Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Αναφορές από το βιβλίο του Ε. Μαντέλ «Εξουσία και χρήμα»



Το θεωρητικό έργο του Ερνέστ Μαντέλ είναι τερά­στιο. Το ανήσυχο και δι­εισδυτικό του πνεύμα, που έπαψε πριν λίγες μέρες να κατα­θέτει τη συνεισφορά του στις μαρ­ξιστικές και επαναστατικές ιδέες, είναι δύσκολο να αποτιμηθεί ου­σιαστικά και κριτικά στις σελίδες μιας εφημερίδας. Εξάλλου, για διανοητές σαν τον Μαντέλ, ο βιο­λογικός θάνατος των οποίων κάθε άλλο παρά σηματοδοτεί και του ενταφιασμού του πνευματικού τους έργου ίσως τέτοιου είδους αποτιμήσεις να μην είναι και οι καταλληλότερες.

Πιο χρήσιμη, ασφαλώς, είναι μια εν θερμώ συζήτηση για τις ι­δέες που κατέθεσε ο ίδιος στην ε­παναστατική σκέψη. Μια τέτοια εν θερμώ κατάθεση – μετά τις καταρρεύσεις των ανατολικών χω­ρών – ήταν και το βιβλίο του «Εξουσία και Χρήμα, Μαρξιστική θεωρία της Γραφειοκρατίας» (εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1994). Απ’ αυτό το βιβλίο του δημοσιεύουμε μερικά χαρα­κτηριστικά -και κατ “ανάγκη”, ε­πιλεκτικά – αποσπάσματα.

Πλούσιο θεωρητικό έργο

Το θεωρητικό έργο του Ερνέστ Μαντέλ, όπως ήδη αναφέραμε, είναι αρκετά πλούσιο. Εξίσου πλούσια εί­ναι και η μεταφορά του στην ελληνι­κή γλώσσα, Ο Ύστερος Καπιταλισμός (Gutenberg, 1975), Η Μαρξιστική πραγματεία της οικονομίας (θεω­ρία), Η Γενεύη και εξέλιξη των οικο­νομικών θεωριών του Κ. Μαρξ (Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 1975), Η Κριτική του Ευρωκομουνισμού (Νέα Σύνορα, 1980), Η τελευταία οικονομική κρί­ση, 1974-1978 (Οδυσσέας, 198Θ), Η ΕΟΚ και ο ανταγωνισμός Ευρώπης -Αμερικής (Νέα Σύνορα, 1976) και Οι βασικές αρχές της οικονομικής θεω­ρίας (Ανδρομέδας, 1978) είναι μερι­κά από τα πιο σημαντικά έργα του.

Σ’ αυτά ας προσθέσουμε ακόμα: Δυο μελέτες για το Μάιο του ’68 (με τον Π. Φρανκ, θεωρία 1982), Φοιτη­τές, διανοούμενοι και πάλη των τάξε­ων (Ουτοπία, 1980), Απάντηση στον Αλτουσέρ και στον Ελλενστάιν (Ου­τοπία, 1980), Εργατικός έλεγχος, ερ­γατικά συμβούλια, αυτοδιαχείριση (Καστανιώτης, 1975), Εργατική τά­ξη, Πρωτοπορία, Κόμμα (Πρωτοπο­ριακή Βιβλιοθήκη, 1984), Αντιφάσεις στη θεωρία του κρατικού καπιταλι­σμού (Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, 1984), Η μαρξιστική θεωρία για την αλλοτρίωση (με τον Τ. Νόβακ, Πρω­τοποριακή Βιβλιοθήκη, 1985), Ειρη­νική συνύπαρξη και παγκόσμια επα­νάσταση (‘Ύψιλον, 1973) κ.λ.π.

Η γραφειοκρατία ως διακριτό κοινωνικό στρώμα

«…Παραφράζοντας τον Τρότσκι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γρα­φειοκρατία, με το δικό της τρόπο και με βάρβαρα μέσα, δεν προσπάθησε ούτε να οικοδομήσει μια σοσιαλιστι­κή αταξική κοινωνία ούτε να παλι­νορθώσει τον καπιταλισμό, αλλά να υπερασπίσει και να επεκτείνει τα δι­κά της προνόμια και την εξουσία της. Αν και δεν είχε τις κοινωνικές η ιστορικές ρίζες ή την οικονομική λει­τουργία μιας άρχουσας τάξης, είχε ωστόσο πράγματι μια σχετική αυτονομία που την καθιστούσε ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της, φτάνει να μην απειλείται άμεσα από μια μα­ζική επαναστατική εξέγερση. Η πραγματική ιστορική βάση της εξου­σίας της ήταν πρώτα η παρακμή κι έ­πειτα η εξαφάνιση της ανεξάρτητης μαζικής δράσης. Όσο επικρατούσε αυτή η κατάσταση, η σχετική αυτονο­μία θα μπορούσε να παραμένει.

Από τη σκοπιά της μακροπρόθε­σμης, ιστορικής εξέλιξης, η σοβιετική γραφειοκρατία μπορεί πραγματικά να ειδωθεί σαν ιμάντας μεταβίβασης της καπιταλιστικής πίεσης στη Σοβιετική Ένωση. Αλλά αυτό δεν συνεπά­γεται πως κατά τη διάρκεια μιας με­ταβατικής περιόδου λειτούργησε σε κάθε σοβαρή κρίση υπέρ των άμεσων συμφερόντων της διεθνούς αστικής τάξης. Δεν υπάρχει τίποτα το απολο­γητικό στη μαρξιστική αυτή ερμη­νεία. Αντίθετα, τα χτυπήματα που κατάφερε η γραφειοκρατία σε διά­φορες στιγμές της ιστορίας κατά των αστικών και φιλοαστικών δυνάμεων ήρθαν μετά από περιόδους κατά τις οποίες είχε η ίδια αδυνατίσει την ΕΣΣΔ και το σοβιετικό προλεταριά­το και συνοδεύτηκαν από περαιτέρω δυνατά χτυπήματα ενάντια στους ερ­γάτες και τους αγρότες. Φοβερές, ά­χρηστες απώλειες και θυσίες αποδυ­νάμωσαν τις μάζες και τη χώρα μα­κροπρόθεσμα, καθιστώντας αδύνατο κάθε νέο προχώρημα προς την κα­τεύθυνση μιας αταξικής κοινωνίας. Από τη γενική αυτή άποψη, η συνολι­κά αντεπαναστατική φύση αυτής της γραφειοκρατίας είναι λοιπόν αναμ­φισβήτητη.

Μόνο η επαναστατική μαρξιστική ερμηνεία της ΕΣΣΔ και της σοβιετι­κής γραφειοκρατίας βγαίνει σώα και αβλαβής από τις σοβαρότατες αναταραχές των τελευταίων χρόνων. Η Σοβιετική Ένωση ήταν μια μετακαπιταλιστική κοινωνία, παγιωμένη σ’ ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, σαν αποτέλεσμα, από τη μια, της διε­θνούς της απομόνωσης από τις πιο α­ναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες και, από την άλλη, των αρνητικών επι­πτώσεων της γραφειοκρατικής δι­κτατορίας σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. θα μπορούσε να παλινδρομήσει προς τον καπιταλισμό. θα μπορούσε, αν η δύναμη της γραφειοκρατίας υπερνικιόταν από μια πολιτική επανάσταση, να κάνει σημαντικά βήματα προς την κατεύ­θυνση του σοσιαλισμού. Δεν έχει, πάντως, προταθεί καμιά άλλη εναλ­λακτική συνεκτική εξήγηση αυτής της κοινωνίας και δικτατορίας.

Στο ερώτημα του πώς έγινε δυνα­τή η κατάρρευση στην Ανατολή, η α­πάντηση μας είναι ξεκάθαρη: Η ε­ξουσία έγινε αντικείμενο σφετερι­σμού από μια γραφειοκρατία της ο­ποίας η πολιτική βάση αποσυντέθηκε. Το θέμα δεν είναι ότι οι άνθρω­ποι που εξουσίαζαν ήταν κακοί ή εμπνέονταν από λάθος ιδέες, αλλά ότι οι οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστι­κές, ιδεολογικές και ψυχολογικές δυνάμεις αλληλεπιδρούσαν με τρό­πους που αυτό εδώ το βιβλίο επιζη­τεί να αναλύσει.

Αυτή η άποψη μιας κοινωνικά διακριτής γραφειοκρατίας εξηγεί γιατί χρησιμοποιούμε αυτό τον όρο για να χαρακτηρίσουμε το κυβερνόν στρώμα στην ΕΣΔΔ σε μερικές δια­δοχικές στιγμές – ας πούμε το 1930,. 1937,1945,1956,1970,1986 και 1990. Οι πολιτικές συνθήκες ήταν, φυσικά, διαφορετικές πριν και μετά τις αιμοσταγείς εκκαθαρίσεις του Στάλιν, πριν και μετά τη Λάκη στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πριν και μετά την αρχική αποσταλινοποίηση του Χρουστσόφ, στην αρχή της διακυ­βέρνησης από τον Γκορμπατσόφ και τον Αύγουστο του 1991. Αλλά εκείνο που εξέφραζαν ήταν διάφορες μορ­φές κυριαρχίας από το ίδιο κοινωνι­κό στρώμα. Με παρόμοιο τρόπο, η γερμανική ιμπεριαλιστική αστική τά­ξη κυβέρνησε με τον Βίσμαρκ το 1880, τον Κάιζερ το 1900, τη Δημο­κρατία της Βαϊμάρης το 1920, τους Ναζί το 1935 και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία από το 1948, αλλά μέσα από πολύ διαφορετικά πολιτικά συ­στήματα.

Επιπλέον, η εσωτερική συνοχή της γραφειοκρατίας ήταν πολύ μεγα­λύτερη την περίοδο 1950-70 από ό,τι το 1930-39 ή από ό,τι μετά τα τέλη του ’70.0 βαθμός συνοχής αντικατο­πτρίζει, αλλά και αλληλεπιδρά ισχυ­ρά με τη σχετική σταθερότητα ή α­στάθεια της κοινωνίας. Έτσι, η αυ­ξανόμενη και συγκρουόμενη απο­σύνθεση της ίδιας της γραφειοκρα­τίας αύξησε την ταχύτητα αποσύνθε­σης της σοβιετικής κοινωνίας και της Σοβιετικής Ένωσης ως κράτους…

…Η γραφειοκρατία είναι ένα πο­λυπρόσωπο τέρας και σαν τέτοιο πρέπει να κατανοηθεί. Οι ρίζες της είναι οικονομικές και θεσμικές. Η διαδικασία της ανάπτυξης της εμπλέ­κει πολιτικοστρατηγικές επιλογές. Καθρεφτίζεται μέσα από διαδικα­σίες ιδεολογικής αυτοδικαιολόγησης και εκφυλισμού. Η άνοδος της στην εξουσία γίνεται με τη μεσολάβηση μηχανισμών αρνητικής επιλογής στε­λεχών. Για όλες αυτές τις όψεις της γραφειοκρατικοποίησης το καθοδη­γητικό νήμα είναι ο ορισμός της γρα­φειοκρατίας σαν νέο κοινωνικό στρώμα που σφετερίζεται διοικητι­κές λειτουργίες, οι οποίες εξασκού­νταν πριν από τις ίδιες τις μάζες».

Οι αντιφάσεις του καπιταλισμού και η δυνατότητα του σοσιαλισμού

«…Οι μαρξιστές πρέπει να συμμε­ριστούν την πίστη του ίδιου του Μαρξ ότι το μέλλον του σοσιαλισμού είναι άλυτα δεμένο με τους αγώνες της εργατικής τάξης όπως αυτή υ­πάρχει στην πραγματικότητα – δηλα­δή, με τα άμεσα συμφέροντα της ό­πως η ίδια τα βλέπει. Πρέπει ακόμα να συμμεριστούν την πεποίθηση του Μαρξ ότι η δυνατότητα του σοσιαλι­σμού προκύπτει από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, ότι τα συστατικά στοιχεία της νέας κοινωνίας ανα­πτύσσονται από τη μήτρα των ίδιων των πιο εξελιγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Σοσιαλιστική επανάστα­ση στην ουσία σημαίνει την απελευ­θέρωση αυτών των συστατικών στοι­χείων.

Με αυτή την έννοια, όπως ακρι­βώς η διαδικασία της γραφειοκρα-τικοποίησης βασίζεται στην αποδυ­νάμωση του ελέγχου που ασκεί η εργατική τάξη στις οργανώσεις της και το εργατικό κράτος, έτσι και η αποδυνάμωση της γραφειοκρατίας βασίζεται σε μια ριζική αύξηση της αυτενέργειας και αυτοοργάνωσης των εργαζομένων – μπλε και λευκά κολάρα ενωμένα – και της ικανότη­τας τους να πάρουν στα δικά τους χέρια την αναδιοργάνωση της κοι­νωνίας κάτω από σχετικά ευνοϊκές συνθήκες υλικού πλούτου. Αυτό δεν είναι ζήτημα θεωρητικολογίας. Εί­ναι ερώτημα που πρέπει να απαντη­θεί στη βάση των εμπειρικών στοι­χείων, υπό το φως των εκτυλισσόμενων ιστορικών τάσεων. Η εμπειρία αυτή μπορεί να συνοψισθεί ως ε­ξής: Ενώ είναι αλήθεια ότι μέχρι τώρα οι εργαζόμενοι δεν κατάφε­ραν να εμποδίσουν με διάρκεια τη γραφειοκρατικοποίηση των μαζι­κών τους οργανώσεων, μπόρεσαν ωστόσο σε διάφορες στιγμές να την αμφισβητήσουν σημαντικά σε μια σειρά από χώρες, με μαζική κινητο­ποίηση και ποιοτικά αυξημένη αυ­τενέργεια. Μια ανάλογη διαδικα­σία άρχισε να εκτυλίσσεται και στη Σοβιετική Ένωση τα δυο τελευταία χρόνια…

…Όσα κι αν είναι τα εμπόδια στο δρόμο του, ο στόχος της οικοδόμη­σης μιας αταξικής, σοσιαλιστικής κοινωνίας ούτε αδύνατος είναι ούτε εντοπίζεται σε ένα μέλλον όλο και α­πώτερο. Αναδύεται από τις τάσεις που είναι ήδη ορατές στον κόσμο γύ­ρω μας, από οικονομικές κοινωνι­κές, πολιτιστικές και ψυχολογικές διαδικασίες που ωθούν προς την κα­τεύθυνση της αυτοδιαχείρισης.

Η τρίτη τεχνολογική επανάστα­ση, με την τάση της προς κομπιουτεροποίηση της οικονομικής δραστη­ριότητας στην παραγωγή, διανομή, λογιστική ή μεταφορές, εμπεριέχει μια ισχυρή δυναμική για μείωση της εργάσιμης εβδομάδας και μεγάλη ε­πέκταση της ομαδικής συνεργασίας σαν βασικής κοινωνικής δομής. Η κοινωνία αντιμετωπίζει μια κρίσιμη επιλογή. Είτε μετατρέπεται σε “δυαδική κοινωνία”, στην οποία έ­νας τομέας ειδικευμένης εργασίας, πάνω κάτω προστατευμένης ή και “σπάνιας” σε περιόδους οικονομι­κής επέκτασης, συνυπάρχει με έναν άλλο τομέα υποβαθμισμένης, ανει­δίκευτης και σε ποικίλους βαθμούς απροστάτευτης εργασίας. Είτε, δια­φορετικά, επιβάλλει μια νέα ομογενοποίηση της εργασίας, με τέλος της ανεργίας, μείωση της εργάσιμης ε­βδομάδας σε 30, 24 και 20 ώρες και με αναβάθμιση του ρόλου της μόρ­φωσης, της κατάρτισης και της επα­νεκπαίδευσης κατά τη διάρκεια της ζωής του παραγωγού.

Από τη σκοπιά της πραγματικό­τητας, ακόμα και οι πιο “πεφωτι­σμένοι” καπιταλιστές εργοδότες κα­ταλαβαίνουν ότι η μακροοικονομική παραγωγικότητα μιας χώρας (θα προσθέταμε: της ανθρωπότητας) εί­ναι πολύ περισσότερο συνάρτηση της επιτηδειότητας και της προσαρ­μοστικότητας της εργατικής δύνα­μης στις νέες τεχνολογικές διαδικα­σίες παρά αυξήσεων στην τρέχουσα απόσπαση υπεραξίας. Το προφητικό όραμα του Μαρξ για μια κοινω­νία στην οποία η ανάπαυση και η πλήρης ανάπτυξη της προσωπικότη­τας είναι η κυρία πηγή πλούτου αρ­χίζει έτσι, με μια έννοια, να γίνεται πραγματικότητα σαν αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στον ύστερο καπιταλι­σμό.

Τόσο ο ύστερος καπιταλισμός όσο και ο γραφειοκρατικοποιημένος μετακαπιταλισμός δεν μπορούν να επιτρέψουν στο παραγωγικό ή δημι­ουργικό δυναμικό της μεγάλης πλει­οψηφίας αντρών και γυναικών να α­ναπτυχθεί ελεύθερα. Μόνο σε μια σοσιαλιστική κοινοπολιτεία ενωμέ­νων παραγωγών Ι καταναλωτών Ι πολιτών θα γίνει η “ελεύθερη ανά­πτυξη του καθενός” η πραγματική συνθήκη για την “ελεύθερη ανάπτυ­ξη όλων” μια διασύνδεση που η σύγχρονη τεχνολογία κυριολεκτικά απαιτεί.

Μια σχετική τάση είναι η παρακ­μή της λεγόμενης εργασιακής ηθι­κής, όχι μόνο στις προτεσταντικές χώρες της ιστορικής της προέλευ­σης, αλλά και σ’ εκείνα τα μέρη του κόσμου, την Ιαπωνία και την Ασία, με τα οποία συχνότερα ταυτίστηκε πρόσφατα. Η ανάπαυση και η “ποι­ότητα ζωής” έρχονται σε ισχύ και προοδευτικά αντικαθιστούν την επι­θυμία για μεγαλύτερη κατανάλωση. Ένα από τα μεγαλύτερα στηρίγμα­τα του υστέρου καπιταλισμού υπο­νομεύεται μ’ αυτό, ενώ ανοίγει μια από τις βασικές πηγές της αυτοδια­χείρισης.

Η ανάπτυξη της οικολογικής, φε­μινιστικής, εθνομειονοτικής, αντιμι-λιταριστικής, αντιρατσιστικής και αντιμπεριαλιστικής συνείδησης σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, μαζί με την εμφάνιση των επονομα­ζόμενων νέων κοινωνικών κινημά­των, στα οποία έχουν λάβει μέρος ε­κατομμύρια άνθρωποι τα τελευταία χρόνια, σημαίνει στην πραγματικό­τητα ένα νέο τρόπο σύλληψης της πολιτικής δραστηριότητας από με­γάλες μάζες του λάου.

Αυτά τα κινήματα έχουν πραγ­ματικά όρια, εξαιτίας της έλλειψης ή αδυναμίας αντι-μοντέλου κοινω­νίας μέσα στις τάξεις τους και επι­δεικνύουν επίσης μια τάση προς ένα νεορεφορμισμό και μια απορρόφη­ση τους από το κατεστημένο, τουλά­χιστον σε πολιτικούς όρους. Το πιο πρόσφατο θλιβερό παράδειγμα α­ναφορικά μ’ αυτό είναι η πτέρυγα “Ρεάλο” των γερμανών Πράσινων.

Ωστόσο, στο επίπεδο της μαζικής δράσης, είναι εκπληκτικά ζω­ντανά και γεμάτα απελευθερωτικό δυναμικό. Αναπηδούν διαρκώς. Και αντιπροσωπεύουν μια οριστική τά­ση προς ανάμιξη των μαζών στην πολιτική διαδικασία, έξω από τα κανάλια των καθεστώτων και των γραφειοκρατικών κρατών, κυβερνή­σεων, κομμάτων και μεγάλων επι­χειρησιακών λόμπι. Τέτοιες νέες συλλήψεις δείχνουν τεράστιες δυ­νατότητες θεσμοποιημένης άμεσης δημοκρατίας μετά την πτώση του καπιταλισμού. Δείχνουν ότι η αυτο­διαχείριση, μακράν της ουτοπίας, είναι πραγματικά το κύμα του μέλ­λοντος.

Η γραφειοκρατική θεωρία της εργασίας

«…Πριν μερικά χρόνια αναπτύ­χθηκε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στη ΛΔΓ για το κατά τα φαινόμενα αφηρημένο φιλοσοφικό ζήτημα της βασικής φύσης της εργασίας. Σύμφωνα με τους επίσημους κομματι­κούς ιδεολόγους, η εργασία είναι μια “πράξη προς τέλος” – δηλαδή μια δραστηριότητα με δεδομένο στόχο. Είναι αλήθεια ότι το ίδιο λέ­ει και ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου και το να αρνηθεί κανείς αυτή τη διάσταση της εργασίας 6α ήταν σαν να έπεφτε σε μηχανικά υλιστικές συλλήψεις. Ήδη όμως, στη Γερμανική Ιδεολογία και στα μετέπειτα γραπτά τους, οι Μαρξ και Ένγκελς επίσης τονίζουν και το γε­γονός ότι η εργασία υλικά παράγει τόσο την ανθρώπινη επιβίωση (συ­ντήρηση) όσο και το ίδιο το ανθρώ­πινο γένος. Πράγματι, πρέπει να α­ντιληφθούμε τη μαρξιστική έννοια της εργασίας σαν διαλεκτικό συν­δυασμό, σαν αντιφατική ενότητα, τόσο του υλικού όσο και του σκο­πούμενου συστατικού της ανθρώπι­νης δραστηριότητας, τόσο της παρα­γωγής όσο και της επικοινωνίας, που καθεμιά προσδιορίζει την άλλη και εξαρτάται απ’ αυτή.

Αφού ξεκαθαριστεί αυτή η αδιά­σπαστη σχέση, παρουσιάζεται ένα περαιτέρω ζήτημα. Ποιος θέτει τους στόχους της εργασίας, το “τέλος” της παραγωγής; Όταν ο Μαρξ λέει πως ακόμα και στοχειρότερου αρ­χιτέκτονα το μυαλό η εικόνα εκεί­νου που θέλει να κατασκευάσει υ­πάρχει πριν αυτό πραγματοποιηθεί υλικά, το παράδειγμα καταφανώς προϋποθέτει ιδιωτική ατομική εργα­σία. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρι­στεί με σοβαρότητα ότι δ τελικός ουρανοξύστης, για να μην πούμε το τελικό αεροπλάνο, ζει στο κεφάλι κάθε ενός εργάτη που άμεσα ή έμ­μεσα ασχολείται με την κατασκευή του. Πολύ συχνά, ο εργάτης δεν ξέ­ρει καν σε ποιο τελικό προϊόν συμ­βάλλει με την εργασία του. Πολύ συχνά, ο εργάτης δεν είναι παρά έ­νας κρίκος μιας σύνθετης αλυσίδας ζωντανής και νεκρής εργασίας – ερ­γατών και μηχανών – της οποίας το τελικό προϊόν είναι γνωστό μόνο σε μια μικρή ομάδα επιστημόνων, ανα­λυτών, σχεδιαστών και τεχνοκρα­τών.

Κάθε πρόοδος στην αντικειμενι­κή κοινωνικοποίηση της εργασίας -δηλαδή, στη μαζική παραγωγή και στη μεγάλης κλίμακας βιομηχανία -συνοδεύεται από παράλληλη πρόο­δο στην τεχνική διαίρεση της εργα­σίας μέσα στο εργοστάσιο και την οικονομία σαν σύνολο, που διαχω­ρίζει τη σύλληψη από την πραγματι­κή παραγωγή. Κοινωνικές δυνάμεις διαφορετικές από τους άμεσους πα­ραγωγούς καθορίζουν τους στόχους της παραγωγής.

Ο σοσιαλισμός δεν σημαίνει α­παραίτητα συνολική εξαφάνιση του τεχνικού καταμερισμού της εργα­σίας (αν και όπως θα δούμε στο τε­λευταίο κεφάλαιο, η μείωση του με μια ριζοσπαστική επανάσταση στην τεχνολογία είναι απαραίτητη για λόγους τόσο ανθρώπινης όσο και φυσικής οικολογίας). Αλλά, εκείνο που σίγουρα σημαίνει ο σοσιαλι­σμός είναι η απονέκρωση του κοι­νωνικού καταμερισμού της εργα­σίας μεταξύ εκείνων που ορίζουν κι εκείνων που εκπληρώνουν τους στό­χους της παραγωγής, μεταξύ διοι­κούντων και παραγωγών, μεταξύ α­φεντικών και εκείνων που δουλεύ­ουν με αφεντικό πάνω από το κεφά­λι τους. Και πάλι, αν ακολουθήσου­με τη λογική της θέσης τους, αυτό είναι ακριβώς εκείνο που αρνιού­νται οι επίσημοι ιδεολόγοι της γρα­φειοκρατίας, οι οποίοι συνεχίζουν να ανάγουν τη δημιουργική δραστη­ριότητα σε “διανοητική εργασία”, διαχωρισμένη και ξέχωρη από την υλική δραστηριότητα ή τη χειρωνα­κτική εργασία. Μια τέτοια άποψη υ­ποθέτει ότι οι “σκεπτόμενοι”, “σχε­διαστές”, “διευθύνοντες” ή “γρα­φειοκράτες” λειτουργούν και υπάρ­χουν ξέχωρα από τους άμεσους πα­ραγωγούς – ή, όπως το θέτει ο Harald Boehme, ότι αυτή η “δρα­στηριότητα των λειτουργών” είναι “πάνω από την εργασία”. Έτσι, η νεοεγελιανή, νεολουκατσιανή έν­νοια της εργασίας σαν αποκλειστι­κά στραμμένης προς ένα στόχο, χω­ρισμένο και ξέχωρο από το υλικό και αισθητό του περιεχόμενο, ση­μαίνει τη διαιώνιση της κοινωνικής διαίρεσης της εργασίας στο σοσια­λισμό -είναι μια τυπική αυτοδικαίωση της γραφειοκρατίας.

Σωστά, επίσης, ο Boehme υπο­δεικνύει τη σύνδεση ανάμεσα σε αυτή τη μονομερή έννοια της εργα­σίας και τη γραφειοκρατική ιδεολο­γία της παραγωγής εμπορευμάτων στο “σοσιαλισμό”. Γιατί ο θεωρητι­κός διαχωρισμός του τμήματος Ι και του τμήματος II, σαν να υπήρχαν α­νεξάρτητα το ένα από το άλλο, ση­μαίνει ότι με την κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ή ακόμα και με υψηλότερες μορφές κοινωνικής ιδιοκτησίας, μια δύναμη χωριστή α­πό τους άμεσους παραγωγούς αντι­προσωπεύει το κράτος, την κοινότη­τα, το “συλλογικό παραγωγό”, την κοινωνία στο σύνολο της. Αλλιώς, η “ανταλλαγή” ανάμεσα στα δύο τμή­ματα (δηλαδή, η επιβίωση της παρα­γωγής εμπορευμάτων) δεν έχει κα­νένα νόημα. Δεν ανταλλάσσεις με τον εαυτό σου.

Για άλλη μια φορά, λοιπόν, η ύ­παρξη της γραφειοκρατίας σαν χω­ριστό κοινωνικό στρώμα δικαιολο­γείται από τους ιδεολόγους της σαν ανταποκρινόμενη σε “αντικειμενι­κούς οικονομικούς νόμους”, σαν α­παραίτητη και χρήσιμη.

Η γραφειοκρατία απλά δεν μπο­ρεί να συλλάβει ότι σε μια αταξική κοινωνία η μάζα των άμεσων παρα­γωγών (όπου συμπεριλαμβάνονται, φυσικά, επιστήμονες, εφευρέτες ή τεχνικοί, στο μέτρο που αυτοί παρα­μένουν ξεχωριστά επαγγέλματα μέ­σα στην εργατική δύναμη, που είναι απαραίτητα για τη συνεχή παραγω­γή) θα μπορούσε ελεύθερα και δη­μοκρατικά να προσδιορίζει τόσο τους στόχους όσο και την οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας. Και ό­μως, αυτό είναι το νόημα της έννοι­ας σχεδιασμένη (διαρθρωμένη) ερ­γατική αυτοδιαχείριση συν σοσιαλι­στική δημοκρατία. Αυτό είναι, σε τελευταία ανάλυση, που σημαίνει η απονέκρωση της παραγωγής εμπο­ρευμάτων, της κοινωνικής διαίρε­σης της εργασίας και του κρά­τους…».

Πηγή: kokkinhshmaia.wordpress.com

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Αφήστε μήνυμα