Ποιος φοβάται το Ιράν;
Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έχει αναδειχτεί σήμερα στο βασικό αντικείμενο της διαμάχης με τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το Ισραήλ. Πρόκειται για μια σοβαρή διαμάχη, η οποία κλιμακώνεται και οξύνεται, καθιστώντας το ενδεχόμενο της πολεμικής σύγκρουσης κάτι περισσότερο από πιθανό. Στην πραγματικότητα όμως το πυρηνικό πρόγραμμα, αποτελεί ένα μόνο από τα αντικείμενα μιας γενικότερης σύγκρουσης, η οποία προκύπτει από μια σειρά αντιτιθέμενων συμφερόντων, συνδέεται με πολλές πτυχές της πολιτικής των εμπλεκόμενων χωρών και οι ιστορικές της ρίζες πηγαίνουν πολλά χρόνια πίσω.
Στα ελληνικά ΜΜΕ (τα οποία αντιγράφουν και αναπαράγουν τις ερμηνείες των αμερικανικών και των άλλων ευρωπαϊκών ΜΜΕ) κατασκευάζεται συστηματικά μία εικόνα, σύμφωνα με την οποία, το θεοκρατικό καθεστώς επιδιώκει να καταστήσει το Ιράν μια πυρηνική δύναμη, απειλή για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή και ένα ισχυρό κέντρο οργάνωσης της παγκόσμιας τρομοκρατίας, την οποία μάλιστα θα ενισχύσει με πυρηνικά όπλα. Εάν το Ιράν αποκτήσει πυρηνικά όπλα, το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού πολέμου στην Μέση Ανατολή θα είναι ένας διαρκής εφιάλτης και ο λαός του Ισραήλ θα ζει συνεχώς υπό το φόβο μιας πυρηνικής επίθεσης. Οι εικόνες αυτές συνθέτουν μία καρικατούρα του Ιράν, κατασκευάζοντας έναν δαιμονικό αντίπαλο, η φύση του οποίου δεν αφήνει άλλα περιθώρια αντιμετώπισης, παρά μόνο τον πόλεμο.
Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν
Στην πραγματικότητα το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ξεκίνησε από την εποχή του σάχη. Τότε, οι ΗΠΑ και η Γερμανία προμήθευσαν το φιλικό προς τον δυτικό ιμπεριαλισμό καθεστώς του σάχη με τεχνογνωσία και εγκαταστάσεις για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας. Όμως μετά την επανάσταση του 79, οι εργασίες σταμάτησαν, καθώς οι δυτικοί πυρηνικοί επιστήμονες έφυγαν από τη χώρα, ενώ κατά τη διάρκεια του ιρανο-ιρακινού πολέμου η ιρακινή αεροπορία βομβάρδισε επανειλημμένα τις πυρηνικές εγκαταστάσεις στο Μπουσέρ και σε μεγάλο βαθμό τις αχρήστευσαν.
Παρ” όλ” αυτά όμως οι έρευνες για παραγωγή πυρηνικής ενέργειας δεν σταμάτησαν και οι προσπάθειες ξανάρχισαν με εντατικούς ρυθμούς από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 (σε συνεργασία με τη Ρωσία και την Κίνα, ίσως -και μυστικά- και με το Πακιστάν), εγείροντας αυτή τη φορά έντονες αντιδράσεις κυρίως από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, αλλά και από τις χώρες της ΕΕ. Το βασικό επιχείρημα αυτών των αντιδράσεων είναι ότι το Ιράν επιδιώκει να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα.
Το Ιράν από την πλευρά του υποστηρίζει ότι στόχος του είναι η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας για “ειρηνικούς σκοπούς” και φροντίζει να το δηλώσει αυτό με κάθε τρόπο. Οι θρησκευτικοί ηγέτες έχουν εκδώσει θρησκευτικές αποφάσεις (οι θρησκευτικές αποφάσεις είναι είναι για το Ιράν κάτι αντίστοιχο με τις επίσημες δηλώσεις των αρχηγών κρατών, προέδρων ή πρωθυπουργών), σύμφωνα με τις οποίες η κατοχή και η χρήση πυρηνικών όπλων θεωρείται κάτι ασύμβατο με τις αρχές του Ισλάμ και καταδικάζεται ως αμαρτία (χαράμ). Επίσης το Ιράν έχει αποδεχτεί τους διεθνείς κανονισμούς για την μη διάδοση πυρηνικών όπλων και έχει επιτρέψει στους ειδικούς της ΔΥΑΕ (Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας) να κάνουν ελέγχους στις εγκαταστάσεις του Ιράν για να διαπιστώσουν ότι δεν γίνονται έρευνες για την παραγωγή πυρηνικών όπλων. Οι εκθέσεις της ΔΥΑΕ για το Ιράν διαπιστώνουν ότι τέτοιες έρευνες δεν γίνονται, αλλά αποφαίνονται, ότι η τεχνογνωσία για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας για “ειρηνικούς σκοπούς”, θα επιτρέψει στο Ιράν να αποκτήσει (με αργούς ή γρήγορους ρυθμούς) και την τεχνογνωσία για την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Καθώς οι διεθνής πιέσεις εντείνονται εναντίον του Ιράν, οι έλεγχοι της ΔΥΑΕ γίνονται όλο και πιο απαιτητικοί και οι ελεγκτές απαιτούν να επισκεφτούν και να ελέγξουν στρατιωτικές εγκαταστάσεις στις οποίες θα μπορούσαν να γίνουν πυρηνικές δοκιμές. Το Ιράν αρνείται να επιτρέψει ελέγχους σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, προβάλλοντας το (από κάθε άποψη αληθοφανές) επιχείρημα, ότι τέτοιου είδους έλεγχοι υπονομεύουν την αμυντική ικανότητα της χώρας.
Από την άποψη λοιπόν της διεθνούς νομιμότητας την οποία επικαλούνται οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και η ΕΕ για να επιβάλλουν κυρώσεις και να καλλιεργούν πολεμικό κλίμα εναντίον του Ιράν, δεν υπάρχει παραβίαση διεθνών κανόνων, ούτε και άρνηση συνεργασίας του Ιράν με διεθνείς οργανισμούς. Οι αντιδράσεις αφορούν στις προθέσεις του Ιράν και όχι στις σημερινές του ενέργειες.
Οι ισχυρισμοί της ιρανικής κυβέρνησης, ότι επιδιώκει την απόκτηση πυρηνικής ενέργειας για “ειρηνικούς σκοπούς” δεν είναι προσχηματικοί, ασχέτως των άδηλων προθέσεών της. Η επιδίωξη ενεργειακής αυτάρκειας ήταν ένας από τους στόχους και του καθεστώτος του σάχη. Έκτοτε και μετά την επανάσταση του 79, ο συνεχής αποκλεισμός σε πολλά βιομηχανικά είδη που επιβλήθηκε στο Ιράν, το εμποδίζει να εκσυγχρονίσει την πετρελαϊκή του βιομηχανία ώστε να αυξηθεί η παραγωγή και να καλύψει ενεργειακές του ανάγκες. Από αυτή την άποψη, η πυρηνική ενέργεια είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του ιρανικού καπιταλισμού.
Φυσικά, η τεχνογνωσία που θα αποκτηθεί παράγοντας πυρηνική ενέργεια θα μπορέσει να αποτελέσει στο μέλλον τη βάση για την παραγωγή και πυρηνικών όπλων (και τίποτα δεν αποκλείει να είναι αυτό μέσα στις προθέσεις της ιρανικής άρχουσας τάξης). Εντούτοις όμως, η κατασκευή πυρηνικών όπλων δεν αποτελεί απλώς την τεχνολογική αναβάθμιση της ικανότητας μιας χώρας, αλλά μία σοβαρή πολιτική απόφαση, η οποία καθορίζεται από τις συνθήκες που επικρατούν σε διεθνές επίπεδο, από τις σχέσεις και το ρόλο αυτής της χώρας στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα και από τον συνυπολογισμό των θετικών και αρνητικών επιπτώσεων που θα προκύψουν. Το βήμα από την πυρηνική ενέργεια στα πυρηνικά όπλα δεν γίνεται αυτόματα (η Ιαπωνία για παράδειγμα παράγει πυρηνική ενέργεια, αλλά δεν έχει πυρηνικά όπλα), όπως δεν γίνεται αυτόματα και το βήμα από την πολιτική στην “πολιτική με άλλα μέσα”, δηλαδή στον πόλεμο. Η πιθανότητα να επιδιώξει το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα θα προκύψει από την ακόμα μεγαλύτερη όξυνση των σχέσεών του με τις ΗΠΑ και την ΕΕ και από την αναβάθμιση της στρατιωτικής δράσης του Ισραήλ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Άρα πρόκειται για μία πιθανότητα που καθορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι πολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις του Ιράν και των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών την περιοχή. Οι επιδιώξεις αυτές συνθέτουν τα χαρακτηριστικά ενός οικονομικοπολιτικού πλαισίου σχέσεων και διαφορών, η καταγωγή του οποίου πηγαίνει τριάντα περίπου χρόνια πίσω, στην εποχή της ιρανικής επανάστασης και του πολέμου του Ιράκ με το Ιράν, και το οποίο έχει ανατροφοδοτηθεί και διαφοροποιηθεί στη συνέχεια από τα παγκόσμιας σημασίας πολεμικά και στρατιωτικά γεγονότα που συντελέστηκαν στο χώρο της Μέσης Ανατολής, καθώς και από τις εξελίξεις μέσα στο Ιράν.
Ο “αντιιμπεριαλισμός”
της ιρανικής άρχουσας τάξης
Το “σπάσιμο” του κρίκου του Ιράν από την παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα το 1979 είχε τεράστιες συνέπειες για ολόκληρη την Μέση Ανατολή. Μία χώρα η οποία μέχρι τότε ήταν από τους βασικότερους συμμάχους των ΗΠΑ και του Ισραήλ, “ξαφνικά” μετατράπηκε σε επικίνδυνο αντίπαλο, ο οποίος την πρώτη περίοδο απειλούσε να γενικεύσει το παράδειγμα μιας “επιτυχημένης” ρήξης με τις ΗΠΑ σε ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο. Εξάλλου τότε ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί απειλούσε να εξάγει την επανάσταση και σε άλλες χώρες. Οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και οι άρχουσες τάξης στον μουσουλμανικό κόσμο, από το Πακιστάν μέχρι τη Δυτική Αφρική, έβλεπαν να συγκροτούνται σιιτικές αλλά και σουνιτικές ομάδες, οι οποίες ήθελαν να ακολουθήσουν “το δρόμο του Ιμάμη Χομεϊνί”. Η κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη από μία φοιτητική ισλαμιστική ομάδα (με εντολή του Χομεϊνί) καθιστούσε σαφείς τις προθέσεις της ιρανικής μετεπαναστατικής ηγεσίας για την πολιτική που σκόπευε να ακολουθήσει απέναντι στις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, οι αντιιμπεριαλιστικές απειλές του Χομεϊνί, αποσκοπούσαν αποκλειστικά και μόνο στην ισχυροποίηση στην ηγεσία της χώρας, της δεξιάς ισλαμιστικής πτέρυγας της επανάστασης και στην εξάλειψη των αριστερών πτερύγων της (κοσμικές ή ισλαμιστικές). Ο πόλεμος που εξαπέλυσε το Ιράκ εναντίον του Ιράν το ’81 με την υποστήριξη των ΗΠΑ, αποσκοπούσε κυρίως στο να επαναφέρει το Ιράν στο δυτικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο (πράγμα το οποίο ήταν και η επιδίωξη του μεγαλύτερου τμήματος της ιρανικής αστικής τάξης που επλήγη από την επανάσταση) και επίσης ήταν μια προσπάθεια υλοποίησης των επεκτατικών διαθέσεων της ιρακινής άρχουσας τάξης (η οποία επιπλέον ήθελε να αποτρέψει τον κίνδυνο επανάστασης της σιιτικής πλειονότητας της χώρας – στα πρότυπα της ιρανικής επανάστασης). Καμιά χώρα της Μέσης Ανατολής δεν απειλούνταν από το Ιράν του Χομεϊνί, ούτε καν το Ισραήλ, για το οποίο ο βασικός εχθρός ήταν εκείνη την περίοδο σύμμαχος του συμμάχου του, δηλαδή το Ιράκ. Γι” αυτό και το Ισραήλ, μυστικά υποστήριξε το Ιράν στον ιρακινο-ιρανικό πόλεμο.
Το Ιράν βγήκε οικονομικά κατεστραμμένο από το δεκαετή πόλεμο (ο οποίος ήταν εξαιρετικά πολύνεκρος) και οικονομικά αποκλεισμένο από την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Όμως λίγα μόλις χρόνια μετά τον τερματισμό του πολέμου, ο αντίπαλος και ανταγωνιστής του στην περιοχή βρέθηκε στο στόχαστρο του δυτικού ιμπεριαλισμού για μια ολόκληρη περίοδο που ξεκίνησε από το 1991 και διαρκεί μέχρι σήμερα. Το Ιράκ, μετά την εικοσαετή επίθεση που έχει δεχτεί από τον δυτικό ιμπεριαλισμό, έχει πάψει πια να είναι η τοπική στρατιωτική και οικονομική δύναμη που υπήρξε την περίοδο του ’70 και του ’80. Έτσι όμως εξουδετερώθηκε ένας από τους βασικούς ανταγωνιστές του Ιράν, δημιουργώντας για το τελευταίο ευκαιρίες να καλύψει το κενό που άφησε στην περιοχή η παρακμή του Ιράκ. Στον συσχετισμό των δυνάμεων στην Μέση Ανατολή ο ρόλος του Ιράν αναβαθμίστηκε τόσο, όσο να υποχρεώνει τους Αμερικανούς να το παίρνουν υπ” όψη τους στους σχεδιασμούς των πολιτικών τους στην περιοχή, ακόμα και στους στρατιωτικούς τους σχεδιασμούς. Οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να διαπραγματευτούν με τις ιρανικές μυστικές υπηρεσίες για την εξομάλυνση της κατάστασης στο κατεχόμενο Αφγανιστάν και στο κατεχόμενο Ιράκ. Οι συμφωνίες αυτές δείχνουν και τα όρια της αντιιμπεριαλιστικής διάθεσης της ιρανικής άρχουσας τάξης και του κράτους της.
Μέσα στο Ιράν ο “αντιιμπεριαλισμός” αποτελεί κάτι σαν επίσημο δόγμα, διανθισμένος με αναφορές στο Ισλάμ και στον μάρτυρα – ιμάμη Χουσεΐν (κεντρική μορφή της σιιτικής εκδοχής του Ισλάμ). Ο “αντιιμπεριαλισμός” ως στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας στο Ιράν συνδέεται κυρίως με τις πολιτικές πρακτικές που χρησιμοποιεί το ιρανικό κράτος για να πειθαρχεί τις υποτελείς τάξης και να καταστέλλει τις αντιδράσεις τους. Γιατί στην πραγματικότητα, μετά τη λήξη του ιρακινο-ιρανικού πολέμου, όλες οι πτέρυγες του πολιτικού κατεστημένου στο Ιράν έχουν ως μία από τις βασικές τους επιδιώξεις την εξομάλυνση των σχέσεών τους με τη “Δύση”. Οι διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική (οι οποίες φυσικά διαπλέκονται και με τις διαφορές τους για την μορφή και το ρόλο του κράτους και αντανακλούν φάσεις του ταξικού συσχετισμού της ιρανικής κοινωνίας), έχουν κυρίως να κάνουν με τον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθεί η εξομάλυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, με τις επιμέρους συμμαχίες που πρέπει ή δεν πρέπει να γίνουν και με τον βαθμό πυγμής και υποχωρητικότητας που θα επιδείξει το ιρανικό κράτος.
Το Ιράν στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού
Η πτέρυγα των ισλαμιστών που ανήλθε στην ηγεσία της χώρας μετά το θάνατο του Χομεϊνί (παρακάμπτοντας πραξικοπηματικά τους κανονισμούς ανάδειξης ανώτατου ηγέτη και βγάζοντας εκτός πολιτικού παιγνιδιού τον επικρατέστερο διάδοχο του Χομεϊνί) είχε να διαχειριστεί όχι μόνο μια κατεστραμμένη οικονομία, αλλά και την επικράτηση σε παγκόσμιο επίπεδο των κανονισμών του νεοφιλελευθερισμού, ως όρους σύνδεσης μίας χώρας με την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Οι βασική τομείς της ιρανικής οικονομίας είχαν κρατικοποιηθεί μετά την επανάσταση, ως αποτέλεσμα των αντικειμενικών πιέσεων για την κάλυψη των πολεμικών αναγκών, της εγκατάλειψής τους από τους Ιρανούς και τους ξένους ιδιοκτήτες και κυρίως όμως ως αποτέλεσμα της ίδιας της επαναστατικής κατάστασης και της ανάγκης να ικανοποιηθούν κάποιες βασικές υλικές απαιτήσεις των επαναστατημένων μαζών, προκειμένου να ανακοπεί η επαναστατική διαδικασία. Οι κρατικοποιήσεις αυτές ήταν συνταγματικά εγγυημένες και γι” αυτό απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει η ιρανική άρχουσα τάξη στις οικονομικές αναδιαρθρώσεις (αλλαγή του ταξικού συσχετισμού σε βάρος των εργαζόμενων) που θα της επέτρεπαν να συνδεθεί με τις διεθνείς αγορές, ήταν η αλλαγή του συντάγματος. Η συνταγματική αλλαγή έγινε υπό την ηγεσία του νέου ανώτατου πνευματικού ηγέτη, του Αγιατολάχ Χαμενεΐ, γύρω από τον οποίο συσπειρώθηκε το ακραία συντηρητικό κομμάτι του ισλαμικού κλήρου (την πολιτική των οποίων εξέφραζε ο Χαμενεΐ) και οι νεοφιλελεύθεροι μεταρρυθμιστές κληρικοί υπό την ηγεσία του Ραφζατζανί. Μέσα από μια σκληρή πολιτική σύγκρουση παρακάμφθηκε εκείνο το τμήμα του κλήρου, το οποίο βρίσκονταν κοντά στον Χομεϊνί την προηγούμενη περίοδο (υπό την ηγεσία του Μουσαβί ο οποίος ήταν για πολλά χρόνια πρωθυπουργός του Ιράν) και το οποίο εμφανιζόταν ως ο συνεχιστής των πολιτικών και των οικονομικών επιτευγμάτων της επανάστασης.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και του 2000 έγιναν τα μεγάλα ανοίγματα του ιρανικού καπιταλισμού στη διεθνή αγορά, επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί την οικονομική δυναμική που του έδινε η πετρελαϊκή του βιομηχανία, αλλά και τις ευκαιρίες που δημιουργούνταν από την οικονομική ανάπτυξη μιας σειράς χωρών της Ασίας. Το Ιράν εφοδίασε αυτές τις χώρες με πετρέλαιο, αλλά αποτέλεσε και μία μεγάλη αγορά για τα προϊόντα τους. Δεν είναι μόνο η Ρωσία, η Κίνα και η Ινδία, αλλά και η Ιαπωνία και οι χώρες της ΕΕ (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) που έσπευσαν να επωφεληθούν από τα ανοίγματα του ιρανικού καπιταλισμού. Το Ιράν κατά τη δεκαετία του 2000 αναδείχτηκε σε μεγάλη καπιταλιστική δύναμη στην Μέση Ανατολή και την Ασία, ικανή να κάνει εξαγωγές και να πραγματοποιεί εξαγορές επιχειρήσεων σε πάρα πολλές περιοχές, από την Ανατολική Ασία μέχρι την Αφρική. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ιρανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Khodro (της μεγαλύτερης στην Μέση Ανατολή) η οποία κλείνει συμφωνίες με ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες (την Mercedes, την Peugeot και την Renault), πραγματοποιεί εξαγωγές σε πάρα πολλές χώρες (Μέση Ανατολή, Κεντρική Ασία, Βόρεια Αφρική Λατινική Αμερική) και επιχείρησε μάλιστα να εξαγοράσει τη βρετανική Rover.
Μια περιφερειακή δύναμη
Αυτή η οικονομική δυναμική του ιρανικού καπιταλισμού βρίσκεται σε αντιστοιχία με την αναβάθμιση του ρόλου του Ιράν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, η οποία οφείλεται -εκτός από τους οικονομικούς λόγους και σε ιστορικές εξελίξεις που συντελέστηκαν στην περιοχή.
Η πρώτη εξέλιξη αφορά στις στρατιωτικές επεμβάσεις του δυτικού ιμπεριαλισμού στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Η κατάρρευση αυτών των χωρών, επέτρεψε στο Ιράν να αποκτήσει πολιτική και οικονομική επιρροή στο εσωτερικό τους. Το Ιράν παίζει ήδη ρόλο στην οικονομική και πολιτική ανοικοδόμησή τους. Ταυτόχρονα, η επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν έχει αποσταθεροποιήσει την πολιτική κατάσταση στο Πακιστάν, μιας άλλης τοπικής υπερδύναμης, με στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Το Ιράν έτσι, εάν αποχωρήσουν τα αμερικανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, θα είναι μία τοπική υπερδύναμη που θα ελέγχει τον Περσικό Κόλπο.
Η δεύτερη εξέλιξη αφορά στο κύμα εξεγέρσεων και επαναστάσεων που συντάραξε τον αραβικό κόσμο πριν από ένα χρόνο, συνεχίζει να εξελίσσεται και απειλεί να πάρει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις εκτός από τη Συρία, τα καθεστώτα που ανατράπηκαν ή απειλούνται με ανατροπή, είναι εχθρικά προς το Ιράν. Δύο είναι οι πιο σημαντικές για το Ιράν περιπτώσεις: το Μπαχρέιν, όπου η (αποτυχημένη προς το παρόν) εξέγερση πραγματοποιήθηκε από τη σιιτική πλειοψηφία εναντίον της δικτατορικής σουνιτικής κυβέρνησης. Η επέμβαση των αραβικών κρατών – της Σαουδικής Αραβίας κυρίως, είχε για το Ιράν τη σημασία μιας εχθρικής προς αυτό κίνησης των αραβικών καθεστώτων. Στην περίπτωση της Αιγύπτου αντίθετα, η ανατροπή του Μουμπάρακ, άνοιξε το δρόμο για μία εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών, παρακάμπτοντας τις αντιδράσεις του Ισραήλ, ή ακόμα και σε βάρος των ισραηλινών συμφερόντων στην περιοχή. Για πρώτη φορά ύστερα από πολλές δεκαετίες, η Αίγυπτος επέτρεψε σε ιρανικά πλοία να περάσουν από τη διώρυγα του Σουέζ και να μπουν στην Μεσόγειο. Η αποσταθεροποίηση των καθεστώτων της Μέσης Ανατολής ενισχύει το ρόλο του Ιράν και επιβάλλει στις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την ΕΕ αναπροσαρμογές στις πολιτικές τους στην περιοχή.
Για τον δυτικό ιμπεριαλισμό είναι πολύ κρίσιμο να αποτρέψει τον Ιράν από τα να καταστεί μία περιφερειακή δύναμη, από την οποία θα εξαρτάται η τροφοδοσία του δυτικού καπιταλισμού σε πετρέλαιο και η οποία σε συνεργασία και με άλλες χώρες που εξάγουν ενέργεια, από την Ασία μέχρι την Λατινική Αμερική θα μπορούν να καθορίζουν την παγκόσμια ενεργειακή πολιτική και να επιβάλλουν τους όρους ένταξής τους στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτός είναι ο βασικός λόγος της παρούσας ομοψυχίας ΗΠΑ, ΕΕ και Ισραήλ για την εφαρμογή πολύ σκληρών κυρώσεων εναντίον του Ιράν με πρόσχημα το ενδεχόμενο να επιδιώξει το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
Το Ιράν και τα πυρηνικά όπλα
Όμως για να είμαστε ειλικρινείς, το ενδεχόμενο αυτό είναι μια ισχυρή πιθανότητα, στα πλαίσια των υπαρχουσών σχέσεων του Ιράν με τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Το Ιράν έχει πάρα πολλούς λόγους να επιδιώξει να παράξει ενέργεια για αποκτήσει ενεργειακή αυτάρκεια, αλλά έχει επίσης πάρα πολλούς λόγους να επιχειρήσει, όταν αποκτήσει την τεχνογνωσία και το υλικό, να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα. Το Ιράν βρίσκεται αυτή τη στιγμή “κυκλωμένο” από χώρες οι οποίες έχουν πυρηνικά όπλα: Ρωσία, Πακιστάν, Ισραήλ, Ινδία, Κίνα. Η στρατιωτική δυναμική του ιρανικού καπιταλισμού (υποβαθμισμένη ούτως ή άλλως εξαιτίας του μακροχρόνιου αποκλεισμού) είναι εξαιρετικά αναποτελεσματική. Το γεγονός ότι για πολλά χρόνια έχει εχθρικές σχέσεις με δύο πυρηνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΗΠΑ και Ισραήλ) αυξάνει την ανασφάλειά του και καθιστά επιτακτική την ανάγκη του ιρανικού στρατιωτικού κατεστημένου να αποκτήσει εκείνη την αμυντική ικανότητα που θα αποτρέψει κάθε πιθανότητα πολεμικής επίθεσης. Στον μεταπολεμικό κόσμο, αυτή η αμυντική ικανότητα εξασφαλίζεται, όπως εμπειρικά φαίνεται να επιβεβαιώνεται, με την κατοχή πυρηνικών όπλων. Η κατοχή πυρηνικών από άλλες (κυρίως εχθρικές του χώρες) ωθεί αντικειμενικά το Ιράν να έχει συμφέρον να επιδιώξει να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα, τουλάχιστον στα πλαίσια των υπαρκτών σχέσεων με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η κατοχή όμως πυρηνικών όπλων από το Ιράν, θα ωθήσει με την ίδια λογική και άλλες γειτονικές του χώρες να επιδιώξουν να αποκτήσουν και οι ίδιες πυρηνικά, κυρίως την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία. Στην περίπτωση αυτή το Ισραήλ (πυρηνική δύναμη στην περιοχή) θα βρεθεί το ίδιο “κυκλωμένο” από χώρες με πυρηνικά που θα μπορούν έχοντας αυτό το “πλεονέκτημα”, να επανακαθορίσουν την μορφή των σχέσεών τους με το Ισραήλ. Για το Ισραήλ λοιπόν το Ιράν αντιπροσωπεύει έναν πολλαπλό κίνδυνο και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρωτοστατεί στις πιέσεις εναντίον του Ιράν και στις προετοιμασίες για μια στρατιωτική σύγκρουση, ακόμα και με δικιά του πρωτοβουλία, την οποία οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να στηρίξουν στη συνέχεια.
Προς ένα νέο πόλεμο στο Περσικό Κόλπο;
Το ενδεχόμενο μια στρατιωτικής επίθεσης εναντίον του Ιράν είναι λοιπόν πιθανό. Οι ΗΠΑ υπαινίσσονται ότι αυτό το ενδεχόμενο θα εξεταστεί στην περίπτωση που δεν αποδώσουν οι οικονομικές πιέσεις, οι οποίες ούτως ή άλλως είναι δύσκολο να εφαρμοστούν, σε περίοδο μάλιστα παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Μέσα στις επιδιώξεις των ΗΠΑ είναι να προκαλέσουν με τις οικονομικές κυρώσεις μια κατάρρευση του ιρανικού καθεστώτος, ένα σενάριο στο οποίο έχουν επενδύσει πολλές φορές στο παρελθόν: είτε ενισχύοντας αποσχιστικές τάσεις (στο ιρανικό Κουρδιστάν, στο Αζερμπαϊτζάν, στο Βαλουχιστάν, στο Κουζιστάν), οι οποίες όμως δεν πήραν ποτέ διαστάσεις μεγαλύτερες από δράσεις περιφερειακών τρομοκρατικών ομάδων (για λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως με τον τρόπο συγκρότησης του ιρανικού κοινωνικού σχηματισμού, στον οποίο η συγκρούσεις με την κυβέρνηση έπαιρναν πάντοτε τον χαρακτήρα της διεκδίκησης αλλαγής της κεντρικής πολιτικής, ακόμα και όταν διεξάγονταν από μειονοτικά εθνικά κινήματα)• είτε ενισχύοντας τις αντιπολιτευτικές οργανώσεις και κινήματα στο εσωτερικό του Ιράν και στο εξωτερικό. Το πρόβλημα όμως σε αυτή την περίπτωση είναι ότι οι πιέσεις (οικονομικές και στρατιωτικές) των ΗΠΑ, λειτουργούν μάλλον ανασχετικά για την ανάπτυξη ενός μαζικού αντιπολιτευτικού κινήματος στο Ιράν, καθώς όχι μόνο αυξάνεται η ένταση της καταστολής, με πρόσχημα την αντιμετώπιση του “εξωτερικού κινδύνου”, αλλά κυρίως το καθεστώς μπορεί να χρησιμοποιήσει τον πολεμικό κίνδυνο για να συσπειρώσει γύρω του τις ιρανικές μάζες και να εμποδίσει έτσι κάθε προσπάθεια εκδημοκρατισμού.
Οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι οι οικονομικές πιέσεις είναι αναποτελεσματικές. Αυτό που πραγματικά επιδιώκουν, είναι να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι έχουν εξαντλήσει όλα τα “ειρηνικά” μέσα εναντίον του Ιράν, έτσι ώστε μαζί με την ΕΕ να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα, τη στρατιωτική επίθεση.
Αυτοί οι οποίοι είναι υπέρ της στρατιωτικής επίθεσης, υποστηρίζουν ότι δεν θα πρόκειται για μια επέμβαση χερσαίων δυνάμεων, αλλά για “χειρουργικούς” βομβαρδισμούς, σε επιλεγμένους στόχους (στρατιωτικές εγκαταστάσεις και πυρηνικά εργοστάσια), που θα αχρηστεύσουν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Μ” αυτούς τους ισχυρισμούς θέλουν να αποκρύψουν ότι ετοιμάζουν ένα μακελειό του λαού του Ιράν, αλλά και τους κινδύνους μιας πολεμικής κλιμάκωσης που θα προκληθεί από τις αντιδράσεις του Ιράν και από τις απαντήσεις σε αυτές τις αντιδράσεις. Ακόμα και τις τεράστιες οικονομικές συνέπειες που θα υπάρξουν, καθώς οι συγκρούσεις θα πραγματοποιούνται επάνω (κυριολεκτικά) στην πιο πετρελαιοφόρα περιοχή του πλανήτη.
Περιττό ίσως να πούμε, ότι αυτοί οι οποίοι θα υποφέρουν από τις κυρώσεις εναντίον του Ιράν, τα σενάρια πολέμου και πολύ περισσότερο από ένα πόλεμο, είναι οι εργαζόμενες μάζες και η φτωχή νεολαία στο Ιράν, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και την Μέση Ανατολή: περισσότερη φτώχεια, νέες οικονομικές θυσίες, θυσίες αίματος…
Γι” αυτό και θα πρέπει σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο – και στην Ελλάδα, να συγκρουστούμε με αποφασιστικότητα απέναντι σε αυτές τις πολιτικές. Να πούμε καθαρά ότι δεν έχουν το δικαίωμα να μιλάνε για την ειρήνη και την ανάγκη περιορισμού των πυρηνικών όπλων, οι άρχουσες τάξεις οι οποίες τρομοκρατούν τον υπόλοιπο κόσμο κατέχοντας πυρηνικά. Να μην ξεχνάμε ότι και η Ελλάδα ανήκει στο ΝΑΤΟ, έναν ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, ο οποίος κατέχει πυρηνικά όπλα και σφαγιάζει αυτή τη στιγμή το λαό του Αφγανιστάν.
Φυσικά και θα πρέπει να είμαστε αντίθετοι και αντίθετες σε κάθε χρήση της πυρηνικής ενέργειας ακόμα και για “ειρηνικούς σκοπούς”. Δεν έχει τίποτα το ειρηνικό η καταστροφή του πλανήτη και ακόμα χειρότερα τα (κάθε άλλο παρά απίθανο να συμβούν) πυρηνικά ατυχήματα που μπορούν να οδηγήσουν στο θάνατο δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Όμως η εξάλειψη των πυρηνικών μπορεί να γίνει μόνον από αυτούς που δεν έχουν κανένα συμφέρον από την χρήση τους (“ειρηνική” ή πολεμική). Στην περίπτωση του Ιράν, είναι οι εργαζόμενες μάζες και η νεολαία που μπορούν να σταματήσουν τις πυρηνικές επιδιώξεις του καθεστώτος, όχι για να επιτρέψουν στις ΗΠΑ να εδραιώσουν την ηγεμονία τους στην περιοχή, αλλά για να συμβάλλουν στον αγώνα των λαών ολόκληρης της Μέσης Ανατολής, για έναν κόσμο πραγματικά δημοκρατικό, χωρίς καπιταλιστική εκμετάλλευση και ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Οι εργαζόμενοι και οι νέοι του Ιράν είναι οι πιο πολιτικοποιημένοι στην Μέση Ανατολή με μια τεράστια αγωνιστική παράδοση εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Το κύμα των εξεγέρσεων στον αραβικό κόσμο, ξεκίνησε στην πραγματικότητα με την εξέγερση της ιρανικής νεολαίας το 2009 και το 2010.
Οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί εναντίον του Ιράν απειλούν πάνω απ” όλα να ανακόψουν αυτή την επαναστατική δυναμική στο Ιράν και σε ολόκληρη την Μέση Ανατολή. Και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για να αγωνιστούμε ενάντια σε κάθε πολιτική κυρώσεων και ενάντια σε κάθε ενδεχόμενο πολεμικής επίθεσης. Η ελληνική αστική τάξη, η οποία για να διατηρήσει τη θέση της ως πολιτικός και στρατιωτικός συνεργάτης των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών στηρίζει σήμερα τις κυρώσεις εναντίον του Ιράν και ετοιμάζεται να στηρίξει και τον πόλεμο, θα πρέπει να μας βρει μπροστά της.
Κώστας Κ.
(Μια κάπως πιο συντομευμένη εκδοχή του άρθρου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σπάρτακος, τ. 108, Μάρτιος 2012).
Category: Χωρίς κατηγορία