Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Ένας απολογισμός για το έργο του Μαρξ



γράφει : Ανρί ΛΕΦΕΒΡ

(Δημοσίευση: 29 Μαΐου 2008). Πρόκειται για άρθρο του Ανρί Λεφέβρ (1901-1991) που γράφτηκε το 1984 με αφορμή τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Μαρξ. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Βελιγραδίου «Ο σοσιαλισμός στον κόσμο». Τη μετάφραση και τα σχόλια επιμελήθηκε ο Γιάννης Φ. Φωτόπουλος – βλέπε και τον «Πρόλογο» για τη σειρά κειμένων με τίτλο «Μικροί Απολογισμοί»…

lefebvre-02

Θα αρχίσω θυμίζοντας τη δική μου στάση σε ό,τι αφορά τη σκέψη του Μαρξ. Αυτή η θέση, που από παληά έχω πάρει, δεν συνάδει με τον κομφορμισμό που κυριαρχεί από καιρό και που αφήνει ίχνη στον σύγχρονο κόσμο, ιδίως στη Γαλλία. Η αλλαγή του κόσμου είναι ουσιώδης απαίτηση της σκέψης του Μαρξ. Αλλά αυτή η σκέψη δεν μπορεί να θεωρείται ότι έχει μείνει η ίδια αναλλοίωτη· μετασχηματίζεται· αυτά που προκύπτουν μπορούν να θεωρηθούν σαν αλλαγή «υπό την επίδραση της σκέψης του Μαρξ». Εδώ και καιρό προτείνω να μη θεωρούμε αυτή τη σκέψη σαν μία θεωρητική διδασκαλία δεδομένη, πολυ δε περισσότερο σαν ένα σύστημα, αλλά σαν ένα σύνολο εννοιών. Αυτό το σύνολο, ή για να μιλήσω μεταφορικά, αυτός ο αστερισμός, τροποποιείται με τον καιρό. Ορισμένες έννοιες περνούν στη σκιά, δίκαια ή όχι. Νέες έννοιες εισάγονται στον αστερισμό. Αυτό το κινούμενο σύνολο χρησιμοποιείται για να γίνει κατανοητή η εποχή μας, δηλαδή το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, κι όχι απλά σαν συγκέντρωση κειμένων και παιδαγωγικών ή πολιτικών αναφορών. Ας μού επιτραπεί να επιμείνω στο γεγονός ότι πρόκειται εδώ για μία σημαντική αλλά και ουσιαστική μεταβολή στην κατανόηση αυτού που ονομάζουμε «μαρξισμό». Πρέπει να τον υποβάλλουμε αδιάκοπα στη δοκιμασία των γεγονότων και αυτού που πράγματι συμβαίνει, δηλαδή στη δοκιμασία της κοινωνικής πρακτικής, χωρίς εννοείται να αποκλείουμε (ίσια-ίσα πρέπει να επιμένουμε) στην εξερεύνηση του δυνατού και του αδύνατου[1]. Κατά τη διάρκεια αυτής της δοκιμασίας μπορεί να εμφανιστούν κενά στον «αστερισμό» αυτών των εννοιών, οι οποίες συμβάλλουν στην ανάγνωση της εποχής μας μόνο εφόσον συνυπολογίζουμε τα όσα καινούργια συμβαίνουν.

ΑΝΑΜΕΣΑ στις έννοιες που δείχνουν να είναι  κεκτημένες και να μπορούν να χρησιμοποιηθούν, ορισμένες έχουν επισκιαστεί με τα χρόνια, άλλες χρησιμοποιήθηκαν άσχημα, τουλάχιστον στις καπιτα­λι­στικές χώρες. Τολμώ να υπογραμμίσω τη σπουδαιότητα κοινωνικών μέσων όρων: μέση παραγωγικότητα σε μία βιομηχανία ή σε μία χώρα – μέσο ποσοστό κέρδους – μέση οργανική σύνθεση του κεφαλαίου σε έναν βιομηχανικό κλάδο ή σε μία χώρα κ.λπ… Αυτοί οι μέσοι όροι είχαν σύμφωνα με τον Μαρξ ένα ρυθμιστικό ρόλο στη λειτουργία και την εξάπλωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (συσσώρευση του κεφαλαίου – διευρυμένη αναπαραγωγή κ.λπ). Όμως σήμερα δεν φαίνεται να παίζουν αυτό τον ρόλο: παρεμβάσεις και βολονταριστικές αποφάσεις έχουν πάρει τη θέση τους και τούς έχουν αναπληρώσει. Πώς και γιατί; Υπάρχει εδώ ένας ολόκληρος τομέας ερευνών πάνω στην εκδίπλωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Τομέας που δεν έχει εγκαταλειφθεί πλήρως αλλά και δεν έχει εξερευνηθεί πλήρως, κάθε άλλο· διότι κάποιοι συνέχισαν να παραθέτουν τον Μαρξ αντί να μελετούν με τρόπο αναλυτικό και κριτικό (όπως κάνουν οι έννοιες που αναφέραμε) όσα συμβαίνουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ με τον Μαρξ και την επίδρασή του στις καπιταλιστικές χώρες επιμένω πάνω στη διαφορά, που συχνά αμελείται, ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τον τρόπο παραγωγής. Συχνότατα και παρά τις κριτικές επισημάνσεις, κάποιοι έχουν αναγάγει τον δεύτερο (τον τρόπο παραγωγής) στις πρώτες (στις σχέσεις παραγωγής). Όρισαν τον τρόπο παραγωγής δια των σχέσεων παραγωγής, έτσι που η εκδίπλωση και η ιστορία του τρόπου παραγωγής με αφετηρία αυτές τις σχέσεις, γινόταν ακατανόητη· ιδιαίτερα η ελαστικότητα του καπιταλισμού[2], ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’60, η ικανότητά του για τεχνολογική πρωτοβουλία, η ενδυνάμωση της παγκόσμιας αγοράς κ.λπ. Πράγματι ο καπιταλισμός ξεδιπλώθηκε διαμέσου πολλαπλών αντιφάσεων, που άλλες έπαιξαν διεγερτικό ρόλο κι άλλες έφεραν την κρίσιμη κατάσταση που γνωρίζουμε σήμερα[3]. Κάτω από την επίδραση ενός απλοποιημένου μαρξισμού, κάποιοι συνένωσαν (για να το πούμε έτσι) σε μία και μοναδική ομάδα τις αντιφάσεις του καπιταλισμού χωρίς να κάνουν διάκριση εκείνων που τον διεγείρουν από εκείνες που τον ροκανίζουν από τα μέσα.

Ο ΚΑΘΕΝΑΣ γνωρίζει ότι ανάμεσα στις μεγάλες αλλαγές του σημερινού κόσμου πρέπει να συνυπολογίσουμε την απελευθέρωση των παληών αποικιών, την άνοδο του Τρίτου Κόσμου. Άραγε αυτό το απέραντο κίνημα απελευθέρωσης, που δεν πρέπει να υπερεκτι­μούμε τη σημασία του, έλαβε χώρα υπό την επίδραση του Μαρξ; Ναι, χωρίς καμμία αμφιβολία, αλλά μέσα από ορισμένες πλευρές του έργου του που έχουν εδώ και καιρό αμεληθεί στη Δυτική Ευρώπη. Για παράδειγμα, τα αγροτικά ζητήματα[4], εκείνα της γης, του εδάφους και του υπεδάφους, των έγγειων προσόδων κ.λπ. Όλοι γνωρίζουμε ότι αυτή η πλευρά του μαρξισμού, που ξαναπιάστηκε αλλού κι όχι στη Δυτική Ευρώπη, ιδίως από τον Λένιν και τον Μάο Τσετούγκ, είχε αντίκτυπο σε παγκόσμια κλίμακα. Όλη η ιστορία των αγροτικών μεταρρυθμίσεων, ιστορία εξαιρετικά σύνθετη, θα μπορούσε να ενταχθεί στη μελέτη των επιδράσεων του Μαρξ. Βαθειά επαναστατικές στην αρχή και στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις είδαν σιγά-σιγά να ξεθωριάζουν οι ανατρεπτικές τους χωρητικότητες· μπορούμε να πούμε ότι σε πολλές χώρες «ενσωματώθηκαν» από τον καπιταλισμό. Αυτές οι επιδράσεις του Μαρξ δεν ξέφυγαν επομένως από τις διαλεκτικές αντιφάσεις. Από την άλλη πλευρά, η μελέτη των κειμένων του Μαρξ και του Λένιν (κι ιδίως εκείνων του τέλους της ζωής του Μαρξ πάνω στα αγροτικά ζητήματα) δεν εμπόδισαν τη σοσιαλιστική πλευρά να υποτιμήσει τα ζητήματα αυτά και να υπεραξιοδοτήσει τη βιομηχανική μεγέθυνση. Ένας απολογισμός της εκατονταετούς επίδρασης του Μαρξ δεν θα μπορούσε να αποφύγει τη μελέτη της μαρξιστικής σκέψης της σχετικής με την απελευθέρωση του Τρίτου Κόσμου, επίδραση που μερικές φορές ασκήθηκε μέσα από διδασκαλίες αποκλίνουσες ή και αιρετικές. Θα παραθέσω σαν παράδειγμα τα έργα του Frantz Fanon.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ επισήμανση σε αυτό το σημείο: η διαδικασία απελευθέρωσης υπήρξε και παρέμεινε κι η ίδια αντιφατική. Απελευθερώνοντας πολιτικά τους λαούς που έως τότε ήταν υπό κυριαρχία και αποικιοκρατία, πρόσφερε στις αναπτυγμένες χώρες που παρέμεναν καπιταλιστικές μία νέα αγορά πιο πλατειά από πριν, μια και συνοδεύτηκε κι ακόμη συνοδεύεται από μεταφορές τεχνολογίας, μετακινήσεις εργατικών χεριών κ.λπ. Κοντολογίς, κι επιμένω εδώ, η ανάπτυξη της μαρξιστικής σκέψης -όπως κι η ανάπτυξη της παγκόσμιας πραγματικότητας- εκτυλίσσεται αντιφατικά, ή για να το πούμε αλλιώς: διαλεκτικά. Εάν οι μαρξιστές δεν ανάλυσαν όλες τις αντιφάσεις του σύγχρονου κόσμου καθώς επίσης και τις αντιφάσεις τις εσωτερικές στον ίδιο τον μαρξισμό, αυτοί είναι υπεύθυνοι. Για να μιλήσουμε ακόμη πιο καθαρά, θα είχα πολλές κριτικές να κάνω εναντίον των μαρξιστικών τάσεων στις λεγόμενες «προχωρημένες» χώρες. Βρίσκω ότι οι τάσεις αυτές συχνά αυτοεγκλείστηκαν σε θεωρήσεις που έμοιαζαν συστηματικές, αυστηρές, ακριβείς, και που δεν ήταν παρά σχολαστικισμός. Θεωρώ ότι αυτές οι κριτικές της επιρροής του Μαρξ δεν εξαίρεσαν ούτε τους πιο διάσημους εκπροσώπους του μαρξισμού, συμπεριλαμβάνοντας τον Λούκατς ή τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Αυτός ο εκφυλισμός της μαρξιστικής σκέψης στις «προχωρημένες» βιομηχανικές χώρες, τάχα δεν ήταν αλληλέγγυος με τις δυσκολίες που περνάει εκεί η εργατική τάξη; Έχω κατά νου ιδιαίτερα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η σκέψη του Μαρξ ασκεί εκεί αξιοσημείωτη επιρροή αλλά περιορισμένη για την ώρα σε πανεπιστημιακούς κύκλους χωρίς σύνδεση με τους εργαζόμενους και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Δεχόμαστε από τις ΗΠΑ εργασίες και κείμενα που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρουν σχετικά με αισθητικά ζητήματα ή με τις σχέσεις εξουσίας και εξάρτησης, αλλά τίποτα που να μπορεί να συγκινήσει το εργατικό κίνημα, το οποίο εντούτοις υπάρχει και τραβάει τον δρόμο του. Θα προσθέσω ότι έχουμε επισημάνει σε πάμπολλες ευκαιρίες την ανικανότητα των μαρξιστών διανοούμενων στις ισλαμικές χώρες κι ιδίως στο Ιράν να επεξεργαστούν ένα σχέδιο-πρόταγμα [projet] κοινωνίας που να μπορεί να προσανατολίσει το επαναστατικό κίνημα που βλέπει συνεπώς να μονοπωλείται από τους θρησκευτικούς θεσμούς. Αυτή η μομφή δεν εξαιρεί λοιπόν τις χώρες που δεν υπολογίζονται ανάμεσα στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες και στις προχωρημένες δημοκρατίες.

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ θυμάμαι με πίκρα μια επίσκεψή που στο Σαντιάγκο της Χιλής, λίγο πριν το στρατιωτικό πραξικόπημα. Οι μαρξιστικοί κύκλοι που είχα γνωρίσει ασχολούνταν, με περισσή επιμέλεια, με την επιστημολογία και καθόλου με αυτό που γινόταν γύρω τους και με μια κατάσταση που επιβαρυνόταν μέρα με τη μέρα. Αυτές οι επισημάνσεις κινούνται στην ίδια κατεύθυνση με εκείνες που έκανε στο Καβτάτ τον Οκτώβριο του 1982 ο Πάμπλο Γκονζάλες Καζανόβα και δημοσιεύτηκαν στις εργασίες του συνεδρίου υπό τον τίτλο «Η διείσδυση της μεταφυσικής στον ευρωπαϊκό μαρξισμό». Ο Μεξικανός φίλος μας έχει δίκηο να διαπιστώνει ότι οι έννοιες οι επεξεργασμένες με αφετηρία τον Μαρξ στη Δυτική Ευρώπη, δεν χρησίμευσαν και πολύ στην κατανόηση της πραγματικής κατάστασης του Μεξικού και της Λατινικής Αμερικής. Γιατί; Επειδή οι Ευρωπαίοι επέμειναν υπερβολικά πολύ πάνω στις σχέσεις εξάρτησης ανάμεσα στα φύλα, τις ηλικίες, τις περιοχές, τα κέντρα και τις περιφέρειες κ.λπ. Κι όχι αρκετά πάνω στις σχέσεις εκμετάλλευσης και στην άνοδο νέων μορφών της, πιο ευέλικτων από άλλοτε. Αυτό σημαίνει και πάλι ότι ο Μαρξ δεν έχει επιδράσει με έναν τρόπο απλό, χωρίς εσωτερικές ή εξωτερικές αντιφάσεις. Θέλω να προσθέσω ότι στην Ευρώπη όλα τα έργα και όλες οι έρευνες που εμπνέονται από τον Μαρξ δεν εμπίπτουν σε αυτή την κριτική. Μα δεν είναι εδώ ο χώρος για να φτιάξουμε έναν κατάλογο με όσους συγγραφείς και γραπτά εμπίπτουν στην κριτική κι όσους δεν εμπίπτουν. Θέλω να προσθέσω ότι μία ουσιώδης αντίφαση που ήρθε στο φως από Γιουγκοσλάβους συγγραφείς είναι εκείνη ανάμεσα στην παγκόσμια διαίρεση της εργασία που επιβάλλεται από τον καπιταλισμό και στη νέα παγκόσμια τάξη την οποία επιδιώκουν πολλές χώρες με τους Αδέσμευτους στην πρώτη γραμμή. Αυτή η στάση έχει σχέση, που δεν χρειάζεται να υπογραμμιστεί, με την πολιτική και τις επιδιώξεις του κινήματος των Αδεσμεύτων.

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ των εννοιών που μάς άφησε κληρονομιά ο Μαρξ υπάρχουν κατά τη γνώμη μου χάσματα και, θα μπορούσε κανείς να πει μεταφορικά, «μαύρες τρύπες». Πρέπει να γεμίσουν τα χάσματα. Και γι” αυτό τόλμησα και ακόμη τολμώ να προτείνω μερικές νέες έννοιες. Για παράδειγμα:

α) Ο Μαρξ δεν γνώρισε την υπέρογκη μεγέθυνση των πόλεων το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Για πολύ καιρό αυτό το φαινόμενο αντιμετωπίστηκε από τους μαρξιστές σαν ένα φαινόμενο δευτερεύον, αποτέλεσμα της εκβιομηχάνισης. Μερικοί μάλιστα έφεραν αντιμέτωπες την πόλη και την επιχείρηση σαν να είναι η μεν μία ο τόπος της κατανάλωσης – η δε άλλη ο τόπος της παραγωγής. Τέτοια θέση όμως είναι αδύνατο να υποστηριχθεί. Πράγματι πολλές χώρες γνώρισαν αστεακά κινήματα και αγώνες που είχαν την πόλη συνάμα σαν θέατρο και σαν διακύβευμα. Σε αυτές τις χώρες (για παράδειγμα στο Μεξικό) υπήρξαν τρία κύματα κινημάτων και αγώνων επαναστατικού χαρακτήρα: τα αγροτικά κινήματα – τα εργατικά κινήματα – τα αστεακά κινήματα. Για να λάβουμε υπ” όψη αυτές τις νέες πραγματικότητες, που χρονολογούνται από την μοντέρνα εποχή, πρότεινα κι ακόμα προτείνω να εισαγάγουμε στις ουσιώδεις έννοιες την έννοια του αστεακού[5], δεύτερη φύση διαφορετική από την πρώτη φύση, καθόσον παραγόμενη.

β) Οι δραστηριότητες που μελέτησε ο Μαρξ και που τα περισσότερα μαρξιστικά ρεύματα έφεραν στο προσκήνιο, αφορούσαν την εργασία, την παραγωγή και τους τόπους παραγωγής, τις σχέσεις παραγωγής. Αυτές οι αναλύσεις των σχέσεων παραγωγής δεν εξαντλούν κατά τη γνώμη μου τον τρόπο παραγωγής. Όπως το έχω επισημάνει πολλές φορές, δεν επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλά την εκδίπλωσή του κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, την ελαστικότητά του, τις χωρητικότητές του. Τι συμβαίνει έξω από τους τόπους εργασίας; πρότεινα κι ακόμη προτείνω προκειμένου να καταλάβουμε ένα σύνολο γεγονότων, την έννοια της «καθημερινής ζωής»[6]. Αυτή η έννοια δεν αποκλείει σε τίποτα εκείνη της παραγωγικής εργασίας. Αντίθετα: τη συνεπάγεται. Και τη συμπληρώνει συνυπολογίζοντας τις μεταφορές-συγκοινωνίες, τη σχόλη, την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς επίσης και όλες τις τροποποιήσεις που επηρέασαν στη μοντέρνα εποχή αυτές τις διαφορετικές όψεις της ζωής και της κοινωνικής πρακτικής.

γ) Αυτή η στάση καταλήγει να εισάγει στη μαρξιστική ανάλυση και αντίληψη πλευρές παραμελημένες: την αρχιτεκτονική, την πολεοδομία, και ευρύτερα τον κοινωνικό χώρο και χρόνο. Πράγμα που αξίζει εμβαθυμένες έρευνες. Πράγματι, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο χρόνος και συνάμα ο χώρος έχουν γίνει εμπορεύματα (μιλάω κυρίως για τις καπιταλιστικές χώρες), δηλαδή «αγαθά» γύρω από τα οποία διεξάγονται μεγάλοι αγώνες: ο χρόνος και ο χώρος παραμένουν το θεμέλιο της αξίας χρήσης, αν και/επειδή έχουν εισέλθει στην αξία ανταλλαγής. Ο καυγάς γίνεται σε παγκόσμια κλίμακα· αυτός ο αγώνας για τον χώρο και τον χρόνο, δηλαδή για τη χρήση τους και τη χρησιμοποίησή τους, είναι μία σύγχρονη μορφή της πάλης των τάξεων που ο Μαρξ δεν πρόβλεψε μια και δεν υπήρχε την εποχή του.

δ) Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι οι δογματικοί (μιλάω πάντοτε για ό,τι συμβαίνει στη Δύση, μέσα στην αστική κοινωνία) μέχρι μια εποχή επαναλάμβαναν με μονομανία ορισμένες διατυπώσεις του Μαρξ και του Ένγκελς για το κράτος. Αλλ” όμως ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν μπόρεσαν να γνωρίσουν κατ” αρχήν την παγκοσμιοποίηση του κράτους και στη συνέχεια τις μεταμορφώσεις του στον 20ο αιώνα. Την εποχή τους το κράτος ήταν ακόμη καινούργιο στην Ευρώπη. Σήμερα, ή ακριβέστερα από τα μέσα του 20ου αιώνα δεν μπορούμε να μιλάμε για αποσπασματική και συγκυριακή παρέμβαση του κράτους στην οικονομική πραγματικότητα, με άλλα λόγια στη «βάση» του. Ο ρόλος του κράτους υπερφαλαγγίζει (ακόμη και από την καπιταλιστική πλευρά) αυτό που κλασσικά αποδιδόταν στην πολιτική, ιδεολογική και θεσμική δομή. Πρέπει να κάνουμε απολογισμό του γεγονότος ότι η κλασσική διάκριση ανάμεσα στο οικονομικό επίπεδο της κοινωνίας, το κοινωνικό επίπεδο (ή βαθμίδα) και το πολιτικό επίπεδο ή βαθμίδα τείνει να εξαφανιστεί. Διευκρινίζω ότι η διαφορά ανάμεσα στο οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτικό δεν έχει καταργηθεί αλλά υπάρχει η τάση για αυξανόμενη πρωτοκαθεδρία κι επιβολή του κράτους πάνω στο οικονο­μικό και το κοινωνικό. Για να εξετάσουμε αυτή την κατάσταση που εμφανίζεται σχεδόν παντού το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα -την ίδια στιγμή με την παγκοσμιοποίηση του κράτους- έχω προτείνει μία νέα έννοια: εκείνη του κρατικού τρόπου παραγωγής. Αυτή η έννοια ενώνει το οικονομικό και το πολιτικό και προτάσσει αυτή την ένωση σαν ορίζοντα και προοπτική επειδή γίνεται πραγματικότητα. Σε αυτή η έννοια επιφυλάχθηκε μία αρκετά άσχημη υποδοχή από όλες τις πλευρές, από τους μαρξιστές όπως και από τους ιδεολόγους του καπιταλισμού και της παραδοσιακής δημοκρατίας. Πιθανόν επειδή τους ενοχλεί.

ΤΟΛΜΩ να επιμείνω σε αυτές τις έννοιες που έκαναν μερικούς να πουν, στη Γαλλία και αλλού, ότι δεν ήμουν πλέον «μαρξιστής». Ορθώνομαι ενάντια σε αυτόν τον ισχυρισμό. Το να σκέφτεσαι υπό την επίδραση του Μαρξ, το να εμβαθύνεις τις έννοιες και τη σύλληψή του, το να τις χρησιμοποιείς σαν εργαλεία για να κατανοήσεις τη νεωτερικότητα και για να θέσεις τα προβλήματά της, είναι τάχα ασύμβατο με τον μαρξισμό; Το μόνο βέβαιο είναι πως είναι ασύμβατο με τον μαρξιστικό δογματισμό. Μέσα σ” ατέλειωτες διαμάχες των οποίων η ανάμνηση δεν έχει σβήσει εντελώς, κάθε τι που δεν ήταν αυστηρά δογματικό λογαριαζόταν για ρεβιζιονισμός και κάθε τι που δεν ήταν ρεβιζιονιστικό αντιμετωπιζόταν σαν δογματισμός. Αυτοί οι δύο όροι είχαν γίνει ένα είδος τελετουργικής βρισιάς που πετιόταν κατά πρόσωπο, πιστεύοντας ότι έτσι σχηματίζουν δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Τέτοιες διαμάχες αποτελούν μέρος της επίδρασης της σκέψης του Μαρξ καθώς επίσης και της ιστορίας της. Δεν συνέβαλαν στη γονιμότητά της. Οδηγούμαστε σήμερα να θέσουμε ορισμένα ζητήματα σε ό,τι αφορά τον ρόλο του Λένιν και του λενινισμού σε αυτές τις αντιδικίες και κυρίως για τον τόνο τους. Η εξέταση αυτής της πλευράς της μαρξιστικής επίδρασης θα έπαιρνε πολύ εδώ, αν και δεν είναι εκτός θέματος. Σε ό,τι με αφορά αρνήθηκα πάντοτε, να αφήνομαι σε εγκλωβισμούς στο εναλλακτικό δίπολο «δογματισμός»-«ρεβιζιονισμός», δίπολο που σήμερα είναι λιγάκι πεπαλαιωμένο. Απ” την άλλη, αποκρούω την ονομασία που ακούγεται τόσο συχνά «μαρξισμός-λενινισμός» και δηλώνω ότι είμαι πολύ περισσότερο μαρξιστής παρά λενινιστής. Σκέφτομαι και επιβεβαιώνω ότι το έργο του Μαρξ πρέπει να παραμείνει για εμάς και για την εποχή μας μια σταθερή αναφορά, ένα σημείο αφετηρίας – κι όχι σημείο αφίξεως. Πρέπει επίσης να περάσει από μία άγρυπνη και  αδιάκοπη κριτική. Όσο για τον Λένιν και τον λενινισμό, οφείλω να αναγνωρίσω ότι ίσως πρέπει να κάνω εδώ μια κάποια αυτοκριτική. Μια εποχή και παρά τις πολλές προφυλάξεις, ορισμένα κείμενα πάνω στον Λένιν και τον λενινισμό[7] δεν ξέφυγαν από κάποιον δογματισμό. Αλλά πώς να ξεφύγεις εντελώς από την εποχή σου;

ΑΚΟΜΗ και από μεθοδολογική άποψη, θα υπήρχε σήμερα χώρος για να εξεταστεί από κοντά η σκέψη του Μαρξ και να αναπτυχθεί ενόσω συμπληρώνεται. Ό,τι έχουν γράψει ο Μαρξ και ο Ένγκελς για τη διαλεκτική δεν δείχνει να είναι πάντα σαφές και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Ούτε ό,τι έχουν γράψει για τη λογική. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η λογική έχει σημειώσει μεγάλες προόδους τόσο θεωρητικές όσο και πρακτικές. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η λογική έχει γίνει λειτουργική-αποτελεσματική, που σημαίνει ότι μπαίνει στην κοινωνική πρακτική· κι αυτό ολοένα και περισσότερο με τις εφαρμογές της που πάνε από την οργάνωση της παραγωγικής εργασίας μέχρι τη στρατιωτική και πολιτική χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Πώς να μην επανεξετάσουμε τις σχέσεις της λογικής και της διαλεκτικής;[8] Ακόμη κι αν μένει κανείς προσηλωμένος στην τελευταία, ακόμη κι αν συνεχίζει να αποκαλύπτει με την έννοια του Χέγκελ και του Μαρξ το «έργο του αρνητικού» (κι αυτό, κατά τη διάρκεια αυτού που ονομάζουμε «κρίση»), μια καινούργια προβληματική αναδύεται από τις σχέσεις λογικής και διαλεκτικής.

ΓΙΑ να γίνω σαφέστερος, ας σκεφτούμε τις σχέσεις ανάμεσα σε δομή και συγκυρία. Η έννοια της δομής υπάρχει αναντίρρητα στον Μαρξ και μάλιστα σε ένα κείμενο τόσο πολυαναφερμένο που έχει μπει εδώ και καιρό σε αυτό που κάποιοι (με μία ακαταδεξία λιγάκι υπερβολική) αποκαλούν Αγία Γραφή του μαρξισμού: «Μέσα στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι έρχονται σε σχέσεις που είναι καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σχέσεις παραγωγής που ανταποκρίνονται σε έναν καθορισμένο βαθμό ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των σχέσεων παραγωγής συγκροτεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, τη συγκεκριμένη βάση…» κ.λπ. Όσο για τον όρο συγκυρία, εμφανίζεται ελάχιστα μέσα στο έργο του Μαρξ και η έννοια μένει εκεί αδιευκρίνιστη. Υπάρχουν ωστόσο έργα του Μαρξ που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αλλιώς παρά μελέτες της συγκυρίας. Θα αναφέρω σαν παράδειγμα την 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Αυτό το βιβλίο περιέχει μία αξιοθαύμαστη ανάλυση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας, της Γαλλίας πριν το πραξικόπημα με το οποίο ο Ναπολέων ο Γ΄ πήρε την εξουσία. Αυτή η ανάλυση κάθε άλλο παρά ανάγει την γαλλική κοινωνία στη δομική αντίθεση της αστικής τάξης και του προλεταριάτου, του κεφαλαίου και της εργασίας. Πολλές τάξεις και ταξικές μερίδες εμφανίζονται στην ανάλυση, ιδίως σε ό,τι αφορά τους αγρότες. Πρόκειται για ένα έργο που είναι συγκεκριμένο και ταυτόχρονα έργο πολεμικής. Συχνά το ταξινομούν στα ιστορικά ή πολιτικά έργα του Μαρξ, έξω από τα οικονομικά έργα. Με τρόπον ώστε ξεθώριαζε η συγκρου­σιακή σχέση ανάμεσα στη δομή και τη συγκυρία, ενώ κι η μεθοδολογία παρέμενε ατελής. Αυτό το είδος διαχωρισμού ανάμεσα στα έργα στάθηκε εντελώς επιζήμιο και βλαπτικό για την επίδραση του Μαρξ· το ίδιο ισχύει για τον διαχωρισμό ανάμεσα στα έργα της νεότητας κι εκείνα της ωριμότητας, ανάμεσα στα φιλοσοφικά και τα οικονομικά έργα. Δεν πρέπει να θεωρούμε τη σκέψη του Μαρξ σαν ένα σύστημα αλλά εξίσου δεν πρέπει να την εκλαμβάνουμε σαν ένα απλό άθροισμα ξεκομμένων σκέψεων πάνω στο οικονομικό, το κοινωνικό το πολιτικό. Πρέπει να τη βλέπουμε σαν μία συγκρουσιακή ενότητα, εν τω γίγνεσθαι, σε σχέση με όλη την εποχή της. Παραλίγο να ξεχάσω να αναφέρω ότι Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη περιέχει μια από τις ελάχιστες συγκεκριμένες αναλύσεις που άφησε ο Μαρξ για το κράτος, για την πολιτική δράση και για τη θέση τους στην κοινωνία.

ΣΤΟ σημείο αυτό, θα είχε ενδιαφέρον να ξαναπιάσουμε αυτά που έχει πει ο Μαρξ για το παγκόσμιο. Δεν αγνόησε την παγκοσμιότητα, ούτε το παγκόσμιο πεπρωμένο του εμπορεύματος. Έθεσε τις βάσεις μιας κριτικής ανάλυσης του κόσμου του εμπορεύματος και της ανταλλαγής, της λογικής του και της γλώσσας του, των δικτύων και των αλυσίδων ισοδυναμιών, της δυνάμει επέκτασής του σε όλο τον πλανήτη. Υπολόγιζε σε αυτή την επέκταση προκειμένου αυτή να απαλύνει ή και να σαρώσει τους διαχωρισμούς των συνόρων ανάμεσα στις χώρες. Από την άλλη, δεν θα χρειαζόταν να επιμείνουμε στο γεγονός ότι ο Μαρξ γνώρισε καλά την παγκόσμια αγορά μόνο στην πρώτη της φάση: τη φάση της πρωταρχικής συσσώρευσης και της εξάπλωσης του εμπορικού καπιταλισμού. Πρέπει λοιπόν να το θυμίσουμε; Ορισμένες χώρες πλουτίζουν ανακατεύοντας επιδέξια τη λεηλασία και το εμπόριο. Είδαμε, κι αποτελεί αυτό μία σημαντική πλευρά της ιστορίας, το κέντρο δραστηριότητας να περνάει από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό Ωκεανό. Είδαμε, τέλος, να δημιουργούνται μεγάλες αποικιακές αυτοκρατορίες: ισπανική, πορτογαλική, ολλανδική, γαλλική και αγγλική. Το εμπόριο τότε ήταν κυρίως η ανταλλαγή εμπορευμάτων, δηλαδή φυσικών και βιοτεχνικών προϊόντων. Όλα αυτά τα γεγονότα, που έχουν επιβεβαιωθεί εδώ και έναν αιώνα από τους ιστορικούς, βρίσκονται τουλάχιστον σαν επισημάνσεις μέσα στοΚεφάλαιο και μέσα στα οικονομικά έργα του Μαρξ. Μα αυτός δεν μπορούσε τίποτε άλλο παρά να προαισθανθεί τη δεύτερη φάση της παγκοσμιότητας και της παγκόσμιας αγοράς, μεταγενέστερη από τη συγκρότηση του βιομηχανικού καπιταλισμού και συνδεδεμένη με την εκδίπλωση αυτού του καπιταλισμού. Δεν θα χρειαζόταν να επιμείνουμε ιδιαίτερα στην πολύ υψηλή συνθετότητα σήμερα του παγκόσμιου, στη διαπλοκή των αντιφάσεων, στην πλανητική προβληματική που τίθεται και που κάνει τον ίδιο τον «Άνθρωπο» διακύβευμα μιας τρομακτικής παρτίδας.

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ αγορά; Δεν ανάγεται πλέον στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Περιλαμβάνει την αγορά και την ανταλλαγή κεφαλαίων, φαιάς ουσίας και τεχνικών, εργατικών χεριών, ενέργειας, χώρου και χρόνου, έργων τέχνης κ.λπ… Οι κατηγορίες και οι έννοιες που άφησε ο Μαρξ οφείλουν να επανεξεταστούν προκειμένου να καταφέρουμε να γνωρίσουμε αυτή την εξαιρετική συνθετότητα, αυτά τα κύματα προϊόντων και σημείων. Επιβεβαιώνω ότι πρέπει να ξεκινάμε από τον Μαρξ και όχι να παραμένουμε σε αυτόν, κυρίως εάν θέλουμε να καθορίσουμε μία στρατηγική που να μπορεί να ανοίξει ένα δρόμο μέσα στη διαπλοκή των αντιφάσεων και να προσανατολίσει τη δράση προς στόχους εφικτούς και συνάμα επιθυμητούς. Στις γιουγκοσλάβικες εκδόσεις έχω βρει πολλά στοιχεία μιας τέτοιας αναζήτησης, που χρησιμοποιούν το μαρξιστικό κεκτημένο για να το άρουν στο ύψος των παγκόσμιων περιστάσεων. Δεν πιστεύω ότι αυτή η έρευνα έχει τελειώσει. Κάθε άλλο, ιδίως σε ό,τι αφορά τη Γαλλία, όπου η απουσία μιας γνώσης της σύγχρονης παγκοσμιότητας δίνει έδαφος απ” τη μια στον πολιτικό εμπειρισμό και πραγματισμό, κι απ” την άλλη στην απελπισία ή στις άφρονες ελπίδες. Η έννοια της παγκοσμιότητας και η προβληματική του πλανητικού ανθρώπου απέχουν πολύ από το να έχουν εξαντληθεί.

ΌΠΟΙΟΣ εξερευνά σε βάθος την παγκοσμιότητα διαπιστώνει ότι αυτή δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της εκδίπλωσής του σε ανοικτή ή όχι σύγκρουση με τον σοσιαλισμό. Κι ο μαρξισμός, σαν θεωρία, παγκοσμιοποιή­θηκε επίσης. Η σκέψη του Μαρξ άσκησε επιρροή όχι μόνο με άμεσο τρόπο αλλά και έμμεσα, διαμέσου των αντιθέσεων που υποκίνησε αλλά και των ενσωματώσεων. Η επίδραση του μαρξισμού ασκήθηκε διαμέσου των αγροτικών ζητημάτων και των αγροτικών μεταρρυθμίσεων καθώς και διαμέσου των εργατικών κινημάτων και των προλεταριακών επαναστάσεων. Χωρίς τον Μαρξ δεν θα είχε υπάρξει ο Κέυνς, θεωρητικός του νεοκαπιταλισμού, ούτε ο Σούμπετερ, θεωρητικός της δημοκρατίας και της μεγέθυνσης. Η θεωρία των κρατικών παρεμβάσεων, του οικονομικού εξορθολογισμού, και της σχεδιοποίησης, γεννήθηκε από τον Μαρξ, από τη μαρξιστική σκέψη και από την κριτική της στον φιλελευθερισμό. Έστρεψαν αυτή τη θεωρία ενάντια στον μαρξισμό αλλά προέρχεται από αυτόν. Αυτές οι ενσωματώσεις αποτελούν μέρος της επίδρασης. Κι είναι με αυτόν τον τρόπο που η παγκοσμιοποίηση, θεωρούμενη σαν ολότητα μέσα στον σύγχρονο κόσμο, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς να ληφθεί υπ” όψη ο Μαρξ. Η ποικιλία των σχολών και των τάσεων που πηγάζουν από τον Μαρξ πρέπει εξίσου να συνυπολογιστεί. Σε ό,τι με αφορά, διεκδικώ ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά της μαρξιστικής σκέψης έτσι όπως αναπτύχθηκε στη Γαλλία, σε συνάρτηση με την πάλη για τη δημοκρατία, αλλά και σε συνάρτηση με τις φιλοσοφικές και λογοτεχνικές παραδόσεις της Γαλλίας. Λέγοντας ειδικά χαρακτηριστικά και παραδόσεις δεν εννοώ μόνο την καρτεσιανή κληρονομιά αλλά και τον ρομαντισμό, ακόμη και τον σουρεαλισμό. Χωρίς αυτές τις κληρονομιές, ο μαρξισμός στη Γαλλία δεν θα ήταν αυτό που υπήρξε και αυτό που είναι. Η τάση στην οποία ανήκω επικαλείται τη γραμμή που από τον Ραμπελαί φτάνει στις μέρες μας, περνώντας από τον Ντιντερό, τον αριστερό ρομαντισμό, την εξέγερση του Ρεμπώ και τον σουρεαλισμό, εκείνον του Αραγκόν και του Μπρετόν. Αυτή η τάση προχωράει στη ριζική κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας· δεν δίστασε μπροστά στην αμφισβήτηση· διακλαδώνεται σε διάφορες τάσεις· τη θεσμική ανάλυση[9], την αυτοδιαχειριστική κριτική της καπιταλιστικής διαχείρισης, κ.λπ… Η άλλη τάση, με πιο επιστημονική περπατησιά, μάλλον συνδέεται περισσότερο με τον θετικισμό, και διαμέσου αυτού με τη φιλοσοφία των επιστημών, που κι αυτή πηγάζει από την καρτεσιανή σχολή. Χρειάζεται να επιμείνουμε πάνω σε αυτή τη διάσπαση της μαρξιστικής σκέψης που προξένησε πολεμικές στη Γαλλία; Ναι, διότι αυτή η ποικιλία, μαζύ με τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις που υποκινεί, αποτελεί επίσης μέρος της επίδρασης του Μαρξ, και του πλούτου του. Εξίσου, μέσα στη σκέψη και στις αναζητήσεις που συνδέονται με τον Μαρξ στην Ιταλία, είμαι έτοιμος να υποστηρίξω ότι υπάρχουν ιταλικά ειδικά χαρακτηριστικά και τάσεις που προσιδιάζουν σε αυτή τη χώρα. Ο ιταλικός μαρξισμός μού φαίνεται πολύ πιο ιστορικιστικός από τον γαλλικό μαρξισμό που παίρνει ίσως αποστάσεις σε σχέση με τη στενή ερμηνεία του ιστορικού υλισμού αλλά ενόσω διαλεκτικοποιεί τη σύλληψη του γίγνεσθαι αντί να επιμένει πάνω στις οικονομικές και ιστορικές συνθήκες.

ΔΙΧΩΣ αμφιβολία υπάρχουν ειδικά γνωρίσματα του μαρξισμού στη Σοβιετική Ένωση. Αυτή η χώρα, που είχε πολύ μεγάλους συγγραφείς και πολύ μεγάλους καλλιτέχνες, δεν είχε ποτέ μεγάλους φιλοσόφους, ούτε μεγάλη φιλοσοφική παράδοση. Άραγε ό,τι φαίνεται σε εμάς σαν ανυπόφορος δογματισμός, να φαίνεται σε αυτούς διαφορετικά ίσως, σαν θεμελίωση μίας φιλοσοφίας; …

ΘΕΛΩ να τονίσω με κάθε επιμονή αυτά τα ειδικά χαρακτηριστικά. Το να τα αναγνωρίσουμε οδηγεί στο να αποδεχτούμε τις διαφορές μέσα στο εσωτερικό της σκέψης του Μαρξ και να βάλουμε τέλος σε διατυπώσεις του τύπου «Εσύ δεν είσαι μαρξιστής ενώ εγώ είμαι…». Η λογική, καθώς και η προβληματική που αυτή θέτει, αποτελεί μέρος της δικής μας φιλοσοφικής παράδοσης· φαίνεται ότι η σκέψη της Ανατολής δεν γνωρίζει τα προβλήματα της λογικής ή τουλάχιστον δεν τα θέτει με τους ίδιους όρους με εμάς. Ανάμεσα στα ειδικά χαρακτηριστικά πρέπει να επισημάνουμε εκείνα της Γερμανικής Σχολής, που ονομάζεται Σχολή της Φρανκφούρτης, με την οποία συνδέουν συχνά τον Λούκατς. Είναι πιθανά οι μόνοι που έχουν ασχοληθεί με ανανεωτική τόλμη με την Αισθητική. Οι επισημάνσεις σχετικά με την τέχνη δεν λείπουν στις άλλες χώρες ούτε οι σκέψεις σχετικά με μία ενδεχόμενη επιστήμη της λογοτεχνίας, της ποίησης, του μυθιστορήματος. Αλλά η γερμανική σχολή είναι η μόνη που είδε το ζήτημα της κατασκευής μιας αισθητικής θεωρίας εξηγώντας όλες τις δημιουργίες από την αρχαιότητα και μετά. Ό,τι κι αν σκέφτεται κανείς για τον Αντόρνο ή για τον Μπέντζαμιν, ακόμη κι αν είναι πολέμιος των διαβημάτων τους και των συμπερασμάτων τους, πρέπει να αναγνωρίσει τη σπουδαιότητα του έργου τους.

ΚΑΤΑ τη γνώμη μου θα υπήρχαν ακόμη πολλά σημεία, ακόμη και τομείς, της σκέψης του Μαρξ που θα έπρεπε να επανεξετάσουμε σήμερα, όχι για να τα καταργήσουμε ή να τα απαξιώσουμε, ούτε για να προσποιηθούμε ότι τα ξεπεράσαμε, μα αντίθετα για να τα αναπτύξουμε. Θα αρκεστώ εδώ να μνημονεύσω στα γρήγορα ένα από αυτά τα σημεία. Για να γίνει πραγμάτευση στο σύνολό τους θα χρειάζονταν όχι ένας αλλά πολλοί τόμοι, και ίσως να είναι έργο μιας ολόκληρης γενιάς.

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για την αναγκαιότητα, για τον ντετερμινισμό. Αυτές οι έννοιες μοιάζουν να έχουν κάποια ρευστότητα μέσα στη σκέψη που πηγάζει από τον Μαρξ κι ίσως ακόμη και στον ίδιο τον Μαρξ και τον Ένγκελς. Η αιτιότητα άλλοτε κατανοείται με τρόπο λιγάκι γραμμικό και σχεδόν μηχανιστικό, ιδίως στα οικονομικά ζητήματα – κι άλλοτε με τρόπο πολύ πιο διαλεκτικό στις ιστορικές μελέτες ή στις μελέτες της συγκυρίας. Ό,τι κι αν είναι, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα ο λογισμός των πιθανοτήτων κατέκλυσε τα πάντα· πρέπει να το παίρνουμε υπ” όψη μας αυτό, ακόμη κι αν από τούτη την αξιοσημείωτη πρόοδο δεν καταλήγουμε σε οριστικά συμπεράσματα. Πρόσφατα ακόμα, η φυσική των πιθανοτήτων κατήγαγε νίκη σε ό,τι επέμενε μέσα στο έργο του Αϊνστάιν και ανάμεσα στους μαθητές του: ένας αιτιακός, γραμμικός και μηχανιστικός ντετερμινισμός. Σχεδόν σε όλους τους τομείς η «δυνατοκρατία» [possibilisme] παίρνει τη θέση ενός απλοποιημένου ρεαλισμού, μετατοπίζοντας προς τις ενδεχομενικότητες τα κέντρα της γνώσης. Ιδιαίτερα οι στρατηγικές λαμβάνουν πάντοτε υπόψη τις πολλαπλές ενδεχομενικότητες και τις ευκαιρίες των αντιπάλων.

Η ανάλυση τής (οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής) πρακτικής δείχνει τρεις όψεις της δραστηριότητας:

α) ντετερμινισμούς, που κι αυτοί είναι πολλαπλοί και διαπλεκόμενοι (βιολογικοί, ανθρωπολογικοί, γεωγραφικοί κ.λπ).

β) διάφορα υποκειμενικά και αντικειμενικά τυχαία, που δεν είναι πάντα αποτέλεσμα αλληλοπαρεμβολών ανάμεσα στις αιτιακές ακολουθίες…

γ) αποφάσεις, θελήσεις, εσκεμμένες δράσεις της στρατηγικής.

Συμπληρώνω εδώ ότι οι διαμάχες ανάμεσα στους οπαδούς της αναγκαιότητας και σε όσους παραδέχονται το τυχαίο διαρκούν πάντοτε, σε όλους τους τομείς, σε όλα τα επίπεδα. Πρόκειται λοιπόν για μία προβληματική ανοικτή.

 

ΑΥΤΕΣ οι προτάσεις δεν δεσμεύουν παρά μονάχα εμένα. Δεν ανήκω στη Γαλλία σε καμμία οργάνωση. Είμαι ένας ερευνητής μοναχικός (που δεν σημαίνει απομονωμένος). Σε μία καπιταλιστική αλλά δημοκρατική χώρα, αυτή η κατάσταση έχει πλεονεκτήματα και δυσχέρειες. Ένα μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι μένεις έξω από κοντοπρόθεσμες πολιτικές έγνοιες. Οι δυσχέρειες; Είναι πολυάριθμες, μα αφήνω στους αναγνώστες μιας σοσιαλιστικής χώρας τη φροντίδα να τις απαριθμήσουν.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ για άλλη μία φορά τους Γιουγκοσλάβους φίλους μου που μού έδωσαν της ευκαιρία να εκφραστώ.

Henri LEFEBVRE, 1984

[1] Σ.τ.Μ: Για τον Λεφέβρ η έννοια της δυνατότητας, του «δυνατού» είναι κρίσιμη. «Η πραγματικότητα είναι μια δέσμη δυνατοτήτων» λέει. Θεωρεί τον ίδιο τον Μαρξ ως τον «στοχαστή του δυνατού» (Μια σκέψη που έγινε κόσμος, ελλ.εκδ, σ.194 επ.) κι αντιπαρατίθεται τόσο στον Αξελό που θεωρεί ότι ο Μαρξ είναι φιλόσοφος και «ο στοχαστής της τεχνικής» όσο και στον Αλτουσέρ που υποστηρίζει ότι ο Μαρξ είναι επιστήμονας (βλ. Αξελός, Ο Μαρξ, στοχαστής της τεχνικής, ed. Minuit, Παρίσι 1961, και Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, ed. Maspero, Παρίσι 1966, ελλ. έκδ. Γράμματα 1978, μετάφραση Τάκη Καφετζή). Συνδέεται έτσι με τον μαρξικό  και εγελιανό ορισμό της πραγματικότητας (υπάρχον+οι τάσεις του). Γράφει σχετικά: «Εάν υπάρχει κυρίαρχη κατηγορία και αντίθεση, είναι αυτήτου δυνατού και του αδύνατου: για να διευρύνουμε το δυνατό πρέπει να σκεπτόμαστε, να διατρανώνουμε και να θέλουμε το αδύνατο. Η δράση και η στρατηγική έγκεινται στο να καθίσταται αύριο δυνατό αυτό που σήμερα είναι αδύνατο. Ένα τέτοιο σχέδιο αποκτά νόημα μόνο ενόψει μίας αδυνατότητας: δηλαδή το να κρατηθούμε επ” άπειρον στις υπάρχουσες (κοινωνικές) σχέσεις. Αποδεσμεύει αυτό που αυτή η αδυνατότητα καθιστά δυνατό· κι αντίστροφα, αυτό που το σημερινό «πραγματικό» επισκιάζει και μπλοκάρει». (Η επιβίωση του καπιταλισμού, 1973/2002 σελ. 30). Αυτή η προοπτική έχει και «μεθοδολογικές» συνέπειες: «…Δίπλα στην επαγωγή και την απαγωγή, η διαλεκτικά εμβαθυμένη μεθοδολογία θα έπρεπε να παρουσιάσει νέες διεργασίες, όπωςαυτή της δια-αγωγής [trans-duction], διεργασία της σκέψης σε/προς ένα δυνάμει αντικείμενο προκειμένου να το κατασκευάσει και να το πραγματοποιήσει. Είναι ίσως η λογική του δυνατού και/ή αδύνατου αντικειμένου» (Πρόλογος στη β΄ έκδοση, 1969, του βιβλίου του Τυπική Λογική και διαλεκτική λογική).

[2] Σ.τ.Μ: «Για αυτόν τον νεο-καπιταλισμό μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας οργανωτικός καπιταλισμός, κάτι που δεν σημαίνει ότι είναι οργανωμένος καπιταλισμός. Κάθε άλλο. Η συνοχή του είναι μονάχα επιφανειακή διότι δεν καταφέρνει να απορροφήσει τις αντιφάσεις του», γράφει στο Η επιβίωση του καπιταλισμού (1973/2002, σελ. 110).

Η άποψή του αυτή έχει πολλούς αποδέκτες. Πρώτα-πρώτα τους τεχνοκράτες (και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους) που κυνηγούν την μυθολογία ότι ο καπιταλισμός μπορεί να οργανωθεί, δηλαδή να διευθετήσει οριστικά τις αντιφάσεις του. Ταυτόχρονα όμως απορρίπτει την απλούστευση ότι ο καπιταλισμός είναι μια «τυφλή» διαδικασία, χωρίς δηλαδή να διαθέτει στρατηγική σκέψη. Τέλος, ασκεί κριτική στο ρεύμα του στρουκτουραλισμού μέσα στον μαρξισμό, που «υψώνει σε κριτήριο τη συνοχή, βαλμένη πάνω από την αντίφαση» και υποκαθιστά «την έννοια της «διαδικασίας» (ιστορική στην καταγωγή της, οικονομική στη συνέχεια) από εκείνη της δομής…». Ο Λεφέβρ απευθύνει κρίσιμα ερωτήματα στον Λ. Αλτουσέρ: «…Το πρόβλημα είναι το εξής: η καπιταλιστική κοινωνία συγκροτεί άραγε ευθύς από το ξεκίνημά της ένα κλειστό-περατωμένο σύστημα, που δεν μπορεί παρά να συντηρεί τις συνθήκες του και να διαρκεί, ή να καταρρέει, σύμφωνα με την αρχή του όλα ή τίποτα; Υπάρχει κάτι καινούργιο στον καπιταλισμό από τότε που υπάρχει; … Ο Μαρξ εκθέτει τη γένεση και τη συγκρότηση του ανταγωνιστικού καπιταλισμού. Ο «τρόπος παραγωγής» άραγε έχει ήδη γίνει πραγματικότητα τότε; Εάν κάποιος απαντήσει «όχι», αυτό σημαίνει ότι ο ανταγωνιστικός καπιταλισμός δεν είναι ακόμα καπιταλισμός. Εάν κάποιος απαντήσει «ναι», πέφτουμε στη μεγαλύτερη αμηχανία· πώς να εξηγήσουμε τους μετασχηματισμούς του καπιταλισμού … Ο καπιταλισμός διαρκεί. Θα διαρκέσει όσο διαρκέσει. Όταν θα εξαφανιστεί, θα εξαφανιστεί. Τίποτα που να έχει αλλάξει, διότι τίποτα δεν αλλάζει μέσα στους κόλπους του «τρόπου παραγωγής», ακίνητου σαν τέτοιου, τίποτα παρά μόνο λεπτομέρειες διευθέτησης … Είναι σχεδόν προφανές ως προς τι και πώς μια τέτοια σκέψη συνδέεται με τις τάσεις μιας κοινωνίας που θέλει να πετύχει τη στέρεη υπόστασή της παρακάμπτοντας ο,τιδήποτε την κατατρώει…» (Η επιβίωση…1973/2002, σελ 55 επ.).

[3] Σ.τ.Μ: Γράφει σχετικά με τον νεο-καπιταλισμό στο Η επιβίωση του καπιταλισμού (1973/2002, σελ. 81): «Αυτή η νέα σφαιρικότητα, που έχει για σκοπό και τέλος (συνειδητά ή όχι) την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων πιο πολύ κι από το άμεσο κέρδος και τη μεγέθυνση της παραγωγής, συνοδεύεται από μία βαθειά ποιοτική τροποποίηση αυτών των σχέσεων. Οι σχέσεις κυριαρχίας που από την προέλευσή τους υπο-στηρίζουν ενισχύοντας τις σχέσεις εκμετάλλευσης, γίνονται ουσιώδεις,κεντρικές. Η θέληση για δύναμη (οι ικανότητες καταναγκασμού και βίας) παίρνει κεφάλι από την προτίμηση για όφελος και κέρδος, από την αναζήτηση υπερκέρδους (κέρδους στον μέγιστο βαθμό). Οι οικονομικοί και κοινωνικοί νόμοι χάνουν την φυσική πλευρά που περιέγραψε ο Μαρξ, δηλαδή την τυφλή και αυθόρμητη· γίνονται ολοένα και περισσότερο καταναγκαστικοί κάτω από ένα συμβασιακό κάλυμμα (ή και χωρίς αυτό)».

[4] Σ.τ.Μ:Τα αγροτικά θέματα ήταν το μεγάλο μεράκι του Ανρί Λεφέβρ. Το παράπονό του ήταν πως η Ε.Σ.Σ.Δ. ουδέποτε τού επέτρεψε την είσοδο εκεί για την μελέτη του αγροτικού φαινομένου. Αφιέρωσε για το αγροτικό ζήτημα τη διδακτορική του διατριβή, πολλές δημοσιέυσεις και ένα βιβλίο για τα Πυρηναία.

[5] Σ.τ.Μ: Urbain στο κείμενο. Σημαίνει «το-της-πόλης». Στην ελληνική γλώσσα αποδίδεται συνήθως με τους όρους «αστικός», «αστικοποίηση» κ.λπ, που όμως προξενούν σύγχυση με τους ίδιους όρους που αποδίδουν την ταξική έννοια «bourgeois», δηλ. της αστικής τάξης. Προτιμήσαμε, έτσι, το «αστεακός», «αστεοποίηση» που παράγεται από το θέμα «αστε-» της λέξεως άστυ· λύση, εξάλλου, που σποραδικά έχει εμφανιστεί στη βιβλιογραφία.

[6] Σ.τ.Μ: Το καθημερινό απασχόλησε τον φιλόσοφο ήδη από τη δεκαετία του ’40, όταν ακόμα ήταν περιφρονημένο από την επίσημη φιλοσοφία, αλλά και από εκείνον τον μαρξισμό που έλεγε ότι το καθημερινό δεν αποτελεί κάποια θεωρητική έννοια, κάποιο αντικείμενο της επαναστατικής θεωρίας. «Ο σοσιαλισμός ή θα είναι καθημερινός ή δεν θα υπάρξει ποτέ» έγραψε το 1947. Αφιέρωσε στην κριτική της καθημερινής ζωής πολλά έργα του, διερευνώντας πότε τον χώρο τής δυνατής απο-αλλοτρίωσης, πότε τη συνάντηση πολιτισμού και πολιτικής, πότε το πεδίο (ανα)συγκρότησης της υποκειμενικότητας της κοινωνίας.

[7] Σ.τ.Μ: Κυρίως αναφέρεται εδώ στο βιβλίο που έγραψε το 1957 Για να γνωρίσουμε τη σκέψη του Λένιν [Pour connaître la pensée de Lénine], σ.358, Παρίσι éditions Bordas, το οποίο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.

[8] Σ.τ.Μ: Αναφέρεται στη σχέση της διαλεκτικής με την τυπική λογική, κάτι που διαρκώς τον απασχολούσε. «Η σχέση ανάμεσα στη λογική και τη διαλεκτική δημιουργεί πρόβλημα. Ορισμένοι συχνά το λύνουν πηγαίνοντας προς έναν παν-λογισμό ή προς μία παν-διαλεκτικοποίηση δίχως καθορισμένο αντικείμενο. Η έννοια της διαφοράς τοποθετείται, εκτός και εάν καταδειχθεί το αντίθετο, στη ζεύξη της λογικής και της διαλεκτικής. Είναι αδύνατο σήμερα να εξαλείψεις τη λογική σαν τέτοια, αδύνατο να εκκενώσεις τη διαλεκτική. Δεν μπορούν να ξεχωριστούν περισσότερο απ” όσο η θεωρία και η πρακτική, η γνώση και η ιδεολογία» (Η επιβίωση του καπιταλισμού, 1973/2002, σελ. 11). Έτσι ο Λεφέβρ δεν «καταργεί» τη λογική. «Ούτε η γνώση ούτε η πράξη μπορούν να αποφύγουν τη λογική· μπορεί μάλιστα κανείς να διαμορφώσει μια λογική της δράσης, και κάθε στρατηγική έχει τη λογική της. Αλλά η λογική δεν αναιρεί τις αντιφάσεις. Δεν καταφέρνει να τις αφομοιώσει στη συνοχή του λόγου και της πράξης. Η μελέτη των αντιφάσεων δεν μπορεί να εξαλειφθεί, και η διαλεκτική, ως ανάλυση των αντιφάσεων και των συγκρούσεων, επανακτά πάντα την ισχύ της. Αυτό αφορά τόσο την ίδια τη διαλεκτική σκέψη όσο και το εργατικό κίνημα: όταν βρίσκονται σε άμυνα ενισχύονται ταυτόχρονα με τις δυνάμεις που τα καταπολεμούν. Είναι βέβαιο ότι η λογική προόδευσε, ότι κέρδισε μάχες και ότι στον τομέα αυτόν σημειώθηκαν καινοτομίες, ενώ η διαλεκτική οπισθοχώρησε προς τη ρητορική και τη σοφιστεία. Ωστόσο σήμερα, ο μεγάλος μαθηματικός Ρενέ Τομ (θεωρία των καταστροφών) εντάσσεται στην ηρακλείτεια και άρα διαλεκτική παράδοση…» (Μια σκέψη…ελλ.εκδ. σ.71). Ερευνά τη σχέση αυτή ήδη από τα πρώτα έργα του (Διαλεκτικός υλισμός, 1939) κι ιδίως στα Το άθροισμα και το υπόλοιπο (1959), Μία σκέψη που έγινε κόσμος (1980), Η επιστροφή της διαλεκτικής-Δώδεκα λέξεις-κλειδιά για τον σύγχρονο κόσμο (1986), αναζητώντας τη δυνατότητα μιάς διαλεκτικής λογικής.

[9] Σ.τ.Μ: Η αναφορά γίνεται στο ρεύμα της Θεσμικής Ανάλυσης (Analyse Institutionelle) με το οποίο ο Λεφέβρ συμπορεύτηκε κριτικά για ένα διάστημα. μεταξύ 1970-1975. Κυριότερος εκρόσωπός του ήταν ο René Loureau.

Πηγή: Tάξεις και Ηθική

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Αφήστε μήνυμα