Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Αγάλματα, έπαθλα και χιλίαρχοι: ο Σπινόζα και η επικαιρότητα



Με αφορμή τις προσφατές δηλώσεις του Θάνου Τζήμερου περί «απολίτιστων Μουσουλμάνων που δεν έχουν βγάλει φιλοσόφους όπως ο Σπινόζα», δημοσιεύουμε ένα εκτενές απόσπασμα από παλιότερο κείμενο του Άκη Γαβριηλίδη για τις θέσεις του Σπινόζα σχετικά με το κράτος, τη μετανάστευση και την ιδιότητα του πολίτη

Του Άκη Γαβριηλίδη

Μετανάστευση και ιδιότητα του πολίτη

Ένα από τα πολλά χωρία όπου διατυπώνεται η μέριμνα του Σπινόζα για την ορθή αναλογία είναι και η παρ. 11 του κεφ. 8 της Πολιτικής Πραγματείας:

πρέπει να αναζητηθεί ένας τρόπος με τον οποίο η εξουσία να μην περνά σιγά σιγά στα χέρια λιγότερων ανθρώπων, αλλά αντίθετα ο αριθμός τους να αυξάνει σε αναλογία με την αύξηση του ίδιου του κράτους.

Η αμέσως επόμενη παράγραφος είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και την παραθέτω στο σύνολό της (με κάποιες περικοπές), για λόγους που θα εξηγήσω αμέσως κατωτέρω:

Για την επίτευξη του πρώτου, όμως [της ορθής αναλογίας αρχόντων/ αρχομένων, σ.σ.], γεννιέται μια μέγιστη δυσκολία από το φθόνο. Και νομίζω ότι έτσι συμβαίνει τα δημοκρατικά κράτη να μεταβάλλονται σε αριστοκρατικά και αυτά, τέλος, σε μοναρχικά: όταν ένα πλήθος αναζητά νέο χώρο εγκατάστασης και, τελικά, τον βρίσκει και αρχίζει να τον καλλιεργεί, διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα της ίσης κυριαρχίας. Αλλά παρόλο που ο καθένας από αυτούς κρίνει δίκαιο να έχει ως προς τον άλλο το ίδιο δικαίωμα, που έχει και ο άλλος ως προς αυτόν, ωστόσο θεωρεί ότι είναι άδικο να έχουν οι ξένοι, οι οποίοι συρρέουν στη χώρα τους, το ίδιο με αυτούς δικαίωμα σε ένα κράτος για το οποίο αυτοί αγωνίστηκαν και κοπίασαν. Αυτό βέβαια ούτε οι ξένοι το αρνούνται• διότι αυτοί μεταναστεύουν όχι φυσικά για να κυβερνήσουν, αλλά για να φροντίσουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα … Αλλά στο μεταξύ το πλήθος αυξάνει από τη συρροή των ξένων, οι οποίοι σιγά σιγά υιοθετούν τα ήθη της φυλής αυτής, μέχρι που, τελικά, δεν διακρίνονται από καμία άλλη διαφορά, εκτός μόνο από το ότι στερούνται το δικαίωμα να καταλάβουν αξιώματα• και όσο ο αριθμός τους καθημερινά αυξάνει, ο αριθμός των πολιτών αντίθετα για πολλούς λόγους μειώνεται• και έτσι σιγά σιγά η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων, και τελικά, μέσω διασπάσεων, στα χέρια ενός.

Η παράγραφος αυτή λοιπόν εκκινεί από το στοιχείο του φθόνου, το οποίο ουδείς χρησιμοποιεί σήμερα -όπως εξάλλου και την ίδια τη θεωρία περί παθών στο σύνολό της- προκειμένου να ερμηνεύσει τα πολιτικά φαινόμενα. Με βάση αυτό, όμως, ο Σπινόζα καταλήγει να διατυπώσει μια εντυπωσιακής επικαιρότητας συσχέτιση μεταξύ οικονομικής μετανάστευσης και δημοκρατίας -ακριβέστερα, περιορισμού ή απειλής περιορισμού της δημοκρατίας• θεματοποιεί δηλαδή ένα φαινόμενο ιδιαίτερα σύγχρονο, στο οποίο βρίσκουμε καθημερινώς αναφορές στην ειδησεογραφία.

Σε κάποιες από τις διαθέσιμες αναφορές μεταξύ άλλων καταγγέλλονται δωροδοκίες αστυνομικών υπαλλήλων, προκειμένου αυτοί να χορηγήσουν την υπηκοότητα του κράτους υποδοχής σε μη νομιμοποιούμενους προς τούτο αλλοδαπούς . Αξίζει να αναφέρουμε ότι στην Πολιτική Πραγματεία έχει ληφθεί υπόψη ακόμη και αυτό το πολύ ειδικό ενδεχόμενο και υπάρχει μία σαφής τοποθέτηση υπέρ της επιεικούς αντιμετώπισής του:

΄Οσοι όμως γεννήθηκαν και ανατράφηκαν από αλλοδαπούς γονείς μέσα στο κράτος, θα μπορούν να αποκτήσουν τα δικαιώματα του πολίτη και να εγγραφούν στους καταλόγους κάποιας φυλής καταβάλλοντας ένα ορισμένο ποσό χρημάτων στους χιλιάρχους της φυλής αυτής. Ακόμα και αν κάποια φορά οι χιλίαρχοι δωροδοκηθούν και δεχθούν κάποιον ξένο μεταξύ των πολιτών της φυλής τους για ποσό μικρότερο από το καθορισμένο, αυτό καθόλου δεν θα βλάψει το κράτος• αντιθέτως, πρέπει να επινοούνται μέσα με τα οποία να μπορεί να αυξάνεται ευκολότερα ο αριθμός των πολιτών και να συρρέουν περισσότεροι άνθρωποι στην πολιτεία (6 § 32).

Στην παράγραφο λοιπόν αυτή ο Σπινόζα εισηγείται μια ανοιχτή πολιτική μετανάστευσης. Μεταξύ των δύο, δηλαδή μεταξύ της «εθνικής καθαρότητας» και της μεγαλύτερης πολιτικής ισχύος του κράτους, ως σημαντικότερο ιεραρχεί σαφώς το δεύτερο.

Κατ΄ αυτό τον τρόπο, τοποθετείται σε ένα ακόμη φλέγον θέμα της επικαιρότητας, για το οποίο γίνονται καθημερινώς αναφορές στον γραπτό και ηλεκτρονικό τύπο της Ελλάδας και ολόκληρης της Ευρώπης. Σε πολλές από τις αναφορές αυτές υπονοείται, ή και ρητώς δηλώνεται, μία προνομιακή σύνδεση των οικονομικών μεταναστών με το θέμα της εγκληματικότητας . Παρόμοιες αναφορές βέβαια μαρτυρούν μάλλον την επικαιρότητα του Τζον Λοκ παρά του Σπινόζα. Πράγματι, είναι γνωστό ότι ο εκ των θεμελιωτών του κτητικού ατομικισμού όριζε τη διατήρηση της ζωής, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας  ως κύριο σκοπό της ίδρυσης κράτους και ως βασικό κριτήριο προσανατολισμού της πολιτικής συμπεριφοράς.

Ως προς τη σκέψη περί προνομιακής σύνδεσης της εγκληματικότητας με συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών και, ειδικότερα, με τους πολίτες ορισμένης εθνικής καταγωγής, δεν υπάρχει ρητά διατυπωμένη θέση του Σπινόζα. Μια τέτοια θέση όμως θα μπορούσε ευχερώς να συναχθεί, κατ΄ αρχάς από τη γενική ορθολογική-υλιστική κατεύθυνση της θεωρίας του, αλλά και ειδικότερα από το συνδυασμό δύο συγκεκριμένων χωρίων του. Το πρώτο είναι η παρ. 2 του κεφ. 5 Π. Π.:

Η περιφρόνηση ή η παραβίαση των νόμων δεν πρέπει να καταλογιστούν τόσο στην πονηρία των υπηκόων, όσο στην κακή κατάσταση του κράτους• καθότι οι άνθρωποι δεν γεννιούνται πολίτες, αλλά γίνονται. […] Αν λοιπόν σε μια πολιτεία βασιλεύει μεγαλύτερη κακία και διαπράττονται περισσότερα εγκλήματα απ΄ ό,τι σε μια άλλη, αυτό σίγουρα πηγάζει από το γεγονός ότι η πολιτεία αυτή δεν προνόησε αρκετά για την ομόνοια και δεν νομοθέτησε με αρκετή σύνεση, συνεπώς oύτε απέκτησε το απόλυτο δικαίωμά της ως πολιτεία.

Εδώ απορρίπτεται η γενική ιδέα, κατά την οποία η διάπραξη εγκλημάτων μπορεί να αποδοθεί σε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που προσιδιάζει στους εγκληματούντες -είτε αυτό είναι η εθνική καταγωγή, είτε οποιοδήποτε άλλο.

Στο δεύτερο χωρίο, όμως, απορρίπτεται ακόμη περισσότερο η ίδια η ιδέα ότι η ένταξη σε κάποιο έθνος συνιστά ένα τέτοιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το οποίο να ανήκει σε όλα τα άτομα του εν λόγω έθνους και μόνο σε αυτά. Πρόκειται για το περίφημο 17ο κεφάλαιο της Θεολογικο-πολιτικής Πραγματείας και, ειδικότερα, το σημείο όπου ο Σπινόζα διερωτάται για τους λόγους της καταστροφής του εβραϊκού κράτους. Εκεί εξετάζει ως πιθανή απάντηση («ίσως κάποιος να ισχυριζόταν …») το ότι αυτή οφειλόταν στο ανυπότακτο πνεύμα του εβραϊκού λαού. «Η απάντηση όμως αυτή είναι παιδαριώδης», απαντά αμέσως ο ίδιος. «Γιατί άραγε ο λαός αυτός υπήρξε πιο ανυπότακτος απ΄ ό,τι άλλοι; Μήπως εκ φύσεως; Η φύση δεν δημιουργεί έθνη, αλλά άτομα».

Το θρησκευτικό/πατριωτικό μίσος

Εμπνεόμενος λοιπόν από τη νομιναλιστική κατεύθυνση της φιλοσοφίας του, μια κατεύθυνση δηλαδή προ-νεωτερική, ο Σπινόζα καταλήγει εδώ να διατυπώσει μια θέση που βρίσκεται απολύτως μέσα στη σύγχρονη συζήτηση περί έθνους• ειδικότερα, συμπίπτει με τις λεγόμενες κατασκευαστικές θεωρίες περί έθνους. Από την προαναφερθείσα τοποθέτηση συνάγεται ένα συμπέρασμα αντίθετο προς την αυθόρμητη άποψη υπό την οποία συνήθως βιώνεται η εθνική ένταξη, ακόμη και στην ύστερη νεωτερικότητά μας: το συμπέρασμα ότι τα έθνη είναι (ίσως όχι «τεχνητά», με την υποτιμητική έννοια που ενίοτε αποδίδεται στον όρο, αλλά πάντως) ιστορικές κατασκευές και, ακόμη περισσότερο, ότι δεν νοούνται παρά μόνο εντός του κράτους. Πράγματι, αν το gentis ingenium, ο ιδιαίτερος εθνικός χαρακτήρας, δεν είναι δεδομένος εκ φύσεως, τότε δεν μπορεί παρά να εμφανίζεται στην πολιτειακή κατάσταση, δηλαδή αφού έχει συσταθεί το κράτος. Αυτή η σύλληψη είναι εμφανής σε διατυπώσεις όπως : «Ένας συγκεκριμένος Εβραίος, αν θεωρηθεί μόνος του εκτός της κοινωνίας και του κράτους [των Εβραίων], δεν κατέχει, έναντι των υπολοίπων, κανένα δώρο του Θεού, ούτε υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ αυτού και ενός εθνικού».

Η διαφορά αυτή, ο σχηματισμός συγκεκριμένων φυλετικών/εθνικών ταυτοτήτων (και, ως εκ τούτου, ετεροτήτων) δεν προκύπτει παρά μόνο ως συνέπεια επίπονων ιστορικών διαδικασιών, ως προϊόν δικαιικών, εθιμικών και, σε μικρότερο βαθμό , γλωσσικών πρακτικών που είναι σύμφυτες με την ύπαρξη πολιτικών θεσμών. Πράγμα που μεταξύ άλλων σημαίνει και ότι δεν είναι δεδομένη για πάντα, αλλά παράγεται ανά πάσα στιγμή σε συνάρτηση με τη λειτουργία των αντίστοιχων μηχανισμών και των ενδεχόμενων μετασχηματισμών τους.

Συναντώντας λοιπόν από έναν άλλο δρόμο το πιο προωθημένο δίδαγμα που μπορεί να συναγάγει κανείς από την ορθολογική-εξισωτική τάση της νεωτερικής σκέψης και από τη βασική της παραδοχή ότι η φύση των ανθρώπων είναι κοινή, ο Σπινόζα διατυπώνει το προκλητικό, ιδίως για τους συμπατριώτες του, συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται κανενός είδους «εβραϊκή (ή ολλανδική, ιαπωνική κ.ο.κ.) ψυχή».

Περιττό να υπενθυμίσουμε ότι, στις δημόσιες αναφορές στο ζήτημα αυτό εκμέρους πολιτικών και, ιδίως, εκκλησιαστικών παραγόντων στην Ελλάδα, συντριπτικά κυρίαρχη είναι η ακριβώς αντίθετη άποψη, δηλ. η ύπαρξη μιας «ελληνικής ιδιοπροσωπίας».

Αυτοί λοιπόν που δίδουν την, κατά Σπινόζα, «παιδαριώδη απάντηση» στο ερώτημα τι συνιστά την ουσία ενός έθνους, είναι φυσικό να μεριμνούν ώστε το έθνος να αποκτά περισσότερα παιδιά -και οι ίδιοι πολυπληθέστερο ποίμνιο.

Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, όμως, που βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας, ιδιαίτερη σημασία αποκτά μια ακόμη πτυχή των αναλύσεων του Σπινόζα για το εβραϊκό κράτος: αυτή που εισάγει την έννοια του θεολογικού μίσους (το οποίο είναι «το φοβερότερο και το πλέον επίμονο από όλα τα είδη μίσους»).

Από έναν φιλόσοφο που έχει αναλύσει με τέτοιο τρόπο τα ανθρώπινα πάθη, δεν διαφεύγει φυσικά ότι αυτή η απόλυτη αφοσίωση προς την οικεία φυλή δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από έσχατη περιφρόνηση προς τις λοιπές φυλές• επιπλέον, βασιζόμενος στη διαπίστωση της σύμπτωσης μεταξύ θρησκευτικής και εθνικής ένταξης προκειμένου για το κράτος του Ισραήλ, ο Σπινόζα οδηγείται σε μία αρκετά πρώιμη ανάδειξη του μηχανισμού των εθν(ικιστ)ικών παθών. Σύμφωνα με την πολιτική λειτουργία του «θεοκρατικού συμφώνου» με το οποίο ιδρύθηκε το εβραϊκό κράτος, όλα ανεξαιρέτως τα υπόλοιπα έθνη ορίζονται δι΄ αυτού ως απόλυτοι εχθροί («εχθροί του Θεού»), για τους οποίους οφείλει κανείς να αισθάνεται «αδυσώπητο μίσος». Και καθώς, κατά την ίδια την ηθική θεωρία του, τα αισθήματα μίσους δεν αργούν να γίνουν αμοιβαία , ο Σπινόζα οδηγείται επίσης να καταστήσει αντικείμενο στοχασμού αυτό που ούτως ή άλλως είχε βιώσει ο ίδιος άμεσα : το μίσος κατά των Εβραίων.

Το θεολογικό/εθνικιστικό μίσος διευκολύνεται από το γεγονός ότι, αν και το gentis ingenium δεν υποκαθιστά την ατομική φύση των ανθρώπων, ωστόσο οι τελευταίοι, σύμφωνα με το μηχανισμό των παθών, αρχίζουν να ακολουθούν την ακατάσχετη τάση τους να σκέπτονται με universalia. Γενικεύουν έτσι τις μερικές εικόνες που σχηματίζουν για ένα ή για μερικά άτομα και τις αποδίδουν στο σύνολο στο οποίο (φαντάζονται ότι) τα άτομα αυτά ανήκουν. Και το αντίστροφο: αποδίδουν στα ιδιαίτερα άτομα, με τα οποία συναντώνται, την καθολική αυτή ιδέα που έχουν σχηματίσει για το σύνολο.

Αυτό μάλιστα συμβαίνει σε σχέση όχι μόνο με την natio, αλλά και με την έτερη από τις δύο «διφορούμενες ταυτότητες» , την classis. Πράγματι, προς επίρρωση ίσως του βασικού ισχυρισμού τού Nέγκρι, κατά τον οποίο η παρέμβαση του Σπινόζα στην πολιτική επηρέασε και μετασχημάτισε την ηθική του θεωρία , υπάρχει ένα τουλάχιστον θεώρημα στην Ηθική που αναφέρεται στην ίδια ακριβώς προβληματική με τις συγκεκριμένες αυτές αναλύσεις και δείχνει να αποτελεί τη μεταφορά τους στο επίπεδο της ηθικής θεωρίας: πρόκειται για το 46 του Γ΄ μέρους. Στο θεώρημα αυτό, οι δύο παραπάνω τρόποι παραγωγής τής υποκειμενικότητας, του ingenium, διασταυρώνονται με το βασικό ζεύγος παθών, με αποτέλεσμα να θεωρητικοποιούνται και οι τέσσερις δυνατοί συνδυασμοί που προκύπτουν, από την «ταξική αγάπη» ως το «εθνικό μίσος» . Και, από τη διατύπωσή του, γίνεται σαφές ότι, για τον Σπινόζα, τα συναισθήματα αυτά βασίζονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σε μια φαντασιακή μετατόπιση (ένα συμπέρασμα το οποίο ενισχύεται και από την απόδειξη του θεωρήματος ). Η μετατόπιση αυτή ακολουθεί το γνωστό μοντέλο του πρώτου είδους γνώσης , κατά το οποίο οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ατομικές ουσίες, αλλά νοούν τα πράγματα με βάση καθολικά ονόματα (nomina universalia).

Οι αρχιτέκτονες του πολέμου

Η μνεία του φαινομένου του μίσους και της εχθρότητας μεταξύ των εθνών, μας οδηγεί βεβαίως στη σκέψη του πολέμου -και των δυνάμεων που έχουν αποστολή να τον διεξάγουν.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ζήτημα αυτό καταλαμβάνει σημαντική θέση στην προβληματική των εκπροσώπων της θεοκρατίας -τόσο της αρχαίας εβραϊκής, όσο και της σύγχρονης . Θα ήταν χρήσιμο λοιπόν να αντιπαραβάλουμε το λόγο αυτό προς την αντίστοιχη τοποθέτηση του Σπινόζα.

Στα πολιτικά έργα του Σπινόζα, πολυάριθμες ενδείξεις καθιστούν «δια γυμνού οφθαλμού» ορατό πόσο σοβαρά υπολογίζει το ζήτημα του πολέμου ως σημαντική παράμετρο της κρατικής λειτουργίας. Αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο: από το φυσικό δίκαιο, η μόνη υποχρέωση του κράτους -όπως και κάθε ατόμου- είναι να διατηρήσει το Είναι του• βασικότατη απειλή για το Είναι των κρατών αποτελούν φυσικά οι πόλεμοι με άλλα κράτη. Πράγμα που ισχύει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αλλά ακόμη περισσότερο σε μία ασταθή ιστορική συγκυρία συνοριακών ανακατατάξεων και ανάδυσης νέων κρατών ή διάλυσης παλαιών, όπως η συγκυρία της βόρειας και δυτικής Ευρώπης κατά το 17ο αιώνα (ή της νότιας και ανατολικής κατά τα τέλη του 20ού).

Αντίθετα, εκείνο που υπ΄ αυτές τις συνθήκες αιφνιδιάζει στην ανάλυση του Σπινόζα είναι ακριβώς ότι αντιλαμβάνεται τη διάσταση του πολέμου ως πολύ πιο καθοριστική για τις σχέσεις που επικρατούν στο εσωτερικό της πολιτείας απ΄ ό,τι για τις σχέσεις της με άλλες πολιτείες. Με άλλα λόγια, ο Σπινόζα δεν αναγορεύει τα έθνη-κράτη σε απόλυτα, μη περαιτέρω αναλύσιμα υποκείμενα των πολιτικών -ούτε καν των διεθνοπολιτικών- εξελίξεων, οι οποίες θα ερμηνεύονταν έτσι με βάση ένα σχήμα «πάλης των εθνών» (ή π.χ. των «πολιτισμών»)• ενδιαφέρεται προηγουμένως, και πρωτίστως, για το πώς είναι συγκροτημένα αυτά τα υποκείμενα, ποιες σχέσεις κυριαρχούν στο εσωτερικό τους και πώς αυτές επιδρούν στον τρόπο ύπαρξης και δράσης τους. Με άλλη διατύπωση, ο πόλεμος τον ενδιαφέρει όχι μόνο ως διεθνικός, αλλά και ως εμφύλιος -εξάλλου, μεταξύ των δύο δεν διαπιστώνει καν την ύπαρξη στεγανής διάκρισης, αλλά μάλλον συνέχειας .

Η θέση περί επιστημολογικής προτεραιότητας των εσωτερικών έναντι των εξωτερικών συγκρούσεων διατυπώνεται κατ΄ αρχάς ρητά σε ένα εντυπωσιακό απόφθεγμα από την παρ. 6 του κεφ. 6 Π. Π.:

Είναι βέβαιο ότι μια πολιτεία κινδυνεύει πάντα περισσότερο από τους ίδιους τους πολίτες της παρά από τους εχθρούς της .

Είναι επίσης εμφανές ότι κατευθύνει την ανάλυσή του στην περίφημη παρ. 14 του κεφ. 9, μια παράγραφο που προσωπικά θεωρώ ως τη σημαντικότερη του όλου έργου. Από την άποψη που μας ενδιαφέρει εδώ, θα αναφερθώ σε μία μόνο πτυχή της πολυσύνθετης ανάπτυξης του εν λόγω χωρίου:

«Διότι αν είναι αλήθεια ότι, ενώ οι Ρωμαίοι διαβουλεύονται, χάνεται η Ζάκανθα, ωστόσο όταν από την άλλη μεριά για τα πάντα αποφασίζουν λίγοι σύμφωνα με τις διαθέσεις τους και μόνο, τότε χάνεται η ελευθερία και το κοινό καλό».

Στην πρόταση αυτή, ο Σπινόζα χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα από τους Καρχηδονιακούς πολέμους προκειμένου να μιλήσει για γεγονότα πολύ πιο πρόφατα. Τρία μόλις χρόνια πριν την έναρξη της συγγραφής τής Π. Π., είχε ανατραπεί βίαια η κυβέρνηση του Jan de Witt, ο οποίος μάλιστα είχε δολοφονηθεί από τον όχλο, μαζί με τον αδελφό του, και είχε επανέλθει η δυναστεία της Οράγγης. Οι αδελφοί ντε Βιτ είχαν ανέλθει στην εξουσία εκπροσωπώντας την παράταξη των «προεστών», δηλ. της νέας τάξης των εμπόρων, η οποία έτσι κεφαλαιοποίησε πολιτικά τη σημαντική οικονομική πρόοδο που είχε σημειώσει καθ΄ όλη την προηγούμενη περίοδο αλματώδους ανάπτυξης και διεθνούς επέκτασης του ολλανδικού κεφαλαίου.

Πρωτεργάτες και ιδεολογικοί κήρυκες της μοναρχικής παλινόρθωσης ήταν μεταξύ άλλων και οι προτεστάντες θεολόγοι, οι οποίοι είχαν κατορθώσει να οργανώσουν τις μάζες σε φιλομοναρχική κατεύθυνση. Για να το επιτύχουν αυτό, αφενός προσέφυγαν σε μια αντιπλουτοκρατική ρητορεία και, αφετέρου, κατηγόρησαν την «αστική δημοκρατία» (κατά τον όρο του Θέρμπορν• βλ. υποσημ. 40) για τη δυσμενή έκβαση της στρατιωτικής σύγκρουσης με τη Γαλλία κατόπιν της εισβολής του Λουδοβίκου του 14ου στις Ηνωμένες Επαρχίες.

Ο Σπινόζα έτρεφε συμπάθεια προς την παράταξη των προεστών, αλλά δεν ανήκε σε αυτούς, καθότι, όπως εκθέτει σαφώς στην ίδια αυτή παράγραφο της Π. Π., θεωρούσε ότι δεν ήταν αρκετά τολμηροί και δεν προχώρησαν σε μια ριζική αναδιαμόρφωση του όλου πολιτικού συστήματος, ως όφειλαν, αλλά περιορίστηκαν σε μια «κίνηση κορυφής», δηλ. την απλή εκδίωξη του μονάρχη . Σύντομα μετά την τραγική κατάληξη του εγχειρήματός τους, λοιπόν, ο Σπινόζα προσπαθεί να επεξεργαστεί νοητικά τα σύγχρονά του γεγονότα και, ειδικότερα, την πολιτική αξιοποίηση των «εθνικών θεμάτων» της Ολλανδίας, ή πάντως των ζητημάτων της άμυνας του κράτους, εκμέρους της εκκλησιαστικής δημαγωγίας. Χρησιμοποιεί λοιπόν αυτούσια μια φράση από τις ιστορίες του Τίτου Λίβιου , αλλά, με αυτή, καταλήγει να υποστηρίξει, εμμέσως πλην σαφώς, μια πολιτική και θεωρητική θέση που ακόμα και σήμερα -ίσως ακόμα περισσότερο σήμερα- ακούγεται προκλητική:

Στο αιώνιο δίλημμα της παραδοσιακής πολιτικής θεωρίας: «πολιτική διαβούλευση ή ταχύτητα στη λήψη της απόφασης;», οι οπαδοί της συγκεντρωτικής εξουσίας ανέκαθεν επέλεγαν, όπως είναι γνωστό, τον δεύτερο όρο του διλήμματος, με το γνωστό επιχείρημα ότι ο δημοκρατικός διάλογος μπορεί να είναι καλός ως ιδέα ή ως «ιδανικό», αλλά είναι και χρονοβόρος• έτσι, επειδή στις πιο κρίσιμες περιπτώσεις απαιτείται να ενεργήσει κανείς σύντομα, στην πράξη θα ήταν σκοπιμότερο η εξουσία να ανατεθεί σε έναν, προς χάριν της αποτελεσματικότητας.

Ο Σπινόζα, για να ανασκευάσει την άποψη αυτή, χρησιμοποιεί το ιδιοφυές επιχείρημα ότι, αν με την ενδεχόμενη κατάχρηση της διαβούλευσης (deliberatio) και την απουσία άμεσης αντίδρασης μπορεί να καταληφθεί από τον εχθρό ολόκληρη πόλη (δηλαδή να χαθεί ακόμη και ένα μέρος του κράτους), από την άλλη, με τη μεταβίβαση όλης της εξουσίας σε έναν ή σε λίγους, ο κίνδυνος είναι να χαθεί η κοινή ειρήνη και ασφάλεια των υπηκόων, πράγμα που τελικά ισοδυναμεί με την απώλεια ολόκληρου του κράτους – εφόσον αυτός είναι ο σκοπός για τον οποίο είναι συνεστημένο.

Με άλλα λόγια, διακηρύσσει ότι ιεραρχεί τη δημοκρατική εσωτερική οργάνωση του κράτους ως σημαντικότερη και από την εδαφική του ακεραιότητα!

Το προηγούμενο βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Σπινόζα αδιαφορεί για την άμυνα της πολιτείας. Αντιθέτως, όπως αναφέρθηκε, προβαίνει σε εκτενείς υποδείξεις για την ορθή οργάνωσή της στο τέλος της Πολιτικής Πραγματείας.

Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι η κατηγορηματική προτίμησή του υπέρ του στρατού πολιτών και όχι μισθοφόρων  και η συνηγορία υπέρ της βασικής αρχής με βάση την οποία άρχιζαν, από την εποχή εκείνη και εφεξής, να οργανώνονται οι σύγχρονοι εθνικοί στρατοί: τη συγκρότηση ενός στρατεύματος πολιτών (militia ex solis civibus) και, αντίστροφα, τη θέσπιση της εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας ως προϋπόθεσης για την κτήση της ιδιότητας του πολίτη.

Ήδη ο Μακιαβέλι υποδείκνυε στον ηγεμόνα να αποφεύγει τα μισθοφορικά ή βοηθητικά (=ανήκοντα σε άλλο ηγεμόνα) στρατεύματα διότι «όταν νικιούνται, βρίσκεται ηττημένος: όταν νικούν, παραμένει αιχμάλωτός τους». Ο Σπινόζα, απ΄ την πλευρά του, αντλεί τα εναντίον της λύσης αυτής επιχειρήματά του αποκλειστικά από την οπτική γωνία του πλήθους και από την προβληματική τού «φόβου των μαζών». Αναφερόμενος π.χ. στη συγκρότηση του εβραϊκού στρατού από τους πολίτες και στην απαγόρευση πρόσληψης μισθοφόρων από το εξωτερικό, επισημαίνει ότι αυτό συνέβαλε σημαντικά στον «περιορισμό της επιθυμίας των ηγεμόνων για κυριαρχία» [Principum libidinem coercendam] .

Για να επανέλθουμε στην δική μας επικαιρότητα, (εάν θεωρηθεί ότι είχαμε απομακρυνθεί απ΄ αυτήν), ας υπενθυμίσουμε ότι, μετά από μια μακρόχρονη ιστορική παρένθεση κατά την οποία η υπόδειξη περί στρατού πολιτών λίγο-πολύ εφαρμόσθηκε, στα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη, επανεμφανίζεται έντονη η τάση χρησιμοποίησης μισθοφόρων ή, όπως σήμερα αποκαλούνται, επαγγελματιών στρατιωτών.

Η απόρριψη της λύσης αυτής στο Σπινόζα βασίζεται σε μία μέριμνα ταυτόχρονα στρατιωτική και πολιτική. Πηγάζει δηλαδή από τη βασική του θέση ότι η εσωτερική διάσταση της σύγκρουσης έχει προτεραιότητα έναντι της εξωτερικής – ή, ακριβέστερα, ότι οι δύο βρίσκονται σε στενή διαπλοκή υπό την πρωτοκαθεδρία της πρώτης. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η κάτωθι διατύπωση από την προαναφερθείσα παράγραφο 12 του κεφ. 7:

Από τη στιγμή που οι πολίτες θα ανέχονταν την πρόσληψη μισθοφόρων στρατιωτών, θα βρίσκονταν πλήρως υποταγμένοι και θα έβαζαν τις βάσεις για ένα διαρκή πόλεμο• διότι το εμπόρευμα των ανθρώπων αυτών είναι ο πόλεμος, και τη μεγαλύτερη δύναμή τους την αποκτούν μέσα στις διχόνοιες και τις στάσεις.

Εδώ ο Σπινόζα υπονοεί ότι η προσφυγή σε επαγγελματίες στρατιώτες συνδέεται λογικά αφενός με μία πόλωση στο εσωτερικό της πολιτείας (διχόνοια, στάσεις) και, αφετέρου, με επεκτατικούς πολέμους. Πράγμα που απάδει απολύτως προς τα σπινοζικά «θεμέλια της πολιτείας», κατά τα οποία προβλέπεται ως γενική αρχή ότι «το σταθερότερο απ΄ όλα τα κράτη είναι εκείνο, που είναι τόσο ισχυρό ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τα δικά του αγαθά, όχι όμως και τόσο ώστε να εποφθαλμιά τα ξένα και που, γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο, προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να αποφύγει τον πόλεμο και να διαφυλάξει την ειρήνη» (Π. Π. 7 § 28).

Η σταθερή αυτή μέριμνα εκδηλώνεται και στην παρ. 7 του ίδιου κεφαλαίου, όπου ο Σπινόζα, αφού εκθέσει τον κατ΄ αυτόν επιβεβλημένο τρόπο οργάνωσης του συμβουλίου του μονάρχη, αναφέρει ως ένα από τα πλεονεκτήματά του «ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του συμβουλίου δεν θα έχει φιλοπόλεμη διάθεση, αλλά πάντα θα αγαπά και θα επιδιώκει την ειρήνη. Διότι ο πόλεμος, εκτός του ότι θα τους κάνει πάντα [ενν. τους συμβούλους - σ.σ.] να φοβούνται μήπως χάσουν τα αγαθά και την ελευθερία τους, θα τους επιβάλλει και νέα οικονομικά βάρη και, ακόμα, θα αναγκάζει τα παιδιά και τους συγγενείς τους, που ως τότε ασχολούνταν με τις οικιακές τους φροντίδες, να αρχίσουν να ασκούνται στα όπλα και να τρέχουν σε εκστρατείες, από τις οποίες το μόνο κέρδος που θα αποκομίσουν όταν γυρίζουν σπίτι θα είναι κάποιες αχρείαστες ουλές».

Κατά τα ανωτέρω, η διάκριση στρατός μισθοφόρων/στρατός πολιτών αντιστοιχεί απολύτως στη διάκριση τυραννία/ελεύθερη πολιτεία. Από πληθώρα άλλων διατυπώσεων της Πολιτικής πραγματείας επιβεβαιώνεται ότι, ως προς τις εξωτερικές επίσης σχέσεις της πολιτείας, η τυραννία φέρνει μαζί της τον (κυριολεκτικό, με στενή έννοια) πόλεμο – ή ενδεχομένως προεκτείνει προς τα έξω τον πόλεμο που ήδη εμπεριέχει στην εσωτερική της οργάνωση.

Οι πολυσχιδείς σχέσεις του «τετραγώνου των εννοιών» που σχηματίζουν τα ζεύγη πόλεμος/ειρήνη, εσωτερικό/εξωτερικό, καθώς και οι επιπτώσεις των σχέσεων αυτών στην πολιτική, συμπυκνώνονται σε μια χαρακτηριστική παράγραφο της Π. Π. στην οποία ο Σπινόζα αντιστρέφει το γνωστό ισχυρισμό του Χομπς ότι οι βασιλείς είναι οι καλύτεροι στρατάρχες  και τον μεταβάλλει σε επιχείρημα κατά και όχι υπέρ της μοναρχίας:

«Το να εκλέγεται, όπως κάνουν πολλοί, ένας βασιλιάς ενόψει του πολέμου, με τη σκέψη δηλαδή ότι οι βασιλείς μπορούν να διεξάγουν με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία έναν πόλεμο, είναι καθαρή ανοησία• διότι έτσι, προκειμένου να επιτύχουν στον πόλεμο, επιλέγουν να είναι σκλάβοι στην ειρήνη. Αν βέβαια μπορούμε να μιλάμε για ειρήνη σε ένα κράτος, στο οποίο η υπέρτατη εξουσία, μόνο και μόνο εξαιτίας του πολέμου, έχει μεταφερθεί σε έναν, ο οποίος μάλιστα δεν μπορεί να αποδείξει το πόσο ανδρείος και πόσο πολύτιμος για όλους είναι παρά μόνο στον πόλεμο. Ενώ αντίθετα το δημοκρατικό κράτος έχει αυτό το κύριο χαρακτηριστικό: ότι οι αρετές του αξίζουν περισσότερο σε καιρό ειρήνης παρά σε καιρό πολέμου».

Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις ανωτέρω σχέσεις και επιπτώσεις σε δύο βασικές ομαδοποιήσεις, εντάσσοντας στο σχήμα και όσα προέκυψαν κατά τις προηγούμενες ενότητες:

Υπάρχει ένα σαφές νήμα το οποίο διαπερνά και συστοιχίζει στον έναν πόλο τις έννοιες στρατός πολιτών – ελεύθερο πλήθος – αγάπη της ελευθερίας (και, γενικά, πάθη της Χαράς) – ειρήνη (εσωτερικά, ως ένωση των ψυχών και συλλογικότητα. εξωτερικά, ως εξάλειψη της επιθετικότητας προς άλλες πολιτείες) – δημοκρατικό κράτος. Στον άλλο πόλο, αντίστοιχα, τοποθετούνται οι έννοιες στρατός μισθοφόρων – υποταγμένο πλήθος – φόβος του θανάτου (και, γενικά, πάθη της Λύπης) – πόλεμος (=εσωτερικά φθόνος, ανταγωνισμός, απομόνωση• εξωτερικά ροπή προς τον διαπολιτειακό πόλεμο) – τυραννία.

Για λόγους συντομίας, έχουν απαλοιφθεί οι υποσημειώσεις του κειμένου. Δείτε εδώ ολόκληρο το κείμενο κι εδώ τις σχετικές δηλώσεις του Θάνου Τζήμερου

Πηγή: rednotebook

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Αφήστε μήνυμα