Το βλέμμα προς το βάθος του ουρανού: ένα σημείωμα για τον Κώστα Τζιαντζή
Πρώτη φορά άκουσα το όνομα «Κώστας Τζιαντζής» όταν, κάμποσα χρόνια πριν, έγινα μέλος της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση στα Γιάννενα. Ο Κώστας, αν μου επιτρέπεται αυτός ο ενικός της οικειότητας, ήταν τότε ένα πρόσωπο για το οποίο όλοι και όλες στην οργάνωση μιλούσαν με σεβασμό, ή όπως μου φαινόταν τότε, με δέος.
Όταν τον πρωτοείδα σε μια δημόσια εκδήλωση να μιλά, τα αισθήματά μου ήταν ανάμικτα. Απ’ τη μια δεν μπορούσα μέσα μου παρά να ομολογήσω ότι ήταν εξαιρετικά γοητευτικός ως ρήτορας. Όχι γιατί σε εντυπωσίαζε, αλλά γιατί έδειχνε, και ήταν, ακριβώς γι’ αυτό μπορούσε και να το δείχνει, οικείος. Μιλούσε όχι όπως ένας ηθοποιός στο κοινό του, αλλά όπως ένα ανθρώπινο ον τοποθετημένο απέναντι σε ένα άλλο ανθρώπινο ον, μια πραγματικά σπάνια ευχέρεια, που προϋποθέτει ούτε λίγο ούτε πολύ τη σχετικοποίηση, αν όχι την άρση των κυρίαρχων ταυτοτήτων, και των δεδομένων στις κοινωνίες μας διαχωρισμών, και που κάποτε ο William Wordsworth είχε επικαλεστεί για να προσδιορίσει τι είναι, ή μάλλον τι οφείλει να είναι, η ποίηση.
Αυτήν την ατάκα του Wordsworth την διάβασα πολύ αργότερα, και το συσχετισμό τον σκέφτηκα τώρα που γράφω για τον Κώστα, και ανασύρω από τη μνήμη μου την εικόνα του να μιλάει στους τότε Ναρίτες, ένας εκ των οποίων ήμουν κι εγώ. Υπήρχε όμως και κάτι που εκείνη, την πρώτη φορά, που τον είδα, δεν μου άρεσε καθόλου. Ο λόγος του μου φαινόταν εξαιρετικά αφηρημένος, αποκαλυψιακός, σχεδόν θεολογικός. Μιλούσε για το χρήμα λ.χ., και το αντιμετώπιζε ως μια έννοια που μπορεί κανείς να δεχτεί ή να απορρίψει. Μιλούσε για την επανάσταση και το βλέμμα του έδειχνε προς ένα βάθος που εμοιαζε στα τότε μάτια μου υπερβατικό. Για να το πω στην ιδιόλεκτο που ο 20ος αιώνας κληροδότησε στο κομμουνιστικό κίνημα: ο Κώστας μου έδινε την εντύπωση ενός «σεκταριστή».
Πράγματι, τα επόμενα χρόνια, η εντύπωσή μου αυτή ενισχύθηκε. Διαφώνησα με την άποψη που κυριάρχησε, λίγο καιρό μετά, στο ΝΑΡ περί ολοκληρωτικού καπιταλισμού, κι έφυγα. Τον ίδιο τον Κώστα δεν τον γνώρισα ποτέ προσωπικά, πέρα από ορισμένες κουβέντες που ανταλλάξαμε στο τραπέζι ενός μαγαζιού μετά την εκδήλωση στην οποία μόλις πριν αναφέρθηκα. Διάβαζα τα κείμενά του στο «Πριν», αλλά συνέχιζα να πιστεύω ότι οι πολιτικές του απόψεις ήταν σεκταριστικές. Πρέπει να σημειώσω ότι τότε ήμουν θαμπωμένος από τα ενωτικά επιτεύγματα του διεθνούς κινήματος κατά της ανεργίας και του νεοφιλελευθερισμού. Συμμετείχα ενεργά στην προπαγάνδιση των Ευρωπορειών κατά της ανεργίας, μετά στις πρώτες εγχώριες εκδοχές του κινήματος κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, μετά στο Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ. Δεν έκανα, ωστόσο, και το επόμενο βήμα που για πολλούς ίσως θεωρείται αυτονόητη κατάληξη μιας τέτοιας κινηματικής διαδρομής: όχι, δεν μπήκα ποτέ στον Σύ.Ριζ.Α. …
Η πολιτική οργάνωση, στην οποία εντάχθηκα λίγο καιρό αφότου έφυγα από το ΝΑΡ, και τα έντυπα της οποίας διάβαζα και όσο ήμουν στο ΝΑΡ, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος μολονότι συμμετείχε στο Φόρουμ, και προσπαθούσε κι αυτή να συμβάλει, με τις εξαιρετικά μικρές δυνάμεις της, στην οικοδόμηση ενός ενωτικού «κινήματος των κινημάτων», είχε τότε την εκτίμηση ότι η ενότητα των αγωνιζόμενων ανθρώπων στο δρόμο δεν πρόκειται να ενισχυθεί, αντίθετα θα υπονομευτεί με καταστροφικά αποτελέσματα, από τις ενότητες των διαδρόμων, από αυτό το πάρε-δώσε διάφορων υποψήφιων στρατηγών «του λαού» με τη γραφειοκρατία ενός ρεφορμιστικού κόμματος, και μάλιστα ξεκάθαρα σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού, όπως ο Συνασπισμός, που ήδη από τότε είχε φτάσει σε ένα πραγματικά ανησυχητικό ζενίθ, μέσα από αλλεπάλληλες πρωτοβουλίες και πυρετώδεις διαβουλεύσεις για την «ενότητα της αριστεράς». Με λίγα λόγια: δεν μπήκαμε στο Σύ.Ριζ.Α., και μολονότι για πολύ καιρό προσωπικά κινούμουν εντός ενός πολιτικού μικρόκοσμου διαφορετικού από αυτόν που κινούνταν ο Κώστας, τελικά σήμερα βρέθηκα να είμαι μέλος της Αντ.Αρ.Σύ.Α., του σχήματος που συστεγάζει τόσο την οργάνωση στην οποία εξακολουθώ να ανήκω όσο και την οργάνωση του Κώστα.
Δεν είναι, όμως, γι’ αυτό το λόγο που κάθισα να γράψω αυτό το σημείωμα. Δεν είναι, εννοώ, επειδή, έστω κι έμμεσα, ξανασυνέπεσαν οι διαδρομές μας, που ένιωσα μια βαθιά θλίψη χθες όταν έμαθα, από μια φίλη, ότι ο Κώστας πεθαίνει, και μια ακόμα βαθύτερη θλίψη σήμερα όταν έμαθα ότι ο Κώστας τελικά έφυγε. Είναι γιατί όσα συνέβησαν τα τελευταία δέκα χρόνια απέδειξαν στα μάτια μου την αλήθεια που ο Κώστας υπερασπιζόταν, κι εγώ τότε υποτιμούσα, ή ακόμα αποδοκίμαζα ως σεκταριστική παραφορά.
Εδώ και μια δεκαετία, «πλάι στα κινήματα» χτίζεται και η Αριστερά. Τούβλο με το τούβλο στήνεται το οικοδόμημα της ενότητάς της. Εδώ και μια δεκαετία, διάφορα μπουλούκια από πανελίστες, εμπειρογνώμονες του ενωτικού ακτιβισμού, στρατηγούς διατεθειμένους να οδηγήσουν στη μάχη το αγωνιζόμενο, αλλά πολιτικά συγχισμένο, πλήθος, επιδέξιους αναλυτές της πολιτικής συγκυρίας περιφέρονται και τάζουν στο «λαό της αριστεράς» διεξόδους, λύσεις, πρωτοβουλίες, «πλαίσια συμφωνίας», λαγούς με πετραχήλια … Εδώ και μια δεκαετία, κλίνεται σε όλες τις πτώσεις η ενότητα. Αλλά, σε όλον αυτόν το θίασο ειδικών της τέχνης του εφικτού, που όλα αυτά τα χρόνια κράδαινε ψηλά τα λάβαρα της ενότητας, δεν θα βρει κανείς ούτε μια κουκκίδα ορίζοντα, ούτε μια χαραμάδα μέσα απ’ την οποία να ιριδίζει κάποιο βάθος, πέραν του παρόντος, ούτε ένα ψίχουλο πραγματικής ελπίδας για μιαν άλλη ζωή. Μετά από μια εξέγερση (και εννοώ ασφαλώς τον Δεκέμβρη του 08), κάμποσες γενικές απεργίες πρωτοφανούς μαζικότητας και μαχητικότητας, και εν μέσω μιας ανοιχτής κρίσης των υπαρκτών πολιτικών μεσολαβήσεων, η οποία τείνει να εξελιχθεί σε κρίση του καπιταλιστικού κράτους, σήμερα η Αριστερά αυτό που έχει να προτείνει είναι στην ουσία εκλογές, αν βέβαια δεν καταλήγει να διατυπώνει ευχολόγια περί μιας εναλλακτικής διαχείρισης του καπιταλισμού, που θα μας επιτρέψει να ζήσουμε χωρίς χρέος, αλλά όπως ζούσαμε πριν.
Σε αυτό το βάθος, όμως, προς μιαν άλλη ζωή, ήταν που έδειχνε το βλέμμα του Κώστα. Χρειάστηκε να νιώσω ξανά και ξανά την ίδια βουβή οργή βλέποντας τις ίδιες γραφειοκρατικές συμπεριφορές και τον ίδια αυτάρεσκο κυνισμό του τύπου «τώρα-είμαι-κι-εγώ-στα-μεγάλα-πολιτικά-κόλπα», χρειάστηκε να αντιμετωπίσω την ίδια, ταπεινωτική κατά βάθος, και χυδαία κατά πλάτος, συμπεριφορά των διάφορων wannabe «διευθυντών» της αριστεράς προς το «διευθυνόμενο» ακροατήριό τους (που θα υλοποιήσει στους δρόμους ό,τι έχει αποφασιστεί στους διαδρόμους), χρειάστηκε να παρακολουθήσω τη δραματική προσαρμογή μιας σειράς ακροαριστερών στην αστική πολιτική, στον κυρίαρχο τρόπο να δρα κανείς πολιτικά, μέσα από το όχημα των «πολιτικών προτάσεων για τη συγκυρία», χρειάστηκε, λοιπόν, αυτή η εξαιρετικά δυσάρεστη ένεση της εμπειρίας, για να καταλάβω ότι το να παραμείνει κανείς σήμερα κομμουνιστής σημαίνει να εξακολουθεί να κοιτά προς ένα βάθος, να μένει σε αυτό το βάθος, να διεκδικεί αυτόν τον ουρανό. Στην τελική, αν ο σεκταρισμός είναι η παιδική ασθένεια του κομμουνισμού, ο ρεφορμισμός, ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός, ο ρεαλισμός των εφικτών «πλασαρισμάτων» στην κεντρική πολιτική σκηνή, όλα αυτά είναι εκδηλώσεις μιας γεροντικής κατρακύλας. Ακόμα περισσότερο όμως: ο σεκταρισμός είναι και η επώδυνη μνήμη των ταξικών προδοσιών του παρελθόντος …
Ο Κώστας δεν ήταν στρατηγός του λαού, και δεν το έπαιξε ποτέ δεξιοτέχνης στις πολιτικές συναλλαγές τρίτου τύπου, με καμιά από τις τάσεις της εγχώριας αντι-νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας. Δεν ήταν ένας ακόμα απ’ τους πολλούς θαυματοποιούς της «παναριστεράς». Ήταν ένας επαναστάτης κομμουνιστής Κι ο κομμουνισμός δεν είναι υπόθεση πολιτικού σχεδιασμού. Δεν είναι μια ακόμα «πολιτική πρόταση» στο τραπέζι. Δεν χωράει στα τραπέζια που σήμερα διαθέτουμε για συσκέψεις, εκδηλώσεις, εισηγήσεις, ή ακόμα χειρότερα, για κουτοπόνηρες δικολαβίες και ηθικά επιλήψιμες τράμπες. Δεν είναι ένα πράγμα που μπορεί κάποιος να μας το πουλήσει, όπως συνέβη με τα καθρεφτάκια της «ενότητας της αριστεράς». Είναι ένα κοινό μέλλον που γίνεται εφικτό μέσα από την ελπίδα για μιαν άλλη ζωή, και τον επίκαιρο αγώνα που μετατρέπει αυτήν την ελπίδα σε μια πραγματική δυνατότητα, εδώ και τώρα.
Ο Κώστας συνέβαλε πολύ σε αυτό το κοινό μέλλον. Και συνέβαλε ακριβώς με την παραφορά του, με τον αποκαλυψιακό του τόνο, με το «σεκταρισμό» του, την αδιάλλακτη δηλαδή επιλογή να μην προσαρμοστεί σε ό,τι σήμερα εμφανίζεται ως αντικειμενική πραγματικότητα, ή για να το πω κάπως καλύτερα, να αγωνιστεί σε αυτήν την πραγματικότητα για να την εκτρέψει από την κανονική τροχιά της, προς έναν ορίζοντα καθολικής χειραφέτησης. Συνέβαλε, επίσης, με την εμμονή του να χρησιμοποιεί έννοιες – γιατί πώς αλλιώς μπορούμε να μιλήσουμε σήμερα για ό,τι δεν-είναι-ακόμα-εδώ, και πώς μπορούμε σήμερα να ασκήσουμε ριζική κριτική στην ίδια την πραγματικότητά μας (που είναι ασφαλώς ακόμα η πραγματικότητα της κυριαρχίας του κεφαλαίου), αν όχι επινοώντας, συσχετίζοντας, ή μεταστρέφοντας έννοιες, υπερβαίνοντας, δηλαδή, την αμεσότητα των αναπαραστάσεών μας; Κάτι τέτοιο δεν είναι ένα παιχνίδι με τις λέξεις. Είναι μια προσπάθεια να οξυνθεί, ή τουλάχιστον να μην στομώσει, η αιχμή της κριτικής.
Για να σκεφτούμε έναν ορίζοντα καθολικής χειραφέτησης πρέπει να πιστέψουμε και στην πραγματική δυνατότητα της ριζικής αλλαγής, στην επικαιρότητα της κοινωνικής επανάστασης. Να στοιχηματίσουμε ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν αλλιώς, σήμερα όχι αύριο, μετά τις εκλογές, ή μετά την φαντασιακή ανάληψη της εξουσίας από, επίσης κατά φαντασίαν, επιτελεία μεταμοντέρνων κομμισαρίων, ειδικών της μαζικής πολιτικής. Και για ένα τέτοιο στοίχημα απαιτείται ένα βλέμμα όπως αυτό του Κώστα Τζιαντζή, ενός συντρόφου που ανήκει στην ιστορία των αγώνων για την πραγμάτωση της ελευθερίας, που δεν «πέρασε» σε αυτήν την ιστορία, όπως συνήθως λέγεται στις επικήδειες τελετές, λες και πρόκειται για αντικείμενα που τοποθετούνται σε προθήκες μουσείων, αλλά που δημιούργησε κι ο ίδιος το βάθος αυτής της ιστορίας, ένα βάθος το οποίο θα παραμένει ορατό όσο συνεχίζουμε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη της προσπέλασής του.
Βαγγέλης Κούταλης
Υ.Γ. Επειδή στον ευρύτερο πολιτικό μας χώρο κατά κανόνα καθετί ερμηνεύεται ως προϊον πολιτικής υστεροβουλίας, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι η συγγραφή αυτού του σημειώματος υποκινήθηκε μονάχα από την εξής σκοπιμότητα: να αναγνωρίσω δημόσια αυτό που προσωπικά νιώθω ως οφειλή μου προς το σύντροφο Τζιαντζή. Μια τέτοια αναγνώριση δεν μπορεί βέβαια παρά να ενέχει και μια πολιτική τοποθέτηση. Κατά τα λοιπά, δεν έχω κανένα άμεσο κίνητρο ενδο-αριστερής πολιτικής παρέμβασης, όσον αφορά τη συγκυρία. Δεν είναι μόνο ότι είμαι προσωρινά απών από τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις (αυτή τη στιγμή βρίσκομαι εκτός ελλάδας για λόγους, όπως θα λέγαμε, «βιοπορισμού»), και ο «απών δεν έχει ποτέ δίκιο», όπως έλεγε ο Λένιν, πράγμα που ασφαλώς ισχύει και αποδυναμώνει, το ξέρω, την όποια κριτική ασκείται παραπάνω σε πρακτικές που εξακολουθούν να δεσπόζουν και σήμερα. Είναι και ότι γενικά δεν θα επιθυμούσα να τοποθετήσω τον εαυτό μου σε αυτό το ιδεατό σύμπαν, όπου συγκρούονται πολιτικές στρατηγικές με το ίδιο επίδικο: τη σωστή απάντηση στο ερώτημα «τι οφείλει να κάνει η αριστερά;». Μια από τις απόψεις που νομίζω ότι χρωστάω και στον ίδιο τον Κώστα είναι ότι η «Αριστερά» γενικώς, αορίστως, και με άλφα κεφαλαίο είναι ένα ιδεολογικό ψέμα.
Category: Απόψεις