Το δημοψήφισμα, το ευρώ και μια άρχουσα τάξη σε κατάσταση νευρικής κρίσης
Η απόφαση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για διενέργεια δημοψηφίσματος έσκασε σαν βόμβα:
Κόμματα της αντιπολίτευσης, η γραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Μέρκελ και ο Σαρκοζί δήλωσαν «αιφνιδιασμένοι», λίγο αργότερα «οργισμένοι». Τα ελληνικά ΜΜΕ μετέδιδαν τον «εξευτελισμό» της χώρας και του ΓΑΠ στις Κάννες.[1] Το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα βρέθηκε σε κατάσταση πολιτικής αβεβαιότητας και ρευστότητας, σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Η ελληνική πολιτική κρίση απέκτησε διεθνή χαρακτήρα πυροδοτώντας ένα νέο γύρο όξυνσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με τα χρηματιστήρια του πλανήτη να βυθίζονται στο κόκκινο -καθόλου μικρό επίτευγμα (ναι, χωρίς εισαγωγικά!) για μια μικρή (;) χώρα όπως είναι η Ελλάδα.
Μετά από αυτά, όλοι οι αναλυτές ανέμεναν την πτώση της κυβέρνησης του «ανεπαρκούς» Γεωργίου Α. Παπανδρέου. Παρ’ όλες τις προβλέψεις η κυβέρνηση επιβίωσε με 153 ψήφους στην κρίσιμη ψηφοφορία ξημερώματα Σαββάτου 5/11/2011.
Επομένως, ο ιστορικός χρόνος υπήρξε εξαιρετικά πυκνός τις προηγούμενες μέρες, συνέβησαν απρόσμενα γεγονότα με απρόβλεπτες καταλήξεις που πρέπει να αναλυθούν:
- Γιατί η κυβέρνηση εξήγγειλε ένα δημοψήφισμα που προκάλεσε τόση αναστάτωση;
- Για ποιο λόγο κατόρθωσε η κυβέρνηση να επιβιώσει παρά το ναυάγιο του δημοψηφίσματος;
- Είναι επισφαλής η θέση της Ελλάδας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
- Ποια πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς;
Για να αναφέρουμε μερικά μόνο από τα ερωτήματα που προκύπτουν.
Στη δημοσίευση που ακολουθεί, θα ισχυριστώ ότι η απόφαση για δημοψήφισμα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν παράλογη πράξη. Αν μια απόφαση για δημοψήφισμα μπόρεσε να προκαλέσει τόσο μεγάλες αναταράξεις, εσωτερικά αλλά και παγκόσμια, αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι οι αιτίες είναι πολύ βαθύτερες. Και αυτές θα πρέπει να ανιχνευθούν τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό.
Πριν συνεχίσουμε, να υπενθυμίσω ότι η ανάλυση του τρέχοντος ιστορικού χρόνου έχει εγγενείς δυσκολίες -οι πολιτικές διεργασίες βρίσκονται σε συνεχή εξέλιξη και ρευστότητα, επομένως οι εκτιμήσεις βρίσκονται πάντοτε υπό την αίρεση της μελλούμενης επιβεβαίωσης ή διάψευσης. Με αυτό τον κίνδυνο υπ’ όψη μας, θα προχωρήσουμε στην προσπάθεια να εξερευνήσουμε τις (εξ’ ορισμού) αχαρτογράφητες πλευρές της τρέχουσας πολιτικοοικονομικής κρίσης στον ελληνικό καπιταλισμό.
Το τέλος της δικομματικής σταθερότητας
Η πρόταση για δημοψήφισμα απετέλεσε τη θρυαλλίδα που οδήγησε σε νέα όξυνση την εσωτερική πολιτική κρίση. Θα πρέπει λοιπόν να αναλυθούν οι λόγοι και οι αιτίες που εξανάγκασαν ένα μέρος των διαχειριστών του συστήματος να οδηγηθούν στην πρόταση για δημοψήφισμα.
Το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό παρουσιάζει αυξανόμενα συμπτώματα όχι απλά δυσλειτουργίας αλλά κατάρρευσης της μεταπολιτευτικής (από το 1974) κοινωνικοπολιτικής σταθερότητας. Και τα δυο κόμματα εξουσίας βρίσκονται σε σύγκρουση με την (πάλαι ποτέ) κοινωνική τους βάση και αυτός είναι ο λόγος που παρουσιάζουν τόσο χαμηλά εκλογικά ποσοστά. Ειδικότερα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε ανοικτό πόλεμο με τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα και με την εργατική του εκλογική επιρροή λόγω των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφάρμοσε και εφαρμόζει. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να βρίσκεται σε εκλογικά ποσοστά (15-20%) που υποδηλώνουν είτε διάλυση αυτού καθαυτού του κομματικού μηχανισμού είτε στο να παύσει το κόμμα να είναι κόμμα εξουσίας. Κυβέρνηση και ΠΑΣΟΚ έχουν βρεθεί σε πλήρη απονομιμοποίηση, πράγμα που έχει σεισμικές επιπτώσεις σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα που στήριξε την κοινωνική συναίνεση στην Ελλάδα από το 1974 και μετά.
Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ένα οποιοδήποτε κόμμα. Είναι ο ένας εκ των δυο πυλώνων της αστικής πολιτικής ηγεμονίας. Δηλαδή, ένας εκ των δύο κυρίαρχων πολιτικών κομματικών σχηματισμών που εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή, δηλαδή τον τρόπο που η άρχουσα τάξη, η αστική τάξη, προσδένει τις υποτελείς τάξεις στους άμεσους αλλά και μακροχρόνιους στρατηγικούς σχεδιασμούς της. Η κομματική και εκλογική κατάρρευσή του έχει αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις για τον ελληνικό καπιταλισμό.
Το αποτέλεσμα της πολιτικής κρίσης είναι ότι και ο έτερος πυλώνας του συστήματος πολιτικής διαμεσολάβησης, η Νέα Δημοκρατία, να βρίσκεται στην ίδια (αν και ελάχιστα καλύτερη) με το ΠΑΣΟΚ κατάσταση. Η ηγεσία της ΝΔ ήταν υποχρεωμένη, παρά τις «αντιπολιτευτικές» ρητορείες, να υποστηρίζει τις κυβερνητικές επιλογές στο τσάκισμα των αντιστάσεων όχι μόνο του κόσμου της εργασίας αλλά και των μικρομεσαίων στρωμάτων των οποίων η θέση υποβαθμίζεται λόγω της έκτασης της οικονομικής κρίσης. Το αποτέλεσμα είναι η πολιτική γραμμή της ΝΔ να αλλάζει απότομα και να εμφανίζεται αλλοπρόσαλλη. Η κενού περιεχομένου ρητορεία περί «άλλου μίγματος οικονομικής πολιτικής» συμπληρώνεται από τη διακήρυξη του Σαμαρά ότι δεν υπόσχεται το οτιδήποτε στους ψηφοφόρους του:
«Το λέω και σήμερα. Δεν δίνω καμία υπόσχεση που δεν μπορώ να τηρήσω. Να το θυμάστε: η μόνη υπόσχεση που έχουμε δώσει ως σήμερα είναι για τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους πολύτεκνους».[2]
Μέχρι πριν λίγες μέρες, υποτίθεται, η ΝΔ του Σαμαρά ήταν αντίθετη με τα μνημόνια και ζητούσε «αναδιαπραγμάτευση». Με την πολιτική κρίση που ξέσπασε μετά την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος από τον ΓΑΠ, η ΝΔ εμφανίστηκε υπέρμαχος της νέας μνημονιακής συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου συναινώντας στη δημιουργία «προσωρινής μεταβατικής κυβέρνησης» που θα κυρώσει τη συμφωνία:
«Η νέα δανειακή σύμβαση πρέπει να πάψει να αποτελεί “εκκρεμότητα” για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη. Και η έκτη δόση πρέπει να ξεμπλοκάρει το ταχύτερο, ώστε οι εκλογές να γίνουν υπό συνθήκες ομαλές. Και να εκφραστεί έτσι ελεύθερα το φρόνημά του λαού μας.»[3]
Αλλά οι στροφές της ΝΔ, που προκαλούν παραζάλη, δεν σταματούν εδώ. Μετά την ψήφο εμπιστοσύνης που απέσπασε η κυβέρνηση, ένα τουλάχιστον μέρος της ΝΔ δηλώνει ότι «ισχύει η δέσμευση της ΝΔ να ψηφίσει τη δανειακή σύμβαση υπό την προϋπόθεση να κατατεθεί στη Βουλή χωρίς το συνοδευτικό μνημόνιο και να ψηφιστεί με απλή πλειοψηφία».[4] Προφανώς, η ΝΔ βρίσκεται σε σύγχυση γιατί συνολικά το πολιτικό κατεστημένο αντιμέτωπο με τα πολλαπλά και δυσεπίλυτα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού αδυνατεί να καταλήξει σε σταθερές πολιτικές θέσεις.
Γιατί χρειαζόταν το Δημοψήφισμα;
Σε αυτό, λοιπόν, τα κλίμα κατάρρευσης της μεταπολιτευτικής κοινωνικοπολιτικής σταθερότητας και μιας οικονομίας που βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πήρε την απόφαση για δημοψήφισμα. Οι λόγοι είναι σύνθετοι αλλά ανιχνεύσιμοι.
Στις συνθήκες εντεινόμενης πολιτικοοικονομικής κρίσης η κυβέρνηση των ΓΑΠ-Βενιζέλου αντιμετώπιζε επιπλέον και ένα σοβαρό πρόβλημα νομιμοποίησης. Είχε εκλεγεί με εντελώς διαφορετικό πρόγραμμα («λεφτά υπάρχουν») και εφάρμοσε ένα ανελέητο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που οδήγησε στη μαζική ανεργία και τη φτώχεια. Το πρόβλημα νομιμοποίησης θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί -άλλωστε ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός είναι συνώνυμος της διάστασης μεταξύ προεκλογικών υποσχέσεων και κυβερνητικών πράξεων. Καμιά κυβέρνηση δεν απονομιμοποιείται επειδή δεν κράτησε τις προεκλογικές της υποσχέσεις, αυτό θεωρείται φυσικό.
Ωστόσο η κυβέρνηση (και ο ελληνικός καπιταλισμός) αντιμετωπίζει ένα τεράστιο κίνημα αντίστασης που δεν εννοεί να κοπάσει. Αντίθετα μάλιστα, διογκώνεται με τη συμμετοχή αγανακτισμένων μικροαστικών στρωμάτων που η ταξική τους θέση διαρκώς επιδεινώνεται. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι όταν υπάρχει ένα μαζικό και επίμονο κίνημα ακόμα και αν αυτό δεν κατορθώσει να επιτύχει νίκες και μόνο η ύπαρξή του καθορίζει την πολιτική ατζέντα. Καθόλου τυχαία, τα δημοσιεύματα στον ξένο τύπο αμφιβάλλοντας για την επιτυχία των «σχεδίων διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας προβάλλουν τις κινητοποιήσεις και τις συγκρούσεις με τα ΜΑΤ στην Ελλάδα ως έναν από τους λόγους που τα προγράμματα οδηγούνται σε αποτυχία.
Το ζήτημα λοιπόν της πολιτικής νομιμοποίησης που αντιμετώπιζε η κυβέρνηση ΓΑΠ-Βενιζέλου ήταν εξαιρετικά σοβαρό. Η νομιμοποίηση, σε κοινοβουλευτικό καθεστώς, μπορεί να επέλθει είτε μέσω νέων εκλογών, είτε μέσω μιας κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» από κόμματα της παρούσας βουλής, είτε μέσω κάποιου δημοψηφίσματος (το οποίο συζητούσε εδώ και αρκετούς μήνες η κυβέρνηση των ΓΑΠ-Βενιζέλου).
Μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» χωρίς τη διενέργεια εκλογών θα αποτελούσε, ίσως, μια «κάποια λύση» για την άρχουσα τάξη. Ο λόγος που αυτή τη λύση (;) την υποστηρίζουν φορείς και εκπρόσωποι του κεφαλαίου στην Ελλάδα (από το ΛΑΟΣ και την Ντόρα Μπακογιάννη, τμήματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ μέχρι μεγαλοεκδότες και βαρόνοι των ΜΜΕ) είναι διαφανώς προφανής:
Τα εκλογικά ποσοστά και των δυο κομμάτων εξουσίας είναι σε ιστορικά χαμηλά ενώ της Αριστεράς (ως σύνολο) σε ιστορικά υψηλά. Εκλογές σε αυτές τις συνθήκες διακινδυνεύουν πολιτική αστάθεια εκθέτοντας σε δημόσια θέα την κοινωνική αδυναμία των δυο κομμάτων εξουσίας, εντείνοντας την κρίση στο εσωτερικό των ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Είναι ορατός ο κίνδυνος η εκλογική συντριβή του ΠΑΣΟΚ, αν διεξαχθούν άμεσα εκλογές, να κάνει εξαιρετικά δύσκολη τη μετεκλογική συναίνεση του κόμματος (για καθαρά λόγους κομματικής επιβίωσης) σε μια κυβερνητική συμμαχία που θα ακολουθεί την ίδια βάρβαρη αντιλαϊκή πολιτική. Πολιτική αστάθεια και βαθιά οικονομική κρίση (ενώ είναι δεδομένη η υποβάθμισης της διεθνούς θέσης του ελληνικού καπιταλισμού) είναι ένας εξαιρετικά επικίνδυνος συνδυασμός για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Σε αντίθεση λοιπόν με τη διενέργεια εκλογών υπό αυτές τις συνθήκες, μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», έστω επιφανειακά και προσχηματικά, θα έχει τη νομιμοποιητική δύναμη της «μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων» ενώ, πιστεύεται, ότι θα δώσει «πίστωση χρόνου», δηλαδή κοινωνική ειρήνη, για κάποιους κρίσιμους μήνες.
Ωστόσο, αυτή είναι η μια πλευρά του ζητήματος αναζήτησης πολιτικής νομιμοποίηση. Η κοινωνικοοικονομική κρίση εξελίσσεται με ραγδαίο ρυθμό, αποσαρθρώνοντας την κοινωνική συνοχή-σταθερότητα του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού στη σημερινή Ελλάδα. Σύμπτωμά της αποτελεί η απαξίωση των δυο κυρίαρχων κομματικών μηχανισμών. Μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», σε αυτές τις συνθήκες, διακινδυνεύει την παραπέρα κοινή απαξίωση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην παραπέρα αποσταθεροποίηση του συστήματος και βαθαίνοντας την κρίση. Κινδυνεύει, επιπλέον, να οδηγήσει σε παράλυση του όποιου «συναινετικού» κυβερνητικού σχήματος μιας και η βαθύτητα της κρίσης αναδεικνύει διαφωνίες, συγκρούσεις στρατηγικών επιλογών και γραμμών ανάμεσα στα κόμματα που θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας».
Κατά το κοινώς λεγόμενο, «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» είναι η διλημματικού χαρακτήρα επιλογή που έχουν να κάνουν οι πολιτικοί διαχειριστές του συστήματος. Αυτός είναι ο λόγος που η ηγεσία της ΝΔ αρνήθηκε (μέχρι στιγμής…) μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» και όχι γιατί ενδιαφέρεται κυρίως για τα δικά της «μικροκομματικά συμφέροντα». Αυτός είναι επίσης ο λόγος που αμφιβολίες υπάρχουν και στο ΠΑΣΟΚ, πράγμα που απέτρεψε την πτώση της κυβέρνησης αμέσως μετά το φιάσκο του δημοψηφίσματος, αλλά και συνέβαλε ώστε η κυβέρνηση να αποσπάσει ψήφο εμπιστοσύνης στη βουλή.
Είναι εύκολο για τους γκεμπελίσκους των ΜΜΕ να ομιλούν περί «μικροκομματικών λογικών» που δεν επιτρέπουν να δημιουργηθεί «η απαραίτητη κυβέρνηση “εθνικής ενότητας”». Η πραγματικότητα είναι ότι μια τέτοια κυβέρνηση, στην οποία θα συμμετέχουν όλα τα αστικά κόμματα, θα πρέπει να συνεχίσει τον πόλεμο κατά του κόσμου της εργασίας με νέα ακόμα πιο σκληρά μέτρα. Σε αυτές τις συνθήκες το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου θα βρεθεί αντιμέτωπο με την εκλογική του βάση. Είναι πολύ αμφίβολο αν ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς μπορεί να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση…
Οι σχέσεις
του ελληνικού καπιταλισμού με την Ε.Ε.
Αν το εσωτερικό ζήτημα της νομιμοποίησης έσπρωχνε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προς το δημοψήφισμα (αφού οι άλλες επιλογές δεν «περπατούσαν») υπήρχε και ένας άλλος εξίσου σοβαρός λόγος που έκανε την επιλογή του δημοψηφίσματος αναγκαία. Και αυτό είναι η σχέση του ελληνικού καπιταλισμού με την Ε.Ε..
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βρέθηκε να διαχειρίζεται τις τύχες του ελληνικού καπιταλισμού στη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων 60 ετών, από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Πέραν των προφανών δυσκολιών που ανέκυψαν, η κρίση θέτει σε ερωτηματικό την πιο σημαντική στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου: τη σχέση του με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η στρατηγική επιλογή της εισόδου στην Ε.Ε. και το ευρώ απετέλεσε τον κορμό των πολιτικοοικονομικών επιλογών του ελληνικού καπιταλισμού. Μέσω αυτής της στρατηγικής στηρίχθηκε η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού αλλά και οι εξορμήσεις του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια, η αναρρίχησή του στη δυτική ιμπεριαλιστική ιεραρχία. Η συμμετοχή στην Ε.Ε. απετέλεσε διαπραγματευτικό χαρτί έναντι του τουρκικού καπιταλισμού, εκβιαστικό ατού απέναντι στους «βαλκάνιους γείτονες» για τη διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου στις χώρες αυτές και την επιβολή των γενικότερων «εθνικών» επιλογών των Ελλήνων καπιταλιστών. Επιπρόσθετα, η «ευρωπαϊκή προοπτική» της χώρας χρησιμοποιήθηκε για την εσωτερική κοινωνική συναίνεση. Το «ευρωπαϊκό όραμα» απετέλεσε αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής συναίνεσης στις επιλογές της άρχουσας τάξης.
Όσο η «ευρωπαϊκή προοπτική» συνδεόταν με οικονομική ανάπτυξη τόσο του μεγάλου κεφαλαίου όσο και των μικροαστικών στρωμάτων (αλλά, έστω αντιφατικά [με δάνεια] και μεγάλου μέρους των εργαζομένων) δεν υπήρχε πρόβλημα αμφισβήτησης αυτής της στρατηγικής επιλογής της άρχουσας τάξης. Ωστόσο το βάθος της κρίσης του 2008-9 ανέτρεψε την εικόνα.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βρέθηκε, εντελώς μόνη της, μονοκομματικά, να υπογράφει μνημόνια με τους «εταίρους» του ελληνικού καπιταλισμού αμφίβολης αποτελεσματικότητας (για τα συμφέροντα του ίδιου του ελληνικού καπιταλισμού), να παραβιάζει το ελληνικό σύνταγμα[5] υπογράφοντας αυτά τα μνημόνια. Με τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου τα πράγματα επιδεινώθηκαν: οι δανειστές «εταίροι» ζητούν εμπράγματες εγγυήσεις (περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού δημοσίου), αλλαγή του νομικού πλαισίου των δανείων από το ελληνικό δίκαιο στο αγγλικό, πράγμα που δυσκολεύει αφάνταστα τη διαπραγματευτική θέση των ελλήνων καπιταλιστών:
«Με βάση την ισχύουσα μέχρι στιγμής νομοθεσία και όσο το δίκαιο των ελληνικών ομολόγων παραμένει το ελληνικό, αν η Ελλάδα δεν αποφύγει την πτώχευση μπορεί να αποπληρώσει το χρέος που βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών και όχι θεσμικών δανειστών (ΔΝΤ – ΕΕ) σε δραχμές, χωρίς να έχει καμία νομική κύρωση. Οι δανειστές σε αυτήν την περίπτωση υποχρεούνται να αποδεχτούν την αποπληρωμή στο ελληνικό νόμισμα. Έτσι η Ελλάδα μπορεί πολύ απλά να τυπώσει τόσες δραχμές όσο είναι το χρέος της στους ιδιώτες και να το ξεπληρώσει.
Αντίθετα, αν το δίκαιο αλλάξει στο αγγλικό όπως προβλέπεται στη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου […], σε περίπτωση πτώχευσης η Ελλάδα θα πρέπει να αποπληρώσει το σύνολο του χρέους της σε ευρώ, παρά το γεγονός ότι η ισοτιμία δραχμής – ευρώ θα κυλήσει πιθανόν κάτω από το 700/1. Κάτι τέτοιο θα σημαίνει την οριστική παράδοση της χώρας στους δανειστές της, οι οποίοι θα μπορούν να διεκδικήσουν και να επιβάλλουν νομικά στην Ελλάδα είτε την αποπληρωμή του χρέους στο ακέραιο μέσω της επιβολής επαχθών φόρων στους πολίτες είτε την κατάσχεση δημόσιας περιουσίας είτε και τα δύο ταυτόχρονα».[6]
Ακόμα οι δανειστές «εταίροι» για να είναι βέβαιοι ότι θα εκμεταλλευτούν προς δικό τους όφελος τις δυσκολίες του ελληνικού καπιταλισμού (δηλαδή να αρπάξουν μέρος των περιουσιακών στοιχείων που κατέχει το ελληνικό κεφάλαιο, παραδείγματος χάριν, τράπεζες και δημόσια περιουσία) επέβαλλαν να υπάρχει μόνιμο προσωπικό της τρόικας στην Ελλάδα που θα επιβλέπουν την ελληνική δημόσια διοίκηση.
Επιπλέον, η συμφωνία δεν είναι σίγουρο ότι θα πραγματοποιηθεί (μπορεί και αυτή να ανατραπεί όπως η προηγούμενη συμφωνία της 21ης Ιουλίου) ενώ ήδη οι λεγόμενες «αγορές», δηλαδή οι καπιταλιστές, αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου. Για παράδειγμα, ο γνωστός μεγαλοεπενδυτής Τζορτζ Σόρος δήλωσε ότι η συμφωνία θα διαρκέσει μόλις από «μία ημέρα ως τρεις μήνες».[7]
Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα: οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας είναι εξαιρετικά σκοτεινές, η παγκόσμια οικονομική κρίση μπορεί να πάρει διαστάσεις μεγαλύτερες και από αυτήν της δεκαετίας του 1930. Σε αυτές τις συνθήκες, ο ελληνικός καπιταλισμός καλείται να πάρει επώδυνα περιοριστικά οικονομικά μέτρα με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, με πρωτογενή πλεονάσματα, που το μόνο που μπορούν να εγγυηθούν είναι οικονομική στασιμότητα για τα επόμενα τουλάχιστον 10 χρόνια (κατά τις επίσημες εκτιμήσεις) ενώ το δημόσιο χρέος θα παραμείνει σε μη εξυπηρετήσιμα ύψη (σύμφωνα με τις [λίαν επισφαλείς] προβλέψεις 120% του ΑΕΠ το… 2020!).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση κινδύνευε, αν συνέχιζε να κυβερνά μονοκομματικά και αν τα πράγματα «στραβώσουν» περισσότερο (πράγμα πολύ πιθανό, μάλλον το πιθανότερο) να καταρρεύσει με κατηγορίες «εθνικής προδοσίας». Οι «δίκες στο Γουδί» δεν θα ήταν τότε μια απλή ρητορική πιθανότητα που την επισείουν διάφορες πολιτικές φωνές τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς, αλλά πραγματική διέξοδος στη δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων για το σύστημα. Στο σημείο αυτό, με την ευκαιρία, γίνεται αντιληπτό το πρόβλημα ακόμα και για μια κυβέρνηση «ευρείας αποδοχής» ή «εθνικής σωτηρίας»: θα πρέπει να πάρει αποφάσεις που άπτονται των μακροπρόθεσμων εθνικών (δηλαδή ταξικών) συμφερόντων του ελληνικού καπιταλισμού με αβέβαια αποτελέσματα. Ακόμα και μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» θα μπορούσε να κατηγορηθεί για «εθνική προδοσία» αν (παρα)στραβώσουν τα πράγματα, πόσο μάλλον μια μονοκομματική.
Έτσι, λοιπόν, η κυβέρνηση σύρθηκε, με δεδομένη την «αντιπολιτευτική» ρητορεία της ΝΔ, στη μοιραία απόφαση για την προκήρυξη δημοψηφίσματος για τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου ποντάροντας ότι μπροστά στον φόβο εξόδου από την Ε.Ε. (πράγμα που ντε φάκτο θα έθετε ένα τέτοιο δημοψήφισμα ανεξάρτητα της διατύπωσης του ερωτήματος) πολιτικά κόμματα αλλά και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων θα συναινούσε στη συμφωνία. Αυτό θα έδινε την απαραίτητη νομιμοποίηση στην κυβέρνηση.
Προφανώς, οι μετέπειτα εξελίξεις δείχνουν ότι η κυβερνητική μανούβρα του δημοψηφίσματος κατέρρευσε. Ωστόσο αυτό συνέβη όχι για τους λόγους που πρόβαλλαν οι δημοσιογραφίσκοι των ΜΜΕ ή προσχηματικά τα άλλα αστικά πολιτικά κόμματα.
Απέτυχε, κατ’ αρχήν, λόγω της σφοδρής αντίδρασης όλων των άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε.. Αυτό που κατάλαβαν Μέρκελ-Σαρκοζί (και όχι μόνο) είναι ότι με την κίνηση αυτή η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επεδίωκε βελτίωση (για τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού) της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου γι’ αυτό στις αρχικές τους δηλώσεις τόνιζαν ότι δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας. Η συμφωνία είναι take it or leave it. Ο λόγος αυτής της σκληρής στάσης ήταν ότι η κίνηση για δημοψήφισμα γινόταν υπό το φόβο μιας νέας μεγάλης παγκόσμιας ύφεσης, με ανοικτό το ζήτημα η Ιταλία να αποτελέσει τη νέα φάση επιδείνωσης της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Γι’ αυτό η πρόταση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για δημοψήφισμα θεωρήθηκε ότι μπορούσε να λειτουργήσει ως σπίθα σε ένα εξαιρετικά εύφλεκτο περιβάλλον. Το κρίσιμο αυτή τη στιγμή για την Ε.Ε. είναι να μην επεκταθεί η κρίση σε Ιταλία-Ισπανία και όχι η παραμονή της Ελλάδας σε αυτήν -παρά τον κίνδυνο η Ελλάδα να μετατραπεί σε Lehman Brother της ευρωζώνης αν τελικά οδηγηθεί στην έξοδο.
Η σκληρή αντίδραση των Μέρκελ-Σαρκοζί θεωρήθηκε από ένα μέρος της Αριστεράς (την πλειοψηφία της για την ακρίβεια) ως ακόμα μια «εθνική ταπείνωση», ότι «έχουμε χάσει ως χώρα την ανεξαρτησία» μας, μιας και Μέρκελ-Σαρκοζί φαινόταν σαν να καθόριζαν και την ημερομηνία αλλά και το ερώτημα του δημοψηφίσματος.
«Τέταρτο Ράιχ»
ή κίνδυνος διάλυσης της ευρωζώνης;
Η οξύτητα της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού οφείλεται στο γεγονός ότι διαπλέκεται με τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση από τη δεκαετία του 1930, τον οικονομικό κατακλυσμό που επέφερε η κρίση του 2008 στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Πράγμα που δημιουργεί ένα διπλό ρήγμα: στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως σύνολο αλλά και στο εσωτερικό των κρατών-μελών της.
Η έκταση της οικονομικής κρίσης επανέφερε με ένταση τη γνωστή «εθνική» παθογένεια της ελληνικής Αριστεράς. Η πλειοψηφία της ελληνικής Αριστεράς θεωρεί ότι η οικονομική κρίση μετατρέπεται σε «εθνική κρίση» όπου διακυβεύεται η «εθνική ανεξαρτησία» έναντι της επέλασης του «Τέταρτου Ράιχ» της κυρίας Μέρκελ.
Όπως κάθε ιδεολογική κατασκευή έτσι και αυτή η «εθνική» ανάγνωση της πραγματικότητας θα κατέρρεε αν δεν έβρισκε στηρίγματα στο φαινόμενο κόσμο. Έτσι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε, σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel δηλώνει ότι «η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη ακόμα και να παραδώσει προσωρινά ένα μέρος της κυριαρχίας της, σε αντάλλαγμα για τη νέα βοήθεια».[8]
Το φόβητρο του «Τέταρτου Ράιχ» δεν το προβάλει μόνο η ελληνική Αριστερά αλλά έρχεται και από άλλες χώρες. Ο προεδρικός υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Φρανσουά Ολάντ μίλησε για «διπλή εξάρτηση» της Γαλλίας:
«Καταλήξαμε να έχουμε διπλή εξάρτηση. Από τη Γερμανία, η οποία θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού (στην Ευρώπη), και από την Κίνα, η οποία αναδεικνύεται σε οικονομική και χρηματοπιστωτική αυτοκρατορία που έρχεται να σώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη».[9]
Η παγκόσμια οικονομική κρίση επανέφερε με ένταση στο προσκήνιο τις εθνικές διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών μιας και το «εγχείρημα» Ευρωπαϊκή Ένωση απέχει έτη φωτός από το να δημιουργήσει τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Δηλαδή τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού καπιταλισμού όπου οι εθνικές διαφορές θα εξαφανίζονταν σταδιακά. Η Ε.Ε. παραμένει (παρά την ύπαρξη νομισματικής ένωσης) ένα συνονθύλευμα ανεξάρτητων καπιταλιστικών κρατών με μεγάλες αποκλίσεις στην παραγωγικότητα του κεφαλαίου σε κάθε κράτος-μέλος. Αυτό στην πράξη σημαίνει ελλείμματα για τους πιο αδύναμους καπιταλισμούς και πλεονάσματα για τους ισχυρότερους -κυρίως για τον ισχυρότερο οικονομικά, τον γερμανικό καπιταλισμό. Δεν υπάρχουν «εταίροι» στην Ε.Ε. αλλά αντιμαχόμενα εθνικά κεφάλαια με κερδισμένους και χαμένους. Η ύπαρξη του ευρώ, ενός δηλαδή «σκληρού» νομίσματος, για όλες τις επιμέρους οικονομίες της Ε.Ε. ανεξάρτητα επιπέδου ανταγωνιστικότητας επιδεινώνει το πρόβλημα μιας και μεγεθύνει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας των πιο αδύναμων οικονομιών.
Παρ’ όλα αυτά, οι εθνικοί καπιταλισμοί της Ευρώπης εδώ και δεκαετίες μπήκαν σε μια διαδικασία οικονομικής ένωσης αφενός για να αντιμετωπίσουν τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από ΗΠΑ, Ιαπωνία, Κίνα, και αφετέρου, μέσω της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επέβαλαν η συνθήκη του Μάαστριχτ και η εισαγωγή του ευρώ διευκολύνθηκε η επιβολή του νεοφιλελευθερισμού στις ευρωπαϊκές χώρες (αναγκαστικά όλα αυτά αναφέρονται επί τροχάδην λόγω χώρου, για περισσότερα διάβαζε τη δημοσίευσή μας Το ευρώ και το «νέο γερμανικό ράιχ»: όταν η μυθολογία υποκαθιστά την πραγματικότητα). Το όλο εγχείρημα ήταν αντιφατικό από την αρχή τόσο εξ’ αιτίας των διαφορετικών επιπέδων ανταγωνιστικότητας των κρατών-μελών όσο και από την έλλειψη ενιαίας δημοσιονομικής πολιτικής. Η συζήτηση που έχει ανοίξει σήμερα για μια πιο ενιαία «οικονομική διακυβέρνηση» από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών διεξάγεται αναγκαστικά μέσα στο αντιφατικό πλαίσιο των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών συμφερόντων, την αντιφατικότητα της ύπαρξης του ευρώ, την παγκόσμια οικονομική κρίση. Η όλη αντιφατικότητα της Ε.Ε. είχε οδηγήσει τον πάπα του νεοφιλελευθερισμού, τον Μίλτον Φρίντμαν, να προβλέψει την κατάρρευση του ευρώ στην πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση:
«Πιστεύω ότι η υιοθέτηση του ευρώ ήταν λάθος. Είναι κάτι μοναδικό στην νομισματική ιστορία. Δεν ξέρω καμία άλλη περίπτωση όπου πολιτικά ανεξάρτητες χώρες υιοθέτησαν ένα χάρτινο νόμισμα ως κοινή επίσημη χρηματική μονάδα. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου διαφορετικές χώρες χρησιμοποίησαν την ίδια χρηματική μονάδα – τον χρυσό κανόνα, το ασήμι κτλ- αλλά σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα ανεξάρτητα κράτη διατηρούσαν το δικαίωμα να αποχωρήσουν ή να παραμείνουν στο πρότυπο αυτό, και το πρότυπο αυτό δεν ήταν κάτι κατασκευασμένο από τους ανθρώπους αλλά ένα εμπορευματικό αγαθό που υπήρχε στη φύση. Κατά τη γνώμη μου, το ευρώ θα αποτελέσει περισσότερο αιτία διαφωνιών μεταξύ των μελών της κοινότητας παρά αιτία συμφωνίας, και αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει».[10]
Με το ξέσπασμα της παρούσας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης όλες οι αντιφάσεις της Ε.Ε. βγήκαν με ένταση στο φως της ημέρας. Πολύ περισσότερο αφού υποχρέωσε αδύναμους και ισχυρούς εθνικούς καπιταλισμούς της Ε.Ε. να επιβάλλουν απεχθή προγράμματα λιτότητας πρωτοφανή για ανεπτυγμένες χώρες. Ως ένα από τα ζητήματα που ανάδειξε το γεγονός αυτό είναι το ξέσπασμα των αντιθέσεων μεταξύ των κρατών-μελών και την ανάδυση αφενός του «οικονομικού εθνικισμού» και αφετέρου την προσπάθεια αναζήτησης αποδιοπομπαίων τράγων. Δεν είναι μόνο η Ελλάδα (ή οι άλλες χώρες των PIGS) που μετατράπηκαν σε «μαύρα πρόβατα» αλλά και η ίδια η Γερμανία που κατηγορείται ότι συσσωρεύει πλεονάσματα σε βάρος των «εταίρων» της (πράγμα αληθές φυσικά).
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει συνολικά η Ε.Ε. καταδεικνύεται από το γεγονός ότι η χώρα που κινδυνεύει άμεσα με υποβάθμιση της πιστοληπτικής της θέσης είναι η Γαλλία,[11] δηλαδή μια εκ των δυο χωρών (η άλλη είναι προφανώς η Γερμανία) που αποτελούν το θεμέλιο της Ε.Ε..
Σε αυτές τις συνθήκες, ουκ ολίγοι οικονομολόγοι, επιχειρηματίες και πολιτικοί «προφητεύουν» το τέλος του ευρώ και της Ε.Ε., τουλάχιστον όπως τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Ήδη, υπουργία οικονομικών διάφορων χωρών επεξεργάζονται σενάρια του τι θα συμβεί αν διαλυθεί η ευρωζώνη.[12]
Ταυτόχρονα, το οικοδόμημα της Ε.Ε. πιέζεται με διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό και από τον διευρυνόμενο «ευρωσκεπτικισμό» του πληθυσμού ακόμα και στον σκληρό πυρήνα της. Στη χώρα που, όντως, οι καπιταλιστές της ευνοήθηκαν το περισσότερο με την επιβολή του ευρώ, τη Γερμανία, η αντίθεση προς την Ε.Ε. έχει πάρει πολύ μεγάλες διαστάσεις. Περισσότεροι από ένας στους δύο Γερμανούς επιθυμούν την εγκατάλειψη του ευρώ και την επιστροφή στο μάρκο, σύμφωνα με έρευνα του περιοδικού Stern.[13] Ακόμα πιο χαρακτηριστικά, το 37% των Γερμανών θα ψήφιζε υπέρ ενός ευρωσκεπτικιστικού κόμματος, σύμφωνα με δημοσκόπηση της εταιρίας ερευνών κοινής γνώμης Emnid για λογαριασμό του περιοδικού «FOCUS».[14]
Αν, λοιπόν, κάτι διακυβεύεται στο άμεσο μέλλον δεν είναι η κυριαρχία μιας χώρας-μέλους επί των υπολοίπων, αλλά αυτή καθαυτή η ύπαρξη της Ε.Ε.. Υπάρχουν ήδη σενάρια για Ε.Ε. δυο ταχυτήτων,[15] για μια «μικρότερη Ε.Ε.», για δυο ευρώ, ένα «αδύναμο» για τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες, και ένα πιο «σκληρό» για τις πιο ανταγωνιστικές χώρες, κ.λπ., κ.λπ..
Αντικατοπτρισμοί
στην έρημο της πραγματικότητας
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι «θεωρίες» περί Τέταρτου Ράιχ είναι εξαιρετικά προβληματικές. Για το ζήτημα έχουμε γράψει αναλυτικά αλλού -διάβαζε τη δημοσίευσή μας «Η E.E. και η (νέα) «ευγενής μας τύφλωσις». Σε αυτή τη δημοσίευση θα υπενθυμίσουμε τα εξής:
Η συγκριτική (σε σχέση με άλλες μεγάλες καπιταλιστικές χώρες της Ε.Ε.) οικονομική θέση της Γερμανίας έχει ως εξής:
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ)Δισεκατομμύρια δολάρια | |
E.E.-27 | 15283,6 |
Γερμανία | 2909,7 |
Μεγάλη Βρετανία | 2186,0 |
Γαλλία | 2121,7 |
Ιταλία | 1871,7 |
Ισπανία | 1434,2 |
Πηγή ΟΟΣΑ
OECD Factbook 2010: Economic, Environmental and Social Statistics.
Η γερμανική οικονομία είναι μόλις το 1/5 της οικονομίας της Ε.Ε. ενώ οι οικονομίες Βρετανίας και Γαλλίας απέχουν μεν, αλλά κάθε άλλο από δραματικά. Τα οικονομικά μεγέθη της άρχουσας τάξης της Γερμανίας δεν της επιτρέπουν να παίξει εντός της Ε.Ε. τον ηγεμονικό ρόλο που έχουν οι ΗΠΑ στο δυτικό κόσμο. Η αμερικανική άρχουσα τάξη κατέχει ΑΕΠ όσο σχεδόν το σύνολο της Ε.Ε.-27. Και οι ΗΠΑ αποτελούν ενιαίο κράτος δεν είναι αμάλγαμα ανεξάρτητων χωρών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επιπλέον, η Γερμανία στρατιωτικά και διπλωματικά είναι εξαιρετικά αδύναμη, σχεδόν νάνος (συγκριτικά με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις του δυτικού κόσμου). Δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα «αυτοκρατορικών» επιδιώξεων, και μάλιστα σε βάρος πανίσχυρων δυνάμεων όπως Γαλλία ή η Βρετανία, όσο η Γερμανία παραμένει σε αυτό το επίπεδο στρατιωτικά και διπλωματικά. Η οικονομική ισχύς δεν μετατρέπεται αυτόματα και σε «αυτοκρατορική» ισχύ. Θα αποσαφηνίσουμε αυτό το σημείο με μια αναφορά στη δεκαετία του 1980. Τότε η Ιαπωνία φάνταζε σαν η ανερχόμενη δύναμη που μπορούσε να γκρεμίσει τις ΗΠΑ από τη θέση της παγκόσμιας ηγέτιδας δύναμης. Πλήθος βιβλίων και άρθρων γράφονταν με την πρόβλεψη αυτή. Ένας από τους λόγους που αυτό δεν έγινε (πέρα από την υπερτίμηση της οικονομικής δύναμης της Ιαπωνίας, όπως συμβαίνει σήμερα με τη Γερμανία) είναι και η στρατιωτική και διπλωματική αδυναμία της άρχουσας τάξης της Ιαπωνίας. Οι ΗΠΑ επέβαλαν στην Ιαπωνία περιορισμούς στις εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ, αύξηση της συναλλαγματικής αξίας του γιεν, δασμούς στα ιαπωνικά προϊόντα. Το όνειρο μιας παγκόσμιας πανίσχυρης Ιαπωνίας εξαφανίστηκε πριν καν ξεκινήσει.
Τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα για τη σημερινή Γερμανία: έχει το μισό οικονομικό μέγεθος απ’ την Ιαπωνία (και το 1/5 των ΗΠΑ) ενώ ταυτόχρονα εύκολα μπορεί να μετατραπεί στον αποδιοπομπαίο τράγο για τις άρχουσες τάξεις της υπόλοιπης Ε.Ε., («δεμένη» όπως είναι η Γερμανία με συνθήκες που επιβάλλουν είτε ομοφωνία για να παρθεί μια απόφαση είτε να διαμορφωθούν πολύπλοκες πλειοψηφίες μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.).
Ελλάδα και «εθνική υποτέλεια»
Η Ελλάδα δεν βρίσκεται υπό στρατιωτική κατοχή, ενώ ταυτόχρονα δεν υπάρχει κανενός είδους στρατιωτικός μηχανισμός στην Ε.Ε. που να μπορεί να επιβάλλει δια της βίας την οποιαδήποτε επιλογή έστω και μιας σειράς χωρών (πολύ περισσότερο μιας και μόνο χώρας, της Γερμανίας). Και χωρίς στρατιωτικό μηχανισμό, χωρίς δυνάμεις κατοχής, δεν μπορεί να υφίσταται καμιά κατάσταση κατοχής σε μια χώρα.
Στο 19ο αιώνα οι «μεγάλες δυνάμεις» ακολουθούσαν πολιτικές «κανονιοφόρου», δηλαδή κατευθείαν στρατιωτική επέμβαση (ή απειλή στρατιωτικής επέμβασης) σε μια χώρα που χρωστούσε χρήματα (όπως συνέβη και με την Ελλάδα).[16] Η διαφορά με τη σημερινή εποχή γίνεται προφανής με το παράδειγμα του Πακιστάν. Πρόκειται για μια από τις πιο φτωχές χώρες του πλανήτη, σύμμαχο των ΗΠΑ και οικονομικά εξαρτημένη από αυτές. Παρ’ όλα αυτά βρίσκεται σε ανοικτή διαμάχη με τις ΗΠΑ λόγω της (ελάχιστα) καλυμμένης υποστήριξης που δίνει στους Ταλιμπάν το Πακιστάν παρ’ όλο που οι Ταλιμπάν διεξάγουν πόλεμο κατά των ΗΠΑ. Ο μόνος τρόπος που έχουν οι ΗΠΑ να επιβάλουν τη θέλησή τους είναι να προβούν σε στρατιωτική κατοχή του Πακιστάν, όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Για να επιβάλλουν τη θέλησή τους στο Πακιστάν οι ΗΠΑ θα έπρεπε να εισβάλουν κανονικά στη χώρα και όχι απλά παραβιάζοντας κάθε τόσο το εθνικό της έδαφος με ειδικές δυνάμεις του στρατού. Ιστορικά, όταν οι ΗΠΑ θέλουν να επιβάλλουν πράγματι τη θέλησή τους σε μια χώρα εισβάλλουν σε αυτήν δεν την πιέζουν απλά οικονομικά.
Όσο δεν υφίσταται η δυνατότητα άμεσων στρατιωτικών επεμβάσεων, τόσο η δυνατότητα ελιγμών ακόμα και σχετικά μικρών χωρών (και η Ελλάδα είναι μικρή μεν αλλά οικονομικά αναπτυγμένη χώρα) είναι μεγάλη. Φυσικά, πράγματι, είναι ένα υπαρκτό ζήτημα η υποδεέστερη οικονομική και διπλωματική θέση μιας χώρας, η συγκριτική της θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, και είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα η «εθνική υποτέλεια».
Τα περί «εθνικής υποτέλειας» της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ αποδείχθηκαν εντελώς λανθασμένα στο φως των πρόσφατων εξελίξεων. Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου (έστω και με διαφωνίες στο εσωτερικό της) προχώρησε σε μια ενέργεια, την προκήρυξη δημοψηφίσματος για τη δανειακή συμφωνία της 26 Οκτωβρίου, παρά τη θέληση των πανίσχυρων «εταίρων» της.
Προφανώς η κίνηση του Παπανδρέου έγινε μπούμερανγκ, πήρε πίσω το δημοψήφισμα, περισσότερο λόγω εσωτερικών, εγχώριων πολιτικών πιέσεων και όχι μόνο λόγω των πιέσεων Μέρκελ-Σαρκοζί, όπως θα αναπτύξω αμέσως παρακάτω.
Η πόρτα εξόδου από την Ε.Ε. είναι ανοικτή!
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει προηγούμενα, το ζήτημα της παραμονής ή όχι στην Ε.Ε. θα το έθετε αντικειμενικά το όποιο ερώτημα σε ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα. Τυχόν απόρριψη στο ερώτημα αποδοχή ή όχι της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου ντε φάκτο θα σήμαινε την έξοδο της Ελλάδας από την Ε.Ε. γιατί αυτό ήταν ξεκαθαρισμένο από το σύνολο των κρατών-μελών της Ε.Ε..
Όταν έγινε καθαρό ότι ένα δημοψήφισμα (με οποιοδήποτε ερώτημα) έθετε υπό αμφισβήτηση την παραμονή της Ελλάδας στην Ε.Ε. τότε το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων, εντός και εκτός των δυο κομμάτων εξουσίας (αλλά και του συνόλου των ΜΜΕ) συντάχθηκε κατά του δημοψηφίσματος και υπέρ των απόψεων Μέρκελ-Σαρκοζί που θέλουν να «μας βοηθήσουν οι άνθρωποι»! Για πρώτη φορά στην ιστορία των ελληνικών ΜΜΕ, ξένοι ηγέτες, Μέρκελ, Σαρκοζί αλλά και ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα χαρακτηρίζονταν «η φωνή της λογικής», πόσο «ορθά είναι τα μέτρα που προτείνουν», ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός χαρακτηριζόταν κυριολεκτικά ως «επικίνδυνος για τα εθνικά συμφέροντα»!!
Τώρα…
…θα πρέπει να βρίσκεται κάποιος σε πλήρη σύγκρουση με κάθε δυνατή αντίληψη της πραγματικότητας αν θεωρήσει ότι το σύνολο των αστικών δυνάμεων είναι… «εθνοπροδότες».
Αρχικά θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι είναι εντελώς προσχηματική η «κατηγορία» που εξαπολύθηκε στην πρόταση για δημοψήφισμα του ΠΑΣΟΚ ότι έτσι τίθεται «ένα ανύπαρκτο ζήτημα» μιας και η «συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν θέτει ζήτημα εξόδου από την Ε.Ε. ή το ευρώ».
Η αλήθεια είναι ότι αυτό το ζήτημα τίθεται εκ των πραγμάτων είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν οι επίσημες αστικές πολιτικές δυνάμεις. Και τίθεται τόσο στο εσωτερικό του ελληνικού καπιταλισμού όσο και στο εξωτερικό.
Στο εξωτερικό, διαρκώς πληθαίνουν οι φωνές για την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Ο λόγος είναι απλός: το ανταγωνιστικό έλλειμμα του ελληνικού καπιταλισμού επιδεινώνεται όσο παραμένει σε ένα «σκληρό» νόμισμα όπως το ευρώ καθιστώντας μαθηματικά βέβαιη τη συσσώρευση χρεών, ανεξαρτήτου «κουρέματος», σε συνθήκες μακρόχρονης οικονομικής στασιμότητας. Γι’ αυτό το λόγο think tank του παγκόσμιου καπιταλισμού όπως οι Πολ Κρούγκμαν[17], Νουριέλ Ρουμπινί[18] αλλά και μεγαλοκαπιταλιστές όπως ο Τζορτζ Σόρος[19] προτείνουν (ή θεωρούν πολύ πιθανή) την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Και όταν τέτοιου είδους εκπρόσωποι του διεθνούς κεφαλαίου προβλέπουν κάτι τέτοιο μπορεί η πρόβλεψη να λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Επιπλέον ήδη υπουργεία οικονομικών, αλλά και η ίδια η γραφειοκρατία των Βρυξελών, επεξεργάζονται σενάρια εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ:
«Μόλις πριν λίγες ημέρες ο γνωστός οικονομολόγος Ρουμπινί παρέδωσε στην οικία του ένα μίνι σεμινάριο σε πελάτες του όπου μίλησε για τρία θέματα, με το ένα από αυτά να είναι η κρίση στην Ευρωζώνη (το θέμα δημοσιεύτηκε στην Ελλάδα από το XrimaNews.gr). Στην παρουσίαση του είπε πως το σχέδιο του ΔΝΤ και της Γερμανίας για την Ελλάδα είναι να στηριχθεί για τόσο χρονικό διάστημα όσο να είναι έτοιμος ένας μηχανισμός διάσωσης της Ιταλίας και της Ισπανίας και μέχρι τότε, όταν πια θα είναι προφανές πως τα μέτρα λιτότητας δεν πετυχαίνουν, η Ελλάδα να αφεθεί να πτωχεύσει. Ο Ρουμπινί προσδιόρισε τη χρονική στιγμή σε ένα χρόνο περίπου από σήμερα. Υποστήριξε πως η ελπίδα του ΔΝΤ και της Γερμανίας είναι πως μέχρι την πτώχευση της Ελλάδας, η Ιταλία και η Ισπανία θα αντέξουν και δε θα καταρρεύσουν υπό το βάρος των δικών τους προβλημάτων».[20]
Αλλά και στο εσωτερικό της ελληνικής άρχουσα τάξης δεν μπορεί παρά να δημιουργηθούν ερωτηματικά ως προς το ευρώ. Όταν σε βάθος χρόνου 10 και πλέον χρόνων η προοπτική είναι οικονομική στασιμότητα και κίνδυνος να πουληθούν «σε ξένους» περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού κεφαλαίου, η συζήτηση έχει εκ των πραγμάτων ανοίξει στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης.
Παρ’ όλα αυτά, σύσσωμος ο αστικός πολιτικός (και επιχειρηματικός) κόσμος «ξορκίζει το κακό», εμμένοντας λυσσαλέα στο «ευρωπαϊκό κεκτημένο της χώρας». Αυτό αποτελεί τη βάση της κοινής πολιτικής πρωτοβουλίας βουλευτών ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ώστε να πιέσουν για κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας».[21] Ο λόγος είναι ότι η άρχουσα τάξη δεν έχει άλλο στρατηγικό σχέδιο παρά την προβληματική πλέον κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού εντός της ευρωζώνης. Το μέγεθος της οικονομικής κρίσης είναι τόσο μεγάλο που θεωρείται αντικειμενικό ότι το ελληνικό κεφάλαιο αναγκαστικά θα χάσει κάποια από τα κεκτημένα του προς τους «εταίρους» του. Ελπίζεται ωστόσο ότι μακροπρόθεσμα θα περισωθούν τα περισσότερα. Ελπίζουν επιπλέον, ότι θα φορτώσουν το μεγαλύτερο μέρος της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων (και των μικροαστικών στρωμάτων) με τις βάρβαρες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, και κάποια στιγμή, στο μέλλον, η παγκόσμια οικονομία θα ανακάμψει και έτσι θα αρχίσει να αναπτύσσεται ξανά και η ελληνική άρχουσα τάξη έχοντας ως «κληρονομιά» τη συμπίεση των μισθών και την κατάργηση κάθε εργατικού δικαιώματος.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το παραπάνω «σχέδιο» της άρχουσας τάξης δεν είναι και λίγο. Και πράγματι, αν κατορθώσει να μεταφέρει τα βάρη στους εργαζόμενους και στους μικροαστούς κάποτε η παγκόσμια οικονομική κρίση θα περάσει. Ορθά… αλλά και οι αβεβαιότητες (κινδυνεύουν με αφανισμό τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου) και τα διακυβεύματα (κοινωνική αναταραχή, πολιτική αστάθεια) είναι πολλά, ενώ η πίεση θα διαρκέσει επί πολλά χρόνια έτσι που το σχέδιο έχει πολλά κοινά στοιχεία με το «πάμε με βάρκα την ελπίδα».
Η μεγάλη ώρα της Αριστεράς
Ως την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (Κυριακή 6/11) δεν έχει καταλήξει η μορφή της επόμενης κυβέρνησης. Ένα είναι σίγουρο: όποια μορφή και να πάρει, το πρόβλημα της κυβερνητικής απονομιμοποίησης δεν πρόκειται να λυθεί. Η παρούσα βουλή είναι σε διάσταση με το εκλογικό σώμα, όλες οι δημοσκοπήσεις το επιβεβαιώνουν. Η άγρια ταξική επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στον κόσμο της εργασίας και η ουσιαστική συναίνεση όλων των αστικών πολιτικών δυνάμεων σε αυτήν έχει οδηγήσει τις αστικές πολιτικές δυνάμεις σε ρήξη με την εκλογική τους βάση. Η κρίση αντιπροσώπευσης θα συνεχιστεί και θα ενταθεί. Αν αυτό συνέβαινε σε απουσία κινήματος δεν θα αποτελούσε πρόβλημα για το σύστημα. Όμως όλα συγκλίνουν στο ότι το κίνημα θα εξακολουθήσει να υπάρχει και να γιγαντώνεται.
Η ελληνική άρχουσα τάξη δεν έχει να προσφέρει πλέον κανενός είδους «όραμα» ή ανεκτό βιοτικό επίπεδο για τις διευθυνόμενες τάξεις, έχει πλέον σοβαρό πρόβλημα διατήρησης της «κοινωνικής συνοχής», δηλαδή της κοινωνικής συναίνεσης. Το γεγονός αυτό πουθενά δεν φαίνεται τόσο έντονα όσο στην κινδυνολογία που χρησιμοποιείται κατά κόρο με το ξέσπασμα της παρούσας φάσης της κρίσης. Η έξοδος από το ευρώ παρουσιάζεται από τις καθεστωτικές δυνάμεις ως «εθνική συμφορά» που οδηγεί στην «καταστροφή και την εξαθλίωση». Το φόβητρο αυτό έχει ως στόχο να προσδέσει, για μια ακόμα φορά, τον κόσμο της εργασίας στις μονοδρομικές επιλογές της άρχουσα τάξης ή τουλάχιστον να τον αδρανοποιήσει από το φόβο της «καταστροφής που συνεπάγεται η επιστροφή στη δραχμή».
Η καταστροφολογία αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι όντος η πλειοψηφία της κοινωνίας φοβάται την επιστροφή στη δραχμή. Η οικονομική ανάπτυξη της προηγούμενης περιόδου αποδιδόταν στη συμμετοχή στο ευρώ και την ευρωζώνη, πράγμα που συνεπαγόταν και ένα «ευρωπαϊκό» βιοτικό επίπεδο, έστω και με καταχρεωμένα νοικοκυριά.
Σήμερα ωστόσο τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά και γι’ αυτό η καταστροφολογία περί επιστροφής στη δραχμή έχει εκ των πραγμάτων χάσει μεγάλο μέρος της ισχύος της. Στα δυο τελευταία χρόνια οι μισθωτοί έχουν χάσει μεταξύ 20-30% των εισοδημάτων τους. Ο μέσος μισθός έχει πέσει στα επίπεδα των 800-900 ευρώ με δεδηλωμένο επίσημο στόχο ο μέσος, ο κατώτερος μισθός και οι συντάξεις να κατέλθουν στα επίπεδα της Πορτογαλίας:
«Ποιος είναι ο μέσος μισθός στην Πορτογαλία;
«Είναι περίπου 850-900 ευρώ. Ο κατώτατος επίσημος μισθός ανέρχεται στα 485 ευρώ, μικτές απολαβές. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Πορτογαλία υπάρχουν συντάξεις που δεν ξεπερνούν τα 100-200 ευρώ».[22]
Ωστόσο η τάση είναι οι μισθοί να βρεθούν σε επίπεδα κατώτερα και αυτών της Πορτογαλίας. Ήδη με την ανακοίνωση των νέων μειώσεων στο δημόσιο τομέα τα αφεντικά του ιδιωτικό τομέα πιέζουν εργαζόμενους των 700-800 ευρώ να δεχθούν και νέες μισθολογικές μειώσεις. Αρκετές επιχειρήσεις δουλεύουν πλέον τετραήμερο αντί πενθημέρου με αποτέλεσμα πολλοί εργαζόμενοι να πληρώνονται στα επίπεδα των 500-700 ευρώ. Με απλά λόγια, οι μισθοί στην Ελλάδα αρχίζουν να προσεγγίζουν σε επικίνδυνο βαθμό μισθούς Αλβανίας (μέσος μισθός 400 ευρώ[23]) και της Βουλγαρίας (μέσος μισθός 350 ευρώ[24]).
Σε αυτές τις συνθήκες η απειλή «έξοδος από το ευρώ» συνεπάγεται «οικονομική καταστροφή» είναι άνευ περιεχομένου. Ο πάτος για ευρωπαϊκή χώρα είναι οι μισθοί που προσεγγίζονται ήδη από την ελληνική εργατική τάξη, πιο κάτω δεν γίνεται. Μετά από αυτό ακολουθεί ο λιμός! Αλλά εάν τα πράγματα έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο τότε η καταστροφολογία περί «επιστροφής στη δραχμή» οδηγεί στο αντίθετό της: οδηγεί πλέον ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων να αναζητήσουν άλλες διεξόδους, μια άλλη κοινωνική προοπτική. Το γεγονός αυτό διαφαίνεται από την άνοδο της Αριστεράς στις δημοσκοπήσεις σε πάνω από 20% (συμπεριλαμβανομένων των Οικολόγων και της Δημοκρατικής Αριστεράς). Καταγράφεται επίσης στο γεγονός ότι ένα 26,2% των ερωτηθέντων σύμφωνα με δημοσκοπική έρευνα της GPO, δηλώνει ότι τάσσεται, ταυτόχρονα, κατά του μνημονίου αλλά και του ευρώ.[25]
Στις συνθήκες που έχουν πλέον διαμορφωθεί στην Ελλάδα, ο κόσμος της εργασίας αναζητεί πρακτική διέξοδο, μια πρόταση διακυβέρνησης διαφορετική από την εξασκούμενη από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις. Αναγκαστικά, λοιπόν, το ζήτημα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς τίθεται από τα ίδια τα πράγματα. Αλλά δεν μπορεί να είναι μια οποιαδήποτε πρόταση «κυβέρνησης της Αριστεράς» που θα προέλθει από μια «παναριστερά» (διάβαζε και τη δημοσίευση Είναι η ενότητα της Αριστεράς αναγκαία, και αν ναι, για ποιο λόγο;). Στο όνομα της «ενότητας της Αριστεράς» δεν μπορεί να καταλήξουμε σε συνταγές αποτυχίας, όπως τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν.
Αν ποτέ σχηματιστεί μια συμμαχία αριστερών πολιτικών δυνάμεων με στόχο την κυβερνητική εξουσία, το κυβερνητικό πρόγραμμα που χρειάζεται ο κόσμος της εργασίας θα πρέπει να έχει σαφή αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Στοιχεία απαραίτητα σε ένα τέτοιο πρόγραμμα θα είναι: διαγραφή του χρέους, εργατικός έλεγχος στους χώρους εργασίας και κατάργηση του επιχειρηματικού απόρρητου, απαγόρευση των απολύσεων, κρατικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση στους καπιταλιστές, έξοδος από την Ε.Ε. και το ευρώ, δημόσια έργα που θα εξυπηρετούν εργατικές ανάγκες, στήριξη και δραστική αύξηση του εργατικού εισοδήματος, βαριά εξοντωτική φορολογία στο κεφάλαιο. Και φυσικά η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος δεν μπορεί να αφεθεί απλά στα χέρια μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Πρέπει να στηριχτεί στην επέκταση και το βάθεμα των κινηματικών θεσμών –όπως οι λαϊκές συνελεύσεις- που αναδείχτηκαν από τις πρόσφατες κινηματικές εμπειρίες. Πρέπει να στηριχτεί σε ένα εργατικό κίνημα που θα αναπτύξει παραπέρα τις εμπειρίες οργάνωσης στη βάση και τις καταλήψεις που χαρακτήρισαν τις απεργιακές κινητοποιήσεις 5-20 Οκτώβρη. Χρειάζεται δηλαδή να στηριχτεί σε όλες εκείνες τις μορφές οργάνωσης που μπορούν να κάνουν πραγματικότητα τον εργατικό έλεγχο.
Για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο θα πρέπει να ξεπεραστεί (από το ίδιο το κίνημα πρώτα και κύρια και μετά από μέλη του που θα «σπάσουν» από τη γραμμή του) η πολιτική του ΚΚΕ και η προσπάθειά του να «καλουπώσει» στα αστικά θεσμικά πλαίσια και να αστυνομεύσει το κίνημα. Με τον ίδιο τρόπο, να ξεπεραστεί η θεσμολαγνεία και η προσήλωση στην Ε.Ε. της ηγεσίας του ΣΥΝ, αλλά και η υποταγή στην «ευρωπαϊκή» επιλογή του ΣΥΝ των δυνάμεων της επαναστατικής Αριστεράς που βρίσκονται στον ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί σε αρκετούς τα παραπάνω να φαντάζουν «ουτοπικά», απραγματοποίητα. Ωστόσο, η εποχή που ζούμε, οι ανάγκες του κόσμου της εργασίας, επιβάλλουν να παρουσιάσουμε το μάξιμουμ του προγράμματος μας, όπως επίσης και την τακτική και στρατηγική που θα το πραγματοποιήσουμε. Γιατί ο αντίπαλος, η άρχουσα τάξη, έχει ήδη καταθέσει το δικό του μάξιμουμ πρόγραμμα: δεν ζητάει τίποτα λιγότερο από την επιστροφή στον 19ο αιώνα και μισθούς εξαθλίωσης προβάλλοντας ότι «Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση».
Είμαστε υποχρεωμένοι να καταθέσουμε τη δική μας, της Αριστεράς, εναλλακτική πρόταση. Οι καιροί απαιτούν από εμάς την κατάθεση μιας συνολικής πρότασης και τίποτα λιγότερο. Οτιδήποτε λιγότερο θα είναι κατώτερο των αναγκών της περιόδου.
Άγγελος Καλοδούκας
Σημειώσεις
[6] http://xrimanews.gr/oikonomia/18693-ayto-isws-einai-to-megalytero-mystiko-ths-ellhnikhs-krishs
Επίσης:
http://tvxs.gr/news/ellada/elliniko-oplo-poy-paraxorise-i-merkel-stoys-trapezites-toy-ppanagiotoy
[11] http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/pio-tromaktiko-diagramma-ston-kosmo-ta-sprent-gallikon-germanikon-omologon
[16] http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=720:-1821-&catid=56:an-aristera&Itemid=285
[18] http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1423:e-altman-&catid=58:oikonomiki-politiki&Itemid=182
[22] http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=295802
Διάβαζε και http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=649420
[24] http://bnr.bg/sites/el/News/Pages/%CE%9F%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%BF%CF%82%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%B8%CF%8C%CF%82%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1,%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%AE%CE%BD%CE%B1%CE%9C%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B9%CE%BF,%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CF%81%CF%87%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%83%CF%8C%CF%84%CF%89%CE%BD344%E2%82%AC.aspx
Category: Χωρίς κατηγορία