Η κρίση στην ευρωζώνη
Του Μήτσου Γκορίτσα
-Έχει μέλλον το ευρώ; -Οι νεοφιλελεύθερες ανοησίες -Οι κεϊνσιανές αυταπάτες – Φταίνε οι δομικές αδυναμίες της ευρωζώνης; - Ελληνικός καπιταλισμός και ευρωζώνη -Για μια μαρξιστική προσέγγιση της κρίσης -Ο μύθος της ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης» -Είναι λύση οι «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης»; -Είναι η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα απάντηση στην κρίση; -«Ευρώ ή δραχμή» ή «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα»: το πραγματικό δίλημμα
Δημοσιεύουμε μια μικρή εισαγωγή και έναν μικρό επίλογο καθώς και δυο (από τα δέκα συνολικά) κεφάλαια του κειμένου. Το πλήρες κείμενο (και τις σημειώσεις) μπορείτε να το βρείτε κάνοντας κλικ στο λινκ:
Ο Δεκέμβρης του 2011 σηματοδότησε κατά κάποιο τρόπο μια ποιοτική αλλαγή στη δημόσια συζήτηση για το μέλλον της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. Μεμιάς το πρώην αδιανόητο και ανήκουστο για τα κυρίαρχα ΜΜΕ έγινε πρώτη είδηση: ο κίνδυνος διάλυσης της ευρωζώνης ή ακόμα και της Ε.Ε. έγινε κυρίαρχο θέμα συζήτησης όχι μόνο σε έναν μειοψηφικό κύκλο όπως πριν αλλά σε ένα ακροατήριο που αγκαλιάζει σχεδόν όλη την κοινωνία και όλες τις κοινωνικές τάξεις, από τους καπιταλιστές μέχρι τους εργαζόμενους στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης αλλά και του κόσμου. Στην Ελλάδα εξακολουθούν να μας λένε ότι αν δεν κάνουμε τις θυσίες του μνημονίου «κινδυνεύουμε να μας πετάξουν έξω από το ευρώ». Τα ίδια πάνω κάτω λένε και στους εργαζόμενους της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, ακόμα και της Ιταλίας για να αποδεχτούν την αέναη λιτότητα. Όμως ο διεθνής τύπος είναι γεμάτος άρθρα και δηλώσεις πολιτικών και οικονομικών παραγόντων που αποκαλύπτουν ότι αυτή η απειλή είναι ψεύτικη αφού αν έστω και μια χώρα υποχρεωθεί να βγει από το ευρώ, η συνέπεια θα είναι μια αλυσιδωτή κατάρρευση όλης της Ευρωζώνης, ένα φαινόμενο «ντόμινο» χειρότερο από αυτό που ακολούθησε την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008. Τώρα, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες μαθαίνουν από τα πιο επίσημα χείλη, από αστούς πολιτικούς και μεγαλοδημοσιογράφους ότι οι θυσίες που έκαναν και που συνεχίζουν όλο και πιο δυσβάστακτα να υφίστανται, γίνονται στο όνομα ενός νομίσματος που στους επόμενους μήνες ή και βδομάδες μπορεί να έχει γίνει κομμάτια και θρύψαλα! Και ακόμα ότι το μεγάλο όνειρο που μας πούλαγαν οι κυρίαρχες τάξεις τις τελευταίες δεκαετίες για μια Ευρώπη ενωμένη και ευημερούσα έχει οδηγήσει σε έναν εφιάλτη της φτώχειας και των εθνικών ανταγωνισμών.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι οι ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις –συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής- βρίσκονται αυτή τη στιγμή ανάμεσα στις συμπληγάδες, από τη μια να σώσουν τους μεγάλους καπιταλιστές (και κυρίως τις τράπεζες) καθώς και το ευρώ που τους έδωσε τα περιθώρια σε έναν αναβαθμισμένο διεθνή οικονομικό ρόλο σαν ένα διεθνές αποταμιευτικό νόμισμα ανταγωνιστικό του δολαρίου και από την άλλη της σύγκρουσης των «εθνικών συμφερόντων» μεταξύ τους που οξύνονται λόγω της κρίσης και των διλημμάτων για το ποιος θα πληρώσει περισσότερο τα «σπασμένα». Αυτή η αντιπαράθεση συμφερόντων, τους εμποδίζει να βρουν μια λύση για την κρίση χρέους και τη σταθεροποίηση του ευρώ, παρόλο που ακόμα και στη Γερμανία υπάρχουν φωνές που αναγνωρίζουν ότι μια διάλυση της Ευρωζώνης θα οδηγήσει σε κατάρρευση των εξαγωγών και σε κρίση την γερμανική οικονομία. Η «εθνική κυριαρχία» των διαφόρων κρατών, εξακολουθεί να παίζει τον πρώτο ρόλο παρά τη φιλολογία ότι η Ε.Ε. και το ευρώ έχουν «καταπιεί τα κράτη».
Για την αντιμετώπιση αυτής ακριβώς της πραγματικότητας, αναπτύσσονται δυο σενάρια «λύσεων»: είτε η πορεία ομοσπονδοποίησης της Ε.Ε. σε ένα ενιαίο κράτος όπως οι ΗΠΑ, είτε η διάλυσή της και η επιστροφή σε εθνικά νομίσματα.
Είναι λύση
οι «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης»;
Το σενάριο ομοσπονδοποίησης της Ε.Ε. (όπως είναι οι ΗΠΑ) υποστηρίζεται κυρίως από οπαδούς του κεϊνσιανισμού, από σοσιαλδημοκρατικά και αριστερά κόμματα (όπως ο ΣΥΝ στην Ελλάδα) και από κάποια «φωτισμένα» τμήματα των καπιταλιστών (εντός και εκτός Ευρώπης) που φοβούνται ότι η κατάρρευση της ευρωζώνης θα είναι μια καταστροφική εξέλιξη για τις ευρωπαϊκές οικονομίες αλλά ακόμα και για τον διεθνή καπιταλισμό. Προφανώς αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει αύριο αλλά πράγματι υπάρχουν διάφορες προτάσεις που, παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, συγκλίνουν σε άμεσα μέτρα (όπως π.χ. η έκδοση ευρωομολόγων, η μετατροπή της ΕΚΤ σε «έσχατο πιστωτή» των κρατών κ.ά.) που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κατεύθυνση της ομοσπονδοποίησης. Ας δούμε τι είναι αυτή η περιβόητη «Δημοσιονομική Ένωση» ή αλλιώς η μετατροπή της Ε.Ε. σε «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», χρησιμοποιώντας την περιγραφή του Γιάννη Βαρουφάκη:
«Αυτό που δεν διαθέτει η Ευρωζώνη, απεύχεται η Γερμανία, αλλά που χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ. Όταν μάλιστα κάποιος (συνήθως με γερμανίζουσα ή σκανδιναβική προφορά) θέλει να επιχειρηματολογήσει εναντίον της συγκεκριμένης ιδέας τείνει να αναφέρεται σε αυτήν ως μεταβιβαστική ένωση (transfer union). Ας δούμε πώς λειτουργεί στις ΗΠΑ. Όταν π.χ η κρίση χτυπά κάποιες πολιτείες πιο πολύ από τις άλλες (π.χ τη Νότια Ντακότα), καθώς τα επιδόματα ανεργίας τα καταβάλλει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση από φόρους που αντλεί από όλη την επικράτεια των ΗΠΑ, ουσιαστικά το βάρος που πρέπει να σηκώσει η Νότια Ντακότα λόγω της Κρίσης είναι μικρότερο κι έτσι εκφράζεται μια μορφή αλληλεγγύης (υπό τη μορφή άτυπων μεταβιβάσεων) από τους λιγότερο πληττόμενους προς εκείνους που υποφέρουν περισσότερο. Κι όταν το ομοσπονδιακό κράτος δανείζεται πιο πολλά απ” ό,τι αντλεί από τη φορολογία (όταν δηλαδή η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει έλλειμμα στον προϋπολογισμό της), εκδίδει ομόλογα (δηλαδή δανείζεται) εκ μέρους όλων των ΗΠΑ. Αν έπρεπε η Νότια Ντακότα να εκδίδει δικά της ομόλογα για να καλύψει όλα τα δημόσια έξοδα στην επικράτειά της, προφανώς τα επιτόκια δανεισμού θα ήταν τεράστια και το αποτέλεσμα θα ήταν μία Κρίση αλά ελληνικά… Σε μεγάλο βαθμό, η Κρίση του Ευρώ οφείλεται στην έλλειψη μιας τέτοιας δημοσιονομικής ένωσης (fiscal union), την οποία η Ευρώπη προσπαθεί να καλύψει με το καταστροφικό EFSF/ESM. Το πολιτικό έλλειμμα της Ευρώπης, υπό αυτήν την έννοια, οδηγεί στην Κρίση του Ευρώ. Τα πλεονασματικά κράτη-μέλη δεν είναι διατεθειμένα να προβούν σε μια ομοσπονδοποίηση επειδή δεν θέλουν να μοιράζονται τους φόρους τους με τα ελλειμματικά κράτη (θέλουν, όμως, παράλληλα, να έχουν τα οφέλη του κοινού νομίσματος!)»(39)
Σήμερα πολλοί καλούν τη Γερμανία να χρησιμοποιήσει την οικονομική της δύναμη για να παίξει έναν ηγεμονικό ρόλο στην ένωση της Ε.Ε.. Κι όμως αυτό που βλέπουμε είναι την Γερμανική κυβέρνηση να αντιστέκεται σε κάθε μέτρο (π.χ. ευρωομόλογα) που θα την οδηγούσε να «μπλέξει» σε μια πορεία ομοσπονδοποίησης της ευρωζώνης, και αντίθετα ακολουθεί μια πολιτική που εντείνει την κρίση χρέους σε όλο και περισσότερες χώρες και τελικά απειλεί το ευρώ με διάλυση. Ακόμα και πολέμιοι της ευρωζώνης, που θεωρούν ότι αυτό που χτίζεται είναι μια «Γερμανική Ευρώπη», αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί η Γερμανία ακολουθεί μια τέτοια πολιτική που τελικά μπορεί να βλάψει και την ίδια. Ο Κώστας Λαπαβίτσας για παράδειγμα υποστηρίζει σε συνέντευξή του σε γερμανικό περιοδικό:
«Αν η γερμανική άρχουσα τάξη διέθετε πραγματική σοφία, θα αντιμετώπιζε την ανισορροπία, προσπαθώντας να περιορίσει τα πλεονάσματα της, ίσως και μέσω της αύξησης της εγχώριας κατανάλωσης. Αντί γι’ αυτό λέει ότι όλοι οι άλλοι πρέπει να προσπαθήσουν να παρουσιάσουν πλεόνασμα. Πρόκειται για ανοησία. Δεν μπορούν όλοι στην Ευρωζώνη να έχουν πλεονάσματα, ειδικά όταν το ευρώ έχει υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία σε σχέση με το δολάριο, πράγμα που καθιστά δύσκολο το εμπόριο εκτός Ευρωζώνης. Ο εξαναγκασμός όλων σε περικοπές μισθών και η μείωση της συνολικής ζήτησης στην Ευρωζώνη, όπως επιτάσσει σήμερα η γερμανική πολιτική, θέτει τα θεμέλια για την καταστροφή της Ευρωζώνης…
Είναι βέβαια αλήθεια ότι η γερμανική άρχουσα τάξη δεν επιθυμεί να καταστρέψει την Ευρωζώνη, δεδομένου ότι επιτυγχάνει σημαντικά κέρδη από αυτή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κατανοεί πλήρως τις αντιφάσεις και τις συνέπειες του τι κάνει. Η επιδίωξη του άμεσου εθνικού συμφέροντος δεν προάγει απαραιτήτως τη σταθερότητα του συστήματος συνολικά.»(40)
Πρόκειται για μια περιγραφή που επαναφέρει τη θεωρία της «ανοησίας», αυτή τη φορά για την τακτική της γερμανικής άρχουσας τάξης και της κυβέρνησής της απέναντι στην Ευρωζώνη. Υπάρχει όμως και η περίπτωση η «έλλειψη σοφίας» να βρίσκεται όχι στους γερμανούς καπιταλιστές, αλλά στους αναλυτές που υποστηρίζουν λαθεμένα ότι το «ευρώ» ευνοεί μόνο τον Γερμανικό καπιταλισμό (άντε και μερικές ακόμα βόρειες χώρες) και δεν ωφελεί καθόλου τον ελληνικό καπιταλισμό και τις χώρες της «περιφέρειας».
Η μόνη σωστή παρατήρηση του Λαπαβίτσα είναι η αναφορά του στην «επιδίωξη του άμεσου εθνικού συμφέροντος [που] δεν προάγει απαραιτήτως τη σταθερότητα του συστήματος συνολικά.» Η φύση όμως του καπιταλισμού είναι η επιδίωξη του «άμεσου εθνικού συμφέροντος» από κάθε άρχουσα τάξη και όχι το «αλτρουιστικό» ενδιαφέρον για το «σύστημα συνολικά» και αυτό έχει αποδειχτεί από όλη την ιστορία του και έχει επισημανθεί από όλους τους κλασικούς του μαρξισμού. Η φύση του συστήματος είναι ανταγωνιστική και η προσπάθεια ξεπεράσματος μιας κρίσης εντείνει αυτόν τον ανταγωνισμό στο έπακρο. Δεν υπάρχουν «συνολικές» λύσεις για το ξεπέρασμα μιας κρίσης αλλά ατομικές και κυρίως «εθνικές». Αν ένας καπιταλιστής καταφέρει να οδηγήσει στο κλείσιμο έναν ανταγωνιστή του, η παραγωγή στο «σύστημα συνολικά» θα πέσει. Όμως για τον νικητή καπιταλιστή η κρίση θα έχει ξεπεραστεί. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το «σύστημα συνολικά» βρισκόταν μπροστά σε έναν σωρό από ερείπια σε σύγκριση με τον προπολεμικό καπιταλισμό. Αλλά αυτή η «συνολική» καταστροφή, καθόλου δεν ενόχλησε την αμερικάνικη άρχουσα τάξη που βγήκε ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας στο δυτικό μπλοκ ξεπερνώντας έτσι με «εθνικό τρόπο» και την κρίση της δεκαετίας του ’30 (ή αντίστοιχα την κρατικοκαπιταλιστική Ρωσία που παρά το μεγάλο κόστος που πλήρωσε στον πόλεμο, επειδή νίκησε βρέθηκε με μια εκτεταμένη σφαίρα επιρροής στην κατοχή της μεταπολεμικά στην ανατολική Ευρώπη). Το ίδιο «εθνικά» είχαν επιδιώξει να αντιμετωπίσουν την κρίση και οι δυνάμεις του «άξονα» (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – αν είχαν βγει αυτοί νικητές, πάλι το αποτέλεσμα του πολέμου στο «σύστημα συνολικά» θα ήταν η καταστροφή αλλά γι’ αυτές τις άρχουσες τάξεις η κρίση θα είχε ξεπεραστεί προς όφελός τους και δεν θα βρισκόταν η Γερμανία τα πρώτα χρόνια υπό κατοχή από τις νικήτριες δυνάμεις.
Για να επανέλθουμε πιο συγκεκριμένα στην Ευρωζώνη, ένα πρώτο δείγμα του τι είναι το «άμεσο εθνικό συμφέρον» της Γερμανίας είναι αυτό που αναφέρει ο Βαρουφάκης ότι «Τα πλεονασματικά κράτη-μέλη …δεν θέλουν να μοιράζονται τους φόρους τους με τα ελλειμματικά κράτη». Όμως τα εμπόδια δεν βρίσκονται μόνο στην «ομοσπονδοποίηση» της φορολογίας και του κρατικού δανεισμού μέσω «ευρωομολόγων» (κάτι π.χ. που θα οδηγούσε σε μικρότερα επιτόκια στην Ελλάδα αλλά θα επέβαλλε μεγαλύτερα επιτόκια στη Γερμανία σε σύγκριση με αυτά που δανείζεται σήμερα). Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν κάνει μόνο αυτά στα πλαίσια της «δημοσιονομικής της ένωσης». Η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφασίζει για παράδειγμα πώς θα αντιμετωπίσει την κρίση στις αμερικάνικες αυτοκινητοβιομηχανίες ή στις αμερικάνικες τράπεζες, με κριτήριο τι συμφέρει συνολικά την οικονομία (δηλαδή τους καπιταλιστές) των ΗΠΑ. Έτσι για παράδειγμά τα σχέδια διάσωσης που διαμορφώνει μπορεί να οδηγούν στο κλείσιμο κάποια τμήματα μερικών τέτοιων επιχειρήσεων σε κάποιες πολιτείες και στην επιδότηση κάποιων άλλων τμημάτων τους σε άλλες πολιτείες (έτσι έγινε π.χ. στην περίπτωση της αμερικάνικης αυτοκινητοβιομηχανίας). Μπορεί και το κάνει αυτό γιατί έχει από πίσω της μια ενιαία παναμερικανική άρχουσα τάξη της οποίας τα συμφέροντα υπηρετεί. Το ίδιο και όταν αποφασίζει π.χ. να κάνει πολέμους στο εξωτερικό: η πολιτική της εξυπηρετεί την αμερικάνικη άρχουσα τάξη ως σύνολο και όχι τα μεμονωμένα συμφέροντα των καπιταλιστών κάποιων πολιτειών.
Τίποτα παρόμοιο δεν θα μπορούσε να γίνει στην Ευρώπη. Αν μια υποθετική κεντρική ευρωπαϊκή κυβέρνηση έπρεπε να πάρει τέτοιες αποφάσεις, πώς θα έπειθε για παράδειγμα την ιταλική άρχουσα τάξη να συνταχθεί πίσω από μια πολιτική που κλείνει την Fiat και επιδοτεί την Volkswagen ή το αντίστροφο; Πώς θα έπειθε την γαλλική άρχουσα τάξη -και ειδικά τους γάλλους τραπεζίτες- να δεχτούν την απορρόφηση για παράδειγμα της BNP Paribas από την Deutsche Bank ή το αντίστροφο; Πώς θα έπειθε για παράδειγμα τους έλληνες εφοπλιστές να «θυσιαστούν» φορολογικά για χάρη ενός ευρωπαϊκού προϋπολογισμού που δεν θα τους έδινε καμιά εγγύηση ότι θα επιδοτήσει την επέκτασή τους στη συνέχεια; Πώς θα έπειθε μια τέτοια «ευρωπαϊκή» κυβέρνηση ότι π.χ. αναβαθμίζοντας τις σχέσεις με τη Ρωσία στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ακολουθεί το κοινό «ευρωπαϊκό καλό», τη στιγμή που οι ευρωπαϊκές πετρελαιοβιομηχανίες (μεταξύ των οποίων όλο και πιο ισχυρή θέση κατέχουν οι ελληνικές εταιρίες ΕΛΠΕ και Μότορ-Όιλ) έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα και διεθνείς συμμαχίες; Πώς θα έπειθε τελικά τις διάφορες άρχουσες τάξεις ότι ακολουθεί μια πολιτική για το καλό της υποτιθέμενης «ευρωπαϊκής οικονομίας» αντί για μια επιλεκτική πολιτική που ευνοεί μια εθνική ομάδα καπιταλιστών σε βάρος μιας άλλης; Η απάντηση είναι ότι όχι μόνο δεν θα έπειθε αλλά μια τέτοια «πανευρωπαϊκή» κυβέρνηση δεν μπορεί καν να υπάρξει όσο υπάρχουν εθνικές άρχουσες τάξεις με τα δικά τους κράτη να τις υποστηρίζουν.
Ο μόνος τρόπος, διαφορετικές άρχουσες τάξεις με διαφορετικά κράτη να ενωθούν σε μια, είναι μόνο η χρήση της ισχύος (οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής). Για να ενωθούν για παράδειγμα οι ΗΠΑ σε ομόσπονδο κράτος χρειάστηκε ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος στην Αμερική μεταξύ «Βορείων» και «Νοτίων». Η ένωση της Ευρώπης κάτω από μια ισχυρή άρχουσα τάξη ήταν ένας από τους βασικούς στόχους των Γερμανών καπιταλιστών στους δυο παγκόσμιους πολέμους. Σήμερα δεν υπάρχει καμιά χώρα στην Ευρώπη που να παίξει το ρόλο του αδιαμφισβήτητου ηγεμόνα και να «ενώσει» την Ευρώπη. Η Γερμανία -ο μόνος πιθανός «υποψήφιος»- δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε έναν τέτοιο ρόλο. Η οικονομική δύναμη της Γερμανίας είναι συγκριτικά πολύ μικρή για να υποχρεώσει τις άλλες άρχουσες τάξεις να υποταχθούν. Η Γερμανία σήμερα διαθέτει μόλις το 20% της οικονομίας της Ε.Ε. (βλέπε πίνακα 3 http://en.wikipedia.org/wiki/Economy_of_the_European_Union#Economies_of_member_states). Το 2009 η Γερμανία είχε ύφεση στην οικονομία της που προσέγγισε το -5%. Κατάφερε να ανακάμψει γρήγορα εκμεταλλευόμενη την εξαγωγική της δυναμική αλλά μόλις το 2011 θα ξαναφτάσει το ΑΕΠ της σε επίπεδα προ κρίσης. Επίσης η εξάρτηση της γερμανικής οικονομίας από τις εξαγωγές είναι δίκοπο μαχαίρι (όπως και για την Κίνα): μια νέα παγκόσμια ύφεση όπως αυτή που αναμένεται θα μπορούσε να μετατρέψει αυτό το πλεονέκτημα σε μειονέκτημα μιας και η συρρίκνωση της κατανάλωσης πλήττει πολύ περισσότερο τα εξαγωγικά κράτη από ότι όσα έχουν ισχυρή εγχώρια ζήτηση. Επιπλέον, αν η Γερμανική οικονομία αντιμετωπίσει κρίση, τότε η Μέρκελ θα ξεχάσει την ίδια στιγμή τα κηρύγματα για «αυστηρή δημοσιονομική πολιτική» και θα τρέξει να διασώσει τους γερμανούς καπιταλιστές αδιαφορώντας για το έλλειμμα και το χρέος -αν κάποιος έχει καμιά αμφιβολία περί αυτού μπορεί να δει πόσο «κρατικιστικά» αντέδρασαν ο Μπους και οι Ρεπουμπλικάνοι όταν ξέσπασε η κρίση στις ΗΠΑ το 2007. Από την άλλη στρατιωτικά, η Γερμανία είναι νάνος μπροστά στην Γαλλία και τη Βρετανία αλλά και σε σύγκριση με την «μικρή» Ελλάδα, η οποία έχει έναν από τους ισχυρότερους στρατούς στην Ευρώπη.(41)
Από τη στιγμή λοιπόν που η Γερμανία δεν είναι σε θέση να επιβάλλει τη θέλησή της στις άλλες ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις, δεν είναι καθόλου «ανόητη» η στάση της να θέλει να αποφύγει κινήσεις προς την «δημοσιονομική ένωση» της ευρωζώνης και της Ε.Ε.. Το πρώτο συμφέρον των γερμανών καπιταλιστών –όπως και των καπιταλιστών κάθε άλλου κράτους-είναι να χρησιμοποιήσουν την όποια οικονομική δύναμη διαθέτουν για να προστατέψουν πρώτα και κύρια τον εαυτό τους και όχι να δίνουν χαριστικά χρήματα στην Ιταλία για να επιδοτεί την Fiat ή στο ελληνικό κράτος για να επιδοτεί τους έλληνες εφοπλιστές. Τι να το κάνουν το καλό του «συστήματος συνολικά» π.χ. τα αφεντικά της Volkswagen αν υποχρεωθούν να συρρικνωθούν επειδή η Γερμανική κυβέρνηση βοηθάει τους ανταγωνιστές της στις άλλες χώρες;
Η ανησυχία για το μέλλον της ευρωζώνης και τις συνέπειες της κρίσης της στον υπόλοιπο κόσμο απασχολεί σφόδρα τις κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Κι όμως εκτός από λόγια, ούτε η Κίνα ούτε οι ΗΠΑ βάζουν το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν την ευρωπαϊκή ένωση ακριβώς γιατί αυτό που προέχει είναι το «εθνικό τους συμφέρον» και όχι το συμφέρον του «συστήματος συνολικά». Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στο εσωτερικό της Ε.Ε. γιατί όπως εξηγήσαμε προηγουμένως, δεν πρόκειται για καμιά «Ενωμένη Ευρώπη» αλλά για μια λυκοσυμμαχία ξεχωριστών καπιταλισμών που ο καθένας κοιτάει πρώτα και κύρια το συμφέρον του.
Σίγουρα, η πραγματικότητα παραμένει ότι εκτός ευρωζώνης και Ε.Ε., οι ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί είναι ιμπεριαλιστικοί νάνοι στη διεθνή σκακιέρα, και αυτό εξακολουθεί να λειτουργεί ως πίεση πάνω στις ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις και αυτό θα οδηγήσει σε συνέχεια των προσπαθειών τους να περισώσουν το ευρώ (π.χ. συνεχίζοντας τις εκτυπώσεις χρήματος από την ΕΚΤ). Αλλά στην πραγματικότητα αυτό θα είναι μια προσπάθεια κερδίσματος χρόνου και είναι απίθανο να καταλήξει σε ομοσπονδοποίηση της Ε.Ε.. Η μόνη πιθανότητα σωτηρίας της ευρωζώνης είναι μια –αναπάντεχη- αλλαγή της κατάστασης της διεθνούς οικονομίας προς μια νέα δυναμική ανάπτυξης, κάτι που θα επέτρεπε την επιστροφή σε μια κατάσταση όπου όλοι οι συμμετέχοντες στην Ε.Ε. θα άρχιζαν ξανά να ωφελούνται –άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο- και έτσι να κατακάτσουν και οι ανταγωνισμοί στο εσωτερικό τους. Αν η διεθνής οικονομική κρίση συνεχίζει και οξύνεται τότε, αργά ή γρήγορα, η διάλυση της ευρωζώνης ή και της Ε.Ε. είναι το πιθανότερο ενδεχόμενο. Κάποτε υπήρχε η ΕΣΣΔ, η Comecon (η αντίστοιχη Ε.Ε. για τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης) και το «σύμφωνο της Βαρσοβίας» (το αντίστοιχο ΝΑΤΟ). Μάλιστα σε αυτές τις ενώσεις, υπήρχε και ένας αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας, η Ρωσία. Κι όμως η κρίση που χτύπησε τις χώρες του κρατικού καπιταλισμού τη δεκαετία του ’80, παρά την προσπάθεια να αντιμετωπιστεί με την λεγόμενη «Περεστρόικα» υπό την ηγεσία του Γκορμπατσώφ, συνέχισε να οξύνεται και οδήγησε τελικά στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ, στην επιστροφή στις εθνικές χώρες και στις εθνικές πολιτικές και στην καταστροφή οικονομικών «ολοκληρώσεων» πολύ πιο ισχυρών από αυτή που συνδέει σήμερα τις χώρες της Ε.Ε..
Μια τελευταία παρατήρηση: ακόμα κι αν γινόταν ένα θαύμα και η Ε.Ε. μετατρεπόταν πράγματι σε «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», αυτή θα ήταν μια αντιδραστική εξέλιξη. Δεν θα ήταν καθόλου ένα «ειρηνικό αντίβαρο» στην δύναμη των ΗΠΑ αλλά θα ήταν η ανάδειξη μιας ακόμα ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης στον κόσμο που θα έκανε τα ίδια και χειρότερα που τώρα κάνουν οι ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό η Κίνα και η Ρωσία: πολέμους, αύξηση των εξοπλισμών, όξυνση των διεθνών ανταγωνισμών με τους άλλους καπιταλισμούς, επεμβάσεις στρατιωτικές και οικονομικές για την κατοχύρωση σφαιρών επιρροής (μια αντιδραστική πολιτική που σε μικρογραφία –λόγω έλλειψης δύναμης- ακολουθεί και η σημερινή Ε.Ε.). Τίποτα καλό δεν θα προμήνυε κάτι τέτοιο ούτε για τους εργάτες των ευρωπαϊκών χωρών (όπως τίποτα καλό δεν αποκομίζουν οι εργάτες των ΗΠΑ ή της Κίνας από την ισχύ των χωρών «τους») ούτε για την ανθρωπότητα συνολικά.
Συμπερασματικά, η προπαγάνδα των κυβερνήσεων ότι «πρέπει να κάνουμε θυσίες για να παραμείνουμε στο ευρώ» ή για να «σώσουμε το ευρώ», είναι πέρα για πέρα ψεύτικη. Η πολιτική των κυβερνήσεων θα συνεχίσει να είναι η εξόντωση των εργαζομένων με βασικό στόχο την ενίσχυση των καπιταλιστών σε κάθε χώρα. Η κρίση θα συνεχίσει να οξύνεται, λόγω και της αυξανόμενης έντασης των εθνικών ανταγωνισμών, και το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η καταστροφή των κοινωνιών (της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων και των μικρομεσαίων δηλαδή), είτε σωθεί τελικά το ευρώ είτε όχι.
Είναι η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα
απάντηση στην κρίση;
Όπως αναφέραμε και πιο πριν, ένα από τα αποτελέσματα των κρίσεων που χτύπησαν τον διεθνή καπιταλισμό ήταν η κατάρρευση των συστημάτων σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (του κανόνα του χρυσού τη δεκαετία του ’30 και της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς τη δεκαετία του ’70). Το ίδιο είναι πολύ πιθανό να συμβεί και για το ευρώ εξαιτίας της σημερινής κρίσης όπως εξηγήσαμε παραπάνω. Υπάρχουν αρκετοί –από ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα, εντός και εκτός Ε.Ε.- που υποστηρίζουν ότι η διάλυση του ευρώ και η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα -και συνεπώς η ελευθερία υποτιμήσεων μεταξύ τους- είναι όχι απλά πιθανή αλλά επιθυμητή, ότι μπορεί δηλαδή να λειτουργήσει ως λύση απέναντι στην σημερινή κρίση της ευρωζώνης και στην οικονομική κρίση χωρών όπως η Ελλάδα. Πρόκειται για αυταπάτη.
Η κατάρρευση της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς, έδωσε ξανά στα διάφορα κράτη του δυτικού μπλοκ την δυνατότητα να ασκήσουν «ανεξάρτητη» νομισματική πολιτική ώστε να επιχειρήσουν να αυξήσουν την «ανταγωνιστικότητά» τους. Νομισματικοί πόλεμοι, λιγότερο ή περισσότερο έντονοι- χαρακτήρισαν τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 που ακολούθησαν την κατάρρευση της συμφωνίας. Τα αποτελέσματα αυτών των νομισματικών ανταγωνισμών ήταν πενιχρά για τις περισσότερες χώρες, εξαιτίας από τη μια της αλληλοακύρωσης της υποτίμησης του ενός νομίσματος από το άλλο και δεύτερο και κυριότερο εξαιτίας της κρίσης του καπιταλισμού που συνέχιζε να βαραίνει πάνω στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, άλλοτε πιο υποβόσκουσα με αναιμική ανάπτυξη και άλλοτε πιο φανερή με νέες υφέσεις.
Το πιο σημαντικό διεθνώς «επεισόδιο» αυτών των νομισματικών πολέμων ήταν η λεγόμενη «συμφωνία του Πλάζα» το 1985, που υπογράφτηκε ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία στο ξενοδοχείο Πλάζα της Νέας Υόρκης. Το 1980, ο Ρήγκαν ακολουθώντας τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, αύξησε τα επιτόκια στις ΗΠΑ με στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Το αποτέλεσμα ήταν η ανατίμηση του δολαρίου και μια συνεχή αύξηση στο –ήδη μεγάλο- έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου των ΗΠΑ. Έτσι το 1985, οι ΗΠΑ οδηγήθηκαν σε στροφή της πολιτικής τους προς την υποτίμηση του δολαρίου και αξιοποιώντας την στρατιωτική, πολιτική και οικονομική εξάρτηση των άλλων χωρών από τις ΗΠΑ μέσα στο δυτικό μπλοκ, τις υποχρέωσαν σε μια συμφωνία ανατίμησης των νομισμάτων τους (το δολάριο υποτιμήθηκε κατά 50% έναντι των άλλων νομισμάτων). Αυτό τόνωσε σε ένα βαθμό τις εξαγωγές αλλά σε καμιά περίπτωση δεν έλυσε ριζικά το πρόβλημα της οικονομίας των ΗΠΑ (η οποία μπήκε σε σημαντική ανάπτυξη μόνο μετά το 1994). Επιπλέον οδήγησε σε απρόβλεπτα αποτελέσματα: η ανατίμηση του Yen δημιούργησε την πρώτη «φούσκα» της μεταπολεμικής οικονομίας στην αγορά ακινήτων της Ιαπωνίας, το σκάσιμο της οποίας το 1991 είχε σαν συνέπεια την συνεχή στασιμότητα της –πριν ραγδαία αναπτυσσόμενης- ιαπωνικής οικονομίας από τότε μέχρι και σήμερα με ελάχιστα διαλλείματα (ειδικά η δεκαετία του ’90 χαρακτηρίστηκε ως «χαμένη δεκαετία»). (42)
Στην περίπτωση της Ελλάδας, από το 1953 που η δραχμή εντάχθηκε στη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς και για δυο δεκαετίες μετά, είτε είχες στην κατοχή σου 30 δραχμές είτε ένα δολάριο ήταν το ίδιο και το αυτό μια και αυτή η ισοτιμία παρέμενε σταθερή (43). Αυτή η σταθερή ισοτιμία της δραχμής με το δολάριο, δεν εμπόδισε τον ελληνικό καπιταλισμό σε μια τεράστια εκβιομηχάνιση και συνολική ανάπτυξη με ρυθμούς από τους υψηλότερους στο δυτικό κόσμο. Αντίθετα, σημαντικά προβλήματα αντιμετώπισε η ελληνική οικονομία μετά τη δεκαετία του ’70, χάρη στο ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης της εποχής και παρόλο που είχε πια στα χέρια της –μετά την κατάρρευση του Μπρέτον Γούντς- το «όπλο» της νομισματικής υποτίμησης. Όπως γράφαμε και παλιότερα:
«Στη δεκαετία του ’80 η ελληνική οικονομία μπήκε επίσης σε κρίση, πάλι σαν μέρος της τότε διεθνούς κρίσης του συστήματος. Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε δυο διαδοχικές υποτιμήσεις το 1983 και το 1985, 15% και 15%, καθώς και μια πολιτική διολίσθησης της δραχμής με στόχο και τότε την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και την μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Τα αποτελέσματα ήταν από τη μια θυσίες για τους εργαζόμενους και από την άλλη συνέχιση της κρίσης στην οικονομία. Η δραχμή όταν μπήκε στο ευρώ ήταν υποτιμημένη κατά 90% σε σχέση με την αξία που είχε το 1980! Κι όμως ο ελληνικός καπιταλισμός μπήκε σε τροχιά σημαντικής ανάκαμψης μόλις τη δωδεκαετία 1995-2007, όταν η δραχμή “σκλήρυνε” και στη συνέχεια κλειδώθηκε στο ευρώ (η ανάκαμψη οφειλόταν βέβαια στην παράλληλη διεθνή ανάκαμψη εκείνη την εποχή, στην λιτότητα για τους εργαζόμενους και στην επέκταση του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια και όχι φυσικά στη “μαγική” δύναμη του ευρώ).» (44)
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναμένουμε ότι η διάλυση του ευρώ ή ακόμα και συνολικά της Ε.Ε. και η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, θα έχει διαφορετικά αποτελέσματα από ότι η κατάρρευση των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γούντς. Παρενθετικά, έχει σημασία να διευκρινίσουμε ότι μιλάμε για διάλυση και της Ε.Ε., γιατί η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα δεν έχει κανένα νόημα αν οι ισοτιμίες μεταξύ τους είναι σταθερές –έχει νόημα μόνο αν αρχίζουν να υποτιμούνται και να ανατιμούνται. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ροές (τουλάχιστον χρηματιστικών κεφαλαίων) από χώρες με αδύνατα νομίσματα σε χώρες με ισχυρότερα όπως συμβαίνει ήδη και σήμερα με την εξαγωγή κεφαλαίων για παράδειγμα στην Ελβετία. Πιθανά αυτό θα επέβαλε στις κυβερνήσεις με εθνικό νόμισμα να βάλουν περιορισμούς στις ροές κεφαλαίων κάτι που θα αναιρούσε τον ένα από τον βασικό πυλώνα της Ε.Ε. που είναι η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων (οι άλλοι δυο είναι η ελεύθερη –δηλαδή χωρίς εθνικούς δασμούς και ελέγχους- διακίνηση εμπορευμάτων και η –σχετικά- ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων). Ακόμα κι αν η Ε.Ε. επιβιώσει από τέτοιους περιορισμούς (που κατά καιρούς έχουν γίνει όπως π.χ. πρόσφατα το κλείσιμο των συνόρων της Γαλλίας με την Ιταλία με αιτιολογία την μη είσοδο μεταναστών), προφανώς θα είναι μια πολύ πιο κουτσουρεμένη οικονομική συνεργασία από ότι σήμερα (όπως αντίστοιχες οικονομικές συνεργασίες υπάρχουν ανάμεσα σε κράτη διαφόρων περιοχών του πλανήτη).
Επιστρέφοντας στο ερώτημα αν το εθνικό νόμισμα είναι απάντηση στην κρίση, χρειάζεται καταρχήν να κατανοήσουμε ότι η έξοδος ακόμα και μιας χώρας από το ευρώ, θα προκαλούσε αλυσιδωτές εξελίξεις και τελικά θα οδηγούσε στην συνολική διάλυση του ευρώ σαν νόμισμα (δεν είναι απίθανο π.χ. η Γερμανία με την Ολλανδία να διατηρήσουν κοινό νόμισμα αλλά ούτε ευρώ με τη σημερινή του μορφή θα είναι αυτό, ούτε πιθανότατα θα λέγεται καν ευρώ). (45) Αν μια άρχουσα τάξη υποτιμήσει λοιπόν το νεοαποκτηθέν της εθνικό νόμισμα για να τονώσει την «ανταγωνιστικότητά» της και τις εξαγωγές της, αυτό δεν θα συγκρίνεται με ένα –ανύπαρκτο- ανατιμημένο ευρώ αλλά με τα διάφορα άλλα –πιθανότατα επίσης υποτιμημένα- εθνικά νομίσματα άλλων χωρών. Ακόμα κι αν κάποιων ισχυρών χωρών όπως π.χ. της Γερμανίας, το εθνικό νόμισμα ανατιμηθεί, και πάλι οι καπιταλιστές έχουν όπλα να επιβάλλουν την υποτίμησή του όπως π.χ. η πολιτική που ακολουθεί η αμερικανική κεντρική τράπεζα που τυπώνει συνεχώς δολάρια ή η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα που πουλάει συνεχώς ελβετικά φράγκα στην διεθνή αγορά για να μην ανατιμηθεί το νόμισμά της –παρεμπιπτόντως στην «αδιάφθορη» Ελβετία ο επικεφαλής της Κεντρικής τράπεζας έβγαλε και το προσωπικό «κατιτίς» του από αυτή την πολιτική, γεγονός που τον οδήγησε στην παραίτηση όταν μαθεύτηκε (46). Συμπερασματικά, η λογική ότι το εθνικό νόμισμα, π.χ. στην Ελλάδα η δραχμή, θα δώσει «ανταγωνιστικό» πλεονέκτημα στον ελληνικό καπιταλισμό είναι έωλη αφού θα αλληλοαναιρείται από τις υποτιμήσεις των νομισμάτων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Κατά δεύτερον, για την αύξηση των εξαγωγών και της προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης μέσω αυτών, δεν απαιτείται απλά η «ανταγωνιστικότητα» μιας χώρας μέσω της υποτίμησης του νομίσματός της. Απαιτείται και μια αυξημένη ζήτηση για προϊόντα αυτής της χώρας στο εξωτερικό. Σήμερα, μέσα στη διεθνή κρίση του συστήματος, με την λιτότητα να κυριαρχεί σε όλες τις χώρες, εντός και εκτός Ευρώπης, που θα βρει «αγορές» μια χώρα για τις εξαγωγές της; Το 2009, η διεθνής ύφεση οδήγησε σε κατάρρευση το διεθνές εμπόριο κατά 25%. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η νέα διεθνής ύφεση που από όλους προαναγγέλλεται δεν είναι τόσο βαθιά, είναι δεδομένο ότι θα χτυπήσει και πάλι το διεθνές εμπόριο. Έτσι, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ένα υποτιμημένο εθνικό νόμισμα οδηγήσει σε ισορροπία το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αυτό καθόλου δεν ισοδυναμεί με ανάκαμψη της οικονομίας. Το πιθανότερο είναι η εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου να γίνει με «εξίσωση προς τα κάτω» και όχι με ανάπτυξη (να μειωθούν δηλαδή και οι εξαγωγές και απλά το ισοζύγιο να ισοσκελίζεται γιατί ταυτόχρονα καταρρέουν πολύ περισσότερο οι εισαγωγές). Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με το αστείο «η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής απεβίωσε». Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση λοιπόν ότι ένα υποτιμημένο νόμισμα και μια τόνωση της «ανταγωνιστικότητας» θα φέρει αύξηση των εξαγωγών και ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας και βελτίωση των εισοδημάτων, ειδικά μέσα στην σημερινή συστημική κρίση του διεθνούς καπιταλισμού.
Ένα προτέρημα υποτίθεται του εθνικού νομίσματος και της υποτίμησής του, είναι η λεγόμενη ανάπτυξη μέσω της «υποκατάστασης εισαγωγών». Με απλά λόγια αυτό το επιχείρημα λέει ότι θα συμφέρει πλέον έναν έλληνα αγρότη να επενδύσει στην παραγωγή λεμονιών αφού –λόγω του υποτιμημένου νομίσματος- θα έχουν «ανταγωνιστική» τιμή στην εγχώρια αγορά σε σύγκριση με τα λεμόνια Αργεντινής που εισάγονται τώρα, ή θα συμφέρει έναν έλληνα βιομήχανο να παράγει ρούχα αφού πλέον τα εισαγόμενα θα είναι ακριβότερα. Μια τέτοια τάση πράγματι θα υπάρξει αλλά η πιθανότητα αυτή η εξέλιξη να είναι αρκετή ώστε να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη είναι πέρα για πέρα λάθος. Ο πρώτος λόγος είναι ότι ο έλληνας αγρότης χρειάζεται λιπάσματα και φυτοφάρμακα για να παράγει λεμόνια και ο έλληνας βιομήχανος χρειάζεται πετρέλαιο για να παράγει ρούχα. Με άλλα λόγια, η υποτίμηση του νομίσματος, δεν αυξάνει μόνο τις τιμές των εισαγομένων αγαθών αλλά και τις τιμές των εισαγομένων πρώτων υλών που ανεβάζουν κατά πολύ το εγχώριο κόστος παραγωγής σε σημείο που σε πολλές περιπτώσεις να είναι ασύμφορο για τους εγχώριους «παραγωγούς» να προχωρήσουν σε επενδύσεις. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι για να πουληθούν αυτά τα εγχώρια προϊόντα δεν αρκεί να έχουν «ανταγωνιστικές» τιμές, αλλά και καταναλωτές που θα τα αγοράζουν. Αν η συνολική οικονομία μιας χώρας χαρακτηρίζεται από υπανάπτυξη και ανεργία όπως εξηγήσαμε προηγουμένως σαν πιθανό ενδεχόμενο, τότε όσο «καλές» τιμές και να έχουν τα εγχώρια προϊόντα δεν θα βρίσκουν επαρκείς αγορές στο εσωτερικό μιας χώρας ώστε να αποδίδουν ικανοποιητικά κέρδη στους «εγχώριους επενδυτές» με συνέπεια το φρενάρισμα τέτοιων επενδύσεων. Υπάρχει τέλος κι ένας τρίτος λόγος: αντί μια πολιτική «υποκατάστασης εισαγωγών» να φτηνύνει τα «εγχώρια» προϊόντα, σε διάφορους τομείς θα οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή στο να τα …ακριβύνει. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Ελλάδας είναι γνωστό ότι ήδη σήμερα οι ελληνικές πολυεθνικές τροφίμων όπως η ΔΕΛΤΑ και η ΦΑΓΕ, εκμεταλλευόμενες και την ολιγοπωλιακή τους θέση, πουλάνε τα γαλακτοκομικά προϊόντα σε ίδιες ή ακόμα και σε ακριβότερες τιμές στην Ελλάδα από ότι σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. Με ένα υποτιμημένο νόμισμα, οι πολυεθνικές αυτές δεν θα έχουν κανένα συμφέρον να πουλούν στην εγχώρια αγορά τα προϊόντα τους στη μισή τιμή -θα τα εξάγουν όλα –με αποτέλεσμα ελλείψεις αγαθών στην ντόπια αγορά- ή θα αυξήσουν δυσθεώρητα τις τιμές στο εσωτερικό ώστε, με βάση τη νέα ισοτιμία, οι τιμές εσωτερικού και εξωτερικού να συμπίπτουν και να αποδίδουν το ίδιο κέρδος.
Επιπλέον, η υποτίμηση του νομίσματος δεν αποτελεί εργαλείο τόνωσης της «ανταγωνιστικότητας» παρά μόνο αν οι εργαζόμενοι δεχτούν να πληρώσουν τις συνέπειές της, όπως αντίστοιχα συμβαίνει και με την «εσωτερική υποτίμηση» που επιχειρεί η κυβέρνηση και η τρόικα εντός του ευρώ. Αν οι εργαζόμενοι με τους αγώνες τους διεκδικήσουν και πετύχουν αυξήσεις στους μισθούς τους και ανεβάσουν έτσι το «εργατικό κόστος», αρνούμενοι να πληρώνουν αγόγγυστα στην διπλάσια τιμή τα εισαγόμενα προϊόντα (πετρέλαιο θέρμανσης, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, αυτοκίνητα κλπ.) τότε το “ανταγωνιστικό πλεονέκτημα” της υποτίμησης του νομίσματος για την αποτροπή των εισαγωγών και την τόνωση των εξαγωγών εξαφανίζεται. Αν πάλι οι εργαζόμενοι δεν μπορέσουν να αντιδράσουν ή αν μπουν στην παγίδα της «στήριξης» του εθνικού νομίσματος, τότε οι εξελίξεις δεν θα είναι καθόλου καλές γι’ αυτούς. Οι μισθοί τους θα έχουν πολύ μικρότερη αγοραστική αξία και θα υπάρχουν και άλλες συνέπειες μιας και δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι θα κάτσουν να δουλεύουν με μισθούς πείνας για να στηρίξουν την «ανταγωνιστικότητα» της χώρας. Όσο θα υπάρχουν καλύτεροι μισθοί και δουλειά σε άλλα μέρη του κόσμου, μια βασική συνέπεια της κρίσης θα είναι η μαζική μετανάστευση (ντόπιων και μεταναστών) εργαζομένων από την Ελλάδα σε άλλες χώρες και η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και του πληθυσμού συνολικά (γι αυτό βέβαια θα ευθύνεται η κρίση και η υποτίμηση των μισθών –είτε «εσωτερική» εντός ευρώ είτε «εξωτερική» λόγω εθνικού νομίσματος και όχι το ένα ή το άλλο νόμισμα και γι’ αυτό αυτή η τάση έχει αρχίσει ήδη να διογκώνεται από τώρα που βρισκόμαστε εντός του υποτίθεται «σωτήριου» ευρώ).
Ένα τελικό επιχείρημα που αφορά τη διεθνή διάσταση του ζητήματος. Κάποιοι θεωρούν ότι η επιστροφή σε εθνικά νομίσματα θα δώσει στις διάφορες χώρες της ευρωζώνης τη δυνατότητα να επιτύχουν σχέσεις «εθνικής ισοτιμίας» σε αντίθεση με τις ανισότητες που υποτίθεται ότι επιβάλλει το ευρώ. Πρόκειται για αυταπάτη. Οι διάφοροι εθνικοί καπιταλισμοί δεν έχουν και δεν πρόκειται να έχουν ποτέ σχέσεις «ισοτιμίας» μεταξύ τους. Είτε εντός ευρώ, είτε εκτός, οι σχέσεις μεταξύ των διάφορων χωρών θα συνεχίζουν να καθορίζονται από το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις διάφορες άρχουσες τάξεις, όπως συμβαίνει και σε όλο τον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο που δεν βρίσκεται στο ευρώ. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν χοντρικά 200 χώρες στον πλανήτη και 180 εθνικά νομίσματα. Αυτό δεν έχει αποτρέψει καθόλου την διεθνή κρίση που χτυπάει παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια το σύστημα και την όξυνση των διεθνών ανταγωνισμών. Σε τι θα αλλάξει αυτή η κατάσταση αν αντί για 180, τα εθνικά νομίσματα γίνουν 200 (αν επιστρέψουν σε εθνικά νομίσματα οι χώρες της ευρωζώνης); Θα δώσει αυτό ώθηση στην διεθνή οικονομία και στον παγκόσμιο καπιταλισμό; Θα βοηθήσει στο ξεπέρασμα της δομικής κρίσης του συστήματος συνολικά αλλά και σε κάθε επιμέρους χώρα; Θα περιορίσει τους εθνικούς ανταγωνισμούς; Η απάντηση σε όλα αυτά είναι προφανώς όχι. Τα νομίσματα είναι όπλα των καπιταλιστών (όπως οι δασμοί και οι εξοπλισμοί) που τα χρησιμοποιούν στον ανταγωνισμό μεταξύ τους για το πώς θα μοιράσουν τα κέρδη που βγαίνουν από την εκμετάλλευση των εργατών διεθνώς. Δεν είναι όπλα ούτε ξεπεράσματος της συστημικής κρίσης του καπιταλισμού, ούτε πολύ περισσότερο όπλα βελτίωσης της ζωής των εργαζομένων.
Επίλογος
Συμπερασματικά, όσο αυταπάτη είναι ότι «μέσα στο ευρώ θα σωθούμε», άλλο τόσο αυταπάτη είναι ότι «το εθνικό νόμισμα θα μας σώσει». Είτε με ευρώ, είτε π.χ. με δραχμή, η διέξοδος από την οικονομική κρίση θα εξαρτάται απολύτως από τις εξελίξεις στην κρίση του διεθνούς καπιταλισμού. Μόνο αν εκ θαύματος η διεθνής οικονομία ανακάμψει δυναμικά, τότε θα υπάρξει ανάπτυξη και στην Ελλάδα με το ένα ή το άλλο νόμισμα. Και επειδή θαύματα δεν γίνονται, ανεξάρτητα από το νόμισμα, ο μόνος δρόμος που απομένει για τους εργαζόμενους είναι η όξυνση της ταξικής πάλης σε βαθμό κοινωνικού ξεσηκωμού με απαίτηση να πληρώσουν την κρίση οι καπιταλιστές που τη δημιούργησαν και με τελικό στόχο την ανατροπή του ίδιου του καπιταλισμού και την δημιουργίας μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας όπου οι ανάγκες των ανθρώπων θα είναι η κινητήρια δύναμη και όχι το κέρδος των λίγων.
Για να ξαναγυρίσουμε στην «μεγάλη εικόνα» της διεθνούς κρίσης σήμερα καθώς και των αγώνων των εργαζομένων παγκόσμια, μπορούμε να επισημάνουμε ότι είναι ίσως η πρώτη φορά που τόσο ξεκάθαρα, οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης δυσκολεύονται να κρύψουν ότι η κρίση δεν οφείλεται στους «τεμπέληδες εργάτες» ή στο «σπάταλο κράτος» της όποιας χώρας, αλλά ότι έχει συστημικό χαρακτήρα και αγκαλιάζει όχι απλά την ευρωζώνη αλλά στην ουσία τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Και μάλιστα όλο και περισσότερος απλός κόσμος συνειδητοποιεί την συστημική φύση της κρίσης όχι στον καναπέ του βομβαρδιζόμενος από τα δελτία ειδήσεων αλλά όλο και πιο συχνά στους δρόμους παγκόσμια, από πιο αυθόρμητα κινήματα όπως των “αγανακτισμένων” και του «Occupy Wall Street» μέχρι τις πιο οργανωμένες απεργίες των εργαζομένων όπως αυτές που χαρακτήρισαν την Ελλάδα τους προηγούμενους μήνες ή την απεργία στις 30 Νοέμβρη στη Μεγάλη Βρετανία που ήταν η μεγαλύτερη απεργία στη χώρα αυτή από το 1926!
Αυτό που χρειαζόμαστε λοιπόν επειγόντως σήμερα, είναι ο προσανατολισμός των εργαζομένων και των άλλων καταπιεσμένων στρωμάτων, όχι στο ψευτοδίλημμα «εντός ή εκτός ευρώ», όχι στην ψεύτικη ελπίδα της «παραγωγικής ανασυγκρότησης και της ανταγωνιστικότητας της χώρας», όχι στην παθητική αναμονή για «εκλογική ενίσχυση» της αριστεράς και «αλλαγή συσχετισμών», αλλά στο πραγματικό δίλημμα «εντός ή εκτός» του καπιταλισμού, ο προσανατολισμός στον αγώνα να υπερασπίσουμε τις ζωές μας άμεσα και με τελικό στόχο να λύσουμε το πραγματικό δίλημμα που αντιμετωπίζει η κάθε χώρα και συνολικά η ανθρωπότητα στην εποχή μας: σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.
Category: Χωρίς κατηγορία
Άψογος ο συγγραφεύς!!!