Αναλύοντας τον καπιταλισμό: Η κρίση της Αριστεράς
Παρουσιάζουμε στα ελληνικά ένα κείμενο του Leo Panitch, θεωρητικού και καθηγητή πολιτικής οικονομίας στο York University στο Toronto, εκδότη του περιοδικού Socialist Register. Το κείμενο είναι περίληψη μιας παρουσίασης το Νοέμβρη του 2010. Ο Panitch, διαπιστώνοντας την τραγική αδυναμία της αριστεράς να απαντήσει εν μέσω κρίσης, προσπαθεί με κεντρικό το αίτημα για την εθνικοποίηση των τραπεζών να αναδείξει την αναγκαιότητα σύνδεσης της τακτικής με την στρατηγική, των άμεσων αιτημάτων της αριστεράς με το μακροπρόθεσμο στόχο της, που δεν μπορεί να είναι άλλος παρά η εξουσία. Το κείμενο στα αγγλικά εδώ(http://www.globalresearch.ca/index.php?context=va&aid=26029)
του καθηγητή Leo Panitch
Μια συνηθισμένη αντίδραση της αριστεράς στην οικονομική κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2007-2008 ήταν συχνά ένας λαϊκισμός τύπου Michael Moore: Γιατί δίνετε πακέτα διάσωσης στις τράπεζες; Αφήστε τες να χρεοκοπήσουν. Τέτοιες αντιδράσεις ήταν, προφανώς, απολύτως ανεύθυνες, χωρίς καμία έγνοια για τις συνέπειες στις καταθέσεις των εργαζομένων, χώρια οι μισθοί που κατατίθενται στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, ή ακόμα ότι ήταν υπό διακύβευση η στέγη πάνω απ’ το κεφάλι τους. Από την άλλη, μια ακόμα συνηθέστερη αντίδραση αφορούσε την απόδοση όλων των ευθυνών στο κράτος:Η κρίση αυτή είναι το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η κυβέρνηση δεν έκανε το καθήκον της: οι κυβερνήσεις πρέπει να ρυθμίζουν το κεφάλαιο και δεν το έκαναν. Αλλά αυτή η αντίδραση ήταν στην πραγματικότητα θεμελιωδώς παραπλανητική. Οι ΗΠΑ έχουν μακράν το πιο ρυθμισμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα στον κόσμο αν το μετρήσεις με όρους νομοθετικών πράξεων στα βιβλία, σελίδων διοικητικών ρυθμίσεων, σε χρόνο και προσπάθεια και δυναμικό που απασχολείται στην επίβλεψη του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αλλά αυτό το σύστημα είναι οργανωμένο έτσι ώστε να διευκολύνει τη χρηματιστικοποίηση του καπιταλισμού, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά στην πραγματικότητα σε όλο τον κόσμο. Χωρίς αυτό η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού τις τελευταίες δεκαετίες δε θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί.
Ενδεικτικό της λυπηρής έλλειψης φιλοδοξίας της αριστεράς στην κρίση ήταν το γεγονός ότι οι φωνές για όρια στους μισθούς των διευθυντικών στελεχών της Wall Street και για φόρους στις συναλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ήταν πολύ πιο συχνές από αιτήματα για μετατροπή των τραπεζών σε δημόσιες υπηρεσίες. Ήταν, ανάμεσα σε όλους, ο συστημικός οικονομολόγος του LSE Willem Buiter (πρώην μέλος της επιτροπής νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας, προσλήφθηκε το 2009 από τη Citibank σαν ο επικεφαλής οικονομολόγος της) που στις 17 Σεπτεμβρίου του 2008, στο blog του στους Financial Times, λίγες μέρες μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, υποστήριξε το “μακροχρόνιο επιχείρημα πως δεν υπάρχει πραγματικός λόγος τα τραπεζικά ιδρύματα που δέχονται καταθέσεις να ανήκουν σε ιδιώτες, γιατί αυτά δεν μπορούν να υπάρξουν με ασφάλεια χωρίς εγγύηση καταθέσεων ή/και διασώσεις της τελευταίας στιγμής, που εν τέλει βαρύνουν το φορολογούμενο.” Και προχώρησε ακόμα πιο πέρα: “Το επιχείρημα ότι για την οικονομική διαμεσολάβηση δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τον ιδιωτικό τομέα μπορεί τώρα να επεκταθεί ώστε να συμπεριλάβει τις νέες, προσανατολισμένες στις συναλλαγές, βασισμένες στις κεφαλαιαγορές, δομές του χρηματιστικού καπιταλισμού… Από τη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας στην κοινωνικοποίηση της χρηματοδότησης. Ένα μικρό βήμα για τους δικηγόρους, ένα τεράστιο βήμα για την ανθρωπότητα.”
Η Πίστη στα χέρια του Κράτους;
Λοιπόν, αυτό ακούγεται, αν έχετε διαβάσει ποτέ το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, κάπως σαν το κάλεσμα που έκανε ο Marx στη λίστα του για τις δέκα μεταρρυθμίσεις- για τη συγκέντρωση της πίστης στα χέρια του κράτους- που απλά έρχεται να αποδείξει ότι σε μία κρίση δε χρειάζεται να είσαι μαρξιστής για να έχεις ριζοσπαστικές ιδέες αρκεί να διαθέτεις οποιουδήποτε είδους φιλοδοξία ή αυτοπεποίθηση. Οι περισσότεροι μαρξιστές δεν έχουν αυτή τη φιλοδοξία και την αυτοπεποίθηση σήμερα. Αλλά χρειάζεται να είσαι μαρξιστής για να αντιληφθείς ότι κάτι τέτοιο δε θα συμβεί μαζεύοντας κάποιους δικηγόρους σε ένα δωμάτιο να υπογράψουν μερικά έγγραφα. Αυτό που έβαλε μπροστά ο Buiter ήταν η τεχνοκρατική αντίληψη για το πώς συμβαίνουν οι μεταρρυθμίσεις. Αλλά η θεμελιώδης αλλαγή μπορεί μονάχα να πραγματοποιηθεί μέσα από μαζικούς ταξικούς αγώνες, που θα συμπεριλάμβαναν ένα τεράστιο μετασχηματισμό του ίδιου του κράτους.
Ακόμα και με όρους απαίτησης για καλύτερες ρυθμίσεις, χωρίς μια εργατική τάξη που κινητοποιείται για να ασκήσει πίεση, δεν μπορείς να περιμένεις από το κράτος να ακολουθήσει πολιτικές οδηγίες που προέρχονται από τεχνοκράτες, προοδευτικούς φιλελεύθερους ή σοσιαλδημοκράτες. Οπότε οφείλουμε να κάνουμε πολύ περισσότερα από το να χρησιμοποιούμε την ευκαιρία και να δίνουμε αριστερές τεχνοκρατικές συμβουλές σε μια μηχανή παραγωγής πολιτικής: οφείλουμε να προσπαθήσουμε να εκπαιδεύσουμε τους ανθρώπους πάνω στην πραγματική λειτουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου, γιατί δεν τους κάνει και γιατί χρειαζόμαστε ένα τραπεζικό σύστημα δημόσιο σαν μέρος ενός συστήματος δημοκρατικού οικονομικού σχεδιασμού, στο οποίο τι επενδύεται και πού επενδύεται και πώς, αποφασίζεται δημοκρατικά.
Το είδος των εθνικοποιήσεων τραπεζών που συνέβη στον απόηχο της πτώσης μετά την κατάρρευση της Lehman – με μπροστάρη τον Gordon Brown και την κυβέρνηση των Νέων Εργατικών στη Βρετανία, που γρήγορα ακολούθησε η Ρεπουμπλικανική κυβέρνηση Bush στις ΗΠΑ- στην πραγματικότητα περιλάμβανε την κοινωνικοποιήση των τραπεζικών ζημιών ενώ εγγυόταν ότι οι εθνικοποιημένες τράπεζες θα λειτουργούσαν σε εμπορική βάση, σε ασφαλή απόσταση από οποιοδήποτε κυβερνητικό έλεγχο ή οδηγία. Το μόνο που ζητούσαν ήταν οι εθνικοποιημένες τράπεζες να αναζητούσαν τη μεγιστοποίηση της απόδοσης της “επένδυσης” των φορολογούμενων. Όπως σοφά τέθηκε στη δημοσίευση του Socialist Register του 2010 “Η χαμένη ευκαιρία: μυστικοποίηση, πολιτικές των ελίτ, και οικονομικές μεταρρυθμίσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο” πραγματικά αυτό αναπαριστούσε “όχι την εθνικοποίηση των τραπεζών, αλλά την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου θησαυροφυλακίου σαν ένα νέο είδους διαχειριστή κεφαλαίων”
Ο πιο σημαντικός λόγος για να τεθούν οι τράπεζες στο δημόσιο τομέα και να μετατραπούν σε δημόσιες υπηρεσίες είναι πως με αυτόν τον τρόπο απομακρύνεται το θεμελιώδες ίδρυμα του πιο ισχυρού τομέα των καπιταλιστικών τάξεων σε αυτή τη φάση του καπιταλισμού. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για την εθνικοποίηση των τραπεζών με όρους αλλαγής της ισορροπίας στην ταξική πάλη με ένα θεμελιώδη τρόπο.
Η παραγωγή κοινωνικά χρήσιμων προϊόντων
Ένας δεύτερος λόγος από την πλευρά των σοσιαλιστών υπέρ της εθνικοποίησης των τραπεζών θα ήταν η αλλαγή των χρήσεων της χρηματοδότησης. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Στον Καναδά απ’ όπου κατάγομαι, η ραχοκοκκαλιά της οικονομίας του Νοτίου Οντάριο, εκτός των τραπεζών, είναι η αυτοκινητοβιομηχανία. Με τις απολύσεις που προέκυψαν και τα εργοστάσια που έκλεισαν (κάτι που συμβαίνει εδώ και τρεις δεκαετίες, αλλά αυξήθηκε απότομα κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης) δε χάνεται μόνο το πραγματικό κεφάλαιο αλλά και οι ικανότητες των παραγωγών/κατασκευαστών. Ένα τραπεζικό σύστημα που θα είχε μετατραπεί σε δημόσια υπηρεσία θα μπορούσε να αναμειχθεί κεντρικά με την αλλαγή του τρόπου που κινείται το χρήμα, ώστε αυτές οι ικανότητες να χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή αεροτουρμπινών, που με τη σειρά τους θα χρησιμοποιούνταν για την ανάπτυξη εκείνων των μηχανών ώστε να συλλέγουμε ηλιακή ενέργεια φτηνότερα και όχι ακριβότερα.
Δεν μπορούμε καν να μπούμε σε μια διαδικασία σοβαρής επίλυσης της οικολογικής κρίσης που συμπίπτει με την οικονομική κρίση χωρίς την επιστροφή της αριστεράς σε ένα φιλόδοξο σχέδιο οικονομικού σχεδιασμού. Είναι ασύλληπτο. Δεν μπορεί να γίνει. Έχουμε απομακρυνθεί από αυτή τη φιλοδοξία εδώ και μισό αιώνα εξαιτίας του κεντρικού σχεδιασμού σταλινικού τύπου, με όλα τα απαίσιες συνέπειές του- τις ανεπάρκειες του αλλά κυρίως τον αυταρχισμό του. Αλλά δεν μπορούμε να αποφεύγουμε πλέον την αναγκαιότητα σχεδιασμού. Η κατανομή της πίστης είναι στον πυρήνα του οικονομικού σχεδιασμού για την αλλαγή της βιομηχανίας. Όταν εμείς οι αριστεροί απαιτούμε ελέγχο στην κίνηση κεφαλαίων δεν πρέπει να περιοριζόμαστε στον έλεγχο των ροών κεφαλαίου από τη μία χώρα στην άλλη. Χρειαζόμαστε τον έλεγχο κεφαλαίων επειδή χωρίς αυτόν δεν μπορούμε να ασκήσουμε δημοκρατικό έλεγχο στις επενδύσεις. Δεν είναι μόνο οι διασυνοριακή κυκλοφορία που έχει σημασία: αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για τους σοσιαλιστές είναι ο έλεγχος επί των κεφαλαίων ως προς τα πού κατευθύνονται, με δημοκρατικό τρόπο, τι επενδύεται, πού και πώς.
Συχνά υποστηρίζεται ότι οι σοσιαλιστές τα τελευταία 20 με 30 χρόνια δεν έχουν να παρουσιάσουν ένα προγραμματικό όραμα. Δε νομίζω ότι είναι αλήθεια. Όπως απέδειξε το τεύχος του Socially Register το 2000 “Necessary and Unnecessary Utopias”, υπάρχουν πιο πολλά κείμενα τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα από ποτέ, που καταπιάνονται με το πώς θα είναι ο σοσιαλισμός του μέλλοντος. Αλλά οι λεπτομερείς εικόνες μιας σοσιαλιστικής τάξης που παρουσίαζαν – είτε αφορούσαν ένα συνδυασμό αγοράς και σχεδιασμού, είτε συνεταιριστικό οικονομικό σχεδιασμό- ήταν τελείως αφηρημένες σε δύο πολύ κρίσιμα ζητήματα. Το ένα είναι τα άμεσα αιτήματα και μεταρρυθμίσεις. Το άλλο είναι πώς στο διάολο φτάνουμε ως εκεί. Ποια είναι τα οχήματα; Ποιοι θα είναι οι νέοι θεσμοί; Πώς τα οχήματα συνδέονται με την οικοδόμηση των θεσμών;
Είναι σίγουρα αληθές ότι , ανεξαρτήτως των οχημάτων και των θεσμών, ποτέ κανείς δε θα καταφέρει να κινητοποιήσει τις μάζες απλώς στη βάση της αναγκαιότητας της εθνικοποίησης των τραπεζών για να επιτευχθεί ο σχεδιασμός της οικονομίας, όταν (οι μάζες) γνωρίζουν ότι αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί για δεκαετίες, με δεδομένη την απουσία πολιτικών δυνάμεων που θα επιβάλλουν το ζήτημα. Οι άνθρωποι πρέπει να κινητοποιηθούν από άμεσα αιτήματα, όπως ήταν τα αιτήματα των σωματείων, η μείωση του ωραρίου, το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, το κράτος πρόνοιας κτλ.
Περίπου πριν 15 χρόνια, όταν το FMLN του Ελ Σαλβαντόρ μετά τη συμφωνία τερματισμού του εμφυλίου πολέμου μετατράπηκε από αντάρτικος στρατός σε πολιτικό κόμμα, ήμουν ένας από τους ανθρώπους που καλέστηκαν να τους βοηθήσουν να φτιάξουν ένα κομματικό σχολείο. Εκεί είχα μια συζήτηση με τον Fecundo Guardado που ήταν ο υποδιοικητής στο San Salvador Volcano και αργότερα υποψήφιος πρόεδρος με το FMLN. Μου είπε πως όλοι έθεταν σαν μακροπρόθεσμο στόχο τις επόμενες εκλογές, (που καθώς μιλάμε για το 1995 θα γινόντουσαν το 1999), “κάνουν λάθος”, είπε: “αυτός είναι ο άμεσος(στόχος). Αυτό που πρέπει να ελπίζουμε είναι ότι μέχρι το 1999 θα είμαστε αρκετά δυνατοί, θα έχουμε μια αρκετά ισχυρή βάση, ώστε να έχουμε μια αξιοπρεπή παρουσία στις επόμενες εκλογές. Ο μεσοπρόθεσμος στόχος είναι το 2010, που πρέπει να ελπίζουμε ότι θα έχουμε πετύχει μια ευρεία αντιπροσώπευση και μια αρκετά βαθιά ανάπτυξη των ικανοτήτων των μελών μας ώστε να έχουμε μια πραγματική επιρροή στις κατευθύνσεις της χώρας. Ο μακροπρόθεσμος στόχος είναι το 2020, όταν θα είμαστε έτοιμοι να εκλεγούμε κυβέρνηση που πραγματικά θα μπορέσει να κάνει κάτι, να μετασχηματίσει το κράτος”. Ο Angela Zambora που με φιλοξενούσε ως επικεφαλής του εκπαιδευτικού προγράμματος, καθόταν και άκουγε, οπότε ξαφνικά είπε: “Αν είναι έτσι αποχωρώ από το κόμμα. Δεν μπορώ να πω στους ανθρώπους που καθοδηγούσα τον αγώνα τους για δεκαπέντε χρόνια ότι πρέπει να περιμένουν μέχρι το 2020 για άμεσες μεταρρυθμίσεις. Είναι αδύνατον. Δεν μπορώ να το κάνω.”
Άμεσα Αιτήματα και Μακροπρόθεσμο Όραμα
Οπότε πρέπει κανείς να βρει τον τρόπο να συνδυάσει με ένα ξεκάθαρο, φιλόδοξο τρόπο τα άμεσα αιτήματα με το μακροπρόθεσμό του όραμα. Αλλά στην τρέχουσα κρίση το άμεσο αίτημα της Αριστεράς θα μπορούσε και θα έπρεπε να επικεντρώνεται γύρω από το αίτημα του περάσματος των τραπεζών στο δημόσιο. Η στήριξη του αιτήματος θα μπορούσε να γίνει με αναφορά στην αναγκαιότητα ενός μεγάλου προγράμματος δημόσιας στέγασης. Μετά το πρόγραμμα Great Society τη δεκαετία του 1960 η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών, αντί να απαιτήσει περισσότερα προγράμματα δημόσιας στέγασης ώστε να ξαναχτιστούν οι αμερικάνικες πόλεις, κάλεσε τις τράπεζες να δανείσουν λεφτά στις φτωχές μαύρες κοινότητες- με άλλα λόγια για να λυθεί το πρόβλημα ενέπλεξε τους μαύρους, που σε μεγάλο βαθμό ήταν αποκλεισμένοι, στο τραπεζικό σύστημα. Ήταν κάτι παρόμοιο με το αίτημα του φιλελεύθερου φεμινισμού να αποκτήσουν οι γυναίκες πιστωτικές κάρτες, που σε μεγάλο βαθμό δεν επιτρεπόταν από τις τράπεζες μέχρι τη δεκαετία του 1970.
Ε λοιπόν, πρέπει να προσέχεις τι εύχεσαι. Ένα από τα αποτελέσματα της ικανοποίησης των αιτημάτων αυτών ήταν η εμπλοκή των κοινοτήτων αυτών πιο βαθιά στις δομές του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τον πιο δυναμικό τομέα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ο Clinton προχώρησε ακόμα περισσότερο αυτές τις μεταρρυθμίσεις τη δεκαετία του 1990, αγγίζοντας την εκλογική βάση των Δημοκρατικών σε αυτό το θέμα (ο Clinton ονομάστηκε “ο μαύρος Πρόεδρος” γι’ αυτό) στη βάση ότι “θα σας αφήσουμε να πετύχετε στο καπιταλιστικό παιχνίδι ακινήτων”. Και μετά ο Bush, φυσικά, άφησε όποιον απατεώνα μπορούσε να βρει, να εμπλακεί στα στεγαστικά δάνεια. Φυσικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος γιατί οι μαύροι ή οι γυναίκες δε θα έπρεπε να θέλουν τα ίδια δικαιώματα όπως όλοι οι άλλοι- γιατί να μην ανυπομονούν η αξία των σπιτιών τους να έχει ανταπόκριση στην αγορά; Αλλά πρέπει κανείς να καταλαβαίνει τη δυναμική και τις αντιφάσεις που περιλαμβάνονται στην προσπάθεια να πετύχεις μεταρρυθμίσεις για το λαό, εμπλέκοντας τον όμως έτσι πιο βαθιά στις χρηματιστικές καπιταλιστικές σχέσεις. Και τα αποτελέσματα είναι τώρα ξεκάθαρα.
Θα έπρεπε επίσης να ζητάμε καθολική δημόσια ασφάλιση, καθώς τα προγράμματα ιδιωτικής ασφάλισης που κέρδισαν τα συνδικάτα, πλέον επιστρέφουν ανεξέλεγκτα για τους εργαζόμενους και του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Και αυτό θα συνεισέφερε στην ενίσχυση της εργατικής τάξης, γιατί θα εξαφάνιζε τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών στον οποίο πόνταραν οι εργοδότες μέσω των ιδιωτικών προγραμμάτων ασφάλισης. Πράγματι, βλέπουμε να αυξάνονται τα σωματεία ακόμα και στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις αλλά και τα σωματεία του δημόσιου τομέα να μην μπορούν να αντέξουν την ασφαλιστική κάλυψη των μελών τους.
Θα έπρεπε επίσης να ζητάμε ελεύθερη πρόσβαση σε δημόσια αγαθά- να διατίθενται δημόσιες βιβλιοθήκες, δημόσια εκπαίδευση και υγεία. Όλα αυτά συγκλίνουν στην προσπάθεια να πάρουμε ένα σημαντικό κομμάτι αυτών που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε, τις βασικές μας ανάγκες, και να τα από-εμπορευματοποιήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο εντός του καπιταλισμού.
Οι άνθρωποι αντιδρούν θετικά σε τέτοια αιτήματα ακόμα και στη Βόρεια Αμερική. Το πρόβλημα με αυτά είναι όμως, πώς δεν υπάρχει περιθώριο για αριστερές μεταρρυθμίσεις στο σημερινό καπιταλισμό, γιατί για να έχεις ένα μαζικό πρόγραμμα δημόσιας στέγασης, ελεύθερα δημόσια αγαθά, πολύ γρήγορα έρχεσαι αντιμέτωπος με το ερώτημα από που θα βρούμε τα λεφτά; Είναι πιθανόν να επιχειρηματολογήσει κανείς, δεδομένου πόσο φτηνά είναι τα δημόσια ομόλογα σήμερα, πως θα μπορούσε να καταφύγει στην αγορά ομολόγων, ωστόσο αυτό σημαίνει επίσης πως γίνεσαι ευάλωτος στον τύπο πίεσης από τους κατόχους ομολόγων, που απαιτεί από την Ελλάδα την Πορτογαλία και την Ισπανία να κάνουν ό,τι κάνουν στο δημόσιο τομέα τους, ώστε να εγγυηθούν ότι τελικά δε θα χρεοκοπήσουν εξαιτίας αυτών των ομολόγων. Οπότε επιστρέφουμε άμεσα στην ανάγκη να ξεκινήσει, τουλάχιστον, μια διαδικασία κοινωνικοποίησης ξεκινώντας από την εθνικοποίηση των τραπεζών.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε αυτήν την κρίση από την προοπτική των ανοιγμάτων που μπορεί να δημιουργήσει. Τα όρια μιας εντελώς αμυντικής αντίδρασης στη κρίση βασίζονται στη μη αξιοποίηση των ευκαιριών που δημιουργεί αυτή. Παρά τη ρητορική του “Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός” η αριστερά ήταν περισσότερο προσανατολισμένη στην απόπειρα να διατηρεί κεκτημένα παρά να πάει τα πράγματα προς μια νέα κατεύθυνση. Είτε ο αγώνας είχε να κάνει με την παρεμπόδιση της ιδιωτικοποίησης του νερού, είτε με μια διαδήλωση στις συνεδριάσεις των G-7 ή των G-20, όσο μαχητική κι αν ήταν η δράση, ήταν συνήθως κυρίαρχα αμυντικά τα αιτήματα που αρθρώνονταν.
Αυτό είναι , παραδόξως, ένα από τα όρια της οπτικής που υποστηρίζει ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, χωρίς να παίξουμε στο γήπεδο του κράτους, χωρίς να μετασχηματίσουμε τις δομές του. Η ατζέντα αποτελείται κυρίως από την προσπάθεια να αποκρουστεί το κράτος από το να κάνει συγκεκριμένα πράγματα κι αυτό που είναι εκτός ατζέντας είναι να αλλάξουμε το κράτος, με τέτοιο τρόπο που να διασφαλίζει ότι όταν κερδίζονται νέες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις οδηγούν σε περαιτέρω μετασχηματισμό των ίδιων των δομών του. Πρέπει να αντιληφθούμε τους λόγους για τον αντί-κρατισμό που είναι της μόδας στην αριστερά σήμερα: η καχυποψία σε κάθε συζήτηση για ίδρυση νέων κομμάτων ή μετασχηματισμού του κράτους είναι κατανοητή. Αλλά πρέπει να περάσουμε πέρα από τη διαμαρτυρία, ή θα παγιδευτούμε για πάντα στην διοργάνωση της κάθε φορά επόμενης διαδήλωσης.
Και καθώς η τρέχουσα κρίση μεταφέρεται σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, κάτι το οποίο κάθε κεντρικό κράτος θα προσπαθήσει να εντείνει, θα βρεθούμε μπροστά στα όρια του τι μπορεί να διασφαλίσουν οι αγώνες που λαμβάνουν χώρα σ’ αυτό το επίπεδο. Πρέπει να μάθουμε πώς οι αμυντικοί και τοπικοί αγώνες μπορούν να δικτυωθούν και πώς να μετασχηματιστούν ώστε να οδηγηθούν σε αγώνα για την κρατική εξουσία. Αλλιώς, όλες οι διαμαρτυρίες θα συναντούν ολοένα και πιο γρήγορα τα όρια των άμεσων αιτημάτων που όμως δε συνδέονται με πιο θεμελιώδεις μετασχηματισμούς.
Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό γιατί είναι πολύ πιθανό να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την καταστροφή της σωματειακής οργάνωσης του δημοσίου τομέα εκτός αν υπάρξει μια απότομη άνοδος στο συσχετισμό δυνάμεων στο πλαίσιο αυτής της κρίσης. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα με τον ιδιωτικό τομέα να είναι τόσο περιορισμένος στα συνδικαλιστικά του δικαιώματα, να έχει τόσο χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα, με όρους συλλογικής διαπραγμάτευσης και αναγνώρισης, και ο δημόσιος τομέας να είναι σχεδόν καθολικά συνδικαλισμένος. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Μέρος της τρέχουσας σφοδρής επίθεσης στις δημόσιες δαπάνες είναι να διαλυθεί ο συνδικαλισμός στο δημόσιο. Η δυνατότητα των συνδικάτων του δημοσίου να αντισταθούν σ’ αυτή την κρίση θα δοκιμαστεί πολύ σκληρά. Τόσο σοβαρό είναι το ζήτημα..
Μιλώντας πιο γενικά, γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι τα σωματεία, όπως εξελίχθηκαν στον 20ο αιώνα, όχι μόνο στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αλλά και στις περισσότερες χώρες του Νότου, δεν είναι πλέον ικανά να είναι κάτι παραπάνω από αμυντικά. Δεν είναι ικανά να πετύχουν καινούριες νίκες και δεν μπορούν να οργανωθούν με τρόπους που να αναπτύσσουν τις ικανότητες των μελών τους. Η πρόκληση τώρα είναι να χτιστεί ένας συνδικαλισμός που θα είναι στην πραγματικότητα μια ταξική οργάνωση, που θα υπερβαίνει την κλαδική ή ανά χώρο δουλειάς οργάνωση και θα οργανώνει τους ανθρώπους σε σχέση με τους πολλούς τρόπους που αυτή η κρίση επιδρά στις ζωές τους.
Μετάφραση: Γιώργος Μαριάς
Πηγή: Η Λέσχη
Category: Χωρίς κατηγορία