Ο οικονομικός πόλεμος αντικαθιστά τη δικτατορία
Η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη χώρα που εφαρμόζεται η βάρβαρη νεοφιλελεύθερη «θεραπέια-σοκ». Το αιματοβαμμένο καθεστώς του Πινοτσέτ στην Χιλή ήταν το πρώτο που επέβαλε τη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα. Ωστόσο, η πρώτη αστική δημοκρατία στην οποία επιβλήθηκε με «δημοκρατικό» τρόπο η νεοφιλελεύθερη «θεραπέια-σοκ» ήταν η Βολιβία το 1985. Αξίζει, γι’ αυτό το λόγο, να διαβάσετε το αντίστοιχο κεφάλαιο (κεφάλαιο 7) από το συγκλονιστικό βιβλίο της Naomi Klein «Το δόγμα του Σοκ», εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2010 με γενικό τίτλο «Ο νέος δόκτορας του σοκ, ο οικονομικός πόλεμος αντικαθιστά τη δικτατορία». Θα βρείτε συγκλονιστικές ομοιότητες με τη σημερινή Ελλάδα. Και εκεί οι ψηφοφόροι εξαπατήθηκαν από ένα κόμμα που στο παρελθόν ήταν ριζοσπαστικό (για τα αστικά δεδομένα φυσικά) και μόλις κέρδισε τις εκλογές έπραξε τα εντελώς αντίθετα από όσα έλεγε προεκλογικά. Αργότερα αποδείχθηκε ότι αυτό ήταν προσχεδιασμένο, είχε πίσω του ένα σχέδιο που είχε μυστικά επεξεργαστεί επί μήνες ένα μέρος της ηγεσίας του κόμματος με συνωμοτικό τρόπο. Ίσως και στην περίπτωση της Ελλάδας αποκαλυφθεί κάτι αντίστοιχο στο μέλλον. Και στην περίπτωση της Βολιβίας, όπως και στην Ελλάδα, η πολιτική εξαπάτηση συνοδεύτηκε με αστυνομοκρατία, στα όρια μεταξύ αστικής δημοκρατίας και δικτατορίας.
Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια αιματηρών αγώνων με δεκάδες νεκρούς μέχρις ότου ανατραπεί η νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα με τον Έβο Μοράλες το 2006. Ελπίζουμε να μην χρειαστεί τόσος χρόνος και τόσο αίμα για την περίπτωση της Ελλάδας…
aformi
«Η οικονομική κατάσταση της Βολιβίας μπορεί άνετα να συγκριθεί με την περίπτωση ενός καρκινοπαθούς: Γνωρίζει ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με την πιο επικίνδυνη και επώδυνη εγχείρηση, όπως αναμφίβολα θα είναι η νομισματική σταθεροποίηση και ένας αριθμός άλλων μέτρων, ωστόσο δεν έχει άλλη εναλλακτική λΰση».
-Κορνίλιους Ζόνταγκ, οικονομικός σύμβουλος των ΗΠΑστη Βολιβία, 1956
«Η χρησιμοποίηση του καρκίνου στον πολιτικό λόγο ενθαρρύνει τη μοιρολατρία και αιτιολογεί τη λήψη «αυστηρών» μέτρων, ενώ, επιπλέον, ενισχύει σημαντικά τη διάδοση της ιδέας ότι η ασθένεια είναι αναγκαστικά μοιραία. Η έννοια της ασθένειας δεν είναι ποτέ αθώα. Ωστόσο θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι μεταφορές για τον καρκίνο είναι εγγενώς γενοκτονικές».
-Σοΰζαν Σόνταγκ, Illness as Metaphor, 1977[Η Νόσος ως Μεταφορά, Ύψιλον, 2006]
Το 1985 το δημοκρατικό κύμα που σάρωνε τον αναπτυσσόμενο κόσμο έφτασε στη Βολιβία. Δεκαοχτώ από τα είκοσι προηγούμενα χρόνια οι Βολιβιανοί είχαν ζήσει κάτω από κάποια μορφή δικτατορίας. Τώρα πια είχαν την ευκαιρία να επιλέξουν σε εθνικές εκλογές τον Πρόεδρο τους.
Ωστόσο η ανάκτηση του ελέγχου της οικονομίας της Βολιβίας σε εκείνη τη συγκεκριμένη συγκυρία δεν έμοιαζε τόσο με έπαθλο όσο με τιμωρία: Το χρέος της χώρας ήταν τόσο μεγάλο, ώστε το ποσό που έπρεπε να καταβάλει για τοκοχρεολύσια ξεπερνούσε το σύνολο του κρατικού προϋπολογισμού. Το προηγούμενο έτος η κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν είχε εξωθήσει τη χώρα στο χείλος του γκρεμού, χρηματοδοτώντας μια πρωτοφανή επίθεση εναντίον των καλλιεργητών της κόκας, του φυτού που από την επεξεργασία των πράσινων φύλλων του προέρχεται η κοκαΐνη. Η κατάσταση πολιορκίας, που μετέτρεψε ένα μεγάλο μέρος της Βολιβίας σε εμπόλεμη ζώνη, δε στραγγάλισε μόνο το εμπόριο της κόκας, αλλά μείωσε σχεδόν κατά το ήμισυ τα έσοδα της χώρας από τις εξαγωγές, προκαλώντας κατάρρευση της οικονομίας. Όπως έγραψαν οι New York Times, «όταν ο στρατός έφτασε τον Αύγουστο στην περιοχή Τσαπάρε, κλείνοντας εν μέρει τον αγωγό των ναρκωδολαρίων, το κύμα του σοκ έπληξε αμέσως την ευημερούσα μαύρη αγορά δολαρίων. […] Σε λιγότερο από μία βδομάδα μετά την εισβολή στο Τσαπάρε η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να μειώσει κατά το ήμισυ την επίσημη ισοτιμία του πέσο». Μερικούς μήνες μετά ο πληθωρισμός είχε δεκαπλασιαστεί και χιλιάδες κάτοικοι εγκατέλειπαν τη χώρα για να αναζητήσουν δουλειά στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στην Ισπανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε αυτές τις συνθήκες αστάθειας, με τον πληθωρισμό στο 14.000%, διεξήχθησαν στη Βολιβία οι ιστορικές εθνικές εκλογές του 1985. Η αναμέτρηση ήταν ανάμεσα σε δύο οικεία στους Βολιβιανούς πρόσωπα: τον πρώην δικτάτορα Ούγο Μπάνσερ και τον πρώην εκλεγμένο Πρόεδρο Βίκτορ Πας Εστενσόρο. Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν αμφίρροπο και την τελική απόφαση θα λάμβανε το Κογκρέσο της Βολιβίας, ωστόσο οι παράγοντες του κόμματος του Μπάνσερ ήταν βέβαιοι πως είχαν κερδίσει. Πριν ανακοινωθεί το οριστικό αποτέλεσμα, το κόμμα του Μπάνσερ ζήτησε από τον ελάχιστα γνωστό τριαντάχρονο οικονομολόγο Τζέφρι Σακς να βοηθήσει στην προετοιμασία ενός αντιπληθωριστικού οικονομικού προγράμματος. Ο Σακς ήταν ο ανερχόμενος αστέρας του Τμήματος Οικονομικών του Χάρβαρντ, έχοντας τιμηθεί με πολλές ακαδημαϊκές διακρίσεις και όντας ένας από τους νεότερους τακτικούς καθηγητές του πανεπιστημίου. Μερικούς μήνες νωρίτερα μια αντιπροσωπεία Βολιβιανών πολιτικών είχαν επισκεφθεί το Χάρβαρντ, είχαν δει τον Σακς και είχαν εντυπωσιαστεί από την αυτοπεποίθηση του (τους είχε πει ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την πληθωριστική κρίση μέσα σε μία μέρα). Ο Σακς δεν είχε καμία εμπειρία πάνω στην αναπτυξιακή οικονομική πολιτική, όμως, κατά δική του παραδοχή, «πίστευα ότι γνώριζα όλα όσα είναι αναγκαία να γνωρίζει κανείς» για τον πληθωρισμό.
Ο Σακς είχε επηρεαστεί πάρα πολύ από τα γραπτά του Κέινς για τη σχέση ανάμεσα στον υπερπληθωρισμό και στη διάδοση του φασισμού στη Γερμανία μετά τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συμφωνία ειρήνης που επιβλήθηκε στη Γερμανία την είχε βυθίσει σε μια σοβαρή οικονομική κρίση (με τον πληθωρισμό να έχει φτάσει στο 3.250.000% το 1923), την οποία επιδείνωσε η Μεγάλη Ύφεση μερικά χρόνια μετά. Με την ανεργία να αγγίζει το 30% και μια γενικευμένη οργή για αυτό που φάνταζε ως μια παγκόσμια συνωμοσία εις βάρος της χώρας, η Γερμανία αποτέλεσε γόνιμο έδαφος για το ναζισμό.
Στον Σακς άρεσε να μνημονεύει την προειδοποίηση του Κέινς ότι «δεν υπάρχει πιο πανούργος, πιο ασφαλής τρόπος να ανατραπεί η υπάρχουσα βάση μιας κοινωνίας από την υπονόμευση του νομίσματος της. Στη διαδικασία αυτή ενέχονται όλες οι κρυφές δυνάμεις του νόμου της οικονομίας που κλίνουν προς την καταστροφή». Ασπαζόταν την άποψη του Κέινς ότι ήταν ιερό καθήκον των οικονομολόγων να απωθήσουν αυτές τις δυνάμεις της καταστροφής πάση θυσία. «Αυτό που αποκόμισα από τον Κέινς», είχε δηλώσει ο Σακς, «ήταν το συναίσθημα της βαθιάς λύπης και η αίσθηση του κινδύνου που υπάρχει τα πράγματα να πάνε εντελώς στραβά. Και το πόσο ανόητο ήταν από μέρους μας να αφήσουμε τη Γερμανία σε μια κατάσταση απελπισίας».6 Ο Σακς είχε επίσης αναφέρει στους δημοσιογράφους ότι θεωρούσε πρότυπο για τη δική του σταδιοδρομία τον τρόπο ζωής του Κέινς ως πολιτικά ενεργού οικονομολόγου που διέτρεχε ολόκληρη την υφήλιο.
Παρόλο που ο Σακς ασπαζόταν την πίστη του Κέινς στη δύναμη της οικονομικής επιστήμης να καταπολεμήσει τη φτώχεια, ήταν επίσης ένα προϊόν της Αμερικής του Ρέιγκαν, η οποία το 1985 βρισκόταν εν μέσω της εμπνευσμένης από τον Φρίντμαν εκστρατείας απόρριψης όλων όσα αντιπροσώπευε ο Κέινς• Η θεμελιώδης αρχή της Σχολής του Σικάγου όσον αφορά την υπεροχή της ελεύθερης αγοράς είχε πολύ γρήγορα αναδειχθεί στο αδιαμφισβήτητο δόγμα της ορθοδοξίας στα οικονομικά τμήματα των μεγάλων πανεπιστημίων των ΗΠΑ -συμπεριλαμβανομένου του Χάρβαρντ-, και ο Σακς δεν είχε μείνει ανεπηρέαστος. Θαύμαζε την πίστη του Φρίντμαν «στις αγορές, τη σταθερή επιμονή του στην ορθή νομισματική διαχείριση», υποστηρίζοντας ότι είναι «πολύ πιο ορθή από τα θολά στρουκτουραλιστικά ή ψευδοκεϊνσιανικά επιχειρήματα που ακούει κανείς πολύ συχνά στον αναπτυσσόμενο κόσμο».
Αυτά τα «θολά» επιχειρήματα ήταν τα ίδια που μία δεκαετία πριν είχαν καταπνιγεί διά της βίας στη Λατινική Αμερική, η πεποίθηση ότι για να ξεφύγει η ήπειρος από τη φτώχεια έπρεπε να σπάσει τις αποικιοκρατικές ιδιοκτησιακές δομές με παρεμβατικές πολιτικές όπως η αγροτική μεταρρύθμιση, ο προστατευτισμός, οι επιδοτήσεις, η εθνικοποίηση των φυσικών πόρων και η συνεταιριστική διεύθυνση των επιχειρήσεων. Ο Σακς δεν είχε χρόνο για τέτοιες διαρθρωτικές αλλαγές. Και, παρόλο που δε γνώριζε σχεδόν τίποτα για τη Βολιβία και τη μακραίωνη ιστορία της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης της, για την καταπίεση των ιθαγενών κατοίκων της και για τα όσα κερδήθηκαν με σκληρούς αγώνες στην επανάσταση του 1952, ήταν πεπεισμένος ότι, εκτός από τον υπερπληθωρισμό, η χώρα έπασχε από «σοσιαλιστικό ρομαντισμό» – την ίδια αυταπάτη της οικονομικής της ανάπτυξης που μια προγενέστερη γενιά εκπαιδευμένων στις ΗΠΑ οικονομολόγων είχε προσπαθήσει να απαλείψει στις χώρες του Νότιου Κώνου.
Το σημείο στο οποίο ο Σακς διαχώριζε τη θέση του από την ορθοδοξία της Σχολής του Σικάγου ήταν η πεποίθηση του ότι οι πολιτικές της ελεύθερης αγοράς έπρεπε να συνοδεύονται από μέτρα ανακούφισης του χρέους και από τη χορήγηση γενναιόδωρης οικονομικής βοήθειας – για το νεαρό οικονομολόγο του Χάρβαρντ, το αόρατο χέρι δεν ήταν αρκετό. Αυτή η διαφοροποίηση θα οδηγούσε τελικά τον Σακς στο να διαχωρίσει τη θέση του από τους πιο νεοφιλελεύθερους συναδέλφους του και να στρέψει τις προσπάθειες του αποκλειστικά στη χορήγηση οικονομικής βοήθειας. Όμως αυτό θα γινόταν αρκετά χρόνια αργότερα. Στη Βολιβία του 1985 η υβριδική ιδεολογία του Σακς είχε ως αποτέλεσμα μερικές παράξενες αντιφάσεις. Για παράδειγμα, όταν βγήκε από το αεροπλάνο στη Λα Πας και ανέπνευσε για πρώτη φορά τον αραιό αέρα των Άνδεων, φανταζόταν τον εαυτό του ως έναν σύγχρονο Κέινς που κατέφτανε για να σώσει το λαό της Βολιβίας από «το χάος και την αταξία» του υπερπληθωρισμού.[1] Παρότι το βασικό αξίωμα του κεϊνσιανισμού είναι ότι οι χώρες που αντιμετωπίζουν μια σοβαρή κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας πρέπει να δαπανούν κεφάλαια για να δώσουν ώθηση στην οικονομία, ο Σακς υιοθέτησε την αντίθετη προσέγγιση και υποστήριξε την επιβολή λιτότητας και την αύξηση των τιμών εν μέσω της κρίσης – την ίδια συνταγή συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας που το BusinessWeek, αναφερόμενο στη Χιλή, είχε περιγράψει ως «τον κόσμο ενός τρελού επιστήμονα που προκαλεί εσκεμμένα μια ύφεση».
Η συμβουλή του Σακς στον Μπάνσερ ήταν απολύτως σαφής: Μόνο μια απότομή θεραπεία-σοκ θα θεράπευε την κρίση υπερπληθωρισμοΰ της Βολιβίας. Πρότεινε δεκαπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου και μια σειρά από απελευθερώσεις των τιμών και δημοσιονομικές περικοπές. Σε μια ομιλία του στο Αμερικανοβολιβιανό Εμπορικό Επιμελητήριο βεβαίωσε για μία ακόμα φορά ότι θα μπορούσε να δοθεί τέλος στον υπερπληθωρισμό μέσα σε μία μέρα, καταγράφοντας το γεγονός ότι «το ακροατήριο ξαφνιάστηκε, αλλά και ενθουσιάστηκε με αυτή την προοπτική». Όπως και ο Φρίντμαν, ο Σακς πίστευε ότι με ένα αιφνίδιο οικονομικό σοκ «μια οικονομία μπορεί να αναπροσανατολιστεί από ένα αδιέξοδο -ένα σοσιαλιστικό αδιέξοδο ή ένα αδιέξοδο μαζικής διαφθοράς ή ένα αδιέξοδο κεντρικού σχεδιασμού- προς μια φυσιολογική οικονομία της αγοράς».
Όταν ο Σακς έδινε αυτές τις τολμηρές υποσχέσεις, τα αποτελέσματα των εκλογών της Βολιβίας εξακολουθούσαν να είναι στον αέρα. Ο πρώην δικτάτορας Οΰγο Μπάνσερ φερόταν σαν να είχε κερδίσει, αλλά ο αντίπαλος του Βίκτορ Πας Εστενσόρο δεν είχε ακόμα καταθέσει τα όπλα. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Πας Εστενσόρο δεν είχε μιλήσει με συγκεκριμένες λεπτομέρειες για το πώς σχεδίαζε να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό. Ωστόσο, προτού ανατραπεί από ένα πραξικόπημα, είχε εκλεγεί τρεις φορές Πρόεδρος της Βολιβίας, με πιο πρόσφατη το 1964. Ο Πας είχε υπάρξει ο εκφραστής της μεταμόρφωσης της Βολιβίας βάσει της οικονομικής της ανάπτυξης, εθνικοποιώντας τα μεγάλα ορυχεία κασσίτερου, εγκαινιάζοντας μια αναδιανομή της γης υπέρ των ιθαγενών χωρικών και υπερασπιζόμενος το δικαίωμα ψήφου για όλους τους Βολιβιανούς. Όπως και ο Χουάν Περόν στην Αργεντινή, ο Πας ήταν πανταχού παρών στο πολιτικό τοπίο, αλλάζοντας συχνά και απότομα ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό προκειμένου να διατηρηθεί ή να επανέλθει στην εξουσία. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1985 ο ηλικιωμένος Πας διακήρυξε την αφοσίωση του στην «εθνικιστική επανάσταση» του παρελθόντος και έκανε αόριστες δηλώσεις για την ανάγκη να υπάρχει φορολογική υπευθυνότητα. Δεν ήταν σοσιαλιστής, αλλά ούτε και νεοφιλελεύθερος της Σχολής του Σικάγου – ή τουλάχιστον αυτό πίστευαν οι Βολιβιανοί.
Καθώς την οριστική απόφαση για το ποιος θα αναδεικνυόταν Πρόεδρος θα τη λάμβανε το Κογκρέσο, επακολούθησε μια περίοδος έντονων παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων και συναλλαγών ανάμεσα στα κόμματα, στο Κογκρέσο και στη Γερουσία. Τελικά, ένα νεοεκλεγείς γερουσιαστής διαδραμάτισε τον καταλυτικό ρόλο: ο Γκονσάλο Σάντσες δε Λοσάδα (γνωστός στη Βολιβία ως «Γκόνι»). Είχε ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες τόσα χρόνια, ώστε μιλούσε τα ισπανικά με έντονη αμερικανική προφορά, και είχε επιστρέψει στη Βολιβία για να γίνει ένας από τους πιο πλούσιους επιχειρηματίες της χώρας. Ήταν ιδιοκτήτης της Comsur, της δεύτερης σε μέγεθος ιδιωτικής μεταλλευτικής εταιρείας της χώρας, η οποία σύντομα θα γινόταν η μεγαλύτερη. Όταν ήταν νέος, ο Γκόνι είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Παρόλο που δεν ήταν οικονομολόγος, είχε επηρεαστεί πάρα πολύ από τις ιδέες του Φρίντμαν και θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να αποδειχτούν εξαιρετικά κερδοφόρες στο μεταλλευτικό τομέα, ο οποίος εξακολουθούσε να ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος στη Βολιβία. Όταν ο Σακς παρουσίασε στην ομάδα του Μπάνσερ τα σχέδια του για τη θεραπεία-σοκ, ο Γκόνι εντυπωσιάστηκε.
Οι λεπτομέρειες των παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ, όμως οι συνέπειες τους ήταν σαφείς. Στις 6 Αυγούστου 1985 ο Πας ορκίστηκε Πρόεδρος της Βολιβίας. Τέσσερις μέρες μετά ο Πας διόρισε τον Γκόνι επικεφαλής μιας μυστικής δικομματικής ομάδας έκτακτης ανάγκης που επιφορτίστηκε με το καθήκον της ριζικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Η θεραπεία-σοκ του Σακς αποτέλεσε το σημείο αφετηρίας για την ομάδα, η οποία όμως προχώρησε πολύ παραπέρα από οτιδήποτε είχε προτείνει εκείνος. Στην πραγματικότητα, η ομάδα πρότεινε την αποδιάρθρωση του κρατοκεντρικού οικονομικού μοντέλου το οποίο είχε οικοδομήσει ο ίδιος ο Πας πριν από δεκαετίες. Ο Σακς είχε επιστρέψει στο Χάρβαρντ, όμως έγραψε ότι «χάρηκα όταν έμαθα ότι το ADN [το κόμμα του Μπάνσερ] μοιράστηκε το πρόγραμμα σταθεροποίησης που είχαμε εκπονήσει με το νέο Πρόεδρο και την ομάδα του».
Τα μέλη του κόμματος του Πας αγνοούσαν ότι ο ηγέτης τους είχε κλείσει μια παρασκηνιακή συμφωνία. Με εξαίρεση τον υπουργό Οικονομικών και τον υπουργό Σχεδιασμού, που ανήκαν στη μυστική ομάδα, ο Πας δεν είχε καν αναφέρει στο νεοεκλεγμένο υπουργικό του συμβούλιο την ύπαρξη της ομάδας έκτακτης ανάγκης για την οικονομία.
Για δεκαεφτά συνεχόμενες μέρες η ομάδα έκτακτης ανάγκης συνεδρίαζε στο σαλόνι της έπαυλης του Γκόνι. «Παίρναμε πάρα πολλά μέτρα προφύλαξης για να τρυπώνουμε στην έπαυλη», θυμάται ο υπουργός Σχεδιασμού Γκιγέρμο Μπεδρεγάλ σε μια συνέντευξη που παραχώρησε το 2005, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά αυτές τις λεπτομέρειες.[2] Αυτό που σχεδίαζαν ήταν μια τόσο σαρωτική αλλαγή της εθνικής οικονομίας, που παρόμοια της δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ” σε μια δημοκρατία. Ο Πρόεδρος Πας ήταν πεπεισμένος ότι η μοναδική του ελπίδα ήταν να ενεργήσει όσο πιο γρήγορα και αιφνιδιαστικά γινόταν. Με αυτό τον τρόπο τα συνδικάτα και οι ενώσεις χωρικών της Βολιβίας, που φημίζονταν για την αγωνιστικότητα τους, θα αιφνιδιάζονταν και δε θα είχαν την ευκαιρία να αντιδράσουν – ή τουλάχιστον αυτό έλπιζε ο Πας. Όπως θυμάται ο Γκόνι, ο Πας «δε σταματούσε να λέει: «Αν πρόκειται να το κάνετε κάντε το τώρα. Δεν μπορώ να επηρεάσω τους ψηφοφόρους για δεύτερη φορά»». Ο λόγος για τον οποίο ο Πας έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών μετά τις εκλογές παραμένει ένα μυστήριο. Πέθανε το 2001 και ποτέ δεν εξήγησε αν είχε δεχτεί να υιοθετήσει το πρόγραμμα του Μπάνσερ για τη θεραπεία-σοκ με αντάλλαγμα τον προεδρικό θώκο ή επειδή είχε υποστεί μια ειλικρινή ιδεολογική μεταστροφή. Μια ένδειξη μου πρόσφερε ο Έντουιν Κορ, τότε πρέσβης των ΗΠΑ στη Βολιβία, ο οποίος θυμάται ότι είχε συναντήσει τους ηγέτες όλων των πολιτικών κομμάτων και τους είχε καταστήσει σαφές ότι οι ΗΠΑ θα πρόσφεραν οικονομική βοήθεια αν η χώρα ακολουθούσε το δρόμο της θεραπείας-σοκ.
Δεκαεφτά μέρες μετά ο Μπεδρεγάλ είχε έτοιμο ένα προσχέδιο του προγράμματος της θεραπείας-σοκ, το οποίο επέβαλλε την κατάργηση των επιδοτήσεων για τα τρόφιμα, την ακύρωση της διατίμησης σε όλα σχεδόν τα είδη και την αύξηση της τιμής του πετρελαίου κατά 300%. Παρά το γεγονός ότι το κόστος ζωής θα αυξανόταν πάρα πολύ σε μια ήδη απελπιστικά φτωχή χώρα, το προσχέδιο πάγωνε για ένα έτος τους ήδη χαμηλούς μισθούς στο δημόσιο τομέα. Επιπλέον, προέβλεπε μεγάλες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, άνοιγμα των συνόρων της Βολιβίας σε απεριόριστες εισαγωγές και περιορισμό των θέσεων εργασίας στις κρατικές εταιρείες, προαναγγέλλοντας την ιδιωτικοποίηση τους. Η Βολιβία δεν είχε γνωρίσει τη νεοφιλελεύθερη επανάσταση που είχε σαρώσει τη δεκαετία του 1970 τις χώρες του Νότιου Κώνου. Τώρα είχε έρθει η ώρα να αναπληρωθεί ο χαμένος χρόνος.
Όταν τα μέλη της ομάδας έκτακτης ανάγκης ολοκλήρωσαν το προσχέδιο της νέας νομοθεσίας, δεν ήταν ακόμα έτοιμοι να το κοινοποιήσουν στους εκλεγμένους αντιπροσώπους της Βολιβίας, πόσο μάλλον στο εκλογικό σώμα, που δεν είχε ψηφίσει ποτέ ένα τέτοιο σχέδιο. Υπήρχε κάτι ακόμα που έπρεπε να χάνουν: Πήγαν ομαδικά στο γραφείο του εκπροσώπου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και του είπαν τι σχεδίαζαν να κάνουν. Η απάντηση του ήταν ταυτόχρονα ενθαρρυντική και αποκαρδιωτική: «Είναι ό,τι ακριβώς οραματίζεται κάθε αξιωματούχος του ΔΝΤ. Αν όμως τα πράγματα δεν εξελιχτούν καλά, έχω, ευτυχώς, διπλωματική ασυλία και μπορώ να μπω σε ένα αεροπλάνο και να φύγω».
Οι Βολιβιανοί που είχαν ετοιμάσει το πρόγραμμα δε διέθεταν τέτοια διέξοδο διαφυγής και αρκετοί φοβούνταν τις αντιδράσεις του πληθυσμού. «Θα μας σκοτώσουν», πρόβλεψε ο Φερνάντο Πράδο, το πιο νεαρό μέλος της ομάδας. Ο Μπεδρεγάλ, βασικός συντάκτης του σχεδίου, προσπάθησε να τους τονώσει το ηθικό παρομοιάζοντας τα μέλη της ομάδας με πιλότους πολεμικών αεροπλάνων. «Πρέπει να είμαστε σαν τον πιλότο της Χιροσίμα. Όταν έριξε την ατομική βόμβα, δεν ήξερε τι έκανε. Όταν όμως είδε το ατομικό μανιτάρι, αναφώνησε: «Ω, συγνώμη!». Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε: να εξαπολύσουμε τα μέτρα και μετά να πούμε: «Ω, συγνώμη!»».
Η ιδέα ότι μια αλλαγή πολιτικής πρέπει να εξαπολύεται σαν μια αιφνιδιαστική στρατιωτική επίθεση είναι ένα μοτίβο στο οποίο επανέρχονται πολύ συχνά οι οικονομικοί θεραπευτές διά του σοκ. Στο Shock and Awe: Achieving Rapid Dominance, το στρατιωτικό δόγμα των ΗΠΑ που δημοσιοποιήθηκε το 1996 και αποτέλεσε τη βάση για την εισβολή στο Ιράκ το 2003, οι συντάκτες δηλώνουν ότι η δύναμη εισβολής πρέπει «να αποκτά τον έλεγχο του περιβάλλοντος και να παραλύει ή να επιβαρύνει τον τρόπο με τον οποίο ο αντίπαλος αντιλαμβάνεται και κατανοεί τα γεγονότα, έτσι ώστε ο εχθρός να είναι ανίκανος να αντισταθεί». Το οικονομικό σοκ λειτουργεί με βάση μια παρόμοια θεωρία: την εικασία ότι οι άνθρωποι μπορούν να προβάλλουν αντίσταση σε τμηματικές αλλαγές (την περικοπή ενός προγράμματος υγείας ή μια εμπορική συμφωνία), αλλά, αν συμβούν ταυτόχρονα δεκάδες αλλαγές προς κάθε κατεύθυνση, τότε εδραιώνεται ένα αίσθημα ματαιότητας και ο πληθυσμός περιέρχεται σε κατάσταση αδράνειας.
Ελπίζοντας να προκαλέσουν αυτό το αίσθημα ματαιότητας, οι Βολιβιανοί που σχεδίασαν τη θεραπεία-σοκ απαίτησαν να εφαρμοστούν ταυτόχρονα όλα τα μέτρα μέσα στις πρώτες εκατό μέρες της νέας κυβέρνησης. Αντί να θέσει σε εφαρμογή κάθε μέτρο του σχεδίου με μεμονωμένους νόμους (ο νέος φορολογικός κώδικας, ο νέος νόμος για τις τιμές κτλ.), η ομάδα του Πας επέμεινε να συντελεστεί ολόκληρη η επανάσταση με ένα μόνο εκτελεστικό διάταγμα, το D.S. 21060. Το διάταγμα περιλάμβανε 220 ξεχωριστούς νόμους και κάλυπτε κάθε πτυχή της οικονομικής ζωής της χώρας, γεγονός που το καθιστούσε, όσον αφορά το εύρος και τους φιλόδοξους στόχους του, κάτι αντίστοιχο προς το «Τούβλο», το προσχέδιο που είχαν συντάξει τα Παιδιά του Σικάγου όταν προετοιμαζόταν το πραξικόπημα του Πινοτσέτ. Συμφωνά με τους συντάκτες του βολιβιανού σχεδίου για τη θεραπεία-σοκ, το πρόγραμμα έπρεπε να γίνει αποδεκτό ή να απορριφθεί συνολικά• δεν επιδεχόταν τροποποιήσεις. Ήταν το οικονομικό αντίστοιχο της επιχείρησης «Σοκ και Δέος».
Όταν το κείμενο ολοκληρώθηκε, η ομάδα ετοίμασε πέντε αντίτυπα: ένα για τον Πας, ένα για τον Γκόνι και ένα για τον υπουργό Οικονομικών. Η ταυτότητα των παραληπτών των άλλων δυο αντίτυπων αποκαλύπτει πόσο βέβαιοι ήταν ο Πας και η ομάδα του ότι πολλοί Βολιβιανοί θα αντιμετώπιζαν το σχέδιο ως κήρυξη πολέμου: Το ένα αντίτυπο δόθηκε στον αρχηγό του στρατού και το δεύτερο στον αρχηγό της αστυνομίας. Ωστόσο οι υπουργοί του Πας παρέμειναν στο σκοτάδι. Συνέχισαν να έχουν τη λανθασμένη εντύπωση ότι εργάζονταν για τον ίδιο άνθρωπο που είχε εθνικοποιήσει τα ορυχεία και είχε αναδιανείμει τη γη πριν από χρόνια.
Τρεις βδομάδες μετά την ορκωμοσία του ο Πας συγκάλεσε τελικά το υπουργικό του συμβούλιο για να ενημερώσει τους υπουργούς του για την έκπληξη που τους επιφύλασσε. Πρόσταξε να κλείσουν οι πόρτες της αίθουσας συνεδριάσεων και «διέταξε τις γραμματείς να θέσουν σε αναμονή όλα τα τηλεφωνήματα προς τους υπουργούς». Ο Μπεδρεγάλ διάβασε τις εξήντα σελίδες του σχεδίου στο εμβρόντητο ακροατήριο. Η νευρική του υπερένταση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε, όπως εξομολογήθηκε αργότερα, «έπαθα ρινορραγία μερικά λεπτά μετά». Ο Πας πληροφόρησε τους υπουργούς του ότι το διάταγμα δεν ετίθετο προς συζήτηση: Χάρη σε μία ακόμα παρασκηνιακή συμφωνία, είχε ήδη εξασφαλίσει την υποστήριξη του δεξιού κόμματος του Μπάνσερ, που αποτελούσε την αξιωματική αντιπολίτευση. Και πρόσθεσε ότι, αν οι υπουργοί διαφωνούσαν, μπορούσαν να παραιτηθούν.
«Δε συμφωνώ», είπε ο υπουργός Βιομηχανίας.
«Τότε, σας παρακαλώ να φύγετε», του απάντησε ο Πας. Ο υπουργός έμεινε. Με τον πληθωρισμό να βρίσκεται ακόμα σε δυσθεώρητα ύψη και έχοντας ισχυρές ενδείξεις ότι η θεραπεία-σοκ θα ανταμειβόταν με σημαντική οικονομική βοήθεια από την Ουάσινγκτον, κανείς δεν τόλμησε να φύγει. Δυο μέρες μετά, σε ένα τηλεοπτικό διάγγελμα του με τίτλο «Η Βολιβία Πεθαίνει», ο Πας πέταξε το βολιβιανό «Τούβλο» στον εντελώς ανυποψίαστο πληθυσμό.
Ο Σακς είχε προβλέψει σωστά ότι η αύξηση των τιμών θα έθετε τέλος στον υπερπληθωρισμό. Μέσα σε δυο χρόνια ο πληθωρισμός έπεσε στο 10% – μια εντυπωσιακή εξέλιξη υπό οποιοδήποτε πρίσμα. Ωστόσο η ευρύτερη κληρονομιά της νεοφιλελεύθερης επανάστασης στη Βολιβία είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη. Όλοι οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η γρήγορη αύξηση του πληθωρισμού είναι εξαιρετικά επιζήμια, δυσβάσταχτη και πρέπει να τίθεται υπό έλεγ-γο, μια διαδικασία εξαιρετικά οδυνηρή κατά τη διάρκεια της προσαρμογής. Οι διαφορετικές απόψεις αφορούν το πώς μπορεί να επιτευχθεί ένα αξιόπιστο πρόγραμμα, αλλά και το ποιος θα υποχρεωθεί να επωμιστεί το οδυνηρό βάρος σε μια οποιαδήποτε κοινωνία. Ο Ρικάρντο Γκρίνσπαν, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Γιορκ του Καναδά και ειδικός σε θέματα Λατινικής Αμερικής, εξηγεί ότι μια προσέγγιση που βασίζεται στην παράδοση του κεϊνσιανισμού ή της οικονομικής της ανάπτυξης επιδιώκει την υποστήριξη και τον καταμερισμό των βαρών μέσω «μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας στην οποία συμμετέχουν όλοι οι κοινωνικοί εταίροι: η κυβέρνηση, οι εργοδότες, οι αγρότες, τα συνδικάτα κτλ. Έτσι, τα ενεχόμενα μέρη καταλήγουν σε μια συμφωνία για την εισοδηματική πολιτική (τις τιμές και τους μισθούς) και για τα μέτρα σταθεροποίησης που πρέπει να εφαρμοστούν». Σύμφωνα με τον Γκρίνσπαν, στον αντίποδα βρίσκεται «η ορθόδοξη προσέγγιση, που συνίσταται στη μετακύλιση ολόκληρου του κοινωνικού κόστους στους φτωχούς μέσω μιας θεραπείας-σοκ». Αυτό ακριβώς συνέβη στη Βολιβία.
Όπως είχε υποσχεθεί ο Φρίντμαν στην περίπτωση της Χιλής, υποτίθεται ότι το ελεύθερο εμπόριο θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας για όσους είχαν μείνει άνεργοι όταν εφαρμόστηκε η θεραπεία-σοκ. Αυτό όμως δε συνέβη και το ποσοστό της ανεργίας αυξήθηκε από 20% την περίοδο των εκλογών σε 25-30% δύο χρόνια μετά. Μόνο στην κρατική μεταλλευτική εταιρεία (αυτή που είχε εθνικοποιήσει τη δεκαετία του 1950 ο Πας) οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν από 28.000 σε 6.000.
Ο βασικός μισθός δεν έφτασε ποτέ ξανά στο ίδιο επίπεδο αγοραστικής αξίας και δύο χρόνια μετά την έναρξη της εφαρμογής του προγράμματος οι πραγματικοί μισθοί είχαν μειωθεί κατά 40%, ενώ σε κάποιο σημείο κατρακύλησαν και κατά 70%. Το 1985, το έτος που ξεκίνησε η θεραπεία-σοκ, το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν 845 δολάρια• δύο χρόνια μετά είχε πέσει στα 789 δολάρια. Ο Σακς και η κυβέρνηση της Βολιβίας χρησιμοποιούσαν το κατά κεφαλήν εισόδημα ως μέτρο σύγκρισης για να αξιολογήσουν τα αποτελέσματα του προγράμματος, όμως, πέρα από την έλλειψη προόδου που αποκαλύπτει, δεν μπορεί να αποτυπώσει ούτε στο ελάχιστο την υποβάθμιση της καθημερινής ζωής πολλών Βολιβιανών. Το κατά κεφαλήν εισόδημα απορρέει από το άθροισμα των συνολικών εισοδημάτων σε μια χώρα και τη διαίρεση του με τον αριθμό των κατοίκων της. Η χρησιμοποίηση του ως μέτρου σύγκρισης συγκαλύπτει το γεγονός ότι η θεραπεία-σοκ είχε στη Βολιβία τις ίδιες επιπτώσεις που είχε και στις υπόλοιπες χώρες της περιοχής: Μια μικρή ελίτ έγινε πλουσιότερη, ενώ μεγάλα τμήματα της τάξης των εργαζομένων βρέθηκαν εκτός οικονομικού κύκλου και περιθωριοποιήθηκαν. Το 1987 το μέσο ετήσιο εισόδημα των Βολιβιανών χωρικών, που είναι γνωστοί ως campesinos, ήταν 140 δολάρια, λιγότερο από το ένα πέμπτο του «κατά κεφαλήν εισοδήματος». Εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα όταν στις μετρήσεις χρησιμοποιούνται μόνο οι «μέσοι όροι»: Απαλείφονται οι έντονες ανισότητες.
Ένας ηγέτης των ενώσεων των χωρικών εξήγησε ότι «οι στατιστικές της κυβέρνησης δεν αντικατοπτρίζουν τον αυξανόμενο αριθμό των οικογενειών που ζουν σε σκηνές• τις χιλιάδες των υποσιτιζόμενων παιδιών που συντηρούνται καθημερινά με μια φέτα ψωμί και ένα φλιτζάνι τσάι• τους εκατοντάδες campesinos που κατέφυγαν στην πρωτεύουσα αναζητώντας δουλειά και κατέληξαν να ζητιανεύουν στους δρόμους». Αυτή είναι η άγνωστη ιστορία της θεραπείας-σοκ στη Βολιβία: Καταργήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις πλήρους απασχόλησης με πλήρη συνταξιοδοτικά δικαιώματα και αντικαταστάθηκαν με θέσεις μερικής απασχόλησης χωρίς ασφάλιση. Μεταξύ 1983 και 1988 ο αριθμός των Βολιβιανών που απολάμβαναν πλήρη ασφαλιστικά δικαιώματα μειώθηκε κατά 61%.
Ο Σακς, ο οποίος επέστρεψε στη Βολιβία ως σύμβουλος εν μέσω της μετάβασης, αντιτάχθηκε στην αύξηση των μισθών ώστε να εναρμονιστούν με τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και της βενζίνης. Αντί για αυτό, υποστήριξε τη δημιουργία ενός ταμείου έκτακτης ανάγκης για να ανακουφιστούν οικονομικά όσοι είχαν πληγεί περισσότερο – λευκοπλάστης πάνω σε μια χαίνουσα πληγή. Ο Σακς επέστρεψε στη Βολιβία επειδή του το είχε ζητήσει ο Πας Εστεν-σόρο και ήταν υπόλογος κατευθείαν στον Πρόεδρο. Τον θυμούνται ως έναν άκαμπτο άνθρωπο. Σύμφωνα με τον Γκόνι (που αργότερα θα γινόταν Πρόεδρος της Βολιβίας), ο Σακς χαλύβδωσε την αποφασιστικότητα των διαμορφωτών της πολιτικής όταν αυξήθηκαν οι λαϊκές αντιδράσεις για το ανθρώπινο κόστος της θεραπείας-σοκ. «Στις επισκέψεις του [ο Σακς] έλεγε: «Κοιτάξτε, η σταδιακή εφαρμογή δε λειτουργεί. Όταν τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο, πρέπει να τα σταματάς – όπως συμβαίνει όταν δίνεις ένα φάρμακο. Πρέπει να παίρνεις δραστικά μέτρα, διαφορετικά ο ασθενής θα πεθάνει».
Μια άμεση συνέπεια αυτής της αποφασιστικότητας ήταν ότι πολλοί από τους απελπισμένους φτωχούς της Βολιβίας αναγκάστηκαν να στραφούν στην καλλιέργεια της κόκας, επειδή απέφερε τα δεκαπλάσια από ό,τι οι άλλες καλλιέργειες (κάτι που αποτελεί ιστορική ειρωνεία, καθώς η αρχική οικονομική κρίση είχε προκληθεί από τη χρηματοδοτημένη από τις ΗΠΑ επίθεση εναντίον των καλλιεργητών της κόκας). Υπολογίζεται ότι το 1989 ένας στους δέκα εργαζόμενους δούλευε σε κάποιον από τους επιμέρους τομείς της βιομηχανίας της κόκας/κοκαΐνης. Ανάμεσα τους ήταν και η οικογένεια του Έβο Μοράλες, μελλοντικού Προέδρου της Βολιβίας και πρώην ηγέτη της μαχητικής ένωσης των καλλιεργητών κόκας.
Η βιομηχανία της κόκας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αναζωογόνηση της οικονομίας της Βολιβίας και στην καταπολέμηση του πληθωρισμού (γεγονός που σήμερα αποδέχονται οι ιστορικοί, αλλά δεν το ανέφερε ποτέ ο Σακς στις εξηγήσεις του για το πώς οι μεταρρυθμίσεις του θριάμβευσαν εις βάρος του πληθωρισμού). Μόλις δύο χρόνια μετά την «ατομική βόμβα», οι παράνομες εξαγωγές ναρκωτικών απέφεραν στη Βολιβία περισσότερα έσοδα από όλες μαζί τις νόμιμες εξαγωγές, ενώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, 350.000 άνθρωποι κέρδιζαν τα προς το ζην από κάποια πτυχή του εμπορίου ναρκωτικών. «Προς το παρόν», σχολίασε ένας ξένος τραπεζίτης, «η οικονομία της Βολιβίας είναι εξαρτημένη από την κοκαΐνη».
Το πρώτο διάστημα μετά την εφαρμογή της θεραπείας-σοκ ελάχιστοι εκτός των συνόρων της Βολιβίας μιλούσαν για αυτές τις πολύπλοκες επιπτώσεις. Προτιμούσαν να παρουσιάζουν μια πολύ πιο απλή εκδοχή: Πώς ένας τολμηρός νεαρός καθηγητής του Χάρβαρντ είχε, κυριολεκτικά μόνος του, «σώσει την κατεστραμμένη από τον πληθωρισμό οικονομία της Βολιβίας», σύμφωνα με το Boston Magazine. Η νίκη εις βάρος του πληθωρισμού στην επίτευξη της οποίας είχε συμβάλει ο Σακς αρκούσε για να θεωρείται η Βολιβία ένα εκπληκτικό παράδειγμα της επιτυχίας της ελεύθερης αγοράς, «το πιο αξιοσημείωτο στη σύγχρονη εποχή», όπως το χαρακτήριζε ο Economist. To «θαύμα της Βολιβίας» έκανε διάσημο τον Σακς στους ισχυρούς χρηματοοικονομικούς κύκλους, απογείωσε τη σταδιοδρομία του και του χάρισε τη φήμη του κορυφαίου ειδικού στις οικονομίες που πλήττονται από κρίσεις, με συνέπεια μέσα στα επόμενα χρόνια να πάει ως σύμβουλος στην Αργεντινή, στο Περού, στη Βραζιλία, στον Ισημερινό και στη Βενεζουέλα.
Οι ύμνοι για τον Σακς δεν περιορίζονταν μόνο στο γεγονός ότι είχε τιθασεύσει τον πληθωρισμό σε μια φτωχή χώρα, αλλά επεκτείνονταν και στο ότι είνε πετύχει αυτό που πολλοί θεωρούσαν αδύνατον: Είχε συμβάλει στην επιβολή ενός ριζικού νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού εντός των ορίων μιας δημοκρατίας και χωρίς τη βοήθεια ενός πολέμου, μια αλλαγή που ήταν πολύ περισσότερο σαρωτική από εκείνες που είχαν επιχειρήσει η Θάτσερ και ο Ρέιγκαν. Ο Σακς είχε πλήρη επίγνωση της ιστορικής σημασίας του επιτεύγματος του. «Πιστεύω πως η Βολιβία υπήρξε η πρώτη χώρα όπου η δημοκρατική μεταρρύθμιση συνδυάστηκε με μια οικονομική θεσμική αλλαγή», θα υποστήριζε έπειτα από χρόνια. «Η Βολιβία, πολύ περισσότερο από τη Χιλή, κατέδειξε ότι η πολιτική φιλελευθεροποίηση και η δημοκρατία μπορούν να συνδυαστούν με την οικονομική φιλελευθεροποίηση. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό μάθημα: Μπορούν να λειτουργήσουν παράλληλα και το ένα να ενισχύει το άλλο».
Η σύγκριση με τη Χιλή δεν ήταν τυχαία. Χάρη στον Σακς («τον ευαγγελιστή του δημοκρατικού καπιταλισμού», όπως τον χαρακτήρισαν οι New York Times), η θεραπεία-σοκ είχε επιτέλους απαλλαγεί από τη δυσωδία των δικτατοριών και των στρατοπέδων θανάτου την οποία ανέδιδε από τη μοιραία εκείνη μέρα που ο Φρίντμαν είχε ταξιδέψει στο Σαντιάγο, μία δεκαετία πριν. Ο Σακς είχε αποδείξει, σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζονταν οι επικριτές του νεοφιλελευθερισμού, ότι η σταυροφορία για την ελεύθερη αγορά μπορούσε όχι μόνο να επιβιώσει από αλλά και να αξιοποιήσει το δημοκρατικό κύμα που σάρωνε ολόκληρο τον πλανήτη. Και ο Σακς, που εξυμνούσε τον Κέινς και διατράνωνε ανερυθρίαστα την ιδεαλιστική του αφοσίωση στη βελτίωση της μοίρας του αναπτυσσόμενου κόσμου, ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για να ηγηθεί της σταυροφορίας σε μια πιο ήπια, περισσότερο ειρηνική χρονική περίοδο.
Η Αριστερά της Βολιβίας συνήθιζε να αποκαλεί το διάταγμα του Πας pinochetismo economico – οικονομικό πινοτσετισμό. Όμως για τον επιχειρηματικό κόσμο τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων της Βολιβίας αυτό ακριβώς ήταν το ζητούμενο: Στη Βολιβία είχε εφαρμοστεί η θεραπεία-σοκ του Πινοτσέτ χωρίς έναν Πινοτσέτ – και μάλιστα από μια κεντροαριστερή κυβέρνηση. Όπως δήλωσε με θαυμασμό ένας Βολιβιανός τραπεζίτης, «όσα έκανε ο Πινοτσέτ με τις ξιφολόγχες, ο Πας τα κατάφερε στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης».
Η ιστορία του «θαύματος της Βολιβίας» έχει ειπωθεί και ξαναειπωθεί σε εφημερίδες και περιοδικά, σε παρουσιάσεις του έργου του Σακς, στο μπεστ σέλερ βιβλίο του ίδιου του Σακς, σε ντοκιμαντέρ όπως το Commanding Heights: The Battle for the World Economy του PBS, που ολοκληρώθηκε σε τρία επεισόδια. Ωστόσο υπάρχει ένα μείζον πρόβλημα: Δεν είναι η αλήθεια. Στη Βολιβία αποδείχτηκε ότι η θεραπεία-σοκ μπορεί να επιβληθεί σε μια χώρα όπου έχουν μόλις γίνει εκλογές, όμως δεν αποδείχτηκε ότι η θεραπεία-σοκ μπορεί να επιβληθεί με δημοκρατικό τρόπο ή χωρίς καταστολή. Στην πραγματικότητα, αποδείχτηκε για μία ακόμα φορά ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Πρώτα απ” όλα, υπάρχει το προφανές πρόβλημα ότι ο Πρόεδρος Πας δεν είχε την εντολή των Βολιβιανών ψηφοφόρων να αναδιαμορφώσει ολόκληρη την οικονομική αρχιτεκτονική της χώρας. Είχε κατέλθει στις εκλογές με ένα εθνοκεντρικό πρόγραμμα, το οποίο εγκατέλειψε αιφνίδια έπειτα από μια παρασκηνιακή συμφωνία. Μερικά χρόνια μετά ο σημαντικός νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος Τζον Γουίλιαμσον θα επινοούσε έναν όρο για αυτό που είχε κάνει ο Πας: Θα το ονόμαζε «πολιτική βουντού» – οι περισσότεροι άνθρωποι το χαρακτηρίζουν απλώς «ψευδολογία». Όμως αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση το μοναδικό πρόβλημα στη ρητορική περί συνύπαρξης της δημοκρατίας και της θεραπείας-σοκ.
Όπως ήταν αναμενόμενο, πολλοί από τους ψηφοφόρους που είχαν εκλέξει τον Πας εξοργίστηκαν με την προδοσία του. Μόλις δημοσιοποιήθηκε το διάταγμα, δεκάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους για να εμποδίσουν την εφαρμογή ενός σχεδίου που θα είχε ως αποτέλεσμα μαζικές απολύσεις και αύξηση της πείνας. Οι κύριες αντιδράσεις προήλθαν από τη μεγαλύτερη εργατική συνομοσπονδία της χώρας, η οποία κήρυξε γενική απεργία, με συνέπεια να παραλύσουν οι βιομηχανίες. Η αντίδραση του Πας έκανε τη στάση της Θάτσερ απέναντι στους ανθρακωρύχους να φαντάζει ήπια: Κήρυξε αμέσως τη χώρα σε «κατάσταση πολιορκίας», άρματα μάχης κατέκλυσαν τους δρόμους της πρωτεύουσας και επιβλήθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας. Για να ταξιδέψουν μέσα στη χώρα τους οι Βολιβιανοί πολίτες χρειάζονταν ειδικές άδειες. Αστυνομικές δυνάμεις αποκατάστασης της τάξης επέδραμαν σε γραφεία συνδικάτων, σε ένα πανεπιστήμιο, σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό, καθώς και σε αρκετά εργοστάσια. Οι πολιτικές συγκεντρώσεις και οι διαδηλώσεις απαγορεύτηκαν και ήταν απαραίτητη η άδεια από το κράτος για να γίνονται συναθροίσεις.Η αντιπολίτευση τέθηκε εκτός νόμου – όπως ακριβώς είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μπάνσερ.
Για να αδειάσουν οι δρόμοι, η αστυνομία συνέλαβε 1.500 διαδηλωτές, διέλυσε τα συγκεντρωμένα πλήθη με δακρυγόνα και άνοιξε πυρ εναντίον απεργών με την αιτιολογία ότι είχαν επιτεθεί εναντίον αστυνομικών. Ο Πας υιοθέτησε έκτακτα μέτρα για να διασφαλίσει ότι οι διαμαρτυρίες θα σταματούσαν μια και καλή. Όταν οι ηγέτες της εργατικής συνομοσπονδίας κατέβηκαν σε απεργία πείνας, ο Πας διέταξε την αστυνομία και το στρατό να συλλάβουν τους διακόσιους σημαντικότερους συνδικαλιστές της χώρας, να τους φορτώσουν σε αεροπλάνα και να τους μεταφέρουν σε φυλακές στην απομακρυσμένη περιοχή του Αμαζονίου. Συμφωνά με το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters, στους κρατούμενους συμπεριλαμβάνονταν «οι ηγέτες της Εργατικής Συνομοσπονδίας της Βολιβίας και άλλοι υψηλόβαθμοι συνδικαλιστές», που οδηγήθηκαν «σε απομονωμένα χωριά στη λεκάνη του Αμαζονίου στη βόρεια Βολιβία, όπου τους απαγορεύτηκε να μετακινούνται». Επρόκειτο για μια μαζική απαγωγή, που τη συμπλήρωνε ένα αίτημα για καταβολή λύτρων: Οι κρατούμενοι θα απελευθερώνονταν μόνο αν τα συνδικάτα σταματούσαν τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, κάτι που τελικά συμφώνησαν να κάνουν. Ο Φιλέμον Εσκομπάρ ήταν μεταλλωρύχος και ακτιβιστής συνδικαλιστής εκείνα τα χρόνια. Σε μια πρόσφατη τηλεφωνική μας συνέντευξη μου είπε ότι «άρπαξαν τους συνδικαλιστές ηγέτες από τους δρόμους και τους πήγαν στη ζούγκλα για να τους φάνε ζωντανούς τα έντομα. Όταν τους απελευθέρωσαν, είχε ήδη αρχίσει η εφαρμογή του νέου οικονομικού σχεδίου». Συμφωνά με τον Εσκομπάρ, «η κυβέρνηση δεν τους πήγε στη ζούγκλα για να τους βασανίσει ή να τους σκοτώσει, αλλά για να μπορέσει να υλοποιήσει το οικονομικό της σχέδιο».
Αυτή η ασυνήθιστη κατάσταση πολιορκίας συνεχίστηκε για τρεις μήνες, και, καθώς όλα τα μέτρα του σχεδίου έπρεπε να τεθούν σε εφαρμογή μέσα σε εκατό μέρες, αυτό σήμαινε ότι η χώρα ήταν δέσμια κατά τη διάρκεια της καθοριστικής περιόδου υλοποίησης της θεραπείας-σοκ. Το επόμενο έτος, όταν η κυβέρνηση του Πας προχώρησε σε μαζικές απολύσεις στα ορυχεία κασσίτερου, τα συνδικάτα ξαναβγήκαν στους δρόμους και εκτυλίχθηκαν τα ίδια δραματικά γεγονότα: Η χώρα κηρύχθηκε και πάλι σε κατάσταση πολιορκίας και δυο αεροπλάνα της πολεμικής αεροπορίας της Βολιβίας μετέφεραν εκατό κορυφαίους συνδικαλιστές σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην τροπική περιοχή της Βολιβίας. Αυτή τη φορά ανάμεσα στους απαχθέντες ηγέτες συμπεριλαμβάνονταν δυο πρώην υπουργοί Εργασίας και ένας πρώην γερουσιαστής – μια κατάσταση που θύμιζε τη φυλακή για «εξέχοντα πρόσωπα» του Πινοτσέτ στην οποία είχε οδηγηθεί ο Ορλάντο Λετελιέ. Οι ηγέτες κρατήθηκαν στα στρατόπεδα για δυόμισι βδομάδες, μέχρι να δεχτούν, για άλλη μια φορά, τα συνδικάτα να σταματήσουν τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και τις απεργίες πείνας.
Επρόκειτο για ένα είδος «ήπιας» χούντας. Για να μπορέσει το καθεστώς να επιβάλει την οικονομική θεραπεία-σοκ, έπρεπε να εξαφανιστούν μερικοί άνθρωποι, έστω και προσωρινά. Αν και ασφαλώς λιγότερο βάναυσες, αυτές οι εξαφανίσεις εξυπηρέτησαν τον ίδιο σκοπό που είχαν εξυπηρετήσει και στη δεκαετία του 1970. Η απομόνωση των ηγετών του συνδικαλιστικού κινήματος της Βολιβίας ώστε να μην μπορέσουν να αντιδράσουν στις μεταρρυθμίσεις άνοιξε το δρόμο για την οικονομική εξόντωση ολόκληρων κατηγοριών εργαζομένων: Πολύ σύντομα θα έχαναν τις δουλειές τους και θα στοιβάζονταν στις παραγκουπόλεις στα περίχωρα της Λα Πας.
Ο Σακς είχε πάει στη Βολιβία επικαλούμενος την προειδοποίηση του Κέινς ότι η οικονομική κατάρρευση γεννά το φασισμό, όμως τα μέτρα που συνταγογράφησε ήταν τόσο οδυνηρά, ώστε για να εφαρμοστούν απαιτούνταν οιονεί φασιστικές μέθοδοι.
Οι κατασταλτικές ενέργειες της κυβέρνησης Πας καλύφθηκαν από το διεθνή Τύπο της εποχής, αλλά μόνο για μία ή δύο μέρες και σε ρεπορτάζ που αναφέρονταν γενικά και αόριστα σε ταραχές στη Λατινική Αμερική, χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες. Ωστόσο, όταν ήρθε η ώρα της αφήγησης του θριάμβου των «μεταρρυθμίσεων της ελεύθερης αγοράς» στη Βολιβία, τα γεγονότα αυτά αποσιωπήθηκαν (όπως ακριβώς αποσιωπείται συχνά η συμβιωτική σχέση της βίας του Πινοτσέτ με το «οικονομικό θαύμα» της Χιλής). Ασφαλώς, δεν ήταν ο ίδιος ο Τζέφρι Σακς που κήρυξε την κατάσταση πολιορκίας ή έστειλε τις αστυνομικές δυνάμεις καταστολής εναντίον των διαδηλωτών, ωστόσο στο βιβλίο του The End of Poverty αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην καταπολέμηση του πληθωρισμού στη Βολιβία, όπου, παρότι δεν κρύβει την ικανοποίηση του για το μερίδιο που του αναλογεί σε αυτή την επιτυχία, δεν αναφέρεται στην καταστολή που απαιτήθηκε για να εφαρμοστεί το σχέδιο. Η μοναδική σχετική μνεία που κάνει είναι μια αόριστη αναφορά σε «στιγμές έντασης τους πρώτους μήνες του σταθεροποιητικού προγράμματος».
Σε άλλες αφηγήσεις ακόμα και αυτή η αόριστη παραδοχή παραλείπεται. Μάλιστα, ο Γκόνι έφτασε στο σημείο να ισχυρίζεται ότι «η σταθεροποίηση επιτεύχθηκε σε μια δημοκρατία χωρίς να παραβιαστούν οι ανθρώπινες ελευθερίες, επιτρέποντας στο λαό να εκφραστεί». Σε μια λιγότερο εξιδανικευμένη αποτίμηση προέβη ένας πρώην υπουργός της κυβέρνησης Πας, ο οποίος ανέφερε ότι «συμπεριφέρθηκαν σαν αυταρχικά γουρούνια».
Αυτή η παραφωνία είναι ίσως η πιο ανθεκτική στο χρόνο κληρονομιά που μας έχει αφήσει το πείραμα της θεραπείας-σοκ στη Βολιβία. Η περίπτωση της Βολιβίας απέδειξε ότι μια θεραπεία-σοκ χρειάζεται πάντα να συνοδεύεται από σοκαριστικές επιθέσεις εναντίον ενοχλητικών κοινωνικών ομάδων και δημοκρατικών θεσμών. Απέδειξε επίσης ότι η κορπορατική σταυροφορία μπορεί να προωθείται με ωμά αυταρχικά μέσα και, παρ” όλα αυτά, να εξυμνείται ως δημοκρατική επειδή έχουν προηγηθεί εκλογές, ανεξαρτήτως του πόσο παραβιάζονται στη συνέχεια οι πολιτικές ελευθερίες ή αγνοείται η εκφρασμένη δημοκρατικά βούληση του λάου (ένα μάθημα που μέσα στα επόμενα χρόνια θα αποδεικνυόταν ιδιαίτερα χρήσιμο για τον Μπορίς Γέλτσιν της Ρωσίας και για άλλους ηγέτες). Υπό αυτό το πρίσμα, η περίπτωση της Βολιβίας αποτέλεσε το πρότυπο για ένα νέο, περισσότερο εξωραϊσμένο είδος αυταρχισμού, για ένα πολιτικό πραξικόπημα που το πραγματοποιούν πολιτικοί και οικονομολόγοι με κοστούμια και όχι αξιωματικοί με στρατιωτικές στολές – κι όλα αυτά στη φανταχτερή συσκευασία ενός δημοκρατικού καθεστώτος.
Σημειώσεις
[1] H καταπολέμηση του υπερπληθωρισμού δεν έσωσε τη Γερμανία από την ύφεση και, στη συνέχεια, από το φασισμό, μια αντίφαση στην οποία ο Σακς δεν αναφέρθηκε ποτέ στις τόσες φορές που χρησιμοποίησε αυτή τη σύγκριση. (Σ.τ.Σ.)
[2] Για δύο δεκαετίες οι Βολιβιανοί δε γνώριζαν πώς είχε εκπονηθεί το πρόγραμμα της θεραπείας-σοκ. Τον Αύγουστο του 2005, είκοσι χρόνια μετά τη σύνταξη του προσχεδίου του διατάγματος, η Βολιβιανή δημοσιογράφος Σούζαν Βελάσκο Πορτίγιο πήρε συνεντεύξεις από μέλη της ομάδας έκτακτης ανάγκης για την οικονομία και αρκετοί από αυτούς αποκάλυψαν πληροφορίες για το μυστικό εγχείρημα. Η αφήγηση των γεγονότων βασίζεται κυρίως σε αυτές τις αναμνήσεις. (Σ.τ.Σ.)
Category: Βιβλιοπαρουσίαση