Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Για το διήμερο των κινητοποιήσεων 19-20 Οκτωβρίου




20 σημεία για τον πολιτικό απολογισμό και τις προοπτικές του αγώνα

Του Πάνου Κοσμά

1. To διήμερο 19-20 Οκτωβρίου αποτέλεσε μια νέα -και ανώτερη- κορύφωση της σύγκρουσης του κινήματος και της Αριστεράς με την κυβέρνηση της κοινωνικής αντεπανάστασης, ένα σημαντικό σημείο καμπής, ύστερα από το διήμερο 29-30 Ιουνίου και τη μάχη ενάντια στο Μεσοπρόθεσμο. Σε αυτή τη μάχη αναβίωσαν έντονα στοιχεία πολιτικής απεργίας: η επικράτηση του πολιτικού στοιχείου στην αναμέτρηση με την κυβέρνηση, που αρχικά έφερε στο μαζικό αγώνα με πολύ αντιφατικό τρόπο το «κίνημα των αγανακτισμένων», αυτή τη φορά «επιβεβαιώθηκε» σε μια γενική απεργία και άρα έγινε σε σημαντικό βαθμό κατάκτηση των αγωνιζόμενων κομματιών αλλά και μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης. Η συμμετοχή στην απεργία και τη διαδήλωση ήταν συγκλονιστική, την Τετάρτη έγινε μια συγκέντρωση ιστορικής κλίμακας για τα δεδομένα της Αθήνας, η δεύτερη μέρα της απεργίας ήταν πολύ πιο μαζική και είχε πολύ περισσότερο παλμό απ’ ό,τι στη 48ωρη απεργία του Ιουνίου, υπήρχαν ήδη πριν απ’ αυτήν κομμάτια του κινήματος σε κινητοποίηση (απεργιακή και όχι μόνο), είχαμε ακόμη πιο έντονα στοιχεία αλληλεγγύης και αυταπάρνησης στη μάχη με τους εργοδότες, ακόμη πιο έντονα στοιχεία μαζικού ξεσηκωμού. Όλα αυτά τα στοιχεία, που συμβαδίζουν με το πέρασμα από τη φάση του αγώνα για στενά οικονομικά αιτήματα στη φάση που ο αγώνας αποκτάει ανοιχτά πολιτικά χαρακτηριστικά, σηματοδοτούν ένα σημαντικό σημείο καμπής στη μαζική συνείδηση της εργατικής τάξης και των αγωνιζόμενων κοινωνικών στρωμάτων.

2. Ωστόσο, οι σημαντικές αυτές διαπιστώσεις δεν μας απαλλάσσουν από το καθήκον, όπως μετά από κάθε μεγάλη αναμέτρηση, να θέσουμε το ερώτημα: κερδίσαμε σ’ αυτή τη μάχη ή χάσαμε; Και γιατί; Πρέπει να θέτουμε διαρκώς, στις κρίσιμες καμπές και τις μεγάλες κορυφώσεις του αγώνα, αυτό το ερώτημα όχι για να απαξιώνουμε τις κατακτήσεις του μαζικού κινήματος, αλλά για δύο πολύ σημαντικούς λόγους: α. Γιατί η νίκη ή η ήττα αφήνουν σημαντικά αποτυπώματα στις συνειδήσεις των αγωνιζόμενων, στην αυτοπεποίθηση και τη διάθεσή τους να αγωνίζονται και β. Γιατί πρέπει να ελέγχεται ξανά και ξανά η επάρκεια των ηγεσιών του κινήματος (συνδικαλιστικών και πολιτικών) και το σχέδιο μάχης.

Η πείρα έχει δείξει ότι ύστερα από σημαντικές καμπές αγώνα που «συνοψίζουν» τις δυνατότητες μικρότερων ή μεγαλύτερων φάσεων αγώνα, το κίνημα προχωρεί σε μετασχηματισμούς. Τα αδύναμα στοιχεία πολιτικής ανυπακοής της πρώτης περιόδου του αγώνα ενάντια στο μνημόνιο, όταν κυριάρχησε η πάλη για τα στενά οικονομικά αιτήματα και την υπεράσπιση των κατακτήσεων, έγιναν ισχυρότερα στη μεταβατική φάση του Μάη – Ιούνη του 2011, όταν μπήκε, με πολύ αντιφατικό τρόπο, το στοιχείο του καθαυτό πολιτικού αγώνα. Τώρα το στοιχείο της πολιτικής ανυπακοής ισχυροποιείται και επεκτείνεται, παίρνοντας χαρακτηριστικά αμφισβήτησης της καθεστωτικής «νομιμότητας». Η πορεία ωρίμανσης του κινήματος και κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης, στο περιεχόμενο αλλά και στις μορφές πάλης, είναι λοιπόν σαφής, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι είναι και προδιαγεγραμμένη ανεξάρτητα από την έκβαση των επιμέρους μαχών του πολέμου, πόσο μάλλον των κορυφαίων μαχών όπως η 48ωρη γενική απεργία της 19-20 Οκτώβρη.

Από αυτή την άποψη, η απάντηση στο ερώτημα είναι δυστυχώς σαφής: και αυτή η κορυφαία μάχη χάθηκε! Βεβαίως, δεν χάθηκε ο πόλεμος αλλά μία -ακόμη- μάχη. Όμως, οι ήττες μετρούν, αφήνουν αποτυπώματα στις διαθέσεις του κόσμου να αγωνιστεί, αποτελούν μήτρα απογοήτευσης και αποσυσπείρωσης. Ο κόσμος της Αριστεράς, οι εργαζόμενοι, δεν μπορούν να ματώνουν διαρκώς στον αγώνα και να εισπράττουν διαρκώς ήττες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν πείθονται για την αποτελεσματικότητα του σχεδίου μάχης. Το ελάχιστο λοιπόν καθήκον είναι να αναλύονται οι αιτίες τους, για να είμαστε πιο ετοιμοπόλεμοι την επόμενη φορά.

Οι ηγεσίες του κινήματος, πολιτικές και συνδικαλιστικές, έχουν καθήκον να επιθεωρούν διαρκώς, ιδιαίτερα ύστερα από μεγάλες αναμετρήσεις, τα «όπλα» του αγώνα, το σχέδιο μάχης, την οργανωτική και πολιτική επάρκεια των «εφοδίων». Πρέπει επίσης να έχουν τη γενναιότητα να επανεξετάσουν με αμείλικτη αυστηρότητα τη δική τους επάρκεια, τα λάθη και τις παραλείψεις τους, ώστε να τα διορθώνουν γρήγορα και αποτελεσματικά. Αλλιώς, είναι ανάξιες σαν ηγεσίες του αγώνα και καταδικασμένες να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη.

Από αυτή την άποψη, με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι αυτή η προσήλωση στο αποτέλεσμα λάμπει διά της απουσίας της στις ανακοινώσεις και το δημόσιο διάλογο μέσα στην Αριστερά ύστερα από τη 48ωρη απεργία. Το φαινόμενο η πλειονότητα των κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς να προβαίνει σε πανηγυρικούς χαιρετισμούς της «μεγαλειώδους κινητοποίησης» και ύστερα να εξαντλούνται στην «πραγματολογική ανάλυση» των στοιχείων των γεγονότων της Πέμπτης, παίζοντας το «1-2-χ» σε όλη την πιθανή γκάμα των εκδοχών (έφταιγε η περιφρούρηση του ΚΚΕ, έφταιγαν οι «μπάχαλοι», έφταιγαν και οι δύο) είναι πολύ αποθαρρυντικό.

3. Όλα τα προηγούμενα έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία καθώς αυτή τη φορά είχαν συγκεντρωθεί, για πρώτη φορά στην περίοδο του αγώνα ενάντια στο μνημόνιο, την κυβέρνηση και την τρόικα, οι καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις, με κυριότερες: α. Την πλατιά συνειδητοποίηση της ανάγκης του πολιτικού αγώνα, για την ανατροπή της κυβέρνησης, για να αρχίσει να «ξηλώνεται» η μηχανή του μνημονίου, για να ανοίξει ο δρόμος για την εξουσία των εργαζομένων. Το πολιτικό στοιχείο μπήκε ήδη με έμφαση από το κίνημα το Μάη – Ιούνη, αποτελώντας ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος, που ξεπέρασε στην πράξη τις ηττοπαθείς γραμμές της «αντίστασης» και «ανάσχεσης της επίθεσης» και το διάχυτο οικονομισμό στους κόλπους της Αριστεράς. Σε μια πορεία, αφού πρώτα νομιμοποιήθηκαν πλατιά αιτήματα όπως η διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση των τραπεζών, ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος κ.λπ., στη συνέχεια τέθηκε ο καθαρά πολιτικός στόχος της ανατροπής της κυβέρνησης. β. Την αναβάθμιση των μορφών πάλης, με κορυφαίες εκδηλώσεις τις καταλήψεις υπουργείων και δημόσιων κτηρίων, του μηχανογραφικού κέντρου της ΔΕΗ κ.λπ. γ. Την αμφισβήτηση της καθεστωτικής νομιμότητας, με τα κινήματα ανυπακοής («δεν πληρώνω», άρνηση πληρωμής των χαρατσιών, άρνηση της ηγεσίας της ΓΕΝΟΠ να υλοποιήσει την κυβερνητική εντολή διακοπής του ρεύματος σε όσους δεν πληρώσουν το χαράτσι στο λογαριασμό του ρεύματος, δημόσια στήριξη ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα κινήματα ανυπακοής κ.λπ.). Τα γεγονότα στις παρελάσεις την 28η Οκτωβρίου επιβεβαίωσαν ότι αυτή η δυναμική είναι ανοδική. δ. Τους ελπιδοφόρους πειραματισμούς με κορφές οργάνωσης που έχουν εν δυνάμει προδρομικά στοιχεία λαϊκής αντι-εξουσίας: λαϊκές συνελεύσεις, συντονιστικά αγώνα, απεργιακές φρουρές κ.λπ. ε. Την αργή και βασανιστική -αν και πολύ πίσω από τις περιστάσεις- προσέγγιση δυνάμεων της Αριστεράς, κυρίως στην ενότητα στη δράση, που διαμορφώνει -έστω και αδύναμα, έστω και πολύ προδρομικά- τους όρους για ένα πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς που θα δηλώσει «παρών» στη μάχη για την εξουσία.

 4. Από την απέναντι πλευρά, οι αντοχές της κυβέρνησης του μνημονίου είναι σε οριακό σημείο: Μπορεί να πανηγυρίζουν για την «ελεγχόμενη χρεοκοπία» αλλά γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι πανηγυρισμοί θα διαρκέσουν πολύ λίγο και ότι το επόμενο βήμα είναι πραγματικά στο κενό. Το πολιτικό στραπάτσο στις παρελάσεις κατεδάφισε ήδη σε μία μέρα το οικοδόμημα των πανηγυρισμών ύστερα από τη Σύνοδο Κορυφής και επανέφερε την κυβέρνηση στο «σημείο μηδέν». Επιπλέον, το πολιτικό σύστημα έχει κάψει ήδη πολλές από τις εφεδρείες του: Έχει καεί το ΠΑΣΟΚ σαν κόμμα εξουσίας (οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν να καταρρέει και πιθανότατα μετά από τις εκλογές -όποτε γίνουν- θα διασπαστεί), έχει καεί ο Βενιζέλος σαν εναλλακτική λύση ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ (ευνοώντας φαινόμενα… παιδικής χαράς των «3», των «10», των «26» κ.λπ.), έχει καεί η Ντόρα και -σε μεγάλο βαθμό- ο Καρατζαφέρης, για να μη μιλήσουμε για τους πρώην πρωθυπουργούς που σε άλλες χώρες έχουν ένα γύρος και παίζουν κάποιο ρόλο (Καραμανλής, Σημίτης) ή για τον Παπούλια… Απομένει ο Σαμαράς, που συνειδητά δεν υποστήριξε το μνημόνιο προσπαθώντας να προφυλαχθεί από την κατάρρευση και την απαξία για να αποτελέσει εναλλακτική λύση, αλλά -φευ- φυτοζωεί λίγο πάνω από το 30%. Έτσι, η κυβέρνηση εμφανίζει σημάδια παράλυσης, αλλά η λύση της «επόμενης μέρας» δεν είναι ορατή και σε καμία περίπτωση δεν θα είναι πολιτικά σταθερή. Τέλος, τα φαινόμενα αποσάθρωσης στον κρατικό μηχανισμό είναι ιστορικά πρωτοφανή: Πραγματικά, εκτός από το «περιβάλλον» Παπανδρέου και Βενιζέλου, τίποτε άλλο δεν δουλεύει «εύρυθμα»: από τους εφοριακούς μέχρι τους δικαστικούς, όλα εμφανίζουν έντονα σημάδια αποσάθρωσης και παραλυσίας. Αυτές είναι οι συνέπειες της τριβής της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος με τα οικονομικά, κοινωνικά και ιδεολογικά αποτελέσματα της πολιτικής του μνημονίου, αλλά και της αναμέτρησής τους με τα κινήματα αντίστασης. Συμπέρασμα, λοιπόν, σημαντικό: παρόλο που κι αυτή τη φορά ηττηθήκαμε, παρόλο που πρέπει να ψάξουμε καλά για τις αιτίες αυτής της νέας ήττας (κυρίως όσες από αυτές είναι «συστημικές» στο δικό μας στρατόπεδο), η «επόμενη μέρα» είναι μπροστά. Να συζητήσουμε λοιπόν γιατί και σ’ αυτή την κορυφαία αναμέτρηση δεν νικήσαμε, αλλά με το βλέμμα στην «επόμενη μέρα» και στον αντίπαλο, που έχει τα δικά του μεγάλα προβλήματα – και επειδή φθείρεται στην αντιπαράθεσή του με το κίνημα και επειδή δεν μπορεί να ελέγξει τις δικές του αντιφάσεις και την κρίση του που βαθαίνει διαρκώς! Οι μεγάλες αναμετρήσεις που έρχονται, χρειάζονται νικηφόρο σχέδιο μάχης. Και οι επιπτώσεις της τωρινής ήττας στο ηθικό, το βαθμό συσπείρωσης και την αγωνιστικότητα  του κινήματος μπορούν προφανώς να αναστραφούν από αντίρροπες δυνάμεις που είναι πολύ πιο ισχυρές.

 5. Μπροστά στο βάθεμα της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, ο προβληματισμός στους κόλπους της ελληνικής αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού εστιάζει σε ένα πράγμα: πώς θα λυθεί η αντίφαση ανάμεσα στις «αδράνειες» της αστικής δημοκρατίας και στην ανάγκη «έκτακτων λύσεων» που απαιτεί η διαχείριση της κρίσης. Και όλα συντείνουν στο να λυθεί η αντίφαση εις βάρος της αστικής δημοκρατίας και υπέρ μιας κοινοβουλευτικής απολυταρχίας – σε έσχατη περίπτωση ακόμη και με αναστολή ισχύος άρθρων του Συντάγματος όπως έχει ήδη γραφτεί! Η κυβέρνηση ύστερα από τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής κερδίζει λίγο χρόνο (αλλά πραγματικά πολύ λίγο, όπως έδειξαν τα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου), στη διάρκεια του οποίου ετοιμάζεται να βγάλει τη «βρόμικη δουλειά» (να ψηφίσει το αναθεωρημένο Μεσοπρόθεσμο, τον προϋπολογισμό και το νέο μνημόνιο), καθώς όλες οι εναλλακτικές πολιτικές λύσεις είναι προβληματικές, ενώ το σενάριο των εκλογών θεωρείται σενάριο αστάθειας για το σύστημα.

Όντως, τα δημοσκοπικά δεδομένα βγάζουν… χάος κι όχι στοιχειωδώς ανθεκτική διάδοχη λύση για το σύστημα, με τη ΝΔ πρώτη αλλά πολύ χαμηλά, με το ΠΑΣΟΚ να καταρρέει στην τρίτη ή και την τέταρτη θέση (!), το ΛΑΟΣ να είναι πέμπτο κόμμα και την Ντόρα εκτός Βουλής, ενώ η Αριστερά ανεβαίνει. Αν ένα τέτοιο σκηνικό αποτυπωθεί στις εκλογές, στα μυαλά του κόσμου θα φωλιάσει μαζικά η σκέψη: γιατί όχι μια κυβέρνηση της Αριστεράς; Και μαζί μ’ αυτό θα ανάψει η συζήτηση και θα «ανοίξει η όρεξη» για το πρόγραμμα που πρέπει να εφαρμόσει μια τέτοια κυβέρνηση, ένα πρόγραμμα υπέρ της εργατικής τάξης και ενάντια στο κεφάλαιο.

Από την άλλη, οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής απομακρύνουν (εντελώς προσωρινά), αλλά ουσιαστικά καθιστούν πλέον σενάριο της «επόμενης μέρας» το σενάριο της οικονομικής κατάρρευσης και αστάθειας, που θα δώσει στις εξελίξεις ανεξέλεγκτο χαρακτήρα. Η πρόσκαιρη ανακούφιση των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής είναι η τελευταία «ανάσα» για τον ελληνικό καπιταλισμό, πριν η κρίση του φτάσει στην «τελική δοκιμασία»: την ανοιχτή χρεοκοπία, την οικονομική κατάρρευση και την έξοδο από την Ευρωζώνη.

Ωστόσο, παρ’ όλη τη δεινή της θέση, η ελληνική αστική τάξη θα δώσει με όλα τα μέσα τη μάχη για να σώσει το τομάρι της, δεν θα διστάσει μπροστά σε τίποτε και δεν πρόκειται να αποσυντεθεί και να καταρρεύσει μέσα σε μια γενική παραλυσία. Η «επόμενη μέρα» θα χαρακτηριστεί από γενική επαν-επιθεώρηση «όπλων», σχεδίων και τακτικών από την αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό και από την απόπειρα σκληρής αντεπίθεσης ενάντια στο κίνημα και την Αριστερά.

6. Πρέπει να εξετάσουμε τις πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ υπό το πρίσμα αυτών των εξελίξεων και ιδιαίτερα των σεναρίων της «επόμενης μέρας». Το τελευταίο διάστημα, η ηγεσία του ΚΚΕ δέχεται ασφυκτικές πιέσεις από τον κόσμο της Αριστεράς, από τους ψηφοφόρους του και από μεγάλη μερίδα των μελών του, όχι μόνο για την ενότητα στη δράση αλλά και για πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς που θα παλέψει για πολιτική ανατροπή και για εναλλακτική πολιτική λύση. Οι πιέσεις αυτές έχουν ήδη δημιουργήσει τις πρώτες ρωγμές στο οικοδόμημα του σεχταρισμού. Υπό αυτή την έννοια είναι καταρχήν θετικό ότι το ΚΚΕ επέλεξε στη σαρανταοχτάωρη απεργία -για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια- να συμμετάσχει, έστω με αυτόν τον ιδιότυπο τρόπο, σε μια κοινή διαδήλωση, υιοθετώντας έστω και συμβολικά μορφές αγώνα που μέχρι πρότινος κατήγγελλε.

Ωστόσο, φαίνεται ότι η Τετάρτη απείλησε να δημιουργήσει ενωτική δυναμική, με αποτέλεσμα την Πέμπτη να γίνουν άλλες πολιτικές επιλογές από την ηγεσία του ΚΚΕ. Κρίνοντας με το αδιάσειστο πειστήριο του αποτελέσματος τις πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ την Πέμπτη, αντικειμενικά η ηγεσία του ΚΚΕ αποσυμφόρησε την πίεση πάνω στην κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα τη συγκεκριμένη στιγμή, δημιούργησε πολώσεις που υπονομεύουν και αναστέλλουν τις διεργασίες για ενωτική συμπαράταξη της Αριστεράς στους αγώνες και υπονόμευσε την εναλλακτική πολιτική λύση της Αριστεράς, δίνοντας «ανάσα» στα αστικά σχέδια για την «επόμενη μέρα»! Τα αρνητικά αποτελέσματα των πολιτικών επιλογών της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι τόσο σημαντικά, ώστε είναι δύσκολο να εξηγηθούν μόνο με λάθος εκτιμήσεις. Διότι από την ηγεσία ενός μεγάλου κόμματος της Αριστεράς περιμένει κανείς να προβλέπει τις συνέπειες των επιλογών του κι όχι να ψάχνει άλλοθι στη στάση των άλλων ή -πολύ περισσότερο- στις προβοκάτσιες της αστυνομίας. Να προβλέπει και να ματαιώνει τα σχέδια του αντιπάλου, κι όχι να πέφτει στις παγίδες του, προκαλώντας τέτοια ζημιά στην Αριστερά και το κίνημα.

Οι πρώτες ρωγμές στο οικοδόμημα της ακαμψίας και του σεχταρισμού είναι ήδη ορατές. Την ίδια στιγμή όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ είναι πανικοβλημένη από το ενδεχόμενο «ανοιχτών» εξελίξεων, με το πολιτικό σύστημα να παραπαίει, με τον κόσμο στο δρόμο έτοιμο για όλα απέναντι στις δυνάμεις καταστολής. Φοβάται εξίσου τόσο τη μαζική εισβολή των «μαζών» στο προσκήνιο όσο και το «δόκανο» της μαζικής απαίτησης για μέτωπο της Αριστεράς και πολιτική λύση της Αριστεράς. Φοβάται ότι οι σημερινές μικρές ρωγμές θα γίνουν τεράστιες, ο έλεγχος θα χαθεί και το οικοδόμημα του σεχταρισμού θα καταρρεύσει μαζί με την ίδια. Από αυτή την άποψη, την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου οι πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ καθορίστηκαν από το γραφειοκρατικό άγχος αφενός να αποφευχθούν «ανεξέλεγκτες εξελίξεις» με τον κόσμο στο δρόμο και αφετέρου να κλείσουν οι ρωγμές στο κομματικό οικοδόμημα και να μην αποκτήσουν νέα ώθηση οι προοπτικές κοινής δράσης και πολιτικού μετώπου της Αριστεράς. Η ηγεσία του ΚΚΕ θέλησε να στείλει πολλαπλά μηνύματα, στην Αριστερά αλλά και το σύστημα, ότι μπορεί να λειτουργήσει με επιτυχία αποτρεπτικά στα δύο αυτά επίπεδα. Αυτό δείχνουν όχι τα «πραγματολογικά στοιχεία» της βίαιης συμπλοκής με τους «μπάχαλους», αλλά η πολιτική διαχείριση αυτού του γεγονότος, οι καθαρές πολιτικές επιλογές.

Αυτό έδειξε ο τρόπος που αντέδρασε στη δολοφονία του δικού της στελέχους, σ. Κορατζίδη, όπου αντί να «σηκώσει» το θέμα, να στριμώξει την κυβέρνηση και να βαθύνει την έρπουσα πολιτική κρίση του συστήματος, το «έθαψε» πολιτικά και, αφού πρώτα απέδωσε το θάνατό του στους «προβοκάτορες κουκουλοφόρους» και για λίγες ώρες στοχοποίησε τον ΣΥΡΙΖΑ, ύστερα έριξε όλες τις ευθύνες για ό,τι έγινε στους προβοκάτορες. Η «υπεύθυνη στάση» της ηγεσίας του ΚΚΕ (την οποία εκθείασαν σύσσωμα τα καθεστωτικά ΜΜΕ αντιδιαστέλλοντάς την με την «ανευθυνότητα του ΣΥΡΙΖΑ») δεν μπορεί με τίποτε να διασκεδαστεί με τα απίστευτα «επιχειρήματα» ότι δεν θέλησαν να υποκύψουν στο μελό (!!!) και δεν θέλησαν να αξιοποιήσουν το γεγονός για πολιτικά οφέλη!!!

Ο νεκρός αγωνιστής, που η ηγεσία του ΚΚΕ «έθαψε πολιτικά», είναι ήρωας του κινήματος και θύμα του χημικού πολέμου της αστυνομίας, είναι ο πρώτος νεκρός στον αγώνα ενάντια στο μνημόνιο! Γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ δεν έκανε σημαία της στην πάλη του κινήματος ενάντια στην κυβέρνηση τη δολοφονία του αγωνιστή μέλους του κόμματός της; Γιατί ενώ χαρίστηκε με προκλητικό και προσβλητικό για το νεκρό αγωνιστή τρόπο στην αστυνομία και την κυβέρνηση, στοχοποίησε -έστω για λίγο- τον ΣΥΡΙΖΑ, συνειδητά και ενώ ήξερε ότι δεν έχει καμία σχέση; Γιατί δεν αρκέστηκε απλώς στο να βγάλει λάδι την αστυνομία και την κυβέρνηση για το θάνατο του αγωνιστή, αλλά -για λίγο έστω- ισχυριζόταν, λέγοντας συνειδητά ψέματα, ότι ο θάνατός του ήταν αποτέλεσμα της συμπλοκής στο Σύνταγμα;! Διότι φοβάται τις ενωτικές διεργασίες, φοβάται να αναλάβει τις πολιτικές ευθύνες της εναλλακτικής πολιτικής λύσης, φοβάται να «μπλέξει» με τις εξεγερτικές διαθέσεις του κόσμου, εν τέλει φοβάται να δώσει ηγεσία σ’ έναν πραγματικό αγώνα ανατροπής. Έτσι, κατασκευάζει διαρκώς «αριστερά άλλοθι» για μια συντηρητική και ηττοπαθή γραμμή: αρχικά είπε ότι το αίτημα δυνάμεων της Αριστεράς για διαγραφή του χρέους είναι διαχειριστική λύση (αναγκάστηκε να το αλλάξει τους τελευταίους μήνες) αλλά και το ανάποδο: αρχικά είπε ότι μια έξοδος από το ευρώ θα είναι καταστροφή αλλά τελευταία το γύρισε στο έξω από το ευρώ, κατασκευάζοντας ένα γερό προγραμματικό άλλοθι ενάντια στο πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς.

7. Η άλλη προβληματική επιλογή που καθόρισε τα γεγονότα της Πέμπτης ήταν η διάταξη στο χώρο της πλατείας Συντάγματος: ο αποκλεισμός των προσβάσεων στη λ. Αμαλίας όχι για τους «μπάχαλους», αλλά για τα άλλα συνδικαλιστικά και πολιτικά μπλοκ, γεγονός που έκανε εξαιρετικά πιθανή την αντιπαράθεση με άλλα κομμάτια της Αριστεράς και του κινήματος. Η διάταξη των δυνάμεων και της περιφρούρησης του ΚΚΕ αντιμετώπιζε όλα τα υπόλοιπα κομμάτια, συνδικαλιστικά και πολιτικά, της πλατείας Συντάγματος σαν απειλή. Εκεί κάτω δεν υπήρχαν συναγωνιστές/στριες, αλλά μια απειλητική ενδοχώρα από την οποία θα επέλαυναν οι προβοκάτορες της αστυνομίας – που φυσικά, εξ ορισμού, δεν βγαίνουν φόρα παρτίδα από τις διμοιρίες των ΜΑΤ. Αλλά είναι άλλο πράγμα να περιφρουρείς το μπλοκ σου, κι άλλο η σταλινική πατέντα της προβοκατορολογίας, που καθιστά «ύποπτα για υπόθαλψη προβοκατόρων» όλα τα κομμάτια του κινήματος που δεν είναι μέσα στις αλυσίδες του κόμματος. Αυτή είναι η πολιτική εξήγηση γιατί το ΚΚΕ εξαπέλυσε επίθεση εναντίον δικαίων και αδίκων: τους αντιμετώπιζε όλους σαν πιθανούς προβοκάτορες.

8. Τίθεται επομένως το ερώτημα: Αυτές οι πολιτικές επιλογές μπορούν να αποδοθούν μόνο σε λάθη; Και το παρεπόμενο ερώτημα: Αν αντί γι’ αυτές τις πολιτικές επιλογές είχαν γίνει κάποιες άλλες, η κατάσταση δεν θα ήταν τελείως διαφορετική σε όλα τα επίπεδα; Είναι λάθος να συγ-κρίνουμε πολιτικά την ηγεσία του ΚΚΕ με τους «μπάχαλους»: προς την ηγεσία του ΚΚΕ η απαίτηση είναι για πολιτικό σχέδιο, πολιτική πρόβλεψη, προσήλωση στη μάχη με τον αντίπαλο, στοιχειώδη αλληλεγγύη μέσα στο κίνημα, πολιτικές επιλογές που να μην καθηλώνουν αλλά να προωθούν το κίνημα στο σύνολό του. Το θλιβερό πολιτικό αποτέλεσμα, την Τετάρτη να συζητάει όλη η Ελλάδα για την πρωτοφανή και ενωτική διαδήλωση και την Πέμπτη να συζητάμε για τον ενδο-κινηματικό «εμφύλιο» και να μας διακωμωδούν οι εκπρόσωποι του συστήματος είναι πολιτική ευθύνη της ηγεσίας του ΚΚΕ. Και εξηγείται ακριβώς με την προσπάθειά της να ανακόψει τη δυναμική της ενωτικής προσέγγισης μέσα στο κίνημα και την Αριστερά, να αποφύγει το «ζόρικο» καθήκον να δώσει ηγεσία και εναλλακτική λύση τώρα, να τσιμεντάρει τις γραμμές του κόμματος απέναντι στα «εχθρικά περιβάλλοντα». Δεν ήταν η άτσαλη διαχείριση κάποιων διστακτικών βημάτων σε ενωτική κατεύθυνση, αλλά η συνειδητή κατασκευή ενός κατάλληλου άλλοθι για να ανακοπούν αυτές οι διεργασίες.

9. Η στάση απέναντι στο ΚΚΕ πρέπει να αποφεύγει δύο «συμμετρικά λάθη» που γίνονται από οργανώσεις της Αριστεράς και από τον αναρχικό χώρο. Το πρώτο είναι η παραίτηση από κάθε κριτική στο ΚΚΕ, προκειμένου να υπηρετηθεί ο στόχος της ενότητας της Αριστεράς. Η ενωτική τακτική όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει παραίτηση από την κριτική! Ειδικά με τη σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ δεν πρέπει να υπάρχει καμία αυταπάτη ότι είναι ικανή να επαναλάβει όλη τη διαδρομή των ιστορικών εγκληματικών λαθών του σταλινισμού (ιδιαίτερα μάλιστα αν αφεθεί στο απυρόβλητο της κριτικής), από νέες Βάρκιζες μέχρι νέες δολοφονίες τροτσκιστών και «αντιφρονούντων». Η προβοκατορολογία και η ενδο-κινηματική και ενδο-αριστερή βία είναι βαθιά ριζωμένη στη σταλινική αντίληψη της ηγεσίας του ΚΚΕ, είναι πολιτική παρέκκλιση που υπονομεύει το κίνημα και την Αριστερά και απέναντι σ’ αυτήν δεν επιτρέπεται κανένας συμφιλιωτισμός. Το δεύτερο λάθος είναι η απαξίωση συλλήβδην του ΚΚΕ, δηλαδή του κόσμου του (με τα γνωστά περί «προβάτων», ΚΝΑΤ κ.λπ.), που προωθεί μια κουλτούρα «κουκουεδοφοβίας» η οποία έχει δύο σοβαρές συνέπειες: α. Παράγει μια γενική απέχθεια προς την οργάνωση, το κόμμα, την περιφρούρηση, υιοθετώντας στοιχεία μιας μεταμοντέρνας ιδεολογικής αποσάθρωσης που αποθεώνει το άτομο ενάντια στη συλλογικότητα. β. Διευκολύνει την ηγεσία του ΚΚΕ να συσπειρώσει τον κόσμο της σε σεχταριστική βάση και να κλείσει τις ρωγμές. Αν η προβοκατορολογία είναι ένα σοβαρό πολιτικό λάθος, μια προβληματική πολιτική κουλτούρα, εξίσου λάθος είναι και η «κουκουεδοφοβία», κι αυτό δεν είναι προσπάθεια ίσων αποστάσεων, ούτε θέλει να μπει στο ζήτημα της αξιολόγησης τι είναι πιο επιζήμιο από το άλλο. Συνιστά πολιτική θέση και απαίτηση για πάλη ενάντια και στις δύο αυτές, επιζήμιες για το κίνημα και την Αριστερά, πολιτικές παρεκκλίσεις.

10. Την Πέμπτη στο Σύνταγμα γίναμε μάρτυρες μιας πρωτοφανούς επίδειξης πολιτικού αμοραλισμού από ένα τμήμα του αναρχικού χώρου που πολιτεύεται με χαρακτηριστικά μητροπολιτικής βίας και που η πολιτική του ταυτότητα είναι τα μπάχαλα, δηλαδή η βία έξω από τον ιστορικό χρόνο (πολιτικοί στόχοι και επιλογές, συνειδητές και συλλογικές τακτικές, συγκεκριμένη εκτίμηση συσχετισμών και περιστάσεων κ.λπ.), η οποία μάλιστα έχει τυποποιηθεί στο «μολότοφ, πέτρα, σπασμένη τζαμαρία, κάδος απορριμμάτων που καίγεται, επέλαση των ΜΑΤ, τρέξιμο». Εδώ, σε αντίθεση με το ΚΚΕ, δεν έχουμε να κάνουμε με πολιτική ηγεσία την οποία υποβάλλεις σε πολιτική κριτική, αλλά περισσότερο με κοινωνικό φαινόμενο και με διάσπαρτες ομάδες. Την Πέμπτη στο Σύνταγμα αυτού του τύπου η μητροπολιτική βία επέδειξε εγκληματικά χαρακτηριστικά δολοφονικών επιθέσεων με μολότοφ και μάρμαρα σε «χύμα κόσμο» του μπλοκ του ΚΚΕ αλλά και αδιάκριτα σε όσους βρίσκονταν στην «απέναντι πλευρά». Σε αυτές τις πρακτικές δεν επιτρέπεται καμία πολιτική ανοχή! Όμως, είναι άλλο πράγμα η δικαιολογημένη απέχθεια και οργή για τέτοιου τύπου πρακτικές και άλλο η αναρχοφοβία, η προβοκατορολογία και η ταύτιση κάθε μαχητικής πρακτικής ή των διαθέσεων για μαχητικές πρακτικές στο δρόμο, με τους «μπάχαλους».

11. Τα μαθήματα «πολιτικής ηθικής» (για τη χρήση βίας στις ενδο-κινηματικές και ενδο-αριστερές αντιπαραθέσεις) και οι κριτικές για «ιδιοκτησιακό σύνδρομο» του ΚΚΕ σηκώνουν πολλή συζήτηση. Διότι αν μιλάμε για ενδο-αριστερή βία και για ιδιοκτησιακά σύνδρομα, τέτοια φαινόμενα δεν αφορούν -δυστυχώς- μόνο το ΚΚΕ. Ο αναρχικός χώρος, η άκρα αριστερά αλλά και το συνδικαλιστικό κίνημα κάτι ξέρουν απ’ αυτά – και δε μιλάμε μόνο για παλιές ιστορίες αλλά και για πρόσφατες. Οι ίδιοι οι κατεξοχήν αντίπαλοι του ΚΚΕ στη «μάχη» της Πέμπτης, οι αναρχικοί και οι «μπάχαλοι», έχουν χρησιμοποιήσει τέτοια μέσα όχι μόνο ενάντια σε άλλα κομμάτια του κινήματος και της Αριστεράς, αλλά και μεταξύ τους.

Κάθε τέτοιος «εμφύλιος» είναι εκ των πραγμάτων θλιβερός, αλλά υπάρχουν και κάποια όρια που όταν ξεπερνιούνται, καταστρέφουν το αξιακό κεφάλαιο συνολικά του κινήματος και της Αριστεράς. Οι ρίψεις μαρμάρων και μολότοφ αδιάκριτα ενάντια σε «χύμα κόσμο» του μπλοκ του ΚΚΕ ή από την άλλη μεριά η απομόνωση και το λιντσάρισμα διαδηλωτών από ροπαλοφόρους του ΚΚΕ, ένα μόνο αποτέλεσμα έχουν: να αποδεικνύουν ότι η Αριστερά και ο αναρχισμός μπορούν να επιδείξουν την ίδια αγριότητα με τα ΜΑΤ… Σε ποιον χρειάζεται αυτό το «παράσημο»;

Αντί γι’ αυτό, πρέπει να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για τη δημοκρατία μέσα στο κίνημα, γιατί είναι όρος για την εργατική εξουσία και την εργατική αυτοδιεύθυνση. Σίγουρα πάντως θα είναι εγκληματικό αυτός ο εμφύλιος να μετατραπεί σε «βεντέτα» διαρκείας και να διαχυθεί σε κοινωνικούς χώρους, γειτονιές κ.λπ. Αρκετές υπηρεσίες προσέφεραν οι πρωταγωνιστές του «εμφυλίου» στην αστυνομία και την κυβέρνηση του μνημονίου, τώρα πρέπει αυτό να τελειώσει άμεσα!

12. Είναι εντυπωσιακό σε ποιο βαθμό οι «μπάχαλοι», δηλαδή κομμάτια του αναρχικού χώρου, διαπνέονται από μια πολιτική κουλτούρα και υιοθετούν πρακτικές που αποτελούν ανάτυπο του σταλινισμού: Ιδιοκτησιακό σύνδρομο (τι άλλο είναι η εργολαβία της σύγκρουσης που επιβάλλεται στα «πρόβατα»;), αντιδημοκρατικές πρακτικές (τι άλλο είναι όχι μόνο να επιβάλλεις τις δικές σου τακτικές μάχης ενάντια σε όλους τους άλλους, αλλά και να τους καταστέλλεις όταν διαφωνούν;), βαθιά υποτίμηση της «μάζας», υποτίμηση και εχθρότητα προς τα άλλα κομμάτια του κινήματος (τι άλλο είναι να θεωρείς όλους τους άλλους ανάξιους για τη μάχη, να αδιαφορείς με ποιο τρόπο μπορούν να κερδηθούν σε αυτήν και να χρησιμοποιείς τη «μάζα» για κάλυψη και αναδίπλωση;), επίδειξη αμοραλισμού στις ενδο-κινηματικές αντιπαραθέσεις (την Πέμπτη στο Σύνταγμα ξεπέρασαν κατά πολύ την περιφρούρηση του ΚΚΕ σε αυτό το ζήτημα), αίσθηση ελέω Θεού πρωτοπορίας (εμείς είμαστε οι πραγματικοί μαχητές, όλοι οι άλλοι είναι συμβιβασμένοι), υποταγή στα συμβολικά-θεαματικά στοιχεία της σύγκρουσης (τι άλλο είναι ο καμένος κάδος που συμβολίζει το… οδόφραγμα και η εμμονή στο σπάσιμο τζαμαριών όταν η αστυνομία επιτίθεται μαζικά στα μπλοκ της διαδήλωσης;). Και επιπλέον: Εργαλειοποίηση της σύγκρουσης (που αποσυσχετίζεται από πολιτικούς στόχους και συνειδητά σχέδια και εκφυλίζεται σε βεντέτα με τις δυνάμεις καταστολής) και επιλογή τακτικών μάχης που δεν επιτρέπουν στους πολλούς να ασκήσουν το «νόμιμο δικαίωμα» στη μαζική αυτοάμυνα απέναντι στην αστυνομία. Είναι φανερό ότι το κοινό υπόβαθρο αυτών των αντιλήψεων και πρακτικών με το σταλινισμό είναι η λογική της υποκατάστασης: στην περίπτωση του σταλινισμού από το «αλάθητο κόμμα», στην περίπτωση των «μπάχαλων» από την «αξιόμαχη» – βίαιη πρωτοπορία.

13. Ήρθε η ώρα η Αριστερά και το εργατικό κίνημα να συζητήσουν ανοιχτά και σοβαρά το ζήτημα του τρόπου περιφρούρησης (των πορειών, των κατειλημμένων χώρων, των εργοστασίων που απεργούν, των γειτονιών, των γραφείων και στεκιών) από την αστυνομία (και να μην ξεχνιόμαστε, από τους φασίστες), αλλά και τις τακτικές μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας και τις τακτικές μάχης απέναντι στις δυνάμεις καταστολής. Εδώ, κάθε δύναμη της Αριστεράς πρέπει να πάρει συγκεκριμένη και ξεκάθαρη θέση. Αν πίσω από το δέντρο των «μπάχαλων» χάσουμε το δάσος των ογκούμενων εξεγερτικών διαθέσεων στην κοινωνία, αν βλέπουμε μόνο τον κουκουλοφόρο που σπάει βιτρίνες αλλά όχι και τους μαθητές που πέταγαν πέτρες στα αστυνομικά τμήματα το Δεκέμβρη του 2008 ή τη γιαγιά που πετάει πέτρες στα ΜΑΤ (συμβολίζοντας και αποκαλύπτοντας μια ευρύτερη διάθεση) ή τις μαχητικές διαθέσεις σε εργατικά και κοινωνικά κομμάτια, αν μιλάμε για την εξέγερση χωρίς να την πιστεύουμε ή πιστεύοντας την Παπαρήγα που διαβεβαιώνει ότι θα γίνει χωρίς να σπάσει ούτε ένα τζάμι, αν θεωρούμε ότι θα τα μαζεύουμε και θα φεύγουμε μόλις εμφανίζονται τα ΜΑΤ κι ότι αυτό δεν θα έχει πολιτικές συνέπειες στον αγώνα και στο συσχετισμό δύναμης, αν δεν θεωρούμε ότι υπάρχει λόγος να μιλήσουμε για οργανωμένη και μαζική αυτοάμυνα, τότε δύο πράγματα θα καταφέρουμε ταυτόχρονα: το να μείνει η Αριστερά πολλά βήματα πίσω από τις μαχητικές διαθέσεις της κοινωνίας και να εκφραστούν στρεβλά και αδιέξοδα αυτές οι διαθέσεις με μορφές μητροπολιτικής βίας.

14. Είναι πραγματικά δείκτης πολιτικής αδυναμίας για την Αριστερά ότι δεν τολμάει καν να θέσει ανοιχτά και να συζητήσει αυτό το θέμα. Η δυνατότητα των δυνάμεων καταστολής να διαλύουν τις διαδηλώσεις μας χωρίς σοβαρή αντίσταση δεν είναι «τεχνικό» αλλά κορυφαίο πολιτικό ζήτημα: η νικηφόρα αστυνομική βία είναι αποτελεσματικότατος «ιδεολογικός μηχανισμός» του κράτους: αποθαρρύνει και αποσυσπειρώνει, υποθηκεύει τη στρατηγική των μεγάλων, κεντρικών, συγκεντρωτικών μαχών. Αντίστοιχα, η αδυναμία της Αριστεράς να σταθεί αποτελεσματικά στο δρόμο και οι συνεχείς ήττες του κινήματος από την αστυνομία αποτελούν όριο για αυτά καθαυτά τα πολιτικά σχέδια της Αριστεράς.

Όσο η Αριστερά και το κίνημα δεν έχουν οργανωμένη περιφρούρηση απέναντι στην αστυνομία, όσο έχουν την ψευδαίσθηση ότι θα γίνουν ικανοί για τη μάχη απέναντι στην αστυνομία αν τάχα πρώτα γίνουν ικανοί στη μάχη απέναντι στους «μπάχαλους», η αστυνομία (και η κυβέρνηση) θα έχει το κεφάλι της ήσυχο – αν δεν της περάσουν τίποτε ιδέες να εφαρμόσει την τακτική ότι επεμβαίνει για να σώσει τα ειρηνικά κομμάτια του κινήματος από τους κουκουλοφόρους, κάτι που δοκίμασε εν μέρει την Πέμπτη στο Σύνταγμα με αφορμή τον ενδο-κινηματικό εμφύλιο.

Αν προσπαθήσουμε να φανταστούμε τις εξελίξεις, με κυβερνήσεις περιορισμένης ή ελάχιστης νομιμοποίησης που θα στηρίζονται όλο και περισσότερο στην καταστολή σε συνθήκες κλιμάκωσης της κρίσης ή και κατάρρευσης, τότε γίνεται φανερό ότι η αντιμετώπιση της καταστολής είναι κορυφαίο πολιτικό και οργανωτικό ζήτημα για την Αριστερά. Πρέπει να τελειώνουμε με την υποκρισία να χαιρετίζουμε τις επαναστάσεις και εξεγέρσεις αλλού (στην Αίγυπτο, την Τυνησία κ.λπ.), να εμπνεόμαστε από την Οαχάκα και τον κομαντάντε Μάρκος, να θυμόμαστε με νοσταλγία τα οδοφράγματα στα Ιουλιανά, τα καθόλου ειρηνικά κατορθώματα των οικοδόμων της δεκαετίας του ’60 και την παράνομη δουλειά στη χούντα, αλλά να θεωρούμε ότι όλα αυτά δεν μας αφορούν στην ιστορική συγκυρία της μεγαλύτερης κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού μετά τον πόλεμο! Να το πούμε προκλητικά: η Αριστερά που έχει ξεχάσει και δεν έχει καμία διάθεση να ξαναμάθει πώς φτιάχνονται τα οδοφράγματα, δεν πρόκειται ποτέ να βρει το δρόμο για τη νίκη!

15. Βεβαίως, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι θεωρούμε τις ειρηνικές διαδηλώσεις… σούπα, ότι στο δρόμο μόνο η μαχητική αντιπαράθεση με την αστυνομία έχει νόημα. Μια τεράστια διαδήλωση σαν αυτή της Τετάρτης είναι μια πολιτική νίκη, το να επιμένεις ειρηνικά (πηγαίνοντας με χειροκροτήματα και γυμνά χέρια πάνω στα ΜΑΤ, όπως κάποιες στιγμές τον Ιούνη στο Σύνταγμα) είναι μια μορφή πάλης που έχει αποδειχτεί σε συγκεκριμένες περιστάσεις αποτελεσματική, γιατί μεγιστοποιεί το πολιτικό κόστος για τον αντίπαλο, το να ξεσηκώνεις τον κόσμο στο χώρο εργασίας, στη σχολή, στη γειτονιά είναι βαθιά εξεγερτική πράξη, το να κάνεις υπομονετική δουλειά για να αλλάξεις τους συσχετισμούς και τις διαθέσεις του κόσμου, επίσης. Αλλά όλα αυτά δεν σημαίνουν με κανένα τρόπο ότι η μαχητική αντιπαράθεση, η πολιτική και οργανωτική προετοιμασία ώστε τα μπλοκ μας να είναι ανθεκτικά στις επιθέσεις των ΜΑΤ, η μαζική αυτοάμυνα απέναντι στις επιθέσεις των δυνάμεων καταστολής και η συνειδητή προετοιμασία γι’ αυτή την πλευρά των οργανωτικών και πολιτικών καθηκόντων της Αριστεράς, είναι… μπαχαλισμός. Στην πραγματική ταξική πάλη οι εναλλαγές των μορφών, το πέρασμα από το ειρηνικό στο μαχητικό και τούμπαλιν, το πέρασμα από την άμυνα στην επίθεση και τούμπαλιν, το πέρασμα από τη μαζική ζύμωση και προπαγάνδα στον «πόλεμο κινήσεων» είναι ζήτημα συγκεκριμένης εκτίμησης των περιστάσεων, των συσχετισμών, της ετοιμότητας των συγκροτημένων υποκειμένων αλλά και της μαζικής κοινωνικής πρωτοπορίας, είναι τελικά ζήτημα της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης.

16. Αλλά το ζήτημα δεν εξαντλείται σε αυτά: είναι επίσης σοβαρό ζήτημα πώς προφυλάσσεται το κίνημα και η Αριστερά από τις κυβερνητικές και αστυνομικές προβοκάτσιες, από τη δράση των παρακρατικών κ.λπ. Και αυτή η συζήτηση πρέπει να πάψει να είναι ταμπού!

Υπάρχουν όμως δύο τρόποι να τοποθετηθεί το ζήτημα: Ο ένας είναι να θεωρήσουμε πως όσοι/ες παρεκκλίνουν από τη γραμμή των ειρηνικών διαδηλώσεων είναι τουλάχιστον «μπάχαλοι», αν όχι προβοκάτορες και επομένως πρέπει να απομονώνονται βίαια. Τα προβλήματα με αυτή την αντίληψη είναι πολλά: α. Τι σημαίνει η απαίτηση για ειρηνικές διαδηλώσεις; Ότι κάθε μαχητική πρακτική είναι «μπαχαλισμός»; Ότι για παράδειγμα η Κερατέα, ακόμη και τα καθιερωμένα τζαρτζαρίσματα των φοιτητικών πορειών στα Λουλουδάδικα ή αλλού, που συνήθως τα ακολουθεί η βία των ΜΑΤ, ότι η αυθόρμητη λαϊκή βία (επιθέσεις των μαθητών στα αστυνομικά τμήματα το 2008 κ.λπ.) είναι «μπαχαλισμός»; Μια τέτοια γενίκευση μετατρέπει πλέον την «αρχή» των ειρηνικών πορειών σε στρατηγική, επιβάλλει τη ρεφορμιστική στρατηγική ταυτότητα σε όλο το κίνημα, σε όλη την Αριστερά. β. Όταν η αστυνομία επιτίθεται, τότε πώς αντιδρούμε; Τότε το λόγο έχουν τα γρήγορα πόδια ή η θυματοποίηση-μετατροπή μας σε πρώτη ύλη για τις ασκήσεις αγριότητας των ΜΑΤ; γ. Τι κάνουμε με αυτούς/ές, από το «χύμα κόσμο» ή και από κομμάτια της Αριστεράς, που κινούμενοι/ες από ταξικό μίσος ή απόγνωση, επιλέγουν να πετάξουν την πέτρα ή χειροκροτούν αυτούς που το κάνουν; δ. Τι κάνουμε με τη νεολαία που συγκεντρώνεται, κατά εκατοντάδες και χιλιάδες σε όλη την Ελλάδα, σε αναρχικά στέκια και σε αναρχικές ομάδες, και έχει μαχητικές διαθέσεις; Τους απομονώνουμε κι αυτούς βίαια; Αν δεν εθελοτυφλούμε, πάντως, θα πρέπει να μας απασχολήσει γιατί ο αναρχισμός τα τελευταία χρόνια έχει κερδίσει ένα αξιόλογο κομμάτι της νεολαιίστικης πρωτοπορίας. Μήπως γιατί, μεταξύ άλλων, η Αριστερά αποδεικνύεται ανίκανη να εντάξει στη δική της στρατηγική τις μαχητικές διαθέσεις της νεολαίας; ε. Έχει η Αριστερά κατακτήσει την πολιτική κουλτούρα της συνεργασίας και αλληλεγγύης στις πορείες, έχουν τα μπλοκ της την πολιτική ωριμότητα να βλέπουν την πορεία στο σύνολό της σαν «συλλογικό σώμα» και τον εαυτό τους σαν τμήμα του; Ή μήπως είμαστε ακόμη στη φάση τού «αλυσίδες, σύντροφοι» και να παραμερίζουμε για να μη μας την πέσουν κι εμάς τα ΜΑΤ και πάθουμε ό,τι και οι διπλανοί μας; Και αν δεν έχουμε κατακτήσει αυτά τα στοιχειώδη, ποιος θα διερμηνεύσει, θα εκφράσει και πολύ περισσότερο θα επιβάλει την υποτιθέμενη γενική αρχή των «ειρηνικών διαδηλώσεων»; στ. Στο τέλος τέλος, τι εννοούμε «περιφρούρηση από τους μπάχαλους»; Να επεκταθεί το μοντέλο που εφάρμοσε το ΚΚΕ την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου; Είναι εκπληκτικό που κάποιοι μέσα στην Αριστερά -και μάλιστα την άκρα- θεωρούν πετυχημένο αυτό το μοντέλο ώστε να προτείνουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή του!.. Αυτή η θεώρηση κινδυνεύει να κάνει την κουλτούρα της αναρχοφοβίας και προβοκατορολογίας κυρίαρχη, να γενικεύσει έναν καταστροφικό εμφύλιο με τον αναρχικό χώρο συνολικά, αλλά επίσης, πράγμα που είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα, να αποξενώσει την Αριστερά από οτιδήποτε μαχητικό γεννιέται στο ίδιο το κίνημα σε μια τέτοια περίοδο ανοιχτού ταξικού πολέμου.

Ο δεύτερος τρόπος είναι να τεθεί ανοιχτά το ζήτημα της προστασίας των πολιτικών και κοινωνικών κομματιών του κινήματος από τη διείσδυση ασφαλιτών και παρακρατικών στις γραμμές του και από τις τακτικές διείσδυσης και μάχης της ίδιας της αστυνομίας μέσα στο κίνημα και στα «μετόπισθεν» του κινήματος. Όλοι ξέρουμε ότι η αστυνομία έχει ειδικές μονάδες γι’ αυτό (ασφαλίτες, «κουκουλοφόροι» και μη) και δυστυχώς όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο συμπέρασμα ότι το κίνημα στο σύνολό του είναι διάτρητο στη διείσδυση τέτοιων προβοκατόρικων ομάδων. Ξέρουμε και από την ιστορική πείρα ότι κανένας χώρος, όσο σφιχτή οργανωτική δομή και αν έχει και όσο σκληρά οργανωτικά μέτρα και αν πάρει, δεν μπορεί να προστατευτεί απόλυτα από τη διείσδυση της αστυνομίας (μέχρι και την επανάσταση του ’17 βρισκόταν στην Κ.Ε. των Μπολσεβίκων ένας προβοκάτορας της Οχράνα), πολύ περισσότερο μια μαζική διαδήλωση δεκάδων και εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Εδώ, το μόνο αντίδοτο είναι το ξεκάθαρο σχέδιο, τα συγκροτημένα μπλοκ και η αλληλεγγύη ανάμεσά τους, οι οργανωμένες περιφρουρήσεις απέναντι στην αστυνομία.

Οι «μπάχαλοι», λόγω της πρωτόλειας έως ανύπαρκτης οργανωτικότητας και του τρόπου δράσης (όπου ο κουκουλοφόρος της αστυνομίας μπορεί να γίνει πανεύκολα «συναγωνιστής» στο κάψιμο και το σπάσιμο), αλλά και του σχεδίου μάχης (που είναι «ανοιχτό» και εκτεθειμένο σε κάθε «πρωτοβουλία») είναι ασφαλώς οι πιο ευάλωτοι – και αυτό πρέπει να απασχολήσει σοβαρά τον αναρχικό χώρο. Επειδή λοιπόν το ζήτημα είναι τα συγκροτημένα μπλοκ (με αλυσίδες αλλά και ομάδες περιφρούρησης, ώστε να αντέχουν στις επιθέσεις της αστυνομίας και να μη διαλύονται), επειδή το ζήτημα είναι να μπορούμε να εντάξουμε σε ένα πολιτικό σχέδιο αλλά και σε ένα σχέδιο μάχης τις ζωντανές – μαχητικές διαθέσεις του κόσμου που κατεβαίνει στις πορείες, επειδή το βλέμμα μας είναι στραμμένο στον αντίπαλο, γι’ αυτό υπάρχει και ζήτημα περιφρούρησης των μπλοκ μας από τους «μπάχαλους»: γιατί θέλουμε να ορίζουμε εμείς τον τρόπο που στεκόμαστε στο δρόμο και γιατί δεν θέλουμε να μας χρησιμοποιούν σαν «μετόπισθεν» και κάλυψη για τα δικά τους σχέδια.

Όμως, γενικότερα, κανείς δεν είναι άτρωτος στη διείσδυση προβοκατόρων. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, χρειάζεται ένα άλλο επίπεδο οργανωτικής και πολιτικής ωριμότητας από την πλευρά της Αριστεράς, το οποίο θα αποκτήσει μόνο με τη συσσώρευση πείρας στην περιφρούρηση από και την αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής (ΜΑΤ, ΔΙΑΣ κ.λπ.) παντού όπου δραστηριοποιείται: στις διαδηλώσεις, τις καταλήψεις, τους εργασιακούς χώρους, τις γειτονιές.

17. Όσα έγιναν την Πέμπτη στο Σύνταγμα αποτελούν ήττα για το κίνημα, για την οποία ευθύνονται όλοι οι πρωταγωνιστές του «εμφυλίου».

Το ΚΚΕ προσπάθησε να επιβεβαιώσει το μύθο του άτρωτου και του «αφεντικού» του κινήματος, αλλά και την προφητεία ότι όλοι οι άλλοι χώροι είναι εν δυνάμει «ορμητήριο προβοκατόρων», αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει τα ΜΑΤ διαιτητές στην «εμφύλια» σύγκρουση μέσα στο κίνημα και να καταστρέψει σε σημαντικό βαθμό το πολιτικό κεφάλαιο της κινητοποίησης στη σαρανταοχτάωρη απεργία. Εξίσου πενιχρά και πρόσκαιρα θα αποδειχτούν και τα κέρδη του στην απόπειρα να αναστρέψει τις δυναμικές προσέγγισης ανάμεσα στον κόσμο της Αριστεράς. Η εικόνα μιας ηγεσίας που «θάβει πολιτικά» το νεκρό του κόμματός της, που ανοίγει μέτωπο με τον ΣΥΡΙΖΑ για να το εγκαταλείψει σε λίγες ώρες, που υμνείται από τις δυνάμεις του συστήματος και που στο τέλος προσπαθεί να διασώσει τα συντρίμμια αυτής της της τακτικής φορτώνοντάς τα όλα (πολύ βολικά!) στον «αποδιοπομπαίο τράγο» των προβοκατόρων της αστυνομίας είναι εύγλωττη απόδειξη αποτυχίας του σχεδίου. Τα οφέλη της ψυχολογίας της πόλωσης θα αποδειχτούν πρόσκαιρα – οι θύελλες που έρχονται θα τα διασκορπίσουν.

Η ενωτική πίεση πάνω στο ΚΚΕ πρέπει να μεγαλώσει – είναι απαραίτητο πρώτα απ’ όλα για τον κόσμο που αγωνίζεται.

Οι «μπάχαλοι» αλλά και άλλα κομμάτια του αναρχικού χώρου υπέστησαν μια δεύτερη στρατηγική ήττα μετά τη Μαρφίν: αποδείχτηκαν πολύ χειρότεροι από την περιφρούρηση του ΚΚΕ στην επίδειξη αγριανθρωπισμού στον εσωτερικό «εμφύλιο», τον οποίο κάποιοι συνεχίζουν με όρους βεντέτας μεταξύ συμμοριών, ενώ συνεχίζουν τακτικές μάχης με την αστυνομία που τους αναδεικνύουν σε μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης.

Η υπόλοιπη Αριστερά, στο μεγαλύτερο μέρος της εγκλωβίστηκε σε μια άγονη αποτίμηση, με «πραγματολογικούς» όρους και έξω από τις πολιτικές συντεταγμένες της περιόδου, των «γεγονότων της Πέμπτης»: Ένα τμήμα της υπέκυψε στην αναρχοφοβία και την ιδέα της υπεράσπισης του «ειρηνικού χαρακτήρα» των διαδηλώσεων. Το υπόλοιπο αντιστάθηκε στην αναρχοφοβία, αλλά δείχνει διστακτικότητα στο να ασκήσει την επιβαλλόμενη σκληρή κριτική στην ηγεσία του ΚΚΕ και δεν έχει απάντηση στο ερώτημα «Ποιο είναι το νικηφόρο σχέδιο μάχης;» ούτε στο πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η κρατική καταστολή.

18. Στο «παραπέντε», λοιπόν, της «επόμενης μέρας», ποια είναι η προετοιμασία της Αριστεράς γι’ αυτήν; Ποιο είναι το νικηφόρο σχέδιο; Υπάρχει νικηφόρο σχέδιο, που υπονομεύτηκε από τα γεγονότα της δεύτερης μέρας της σαρανταοχτάωρης απεργίας; Ή μήπως αυτός ο «εμφύλιος» υπήρξε ακριβώς σύμπτωμα της έλλειψης νικηφόρου σχεδίου; Από πολλές πλευρές ειπώθηκε και γράφτηκε ότι το ΚΚΕ περιφρούρησε τη Βουλή, διασφαλίζοντας την ελεύθερη πρόσβαση των βουλευτών σ’ αυτήν. Την περιφρούρησε από ποιον; Εξ όσων γνωρίζουμε, κανένα οργανωμένο τμήμα του κινήματος δεν είχε στόχο να… καταλάβει τη Βουλή. Τι θα γινόταν λοιπόν την Πέμπτη χωρίς την περιφρούρηση του ΚΚΕ (διαταγμένη με τον τρόπο που ξέρουμε) που δεν έγινε την προηγούμενη μέρα, την Τετάρτη, όταν ο κόσμος ήταν σχεδόν πενταπλάσιος;

Είναι βέβαιο ότι ακόμη και αν είχε αποφευχθεί ο «ενδο-κινηματικός εμφύλιος» την Πέμπτη, πάλι η κυβέρνηση δεν θα είχε πέσει και το πολυνομοσχέδιο θα είχε ψηφιστεί. Αυτή η κυβέρνηση είναι πολιτικό πτώμα -για τους λόγους που προαναφέραμε- αλλά δεν θα πέσει απλώς επειδή περικυκλώθηκε η Βουλή από τον κόσμο, ακόμη κι αν αυτός ήταν εκατοντάδες χιλιάδες.

Αυτό το ερώτημα προκαλεί αμηχανία στη μεγάλη πλειονότητα της Αριστεράς. Αφού η κυβέρνηση δεν πέφτει με εκατοντάδες χιλιάδες να πορεύονται ειρηνικά στους δρόμους, τότε τι πρέπει να γίνει; Συχνά μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο διατυπώνονται απαντήσεις που συνιστούν φυγή από την πραγματικότητα: να γίνουν οι εκατοντάδες χιλιάδες… εκατομμύρια. Γιατί όμως αυτή η κυβέρνηση, που «δεν λογαριάζει το πολιτικό κόστος», που δεν παραιτείται παρόλο που τα μυστικά γκάλοπ τής δίνουν μονοψήφια ποσοστά χωρίς την αναγωγή, θα παραιτηθεί επειδή οι 400.000 θα γίνουν 600.000;

Ποιο είναι επομένως το νικηφόρο σχέδιο; Σε δύο μήνες, άλλη μια μεγαλειώδης διαδήλωση; Και ύστερα άλλη μια κ.λπ. κ.λπ.; Σε αντίθεση με την πλειονότητα της Αριστεράς που δεν βλέπει άλλο δρόμο από τη διαρκή μαζικοποίηση των ειρηνικών διαδηλώσεων, ο κόσμος καταλαβαίνει, ύστερα από περισσότερες από 10 γενικές απεργίες και μαζικές πορείες, ότι αυτό δεν αρκεί. Έτσι, ήταν ο ίδιος ο κόσμος που επέβαλε το πέρασμα από τη φάση του οικονομισμού στη φάση του καθαυτό πολιτικού αγώνα. Που στοχοποίησε την κυβέρνηση και την ανατροπή της. Που πήρε στο κυνήγι ανά την επικράτεια τους κυβερνητικούς βουλευτές και πολιτευτές. Που από το φθινόπωρο καταλαμβάνει υπουργεία και επιβάλλει την παράλυση της κρατικής μηχανής. Που στήνει λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές. Που στις 28 Οκτωβρίου, συμβολικά αλλά και για λίγες ώρες πραγματικά σ’ αυτό μερικό επίπεδο, «κατέλυσε το κράτος», εισάγοντας στη συγκυρία πιο εμφατικά από ποτέ το ζήτημα της ανατροπής και της εναλλακτικής εξουσίας. Που κάνοντας όλα αυτά, θέτει την Αριστερά προ των ευθυνών της να βρει αυτό το «κάτι παραπάνω» που θα οδηγήσει στη νίκη. Να εκπονήσει μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας, αποδεικνύοντας έτσι ότι εννοεί να δώσει τη μάχη της εξουσίας μέχρι τη νίκη.

19. Όλα αυτά είναι σημαντικές προϋποθέσεις, αλλά τι θα μπορούσε να είναι αυτό το «κάτι παραπάνω»; Μα αυτό που λένε πάρα πολλοί στην Αριστερά χωρίς να συνειδητοποιούν τα καθήκοντα που συνεπάγεται: η εξέγερση. Το «Μόνη λύση η εξέγερση» δεν είναι σύνθημα στα πανό ούτε «αγωνιστικό σχήμα λόγου»: είναι πολιτική στρατηγική στις συνθήκες που ο ελληνικός καπιταλισμός βιώνει μια ιστορική δομική κρίση και μετατρέπεται γοργά σε «αδύναμο κρίκο» της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, που η κρίση του έχει καταστρέψει το πλαίσιο της κοινωνικής διαπραγμάτευσης και άρα κανένας σημαντικός αγώνας δεν μπορεί να νικήσει χωρίς να ανατρέψει την κυβέρνηση και να ενεργοποιήσει στην ουσία μια διαδικασία ανατροπής, που το κράτος συναίνεσης μετατρέπεται σε κράτος έκτακτης ανάγκης, που η κατάσταση εξελίσσεται σε προεπαναστατική και έχουμε ήδη διανύσει ένα σημαντικό μέρος της διαδρομής «οικονομικός αγώνας-πολιτικός αγώνας-πολιτική απεργία». Από την ιστορική πείρα γνωρίζουμε ότι τα επόμενα βήματα είναι η γενική πολιτική απεργία και η εξέγερση. Οι προϋποθέσεις γι’ αυτά τα επόμενα βήματα συγκεντρώνονται γοργά: πλειοψηφικό μίσος για την κυβέρνηση και την πολιτική της, μαζική πολιτική ενεργοποίηση, μαζική πολιτική ανυπακοή, πέρασμα από τον οικονομικό στον πολιτικό αγώνα. Επίσης υπάρχει το στοιχείο της μαζικής ενεργοποίησης: την τρίτη μέρα πριν το τανκς μπει στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο το Νοέμβρη του 1973 στους δρόμους της Αθήνας δεν ήταν περισσότεροι απ’ όσους πορεύτηκαν την Τετάρτη στους δρόμους της Αθήνας – ήταν μάλλον λιγότεροι. Ποιο είναι λοιπόν το ποιοτικό στοιχείο που μετατρέπει ένα μαζικό ξεσηκωμό σε εξέγερση; Βασικά ένα: η συμπύκνωση όλων αυτών των προϋποθέσεων, η «πολιτικοποίησή τους» και η μετατροπή τους σε πολιτικό σχέδιο της Αριστεράς, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την επιβολή του «νόμου του κινήματος» στο δρόμο. Η κατάλληλη «κατάσταση πνευμάτων» σε μαζική κλίμακα σε συνδυασμό με την πολιτική και οργανωτική ετοιμότητα που δημιουργεί τους όρους για πολιτική κατάρρευση του καθεστωτικού μπλοκ και για μια νικηφόρα αναμέτρηση με τον ύστατο φρουρό του συστήματος, τις δυνάμεις καταστολής. Η Αριστερά, αλλά πάνω απ’ όλα η επαναστατική Αριστερά, πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η εξέγερση σαν πολιτική στρατηγική δεν έχει μόνο καθήκοντα ζύμωσης και προπαγάνδας, κατάθεσης πολιτικών απόψεων κ.λπ. αλλά επίσης σοβαρά καθήκοντα οργανωτικής ετοιμότητας και προετοιμασίας. Γιατί είναι σωστό ότι «Η εξέγερση δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις, στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις»… 

Ήδη κάποιες προϋποθέσεις συγκεντρώνονται και κάνουν τον κάμπο ξερό και τον αέρα να μυρίζει μπαρούτι. Προφανώς βέβαια δεν είμαστε ακόμη στη στιγμή όπου ο κόσμος είναι πανέτοιμος αλλά η Αριστερά δεν μπορεί. Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στα δύο υπάρχει πάντα ένας υπόγειος δεσμός. Όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο κόσμος τραβάει συνεχώς μπροστά από την Αριστερά και ότι λοξοκοιτώντας προς την Αριστερά δεν βλέπει τον αποφασισμένο πολιτικό ηγέτη που θα τον εμπνεύσει και θα του δώσει αυτοπεποίθηση ώστε να γίνει πραγματικά ικανός για όλα!

Γι’ αυτό, στη σαρανταοχτάωρη απεργία υπήρχε η αίσθηση ότι «κάτι περισσότερο χρειάζεται» αλλά κανείς δεν μπορούσε να το περιγράψει. Στη συνείδηση του κόσμου, τόσο το σενάριο «μία ακόμη απεργία, μία ακόμη πορεία» χωρίς αποτέλεσμα όσο και -ακόμη περισσότερο- το σενάριο «επίθεση των ‘‘μπάχαλων’’ στα ΜΑΤ, επίθεση των ΜΑΤ και διάλυση της διαδήλωσης», φαντάζουν εξίσου σαν σχέδια ήττας.

Το σίγουρο είναι ότι τα ρεφορμιστικά κόμματα της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΝ) ούτε θέλουν ούτε μπορούν να θέσουν το καθήκον της πολιτικής και οργανωτικής προετοιμασίας της εξέγερσης – απλώς ακολουθούν με δειλά και αντιφατικά βήματα τις διαθέσεις του κόσμου, πιεζόμενες από αυτές και προσπαθώντας να τις διαχειριστούν. Αυτό ακριβώς είναι το καθήκον της επαναστατικής Αριστεράς: να δει την εξέγερση σαν πολιτική στρατηγική, να την κάνει πολιτικό σχέδιο, να δώσει τη μάχη στην ευρύτερη Αριστερά και το κίνημα για τη συγκέντρωση των οργανωτικών και πολιτικών προϋποθέσεων.

Μα, θα ακουστεί ο αντίλογος, αν «αυτό που λείπει» είναι η εξέγερση, τότε πού κολλάει η εναλλακτική πρόταση εξουσίας και η κυβέρνηση της Αριστεράς; Θα το θέσουμε με μια αντιδιαστολή: ή μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα είναι βήμα προς την εξέγερση ή η εξέγερση θα εγκαινιάσει μια διαρκή επαναστατική διαδικασία της οποίας ένα από τα στοιχεία θα είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Η κατάσταση εξελίσσεται σε προεπαναστατική και αν δεν την ανακόψει κάποιο βοναπαρτιστικό κοινοβουλευτικό πραξικόπημα (που όμως μπορεί εξίσου να την πυροδοτήσει), η μάχη για την εξουσία θα κλιμακωθεί σε όλα τα επίπεδα.

20. Υπ’ αυτό το πρίσμα, για την ήττα του σαρανταοκτάωρου 19-20, αλλά και της Πέμπτης ακόμη πιο εμφατικά, αιτία είναι η πολιτική αδυναμία να αξιοποιηθούν και μετασχηματιστούν σε πολιτικό σχέδιο αγώνα για την εξουσία οι μαζικές διαθέσεις – μην υπεκφύγουμε από αυτή τη διαπίστωση με τις εύκολες και, κυρίως, βολικές κατάρες στους «μπάχαλους». Συνοψίζοντας, να ποιοι είναι οι 3 βασικοί λόγοι που και αυτή τη φορά χάσαμε και ύστερα εσωτερικεύσαμε την ήττα αναλύοντας τα γεγονότα της Πέμπτης σε κενό πολιτικής: α. Η επικράτηση του πολιτικού σχεδίου των «μαζικών – ειρηνικών» διαδηλώσεων που διανθίζεται με την προσδοκία των εκλογών σε ένα πλαίσιο «ομαλών εξελίξεων», σε βάρος του σχεδίου του αγώνα για την εξουσία (πολιτικός αγώνας με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης, εναλλακτική πρόταση εξουσίας με κυβέρνηση της Αριστεράς, οργάνωση των αντιστάσεων με τη μορφή δομών αντι-εξουσίας των «από κάτω», ιδεολογική, οργανωτική και πολιτική προετοιμασία για την εξέγερση). β. Η άρνηση και αδυναμία να αξιοποιηθούν οι μαχητικές διαθέσεις του κόσμου για να εκπονηθεί ένα αποτελεσματικό σχέδιο περιφρούρησης των διαδηλώσεων -και όχι μόνο- και μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας απέναντι στην κρατική καταστολή που οργιάζει. γ. Η αδυναμία ή και άρνηση να οργανωθεί το κίνημα δημοκρατικά, δηλαδή σαν έμβρυο της εξουσίας των «από κάτω» – τα γεγονότα της Πέμπτης ήταν μια έκδηλα εκφυλιστική συνέπεια αυτού του γεγονότος.

Έτσι, μπορούμε να βγάλουμε κι ένα χρήσιμο συμπέρασμα για το τι πρέπει να κάνουμε, πάνω σε ποιες αδυναμίες πρέπει να εργαστούμε με στόχο να ξεπεραστούν. Ας αφήσουμε τις «πραγματολογικές αναλύσεις» για το πώς ξεκίνησαν, πώς εξελίχτηκαν και πώς τελείωσαν τα γεγονότα της Πέμπτης 20 Οκτωβρίου και ας μιλήσουμε πολιτικά: για την περίοδο και το σχέδιο μάχης της Αριστεράς, για μια νικηφόρα προοπτική!

Πηγή :Κόκκινο

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Αφήστε μήνυμα