην καταρρέουσα πόλη και το θάνατο. Όποιος μένει πεθαίνει (όπως κι ο πατέρας τους).
Ακόμα και η Σλάβιτσα προσπαθεί να δραπετεύσει από την ζωή που κάνει, ακολουθώντας μια πορεία συνεχών υποκαταστάσεων: τα ναρκωτικά ως υποκατάστατο της φυγής, η μεθαδόνη υποκατάστατο των ναρκωτικών, ο σύζυγος υποκατάστατο της μεθαδόνης…

Η φυγή της Αφροδίτης είναι προς τα μέσα. Καταφεύγει στον εσωτερικό της κόσμο. Γι’ αυτό και είναι το μόνο άτομο που διαθέτει ένα ψυχικό απόθεμα που της δίνει τη δύναμη να αγαπήσει τους άλλους.
 


Το όνειρο, ο εφιάλτης, η ελπίδα

Μόνο η Αφροδίτη ονειρεύεται πραγματικά. Και για την ακρίβεια οραματίζεται ή κάνει όνειρα, που δεν αποτελούν απλώς μια φαντασιακή προβολή των στόχων της αλλά μια ονειρική αναπαράσταση του πραγματικού, απ’ την οποία διαφαίνονται όλες οι δυνατότητες. Γι’ αυτό και τα όνειρα της Αφροδίτης διαπλέκονται με τον εφιάλτη. Στα όνειρα αυτά, το σώμα της γυναίκας (της ίδιας της Αφροδίτης) γίνεται μηχανή (και ταυτόχρονα αντικείμενο βασανισμού και εκμετάλλευσης) που παράγει παιδιά. Ημίγυμνοι άντρες, βαμμένοι με άσπρο χρώμα, χωρίς ζωή (και χωρίς να συμμετάσχουν στην διαδικασία παραγωγής των παιδιών) κουβαλάνε τα βρέφη προχωρώντας ο ένας πίσω από τον άλλο (σε μια σειρά που θυμίζει αλυσίδα παραγωγής) και βυθίζονται μαζί με τα βρέφη στη λίμνη. Σε μια άλλη εκδοχή του ίδιου οράματος μια γυναίκα με ξυρισμένο κεφάλι, φορώντας ένα μακρύ φόρεμα με έντονο πράσινο χρώμα (πάλι η Αφροδίτη;), εμφανίζεται με μια βάρκα και σώζει ένα βρέφος, σε μια σκηνή που παραπέμπει στην σωτηρία του Μωυσή, ή ίσως και στο μύθο της Δανάης.

Στο όνειρο που βλέπει λίγο πριν το τέλος τα πάντα έχουν αλλάξει: η ίδια μιλάει, ο νοσοκόμος της δηλώνει την αποκλειστική του αγάπη, το τοπίο γύρω τους είναι διαφορετικό. Για την ακρίβεια πρόκειται για το ίδιο τοπίο που τους περιβάλλει, αλλά δεν υπάρχει το εργοστάσιο και η μόλυνση. Ο λόφος στον οποίο είναι ξαπλωμένοι έχει ένα τεράστιο γκράφιτι που θυμίζει το γκράφιτι που εμφανίζεται στην αρχή του έργου στον τοίχο του εργοστασίου.

Αυτά τα οράματα διαγράφουν μια προοπτική ελπίδας μέσα στην απελπισία. Τον ίδιο ρόλο παίζει νομίζω και ένα χαρακτηριστικό εικαστικό στοιχείο: κάθε τόσο σ’ αυτό το σκηνικό φθοράς, προβάλλουν, σε σκηνές και πάλι ονειρικές, έντονες χρωματικές αντιθέσεις: Το πάντα έντονο χρώμα των φορεμάτων της Αφροδίτης και της Σάφο, που δημιουργεί ένα δυναμικό κοντράστ με τα χρώματα της φθοράς που κυριαρχούν στο έργο, ή ένα λουλούδι που μαζεύει η Αφροδίτη…

Όμως πρόκειται για ελπίδες που δεν μπορούν να οδηγήσουν πουθενά.

Αγάπη, έρωτας και ζωή

Επίσης, μόνο η Αφροδίτη ερωτεύεται, αγαπά και θέλει να ζήσει πραγματικά. Από την αρχή του έργου μας δηλώνει ότι είναι 27 χρονών και είναι ακόμα παρθένα. Καταλαβαίνουμε, χωρίς να το δηλώσει, ότι θέλει να αποκτήσει παιδί κι ότι επίσης είναι ερωτευμένη με το νοσοκόμο. Όμως σ’ αυτόν τον τόπο, τίποτα απ’ αυτά τα δύο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Κανένας δεν μπορεί να αγαπήσει και να ερωτευτεί, δεν υπάρχει ζωή.

Ο έρωτας εμφανίζεται μόνο ως χυδαία συναλλαγή, ως συνεχείς εναλλαγή σεξουαλικών συντρόφων (για να καλυφθεί το κενό που αφήνει η ανικανότητα να ερωτευτούν), ή ως πράξη καταπίεσης.

Η Σάφο κάνει έρωτα με πολλούς άντρες, ακόμα και με το νοσοκόμο (αυτόν που αγαπά η αδερφή της) και με τον υποψήφιο σύζυγο της Σλάβιτσα (υποψιαζόμαστε μάλιστα ότι κάνει έρωτα μαζί του για να τον πείσει να παντρευτεί την Σλάβιτσα). Συνήθως κάνει έρωτα για να πετύχει κάτι (πχ την βίζα).

Η Σλάβιτσα δέχεται να παντρευτεί τον χυδαίο τύπο (αυτόν που αγοράζει το εργοστάσιο για να το διαλύσει), όπως θα δεχόταν να παντρευτεί ακόμα κι έναν γέρο, χωρίς αγάπη, μόνο για να ξεφύγει… Όμως αποτυγχάνει και ξαναγυρίζει στο τέλος στην αγάπη της για τα ναρκωτικά.

Για τους δύο άντρες της ταινίας ο έρωτας είναι πρώτα απ’ όλα μια πράξη εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Ο σύζυγος της Σλάβιτσα ( ο οποίος είναι και το αφεντικό της στο εργοστάσιο) θέλει να εκμεταλλευτεί το σώμα της για να αποκτήσει παιδιά. Παραλαμβάνει το σώμα της από την Σάφο ζητώντας πληροφορίες για την ποιότητά του (εάν η «ασθένεια» της Αφροδίτης είναι κληρονομική). Ο νοσοκόμος εκμεταλλεύεται την Αφροδίτη. Κάνει έρωτα μαζί της για να της δώσει περισσότερη δόση μεθαδόνης από το επιτρεπτό, την εξαναγκάζει σε στοματικό σεξ, παίρνει και πουλάει τις ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού της χωρίς να της δώσει τα χρήματα και φυσικά γι’ αυτόν η Αφροδίτη αποτελεί απλώς ένα από τα πολλά σεξουαλικά υποκατάστατα της επιθυμίας του να φύγει στο εξωτερικό.

Η αδύνατη εθνική ταυτότητα

Η εθνική ταυτότητα δεν υπάρχει στο παρόν, παρά μόνο για να την αρνηθεί κανείς: «δεν είμαι απ’ την Μακεδονία», πρέπει να πει κανείς για να πάρει βίζα για την Ελλάδα, εξηγεί η Σάφο. Είμαι από το Βέλες, είναι και ο τίτλος της ταινίας (δηλαδή από μια πόλη χωρίς όνομα, χωρίς ταυτότητα).
Η πατρίδα εμφανίζεται μόνο σε χρόνο παρελθόντα και κάπου αλλού. Είναι η Λερίν (Φλώρινα) απ’ την οποία εκδιώχθηκε ο μακεδονικός πληθυσμός που στήριξε την αριστερά μετά την ήττα του Εμφυλίου. Μαζί μ’ αυτούς και η μητέρα των τριών αδερφών.

Έτσι όμως, η εθνική ταυτότητα που βυθίζει τους ανθρώπους στη δυστυχία και δεν τους αφήνει να ξεφύγουν, δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Όσο κι αν προσπαθεί κανείς να την αναπαραστήσει (να την πραγματοποιήσει) η ταυτότητα αυτή συγκροτείται σε έναν άλλο τόπο και σε χρόνο παρελθόντα. Δεν μπορεί κανείς να αισθανθεί και να βιώσει στο παρόν την εθνική του ταυτότητα, παρά μόνο ως καταστροφή.

Γι’ αυτό και νομίζω πως είναι πιο εύστοχος ο ελληνικός (παραφρασμένος) τίτλος: Γεννήθηκα στο Τίτο Βέλες (από το I’am from Titov Veles), γιατί αποδίδει καλύτερα την εθνική ένταξη/ταυτοποίηση σε ένα παρελθόν που δεν προεκτείνεται στο παρόν.

Η μητέρα και ο πατέρας. Η πατρίδα και το έθνος

Στο έργο αναπτύσσεται ένας ενδιαφέρον προβληματισμός γύρω από το ζήτημα του έθνους και της πατρίδας σε σχέση με τις λογικές με τις οποίες διαρθρώνονται οι έμφυλοι ρόλοι.

Η πατρίδα ταυτίζεται από την αρχή του έργου με τη μητέρα. Πατρίδα της μητέρας δεν είναι το Τίτο Βέλες, που ανήκει στο εθνικό κράτος της Μακεδονίας, αλλά η Λερίν, που ανήκει σε άλλο εθνικό κράτος. Άρα λοιπόν η πατρίδα μπορεί να μην ταυτίζεται με το έθνος. Η ταύτιση προκύπτει μόνο ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας υπαγωγής του ενός στο άλλο, η οποία παίρνει τη μορφή της υπαγωγής του θηλυκού στο αρσενικό. Μόνο μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία παράγεται ο εθνικός λόγος, η δυνατότητα (ή η υποχρέωση) να πεις ανήκω σ’ αυτό το έθνος. Έτσι όμως η πατρίδα (και άρα και το θηλυκό) καταλήγει να είναι ένα κενό σύμβολο, που το (εθνικό) περιεχόμενό του καθορίζεται από την αντρική παρουσία (και την εξουσία που αναπαρίσταται με αρσενικά χαρακτηριστικά).

Αυτή η διαδικασία παρουσιάζεται στην ταινία με την ιστορία της ντουλάπας της μητέρας. Μιας ντουλάπας που η μητέρα την είχε αφήσει στη Λερίν, αλλά τη βρίσκει σε μια αγορά των Σκοπίων, χωρίς να ξέρει πώς έφτασε ως εκεί. Αυτό το σύμβολο της πατρίδας της μητέρας (και της ίδιας της μητέρας) έχει υπαχθεί στους όρους της οικονομικής εξουσίας του εθνικού κράτους. Η μητέρα την αγοράζει (αποδέχεται τους όρους αυτής της εξουσίας) και την τοποθετεί στο σπίτι που ορίζει η πατρική παρουσία (στο σπίτι που όπως πληροφορούμαστε γέμιζε στη γιορτή του πατέρα). Μετά την φυγή της μητέρας η ντουλάπα ανήκει στην μεσαία κόρη (τη Σάφο). Αφού φύγει κι αυτή για την Ελλάδα, η ντουλάπα «περνάει» στην Αφροδίτη.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την πόλη:

Το Τίτο Βέλες πήρε το όνομά του από την Τίτο, εντάχθηκε έτσι στην κυριαρχία του κράτους (αρχηγός του οποίου ήταν ο Τίτο) απέκτησε εθνική ταυτότητα. Όταν ο Τίτο πέθανε το Βέλες μένει χωρίς όνομα.

Όταν αυτή η κατάσταση υπαγωγής του θηλυκού στο αρσενικό ανατρέπεται με την φυγή της μητέρας και το θάνατο του πατέρα των τριών αδερφών, παράγονται ανάλογα αποτελέσματα. Οι ταυτότητες των τριών γυναικών αποσυγκροτούνται. Η ταυτότητα και οι επιθυμίες της μιας διαλύονται από τα ναρκωτικά και της δεύτερης στην ξέφρενη σεξουαλικότητα.

Στην Αφροδίτη συμβαίνει κάτι άλλο: παύει να μιλά. Γιατί αυτός που διαμόρφωνε τις προϋποθέσεις του λόγου της ήταν η παρουσία του πατέρα (που κυριαρχούσε πάνω στην μητέρα).
Και οι τρεις αδελφές αναλαμβάνουν αναγκαστικά μια προσπάθεια ανασυγκρότησης μιας ταυτότητας και ενός λόγου, με διαφορετικό η καθεμιά τους τρόπο. Η Σλάβιτσα, η οποία μένει προσκολημένη στον πατέρα (και βρίζει την μάνα τους) επιχειρεί ανεπιτυχώς να παίξει τον ρόλο του υποταγμένου θηλυκού: να παντρευτεί, να κάνει παιδιά. Αποτυγχάνει, όχι γιατί οι επιθυμίες της και η προσωπικότητά της έχουν διαλυθεί από τα ναρκωτικά, αλλά επειδή η εξάρτησή της από τα ναρκωτικά αποτελεί μια υποκατάσταση της προσκόλησής της σ’ αυτόν τον ρόλο που είναι αδύνατον να αναπαρασταθεί. Αποτυγχάνει επειδή για να παιχτεί αυτός ο ρόλος είναι απαραίτητη η παρουσία ενός αρσενικού που να μπορεί να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς αυτής της προσπάθειας. Οι άντρες της ταινίας δεν μπορούν να παίξουν αυτόν τον ρόλο. Ο σύζηγος της Σλάβιτσα (και οικονομικός παράγοντας του Βέλες) είναι στην πραγματικότητα ένας ληστής: θέλει την Σλάβιτσα μόνο για να πάρει από αυτήν παιδιά. Αγοράζει το εργοστάσιο μόνο για να το διαλύσει…

Η Αφροδίτη αντίθετα προσπαθεί να γεμίσει η ίδια με την παρουσία της το κενό μητρικό σύμβολο. Κατά κάποιον τρόπο προσπαθεί να παίξει η ίδια τον ρόλο ενός ανύπαρκτου πατέρα για να αποκτήσει περιεχόμενο και νόημα η ταυτότητα που προσπαθεί να ανασυγκροτήσει. Με την ικανότητά της να αγαπάει και να θυσιάζεται για τους άλλους επιχειρεί να νοηματοδοτήσει τις επιθυμίες, της ίδιας και των άλλων. Γι’ αυτό και ο τρόπος με τον οποίο διασχίζει το τοπίο της ταινίας αναπαριστά τις χαμένες πατρικές λειτουργίες: περνάει πάνω από τη μικρή συγκέντρωση αυτών που διαμαρτύρονται για την μόλυνση του εργοστασίου και οι οποίοι δεν έχουν τη δύναμη να την αποτρέψουν. Διασχίζει ένα αντρικό κουρείο, γεμάτο άρρωστους άνδρες που ξυρίζονται και φλυαρούν. Και στο τέλος, παρατημένη από όλους χρησιμοποιεί το ίδιο της το σώμα σαν αρσενικό σύμβολο σε μια απελπισμένη προσπάθεια να δώσει ζωή και νόημα σε έναν κόσμο που καταρρέει. Χώνεται μέσα στην άδεια ντουλάπα της μητέρας, σε ένα σπίτι γεμάτο σαπισμένα τρόφιμα, έντομα και ακατανόητα σύμβολα που σχεδίασε η ίδια. Στο τελευταίο της όραμα προβάλλεται μια αδύνατη προοπτική της πραγματικότητας: η ίδια έχει ανακτήσει την ικανότητα επικοινωνίας σε έναν κόσμο που υπάρχει αγάπη και ζωή.
Όμως αποτυγχάνει. Η ανάληψη του ρόλου του πατέρα δεν είναι δυνατή σε έναν κόσμο που έχει σημαδευτεί από τον οριστικό θάνατο του πατέρα (γι’ αυτό και κανένας άντρας δεν μπορεί να παίξει αυτό τον ρόλο).

Εντούτοις νομίζω ότι στην ταινία διαφαίνεται τελικά μια ελπίδα. Πρόκειται για μια δύσκολη και επώδυνη προοπτική, που υπερβαίνει το παρόν και διαρθρώνεται συμπυκνώνοντας το παρελθόν και το μέλλον. Φορέας αυτής της ελπίδας είναι η Σάφο, η οποία έχει απαλλαγεί από την (μάταιη) αναζήτηση μιας απόλαυσης που εγγυάται (υποτίθεται) η πατρική κυριαρχία. Προσεγγίζει έτσι το ρόλο της μητέρας πριν την υπαγωγή της στην αντρική κυριαρχία. Είναι αυτή που υπερασπίζεται την επιλογή της μητέρας τους να φύγει για την Ελλάδα, όπως επιθυμεί να κάνει και η ίδια. Επίσης είναι αυτή που δεν χρησιμοποιείται από τους άντρες, αλλά τους χρησιμοποιεί. Είναι έτοιμη να θυσιάσει την ταυτότητα που την εντάσσει στο έθνος (του πατέρα) για να επιστρέψει στον τόπο της μητέρας. Στον τόπο που αποτελεί την πατρίδα της μητέρας με τη διπλή έννοια: τόπος και καταγωγής αλλά και διαμονής της μητέρας. Φεύγει από εκεί όπου είναι θαμμένος ο πατέρας (τον τόπο που σημαδεύεται από τον θάνατό του, στην ταινία βλέπουμε τον τάφο του) και πηγαίνει εκεί όπου η μητέρα είναι ζωντανή, χωρίς τον πατέρα. Όπως άλλωστε και η ίδια η μητέρα εγκατέλειψε τον πατέρα και πήγε στην αδερφή της, η οποία είχε μια άλλη εθνική ταυτότητα.

Η Αφροδίτη στο τέλος επιχειρεί να κάνει το ίδιο (με πρόσκληση της αδερφής της). Κατανοεί ότι είναι αδύνατο να γεμίσει και να νοηματοδοτήσει με την παρουσία της καινά σύμβολα και σε μια ύστατη προσπάθεια σωτηρίας καταστρέφει τη ντουλάπα, αφού πρώτα κοιτάει το πρόσωπό της στον καθρέφτη της, προσπαθώντας να βρει στην αντανάκλασή του το πρόσωπο της μητέρας.
Η Αφροδίτη δεν καταφέρνει όμως να ξεκόψει από έναν κόσμο τον οποίο έχει επενδύσει με τα συναισθήματά της. Μέχρι τελευταία στιγμή οραματίζεται την αλλαγή του. Και όταν η Σλάβιτσα βάζει άθελά της φωτιά στο σπίτι η Αφροδίτη, η οποία δεν έχει τη δύναμη να τη σώσει, πεθαίνει μαζί της.

Τελικά η ελπίδα που διαφαίνεται στην ταινία είναι η φυγή. Όχι μόνο με την έννοια της φυγής στο χώρο, όσο κυρίως με την έννοια μιας αναζήτησης που εκτυλίσσεται τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο. Μιας αναζήτησης που προϋποθέτει την ψυχική ικανότητα της εγκατάλειψης όλων αυτών των στοιχείων που προσδένουν σε ένα παρόν και σε ένα τόπο που βαδίζει στο θάνατο. Αυτό που μας προτείνει η ταινία είναι η εγκατάλειψη του έθνους για να αναζητήσουμε μια πατρίδα που είναι αλλού, πέραν του έθνους (και πριν από το έθνος). Στο σύγχρονο κόσμο, στον οποίο ο πατέρας κυρίαρχος και προστάτης έχει πεθάνει, ο τόπος του έθνους είναι  ο τόπος του θανάτου. Η ταινία προτείνει την αναζήτηση άλλων τόπων και την συγκρότηση άλλων ταυτοτήτων (απ’ τη μεριά της μητέρας, μπορούμε να πούμε), που θα επιτρέπουν την ανθρώπινη επικοινωνία. Αυτός ο προβληματισμός είναι ιδιαίτερα χρήσιμος, άσχετα από το πώς ο καθένας μας και η καθεμιά μας θα εξειδικεύσει τους όρους αυτής της αναζήτησης. Το βέβαιο είναι ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τον τόπο του πεθαμένου πατέρα, εάν δεν θέλουμε να μας πάρει μαζί του στο θάνατο…
 


Οι Τρεις Αδερφές στην Έρημη Χώρα

«Ο πατέρας πέθανε πριν ένα χρόνο, ακριβώς σαν σήμερα..» Έτσι αρχίζει το θεατρικό έργο του Τσέχωφ Οι Τρεις Αδελφές, ένα έργο που νομίζω πως αποτέλεσε μια από τις λογοτεχνικές πηγές και επιρροές του I’am from Titov Veles. Δεν θα μείνω περισσότερο σ’ αυτή τη σύγκριση, παρά μόνο για να επισημάνω ένα σημείο που θεωρώ ενδιαφέρον. Ένα στοιχείο που η Teona Mitevska παίρνει από το θεατρικό έργο και το αναπλάθει, είναι η ατμόσφαιρα της συνεχούς φθοράς και η απελπισμένη προσπάθεια φυγής. Όμως ενώ στο έργο του Τσέχωφ, αυτή η φθορά παίρνει τη μορφή της ανίας και της διάλυσης της θέλησης των ηρώων, στο ταινία της Mitevska έχει άγρια χαρακτηριστικά. Η διαφορά νομίζω πως έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα δύο έργα εστιάζουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους.

Στον Τσέχωφ πρόκειται για τους μικροαστούς μιας επαρχιακής πόλης, οι οποίοι βλέπουν τον κόσμο τους να παρακμάζει, απειλώντας να τους παρασύρει στην παρακμή του. Αναδύεται όμως ταυτόχρονα η προοπτική ενός άλλου κόσμου, άμεσα ορατού και απτού. Είναι ο κόσμος της εργασίας. Η ελπίδα υπάρχει, αρκεί να απλώσουν τα χέρια τους προς αυτήν.

Αντίθετα στον κόσμο της Mitevska, αυτό που βουλιάζει και απειλεί να χαθεί είναι ο ίδιος ο κόσμος της εργασίας. Γι’ αυτό και η αντίδραση των ηρώων της ταινίας (που ανήκουν στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα) παίρνει την μορφή της άγριας αναζήτησης, του αλληλοσπαραγμού και του βίου θανάτου. Η ελπίδα όμως μπορεί να έρθει μόνο από τους ίδιους, όσο μακρινή και αν είναι.
Οι ήρωες του Τσέχωφ μπορούν να οραματίζονται έναν κόσμο που έρχεται. Οι οραματισμοί των ηρώων της Mitevska, μπλεγμένοι με τον εφιάλτη, δεν έχουν καμιά προοπτική. Ο ανθρωπισμός του Τσέχωφ δεν έχει θέση στον κόσμο της Mitevska.

Το άλλο λογοτεχνικό κείμενο με το οποίο συνομιλεί η ταινία είναι η Έρημη Χώρα του Έλιοτ. Εδώ μπορούμε να βρούμε περισσότερες σχέσεις και δάνεια. Ως ένα βαθμό η ταινία χρησιμοποιεί πολλά από τα μοτίβα του ποιητικού έργου: η φθορά και η παρακμή του τοπίου έχει την ίδια ένταση, καθώς και στο έργο του Έλιοτ αφορά σε ένα αστικό βιομηχανικό περιβάλλον. Και στα δύο έργα ο κόσμος σημαδεύεται από έναν αμετάκλητο θάνατο (του πατέρα στην ταινία, του θεού στο ποίημα). Ο έρωτας εκφυλίζεται σε επώδυνη σεξουαλική συναλλαγή. Και στην Έρημη Χώρα δεν υπάρχει ζωή και γονιμότητα (δεν βρέχει, οι γυναίκες δεν γεννάνε). Στην ταινία της Mitevska υπάρχει ακόμα και η τρυφερή μορφή της υακίνθινης κοπέλας της Έρημης Χώρας (είναι η Αφροδίτη που μαζεύει αγρολούλουδα), η οποία όμως δεν μπορεί να φέρει την ελπίδα. Το «ανύπαρκτο Άστυ» του ποιήματος γίνεται στην ταινία η πόλη που έχασε το όνομά της. Ίσως ακόμα και το τέλος της ταινίας να αποτελεί μια συμπύκνωση δύο διαφορετικών μοτίβων του ποιήματος: τον θάνατο από φωτιά και τον λόγο του κεραυνού (αξίζει να επισημάνουμε ότι το στοιχείο της πυρκαγιάς υπάρχει και στις Τρεις Αδελφές του Τσέχωφ).

Κάποιες αδυναμίες

Κλείνοντας θα ήθελα να σχολιάσω σύντομα κάποιες αδυναμίες της ταινίας. Η μία είναι η χρήση των συμβολισμών, που πολλές φορές είναι υπερβολικοί και νομίζω πως «δεν δένουν». Είναι η περίπτωση των δύο πρώτων οραμάτων της Αφροδίτης.

Η άλλη αδυναμία αφορά στην πολιτική προοπτική που αναδεικνύεται από την ταινία. Ο θάνατος του πατέρα που συγκροτούσε την ταυτότητά μας, επιβάλλει την αναζήτηση μιας άλλης ταυτότητας και ενός άλλου τρόπου επικοινωνίας, που για την Mitevska μπορεί να γίνει προς την μεριά της μητέρας (πριν την υπαγωγή της στην πατρική εξουσία). Σ’ αυτό το σημείο όμως νομίζω πως υπάρχει το εξής ζήτημα: ο προβληματισμός αυτός εξακολουθεί να παραμένει εγκλωβισμένος στην κατασκευασμένη πολικότητα του αρσενικού και του θηλυκού, του πατέρα και της μητέρας (που αντιστέκεται στον πατέρα). Η άρνηση της μητέρας να υποταχθεί δεν σημαίνει και μια επαναδιαπραγμάτευση αυτών των ίδιων των ρόλων του άντρα (πατέρα) και της γυναίκας (μητέρας). Τα σύμβολα εξακολουθούν να έχουν την ίδια ισχύ, έστω και αποσυνδεδεμένα. Έτσι όμως κουβαλάνε στο εσωτερικό τους την ίδια δομή που καθορίζει και τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται (δηλ. την υποταγή του θηλυκού στο αρσενικό).

Πρόκειται για ένα αδιέξοδο που στην ταινία εμφανίζεται με την αδυναμία να προσεγγιστεί με έναν τρόπο πιο περίπλοκο η αντρική παρουσία. Οι άντρες είναι μόνο νεκροί ή ανίκανοι να ξεπεράσουν τα αποτελέσματα της ανικανότητάς τους να αναπαραστήσουν τον ρόλο του πατέρα. Σ’ αυτό, ταινία πάσχει από φορμαλισμό.

Όμως αξίζει να τη δούμε και να προβληματιστούμε, ακόμα και για τις αδυναμίες της.

Κώστας Κ

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Αφήστε μήνυμα