Οικονομική κρίση: η πραγματικότητα και η ιδεολογική στρέβλωσή της
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007-2008 είναι, πανθομολογούμενα, η μεγαλύτερη από τη δεκαετία του 1930. Σχεδόν τρία χρόνια μετά, η κρίση δεν έχει ξεπεραστεί παρά τους πακτωλούς τρισεκατομμυρίων δολαρίων και ευρώ που δαπανήθηκαν για τη στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η κρίση έχει μετεξελιχθεί σε διπλή κρίση, σε κρίση δημοσίων οικονομικών και κρίση του ιδιωτικού τομέα. Η ελληνική δημοσιονομική κρίση είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου. Ο μεγάλος φόβος είναι η Ισπανία αλλά και η Ιταλία, από τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη:
«Ανησυχία εκφράζουν οι αναλυτές στην Ιταλία μετά την ανακοίνωση του οίκου αξιολόγησης Moody’s για πιθανή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
“Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση, στην οποία η αναφορά και μόνο σε δυσκολίες και προβλήματα στην επαναχρηματοδότηση του χρέους, προσλαμβάνει διαστάσεις διεθνούς κρίσης” γράφει η εφημερίδα «La Repubblica».
Σύμφωνα με τον ανταποκριτή της εφημερίδας στη Νέα Υόρκη, Φεντερίκο Ραμπίνι, “για τους Αμερικανούς, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα σήμερα, και αύριο την Ιταλία, ισχύει η θεωρία της Lehman Brothers: αφήνεις να γίνει έστω και μια χρεοκοπία και όλο το υπόλοιπο τραπεζικό σύστημα κινδυνεύει να παρασυρθεί από το κραχ”».[1]
Ωστόσο, η οικονομική κρίση είναι για τους καπιταλιστές ένα διακύβευμα αλλά και μια ευκαιρία. Διακύβευμα, γιατί απειλεί, ορισμένους απ’ αυτούς να τους εξαλείψει οικονομικά, και ακόμα, καπιταλιστικές χώρες να τις υποβαθμίσει στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα (η περίπτωση του ελληνικού καπιταλισμού). Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία για τους καπιταλιστές να αναδιατάξουν τους ταξικούς συσχετισμούς προς όφελός τους. Προς την κατεύθυνση αυτή λειτουργεί η οικονομική τρομοκρατία που επιβάλλει η οικονομική κρίση. Αντιμέτωποι με το μαστίγιο της ανεργίας, οι εργαζόμενοι επιδιώκεται να αποδεχθούν «οικειοθελώς» ονομαστικές μειώσεις μισθών (για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), κατάργηση συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Αντί η κρίση να αποτελέσει την αιτία για την εγκατάλειψη του νεοφιλελεύθερου μοντέλου καπιταλιστικής λειτουργίας, λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση: την ενδυνάμωση και επέκταση του νεοφιλελευθερισμού μέχρι τις έσχατες συνέπειές του. Επιστροφή σε έναν καπιταλισμό που θυμίζει τον καπιταλισμό του 19ου αιώνα: πλήρης απορύθμιση της λειτουργίας της αγοράς και εργασιακός μεσαίωνας για τους εργαζόμενους. Πράγμα που αποκαλύπτει ότι το πρόβλημα δεν είναι ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά ο ίδιος, αυτός καθαυτός, ο καπιταλισμός!
Όταν η πραγματικότητα δεν μας βολεύει,
τόσο το χειρότερο για αυτήν
Ωστόσο, το μαστίγιο από μόνο του δεν λειτουργεί. Κινδυνεύει να δημιουργήσει ένα κοινωνικό ηφαίστειο που η έκρηξη του θα θέσει σε αμφισβήτηση τα ίδια τα θεμέλια του συστήματος: τη μισθωτή σκλαβιά.
Χρειάζεται, λοιπόν, η αστική ιδεολογία να συμπληρώσει το μαστίγιο λειτουργώντας ως το καρότο.
Η κρίση του δημόσιου χρέους, στην Ελλάδα αλλά και παγκόσμια, έδωσε τη δυνατότητα να επικεντρωθεί η προπαγάνδα (ΜΜΕ, «σοβαρών» «δημοσιογράφων», καθεστωτικών «οικονομολόγων») στην «αποτυχία του κράτους» στην οικονομική παρεμβατική του λειτουργία. Αυτό που προβάλλεται δεν είναι γιατί χρεώθηκαν τα κράτη, ποιες είναι οι αιτίες των αυξημένων χρεών. Αυτό αποσιωπάται -και ακόμα χειρότερα- λέγεται μόνο η μισή αλήθεια: πολιτική διαφθορά, αναποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους. Σύμφωνα με την προπαγάνδα, απλά και μόνο λόγω «πολιτικής ανικανότητας» τα κράτη χρεώθηκαν:
«[κατά το ΔΝΤ] οι ΗΠΑ προβλέπεται ότι θα είναι η μόνη χώρα, μαζί με την Ιαπωνία, της οποίας το δημόσιο χρέος θα αυξάνεται και το 2016. Το χρέος των αναπτυγμένων οικονομιών θα υπερβεί κατά μέσο όρο φέτος το 100% του ΑΕΠ για να φτάσει στο 107% του ΑΕΠ το 2016, ξεπερνώντας κατά 34 ποσοστιαίες μονάδες το επίπεδο που είχε πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Όπως υποστηρίζει η έκθεση του ΔΝΤ, ο Πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα οφείλει να συμπιέσει το έλλειμμα κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες την προσεχή διετία – η μεγαλύτερη μείωση των τελευταίων 50 ετών -προκειμένου να υλοποιήσει τη δέσμευσή του ότι θα το περιορίσει στο μισό το 2013. Συγχρόνως, κάλεσε τις ΗΠΑ να δεσμευθούν σε ένα μεσοπρόθεσμο στόχο μείωσης του δημόσιου χρέους τους».[2]
Αφού, λοιπόν, μόνο οι πολιτικοί και το κράτος ευθύνονται για την κρίση, οι… ανεύθυνοι ιδιώτες καπιταλιστές πρέπει να αφεθούν να λειτουργούν ασύδοτα (χωρίς συνδικάτα και συλλογικές συμβάσεις εργασίας) και «η αγορά» θα λύσει αυτομάτως τα προβλήματα. Σε άρθρο του Charles W. Calomiris (Αίτια της κρίσης στην αγορά ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κίνδυνου) διαβάζουμε ότι για την κρίση του 2007-8 ευθύνεται η κρατική παρέμβαση που εφαρμόστηκε… τη δεκαετία του 1930(!!) λόγω:[3]
«[…] απερίσκεπτων κανονιστικών ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν μετά τη Μεγάλη Ύφεση [του 1929]. Μάλιστα, ορισμένες κανονιστικές ρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν την περίοδο εκείνη -χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι οι εγγυήσεις καταθέσεων- πιθανόν να μην καταργηθούν ποτέ, παρά το γεγονός ότι χρηματοοικονομολόγοι και ειδικοί σε θέματα Οικονομικής Ιστορίας θεωρούν ότι η αρνητική επίδραση των εγγυήσεων καταθέσεων (και άλλων προστατευτικών ρυθμίσεων) στην παροχή κινήτρων είναι η κύρια αιτία της πρωτοφανούς χρηματοοικονομικής αστάθειας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σε ολόκληρο τον κόσμο
[…]
Δεύτερον, πολλές κυβερνητικές πολιτικές ενθάρρυναν ή επιδότησαν την ανάληψη κινδύνων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται με την αγορά ενυπόθηκων δανείων subprime […]
Τρίτον, το κανονιστικό πλαίσιο για την προληπτική εποπτεία των εμπορικών τραπεζών αποδείχθηκε αναποτελεσματικό».
Με απλά λόγια: για όλα ευθύνεται ο οικονομικός κρατικός παρεμβατισμός, αν αφηνόταν μόνη της η «οικονομία της αγοράς» δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Με αυτή τη λογική στην Ελλάδα, ο ΓΑΠ δηλώνει με το γνωστό του θράσος, αντικρατιστής, «αντιεξουσιαστής στην εξουσία»:
«[…] αποφάσεις μας ξεβολεύουν πολλούς που είχαν καθίσει για δεκαετίες στον σβέρκο των Ελλήνων, σπάνε κατεστημένες νοοτροπίες, ανατρέπουν τον κρατισμό και την πελατειακή λογική. Αυτοί λοιπόν που είχαν συνηθίσει στα πελατειακά προνόμια καλά θα κάνουν να συνηθίσουν στην ιδέα ότι θα ξεβολευτούν. Η Ελλάδα αλλάζει και θα αλλάξει ακόμη περισσότερο».[4]
Τα παραπάνω δεν μεταφράζονται απλά στον εργασιακό μεσαίωνα που βιώνουν οι Έλληνες εργαζόμενοι, αλλά και την αποθέωση ενός ανεξέλεγκτου άγριου καπιταλισμού. Μέχρι σήμερα μας έλεγαν για το «πρόβλημα της παραοικονομίας» στην Ελλάδα. Και πράγματι, παραοικονομία σημαίνει μαύρη εργασία (χωρίς ασφάλιση και δικαιώματα για τους εργαζόμενους) μη καταβολή φόρων και εισφοροδιαφυγή, «μαύρες τρύπες» στα δημόσια οικονομικά.
Σήμερα, έξαφνα, όλα αυτά δεν αποτελούν πρόβλημα:
«Την πρώτη θέση στη ζώνη του ΟΟΣΑ καταλαμβάνει η Ελλάδα ως η χώρα με την μεγαλύτερη παραοικονομία (ως ποσοστό του ΑΕΠ), ποσοστό που για το 2010 διαμορφώθηκε στο 29,9% του ΑΕΠ ή σε 69,05 δισ. ευρώ. Για πολλούς, όπως για τον σύμβουλο του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φρίντριχ Σνάιντερ, η αύξηση της φορολογίας θα γιγαντώσει ακόμα περισσότερο την παραοικονομία της χώρας, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Καθημερινής».
[…]
Ταυτόχρονα ωστόσο, ο Φρ. Σνάιντερ υποστήριξε ότι στην παρούσα οικονομική κατάσταση η μεγάλη παραοικονομία λειτουργεί και ως σταθεροποιητικός παράγοντας, καθώς αποτελεί και τη μοναδική διέξοδο για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού. Παράλληλα, υποβάθμισε τις απώλειες δημόσιων εσόδων εξαιτίας της παραοικονομίας, καθώς υπολογίζει ότι τα 2/3 της «μαύρης» οικονομίας επανέρχονται στην πραγματική οικονομία, κυρίως μέσω της κατανάλωσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Φρ. Σνάιντερ, η παραοικονομία στη ζώνη του ΟΟΣΑ ανέρχεται στο 13,4% του ΑΕΠ. Από τις 31 ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 10η θέση, με τη Βουλγαρία να έχει την πρώτη, όπου η παραοικονομία ανέρχεται στο 32,6% του ΑΕΠ. Στη δεύτερη θέση κατατάσσεται η Κροατία, με την παραοικονομία ν’ ανέρχεται στο 29,8%».[5]
Ιδού, λοιπόν, ο πραγματικός στόχος: η Ελλάδα (και μετά ολόκληρος ο αναπτυγμένος καπιταλιστικός κόσμος) στον «οικονομικό παράδεισο» της Βουλγαρίας και της Κροατίας: χωρίς εργασιακά δικαιώματα, με καπιταλιστές που δεν πληρώνουν φόρους και εισφορές στα ταμεία. Όλα τα βάρη στα υποζύγια τους εργαζόμενους. Όλα θα τα διορθώσει η «αόρατος χειρ» της αγοράς. Στο τέλος όλα θα «επανέλθουν στην πραγματική οικονομία, κυρίως μέσω της κατανάλωσης».
Η κρίση του 2007-2008:
η εισβολή της πραγματικότητας
Και όμως…
…αν η τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση απέδειξε κάτι, πέραν κάθε αμφιβολίας, είναι η αποτυχία της «ελεύθερης αγοράς».
Η μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομική κρίση από τη δεκαετία του 1930, δεν βρίσκεται κάπου βαθιά στο παρελθόν. Η κρίση αυτή ξέσπασε μόλις πριν τρία χρόνια περίπου. Δεν ξέσπασε σε συνθήκες μεγάλου κρατικού παρεμβατισμού, αλλά σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης των αγορών. Η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν ξέσπασε λόγω του (δήθεν) «μεγάλου κρατικού τομέα» στην Ελλάδα[6] ή την Ισλανδία, αλλά στην καρδιά του κτήνους: η κρίση ξέσπασε στις ΗΠΑ, τη χώρα-μοντέλο της απορρυθμισμένης «οικονομίας της αγοράς».
Αυτός ήταν ο λόγος που υπέρμαχοι της «ελεύθερης αγοράς» δήλωναν, όταν ξέσπασε η κρίση, σοκαρισμένοι από την έκτασή της ενώ παραδέχονταν ότι η λειτουργία της αγοράς είναι εγγενώς προβληματική:
«Κατά την ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής της Βουλής για την Εποπτεία και την Κρατική Μεταρρύθμιση με θέμα «Η Χρηματοπιστωτική Κρίση και ο ρόλος των Ομοσπονδιακών Ρυθμιστικών Αρχών» στις 23 Οκτωβρίου 2008, ο Άλαν Γκρίνσπαν δήλωσε: «Έκανα το λάθος να θεωρήσω δεδομένο ότι η ιδιοτέλεια των οργανισμών, ιδίως των τραπεζών και άλλων αρκούσε για να είναι σε θέση να προστατεύσουν τους μετόχους και τα ίδια κεφάλαια τους… πρόκειται για ένα ελάττωμα στο μοντέλο που καθορίζει στο πως λειτουργεί ο κόσμος».[7]
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Από τη δεκαετία του 1980 ο νεοφιλελευθερισμός οδηγούσε σε ολοένα και μεγαλύτερη απορρύθμιση των αγορών (μείωση της άμεσης κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, βαθμιαία κατάργηση των περιορισμών στην κίνηση του κεφαλαίου). Η «θεωρεία» ήταν ότι αυτό θα αύξανε τον ανταγωνισμό, επομένως οι υγιείς και οικονομικά αποτελεσματικότερες επιχειρήσεις θα εκτόπιζαν τις αναποτελεσματικές, με συνέπεια καλύτερα, φθηνότερα προϊόντα και υπηρεσίες ενώ θα ήταν συνεχής η οικονομική ανάπτυξη.
Στην πραγματικότητα, οι απορρυθμισμένες αγορές σε ολοένα αυξανόμενο βαθμό δημιουργούσαν (και εξακολουθούν να δημιουργούν) οικονομικές φούσκες και οικονομικές ανισορροπίες. Το αποτέλεσμα ήταν οι συνεχόμενες (αν και βραχύβιες μέχρι το 2007) οικονομικές κρίσεις να αποτελούν «σύνηθες φαινόμενο». Στις αναπτυσσόμενες χώρες οι κρίσεις προκύπτουν πλέον με ανησυχητική τακτικότητα -σύμφωνα με κάποια καταμέτρηση, από το 1970 μέχρι το 2007 σημειώθηκαν 124 κρίσεις![8]
Η προηγούμενη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ήταν την περίοδο 1997-1998. Η κρίση, τότε, ξεκίνησε από την Ταϊλάνδη και εξαπλώθηκε, πρώτα σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ασίας και κατόπιν στη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία.
Ωστόσο, όσο δεν συνέβαιναν σοβαρές κρίσεις στις αναπτυγμένες χώρες, οι οικονομολόγοι-απολογητές του καπιταλισμού, επιχειρηματολογούσαν ότι επρόκειτο απλά για «περιπτώσεις-ατυχήματα», «κακοδιαχείριση σε χώρες αναπτυσσόμενες» στις οποίες, υποτίθεται, δεν λειτουργούσε «ορθά η ελεύθερη αγορά». Η κρίση όμως του 2007-8 χτύπησε αρχικά τις ίδιες τις ΗΠΑ και μετά απλώθηκε σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Η κρίση αυτή ήταν το αποτέλεσμα συσσωρευμένων οικονομικών ανισορροπιών.
Στη δεκαετία του 1990 άνθησε η «οικονομία της νέας τεχνολογίας». Η αστική ιδεολογία προπαγάνδιζε, τότε, ότι η εποχή των υπολογιστών και της «υψηλής τεχνολογίας» έφερνε το τέλος όχι μόνο του οικονομικού κύκλου (περιόδους οικονομικής ανάπτυξης που ακολουθούνται από περιόδους ύφεσης) αλλά και το τέλος της εργατικής τάξης όπως την ξέραμε: τώρα πλέον ο καθένας μπορούσε νε γίνει εκατομμυριούχος χάρις στην («αταξική») «πνευματική εργασία» -η χειρονακτική εργασία αφορούσε πλέον μόνο τον (καθυστερημένο) αναπτυσσόμενο κόσμο.
Τα ιδεολογήματα κατέρρευσαν όταν η «νέα εποχή» είχε τη μοίρα όλων των προηγούμενων καπιταλιστικών οικονομικών κύκλων. Οδήγησε σε μια οικονομική άνθιση αλλά κατέληξε σε κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης που εκφράστηκε με οικονομικές φούσκες και ανισορροπίες. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1990 είχαμε την εκτόξευση των επενδύσεων στις τηλεπικοινωνίες. Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ οι δαπάνες για τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό έφτασαν τα 4.000 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτά τα χρήματα συγκεντρώθηκαν από επιχειρήσεις, τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έβλεπαν την τότε εκρηκτική ανάπτυξη του ιντερνέτ ως την κότα με τα χρυσά αυγά. Επακολούθησε υπερσυσσώρευση στον κλάδο και τελικά υπερπαραγωγή:
«Αν τα έξι δισεκατομμύρια του πληθυσμού της γης μιλούσαν συνεχώς, χωρίς διακοπή στο τηλέφωνο για όλη την επόμενη χρονιά, η δυνητική ικανότητα θα μπορούσε να μεταδώσει το σύνολο των συνομιλιών τους μέσα σε λίγες ώρες… Μόνο το 1% ή 2% των οπτικών ινών που είναι θαμμένες στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική έχουν τεθεί σε λειτουργία».[9]
Το τελικό αποτέλεσμα της δυσλειτουργίας του ιδιωτικού τομέα ήταν την άνοιξη του 2000 να σκάσει η φούσκα των εταιρειών τεχνολογίας (η «φούσκα των dot-com εταιρειών»). Από τον Μάρτιο του 2000 μέχρι τον Οκτώβριο του 2002 οι τιμές των μετοχών των εταιρειών dot-com σημείωσαν πτώση 78% η μεγαλύτερη χρηματιστηριακή πτώση από τη δεκαετία του 1930. Γι’ αυτό το λόγο, πολλοί καθεστωτικοί οικονομολόγοι φοβήθηκαν ότι η κρίση θα μετατρεπόταν σε συστημική κρίση. Οι φόβοι τους φάνηκε να επιβεβαιώνονται όταν τον Μάρτιο του 2001 η κρίση επεκτάθηκε στην υπόλοιπη οικονομία και η Αμερική (και η παγκόσμια οικονομία) βυθίστηκε σε ύφεση.
Ο τότε πρόεδρος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, της Fed, Άλαν Γκρίνσπαν για να σταματήσει την οικονομική κατρακύλα μείωσε τα επιτόκια (στο 1%) πλημμυρίζοντας την αγορά με ρευστότητα. Οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι ανακήρυξαν τον Άλαν Γκρίνσπαν σε «σωτήρα και μάγο του συστήματος».
Παρ’ όλα αυτά, ο ιδιωτικός τομέας απέτυχε για δεύτερη φορά στη διάρκεια λίγο μόνον χρόνων: η ρευστότητα χρησιμοποιήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα για να αντικατασταθεί η φούσκα των dot-com με τη φούσκα της αγοράς κατοικιών, η οποία στήριξε την άνοδο της κατανάλωσης και την άνθηση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ (αλλά και στον υπόλοιπο αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο). Ιδού λοιπόν η προϊστορία της σημερινής κρίσης: στη βάση της βρίσκεται όχι μόνο η αποτυχία της αγοράς να διατηρήσει την οικονομική ανάπτυξη, αλλά η σισύφεια τάση του καπιταλισμού να οδηγεί, στο ανεξέλεγκτο κυνήγι του κέρδους, το ίδιο το σύστημα στον οικονομικό και κοινωνικό γκρεμό.
Η φούσκα της αγοράς κατοικίας
και τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα:
ο δρόμος προς την κατάρρευση
Οι έμμισθοι κονδυλοφόροι-απολογητές του καπιταλισμού συχνά επιρρίπτουν ευθύνες στη Fed (και στον πρώην «μάγο και σωτήρα» Άλαν Γκρίνσπαν), επειδή άφησε για «μεγάλο χρονικό διάστημα» τα επιτόκια σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η προσπάθεια είναι να απαλλάξουν τον ιδιωτικό τομέα από τις ευθύνες και να τις ρίξουν (που αλλού βολεύει ιδεολογικά;) στο κράτος. Όπως, πολύ σωστά, παρατηρεί ο Στίγκλιτς:
«Αλλά αυτή η συγκεκριμένη απόπειρα μεταβίβασης ευθυνών έχει μια ιδιομορφία: ποιος άλλος κλάδος θα έλεγε ότι τα κέρδη του ήταν τόσο χαμηλά και οι επιδόσεις του τόσο κακές επειδή ήταν πάρα πολύ χαμηλό το κόστος των εισροών του (π.χ. του χάλυβα ή της εργασίας); Στην τραπεζική, η κύρια «εισροή» είναι το κόστος των κεφαλαίων, κι όμως απ” ό,τι φαίνεται οι τραπεζίτες παραπονούνται ότι η Fed έκανε το χρήμα πάρα πολύ φτηνό! Αν τα χαμηλού κόστους κεφάλαια είχαν αξιοποιηθεί σωστά, αν, λόγου χάρη, είχαν διατεθεί για τη στήριξη επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες ή για την επέκταση επιχειρήσεων, θα είχαμε μια ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία.
[…]
Επιδεικνύοντας μια εξωφρενική αγνωμοσύνη απέναντι σε εκείνους που τους έσωσαν όταν βρίσκονταν στο χείλος του γκρεμού, πολλοί τραπεζίτες ρίχνουν το φταίξιμο στο κράτος – δαγκώνοντας το ίδιο το χέρι που τους τάισε».[10] [οι υπογραμμίσεις δικές μου].
Στην πραγματικότητα ο ιδιωτικός τομέας αντιμέτωπος με μια γενικευμένη κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης, χρησιμοποίησε το φτηνό χρήμα της Fed για να επιδοθεί σε ένα όργιο κερδοσκοπίας (παρά και ενάντια στα ιδεολογήματα περί αποτελεσματικής «ελεύθερης αγοράς» που δήθεν αυτορυθμίζεται).
Η ιδιοκτησία ενός σπιτιού αποτελούσε ανέκαθεν ακρογωνιαίο λίθο του αμερικανικού ονείρου -αλλά και επιθυμία των ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο. Όταν οι αμερικανικές τράπεζες και εταιρείες ενυπόθηκου δανεισμού άρχισαν να προσφέρουν φτηνά ενυπόθηκα δάνεια, εκατομμύρια άνθρωποι πήραν αυτά τα δάνεια, αν και δεν είχαν τη δυνατότητα να τα εξοφλήσουν στην περίπτωση που «στράβωνε» το οικονομικό περιβάλλον. Όταν τα επιτόκια πήραν την ανιούσα, έχασαν τα σπίτια τους και όποιο κεφάλαιο είχαν ρίξει σε αυτά.
Η φούσκα στην αγορά κατοικίας τροφοδοτήθηκε από τα χαμηλά επιτόκια και το «χαλαρό» ρυθμιστικό πλαίσιο του κράτους (που είχαν επιβάλλει τα προηγούμενα χρόνια οι ιδιώτες καπιταλιστές στο όνομα της «οικονομικής ανικανότητας» του κράτους). Καθώς οι τιμές των κατοικιών εκτινάσσονταν στα ύψη στη διάρκεια που μεγάλωνε η φούσκα, οι ιδιοκτήτες «τραβούσαν» χρήμα από τα ίδια τους τα σπίτια. Όλος αυτός ο δανεισμός βασιζόταν στην (χωρίς οικονομική βάση) παραδοχή ότι οι τιμές των κατοικιών θα συνέχιζαν να αυξάνονται ή τουλάχιστον δεν θα έπεφταν. Τα νοικοκυριά (χάρις στην αρχική συνεχόμενη) αύξηση της αξίας των σπιτιών δανείζονταν και κατανάλωναν, διατηρώντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη μέχρι το 2007.
Σήμερα οι απολογητές του καπιταλισμού, ρίχνουν το φταίξιμο όχι μόνο στο κράτος (όπως είδαμε) αλλά και στους ίδιους του δανειολήπτες γιατί… τσίμπησαν και ήσαν «χρηματοπιστωτικά αναλφάβητοι και δεν καταλάβαιναν πού έμπλεκαν». Ωστόσο, καμώνονται ότι ξεχνούν ότι φορτικά οι τράπεζες πίεζαν ακόμα και τους φτωχότερους των εργαζομένων (τα διαβόητα πλέον subprime ενυπόθηκα δάνεια) να πάρουν δάνεια και σπίτια:
«Παραδείγματος χάρη, το σπίτι της Ντόρις Κανάλες απειλήθηκε με κατάσχεση αφού το είχε αναχρηματοδοτήσει δεκατέσσερις φορές μέσα σε έξι χρόνια με ενυπόθηκα δάνεια «άνευ παραστατικών», τα οποία απαιτούσαν ελάχιστα ή μηδενικά αποδεικτικά εισοδήματος ή περιουσιακών στοιχείων. “Απλώς τηλεφωνούσαν κι έλεγαν: Έι, μήπως χρειάζεσαι λεφτά στην τράπεζα;”». [11]
Όταν η Fed αύξησε το επιτόκιο βραχυπρόθεσμου δανεισμού από το 1% το 2003 σε 5,25% το 2006 το πάρτι τελείωσε. Δεν βυθίστηκε μόνο η αμερικανική οικονομία στην ύφεση αλλά και η παγκόσμια. Η επέκταση της κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο έγινε μέσω μιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως «τιτλοποίηση». Μέσω αυτής της διαδικασίας τα ενυπόθηκα δάνεια είχαν τεμαχιστεί ξανά και ξανά, είχαν γίνει πακέτα ξανά και ξανά, και είχαν μεταβιβαστεί σε κάθε λογής τράπεζες και επενδυτικά κεφάλαια στις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, είχαν πουληθεί σε ολόκληρο τον κόσμο, και αποδείχθηκαν τοξικά για τράπεζες και εταιρείες επενδύσεων που βρίσκονταν ακόμα και στη βόρεια Νορβηγία, το Μπαχρέιν ή την Κίνα. Όταν τελικά γκρεμίστηκε αυτός ο πύργος από τραπουλόχαρτα, παρέσυρε μαζί του μερικά από τα πλέον αξιοσέβαστα ιδρύματα του παγκόσμιου ιδιωτικού κεφαλαίου: τη Lehman Brothers, την Bear Stearns και τη Merrill Lynch.
«Ολόκληρη η διαδικασία της τιτλοποίησης βασιζόταν στη θεωρία του «ακόμα πιο ηλίθιου» – ότι, δηλαδή, υπήρχαν ηλίθιοι στους οποίους μπορούσαν να πουληθούν τα τοξικά ενυπόθηκα δάνεια και τα επικίνδυνα χαρτιά που βασίζονταν σε αυτά. Η παγκοσμιοποίηση είχε προσφέρει πρόσβαση σε έναν ολόκληρο κόσμο ηλιθίων πολλοί επενδυτές στο εξωτερικό δεν καταλάβαιναν την ιδιόμορφη αμερικανική αγορά ενυπόθηκου δανεισμού, ιδίως την έννοια των δανείων άνευ προσφυγής. Η άγνοια τους, ωστόσο, δεν τους εμπόδισε να αρπάξουν αυτούς τους τίτλους».[12] [οι υπογραμμίσεις δικές μου].
Η διαδικασία της «τιτλοποίησης» είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ενός καπιταλισμού που, αδυνατώντας να κάνει παραγωγικές επενδύσεις, αποκαλύπτει σε κοινή θέα την βαθύτερη ουσία του καπιταλισμού: στο κυνήγι του κέρδους η όποια έννοια της αποτελεσματικότητας ή του «υγιούς κέρδους» πάει περίπατο. Ακόμη και η καθαρή απάτη είναι στην ημερησία διάταξη όλων των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ακόμα και των πιο «σοβαρών» (των τελευταίων ακόμα περισσότερο!). Το είδος παραγώγου (οδυνηρά γνωστό στην Ελλάδα λόγω της κρίσης του χρέους) που ονομάζεται συμβόλαιο μεταφοράς κινδύνου αθέτησης υποχρέωσης (credit default swap – CDS) είναι ενδεικτικό. Υποτίθεται ότι προστατεύει τον πιστωτή από τον κίνδυνο αδυναμίας πληρωμής του δανειολήπτη. Όμως:
«Τα CDS έπαιξαν ύποπτο ρόλο στην τρέχουσα κρίση για διάφορους λόγους. Χωρίς να έχουν εκτιμήσει σωστά κατά πόσον ο πωλητής των ασφαλιστηρίων μπορούσε να εκπληρώσει την υπόσχεση του, οι επενδυτές δεν ασφαλίζονταν απλώς -στοιχημάτιζαν. Κάποια από τα στοιχήματα ήταν πάρα πολύ ιδιόμορφα και δημιούργησαν στρεβλά κίνητρα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις περισσότερες άλλες χώρες, δεν μπορεί κάποιος να συνάψει ασφαλιστήριο συμβόλαιο πάνω στη ζωή ενός άλλου ανθρώπου, εκτός αν έχει κάποιο οικονομικό συμφέρον (το οποίο ονομάζεται έννομο συμφέρον). Η σύζυγος μπορεί να συνάψει ασφαλιστήριο συμβόλαιο κατά του θανάτου του συζύγου της– μια εταιρεία κατά του θανάτου βασικών στελεχών. Αλλά αν ο Μπομπ ασφαλίσει τον Τζιμ, με τον οποίο δεν έχει την παραμικρή σχέση, δημιουργεί το πιο φαύλο κίνητρο που υπάρχει: ο Μπομπ έχει συμφέρον να εξασφαλίσει πρόωρο θάνατο του Τζιμ.
Αν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα προχωρούσε στη σύναψη ασφαλιστηρίου συμβολαίου ενάντια στο θάνατο της Lehman Brothers θα είχε, με την ίδια λογική, κίνητρο να φροντίσει για τον πρόωρο χαμό της. Και κάθε «παίχτης» ή κάθε ομάδα «παιχτών», που ήταν αρκετά μεγάλοι για να χειραγωγήσουν την αγορά, είχαν στη διάθεση τους πληθώρα όπλων, ολόκληρο οπλοστάσιο το οποίο ενισχυόταν ακόμα περισσότερο όσο πιο περίπλοκες γίνονταν οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι αγορές των CDS ήταν ρηχές, άρα ήταν εύκολο να ρίξει κανείς τις τιμές -δείχνοντας ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα χρεοκοπίας».[13]
Διαβάζοντας τα παραπάνω, είναι νομίζω εύκολο να αντιληφθεί κανείς τι γίνεται με τα CDS του ελληνικού χρέους σήμερα. Αλλά… αξίζει να δούμε από κοντά πως λειτουργεί αυτή η διαδικασία στην περίπτωση της Ελλάδας:
«Το εμπόριο των CDS ήταν σχεδόν μονοπωλιακό μεταξύ ελάχιστων εταιρειών. Τη μερίδα του λέοντος κατείχε η J.P. Morgan και ακολουθούσαν οι Goldman Sachs, Morgan Stanley και Deutsche Bank. Οι πρώτες τρεις τράπεζες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους από την ίδρυση τους. Πολύ μεγάλους και ισχυρούς δεσμούς μαζί τους διατηρεί και η Deutsche Bank. Συμφωνά με τον οίκο Fitch, οι τράπεζες αυτές ελέγχουν περισσότερο από τα δύο τρίτα της αγοράς CDS, κερδίζοντας επί σειρά ετών τεράστια ποσά.
[…]
Τα ελληνικά CDS υποτίθεται πως είναι μια ασφάλεια που μπορούν να αγοράσουν όσοι έχουν επενδύσει σε ελληνικά ομόλογα, ούτως ώστε να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο από μια ενδεχόμενη πτώχευση της χώρας και συνεπώς από μια ενδεχόμενη αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεων της, πληρώνοντας ένα ασφάλιστρο (το οποίο είναι κυμαινόμενο και ανεβοκατεβαίνει όπως μια μετοχή) στο τραπεζικό ή το επενδυτικό ίδρυμα που τους τα πουλάει.
Ωστόσο, επιτρέπεται να αγοράσει κανείς CDS και να νομιμοποιείται να λάβει την αποζημίωση σε περίπτωση πτώχευσης της Ελλάδας χωρίς να έχει στην κατοχή του ελληνικά ομόλογα, δηλαδή χωρίς να έχει την ανάγκη ασφάλισης της επένδυσης του. Σε αυτή την περίπτωση, τα ελληνικά CDS μετατρέπονται σε χρηματιστηριακό στοίχημα, από το οποίο ο κερδοσκόπος μπορεί να κερδίσει με δυο τρόπους: είτε από την άνοδο της τιμής του CDS και την πώληση του ακριβότερα απ’ ό,τι το αγόρασε, καθώς το ασφάλιστρο αυξάνεται όσο η χρηματοπιστωτική επίθεση στην Ελλάδα συνεχίζεται, είτε από την πραγματική πτώχευση της Ελλάδας και τη λήψη της τεράστιας αποζημίωσης.
[…]
Η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο χρηματιστηριακό καζίνο (ανάλογο με αυτό που οδήγησε στην κατάρρευση της αγοράς ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, πάλι με τη χρήση των CDS), το οποίο παρέχει ευκαιρίες για κέρδη σε κερδοσκόπους και τράπεζες σε όλο τον κόσμο, καθώς οι πρώτοι κερδίζουν όσο η κρίση επιδεινώνεται, ενώ οι τράπεζες απολαμβάνουν τα κέρδη από τις προμήθειες που λαμβάνουν από το εμπόριο CDS».[14] [οι υπογραμμίσεις δικές μου].
Γίνεται καθαρό από τα παραπάνω ο ορισμός του «κερδοσκόπου»: κερδοσκόπος είναι ο κάθε επιχειρηματίας!
Οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης:
καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς
-της ελεύθερης απάτης
Σε αυτό το παίγνιο «ελεύθερου ανταγωνισμού», κερδοσκοπίας αλλά και καθαρής απάτης (ελάχιστα καλυμμένης από μια λογική στοιχήματος-καζίνου), κρίσιμο ρόλο έπαιξαν οι «οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης» (Standard & Poor’s, Moody’s και Fitch).
Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έπρεπε να έχουν διαγνώσει τους κινδύνους που έκρυβαν τα προϊόντα την ασφάλεια των οποίων καλούνταν να πιστοποιήσουν. Αν είχαν «κάνει τη δουλειά τους» (στοιχειωδώς) έντιμα θα είχαν αναλογιστεί τα στρεβλά κίνητρα τόσο των φορέων ενυπόθηκου δανεισμού όσο και των τραπεζών επενδύσεων και των τραπεζιτών, και αυτό θα τους είχε κάνει ιδιαίτερα επιφυλακτικούς.
Κάποιοι δήλωσαν υποκριτικά έκπληκτοι με την τόσο κακή επίδοση των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης. Ωστόσο οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν μακρύ ιστορικό κακών επιδόσεων (να θυμηθούμε τα σκάνδαλα Enron και WorldCom στις αρχές της δεκαετίας του 2000). Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1997 στην Ανατολική Ασία οι οίκοι κατηγορήθηκαν ότι είχαν συμβάλει στη δημιουργία της φούσκας που προηγήθηκε. Έδιναν στο χρέος χωρών όπως η Ταϊλάνδη υψηλές βαθμολογίες ακόμα και μερικές μέρες προτού ξεσπάσει η κρίση. Όταν απέσυραν την υψηλή τους βαθμολογία -υποβιβάζοντας την Ταϊλάνδη κατά δύο βαθμίδες και τοποθετώντας τα χρεόγραφα της κάτω από την επενδυτική κατηγορία- υποχρέωσαν τα συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλους «θεματοφύλακες» να ξεπουλήσουν τα ταϊλανδικά ομόλογα, συμβάλλοντας στην κατάρρευση των αγορών και των νομισμάτων τους. Τόσο κατά την κρίση στην Ανατολική Ασία όσο και κατά την πρόσφατη κρίση στις ΗΠΑ, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης είχαν σαφή ευθύνη. Αντί να παράσχουν ακριβείς πληροφορίες, κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά την ίδια περίπου στιγμή που το κατάλαβε και η αγορά – όταν ήταν πλέον αργά.
Για να ερμηνεύσουμε τις κακές επιδόσεις των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης δεν αρκεί η «θεωρεία» ότι απλά έκαναν λάθος. Πρέπει να ανατρέξουμε στα κίνητρα: τα κίνητρα τους ήταν στρεβλά, όπως και κάθε καπιταλιστή που ενδιαφέρεται πάνω απ’ όλα για τα συμφέροντά του και όχι για κάποιο (βλακώδες και αφηρημένο) «υγιές κέρδος». Πληρώνονται από τις τράπεζες που εξέδιδαν τους τίτλους τους οποίους τους ζητούσαν να βαθμολογήσουν. Οι οίκοι Moody’s και Standard & Poor’s, μεταξύ άλλων, μπορεί να μην κατανοούσαν τους κινδύνους, καταλάβαιναν όμως από κίνητρα. Και είχαν κίνητρο να ευχαριστήσουν εκείνους που τους πλήρωναν. Και ο «ελεύθερος ανταγωνισμός» (η ιδεοληψία του νεοφιλελευθερισμού) ανάμεσα στους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης χειροτέρεψε την κατάσταση: αν ένας οίκος δεν έδινε την επιθυμητή βαθμολογία, οι τράπεζες επενδύσεων μπορούσαν να απευθυνθούν σε άλλον. Ήταν μια κούρσα που οδηγούσε το σύστημα προς τον πάτο.
Για να επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο το πρόβλημα, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης είχαν ανακαλύψει μια νέα μέθοδο για να αβγατίζουν τα έσοδα τους:
«Παρείχαν συμβουλευτικές υπηρεσίες όπως, πώς να παίρνει κανείς καλύτερες βαθμολογίες, μεταξύ των οποίων και η ποθητή βαθμολογία AAA. Μάζευαν χρήμα με το τσουβάλι λέγοντας στους επενδυτικούς οίκους πώς να εξασφαλίζουν καλές πιστοληπτικές αξιολογήσεις, κι έπειτα έβγαζαν ακόμα περισσότερο χρήμα δίνοντας τις βαθμολογίες. Τα έξυπνα στελέχη επενδυτικής τραπεζικής σύντομα κατάλαβαν πώς να αποσπούν το υψηλότερο μείγμα βαθμολογιών για οποιοδήποτε πακέτο τίτλων».[15]
«Πολύ μεγάλες για να πτωχεύσουν»
Με αυτόν, λοιπόν, τον τρόπο η παγκόσμια οικονομία σύρθηκε στην οικονομική κρίση. Χάρις στον ιδιωτικό τομέα ενός άπληστου και ανελέητου καπιταλισμού της «ελεύθερης αγοράς».
Τον Οκτώβριο του 2009 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ανακοίνωσε ότι οι ζημιές του τραπεζικού τομέα ανέρχονταν παγκοσμίως σε 3,6 τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι τράπεζες είχαν αναγνωρίσει πολύ πιο περιορισμένες ζημίες. Το υπόλοιπο ποσό αποτελούσε κάτι σαν «σκοτεινή ύλη». Όλοι γνώριζαν ότι υπήρχε στο σύστημα, αλλά κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν (ας όψεται η δημιουργική λογιστική! Το ελληνικό δημόσιο και σε αυτήν την πρακτική είναι απλά ουραγός!).
Όταν έγινε καθαρό ότι η οικονομική καταστροφή άγγιζε τα επίπεδα της δεκαετίας του 1930, οι ίδιοι υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού, μετατράπηκαν σε προσωρινούς κεϋνσιανούς. Ζήτησαν την παρέμβαση του κράτους γιατί διαφορετικά το σύστημα οδηγείτο στην πλήρη κατάρρευση. Έγιναν, όπως ευφυώς έχει ειπωθεί, «σοσιαλιστές της αγοράς».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες το μέγεθος των κρατικών εγγυήσεων και των πακέτων διάσωσης πλησίασε το 80% του αμερικανικού ΑΕΠ, γύρω στα 12 τρισεκατομμύρια δολάρια. Πέρα από τα ποσά που ανακοινώθηκαν, δόθηκαν στα κρυφά και εκατοντάδες ακόμα δισεκατομμύρια δολάρια.
Η δικαιολόγηση της σωτηρίας των καπιταλιστών ήταν αδυσώπητα ταξική:
Η κυβέρνηση Ομπάμα υποστήριξε πως οι μεγάλες τράπεζες είναι «πολύ μεγάλες για να πτωχεύσουν». Το γεγονός ότι είναι «πολύ μεγάλες» σημαίνει ότι δεν υπάρχει παρά μόνο μία πηγή χρηματοδότησης: ο φορολογούμενος εργαζόμενος. Και με βάση αυτό το δόγμα διοχετεύτηκαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Στην πράξη αυτό σημαίνει: οι μεγάλοι καπιταλιστές δεν αναλαμβάνουν πλέον κανέναν επενδυτικό κίνδυνο. Αν τα πράγματα πάνε καλά -απολαμβάνουν τα κέρδη τους. Αν τα πράγματα στραβώσουν, τα υποζύγια οι μισθωτοί πληρώνουν με τη διαμεσολάβηση του κράτους το λογαριασμό. Μειώσεις μισθών, απολύσεις, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, αύξηση της φορολογίας. Απλό…
Το κράτος στις ΗΠΑ (αλλά και στον υπόλοιπο αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο) αγοράζει με τα χρήματα των εργαζομένων τα «τοξικά στοιχεία» (τα προβληματικά δάνεια που έδωσαν με δική τους ευθύνη οι ιδιωτικές τράπεζες) και τα χαρακτηρίζουν με εύηχο τρόπο «προβληματικά στοιχεία ενεργητικού» ή «κληροδοτημένα στοιχεία ενεργητικού»:[16]
«To κράτος θα αγόραζε τα τοξικά στοιχεία ενεργητικού, στο πλαίσιο του “Προγράμματος Απαλλαγής από Προβληματικά Στοιχεία Ενεργητικού” (Troubled Asset Relief Program – TARP), και παράλληλα θα έκανε ενέσεις ρευστότητας στις τράπεζες και θα καθάριζε τους ισολογισμούς τους.
[…]
Όπως ήταν φυσικό, η Γουόλ Στριτ ενθουσιάστηκε με το πρόγραμμα αγοράς των επισφαλών στοιχείων ενεργητικού. Ποιος δεν θα “θελε να φορτώσει τη σαβούρα του στο κράτος σε φουσκωμένες τιμές;
[…]
Στο πλαίσιο του πρώτου γύρου διασώσεων, εκείνη την περίοδο, οι φορολογούμενοι πήραν τίτλους αξίας μόλις 65 σεντς για κάθε δολάριο που έδωσαν στις τράπεζες. Στις μεταγενέστερες συμφωνίες, όμως, και ιδίως εκείνες με τη Citibank και την AIG, οι όροι ήταν ακόμα χειρότεροι, καθώς για κάθε δολάριο που έδιναν οι φορολογούμενοι έπαιρναν πίσω μόνο 41 σεντς».[17]
Το πραγματικά εντυπωσιακό γεγονός από τη διάσωση των ιδιωτικών καπιταλιστών δεν είναι η διάσωση, αυτή καθαυτή, από το κράτος των ιδιωτών καπιταλιστών, αλλά η αντίδραση των καπιταλιστών που διασώθηκαν. Καθώς το κράτος παρείχε στις τράπεζες χρήματα για να αναπληρώσουν τα κεφάλαια τους και (υποτίθεται) για να διασφαλίσουν την ομαλή ροή των πιστώσεων στην οικονομία, εκείνες χρησιμοποίησαν τα χρήματα αυτά για να πληρώσουν μπόνους ρεκόρ στους εαυτούς τους -ως ανταμοιβή για τις ζημίες ρεκόρ! Εννέα πιστωτικά ιδρύματα που είχαν από κοινού καταγράψει ζημίες σχεδόν 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων έλαβαν 175 δισεκατομμύρια δολάρια για τη διάσωση τους μέσω του TARP και πλήρωσαν σχεδόν 33 δισεκατομμύρια δολάρια για μπόνους, τα οποία περιελάμβαναν πάνω από ένα εκατομμύριο στον καθένα σε περίπου πέντε χιλιάδες υπαλλήλους. Επιπλέον κρατικά χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για να πληρωθούν μερίσματα, τα οποία υποτίθεται ότι αποτελούν μοιρασιά των κερδών στους μετόχους. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, δεν υπήρχαν κέρδη, μόνο ελεημοσύνη προς τους καπιταλιστές από το κράτος.
Όλη αυτή η διαδικασία αναδεικνύει, με ανάγλυφο τρόπο, το ζήτημα του ποιος είναι άρχουσα τάξη και γιατί. Στον περίφημο διάλογο στην Πολιτεία του Πλάτωνα μεταξύ Θρασύμαχου και Σωκράτη ο πρώτος δηλώνει:
«Δίκαιο είναι το δίκαιο του ισχυρότερου».[18]
Οι καπιταλιστές δεν «μασάνε» στα ιδεολογήματα περί «δικαιοσύνης», «δίκαιης κατανομής των βαρών», «σωτηρίας τη πατρίδας». Αυτοί που πρέπει να πληρώσουν είναι οι εργαζόμενοι, αυτό είναι το «δίκαιο και το σωστό». Όταν και οι εργαζόμενοι, θα μάθουν ότι θα πρέπει να θεωρούν ως δίκαιο μόνο το ταξικό τους συμφέρον (όχι το «εθνικό», ή το «αντικειμενικά δίκαιο») θα έχουν κάνει το αποφασιστικό βήμα προς την απελευθέρωση τους.
Ταξικό μπρα ντε φέρ:
ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο
Οι πακτωλοί δολαρίων και ευρώ που έχουν ξοδέψει τα αναπτυγμένα κράτη δεν έχουν κατορθώσει να βγάλουν την παγκόσμια οικονομία από την κρίση. Η ανάκαμψη(;) που σημειώθηκε τα προηγούμενα τρίμηνα ήταν ασθενική, ενώ ήδη παρουσιάζει κόπωση (ενώ το φαινόμενο της μεγάλης ανεργίας παραμένει μόνιμο). Ο λόγος απλός.
Όταν το κράτος αγοράζει ένα τοξικό στοιχείο ενεργητικού οι ζημιές δεν εξαφανίζονται. Ούτε εξαφανίζονται όταν το κράτος ασφαλίζει τις ζημίες, ας πούμε, της Citibank. Απλώς μεταφέρονται από τον ισολογισμό της Citibank στον κρατικό ισολογισμό. Σε έναν κόσμο όπου το κέρδος του ενός είναι ζημία του άλλου (έναν κόσμο μηδενικού αθροίσματος) κάθε επίτευξη συμφωνίας μεταξύ κράτους και καπιταλιστών η οποία συμφέρει τους μετόχους και τους ομολογιούχους μιας τράπεζας για παράδειγμα, συνεπάγεται συμφωνία που δεν συμφέρει τα δημόσια οικονομικά (τους φορολογούμενους-υποζύγια εργαζόμενους). Ακόμα χειρότερα: επειδή τράπεζες και καπιταλιστές εξακολουθούν να έχουν (μέσω της δημιουργικής λογιστικής) κριμένα ελλείμματα και ζημίες ζητούν διαρκώς και μεγαλύτερη κρατική στήριξη με αποτέλεσμα η όλη διαδικασία να θυμίζει βαρέλι δίχως πάτο: αν πληρωθούν πάρα πολλά, το κράτος θα υποστεί τεράστιες ζημίες• αν πληρωθούν πολύ λίγα, η τρύπα στους τραπεζικούς ισολογισμούς θα φαντάζει θεόρατη.
Το πρόβλημα είναι ότι έχουν συσσωρευτεί τεράστιες οικονομικές ανισορροπίες. Η οικονομική φούσκα-ανάπτυξη των προηγούμενων χρόνων πριν την κρίση στηρίχτηκε σε βουνά χρέους. Όπως είδαμε, για προπαγανδιστικούς λόγους, ΜΜΕ και πληρωμένοι αστοί «οικονομολόγοι» δείχνουν διαρκώς τα δημόσια ελλείμματα και χρέη χωρίς να εξηγούν πως αυτά δημιουργήθηκαν. Η πραγματικότητα είναι ωστόσο, ότι τα ιδιωτικά χρέη είναι πολλαπλάσια των δημοσίων.
Συμφωνά με το ΔΝΤ, πράγματι τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις δυτικές οικονομίες τριπλασιάσθηκαν κατά την τελευταία τριετία, αφ” ενός λόγω αιφνίδιας επέκτασης των δημόσιων δαπανών (για να διασωθούν τράπεζες και βιομήχανοι) αφ’ ετέρου με την εντυπωσιακή πτώση των δημόσιων εσόδων λόγω της οικονομικής κρίσης.
Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα είναι ο ιδιωτικός δανεισμός ο οποίος έχει εκτοξευτεί στη στρατόσφαιρα. Τα αμερικανικά νοικοκυριά υπερχρεώθηκαν την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης. Ο λόγος γι αυτό ήταν η καθήλωση των εισοδημάτων των εργαζομένων. Το πραγματικό εισόδημα (προσαρμοσμένο με βάση τον πληθωρισμό) των περισσότερων Αμερικανών εργαζόμενων έμεινε καθηλωμένο και η μόνη διέξοδος για τα νοικοκυριά ήταν ο δανεισμός -το 2005 το εισόδημα του διάμεσου νοικοκυριού (του νοικοκυριού που βρίσκεται ανάμεσα στο 50% με υψηλότερα εισοδήματα και το 50% με χαμηλότερα εισοδήματα) βρισκόταν περίπου 3% χαμηλότερα απ” ό,τι το 1999.
Παράλληλα με την υπερχρέωση των νοικοκυριών, αυξήθηκε εντυπωσιακά ο δανεισμός των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Ελλάδα. Κατά την πενταετία 2003-2008, η δανειακή εξάρτηση του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα επεκτάθηκε με ρυθμό κατά 360% ανώτερο εκείνης του δημόσιου και με εξαπλάσιο ρυθμό από εκείνον της υπόλοιπης οικονομίας. Εφ’ όσον στα δημόσια ελλείμματα προστεθούν και τα ιδιωτικά, το άθροισμα προκαλεί ίλιγγο. Με εξαίρεση λίγες χώρες, όπως η Ελλάδα, παντού σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο, το κατ’ εξοχήν ζήτημα είναι η υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα και όχι τόσο του δημοσίου (και στην Ελλάδα, ωστόσο, το ιδιωτικό χρέος είναι ίσο με το δημόσιο, δηλαδή όσα χρωστά το δημόσιο άλλα τόσα σχεδόν χρωστά και ο ιδιωτικός τομέας). Με στοιχεία του 2009 (τα οποία έχουν επιδεινωθεί εν τω μεταξύ):[19]
Μια πιο συνολική εικόνα μας δίνει ο βρετανικός Economist:[20]
Ενώ το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών πολλαπλασιάστηκε επί 8,75 σε ονομαστική αξία μεταξύ 1975 και 2007, το ιδιωτικό χρέος εικοσαπλασιάστηκε ενώ το δημόσιο χρέος τριπλασιάστηκε. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο δανεισμός είναι εξωτερικός. Ο ελληνικός ιδιωτικοδημόσιος εξωτερικός δανεισμός τοποθετείται στην 11η θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Προηγούνται Λουξεμβούργο (3.854%), Ιρλανδία (1.004%), Ολλανδία (470%), Βρετανία (416%), Ελβετία (271%), Βέλγιο (267%), Πορτογαλία (223%), Αυστρία (212%), Δανία (196%) και Γαλλία (188%). Ακολουθούν σε μικρή απόσταση οι Γερμανία (155%) και Φινλανδία (153%).[21]
Ο λογαριασμός είναι λοιπόν μεγάλος, και οι καπιταλιστές θέλουν να τον φορτώσουν ολόκληρο στον κόσμο της εργασίας και μάλιστα με τόκο! Προσχηματικά χρησιμοποιούν το δημόσιο χρέος (που δημιουργήθηκε για να διασωθούν οι καπιταλιστές), ενώ το ιδιωτικό αποσιωπάτε ολοκληρωτικά σχεδόν!
Στην Ελλάδα βιώνουμε, με πρόσχημα το δημόσιο και μόνο χρέος, την εργασιακή επιστροφή στον 19ο αιώνα και μια φτώχια που πλέον συναγωνίζεται εκείνη της δεκαετίας του 1950. Αλλά οι Έλληνες εργαζόμενοι δεν είναι οι μόνοι που υποφέρουν. Εκατομμύρια φτωχοί Αμερικανοί έχουν χάσει ή χάνουν τα σπίτια τους -σύμφωνα με μία εκτίμηση, 2,3 εκατομμύρια μόνο το 2008 (το 2007 έγιναν πράξεις κατασχέσεων για σχεδόν 1,3 εκατομμύρια ακίνητα). Το 2009 συνολικά 3,4 εκατομμύρια ιδιοκτήτες κατοικιών έπαυσαν να εξυπηρετούν τα ενυπόθηκα δάνεια τους ενώ 2,1 εκατομμύρια έχασαν τα σπίτια τους. Εκατομμύρια ακόμα αναμένεται να αντιμετωπίσουν την κατάσχεση το 2011. Στην Αμερική, κατάσχονται ημερησίως 10.000 κατοικίες και κατά την επόμενη τετραετία 10 έως 12 εκατομμύρια οικογενειών θα περιπέσουν σε διαδικασίες εξώσεων, λόγω εισοδηματικής αδυναμίας αποπληρωμής των χρεών τους.[22] Χάνοντας τα σπίτια τους πολλοί Αμερικανοί χάνουν τις οικονομίες μιας ζωής, μαζί με τα όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον, για τη μόρφωση των παιδιών τους, για μια κάπως άνετη συνταξιοδότηση.
Ποιο είναι το συμπέρασμα απ’ όλα τα προηγούμενα; Απλό και απολύτως κατανοητό: ταξικό μίσος. Το λογαριασμό να τον πληρώσουν τα αφεντικά και όχι εμείς. Και επιτέλους, να ανοίξουμε μαζικά τη συζήτηση για ένα άλλο κοινωνικό σύστημα που δεν θα συνθλίβει τους ανθρώπους στο κυνήγι του με κάθε μέσο πλουτισμού. Για μια κοινωνία αυτοδιαχειριζόμενη, των εργατικών συμβουλίων. Για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Όλα αυτά, λίγους μήνες πριν, φάνταζαν «ουτοπικά», εκτός χρόνου και τόπου. Σήμερα οι καπιταλιστές επιβάλλοντας το “There Is No Alternative” (Δεν Υπάρχει Εναλλακτική Λύση) μας επιβάλλουν να απαντήσουμε: Υπάρχει Εναλλακτική Λύση. Και αυτή είμαστε εμείς, οι εργαζόμενοι!
Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα έχουν μεγάλα πλεονεκτήματα που φουσκώνουν τα πανιά του κινήματος.
Το πρώτο είναι ο φόβος των καπιταλιστών, ντόπιων και ξένων. Η πιθανότητα, κάτω από πίεση του κινήματος, να μην περάσουν τα μέτρα είναι μεγάλος και φοβίζει τους καπιταλιστές όχι μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Φοβούνται ότι μια ενδεχόμενη στάση πληρωμών μπορεί να μετατρέψει την Ελλάδα σε Lehman Brothers αρχικά της Ε.Ε. και μετά σε παγκόσμιο επίπεδο:
«Ο βέλγος υπουργός Οικονομικών Ντιντιέ Ρέιντερς προειδοποίησε κατά μιας πτώχευσης της Ελλάδας, η οποία θα μπορούσε να μεταδοθεί και σε άλλες υπερχρεωμένες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «La Tribune» που θα δημοσιευτεί στο φύλλο της Δευτέρας.
Υπενθυμίζοντας την πτώχευση της αμερικανικής τράπεζας Lehman Brothers το φθινόπωρο του 2008, κάλεσε να μην “επαναληφθεί μια αποτυχία αυτού του τύπου, δεδομένου μάλιστα ότι θα μπορούσε να έχει δραματικές συνέπειες για ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ”.
“Εάν η Ελλάδα θα είναι η πρώτη χώρα που θα πτωχεύσει, τότε τα βλέμματα θα στραφούν στη συνέχεια και σε άλλες χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, ίσως το Βέλγιο αλλά επίσης και η Γαλλία, όταν βλέπουμε το επίπεδο του ελλείμματος και του χρέους της”, προσθέτει».[23]
Επομένως, πιέζοντας έχουμε τη δυνατότητα να βελτιώσουμε τη θέση μας ως εργαζόμενοι. Μπορούμε, επιβάλλεται να πιέσουμε! Με ακόμα μεγαλύτερες κινητοποιήσεις στις πλατείες, με μαζικές απεργίες.
Το δεύτερο μεγάλο όπλο μας είναι η αγανάκτηση των εργαζομένων σε Ελλάδα και Ευρώπη από την ξεδιάντροπη, ανοικτά ταξική πολιτική των κυβερνήσεων. Το ελληνικό κίνημα μπορεί να γίνει η εμπροσθοφυλακή του ευρωπαϊκού κινήματος. Αυτός είναι ο άλλος φόβος των μανδαρίνων της Ε.Ε. και των καπιταλιστών της.
Ας πραγματοποιήσουμε τους εφιάλτες τους!
Άγγελος Καλοδούκας
Σημειώσεις
[3] Από τη διεθνή κρίση, στην κρίση της ευρωζώνης και της Ελλάδας: Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον;
Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2011.
[6] Διάβαζε τα δυο άρθρα στην aformi:
[7] Joseph E. Stiglitz, Ο θρίαμβος της απλιστίας, Η ελεύθερη αγορά και η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας, εκδόσεις Ππαπαδόπουλος, Αθήνα 2011.
[8] Στο ίδιο.
[9] Chris Harman Καπιταλισμός Ζόμπι, Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και η επικαιρότητα του Μαρξ, εκδόσεις μαρξιστικό βιβλιοπωλείο.
[10] Joseph E. Stiglitz, Ο θρίαμβος της απλιστίας, Η ελεύθερη αγορά και η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας, εκδόσεις Ππαπαδόπουλος, Αθήνα 2011.
[11] Στο ίδιο.
[12] Στο ίδιο.
[13] Στο ίδιο.
[16] Στο ίδιο.
[17] Στο ίδιο.
[18] «Εγώ ισχυρίζομαι (ή διαπιστώνω) ότι το δίκιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρού […] Η δικαιοσύνη και το δίκιο στην πραγματικότητα είναι αγαθό για τον άλλο, είναι το συμφέρον του ισχυρού που ασκεί και την εξουσία… οι αδύνατοι που είναι υπό την εξουσία του πραγματοποιούν το συμφέρον εκείνου που είναι πιο δυνατός». Πλάτων, Πολιτεία.
Η συλλογιστική αυτή φαίνεται σκληρή και σχεδόν κυνική. Ο Θρασύμαχος, όμως, απλώς καταγράφει την πραγματικότητα, που επικρατεί στο γνωστό του κόσμο χωρίς εξαιρέσεις (εν απάσαις ταις πόλεσι). Δεν ισχυρίζεται, λοιπόν, τί θα έπρεπε να είναι ή πώς πρέπει να είναι τα πράγματα, αλλά πώς είναι• θέλει να καταδείξει πόσο οδυνηρή και αδήριτη είναι η πραγματικότητα. Ο Θρασύμαχος δεν είναι κήρυκας του δικαίου των κρατούντων ούτε βέβαια ευαγγελίζεται τον ηθικό αμοραλισμό.
[19] http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11379&subid=2&pubid=21564949#
[20] http://www.economist.com/node/16397110?story_id=16397110
[21] Κώστας Βεργόπουλος, Μετά το τέλος, η οικονομία της καταστροφής και η επόμενη μέρα, εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2011.
[22] Κώστας Βεργόπουλος, Μετά το τέλος, η οικονομία της καταστροφής και η επόμενη μέρα, εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2011.
Category: Χωρίς κατηγορία
Καλησπέρα,
πρώτον ευχαριστούμε πολύ για το πολύ ενδιαφέρον άρθρο.
Δεύτερον, μήπως θα μπορούσες να γράψεις κάποιο λινκ με περισσότερες πληροφορίες για τη διαδικασία που οδήγησε στην κρίση, με τσα cds κλπ (το ξέρω ότι τα αναλύεις ως ένα βαθμό, αλλά για μένα που δεν έχω σχέση με τα οικονομικά παραμένουν λίγο ασαφή).
Ευχαριστώ
Αγαπητέ… Μπιπ
Ενώ αντλώ, προφανώς, πολλές πληροφορίες από το διαδίκτυο, είμαι… παραδοσιακός όταν θέλω να κατανοήσω και να εμβαθύνω σε ένα ζήτημα: διαβάζω βιβλία.
Για την παρούσα κρίση (και αναλυτικά για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τα προϊόντα του) κυκλοφορούν πολύ καλά βιβλία. Μερικά από αυτά αναφέρω και στο άρθρο μου:
Α) Joseph E. Stiglitz, Ο θρίαμβος της απληστίας, Η ελεύθερη αγορά και η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας, εκδόσεις Ππαπαδόπουλος, Αθήνα 2011.
Β) Chris Harman Καπιταλισμός Ζόμπι, Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και η επικαιρότητα του Μαρξ, εκδόσεις μαρξιστικό βιβλιοπωλείο.
Γ) Jacques Attali, Παγκόσμια κατάρρευση σε δέκα χρόνια; Δημόσιο χρέος: η τελευταία ευκαιρία, Εκδόσεις Παπαπδόπουλος.
Δ) Πάνος Παναγιώτου, Η υπόθεση ελληνική κρίση, Εκδόσεις Λιβάνη, 2011.
Από τους συγγραφείς μόνο ο Chris Harman είναι μαρξιστής. Το βιβλίο του είναι ανεκτίμητης αξίας και must για διάβασμα.
Από αυτά τα βιβλία που παραθέτω, το βιβλίο του Παναγιώτου αναφέρεται εκτενώς στα ζητήματα των χρηματοπιστωτικών CDS και την Ελλάδα. Το θεωρώ εξαιρετικά διαφωτιστικό και απολύτως κατανοητό ακόμα και στον άσχετο με τα οικονομικά.
Ο Πάνος Παναγιώτου είναι χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής, διευθυντής της Greek Society of Technical Analysis (Βρετανία), της World Technical Analysis Educational Company και του XrimaNews.gr. Για περισσότερο από δέκα χρόνια δημοσιεύει έρευνες, βιβλία και άρθρα στον τομέα του και έχει συνεργαστεί με διεθνείς εταιρείες, όπως το Bloomberg. Από το 2003 αρθρογραφεί στην οικονομική εφημερίδα Κέρδος και τακτικά σε πληθώρα ελληνικών έντυπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ.
Από αυτό λοιπόν το βιβλίο παραθέτω εκτεταμένα αποσπάσματα από δυο άρθρα:
«Για να δώσουμε την απάντηση, επιτρέψτε μου να κάνω ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, στο 1994, και να σας μεταφέρω σε ένα ιδιωτικό παραθεριστικό κέντρο πέντε αστέρων στη Φλόριντα, όπου τραπεζίτες της J.P. Morgan συναντήθηκαν όχι για να διασκεδάσουν, αλλά για να λύσουν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στη διαχείριση ρίσκου: Πώς μεταφέρεις το ρίσκο κάπου αλλού, μακριά από σένα, όταν δανείζεις σε κάποιον;
Η J.P. Morgan είχε στα βιβλία της εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε δάνεια προς πολυεθνικές, εταιρείες και κυβερνήσεις και με βάση τον ομοσπονδιακό νόμο έπρεπε να διατηρεί τεράστια αποθεματικά κεφάλαια, για την περίπτωση που οι δανειολήπτες της αδυνατούσαν να τα εξοφλήσουν.
Αν, όμως, η J.P. Morgan δημιουργούσε ένα μηχανισμό που θα την προστάτευε από αυτή την εξέλιξη και που επιπλέον θα απελευθέρωνε όλο αυτό το αποθεματικό κεφάλαιο; Αν μπορούσε να δημιουργηθεί ένας ασφαλιστικός μηχανισμός που θα επέτρεπε τη μετατροπή του ρίσκου αδυναμίας πληρωμής σε ένα προϊόν, ένα στοίχημα, το οποίο όσο καιρό το είχε στην κατοχή του αυτός που το αγόραζε θα λάμβανε τακτικές πληρωμές από την τράπεζα, παρόμοιες με το ασφαλιστικό premium;
Με αυτό τον τρόπο, το ρίσκο θα μετατοπιζόταν από την J.P. Morgan και ταυτόχρονα θα αποδεσμεύονταν τα αποθεματικά της. Η λύση βρέθηκε με τα CDS, τα credit default swaps, που ήταν μια παραλλαγή άλλων προϊόντων ασφάλισης ρίσκου από διακυμάνσεις στην αγορά επιτοκίων και στην αγορά εμπορευμάτων.
Η J.P. Morgan συνέστησε το πρώτο γραφείο CDS στον κόσμο και προσέλαβε μαθηματικούς και χρηματιστηριακούς μηχανικούς από το ΜΙΤ και το Κέμπριτζ για να δημιουργήσουν μια αγορά για τα στοιχήματα αυτά. Μέσα σε λίγα χρόνια τα CDS ήταν το νέο καυτό προϊόν της Γουόλ Στριτ. Η πρώτη μεγάλη επένδυση σε CDS όμως δεν έγινε παρά το 1997, όταν η J.P. Morgan συγκέντρωσε τριακόσια δάνεια, συνολικού ύψους 9,7 δισ. δολαρίων, τα οποία είχαν χορηγηθεί σε μια σειρά μεγάλων εταιρειών, όπως η Ford, η Wal-Mart και η IBM, και τα τεμάχισε σε εκατομμύρια μικρά στοιχήματα. Στη συνέχεια, τους έδωσε ένα ποσοστό ρίσκου και ανταμοιβής, μεγαλύτερο της τάξης του 10%, και τα πούλησε σε επενδυτές μέσω του Broad Index Securitized Trust Offering ενός μηχανισμού που είχε αναπτυχτεί από μια εικοσιπεντάχρονη απόφοιτο του ΜΙΤ, η οποία εργαζόταν στο τμήμα CDS της J.p. Morgan.
Σύντομα, τα προϊόντα αυτά προέτρεψαν επενδυτές να στοιχηματίσουν σε αναδυόμενες αγορές με υψηλό ρίσκο, στη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία, ασφαλίζοντας τα δάνεια τους. Αργότερα, η κατάρρευση των Enron και WorldCom χρησιμοποιήθηκε από την J.P Morgan ως απόδειξη ότι το χρέος έπρεπε να ασφαλίζεται και να πωλείται στις αγορές κεφαλαίου. Τότε, το αμερικανικό Κογκρέσο έδωσε το πράσινο φως για τη δημιουργία της χωρίς εποπτεία διεθνούς αγοράς των CDS, η οποία από 100 δισ. δολάρια το 2000 έφτασε στα 6,4 τρισ. το 2004. Ποιος όμως άσκησε πίεση στο Κογκρέσο ώστε να εγκρίνει μια τόσο πολύπλοκη αγορά στοιχημάτων ρίσκου, η οποία σε όλο το διάστημα του εικοστού αιώνα ήταν, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παράνομη;
Κατ” αρχάς, η J.P. Morgan, η οποία και θα ήταν η πιο κερδισμένη από μια τέτοια εξέλιξη. Κατά δεύτερον, η ίδια η FED, με το σκεπτικό ότι θα εξυπηρετούνταν η J.P. Morgan, με την οποία διατηρεί άριστες και στενές σχέσεις, και με τη δικαιολογία ότι θα επιτυγχανόταν μια «διασπορά κίνδυνου», που θα ενίσχυε τη φερεγγυότητα και την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
[…]
Η αγορά αυτή δε μειώνει το ρίσκο, αλλά το μεταφέρει σε ένα τεράστιο εύρος εντός και εκτός του χρηματιστηριακού συστήματος, καθιστώντας το υπερβολικά ευαίσθητο σε περίπτωση «μόλυνσης». Όσοι, λοιπόν, σήμερα κάνουν λόγο για μεγαλύτερο κρατικό έλεγχο έχουν δίκιο μόνο κατά το ήμισυ, καθώς ξεχνούν πως χωρίς κρατική έγκριση δε θα είχε υπάρξει ποτέ η συγκεκριμένη αγορά CDS.
[…]
Η πλειονότητα αυτών των συνδεδεμένων με δάνεια ομολόγων ασφαλιζόταν μέσω των CDS, για την περίπτωση που οι δανειολήπτες θα αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Καμία από τις εταιρείες που τα διέθεταν δεν είχε υποχρέωση να έχει αποθεματικά κεφάλαια για την περίπτωση που όντως χρειαζόταν να πληρώσει όσους είχαν στοιχηματίσει στην αδυναμία αποπληρωμής τους. Το εμπόριο των CDS ήταν σχεδόν μονοπωλιακό μεταξύ ελάχιστων εταιρειών. Τη μερίδα του λέοντος κατείχε η J.P. Morgan και ακολουθούσαν οι Goldman Sachs, Morgan Stanley και Deutsche Bank. Οι πρώτες τρεις τράπεζες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους από την ίδρυση τους. Πολύ μεγάλους και ισχυρούς δεσμούς μαζί τους διατηρεί και η Deutsche Bank. Σύμφωνα με τον οίκο Fitch, οι τράπεζες αυτές ελέγχουν περισσότερο από τα δύο τρίτα της αγοράς CDS, κερδίζοντας επί σειρά ετών τεράστια ποσά.
[…]
Μέσα σε μια ελεύθερη αγορά είναι λογικό ο συνετότερος και προσεκτικότερος, αυτός που κατάφερε να αποφύγει τα προβλήματα και τους κινδύνους, να υπερισχύσει του απρόσεκτου και επιπόλαιου, αυτού που ανέλαβε μεγάλα ρίσκα χωρίς να υπολογίσει σωστά τις συνέπειες. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι εξαγορές κάποιων απρόσεκτων εταιρειών από την J.P Morgan δικαιολογούνται.
Ίσως αυτό να ίσχυε αν πράγματι η J.P Morgan ήταν συνετότερη και προσεκτικότερη. Στη σελίδα είκοσι τέσσερα της επίσημης τριμηνιαίας έκδοσης παράγωγων προϊόντων ωστόσο διαβάζουμε ότι η J.P Morgan είναι, χωρίς σύγκριση, ο μεγαλύτερος παίκτης στον κόσμο στην αγορά παραγώγων με λογιστικές αξίες από παράγωγα ύψους 90 τρισ. δολαρίων. Το 9% από αυτά είναι παράγωγα δανείων. Δηλαδή η J.P. Morgan κρατάει στα χέρια της μια ωρολογιακή βόμβα, ύψους 8,1 τρισ. δολαρίων, και όχι μόνο δεν κατέρρευσε από την πρόσφατη κρίση, αλλά παίζει το ρόλο του σωτήρα και αγοραστή άλλων τραπεζών-κολοσσών, πάντα με τη βοήθεια της FED. Πόσο μεγάλη όμως είναι η μερίδα ευθύνης των «σωτήρων» στη δημιουργία της παγκόσμιας κρίσης;».
[Ελλάδα και CDS]
«Το μέγεθος της κερδοσκοπίας εναντίον της Ελλάδας και ο βαθμός στον οποίο τα CDS είναι υπεύθυνα για την ελληνική κρίση είναι πάρα πολύ υποβαθμισμένα και αυτό γιατί, όταν το θέμα εξετάζεται από τους ελάχιστους που το κατανοούν σε βάθος, γίνεται επιφανειακά, παραλείποντας μερικές εξαιρετικά σημαντικές παραμέτρους.
Τα ελληνικά CDS υποτίθεται πως είναι μια ασφάλεια που μπορούν να αγοράσουν όσοι έχουν επενδύσει σε ελληνικά ομόλογα, ούτως ώστε να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο από μια ενδεχόμενη πτώχευση της χώρας και συνεπώς από μια ενδεχόμενη αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεων της, πληρώνοντας ένα ασφάλιστρο (το οποίο είναι κυμαινόμενο και ανεβοκατεβαίνει όπως μια μετοχή) στο τραπεζικό ή το επενδυτικό ίδρυμα που τους τα πουλάει.
Ωστόσο, επιτρέπεται να αγοράσει κανείς CDS και να νομιμοποιείται να λάβει την αποζημίωση σε περίπτωση πτώχευσης της Ελλάδας χωρίς να έχει στην κατοχή του ελληνικά ομόλογα, δηλαδή χωρίς να έχει την ανάγκη ασφάλισης της επένδυσης του. Σε αυτή την περίπτωση, τα ελληνικά CDS μετατρέπονται σε χρηματιστηριακό στοίχημα, από το οποίο ο κερδοσκόπος μπορεί να κερδίσει με δυο τρόπους: είτε από την άνοδο της τιμής του CDS και την πώληση του ακριβότερα απ” ό,τι το αγόρασε, καθώς το ασφάλιστρο αυξάνεται όσο η χρηματοπιστωτική επίθεση στην Ελλάδα συνεχίζεται, είτε από την πραγματική πτώχευση της Ελλάδας και τη λήψη της τεράστιας αποζημίωσης.
Η δυνατότητα αυτή, δηλαδή της αγοράς CDS χωρίς την προϋπόθεση κατοχής ελληνικών ομολόγων, δημιουργεί έναν κερδοσκοπικό κύκλο ασύλληπτων διαστάσεων, καθώς εμπλέκει, πέρα από hedge funds και κάθε λογής κερδοσκοπικά ιδρύματα, και τις μεγαλύτερες τράπεζες-δανειστές της Ελλάδας, τις οποίες «αναγκάζει» να πουλήσουν ελληνικά ομόλογα, εκτινάσσοντας τα επιτόκια τους στα ύψη και επομένως απογειώνοντας το κόστος δανεισμού της χώρας. Και αυτό γιατί, όταν ένας κερδοσκόπος θέλει να στοιχηματίσει αγοράζοντας ελληνικά CDS, κατά κανόνα πρέπει να στραφεί στις μεγάλες τράπεζες, που είναι οι νόμιμοι διαπραγματευτές αυτών των προϊόντων. Αγοράζοντας ελληνικά CDS από αυτές, στην ουσία ποντάρει εναντίον τους, καθώς θα είναι ακριβώς οι μεγάλες τράπεζες που θα κληθούν να τον πληρώσουν αν η Ελλάδα πτωχεύσει. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι οι τράπεζες να προχωρούν σε στρατηγικές αντιστάθμισης του επενδυτικού κίνδυνου που ανέλαβαν, είτε προβαίνοντας σε πωλήσεις ελληνικών ομολόγων είτε λαμβάνοντας θέσεις short εναντίον τους, δηλαδή πουλώντας τα, ποντάροντας στην πτώση τους, με την ελπίδα ότι θα τα αγοράσουν φθηνότερα στο μέλλον.
Αυτό συμβαίνει γιατί, καθώς οι κερδοσκόποι ποντάρουν στην αύξηση της πιθανότητας πτώχευσης της Ελλάδας αγοράζοντας όλο και περισσότερα CDS, οι τράπεζες που τους τα πουλούν είναι σαν να ποντάρουν όλο και περισσότερο στο αντίθετο ενδεχόμενο, δηλαδή στη μη πτώχευση της Ελλάδας. Καθώς, όμως, οι περισσότερες από αυτές έχουν ήδη και ελληνικά ομόλογα, βρίσκονται να ποντάρουν διπλά στη μη πτώχευση της Ελλάδας, από τη μια πλευρά με το να κατέχουν ομόλογα και από την άλλη με το να παίζουν κόντρα στους κερδοσκόπους των CDS. To αποτέλεσμα είναι η υπερέκθεσή τους στην επένδυση υπέρ της Ελλάδας, η οποία τις οδηγεί, σχεδόν υποχρεωτικά, στην ανάγκη μείωσης του επενδυτικού ρίσκου τους, πουλώντας ελληνικά ομόλογα ή και ποντάροντας στην πτώση τους. Οι τράπεζες που δεν έχουν ήδη επενδύσει σε ελληνικά ομόλογα, ώστε να μπορούν να πουλήσουν κάποια από αυτά μειώνοντας το ρίσκο τους, αναγκάζονται να τα δανειστούν από άλλες τράπεζες και να τα πουλήσουν short, ποντάροντας και αυτές στην πτώση τους, ώστε να τα αγοράσουν αργότερα χαμηλότερα για να τα επιστρέψουν στις τράπεζες απ” όπου τα δανείστηκαν.
Απλοποιώντας το παράδειγμα, μπορούμε να πούμε πως, όταν πραγματοποιείται μια πράξη αγοράς ελληνικών CDS, ενεργοποιείται και μια πράξη πώλησης ελληνικών ομολόγων, με την τελευταία να έχει ως αυτόματη συνέπεια την αύξηση των επιτοκίων των ομολόγων (και των spreads τους με τα γερμανικά), δηλαδή την αύξηση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας. Όσο οι κερδοσκόποι συνεχίζουν να σπρώχνουν την τιμή των CDS υψηλότερα, αγοράζοντας τα, τόσο οι τράπεζες που τους τα πουλούν επενδύουν στην πτώση των ελληνικών ομολόγων, σπρώχνοντας τα επιτόκια τους και το κόστος δανεισμού της Ελλάδας υψηλότερα.
Έτσι, η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο χρηματιστηριακό καζίνο (ανάλογο με αυτό που οδήγησε στην κατάρρευση της αγοράς ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, πάλι με τη χρήση των CDS), το οποίο παρέχει ευκαιρίες για κέρδη σε κερδοσκόπους και τράπεζες σε όλο τον κόσμο, καθώς οι πρώτοι κερδίζουν όσο η κρίση επιδεινώνεται, ενώ οι τράπεζες απολαμβάνουν τα κέρδη από τις προμήθειες που λαμβάνουν από το εμπόριο CDS. To πρόβλημα γίνεται ακόμα χειρότερο καθώς τα CDS μπορούν να αγοραστούν με μόχλευση, δηλαδή πληρώνοντας τμήμα μόνο της πραγματικής αξίας της τιμής τους. Έτσι, μια επένδυση σε ελληνικά CDS της τάξης του 1 εκ. δολαρίων μπορεί να απαιτεί κεφάλαιο μόλις της τάξης των 100 χιλ. δολαρίων.
Η μελέτη της πορείας των τιμών των ελληνικών CDS αποκαλύπτει ότι η άνοδος τους ξεκίνησε από τον Ιούλιο του 2007, ταυτόχρονα με μια σειρά άλλων χρηματοπιστωτικών εξελίξεων, οι οποίες αποτελούν τα σημαντικότερα κομμάτια στο διεθνές πάζλ που δημιουργεί το έξυπνο χρήμα, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι αναπόσπαστο τμήμα του ίδιου αυτού πάζλ τα τελευταία δυόμισι και πλέον χρόνια. Στο διάστημα αυτό έχει πέσει πάνω της μια χρηματοπιστωτική βόμβα 12.204 μεγατόνων, όση δηλαδή είναι η ποσοστιαία άνοδος των τιμών των CDS από τις 4,6 μονάδες βάσης, τον Ιούλιο του 2007, στις 566 μονάδες βάσης σήμερα, η οποία είχε ως αντανακλαστική συνέπεια το ξεπούλημα των ελληνικών ομολόγων, την απογείωση των επιτοκίων τους και την εκτίναξη του κόστους δανεισμού για την Ελλάδα.
Ο κερδοσκόπος που επένδυσε με μόχλευση 10% 1 εκ. δολάρια, ποντάροντας στην πτώχευση της Ελλάδας τον Ιούλιο του 2007, βλέπει σήμερα την επένδυση του να αξίζει 12,204 δισ. δολάρια. Και καθώς στις χρηματοπιστωτικές αγορές το κέρδος του ενός είναι κατά κανόνα η απώλεια του άλλου, το λογαριασμό για τα κέρδη των κερδοσκόπων τον λαμβάνει, μέσω της αγοράς ομολόγων, ο Έλληνας πολίτης (και θα συνεχίσει να τον λαμβάνει για πολλά χρόνια ακόμα). Έτσι, όταν η Ελλάδα περικόπτει μισθούς, λαμβάνει σκληρά δημοσιονομικά μέτρα κ.λπ., προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα για να πληρώσει τους επιπλέον τόκους που προκύπτουν από την αύξηση του κόστους δανεισμού της, στην ουσία ενεργοποιεί το μηχανισμό εκείνο που, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να συγκεντρώσει τα χρήματα που θα πληρωθούν σε όσους πέτυχαν το τζακ ποτ, ποντάροντας εναντίον της στην αγορά CDS».
Άγγελος
Θεμελιωμένο και ενημερωτικό άρθρο.
Σ’ευχαριστώ πάρα πολύ για την απάντησή σου Άγγελε και για τις παραθέσεις των κειμένων.
Θα αναζητήσω και τα βιβλία που προτείνεις.
Χαιρετισμούς!
Διαφωτιστικότατο άρθρο, αν κ κάποια πράγματα θέλουν επεξηγήσεις για να τα χωνέψεις, όπως τις επεξηγήσεις που έδωσε ο Άγγελος στον Μπιπ.
Ας μου πει κάποιος τι είναι ο μη χρηματοπιστωτικός τομέας που αναφέρεται στο συνολικό χρέος ανά χώρα στον τέλευταίο πίνακα. Είναι μήπως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις πλην των τραπεζών?
Μπράβο φίλε… Πολύ καλό άρθρο… όλα αυτά που έβρισκα τόσο καιρό σε ένα άρθρο οργανωμένα… Εάν χρειαστείς οποιαδήποτε βοήθεια θα είμαι δίπλα σου… Μπράβο …