Το πορνό που βλέπεις σου κάνει καλό ή κακό;
Πολύ μελάνι έχει χυθεί για το αν η πορνογραφία βλάπτει, ωφελεί ή δεν έχει καμία επίδραση. Τελικά τι ισχύει;
Του Κωστή Σπηλιώτη
Η πολιτική και κοινωνική συζήτηση για τις επιδράσεις της πορνογραφίας στις στάσεις και τη συμπεριφορά των υποκειμένων που την καταναλώνουν έχει υπάρξει θερμότατη ήδη από τις δεκαετίες του ’60 και ’70 και το δεύτερο κύμα του φεμινισμού, ενώ εμπλουτίστηκε από τις συμβολές του τρίτου κύματος, του μεταφεμινισμού και της κουήρ θεωρίας τις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Το μέρος βέβαια της συζήτησης που αντιλαμβάνεται τα υποκείμενα ως σκυλάκια του Παβλώφ σε οίστρο, εγκλωβισμένα σε προβλέψιμες συμπεριφορές του τύπου «ερέθισμα – αντίδραση», είναι πια παρωχημένο, όποια και από τις δύο αντίπαλες θέσεις να υποστηρίζει: η πορνογραφία είναι σαφές ότι δεν μπορεί να επιβάλει στους ανθρώπους να γίνουν είτε σεξιστές, είτε σεξουαλικά απενοχοποιημένοι με μηχανικό τρόπο. Παίρνοντας ως δεδομένο λοιπόν ότι οι άνθρωποι δεν αναπαράγουν τυφλά ό,τι προσλαμβάνουν, αλλά το αφομοιώνουν ως εμπειρία σε συνδυασμό με την προσωπική τους ιστορία και το κοινωνικό τους πλαίσιο, θα στραφούμε σε μια σειρά από έρευνες που συζητούν τις επιδράσεις της πορνογραφίας πάνω στα υποκείμενα, ενώ στο τελευταίο μέρος του άρθρου θα συζητήσουμε πώς τα επιστημονικά αυτά στοιχεία μπορούν να ενημερώσουν μια πολιτική τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα.
Τι λέει η επιστήμη
Όσον αφορά τις επιδράσεις της πορνογραφίας, μια θεωρητική οπτική που χρησιμοποιείται συχνά για την ανάλυσή τους είναι η θεωρία της κοινωνικής μάθησης[1]. Σύμφωνα με αυτήν, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα ερεθίσματα από το περιβάλλον τους για να μάθουν τον κόσμο, επομένως και οι εικόνες των μαζικών μέσων μας «διδάσκουν» για τον κόσμο που βρίσκεται πέρα από τον προσωπικό μας κύκλο και έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν σε μια ερμηνεία των σχημάτων της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Οι πληροφορίες δηλαδή που περιλαμβάνονται στα πορνογραφικά φιλμ μπορούν να «διδάσκουν» το κοινό γύρω από τη φύση των σεξουαλικών σχέσεων αναπαριστώντας τους μηχανισμούς της συνουσίας (Check & Malamuth 1983). Σε αυτό το πλαίσιο η πορνογραφία μπορεί δυνητικά να συνδράμει στη δημιουργία δυσλειτουργικών σχημάτων μέσα από την κατασκευή πρότυπων ρόλων και συμπεριφορών που σχετίζονται με τη βία και την αυτοκαταστροφικότητα, αλλά και αντίστροφα να προωθήσει θετικές συμπεριφορές υπό τις κατάλληλες περιστάσεις (Check & Malamuth 1984, Duncan 1990).
Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης προϋποθέτει πως ο καταναλωτής αποδέχεται γενικά τις συμπεριφορές που αναπαριστώνται ως ωφέλιμες (οπότε και τις αναπαράγει), είτε ως βλαβερές (οπότε τις αποφεύγει), και η εσωτερίκευση μιας συμπεριφοράς από την πορνογραφία ως ωφέλιμης συνδέεται συνήθως με το φυσιολογικό ερεθισμό και ικανοποίηση που προκύπτει από αυτόν. Υπάρχει επομένως η δυνατότητα ο αποδέκτης του μηνύματος να αποδεχτεί τις αξίες και τις συμπεριφορές που υποστηρίζονται από το πορνογραφικό υλικό ως ωφέλιμες και απολαυστικές, οπότε να επιθυμήσει να μετατρέψει τη φαντασία σε πραγματικότητα (Allen & D’Alessio, 1991).
Όσον αφορά συγκεκριμένα την επίδραση της πορνογραφίας πάνω στους εφήβους ως κρίσιμη φαίνεται να αναδεικνύεται και η παράμετρος της πρόσληψης του υλικού ως ρεαλιστικού ή μη, ότι δηλαδή οι σεξουαλικές πρακτικές που αναπαριστώνται είναι παρόμοιες με αυτές στον πραγματικό κόσμο, οπότε οι συγκεκριμένες αναπαραστάσεις μπορούν να είναι χρήσιμες ως πληροφορίες για το σεξ. Κάποιες έρευνες μάλιστα έχουν προτείνει πως ο βαθμός του ρεαλισμού που αποδίδεται σε κάποιο είδος σεξουαλικών αναπαραστάσεων έχει σχέση με το πόσο συχνή είναι η παρακολούθησή τους, δηλαδή όσο πιο συχνά ένας έφηβος έρχεται σε επαφή με ένα είδος πορνογραφίας, τόσο πιο ρεαλιστικές θα θεωρεί τις πρακτικές που αναπαριστώνται, ακόμα και αν έρχεται σε κάποια αντίφαση με τις σεξουαλικές του εμπειρίες (Jochen & Valkenburg 2006).
Από τις γενικές επισκοπήσεις της σχετικής ερευνητικής βιβλιογραφίας όμως δεν προκύπτει μια καθαρή συσχέτιση ανάμεσα στην κατανάλωση πορνογραφίας και την υιοθέτηση προτύπων και συμπεριφορών, με τις ερευνήτριες να είναι διχασμένες ανάμεσα στην υποστήριξη μέτριας επίδρασης (π.χ. Addison, Koss & Malamuth 2000, Rogala & Tyden 2003) και καθόλου επίδρασης (π.χ. Fisher & Grenier 1994, Barak et al. 1999), ενώ υπάρχει και το ζήτημα των διαφορετικών ορισμών για την πορνογραφία μεταξύ των ερευνών, αλλά και των διαφορετικών επιδράσεων που προκαλούν τα διάφορα είδη της, για παράδειγμα η πορνογραφία που αναπαριστά βιασμούς σε αντίθεση με αυτήν που αναπαριστά συναινετικό σεξ, διακρίσεις που δυστυχώς λείπουν από κάποιες έρευνες (Allen 1995).
Η θέση πάντως που κατέληξε να φαίνεται πιο πειστική στο συγγραφέα αυτού του άρθρου μετά την ανάγνωση της σχετικής βιβλιογραφίας (συμφωνώντας σε μεγάλο βαθμό με τα συμπεράσματα των Addison et al. 2000 και Impett & Malamuth 2001) είναι ότι την κρισιμότερη παράμετρο για τις επιδράσεις της πορνογραφίας αποτελεί η προσωπικότητα του υποκειμένου και το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται: για παράδειγμα ένα άτομο που έχει ήδη την τάση προς βίαιες, μη συναινετικές σεξουαλικές πρακτικές ή που δε θεωρεί ριψοκίνδυνο το σεξ χωρίς προφυλάξεις και ζει σε περιβάλλον που υποδαυλίζει αυτές του τις τάσεις, είναι σχετικά πιθανό να επηρεαστεί και από την πορνογραφία με το αντίστοιχο περιεχόμενο, ενώ αντίθετα ένα άτομο χωρίς τέτοιες τάσεις ήδη, είναι μάλλον πιθανό να παραμείνει ανεπηρέαστο. Μια τέτοια θέση είναι μάλιστα περισσότερο συναφής με τη κοινωνικο-γνωστική θεωρία, που υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι δεν είναι παθητικοί καταναλωτές των μέσων επικοινωνίας, αλλά μπορούν να ελέγξουν τις δυνατές επιδράσεις τους μέσα από μηχανισμούς αυτορρύθμισης και αναστοχασμού, «φιλτράροντας» τα σύμβολά που προσλαμβάνουν μέσω των πεποιθήσεων και των αξιών τους (Bandura 1994), οπτική που μάλλον έρχεται σε αντίθεση με άλλες απλοϊκές εφαρμογές της θεωρίας της κοινωνικής μάθησης.
Οι κοινωνικο-πολιτικές πλευρές του ζητήματος
Οι παραπάνω ερευνητικές τοποθετήσεις διαπλέκονται βέβαια και με ένα πλέγμα από πολιτικές θέσεις που υπερασπίζονται διαφορετικές στάσεις απέναντι στην πορνογραφία. Η «συντηρητική» οπτική καταδικάζει γενικά την πορνογραφία ως βλαβερή για τις αξίες και τους κοινωνικούς θεσμούς, ιδίως για αυτόν της οικογένειας, οπότε και προτείνει τον αυστηρό έλεγχο και περιορισμό της. Η «φιλελεύθερη» οπτική αντίστροφα υποστηρίζει γενικά την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, επομένως και αυτή που γίνεται μέσω της πορνογραφίας, ενώ θεωρεί τις επιδράσεις της πορνογραφίας από θετικές ως ανύπαρκτες και σίγουρα όχι αρνητικές.
Τέλος ο φεμινισμός του δεύτερου κύματος έχει ασκήσει αυστηρότατη κριτική στα αρνητικά στερεότυπα που αναπαράγονται μέσα από την εμπορευματοποίηση του σεξ, την αντικειμενοποίηση των γυναικών και τις άνισες σχέσεις εξουσίας μεταξύ των φύλων στην πορνογραφία, ενώ αντίθετα ο φεμινισμός του τρίτου κύματος, ο μεταφεμινισμός και η κουήρ θεωρία έχουν συζητήσει περισσότερο για τα διάφορα είδη της πορνογραφίας και τον πλούτο των διαφορετικών ιδεολογικών μηχανισμών που συναντάμε σε αυτά, παρά έχουν υπερασπίσει μια ξεκάθαρη θέση για τις επιδράσεις της πορνογραφίας είτε συνολικά εναντίον είτε συνολικά υπέρ της.
Μια οποιαδήποτε πολιτική στάση πάνω στο ζήτημα των επιδράσεων της πορνογραφίας μάλλον οφείλει να πάρει υπόψη της τόσο τις ερευνητικές συμβολές που έχουν κατατεθεί σχετικά, αλλά και να τοποθετηθεί μέσα στο παραπάνω πλέγμα ιδεών. Είναι πάντως ιδιαίτερα σημαντικό μια τέτοια θέση να αντιλαμβάνεται τις λεπτές αποχρώσεις και διαφορές μέσα στο σύνολο των πρακτικών που ονομάζουμε γενικά πορνογραφία. Οι κινηματογραφικές ταινίες που περιλαμβάνουν αισθησιακές σκηνές, η κυρίαρχη εμπορική πορνογραφία των μεγάλων στούντιο με τα ετεροσεξιστικά στερεότυπα που αναπαράγει, η εναλλακτική εμπορική πορνογραφία των μικρών παραγωγών, οι πορνογραφικές ταινίες που αναπαριστούν σεξ χωρίς συναίνεση, βιασμούς ή ακόμη και παιδοφιλία, η μεταπορνογραφία, η ερασιτεχνική DIY πορνογραφία, το «πορνό» που κινηματογραφείται από φεμινιστικές ή κουήρ κολλεκτίβες με σκοπό την επικοινωνία και πολιτικών ιδεών, ανήκουν τυπικά όλα στο ίδιο είδος, αλλά διαφοροποιούνται σε πολύ έντονο βαθμό μεταξύ τους και είναι πιθανότατο πως παράγουν και διαφορετικές επιδράσεις (παρόμοια είναι και η τοποθέτηση των Barak & Fisher 2001, αναγνωρίζοντας όμως πολύ λιγότερες υποκατηγορίες στο είδος του πορνό). Εφόσον επιπλέον ακολουθήσουμε μια τριτοκυματική φεμινιστική ή κουήρ οπτική για το ζήτημα, είναι μάλλον σημαντικό να συζητάμε κατά περίπτωση και είδος, διαφοροποιώντας τη στάση μας κάθε φορά.
Αν λοιπόν αποδεχτούμε τη θέση ότι η πορνογραφία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ή την ενίσχυση προτύπων και συμπεριφορών από ένα άτομο που βρίσκεται στις κατάλληλες συνθήκες γενικότερα για την υιοθέτησή τους, αναδεικνύονται μια σειρά από συνέπειες για την πολιτική μας στάση απέναντι στην πορνογραφία. Ο πυρήνας αυτής της στάσης θα μπορούσε να συνδέει τις αναπαριστώμενες πράξεις με τις ιδέες και τις πρακτικές που θεωρούνται άξιοι στόχοι μιας πολιτικής επίθεσης: πορνογραφία που αναπαριστά βιασμούς, σεξ με χρήση βίας και χωρίς συναίνεση (υπενθυμίζω ότι το BDSM είναι κανονικά μια συναινετική πρακτική, οπότε δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή), ανίσχυρες υποτακτικές γυναίκες, θηλυπρεπείς γκέι που χλευάζονται, σεξ χωρίς προφυλάξεις κτλ. είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιδράσεις στην προσωπικότητα και τη συμπεριφορά των ατόμων που την καταναλώνουν, οπότε και δεν μπορεί να έχει την υποστήριξή μας πολιτικά.
Ο σημαντικότερος παράγοντας όμως είναι το κοινωνικο-ιστορικό περιβάλλον όπου καταναλώνεται η όποια πορνογραφία: σε μια χώρα χωρίς σεξουαλική αγωγή στην εκπαίδευσή της, με περιορισμένες και χαμηλής επιδραστικότητας εκστρατείες για το ασφαλές σεξ, με απουσία υποδομών για κακοποιημένες και βιασμένες γυναίκες κ.τ.λ., μια πορνογραφία που αναπαράγει αρνητικά ή επικίνδυνα στερεότυπα καταλήγει εξαιρετικά προβληματική λόγω ακριβώς του πλαισίου όπου τοποθετείται. Με άλλα λόγια το ζήτημα δεν είναι μάλλον μια καλύτερη, «πολιτικά ορθότερη» πορνογραφία, αλλά μια συνολική κοινωνική αλλαγή προς την κατεύθυνση της σεξουαλικής ελευθερίας και υγείας αλλά και της ασφάλειας από τη σεξιστική και ομοφοβική βία.
Το πρόταγμα μια συνολικότερης κοινωνικής αλλαγής είναι αυτό που προσφέρει και μια διέξοδο στα διλήμματα περί ελευθερίας της έκφρασης ή μη. Όσο αυστηρές πολιτικές για τη λογοκρισία των πορνογραφικών ταινιών και να εφαρμοστούν (πράγμα που ο συγγραφέας του άρθρου δε θα υποστήριζε ως θέση, εκτός φυσικά από τις περιπτώσεις της ούτως ή άλλως παράνομης πορνογραφίας που γυρίζεται χωρίς τη συναίνεση των συμμετεχόντων) ή όση «προληπτική λογοκρισία» και να εφαρμόσουν τα κινήματα μέσα από τις διαμαρτυρίες και τις κριτικές τους, είναι πολύ πιθανό ότι πάντα θα υπάρχουν ηθοποιοί που θα συναινούν σε σεξ χωρίς προφυλάξεις ή σε αναπαραστάσεις σεξουαλικής βίας ή υποτίμησης και ότι πάντα θα υπάρχουν σκηνοθέτες/ιδες που θα θεωρούν ότι η πορνογραφία δεν έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα, οπότε μπορεί να αναπαριστά και ριψοκίνδυνες ή επιλήψιμες πρακτικές.
Όπως είδαμε και στην προηγούμενη ενότητα εξάλλου, ένα ικανό μέρος της επιστημονικής βιβλιογραφίας υποστηρίζει ακριβώς μια τέτοια θέση περί μη επίδρασης της πορνογραφίας στις στάσεις και τις συμπεριφορές των υποκειμένων, οπότε οι σκηνοθέτες/ιδες και ηθοποιοί αυτοί/ες μπορεί να έχουν και δίκιο σε αυτό που υποστηρίζουν. Κοιτώντας λοιπόν το δάσος και όχι το δέντρο, είναι πολύ σημαντικότερο να αγωνιστούμε για μια κοινωνία που θα απαρτίζεται από υγιή, ενήμερα και απελευθερωμένα σεξουαλικά υποκείμενα, τα οποία θα αντιμετωπίζουν κριτικά οποιαδήποτε πορνογραφία και αν καταναλώσουν, παρά να εστιάσουμε στα ακριβή χαρακτηριστικά μιας «πολιτικά ορθής» πορνογραφίας, η οποία ακόμα και αν μπορούσε να υπάρξει, θα αποτελούσε μια σταγόνα θετικών ερεθισμάτων μέσα σε έναν ωκεανό παραπληροφόρησης, ετεροσεξισμού, ομοφοβίας και κοινωνικής αλληλεγγύης σε αποσύνθεση.
Βιβλιογραφία
- Addison T., Koss M. & Malamuth N. (2000). Pornography and Sexual Aggression: Are There Reliable Effects and Can We Understand Them?, Annual Review of Sex Research, 11, σελ. 26-91
- Allen M., (1995). Exposure to pornography and acceptance of rape myths. Journal of Communication (45) 1, σελ. 5-26
- Allen, M., D’Alessio, D. (1991). Comparing male and female physiological responses to pornography: A preliminary meta-analysis. Ανακοίνωση που παρουσιάστηκε στο: Organization for the Study of Communication, Language, and Gender Conference, Milwaukee, WI.
- Allen M., Brezgel K., D” Alessio, D. (1995). A Meta-Analysis Summarizing the Effects of Pornography IΙ: Aggression After Exposure, Human Communication Research, Vol. 22 No. 2, σελ. 258-283
- Bandura, A. (1994). Social cognitive theory of mass communication, στο: Bryant, J., & Zillmann, D. (eds.), Media Effects: Advances in Theory and Research, Hillsdale, NJ, Lawrence Erlbaum Associates.
- Barak Α., Fisher W., Belfry S. & Lashambe D. (1999). Sex, Guys, and Cyberspace: Effects of Internet Pornography and Individual Differences on Men’s Attitudes Toward Women, Journal of Psychology & Human Sexuality, Vol. 11(1) 63-91
- Barak A. & Fisher W. (2001). Internet pornography: a social psychological perspective on internet sexuality, Journal of Sex Research, Volume 38, Issue 4, σελ. 312-323
- Check, J., & Malamuth, N. (1983). Violent pornography, feminism, and social learning theory. Aggressive Behavior 9, σελ. 106-107
- Check, J., & Malamuth, N. (1984). Can there be positive effects of participation in pornography experiments?, Journal of Sex Research, 20, σελ. 14-31.
- Duncan, D. (1990). Pornography as a source of sex information for university students. Psychological Reports, 66, σελ. 442
- Fisher, W. A., & Barak, A. (2001). Internet pornography: A social psychological perspective on Internet sexuality. Journal of Sex Research, 38, σελ. 312–323.
- Fisher, W & Grenier G. (1994). Violent pornography, antiwoman thoughts and antiwoman acts: in search of reliable effects, The Journal of Sex Research, 31, σελ. 28-38
- Impett E. A. & Malamuth N. (2001). Research on sex in the media: What do we know about effects on children and adolescents?, στο: D. Singer & J. Singer (Eds.), Handbook of Children and the Media. (σελ. 269-287). Newbury Park, CA: Sage Publications.
- Jochen P. & Valkenburg P. (2006). Adolescents’ Exposure to Sexually Explicit Online Material and Recreational Attitudes Toward Sex, Journal of Communication 56 σελ. 639–660.
- Rogala C. & Tyden Τ. (2003). Does pornographyinfluence young women’s sexual behavior?, Women’s Health Issues 13, σελ. 39–43
- Thornburgh D., Lin H., National Research Council (U.S.). Committee to Study Tools and Strategies for Protecting Kids from Pornography and Their Applicability to Other Inappropriate Internet Content, National Research Council (U.S.). Computer Science and Technology Board (2002). Youth, pornography and the Internet, National Academies Press
- Ward, L. M., & Rivadeneyra, R. (1999). Contributions of entertainment television to adolescents’ sexual attitudes and expectations: The role of viewing amount versus viewer involvement. Journal of Sex Research, 36, σελ. 237–249.
[1] Για μια επισκόπηση άλλων ψυχολογικών θεωριών που έχουν αξιοποιηθεί για την ανάλυση των επιδράσεων της πορνογραφίας, η αναγνώστρια μπορεί να συμβουλευτεί το κεφάλαιο 6 «The research base on the impact of exposure to sexually explicit material: What theories and empirical studies offer» στο Thornburgh et al. «Youth, pornography and the internet».
Πηγή: 10%
Category: Χωρίς κατηγορία
Το κείμενο ξεκινά κάνοντας μια υποτιθέμενη κριτική στον Παβλώβ. Στην πραγματικότητα συγχέει τον Παβλώβ με τον Skinner, με την αμερικάνικη σχολή συμπεριφορισμού «ερέθισμα-αντίδραση» που είναι μια χυδαία και απλουστευμένη μορφή της σκέψης του Παβλώβ. Αυτό σημαίνει πώς η αναφορά στον Παβλώβ είναι εντελώς προσχηματική. Όλοι «έχουν ακουστά» για τα πειράματα του «Παβλώβ με τα σκυλιά» και μια (υποτιμητική) αναφορά σε αυτά αρκεί για να δημιουργηθεί στον αναγνώστη ο υπαινιγμός πώς ο συγγραφέας του κειμένου «δεν είναι άσχετος». Ταυτόχρονα, η προσχηματική αναφορά σε μια σχολή ψυχολογίας (εν προκειμένου του Παβλώβ, άσχετα αν επικαλούνται τη σχολή του Skinner) λειτουργεί ως απλό μέσο προβολής της υποτιθέμενης «ανωτερότητας» των άλλων σχολών που αναφέρονται στο κείμενο. Στην πραγματικότητα, οι άλλες σχολές είναι κατώτερες από τη θεωρία των εξαρτημένων αντανακλαστικών του Παβλώφ (που δεν είναι και τόσο «προβλέψιμες» συμπεριφορές) και από την απλοϊκή, χυδαία υλιστική αντίληψη που είχε για τη γλώσσα ως απλό, «δεύτερο σύστημα σήμανσης των εξωτερικών ερεθισμάτων». Το κείμενο, σε σύμπνοια με την «επιστημονική βιβλιογραφία» του μάλλον, είναι ένα γλωσσοκόπημα λέξεων και αποχαυνωτικών ταυτολογιών που θυμίζουν το μυστικιστικό νομιναλισμό των νεοκλασσικών οικονομολόγων.
Ας δούμε γιατί.
«οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα ερεθίσματα από το περιβάλλον τους για να μάθουν τον κόσμο, επομένως και οι εικόνες των μαζικών μέσων μας «διδάσκουν» για τον κόσμο που βρίσκεται πέρα από τον προσωπικό μας κύκλο και έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν σε μια ερμηνεία των σχημάτων της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Με άλλα λόγια η ουσία των παραπάνω: «τα εμπορεύματα ικανοποιούν ανθρώπινες ανάγκες επομένως οι ανθρώπινες ανάγκες ικανοποιούνται με εμπορεύματα. Οι άνθρωποι είναι υποκειμενοποιημένες ανταλλακτικές αξίες και η αμοιβαία αδιαφορία της ισοδύναμης εμπορευματικής ανταλλαγής είναι η Μοναδική, Αυθεντική κοινωνική πραγματικότητα.
«Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης προϋποθέτει πως ο καταναλωτής αποδέχεται γενικά τις συμπεριφορές που αναπαριστώνται ως ωφέλιμες (οπότε και τις αναπαράγει), είτε ως βλαβερές (οπότε τις αποφεύγει), και η εσωτερίκευση μιας συμπεριφοράς από την πορνογραφία ως ωφέλιμης συνδέεται συνήθως με το φυσιολογικό ερεθισμό και ικανοποίηση που προκύπτει από αυτόν»
Αυτή η συρραφή λέξεων δείχνει «πόσο καλά» ο συγγραφέας γνωρίζει αυτό που προηγούμενα χαρακτήρισε ως παρωχημένο, το «ερέθισμα-αντίδραση». Το παραπάνω θεωρητικό έκτρωμα μπορούμε να το γράψουμε και έτσι: μια μαϊμού τρώει μια μπανάνα, τη βρίσκει ωφέλιμη και τρώει και άλλη. Τρώει μια κασέτα τσόντας, τη βρίσκει βλαβερή και την παρατάει. Στην πραγματικότητα οι ψυχικές διαδικασίες της μαϊμούς δεν ανάγονται στο απλό λογικό σχήμα «ερέθισμα-αντίδραση» και χαρακτηρίζονται από «εμβρυακές» μορφές νόησης όπως ανάλυση και σύνθεση, επαγωγή και απαγωγή. Η νοητική δραστηριότητα του κοινωνικού ατόμου που έχει εσωτερικεύσει τον ψυχαναγκασμό της εργασίας και της κατανάλωσης, εστιάζοντας αποκλειστικά στις ποσοτικές παραλλαγές των αντικειμένων (φτηνές τιμές, υψηλός μισθός) θυμίζει τη «σκέψη» της μαϊμούς με την μπανάνα.
«την κρισιμότερη παράμετρο για τις επιδράσεις της πορνογραφίας αποτελεί η προσωπικότητα του υποκειμένου και το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται: για παράδειγμα ένα άτομο που έχει ήδη την τάση προς βίαιες, μη συναινετικές σεξουαλικές πρακτικές ή που δε θεωρεί ριψοκίνδυνο το σεξ χωρίς προφυλάξεις και ζει σε περιβάλλον που υποδαυλίζει αυτές του τις τάσεις, είναι σχετικά πιθανό να επηρεαστεί και από την πορνογραφία με το αντίστοιχο περιεχόμενο, ενώ αντίθετα ένα άτομο χωρίς τέτοιες τάσεις ήδη, είναι μάλλον πιθανό να παραμείνει ανεπηρέαστο.»
Με άλλα λόγια: «Το ατομικό Εγώ συγκεντρώνει στον αφηρημένο εαυτό του όλες τις «τάσεις» της βιαιότητας και της μη βιαιότητας και το «κοινωνικό-ιστορικό περιβάλλον» επιτρέπει ή δεν επιτρέπει να αναπτυχθεί κάτι που προϋπάρχει στο αφηρημένο άτομο ως βίαιη ή μη βίαιη «τάση», ως δικιά του οντολογική «ουσία». Στην πραγματικότητα, η ανεπτυγμένη προσωπικότητα δεν τοποθετείται σε «κοινωνικο-ιστορικα πλαίσια» όπως ένα βάζο πάνω στο τραπέζι που παραμένει βάζο και πάνω στη χέστρα, αλλά βρίσκεται πάντα στο γίγνεσθαι ως ιδιαίτερη εξατομίκευση των κοινωνικών της σχέσεων και ως τέτοια δεν είναι υποχείριο των βιωμάτων της αλλά τα καθορίζει συνειδητά.
«Αν λοιπόν αποδεχτούμε τη θέση ότι η πορνογραφία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ή την ενίσχυση προτύπων και συμπεριφορών από ένα άτομο που βρίσκεται στις κατάλληλες συνθήκες γενικότερα για την υιοθέτησή τους»
Ο μυστικισμός των «κατάλληλων συνθηκών γενικότερα» είναι το απλό πρόσχημα για την εκδήλωση μιας αφαίρεσης: του ατομικού Εγώ που συνδυάζει στον Εαυτό του τις συνθήκες της πραγματοποίησής του.
«οι άνθρωποι δεν είναι παθητικοί καταναλωτές των μέσων επικοινωνίας, αλλά μπορούν να ελέγξουν τις δυνατές επιδράσεις τους μέσα από μηχανισμούς αυτορρύθμισης και αναστοχασμού, «φιλτράροντας» τα σύμβολά που προσλαμβάνουν μέσω των πεποιθήσεων και των αξιών τους».
Δηλαδή: το άθροισμα των ατομικών Εγώ δεν είναι παθητικοί καταναλωτές εμπορεύματος και θεαμάτων αλλά μέσα από τις a priori κατηγορίες του Πνεύματος «αναστοχάζονται» τις μεμωνομένες εντυπώσεις των βουβών βιολογικών αισθητηρίων τους και «επιλέγουν» την τσόντα που θα καταναλώσουν ή με πιο πλαστικό μοντέλο θα αυνανιστούν.
«Κοιτώντας λοιπόν το δάσος και όχι το δέντρο, είναι πολύ σημαντικότερο να αγωνιστούμε για μια κοινωνία που θα απαρτίζεται από υγιή, ενήμερα και απελευθερωμένα σεξουαλικά υποκείμενα, τα οποία θα αντιμετωπίζουν κριτικά οποιαδήποτε πορνογραφία και αν καταναλώσουν»
Η ουσία των παραπάνω:Το ατομικό Εγώ είναι το Απόλυτο Υποκείμενο ως Καταναλωτής Θεαμάτων και το «πρόταγμα της κοινωνικής αλλαγής» είναι ο πολλαπλασιασμός της κριτικής Κατανάλωσης Θεαμάτων. Η «σεξουαλική απελευθέρωση» είναι η αφηρημένη αισθαντικότητα της κατοχής πορνό γιατί το πορνό είναι το «καθολικό ισοδύναμο» (το χρήμα) μιας αποξενωμένης σεξουαλικής ζωής όπου η αισθητή, πρακτικο-νοητική ιδιοποίηση των σωμάτων που αίρονται το ένα μέσα στο άλλο, αντικαθίσταται από τη φαντασιοπληξία της αναπαράστασης, από μια γαμημένη τσόντα, φτωχαίνοντας τις ζωντανές αισθήσεις των κοινωνικών ατόμων και ανάγοντας τους πραγματικούς ανθρώπους σε ζωντανές αφαιρέσεις.
Καλησπέρα αγαπητή Lucifugo,
δεν γνώριζα καν για την αναδημοσίευση αυτού του κειμένου μου εδώ (πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό 10% http://www.10percent.gr/periodiko/teyxos31/2375-2011-07-24-23-12-27.html πριν κάποιους μήνες), και το έμαθα πριν λίγο από το μέιλ μιας φίλης. Ομολογώ πως δεν ήταν μέσα στις προθέσεις μου να υποδυθώ τον ειδήμονα, φαίνεται όμως να προκαλώ μια τέτοια ανάγνωση τουλάχιστον σε εσένα. Αν χρειάζεται ένας αυτοπροσδιορισμός μου για το συγκεκριμένο κείμενο είναι ενός αρθρογράφου σε ένα lgbtq περιοδικό, που γράφει προς ένα ετερογενές μορφωτικά κοινό για θέματα που τον ενδιαφέρουν, συχνά χωρίς να τα ξέρει καλά και προσπαθώντας να μάθει και μέσα από τη διαδικασία της συγγραφής. Πιθανόν το κείμενο να είναι κάπως ελαφρύ για την «αφορμή», αλλα δε γράφτηκε αρχικά για εδώ. Όπως και να “χει η κριτική σου είναι ενδιαφέρουσα και αξίζει να τη σκεφτώ, αν και ομολογώ πως είναι κάτι παραπάνω ειρωνική και υφολογικά πυκνή από ό,τι με έχουν συνηθίσει άλλοι/ες συνομιλητές/τριές μου. Υπόσχομαι πάντως να σου απαντήσω επί της ουσίας σε δεύτερο χρόνο, αλλά σύντομα.
Καλησπέρα αγαπητή Lucifugo,
θα προσπαθήσω σήμερα να απαντήσω σε κάποια από τα σχόλιά σου. Η λογική με την οποία θα το κάνω είναι για το πώς εγώ διαβάζω το κείμενό μου και όχι ποια είναι η μία και μόνη ενδεδειγμένη ανάγνωση.
Όσον αφορά την πρώτη σου παράγραφο, το κείμενο δεν νομίζω ότι κάνει καμιά ιδιαίτερη κριτική στον Παβλώφ, καθώς από όσο ξέρω δεν έβαλε ποτέ τα σκυλιά του να καβλώνουν. Χρησιμοποίησα απλώς μια διαδεδομένη μεταφορά, η οποία μπορεί και να είναι άδικη για τον Παβλώφ, από όσο καταλαβαίνω να υποστηρίζεις. Αν χρησιμοποίησα πάντως μειωτική ή παραπλανητική γλώσσα για ένα σημαντικό επιστήμονα χωρίς να το καταλαβαίνω, πραγματικά λυπάμαι για αυτό. Όσο για το μυστικιστικό νομιναλισμό των νεοκλασικών οικονομολόγων, δυστυχώς δεν τους έχω διαβάσει, οπότε θα αρκεστώ στο ότι για να μου τον αποδίδεις, κάτι περισσότερο θα ξέρεις.
Από τη δεύτερη ως την πέμπτη παράγραφο αρχίζεις να κάνεις κριτική στις «απόψεις του συγγραφέα», που ο καψερός όμως έχει δηλώσει ότι θα παρουσιάσει τις απόψεις που συνάντησε συχνότερα στη βιβλιογραφία που διάβασε. Θα έβρισκα νόημα να να απαντήσω σε μια κριτική ότι παρουσιάζω αυτούς/ές τους/τις συγγραφείς στραβά, απλοϊκά κτλ. ή ότι δεν είναι οι συχνότερα αναφερόμενες ή πιο διαδεδομένες απόψεις για τις επιδράσεις της πορνογραφίας, ότι έχω γράψει δηλαδή μια βιβλιογραφική παρουσίαση προκατειλημμένη. Να απαντήσω όμως σε μια κριτική απόψεων με τις οποίες δεν ταυτίζομαι, συγγνώμη αλλά βαριέμαι.
Από την έκτη παράγραφο και μετά σχολιάζεις κάτι που λέω εγώ. Το πρόβλημα είναι ότι με την άποψή σου πως «η ανεπτυγμένη προσωπικότητα δεν τοποθετείται σε κοινωνικο-ιστορικα πλαίσια όπως ένα βάζο πάνω στο τραπέζι που παραμένει βάζο και πάνω στη χέστρα, αλλά βρίσκεται πάντα στο γίγνεσθαι ως ιδιαίτερη εξατομίκευση των κοινωνικών της σχέσεων και ως τέτοια δεν είναι υποχείριο των βιωμάτων της αλλά τα καθορίζει συνειδητά.» συμφωνώ απολύτως. Είναι πραγματικά ατυχές ότι το κείμενο μου σε αυτό το σημείο σου έδωσε την ακριβώς αντίθετη εντύπωση, και εδώ λυπάμαι για αυτό.
Το ίδιο ισχύει και για την κριτική σου στην όγδοη και ένατη παράγραφο. Λες ότι λέω κάτι με το οποίο διαφωνώ, δεν πιστεύω σε ένα ατομικό εγώ που συνδυάζει στον Εαυτό του τις συνθήκες της πραγματοποίησής του. Πάλι αν αυτό δείχνει το κείμενό μου, λυπάμαι ειλικρινά. Μια άποψη που καταθέτω πάντως στο κείμενο ως ρητά δική μου είναι, ότι την κρισιμότερη παράμετρο για τις επιδράσεις της πορνογραφίας αποτελεί η προσωπικότητα του υποκειμένου και το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται. Θέλω να πω με αυτό ότι αν το κείμενο μου είναι ατυχές, είναι τουλάχιστον και αντιφατικό, καθώς συνδυάζει αντικρουόμενες απόψεις ως δικές μου.
Στην δέκατη και ενδέκατη παράγραφο πάλι διαφωνείς με κάτι που δεν λέω ο ίδιος, αλλά το παρουσιάζω ως συναφές με την άποψή μου. Και δεν πάει το παλιάμπελο, ας το υπερασπίσω αν και μόνο συναφές μόνο την άποψή μου: Η θεωρία της κοινωνικο γνωστικής μάθησης όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, δεν μιλά για αθροίσματα ατομικών εγώ που επιλέγουν εν κενώ, αλλά για προσωπικότητες μέσα σε κοινωνικοιστορικά πλαίσια από τα οποία δεσμεύονται, αλλά και μέσα στις οποίες έχουν τη δυνατότητα να είναι ως ένα βαθμό δημιουργικά και να κάνουν τις επιλογές τους. Η σε κάποια άλλη θεωρία κάνεις κριτική, ή εγώ δεν ξέρω καλά αυτή τη βιβλιογραφία. Μπορεί βέβαια άλλο να λες και άλλο να καταλαβαίνω, σου έχει ήδη συμβεί μαζί, θα ήταν δίκαιο να μου συμβεί και με σένα.
Όσον αφορά την προτελευταία και την τελευταία σου παράγραφο, σεβαστή η κριτική σου, αλλά ξεκινάμε μάλλον από διαφορετική αφετηρία: εγώ παίρνω ως δεδομένο πώς ό,τι και να πούμε, στο άμεσο μέλλον πορνό και θα γυρίζεται και πάρα πολλοί άνθρωποι θα το βλέπουν. Σε αυτή τη βάση πολύ σημαντικότερο να αγωνιστούμε για μια κοινωνία που θα απαρτίζεται από υγιή, ενήμερα και απελευθερωμένα σεξουαλικά υποκείμενα. Αν συζητάμε προταγματικά δεν διαφωνώ μαζί σου.
Ξέφυγαν κάτι λαθάκια στο τέλος του σχολίου μου, οπότε το ξαναγράφω: Όσον αφορά την προτελευταία και την τελευταία σου παράγραφο, σεβαστή η κριτική σου, αλλά ξεκινάμε μάλλον από διαφορετική αφετηρία: εγώ παίρνω ως δεδομένο πώς ό,τι και να πούμε, στο άμεσο μέλλον και πορνό θα γυρίζεται και πάρα πολλοί άνθρωποι θα το βλέπουν. Σε αυτή τη βάση θεωρώ πολύ σημαντικότερο να αγωνιστούμε για μια κοινωνία που θα απαρτίζεται από υγιή, ενήμερα και απελευθερωμένα σεξουαλικά υποκείμενα. Αν συζητάμε προταγματικά δεν διαφωνώ μαζί σου.