Η επέλαση των νεοφιλελεύθερων
Από τον καιρό της Θάτσερ έχουμε να δούμε μια τόσο αδίστακτη επίθεση στο οικοδόμημα της κοινωνίας των πολιτών, των σχέσεων και της κοινωνικής ζωής.
Του Στιούαρτ Χολ
Βιώνουμε έκτακτες πολιτικές καταστάσεις: το τέλος της ευημερίας που πυροδοτήθηκε από την κρίση χρέους, την τραπεζική κρίση του 2007-2010, την ήττα των Νέων Εργατικών [New Labour] και την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση συνασπισμού των Συντηρητικών και των Φιλελεύθερων Δημοκρατών. Τι είδους κρίση είναι αυτή; Μήπως πρόκειται για ένα σοβαρό ταρακούνημα στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού που κυριάρχησε στον παγκοσμίως; Προμηνύει την συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης, την εμβάθυνση των σημερινών τάσεων ή μήπως την κινητοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων για μια ριζοσπαστική αλλαγή κατεύθυνσης; Μήπως πρόκειται για την έναρξη μιας νέας εποχής; Η παρούσα κατάσταση μπορεί να ειδωθεί ως μια ακόμα τομή της συγκυρίας εκείνης που πολλοί ορίζουν ως «μακρά πορεία της Νεοφιλελεύθερης Επανάστασης». Από το 1970 κάθε κρίση εμφανίζεται με διαφορετικό πρόσωπο, εκπορευόμενη από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Από την άλλη, φαίνεται επίσης να μοιράζονται ορισμένα σταθερά χαρακτηριστικά που συνδέονται στην γενική τους πορεία και κατεύθυνση. Παραδόξως, καθεστώτα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο ο Θατσερισμός και οι Νέοι Εργατικοί έχουν συνεισφέρει με διαφορετικούς τρόπους στην επέκταση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου. Τώρα, η ίδια υπόθεση υπηρετείται από τον κυβερνητικό συνασπισμό.
Ο νεοφιλελευθερισμός εδράζεται στο «ελεύθερο, κτητικό άτομο», με το κράτος να θεωρείται τυραννικό και καταπιεστικό. Πιο συγκεκριμένα, το κράτος πρόνοιας είναι ο πλέον βασικός εχθρός της ελευθερίας. Το κράτος δεν πρέπει ποτέ να κυβερνά την κοινωνία, να υπαγορεύει στα ελεύθερα άτομα πώς να διαθέσουν την ιδιωτική τους περιουσία, να ρυθμίζει την οικονομία της ελεύθερης αγοράς ή να αναμιγνύεται στο θεόσταλτο δικαίωμα της κερδοφορίας και της συσσώρευσης ατομικού πλούτου. Η εκπορευόμενη από το κράτος «κοινωνική μηχανική» δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνει τα εταιρικά και ιδιωτικά συμφέροντα. Δεν πρέπει να επεμβαίνει στους «φυσικούς» μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς ή να θέτει ως στόχο της τον έλεγχο της ροπής του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς προς την ανισότητα. Σύμφωνα με την νεοφιλελεύθερη αφήγηση το κράτος πρόνοιας έθεσε λανθασμένα ως καθήκον του την παρέμβαση στην οικονομία, την αναδιανομή του πλούτου, την καθολίκευση των ευκαιριών για ένα καλύτερο αύριο, την τιθάσευση της ανεργίας, την προστασία των κοινωνικά ευάλωτων, τη βελτίωση των συνθηκών των καταπιεσμένων ή περιθωριοποιημένων ομάδων και την καταπολέμηση της κοινωνικής αδικίας. Η καλοσυνάτη, ουτοπική του συναισθηματικότητα αποχαύνωσε το ηθικό σθένος του έθνους, κατέστρεψε την προσωπική υπευθυνότητα και το υπέρτατο καθήκον των φτωχών στην εργασία. Η κρατική παρέμβαση δεν πρέπει ποτέ να αμφισβητήσει το δικαίωμα του ιδιωτικού κεφαλαίου να αναπτύσσει το επιχειρείν, να αυξάνει την αξία των μετοχών, να αποδίδει μερίσματα και να ανταμείβει τους λειτουργούς του με τεράστιους μισθούς, προνόμια και μπόνους. Η συγκρότηση του συνασπισμού των Συντηρητικών και των Φιλελεύθερων Δημοκρατών των Μάιο του 2010 ήταν απολύτως σύμφωνη με την δεσπόζουσα πολιτική λογική της αναδιοργάνωσης. Μέσα στο πνεύμα των καιρών, ο Κάμερον, έχοντας ως πρότυπό του τον Μπλερ, επιχείρησε ανεπιτυχώς να επαναπροσδιορίσει τους Τόρις ως ένα «μετριοπαθές συντηρητικό κόμμα». Την ίδια στιγμή πολλοί υποτίμησαν τον βαθμό στον οποίο η απομάκρυνση από την εξουσία είχε διχάσει την ψυχή των Φιλελεύθερων Δημοκρατών. Ο συνασπισμός πλέον προώθησε τους νεοφιλελεύθερων πεποιθήσεων υποστηρικτές της Πορτοκαλί Βίβλου, ο οποίοι επιθυμούσαν τη συμμαχία με τους Συντηρητικούς, σε βάρος των «προοδευτικών» -των πρώην σοσιαλδημοκρατών συμπεριλαμβανομένων- οι οποίοι έτειναν προς τους Εργατικούς. Στη συμφωνία που έλαβε χώρα, οι λεπτομέρειες της οποίας έχουν πλέον λησμονηθεί, οι κοινωνικοί φιλελεύθεροι κατατροπώθηκαν και ο Κάμερον με τον Κλέγκ παραχώρησαν κοινή συνέντευξη τύπου στο κήπο των ρόδων της οδού Ντάουνινγκ 10 (με τον πρώτο να μοιάζει σαν την αλεπού στο παζάρι). Έτσι, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες έδωσαν στην ηγεσία του Κάμερον το φύλο συκής που χρειαζόταν, ενώ η κρίση του τραπεζικού συστήματος του έδωσε το άλλοθι. Η κυβέρνηση συνασπισμού άδραξε την ευκαιρία για να ξεκινήσει την πλέον ριζοσπαστική, μακρόπνοη και μη αναστρέψιμη κοινωνική επανάσταση από την εποχή του πολέμου.
Η πολιτική του κυβερνητικού συνασπισμού συχνά μοιάζει αδιέξοδη, αποτυγχάνοντας στη σύνθεση και την επεξεργασία. Όμως, από μια άλλη οπτική γωνία, πρόκειται για το πλέον προετοιμασμένο, εκτεταμένο, ριζοσπαστικό και φιλόδοξο από τα τρία καθεστώτα τα οποία από το 1970 επωάζουν το νεοφιλελεύθερο σχέδιο. Οι Συντηρητικοί εδώ και αρκετό καιρό αναλώνονταν στην προετοιμασία τους για την ανάληψη της εξουσίας: όχι στις λεπτομέρειες της πολιτικής τους, αλλά σε σχέση με το πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η πολιτική τους ώστε να νομοθετηθεί μια νέα συνθήκη. Η αφετηριακή τους θέση ήταν ότι για να ικανοποιηθούν οι αγορές ομολόγων και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, ήταν αναγκαίο να γίνουν βαθιές περικοπές το συντομότερο δυνατό. Θα μπορούσε όμως η κρίση να χρησιμοποιηθεί, όπως έχει υποστηρίξει ο γνωστός δεξιός οικονομολόγος Μίλτον Φρήντμαν, για να «προκαλέσει πραγματική αλλαγή»;
Η νομοθετική πλημμυρίδα ξεκίνησε αμέσως και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Αρχίζει αρνητικά («το χάλι που μας άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση») αλλά τελειώνει θετικά θεωρώντας την ριζική δομική μεταρρύθμιση ως την μοναδική λύση. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία είναι αυτή που δίνει τον τόνο, αν και κάτι τέτοιο διαψεύδεται κατηγορηματικά. Οι πρωτοκλασάτοι ιδεολόγοι -οι Όσμπορν, Λάνσλεϋ, Γκωβ, Μοντέ, Ντάνκαν, Σμιθ, Πικλς και Χαντ- έχουν εμβαπτιστεί στις νεοφιλελεύθερες ιδέες και είναι αποφασισμένοι να τις εφαρμόσουν. Όπως λεγόταν στην Φωλιά του Κούκου: «οι τρελοί κάνουν κουμάντο στο άσυλο». Είναι αποφασισμένοι για την οριστική αλλαγή της κοινωνίας, αδίστακτοι όσον αφορά τα μέσα και δεν ενδιαφέρονται για τις επιπτώσεις. Ο Όσμπορν – έξυπνος, κυνικός, με τα επιτηδευμένα μειδιάματα, «ο δολοφόνος με το χαμόγελο» – χειρίζεται με ζήλο τον πέλεκυ. Ο Κάμερον, χαλαρός, εύσχημος, γοητευτικός, σίγουρος για τον εαυτό του, ο πολιτικός των σαλονιών, ο «λείος άνδρας» πρωταγωνιστεί στο τηλεοπτικό σόου του συνασπισμού. Η ομάδα αυτή έχει εδώ και καιρό αποδεχθεί το γνωμικό του Σουμπέτερ ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική στην «δημιουργική καταστροφή». Έχουν κερδίσει, μέσω νομοθετικών ελιγμών, πέντε ολόκληρα χρόνια για να επιτύχουν το έργο τους.
Το φάσμα των προβλεπόμενων αλλαγών είναι συναρτημένο με το λειτουργικό εύρος των θεσμών και των πρακτικών που στοχεύουν να «μεταρρυθμίσουν», από την αποφασιστικότητά τους για την μετάγγιση κρατικής χρηματοδότησης στον ιδιωτικό τομέα και από τον αριθμό των ψηφοφόρων με τους οποίους έχουν προετοιμαστεί να συγκρουστούν. Η κύρια αφήγηση τους στηρίζεται στην «μεταρρύθμιση» και την «επιλογή» – έννοιες που είχαν ήδη χρησιμοποιήσει οι Νέοι Εργατικοί. Μπορεί να είναι Συντηρητικοί, αλλά το καθεστώς τους δεν συντηρεί το παραμικρό. Οι Τόρις και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες επαναλαμβάνουν μονότονα τις υποκριτικές συνταγές των επικοινωνιακών τους επιτελείων: «Τακτοποιούμε το χάος που μας άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση». Η νεοφιλελεύθερη μηχανή, όμως, είναι πρόσω ολοταχώς.
Δεν μπορούμε εδώ να αναλύσουμε με λεπτομέρεια τις περικοπές δαπανών. Μόλις ξεκίνησαν και πρόκειται να ακολουθήσουν πολλές περισσότερες. Αντ’ αυτού, θα περιοριστούμε στην ανίχνευση της νεοφιλελεύθερης λογικής πίσω από τη συγκεκριμένη στρατηγική.
Πρώτο, στοχευμένες ομάδες ψηφοφόρων, π.χ. όσοι σχετίζονται και εξαρτώνται από το κράτος και τις δημόσιες υπηρεσίες. Οι πλούσιοι δεν πρόκειται να επηρεαστούν από την ύφεση. Στον δημόσιο τομέα όμως, θα υπάρξουν μαζικές απολύσεις, πάγωμα μισθών, ημερομίσθια πολύ πιο χαμηλά από τα ποσοστά του πληθωρισμού, συντάξεις κάτω από το όριο της φτώχειας, αυξημένα όρια συνταξιοδότησης. Η υποστήριξη των κατώτερων και των «ευαίσθητων» κοινωνικών στρωμάτων θα μειωθεί και η εξάρτηση από κράτος πρόνοιας θα σταματήσει. Τα προνόμια θα περικοπούν και θα επιβληθεί η εργασιακή ανταποδοτικότητα (workfare). Οι ηλικιωμένοι πρέπει να πουλήσουν τα σπίτια τους για να αντεπεξέλθουν στα έξοδα περίθαλψης τους• οι εργαζόμενοι γονείς πρέπει να πληρώνουν για την ασφάλεια του παιδιού τους• όσοι λαμβάνουν προνοιακά επιδόματα πρέπει να βρουν δουλειά. Το Sure Start (επίδομα που χορηγεί το αγγλικό κράτος στα νεογέννητα παιδιά, Σ.τ.Μ.), το πρόγραμμα ανακατασκευής των σχολείων και το Education Maintainance Allowance (πρόγραμμα ενισχυτικής διδασκαλίας για παιδιά των οποίων οι γονείς έχουν χαμηλό εισόδημα, Σ.τ.Μ.) βρίσκονται σε εκκρεμότητα. Οι πλούσιοι γονείς έχουν την δυνατότητα να πληρώσουν τα απαιτούμενα δίδακτρα για τα παιδιά τους στο Κέμπριτζ και την Οξφόρδη. Πολλοί άλλοι φοιτητές όμως, θα έχουν μια ζωή χρέη για να αποκτήσουν ένα πτυχίο. Δεν γίνεται να περικοπούν 20 δισεκατομμύρια στερλίνες από το Εθνικό Σύστημα Υγείας χωρίς να επηρεαστούν οι επείγουσες, κλινικές και οι υπηρεσίες περίθαλψης. Ο Λάνσλεϋ, όμως, «δεν αναγνωρίζει αυτό το νούμερο». Παρομοίως, αν και όλοι οι υπόλοιποι γνώριζαν ότι τα περισσότερα πανεπιστήμια θα χρέωναν τα υψηλότερα δίδακτρα – 9,000 στερλίνες – ο Ντέιβιντ Γουίλετς δεν αναγνωρίζει το νούμερο αυτό. Ο τετραγωνισμός του κύκλου έχει γίνει η ειδίκευση των πρωτοκλασάτων.
Οι γυναίκες είναι στο επίκεντρο πολλών από αυτών των τρομακτικών μέτρων. Όπως μας υπενθυμίζει η Μπεατρίς Κάμπελ, ο περιορισμός του κράτους συνεπάγεται την ελαχιστοποίηση του πεδίου μέσα στο οποίο οι γυναίκες μπορούν να βρουν φωνή, συμμάχους, κοινωνική και υλική υποστήριξη για την αναγνώριση των αιτημάτων τους. Συνεπάγεται επίσης την μείωση των πόρων που συλλογικά η κοινωνία αποδίδει στα παιδιά, στην μετατροπή της φροντίδας τους από κοινή σε οικογενειακή ευθύνη και στην γενικότερη υπονόμευση της «εργασίας» που παρέχει αγάπη και φροντίδα.
Δεύτερο, ιδιωτικοποιήσεις – η απόδοση δημόσιων και κρατικών υπηρεσιών στο ιδιωτικό κεφάλαιο, ο επανασχεδιασμός της κοινωνικής αρχιτεκτονικής. Ως προς αυτό η κυβέρνηση του Μπλερ καινοτόμησε. Για να αποφύγει τον πολιτικό πονοκέφαλο της πλήρους ιδιωτικοποίησης επινοήθηκε την υπονόμευση της διάκρισης κράτους/αγοράς. Αναθέσεις, οικονομικές ευκαιρίες και προκηρύξεις διαγωνισμών άνοιξαν τις πύλες μέσα από τις οποίες το ιδιωτικό κεφάλαιο μπορούσε να διοχετευθεί στον δημόσιο τομέα και να τον αλώσει από τα μέσα. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι πλέον διαθέσιμες σε τρία μεγέθη: (1) Απευθείας πωλήσεις δημόσιων περιουσιακών στοιχείων• (2) Συμβάσεις με ιδιωτικές επιχειρήσεις με σκοπό την κερδοφορία• (3) Λαθρο-ιδιωτικοποιήσεις σε δυο φάσεις, με την ιδιωτικοποίηση να παρουσιάζεται ως ακούσια συνέπεια. Ορισμένα παραδείγματα: στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης γίνονται αναθέσεις συμβολαίων για την διοίκηση των φυλακών. Ο Κεν Κλαρκ υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να δει καμία διαφορά επί της αρχής σε σχέση με την ιδιωτική ή δημόσια ιδιοκτησία των φυλακών. Στον τομέα της υγείας και πρόνοιας ο ιδιωτικός τομέας έχει ήδη μια μαζική και επικερδή παρουσία, επιλέγοντας προσεκτικά με άξονα το κέρδος, ιατρικές υπηρεσίες που τα νοσοκομεία δεν είναι σε θέση να παρέχουν. Την ίδια στιγμή που στην εκτεταμένη αναδιοργάνωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας οι παθολόγοι, οι οποίοι έχουν συστήσει εμπορικούς συνεταιρισμούς (μέρος των κερδών των οποίων παρακρατούν), θα αναλάβουν τον προϋπολογισμό υγείας της τάξης των 60 δισεκατομμυρίων. Καθόσον ορισμένοι μόνο παθολόγοι έχουν τις γνώσεις ή τον χρόνο να διαχειρίζονται περίπλοκους προϋπολογισμούς, θα στραφούν στις ιδιωτικές εταιρίες υγείας, οι οποίες περικυκλώνουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας σαν πεινασμένοι καρχαρίες. Τα Κονδύλια για Πρωτογενείς Υπηρεσίες Υγείας, τα οποία αντιπροσώπευαν τη συνεισφορά του δημόσιου τομέα στην διαδικασία χρηματοδότησης, αχρηστεύονται. Στο γενικότερο πνεύμα του ανταγωνισμού, τα νοσοκομεία πρέπει να άρουν το πλαφόν στον αριθμό των ιδιωτών που νοσηλεύουν.
Τρίτο, το δέλεαρ του «τοπικισμού». Σύμφωνα με την «Μεγάλη Κοινωνία» (Big Society) του Κάμερον, τα «ελεύθερα σχολεία» (τα οποία θα χρηματοδοτούνται από τον δημόσιο κορβανά – η εκδίκηση του Γκωβ) θα «ενδυναμώσουν» τους γονείς και θα μεταφέρουν την εξουσία στον «λαό». Οι γονείς, όμως, όντας απορροφημένοι στις οικογενειακές και άλλες ευθύνες και χωρίς να έχουν την ικανότητα να διοικούν σχολεία, να αξιολογούν την καλή διδασκαλία και να ορίζουν ισορροπημένα και πλήρη σχολικά προγράμματα, θα αναγκαστούν να απευθυνθούν στα ιδιωτικά σχολεία για να διοικήσουν τα σχολεία, καθορίζοντας με τον τρόπο αυτό το νόημα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Θα μπορούσε η λογική των δυο σταδίων να είναι σαφέστερη;
Τέταρτο, λαϊκισμός ή στρέφοντας τις κοινότητες ενάντια στην τοπική δημοκρατία. O Έρικ Πικλς προτίθεται να αποσυνδέσει οριστικά τα τοπικά συμβούλια από το κεντρικό σύστημα δαπανών. Παράλληλα η κοινωνική κατοικία παραμένει στάσιμη, τα στεγαστικά επιδόματα θα περικοπούν και τα δημοτικά ενοίκια θα αυξηθούν ακολουθώντας τα επίπεδα της αγοράς στα αστικά κέντρα. Πολλοί θα μετακομίσουν σε φθηνότερα σπίτια χάνοντας δίκτυα φίλων, παιδικής φροντίδας, συγγενείς, σχολικές θέσεις και συμμαθητές. Οι γονείς, είτε θα πρέπει να βρουν άλλη κατά τόπους εργασία-στο βαθμό που υπάρχει κάτι διαθέσιμο- είτε θα πρέπει να εξοικονομήσουν περισσότερο χρόνο για τις μεταφορές τους. Θα μπει πλαφόν στο επίδομα αναζήτησης εργασίας. Όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος του λόμπι των ιδιοκτητών ακινήτων, «προσδοκούμε να χτυπήσουμε φλέβα χρυσού». Από τον καιρό της Θάτσερ έχουμε να δούμε μια τόσο αδίστακτη επίθεση στο οικοδόμημα της κοινωνίας των πολιτών, των σχέσεων και της κοινωνικής ζωής.
Πέμπτο, η μείωση της κρατικής μέριμνας για την ποιότητα ζωής και τον πολιτισμό. Παροχές όπως βιβλιοθήκες, πάρκα, πισίνες, γυμναστήρια, νεανικές λέσχες και κοινοτικά κέντρα, είτε θα ιδιωτικοποιηθούν είτε θα εξαφανιστούν. Ή θα «στρατολογηθούν» άμισθοι εθελοντές, ή οι πόρτες θα κλείσουν. Στην πραγματικότητα, ο στόχος δεν είναι -στην διάλεκτο του 1968 την οποία δεν διστάζει να οικειοποιηθεί ο ασύδοτος Κάμερον – «να μεταφερθεί η εξουσία στον λαό», αλλά να υπονομευθούν οι δομές της ίδιας της τοπικής εξουσίας. Η αριστερά, η οποία τρέφει θετικά συναισθήματα για τον εθελοντισμό, την εμπλοκή της κοινότητας και την συμμετοχή – βρίσκεται για μια ακόμη φορά εγκλωβισμένη στην αβεβαιότητα. Η έννοια της «Μεγάλης Κοινωνίας» είναι τόσο κενή ώστε τα πανεπιστήμια έχουν υποχρεωθεί να τη θέσουν στην κορυφή των ερευνητικών τους προτεραιοτήτων μόνο και μόνο από τον φόβο της περικοπής δαπανών – πιθανώς για να καταλάβουν οι πολιτικοί τι στην ευχή σημαίνει: μια επαίσχυντη, υπεροπτική και διπρόσωπη παρέμβαση στην ελευθερία της σκέψης.
Επιχειρείται μια διαρκής επανάσταση. Μπορεί η κοινωνία να ανακατασκευάζεται διαρκώς με αυτούς τους όρους; Είναι ο νεοφιλελευθερισμός ηγεμονικός;
Οι διαμαρτυρίες πυκνώνουν. Συγκεντρώνονται σημαντικές φωνές επαγγελματιών εναντίον των δομικών μεταρρυθμίσεων, της ταχύτητας και της κλίμακας των περικοπών σε μια εύθραυστη οικονομία. Υπάρχουν παύσεις, αναθεωρήσεις και στροφές 180 μοιρών. Υπάρχουν, τέλος, και ανέλπιστες εξελίξεις που προκύπτουν από το πουθενά, όπως το σκάνδαλο υποκλοπών που ξετυλίχτηκε γύρω από την News International του Μέρντοχ. Μέσα στο ασύδοτο ήθος των νεοφιλελεύθερων καιρών, η σκοτεινή αυτή υπόθεση ξεσκέπασε τα μέσα ενημέρωσης, έθεσε σε κίνδυνο την ηγεσία του Κάμερον και διαπέρασε τα κλιμάκια του ίδιου του κράτους. Όπως, κάπως πένθιμα, παρατήρησε ο Ντόναλντ Ράμφσφελντ, «Συμβαίνουν πράγματα!». Εάν στις επόμενες εκλογές αποτύχει να πείσει το Φιλελεύθερο-Δημοκρατικό ψέλλισμα της διεκπεραίωσης περικοπών στην κυβέρνηση και τις αντιπολίτευσης σε αυτές, αντιμετωπίζουν την προοπτική μιας εκλογικής εξαφάνισης. Ο συνασπισμός ίσως να καταρρεύσει, αν και σε πιθανές εκλογές οι Συντηρητικοί ίσως αποσπάσουν την πλειοψηφία που απέτυχαν να συγκεντρώσουν την προηγούμενη φορά. Το μέλλον δεν είναι προδιαγεγραμμένο.
Η ηγεμονία είναι μια δύσκολη έννοια, η οποία προκαλεί αντιφατικούς στοχασμούς. Καμία νίκη δεν είναι τελική ή οριστική. Η ηγεμονία πρέπει διαρκώς να δουλεύεται, να συντηρείται, να ανανεώνεται, να αναθεωρείται. Αποκλεισμένες κοινωνικές δυνάμεις, των οποίων η συναίνεση δεν έχει κερδηθεί, των οποίων τα συμφέροντα δεν έχουν ληφθεί υπόψη συγκροτούν κινήματα, αντιστάσεις, εναλλακτικές στρατηγικές και οράματα… και ο αγώνας για το ηγεμονικό σύστημα ξαναρχίζει. Αποτελούν αυτό που ο Ρέυμοντ Γουίλιαμς αποκάλεσε «το αναδυόμενο» – και τον λόγο για τον οποίο η ιστορία δεν μπορεί ποτέ να κλείσει, διατηρώντας έναν ανοικτό ορίζοντα στο μέλλον.
Ωστόσο, στην φιλοδοξία, το βάθος, τον βαθμό ή την ρήξη με το παρελθόν, στην ποικιλία των αποικισμένων τόπων, στην επίδραση στον κοινό νου, στην μεταβολή της κοινωνικής αρχιτεκτονικής, ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένα ηγεμονικό σχέδιο. Σήμερα, η λαϊκή σκέψη και τα συστήματα υπολογισμού στην καθημερινή ζωή αντιστέκονται πολύ λιγότερο στην διέλευση των ιδεών του.
Η παράδοση μπορεί να είναι πιο δύσκολη: νέες και παλαιές αντιφάσεις ακόμη στοιχειώνουν το οικοδόμημα στην ίδια την διαδικασία της ανακατασκευής του. Επιπλέον, σε σχέση με την κατασκευή των θεμελίων και της εναπόθεσης του μέλλοντος σε καλύτερο έδαφος, το νεοφιλελεύθερο σχέδιο είναι αρκετά στάδια πιο μπροστά. Για να παραφράσουμε μια φράση του Μαρξ: «καλό ξερίζωμα, τυφλοπόντικα». Αλίμονο!
Μετάφραση: Γιώργος Γιαννακόπουλος
Πηγή: The Guardian
O βετεράνος κοινωνικός επιστήμονας Στιούαρτ Χολ υπήρξε πρωτοπόρος του κινήματος των πολιτισμικών σπουδών στη Βρετανία, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα, και αργότερα συνδέθηκε στενά με τους πολιτικούς αγώνες εναντίον του θατσερισμού. Το παραπάνω κείμενό δημοσιεύθηκε προ ημερών στην εφημερίδα Guardian και αποτελεί μια συντετμημένη εκδοχή ενός μεγαλύτερου κειμένου που δημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Soundings [http://www.lwbooks.co.uk/ReadingRoom/Hall.pdf]
Πηγή: Red notebook
Category: Χωρίς κατηγορία