Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Η εμπλοκή της Ελλάδας στη διαμάχη για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου




Στις αρχές Σεπτεμβρίου υπογράφτηκε Αμυντική και στρατιωτική συμφωνία Ελλάδας – Ισραήλ. Όπως διευκρινίζεται από όλες της πλευρές της κυβέρνησης, η συμφωνία αυτή αποσκοπεί στην προώθηση των εθνικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η συμφωνία αυτή αποτελεί το μιλιταριστικό συμπλήρωμα της οικονομικής-πολιτικής συμφωνίας του Ισραήλ με την Κύπρο για την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) μεταξύ των δύο χωρών, με σκοπό την εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών της Ανατολικής Μεσογείου. Οι δύο χώρες μοίρασαν την Ανατολική Μεσόγειο, με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίσουν προνομιακή πρόσβαση στην εκμετάλλευση των ανακαλυφθέντων ενεργειακών κοιτασμάτων και να εμποδίσουν την πρόσβαση άλλων χωρών, κυρίως της Τουρκίας.

Οι εξελίξεις αυτές αναζωπυρώνουν την διαμάχη Ελλάδας – Τουρκίας και μάλιστα την αναβαθμίζουν, καθώς την μεταφέρουν από το χώρο του Αιγαίου (όπου οι δύο χώρες ήταν μόνες τους αντιμέτωπες η μία με την άλλη), στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου (που έχει παράξει πολλές πολεμικές εντάσεις και στον οποίο εμπλέκονται και άλλες δυνάμεις).

 

Ενεργειακά κοιτάσματα

Η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί ένα χώρο πλούσιο σε ενεργειακά κοιτάσματα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Αμερικανικής Γεωλογικής Επιθεώρησης, στην περιοχή μεταξύ Κύπρου – Ισραήλ – Αιγύπτου – Κρήτης υπάρχουν κοιτάσματα φυσικού αερίου, τα οποία περιέχουν ενδεχομένως μέχρι και 15 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (m3). Για να καταλάβουμε την αξία αυτού του πακτωλού θα πρέπει να αναφέρουμε ότι για την ΕΕ, η οποία καταναλώνει σήμερα περίπου 500 δις. m3 φυσικού αερίου το χρόνο, τα αποθέματα αυτά αντιπροσωπεύουν τις ανάγκες της για 30 χρόνια.

Στη Λεκάνη της Λεβαντίνης, δηλαδή στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ των κρατών Τουρκίας, Συρίας, Λιβάνου, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου, τα ανακτήσιμα αποθέματα υπολογίζεται ότι μπορεί να φτάνουν τα 3,4 τρισεκατομμύρια m3. Αν οι υπολογισμοί αυτοί έχουν κάποια βάση, πρόκειται τότε για ένα από τα μεγαλύτερα σε παγκόσμιο επίπεδο κοίτασμα.

Το κοίτασμα Leviathan εκτιμάται ότι διαθέτει αποθέματα 430 έως 450 δισεκατομμυρίων m3. Βρίσκεται στα όρια της ισραηλινής ΑΟΖ, στο σημείο στο οποίο συναντάται με τις ΑΟΖ της Κύπρου, του Λιβάνου και της Αιγύπτου. Εντός της ισραηλινής ΑΟΖ βρίσκονται και άλλα, ήδη υπό εκμετάλλευση κοιτάσματα: το Tamar (με απόθεμα περίπου 230 δισεκατομμύρια m3 ), το Dalit (με αποθέματα 15 δισεκατομμύρια m3), το Mari-B και το Marin. Τα δύο τελευταία βρίσκονται στα όρια της Αιγυπτιακής ΑΟΖ και επί της ουσίας εντός της υποθετικής ΑΟΖ της Γάζας.

Το κυπριακό Οικόπεδο 12 αποτελεί μάλλον την προέκταση του κοιτάσματος Λεβιάθαν στην κυπριακή ΑΟΖ, στα όρια και αυτό της αιγυπτιακής και της λιβανέζικης ΑΟΖ. Εκτιμάται ότι διαθέτει αποθέματα ύψους 300 δισεκατομμύρια m3.

Εκτός όμως αυτών των κοιτασμάτων που βρίσκονται στη Λεκάνη της Λεβαντίνης, υπάρχει και η ονομαζόμενη Λεκάνη του Ηροδότου μεταξύ Λιβύης, Αιγύπτου, Τουρκίας και Κρήτης για την οποία υπάρχουν εκτιμήσεις ότι οι έρευνες θα μπορούσαν να αποκαλύψουν ακόμα πλουσιότερα ενεργειακά κοιτάσματα, καθώς είναι μεγαλύτερη από τη Λεκάνη της Λεβαντίνης, αλλά της ίδιας γεωλογικής αξίας.

Η εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων θα προσφέρει στο Ισραήλ ενεργειακή αυτάρκεια και ενεργειακή αποδέσμευση από τις αραβικές χώρες (όπως εικάζεται, μέχρι τα επόμενα 100 χρόνια). Αλλά όχι μόνο αυτό. Το Ισραήλ φιλοδοξεί να μετατραπεί από χώρα εισαγωγής ενέργειας, σε χώρα εξαγωγής ενέργειας προς την ΕΕ. Οι φιλοδοξίες του περιλαμβάνουν την κατασκευή, μαζί με την Νότια Κύπρο, την Ελλάδα και την Ιταλία, ενός αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Έτσι και η ΕΕ θα μπορέσει να αποδεσμευτεί ενεργειακά από τις αραβικές – μουσουλμανικές χώρες.

Γι’ αυτό και το Ισραήλ το 2010 σύναψε συμφωνία οριοθέτησης των ορίων της ΑΟΖ με την Κύπρο, ουσιαστικά μοιράζοντας μεταξύ τους τις περιοχές των ανακαλυφθέντων ενεργειακών κοιτασμάτων της Λεκάνης της Λεβαντίνης. Ταυτόχρονα μεταξύ των δύο κρατών υπογράφτηκαν συμφωνίες συνεργασίας για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του οικοπέδου 12.

Με βάση αυτές τις συμφωνίες η Κύπρος παραχώρησε την άδεια για τις έρευνες στην αμερικανική εταιρία Noble Energy. Η Noble Energy είναι μια από τις 10 μεγαλύτερες παγκοσμίως στον τομέα της έρευνας, με έδρα στο Χιούστον. Μέσω της κοινοπραξίας με την ισραηλινή εταιρεία Delek, η Noble Energy έχει εξασφαλίσει ποσοστό 39,6% των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του Λεβιάθαν, 36% του Ταμάρ και 47% του Μέρι Β του Ισραήλ.

Η Κύπρος ταυτόχρονα διαπραγματεύεται με μεγάλες εταιρείες από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, τη Ρωσία, την Κίνα και την Ινδία για την πραγματοποίηση ερευνών.

Το Ισραήλ δεν αρκέστηκε σε συμφωνία μόνο με τους Ελληνοκύπριους. Η φιλοδοξία του να αποτελέσει ενεργειακό προμηθευτή της Δύσης εμπλέκει στους σχεδιασμούς και την Ελλάδα, ως μία κομβική χώρα μεταφοράς φυσικού αερίου. Τα σχέδια για έναν αγωγό που θα ξεκινά από το Ισραήλ και θα διασχίζει τις ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας, είναι ένα σενάριο το οποίο συζητείται σοβαρά. Αυτό όμως προϋποθέτει, ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αποφασίσει να χαράξει μονομερώς τα όρια της ΑΟΖ των 200 ναυτικών μιλίων, χωρίς να πάρει υπ’ όψιν της τις διαφωνίες της Τουρκίας.

Έτσι η Τουρκία κινδυνεύει να μην αποκομίσει κανένα όφελος από τον φημολογούμενο πλούτο που ανακαλύφθηκε μπροστά στην πόρτα της. Η κοινή χάραξη ΑΟΖ μεταξύ Ισραήλ και Νοτίου Κύπρου, που έγινε χωρίς να υπολογίζονται οι Τουρκοκύπριοι (σαν ολόκληρο το νησί να είναι ένα κράτος), μοιράζει το σύνολο των ανακαλυφθέντων κοιτασμάτων μεταξύ αυτών των χωρών. Επιπλέον, εάν αποφασίσει η Ελλάδα να χαράξει μονομερώς (σε συμφωνία με την Κύπρο και το Ισραήλ) την δική της ΑΟΖ θα στερήσει από την Τουρκία κάθε δυνατότητα εκμετάλλευσης των πιθανών κοιτασμάτων στην υπόλοιπη Ανατολική Μεσόγειο. Η θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου, συνολικής έκτασης 145.000 τετραγωνικών μέτρων, θα ανήκει στην Ελλάδας και την Κύπρο (71.000 και 33.000 τετραγωνικά μέτρα αντίστοιχα), ενώ στην Τουρκία θα απομείνουν 41.000 τετραγωνικά μέτρα.

 

Οι πολιτικές συνέπειες του ανταγωνισμού

Ο ανταγωνισμός για την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της περιοχής δημιουργεί μια σειρά από πολιτικές εντάσεις και οξύνει ακόμα περισσότερο τις ήδη υπάρχουσες, διαμορφώνοντας ένα εκρηκτικό κλίμα στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το Ισραήλ δεν έχει καταφέρει να εξασφαλίσει τη συμφωνία των γειτονικών του χωρών για την οριοθέτηση της ΑΟΖ από κοινού με τους Κύπριους. Μια σειρά από συμφωνίες που είχαν γίνει σε επίπεδο διπλωματικών συζητήσεων ή είχαν υπογραφεί μεταξύ των κρατών της περιοχής, οι πολιτικές αλλαγές που έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες, είτε τις έχουν ακυρώσει, είτε τις έχουν αδρανοποιήσει (χρειάζεται επανεπιβεβαίωσή τους).

Στο Λίβανο, ο οποίος αρχικά είχε συμφωνήσει να προχωρήσει σε συμφωνία χάραξης ΑΟΖ με την Κύπρο, η Χεζμπολλάχ, που στο ενδιάμεσο διάστημα έχει καταστεί βασικός ρυθμιστής της πολιτικής κατάστασης του Λιβάνου, έχει οδηγήσει στην ακύρωση από το κοινοβούλιο αυτών των συμφωνιών. Οι Λιβανέζοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι η περιοχή όπου θα διεξαχθούν οι έρευνες Ισραηλινών και Κυπρίων ανήκει και στη λιβανέζικη ΑΟΖ.

Οι μεγάλοι αδικημένοι από την οριοθέτηση της ΑΟΖ του Ισραήλ είναι φυσικά οι Παλαιστίνιοι. Μέρος των ήδη υπό εκμετάλλευση κοιτασμάτων βρίσκονται απέναντι από τη Γάζα, εντός δηλαδή της υποθετικής της ΑΟΖ και σε πολύ μικρή απόσταση από τις ακτές της. Στον ανταγωνισμό που έχει ξεσπάσει, τα συμφέροντα των Παλαιστινίων αποτελούν ένα επιπλέον επιχείρημα που έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον του Ισραήλ και από το Λίβανο και από την Τουρκία.

Η Συρία είναι η άλλη χώρα της οποίας η θαλάσσια περιοχή εκτείνεται και περιλαμβάνει τμήμα της Λεκάνης της Λεβαντίνης. Το Ισραήλ δεν έχει συμφωνήσει τα χερσαία και θαλάσσια σύνορά του με τη Συρία (όπως άλλωστε και με καμιά όμορη χώρα) και οι διπλωματικές συζητήσεις που είχε ξεκινήσει η Νότια Κύπρος για οριοθέτηση ΑΟΖ με τη Συρία, αυτή τη στιγμή έχουν παγώσει, ύστερα από τη συμφωνία της Κύπρου με το Ισραήλ.

Οι συμφωνίες που είχαν γίνει μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου την περίοδο του Μουμπάρακ, χρειάζονται στην πραγματικότητα επανεπιβεβαίωση για να έχουν ισχύ, μετά την αιγυπτιακή επανάσταση. Και αυτή τη στιγμή στην Αίγυπτο συζητούνται όλα τα ενδεχόμενα, με τον λαϊκό παράγοντα να πιέζει για ακύρωση όλων των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί με το Ισραήλ από την εποχή του Καμπ Ντέιβ (1979). Οι σχέσεις των δύο χωρών διανύουν μια περίοδο κλιμακούμενης έντασης, μετά την πτώση του Μουμπάρακ, με το ενεργειακό ζήτημα να βρίσκεται στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης. Στο εσωτερικό της Αιγύπτου υπάρχει σοβαρή πίεση για επαναδιαπραγμάτευση των συμφωνιών με τις οποίες το Ισραήλ προμηθεύεται φυσικό αέριο από την Αίγυπτο σε προνομιακές τιμές. Το ίδιο συμβαίνει και με την οριοθέτηση της αιγυπτιακής ΑΟΖ, τόσο σε σχέση με το Ισραήλ, όσο και με την Κύπρο (με την οποία επίσης ο Μουμπάρακ είχε προχωρήσει σε σχετική συμφωνία). Μέρος των κοιτασμάτων βρίσκονται στα όρια και εντός των ορίων της αιγυπτιακής ΑΟΖ.

 

Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας

Η Τουρκία με βάση τα συμφωνηθέντα μεταξύ Νοτίου Κύπρου και Ισραήλ θαλάσσια σύνορα, αποκλείεται τελείως από την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς τα όρια της Κυπριακής ΑΟΖ εκτείνονται και συναντάνε τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ (τα οποία ορίζονται από τα όρια της ΑΟΖ του Καστελόριζου). Η Τουρκία και η Βόρεια Κύπρος δεν θα έχουν δυνατότητα να εκμεταλλευτούν ούτε μέρος των κοιτασμάτων της Λεκάνης της Λεβαντίνης, και δεν θα έχουν γενικά πρόσβαση σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, τα ενεργειακά κοιτάσματα που πιθανόν ανακαλυφθούν στο μέλλον και τις διαδρομές που θα ακολουθήσουν αγωγοί μεταφοράς ενέργειας προς τη δύση.

Η Τουρκία όμως δεν έχει πολλά περιθώρια να ασκήσει πολιτικές ή στρατιωτικές πιέσεις για μία επαναδιαπραγμάτευση στην οποία θα λαμβάνονται υπ’ όψιν και τα δικά της συμφέροντα. Το Ισραήλ αποτελεί μία τοπική στρατιωτική υπερδύναμη, ικανή να χειριστεί επιτυχώς στρατιωτικές εντάσεις στην περιοχή. Επιπλέον, οι δυνατότητες της Τουρκίας περιορίζονται ακόμα περισσότερο καθώς τόσο η Αμερική όσο και οι χώρες της ΕΕ έχουν ουσιαστικά πάρει θέσει υποστήριξης του Ισραήλ και της Νότιας Κύπρου. Επιπλέον απ’ ο,τι φαίνεται, οι συμφωνίες που έχει κλείσει η Νότια Κύπρος με τη Ρωσία και την Κίνα, έχουν στερήσει από την Τουρκία από κάθε πιθανό μελλοντικό υποστηρικτή.

Η Τουρκία αντέδρασε αποφασίζοντας να προχωρήσει μαζί με τη Βόρια Κύπρο σε κοινές έρευνες για ενεργειακά κοιτάσματα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ των δύο χωρών. Ο στόχος είναι να αμφισβητήσει εμπράκτως την αξίωση της Νότιας Κύπρου να ελέγχει την ΑΟΖ ολόκληρου του νησιού και ταυτόχρονα να κάνει μία επίδειξη πολεμικής ετοιμότητας βγάζοντας πολεμικά πλοία και μαχητικά αεροσκάφη στην περιοχή.

Οι κινήσεις αυτές συνιστούν επιδείνωση των σχέσεων Τουρκίας – Ισραήλ. Οι δύο χώρες βρίσκονται από το 2009 σε μία κατάσταση συνεχούς κλιμάκωσης της μεταξύ τους έντασης. Το 2009 όταν το Ισραήλ πραγματοποίησε μεγάλης κλίμακας επίθεση στη Γάζα, ο Ερντογάν κατηγόρησε το Ισραήλ ότι διαπράττει γονοκτονία των Παλαιστίνιων. Απαίτησε την άρση του αποκλεισμού της Γάζας και ξεκίνησε συνομιλίες με τη Χαμάς. Στη συνέχεια οι σχέσεις τους επιδεινώθηκαν ακόμα περισσότερο μετά την δολοφονία από Ισραηλινούς κομάντος των Τούρκων ακτιβιστών του Μαβί Μαρμαρά. Η Τουρκία απαίτησε από το Ισραήλ να ζητήσει δημόσια συγνώμη γι’ αυτούς τους θανάτους, αλλά το Ισραήλ αρνήθηκε. Αυτό οδήγησε σε ακόμα χειρότερη επιδείνωση των σχέσεών τους, που έφτασε μέχρι του σημείου διακοπής διπλωματικών σχέσεων και αναστολής ή και ακύρωσης των μεταξύ τους στρατιωτικών συμφωνιών. Το Ισραήλ από τη μεριά του αντέδρασε, ενημερώνοντας τον Λευκό Οίκο, ότι έχει εντάξει στον άξονα του κακού (μαζί με το Ιράν και τη Βόρια Κορέα) και την Τουρκία.

Το πιο σημαντικό όμως στην αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών θα είναι οι συμμαχίες οι οποίες θα καταφέρουν να οικοδομήσουν, η μια εναντίον της άλλης. Και απ’ απ’ αυτή την άποψη το Ισραήλ αυτή τη στιγμή έχει το πάνω χέρι. Η έκθεση του ΟΗΕ για τη δολοφονία των Τούρκων ακτιβιστών στο Μαβί Μαρμαρά, όχι μόνο επιρρίπτει τις ευθύνες στην Τουρκία και δικαιώνει το Ισραήλ, αλλά επί της ουσίας του δίνει το πράσινο φως να συνεχίσει και να εντείνει τον αποκλεισμό της Γάζας (ο οποίος αναγνωρίζεται ως νόμιμος). Η απόφαση αυτή αποτελεί ταυτόχρονα ένα μήνυμα προς την Τουρκία, ότι ο ΟΗΕ (και κατ’ επέκτασιν οι ΗΠΑ και η ΕΕ) δεν εγκρίνουν την πολιτική που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια η Τουρκία στην Μέση Ανατολή και τη διαμάχη της με το Ισραήλ.

Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας σήμερα παρουσιάζει σοβαρές αλλαγές και αναπροσανατολισμούς σε σχέση με την εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε για περισσότερα από τριάντα χρόνια πριν.

Το καθοριστικό γεγονός που σηματοδότησε αυτή την αλλαγή, ήταν η εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ το 2003. Η κατοχή του Ιράκ είχε ως προϋπόθεση (για να αποδυναμώσει την αντικατοχική αντίσταση) την παροχή του δικαιώματος αυτονομίας στο ιρακινό Κουρδιστάν, κάτι που προοπτικά άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο δημιουργίας κουρδικού κράτους. Την ίδια περίοδο μάλιστα οι ΗΠΑ είχαν αποφασίσει να “παίξουν το χαρτί” των Κούρδων για να προκαλέσουν καθεστωτικές αλλαγές και στη Συρία και κυρίως στο Ιράν. Όλα αυτά όμως δημιουργούσαν σοβαρό πρόβλημα στην Τουρκία, όσον αφορά στη διαχείριση του δικού της “κουρδικού προβλήματος” και αποτελούσαν (έστω και σαν μακροπρόθεσμο ενδεχόμενο) απειλή ακόμη και για την εδαφική της ακεραιότητα. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο η Τουρκία αρνήθηκε να στηρίξει την εισβολή στο Ιράκ και να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση του τουρκικού εδάφους για τις πολεμικές επιχειρήσεις. Η άρνηση αυτή ήταν μία ιδιαιτέρως σοβαρή πολιτική απόφαση, καθώς μέχρι τότε η Τουρκία ήταν ένας από τους πιο αξιόπιστους συμμάχους και επιπλέον ελήφθη σε μία περίοδο που από την πλευρά των ΗΠΑ κυριαρχούσε το δόγμα, ότι “όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας”. Βέβαια η άρνηση της Τουρκίας να υποστηρίξει την εισβολή στο Ιράκ, δεν αποτελεί ρήξη των σχέσεων της με τις ΗΠΑ και δεν οδήγησε ούτε καν σε ψυχρότητα τις σχέσεις των δύο χωρών. Αξίζει να θυμηθούμε ότι οι ΗΠΑ πίεζαν για να γίνει η Τουρκία μέλος της ΕΕ την περίοδο αμέσως μετά την εισβολή. Την εισβολή είχαν επίσης αρνηθεί να στηρίξουν και ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία). Η στάση όμως της Τουρκίας την απομάκρυνε από τη θέση του σταθερού – μέχρι τότε – στηρίγματος της αμερικάνικης πολιτικής στην περιοχή. Επιπλέον, για την ίδια την Τουρκία, οι εξελίξεις που πυροδότησε η εισβολή στο Ιράκ, επέβαλλαν τον σχεδιασμό μιας εξωτερικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του πιο σοβαρού, για την Τουρκία, κινδύνου: της αυτονόμησης του ιρακινού Κουρδιστάν. Η επιδίωξη βελτίωσης των σχέσεων με τη Συρία και με το Ιράν (χώρες με πολυπληθείς κουρδικές μειονότητες), ως ένα βαθμό ήταν το αποτέλεσμα των προβλημάτων που δημιουργούσε η αμερικάνικη εισβολή.

Το δεύτερο σημαντικό γεγονός ήταν η απομάκρυνση της προοπτικής ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2000. Η ΕΕ αποφάσισε το 2004 να μην θέσει σαφές χρονοδιάγραμμα ένταξης της Τουρκίας, αλλά να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με όρους και προϋποθέσεις, με αβέβαιο χρονικό ορίζοντα. Οι λόγοι της άρνησης ήταν οικονομικοί και πολιτικοί. Η ΕΕ δεν ήθελε να διαχειριστεί τα ελλείμματα της Τουρκικής οικονομίας, αλλά επίσης δεν ήθελε να διαχειριστεί ως εσωτερικά της τα προβλήματα της Τουρκίας στο Κουρδικό και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Επίσης, δεν πρέπει να υποτιμάμε και τον εγγενή αντιμουσουλμανικό ρατσισμό των κρατών της ΕΕ. Ο φόβος του “κινδύνου” να αυξηθεί ο πληθυσμός της ΕΕ με 70 εκατομμύρια μουσουλμάνους, μέτρησε οπωσδήποτε στη λήψη των τελικών αποφάσεων. Η Τουρκία, η οποία για μια περίπου δεκαετία είχε επενδύσει οικονομικά και πολιτικά στην προοπτική της ένταξής της στην ΕΕ βρέθηκε αναγκασμένη να επαναξιολογήσει τους προσανατολισμούς της εξωτερικής της πολιτικής και των οικονομικών της σχέσεων. Η ενδυνάμωση των σχέσεων με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας, αποτέλεσαν από μια ορισμένη άποψη μια αναγκαστική επαναπροσαρμογή της τουρκικής πολιτικής, ταυτόχρονα όμως και μια πολύ σημαντική ευκαιρία.

Γιατί οι αλλαγές που συντελέστηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες στην Μέση Ανατολή και στην Κεντρική Ασία, παρείχαν ευκαιρίες για την αναβάθμιση των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων της Τουρκίας με τις χώρες αυτών των περιοχών. Στην Κεντρική Ασία αναδείχτηκαν μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ νέες χώρες, ο πληθυσμός των οποίων είναι μουσουλμανικός και σε αρκετές και τουρκόφωνος. Κάποιες από αυτές τις χώρες μετά την σταθεροποίησή τους απέκτησαν σχέσεις με την Τουρκία, στην προσπάθειά τους να συνδεθούν με τον δυτικό κόσμο. Από την πλευρά της η Τουρκία είδε στις σχέσεις με αυτές τις χώρες, όχι μόνο μία δυνατότητα οικονομικής διείσδυσης και ενίσχυσης της πολιτικής της επιρροής, αλλά και τη δυνατότητα να παίξει ένα σημαντικό ρόλο ως χώρα διέλευσης των ενεργειακών αγωγών προς την Ευρώπη.

Αλλά ήταν η βελτίωση των σχέσεών της με τις αραβικές και μουσουλμανικές χώρες της Μέσης Ανατολής, αυτό που πραγματικά αποτέλεσε την ουσιαστική αλλαγή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Με τις περισσότερες από αυτές τις χώρες η Τουρκία δεν είχε τις προηγούμενες δεκαετίες ιδιαιτέρως καλές σχέσεις, ως αποτέλεσμα της φιλοϊσραηλινής πολιτικής που ακολουθούσε, αλλά και των περιφερειακών ανταγωνισμών στους οποίους εμπλεκόταν. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Τουρκία ακολουθώντας μια πολιτική “χαμηλών εντάσεων” (όπως περιγράφεται από την τουρκική κυβέρνηση) επιδίωξε να εξομαλύνει τις υπάρχουσες διαφορές (για παράδειγμα με τη Συρία), να επισυνάψει οικονομικές συμφωνίες και να αναλάβει το ρόλο μεσολαβητή για τις διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των κρατών της Μέσης Ανατολής (κάποια περίοδο μάλιστα επιχείρησε να φέρει σε τραπέζι διαπραγματεύσεων τη Συρία με το Ισραήλ για τα Υψίπεδα του Γκολάν). Επιπλέον, επιχείρησε να μεσολαβήσει “κατευναστικά” στην αντιπαράθεση κρατών της Μέσης Ανατολής με τη δύση. Η πιο χαρακτηριστική και σοβαρή περίπτωση είναι οι προσπάθειες της Τουρκίας να μεσολαβήσει στη σύγκρουση του Ιράν με τις ΗΠΑ για το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Σε μια περίοδο όμως όπου η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν δεν άφηνε περιθώρια για ειρηνευτικές διαμεσολαβήσεις (όταν οι ΗΠΑ εξέταζαν ακόμα και το ενδεχόμενο πολεμικής επίθεσης στο Ιράν), αυτές οι πρωτοβουλίες της Τουρκίας λειτουργούσαν αντικειμενικά υπέρ του Ιράν, αποδυναμώνοντας μια συμμαχία αδιάλλακτων που προσπαθούσε να δημιουργήσει η Αμερική (η Τουρκία έφτασε στο σημείο να προτείνει να γίνεται ο απεμπλουτισμός του ουρανίου σε τουρκικό έδαφος). Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες, χωρίς να την φέρνουν σε ουσιαστική ρήξη με τις ΗΠΑ, δεν ευθυγραμμίζονταν εντούτοις με την αμερικανική πολιτική στην περιοχή.

Η πιο σοβαρή όμως πρωτοβουλία της Τουρκίας για τη Μέση Ανατολή ήταν η στάση που κράτησε στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση. Η Τουρκία από σύμμαχος του Ισραήλ μετατράπηκε σε “υπερασπιστή” των παλαιστινιακών δικαιωμάτων. Η στάση της αυτή συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την επιδίωξή της να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις αραβικές χώρες, για τις οποίες το παλαιστινιακό αποτελεί ένα σημείο αντιπαράθεσης με το Ισραήλ. H Τουρκία δεν θα μπορούσε να αναβαθμίσει το ρόλο της στη Μέση Ανατολή, χωρίς να τοποθετηθεί στο πιο σοβαρό πρόβλημα της περιοχής και χωρίς να αμφισβητήσει το δικαίωμα της άλλης τοπικής δύναμης, του Ισραήλ, να λύσει όπως αυτό θέλει το παλαιστινιακό. Από αυτή την άποψη, η σύγκρουσή της με το Ισραήλ ήταν αναπόφευκτη.

Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας χωρίς να έρχεται σε σύγκρουση με την πολιτική των ΗΠΑ και της ΕΕ, δεν ευθυγραμμίζεται μαζί της. Θα λέγαμε ότι η Τουρκία επιδιώκει να επαναδιαπραγματευτεί τη θέση της στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα και να αναδειχτεί σε μια περιφερειακή δύναμη, από την οποία θα εξαρτηθούν οι σχέσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ με την Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Να αποδεικνύει συνεχώς, ότι οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί, για να είναι βιώσιμοι, θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τα συμφέροντα της Τουρκίας. Γι’ αυτό και σε μία σειρά από κρίσιμα ζητήματα στηρίζει απόλυτα την πολιτική της δύσης. Εγκατέστησε την ΝΑΤΟϊκή αντιπυραυλική ασπίδα στα σύνορά της με το Ιράν, υποστήριξε την εισβολή σαουδαραυικών στρατευμάτων στο Μπαχρέιν, για να καταστείλουν την εξέγερση (και οι δύο ενέργειες οδήγησαν σε ένταση τις σχέσεις της με το Ιράν) και σήμερα εμφανίζεται έτοιμη να προωθήσει μαζί με τις ΗΠΑ ένα σχέδιο “επόμενης μέρας” για τη Συρία, μετά την ενδεχόμενη ανατροπή του Άσαντ.

Υπό το πρίσμα όλων αυτών των εξελίξεων θα πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε και το ρόλο και τη φύση του πολιτικού ισλάμ στην Τουρκία, ως έναν επιπλέον παράγοντα στη διαμόρφωση της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής. Το μοντέλο ισλαμιστικής διακυβέρνησης της Τουρκίας (επιτυχημένο όσον αφορά στην κοινωνική σταθερότητα, στην αποδοχή από τη δύση και στον συνδυασμό θρησκευτικών και κοσμικών μορφών διακυβέρνησης), φαίνεται αυτή τη στιγμή ότι μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες μουσουλμανικές χώρες, κυρίως σε αυτές στις οποίες υπάρχουν ισχυρές ισλαμιστικές οργανώσεις. Όμως η προοπτική να ανατραπούν τα απολυταρχικά και φιλοαμερικανικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής και να τα διαδεχτούν οι ισλαμιστές, δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτή από τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το Ισραήλ.

Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια εξαρτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις γενικότερες επιδιώξεις του τουρκικού καπιταλισμού και τον επαναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής του, προς την κατεύθυνση της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, πράγμα το οποίο αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Ταυτόχρονα όμως η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα επέτρεπε στην Τουρκία να ασχοληθεί πιο δυναμικά με την διεύρυνση της πολιτικής και οικονομικής της επιρροής στην Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Για μια περίοδο φάνηκε ότι οι δύο χώρες θα μπορούσαν να επιλύσουν το πιο σοβαρό πρόβλημα που υπάρχει μεταξύ τους, το Κυπριακό, με ένα πλαίσιο που διαμόρφωσε ο ΟΗΕ με τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ και της ΕΕ (το σχέδιο Ανάν). Η αποτυχία “επίλυσης” του Κυπριακού και η απομάκρυνση, ταυτόχρονα, της προοπτικής ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ (με την συνεπακόλουθη χαλάρωση προς την Τουρκία των πιέσεων επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών) οδήγησαν στην διαιώνιση των διαφορών και εντάσεων και στο Αιγαίο.

 

Ο ρόλος του Ισραήλ σήμερα

Το Ισραήλ αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μία δύσκολη θέση όσον αφορά στις σχέσεις του με τις γειτονιές του χώρες. Για να καταλάβουμε τη σοβαρότητα της διαμάχης Ισραήλ – Τουρκίας, θα πρέπει να θυμόμαστε, ότι ολόκληρη την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου – κατά την οποία έγιναν αρκετοί πόλεμοι στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, με το Ισραήλ να πρωταγωνιστεί σε τέσσερις από αυτούς – η Τουρκία ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς συμμάχους του και βασικό στήριγμα για την προώθηση της πολιτικής των ΗΠΑ.

Ίσως όμως πολύ πιο σημαντικό πρόβλημα για το Ισραήλ δημιούργησαν οι αραβικές εξεγέρσεις. Η πιο σοβαρή συνέπεια αυτών των εξεγέρσεων για το Ισραήλ ήταν ο κίνδυνος της απώλειας της Αιγύπτου, ως ενός σταθερού του συμμάχου τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στην Αίγυπτο, όπου ακόμα δεν έχει κατακαθίσει η επαναστατική διαδικασία και δεν έχουν προδιαγραφεί με σαφήνεια οι προσανατολισμοί της εξωτερικής πολιτικής που θα ακολουθήσουν οι μετά-Μουμπάρακ κυβερνήσεις, ο λαϊκός παράγοντας ο οποίος έχει αναδειχτεί από τις επαναστατικές διαδικασίες και εξακολουθεί ακόμα να θέτει ενεργές πιέσεις στο στρατιωτικό – πολιτικό κατεστημένο, είναι σαφώς εχθρικός απέναντι στην συνεργασία με το Ισραήλ (την εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η Αίγυπτος από την εποχή του Σαντάτ). Ο κίνδυνος να επιβληθεί από τις λαϊκές μάζες μία αντιιμπεριαλιστική πολιτική ενεργούς υπεράσπισης των Παλαιστινίων, είναι υπαρκτός. Ήδη η σημερινή Αίγυπτος δεν είναι πια το ισχυρό στήριγμα της πολιτικής των ΗΠΑ στην περιοχή και ο σταθερός σύμμαχος του Ισραήλ. Το ενδεχόμενο να επιστρέψει σε μια εξωτερική πολιτική της εποχής του Μουμπάρακ, προϋποθέτει την υποχώρηση ή την συντριβή της επαναστατικής διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Όμως επίσης η Αίγυπτος -η μεγαλύτερη αραβική χώρα- είναι το κέντρο των πολιτικών εξελίξεων σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Η αιγυπτιακή επανάσταση είναι η καρδιά των αραβικών εξεγέρσεων, ένα επιτυχημένο παράδειγμα ανατροπής της αυταρχικής φιλοαμερικανικής κυβέρνησης, το οποίο οι λαοί της Μέσης Ανατολής θα επιχειρήσουν να μεταφέρουν στις χώρες τους. Ο κίνδυνος να καταρρεύσουν τα αυταρχικά καθεστώτα των μεγάλων αραβικών χωρών δεν είναι πια, μετά την αιγυπτιακή επανάσταση, υποθετικός. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως το Ισραήλ θα βρεθεί “περικυκλωμένο” από χώρες με προοδευτικές κυβερνήσεις, οι οποίες, πιεσμένες και από τον λαϊκό παράγοντα, θα επιχειρήσουν να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα ή ίσως ακόμα και να έρθουν σε ρήξη με τον ιμπεριαλισμό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πολιτικό ρόλο που παίζει το Ισραήλ στην περιοχή, στα πλαίσια της παγκόσμια ιμπεριαλιστικής αλυσίδας: να εμποδίζει με την στρατιωτική του ισχύ κάθε προσπάθεια ουσιαστικού εκδημοκρατισμού των αραβικών χωρών.

Οι αραβικές εξεγέρσεις, ως παράγοντας αποσταθεροποίησης της θέσης του Ισραήλ στην περιοχή, επιβαρύνουν την ήδη προβληματική για το Ισραήλ εξέλιξη που είχαν οι αεροπορικές επιθέσεις και η προσπάθεια εισβολής στο Λίβανο το 2006. Το Ισραήλ δεν έχει ξεπεράσει ακόμα τις αρνητικές εντυπώσεις που προκάλεσε η αποτυχία του να διαλύσει τη Χεσμπολλάχ και να επιβάλει μια φιλοδυτική κυβέρνηση. Αντίθετα, ο πόλεμος αυτός που στον αραβικό κόσμο ερμηνεύτηκε ως νίκη της Χεσμπολλάχ και ήττα του Ισραήλ, ανέδειξε τη σιιτική ισλαμιστική οργάνωση σε εθνική δύναμη αντίστασης, την έφερε στην κυβέρνηση και την κατέστησε καθοριστικό παράγοντα για την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική του Λιβάνου.

Το γεγονός ότι το Ισραήλ δεν κατάφερε να επιλύσει (έστω και με βάση τα δικά του συμφέροντα) τα προβλήματα που προκύπτουν από την κατοχή της Παλαιστίνης, αποτελεί έναν επιπλέον κρίσιμο παράγοντα για την όξυνση των σχέσεών του με τις αραβικές χώρες. Τη δεκαετία του 2000 κατάφερε να καταστείλει την δεύτερη Ιντιφάντα, να διασπάσει την ηγεσία των Παλαιστινίων και ουσιαστικά να οδηγήσει στη δημιουργία δύο αντίπαλων παλαιστινιακών περιοχών: από τη μια τη Δυτική Όχθη με τον Μαχμούντ Αμπάς, ο οποίος ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τους πολιτικούς σχεδιασμούς της Αιγύπτου του Μουμπάρακ για την Παλαιστίνη• και από την άλλη τη Γάζα (υπό τον έλεγχο της Χαμάς), την οποία αν και έθεσε σε πλήρη αποκλεισμό (και πάλι σε συνεργασία με την Αίγυπτο του Μουμπάρακ) δεν κατάφερε εντούτοις να καταστείλει τις ενέργειες αντίστασης στη περιοχή, που συνεχώς δημιουργούσαν πολιτικές εντάσεις με τις υπόλοιπες αραβικές χώρες και κυρίως απειλούσαν να πυροδοτήσουν μια νέα Ιντιφάντα. Επιπλέον, οι πολλές εκατοντάδες νεκρών αμάχων, ως αποτέλεσμα των σφοδρών βομβαρδισμών και των επιχειρήσεων του ισραηλινού στρατού (κυρίως του 2008-9), συνέβαλαν στην δημιουργία (για πρώτη ίσως φορά) μιας εξαιρετικά αρνητικής εικόνας για το Ισραήλ σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή τη στιγμή, το Παλαιστινιακό ενδεχομένως εισέρχεται σε μία νέα φάση, μετά την επανάσταση στην Αίγυπτο. Ο αποκλεισμός της Γάζας έχει σχεδόν αρθεί από την πλευρά της Αιγύπτου και υπό την αιγίδα (και την πίεση) της Αιγύπτου γίνονται προσπάθειες να έρθουν σε μια συμφωνία οι δύο παλαιστινιακές ηγεσίες (της Γάζας και της Δυτικής Όχθης).

Όλα αυτά τα προβλήματα ανακύπτουν σε μία περίοδο κατά την οποία οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζει ο ισραηλινός καπιταλισμός στο εσωτερικό του Ισραήλ, δημιουργούν δυσαρέσκειες στις λαϊκές μάζες, έκφραση των οποίων ήταν οι καταλήψεις πλατειών και οι ογκώδεις διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων σε όλες τις ισραηλινές πόλεις, συγκρούσεις με την αστυνομία κτλ. Μέσα σ’ αυτό το κίνημα υπάρχουν σχεδόν όλες οι πολιτικές συνιστώσες του Ισραήλ: υπάρχει η σιωνιστική άκρα δεξιά (η οποία ζητάει επέκταση των εποικισμών), αλλά υπάρχουν και μεγάλα κομμάτια αριστεράς, ακόμα και άκρας αριστεράς. Αξίζει να σημειωθεί, ότι στις διαδηλώσεις αυτές φωνάχτηκαν από πολλές χιλιάδες κόσμου, συνθήματα όπως: “Μουμπάρακ-Άσαντ-Νετανιάχου” και “Οι Εβραίοι και οι Άραβες αρνούνται να είναι εχθροί”. Είναι σημαντικό επίσης το γεγονός ότι οι διαδηλώσεις δεν σταμάτησαν όταν το Ισραήλ χτύπησε τη Γάζα προκαλώντας αντεπίθεση της Χαμάς. Δεν είναι απίθανο, η ισραηλινή άρχουσα τάξη να επιχειρήσει να στρέψει την αγανάκτηση των λαϊκών μαζών στον εθνικισμό και την επιθετικότητα προς τις γειτονικές χώρες.

Φυσικά το Ισραήλ παραμένει η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή (στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής μόνο δύο χώρες έχουν πυρηνικά. Το Ισραήλ και το Πακιστάν). Παραμένει επίσης ο ισχυρός τοποτηρητής των ιμπεριαλστικών συμφερόντων, ένας ρόλος ο οποίος ενισχύεται μετά την πτώση του Μουμπάρακ και τον κίνδυνο κατάρρευσης και άλλων φιλοδυτικών καθεστώτων. Η απομόνωσή του από τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, του επιβάλλει να επιδιώξει τη συγκρότηση ενός νέου πλέγματος τοπικών συμμαχιών. Και εδώ “εμφανίζεται” η Νότια Κύπρος και (κυρίως) η Ελλάδα. Δεν πρόκειται μόνο για οικονομικές συνεργασίες (οι οποίες ούτως ή άλλως είναι ιδιαιτέρως σημαντικές) αλλά και για την προσπάθεια να οικοδομηθεί μία πολιτικο-στρατιωτική συμμαχία που εν μέρει θα καλύψει τα κενά που δημιουργήθηκαν από την ένταση των σχέσεων με την Τουρκία και την αστάθεια που προκάλεσαν οι αραβικές εγέρσεις. Αυτές οι συνεργασίες/συμμαχίες δημιουργούν ένα επιπλέον ισχυρό δεσμό του Ισραήλ με την ΕΕ και κατά κάποιον τρόπο συνδέουν, ακόμα και με τη δημιουργία κοινών θαλάσσιων συνόρων, το Ισραήλ με την Ευρώπη.

 

Ελλάδα και Νότια Κύπρος

Η συνεργασία με το Ισραήλ πρόσφερε στην Νότια Κύπρο τη δυνατότητα να προχωρήσει στην εκμετάλλευση μιας αμφισβητούμενης θαλάσσιας περιοχής, χωρίς να χρειάζεται τη συμφωνία των γύρω χωρών. Και κυρίως χωρίς τον φόβο ότι θα μπορούσε η Τουρκία να δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα, επικαλούμενη τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Το Ισραήλ αποτελεί μία στρατιωτική υπερδύναμη της περιοχής, η οποία μπορεί να εγγυηθεί την “ακίνδυνη” άντληση του φυσικού αερίου στα κοιτάσματα εντός των ΑΟΖ που οριοθέτησε μαζί με την Κύπρο. Το πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο του Ισραήλ το δήλωσε αρκετές φορές το τελευταίο διάστημα: διαθέτουν την πολεμική ισχύ για υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, ενάντια στις γύρω χώρες, ακόμα και με τη χρήση βίας. Η συνεργασία με το Ισραήλ, αποτελεί ταυτόχρονα μια εγγύηση, ότι και οι ΗΠΑ τελικά θα υποστηρίξουν τις κυπριακές επιδιώξεις, ενάντια στην Τουρκία. Η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει ότι έτσι θα αλλάξει υπέρ της τις ισορροπίες που διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια στις σχέσεις της με την Τουρκία.

Προφανώς η ελληνική πλευρά προσδοκά από αυτή τη σχέση σημαντικά υλικά οφέλη. Εκτός από την μελλοντική δυνατότητα εκμετάλλευσης των υπαρκτών ή πιθανόν ενεργειακών κοιτασμάτων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η προοπτική να αποτελέσει η Ελλάδα έναν ενδιάμεσο κόμβο μεταφοράς ενέργειας προς την Ευρώπη, αποτελεί μια σοβαρή αναβάθμιση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού. Στην περίοδο οικονομικής κρίσης και χρεωκοπίας που διανύουμε, ο ελληνικός καπιταλισμός έχει πολύ μεγάλη ανάγκη από επιλογές που θα αναβαθμίσουν τη θέση του στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα και η συνεργασία – συμμαχία με το Ισραήλ αποτελεί μια τέτοια επιλογή.

Το σοβαρότερο όμως στοιχείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι ενδεχομένως η επιδίωξή της να βγάλει την Τουρκία από το “παιγνίδι” του ανταγωνισμού στην Μεσόγειο, με τη βοήθεια του Ισραήλ. Η συνεργασία με το Ισραήλ αποτελεί κυρίως μια προσπάθεια της Ελλάδας να καλύψει το κενό συμμαχιών και ισχυρών στηριγμάτων του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση της Αιγύπτου και τον επαναστατικό αναβρασμό του αραβικού κόσμου. Όπως αναφέραμε, η Τουρκία δεν μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο (δεν μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο με τους κανόνες που θέτει το Ισραήλ και στην έκταση και με τον τρόπο που θα ήθελαν οι ΗΠΑ) και η Ελλάδα έρχεται να αναλάβει να το κάνει. Για να το πούμε ωμά: η Ελλάδα έρχεται να εγγυηθεί ότι μαζί με το Ισραήλ μπορούν να αποτελέσουν έναν άξονα ιμπεριαλιστικής σταθερότητας απέναντι στις αραβικές εξεγέρσεις, να τις ελέγξουν, να τις περιορίσουν, να εμποδίσουν να εκδηλωθούν ή ακόμα και να τις καταστείλουν. Ο ανταγωνισμός λοιπόν με την Τουρκία έχει και ένα άλλο διακύβευμα, ενδεχομένως πολύ πιο σημαντικό από τον ανταγωνισμό για τα ενεργειακά αποθέματα: ποια από τις δύο χώρες θα αναδειχτεί την επόμενη περίοδο σε περιφερειακή δύναμη στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και στη Μέση Ανατολή. Μια περιφερειακή δύναμη, η οποία θα μπορεί να αστυνομεύει στην περιοχή και να προωθεί τα συμφέροντα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Το γεγονός ότι καμιά χώρα δεν μπορεί να αναλάβει αυτό το καθήκον χωρίς να έρθει σε συμμαχία με το Ισραήλ, δίνει ένα προβάδισμα στον ελληνικό καπιταλισμό, ο οποίος εμφανίζεται ικανός να “παίζει σε μεγάλο παιγνίδι” παρά την κακή οικονομική του κατάσταση, ή ίσως εξαιτίας της.

Η αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας λοιπόν αυτή τη στιγμή, έχει μεταφερθεί από το γεωγραφικό και πολιτικό χώρο του Αιγαίου, στον εκρηκτικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και αρχίζει να περιπλέκεται με τις οξείες πολιτικές εντάσεις αυτής της περιοχής (εντάσεις που αρκετά συχνά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν παράξει πολέμους). Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, ανεξάρτητα από τις κλιμακώσεις και αποκλιμακώσεις που θα γνωρίσουν το επόμενο διάστημα, μοιραία θα επικαθοριστούν από τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, από τη στιγμή που και η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν αποφασίσει ότι θα ανταγωνιστούν για την αύξηση της επιρροής τους σε αυτόν τον χώρο.

Η Νότια Κύπρος έχει εμπλακεί σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό από θέσει ισχύος απέναντι στους Τουρκοκύπριους. Οι κινήσεις της είναι εντός των πλαισίων της “διεθνούς νομιμότητας”, δηλαδή όχι μόνο έχει εξασφαλίσει συνεργασία με το Ισραήλ, τον ισχυρό χωροφύλακα της “διεθνούς νομιμότητας” στην περιοχή, αλλά και την υποστήριξη των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών. Έχει λοιπόν την άνεση να χρησιμοποιήσει τα οφέλη αυτών των συνεργασιών και τα προσδοκώμενα οφέλη από την άντληση των ενεργειακών κοιτασμάτων για να εκβιάσει τους Τουρκοκύπριους, ότι εάν δεν αποδεχτούν μια λύση με βάση τα συμφέροντα της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης, τότε κινδυνεύουν να μην απολαύσουν τίποτα από αυτά τα κέρδη και να παραμείνουν σε μια συνεχή κατάσταση οικονομικής και πολιτικής απομόνωσης από τον υπόλοιπο κόσμο, εξαρτημένοι όλο και περισσότερο από την Τουρκία.

 

Η θέση της Αριστεράς

Οι συγκρούσεις για τα ενεργειακά κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου δεν επιφυλάσσουν κανένα κέρδος για τους εργάτες της Τουρκίας, της Ελλάδας, των δύο Κυπριακών κρατών και του Ισραήλ. Οι εργάτες της Ελλάδας δεν θα βελτιώσουν το βιωτικό τους επίπεδο αν αμερικανικές ή ελληνικές εταιρίες ενέργειας εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα της Μεσογείου, αντίθετα θα είναι οι εργάτες και τα παιδιά τους αυτοί που θα πληρώσουν το οικονομικό κόστος των πολεμικών ανταγωνισμών και ίσως ακόμα χειρότερα, το κόστος του αίματος. Η βελτίωση της ζωής των εργατών στην Ελλάδα δεν εξαρτάται από την ικανότητά τους να πολεμήσουν εναντίον των εργατών των άλλων χωρών, αλλά από την ικανότητά τους να πολεμήσουν εναντίον των Ελλήνων καπιταλιστών.

Γι’ αυτό και αριστερά στην Ελλάδα θα πρέπει να διατυπώσει με σαφήνεια την αντίθεσή της στις φιλοδοξίες της ελληνικής άρχουσας τάξης να εκμεταλλευτεί οικονομικά και να ελέγξει ένα μεγάλο τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου, επικαλούμενη τους διεθνής ιμπεριαλιστικούς κανόνες (ασχέτως εάν οι αξιώσεις της συνάδουν με το διεθνές δίκαιο ή το παραβιάζουν). Τα “κυριαρχικά δικαιώματα” που επικαλούνται οι δύο χώρες, δεν είναι τίποτε άλλο από τα ταξικά συμφέροντα των δύο αρχουσών τάξεων, για την υπεράσπιση των οποίων οι εργάτες στην Ελλάδα και την Τουρκία καλούνται να επωμιστούν το οικονομικό βάρος των πολεμικών ανταγωνισμών, την κυριαρχία του μιλιταρισμού σε βάρος των δημοκρατικών δικαιώματα και τον κίνδυνο των πολεμικών συγκρούσεων. Η αριστερά στην Ελλάδα και τη Νότια Κύπρο δεν θα πρέπει να αναγνωρίσει το “δικαίωμα” των Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων καπιταλιστών να κυριαρχήσουν στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο (το “δικαίωμα” στις ΑΟΖ, η επέκταση των χωρικών υδάτων, η υφαλοκρηπίδα κτλ). Το αντίστοιχο καθήκον των Τούρκων και των Τουρκοκυπρίων αγωνιστών είναι να αρνηθούν αυτό το “δικαίωμα” στις δικές τους άρχουσες τάξεις.

Η απόρριψη των συμμαχιών του ελληνικού καπιταλισμού με τον Ισραήλ, δεν μπορεί να γίνεται στο όνομα της υπεράσπισης των αστικών συμφερόντων (εξάλλου οι καπιταλιστές έχουν την ικανότητα να επιλέγουν συμμάχους για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους). Η αριστερά θα πρέπει να καταδείξει και να καταδικάσει τις φιλοδοξίες των Ελλήνων καπιταλιστών που κρύβονται πίσω από αυτές τις συμμαχίες και το στόχο στον οποίο αποσκοπούν. Ο στόχος τους είναι να αποτελέσουν, μαζί με το Ισραήλ, τους τοποτηρητές των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, ένα ισχυρό ανάχωμα ενάντια στο κύμα των αραβικών εξεγέρσεων και στους αγώνες των λαών της Μέσης Ανατολής για τον εκδημοκρατισμό των χωρών τους.

Θα πρέπει τέλος, η αριστερά στην Ελλάδα να βρίσκεται σε εγρήγορση για να αποτρέψει κάθε πιθανή προσπάθεια της αστικής τάξης να δημιουργήσει ένα κλίμα εθνικισμού, με το οποίο θα επιχειρήσει, την αγανάκτηση και την οργή ενάντια στην πολιτική της, να τις στρέψει προς την κατεύθυνση του “εξωτερικού εχθρού” και σε ελπίδες ότι αν η Ελλάδα εκμεταλλευτεί πιθανά ενεργειακά κοιτάσματα στις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, τότε θα “βγούμε” από την κρίση και όλοι μαζί, εργάτες και καπιταλιστές θα ζήσουμε καλύτερες μέρες. Εάν η αστική τάξη καταφέρει να δημιουργήσει ένα τέτοιο κλίμα μέσα στην ελληνική κοινωνία, αυτό θα είναι ο τάφος κάθε προοπτικής αντίστασης στην καπιταλιστική επίθεση που βιώνουμε σήμερα και η απόλυτη κυριαρχία της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.

Κώστας Κ

Άρθρο στο περιοδικό Σπάρτακος, Οκτώβριος – Νοέμβριος 2011

Share

Tags:

Category: Εσωτερικά



Σχόλια (4)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η Πέτρος λέει:

    Απ’ ό,τι φαίνεται λοιπόν η μετάδοση της ας το πούμε αφύπνισης της ελληνικής εργατικής τάξης στην τουρκική είναι κομβικής σημασίας για την επιβίωση μιας ενδεχόμενης ελληνικής εξέγερσης. Αν η ελληνική αστική τάξη κάτω από την προέλαση μιας εργατικής εξέγερσης αποδειχθεί de facto ανίκανη να παίξει το ρόλο του χωροφύλακα δεν βλέπω γιατί η τουρκική αστική τάξη δεν θα έσπευδε να πληρώσει το κενό, να τον αναλάβει εξ ολοκλήρου. Τότε μια πολεμική σύρραξη με το ελληνικό κράτος, όχι απαραίτητα ολοκληρωτικά επιτυχής από στρατιωτική άποψη, θα απαντούσε στο πρόβλημα της εργατικής εξέγερσης στην Ελλάδα από την άποψη του «συλλογικού ιμπεριαλιστή», ενώ ταυτόχρονα θα εξοβέλιζε την ελληνική αστική τάξη από το παιγνίδι. Μια τέτοια τροπή των πραγμάτων μόνο μια συγκροτημένη τουρκική εργατική τάξη θα μπορούσε να αποτρέψει. Όσο όμως η ελληνική αριστερά φέρει εθνικιστικά βαρίδια (ιδίως τουρκοφαγικής χροιάς) φαίνεται εξαιρετικά απίθανο, από πολιτική άποψη, να συνάψει τέτοιες πολιτικές συμμαχίες που προϋποθέτουν έναν διαυγή διεθνισμό.

  2. Ο/Η Καποιος λέει:

    Το αρθρο αναπτυσσει πολλες αληθειες. Ωστοσο δεν απανταει καθαρα σε ενα θεμελιωδες ερωτημα – τι να κανουμε με το πετρελαιο στην περιοχη μας, αν βεβαια αυτο υπαρχει; Γιατι ειναι γεγονος οτι αριστεροι-δεξιοι-κεντρωοι, ολοι ‘χρειαζομαστε’ ενεργεια στην καθημερινοτητα μας. Γραφουμε και διαβαζουμε αρθρα στο ιντερνετ με τους υπολογιστες μας, στο σπιτακι μας, που το κραταμε ζεστο με ρευμα η καυσιμα κλπ κλπ.. Μια γραμμη θα ηταν η ταχυτερη και πιο ‘επιθετικη’ αξιοποιηση εναλλακτικων πηγων ενεργειας, ειδικα της αιολικης, που στο αιγαιο υπαρχουν σε αφθονια. Φυσικα καλυτερα θα ηταν να γινει αυτο με οσο το δυνατον ‘δικαιοτερο’ τροπο και οχι με στυγνη εκμεταλλευση της υπεραξιας που θα δημιουργουσε καθε τετοια επενδυση. Ειλικρινα δεν μπορω προσωπικα να ορισω πως θα μπορουσε να γινει αυτο, θα υποστηριζα παντως οποιαδηποτε τετοια κινηση. Γενικως η ενεργεια ειναι τεραστιο ζητημα, και κακα τα ψεμματα, χρειαζεται – πρεπει να παμε ενα βημα πιο μπροστα απο απλους αφορισμους και αντιδραση και να προτεινουμε-προτεινετε καποιες εφικτες στρατηγικες. Δεν εχει νοημα απλως να ειμαστε αντιθετοι στην εκμεταλλευση των οποιων κοιτασματων, αυτο θα γινει μοιραια. Αλλωστε ο τροπος ζωης μας ειναι αρρικτα συνδεδεμενος με ιδιαιτερα εντονη καταναλωση ενεργειας. Καλυτερα να δειξουμε ενα δρομο ωστε τα -οποια- κοιτασματα υπαρχουν να αξιοποιηθουν με το βελτιστο τροπο.

  3. Ο/Η Kώστας Κ. λέει:

    Προς «Κάποιον»
    Τα ζητήματα που θίγεις στο σχόλιό σου, είναι αρκετά σοβαρά, αλλά δεν καταπιάνεται με αυτά το άρθρο. Ένα από τα προβλήματα που υπάρχοχυν σε σχέση με τα ενεργειακά κοιτάσματα στην Ανατολική Μεσόγειο είναι οπωσδήποτε το οικολογικό, αλλά αυτό αποτελεί από μόνο του ένα ολόκληρο θέμα. Από αυτή την άποψη, προτίμησα να μην το «πιάσω» καθόλου στο άρθρο μου και να επικεντρώσω στις σχέσεις και τους ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται μεταξύ των κρατών για των έλεγχο των κοιτασμάτων και γενικότερα το ρόλο τους στην περιοχή.

  4. Ο/Η markos λέει:

    Σωτά τοποθετείς τα ζητήματα. Για τους εργαζόμενους το ποιός θα εκμεταλλευτεί τα κοιτάσματα μικρή σημασία έχει.

Αφήστε μήνυμα