Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Η πλατεία της αγανάκτησης, η πλατεία της εξέγερσης



Πολλοί από εμάς θα είχαν φανταστεί αυτήν την κατάσταση διαφορετικά. Κόκκινες σημαίες να ανεμίζουν στους δρόμους, εργατικά σωματεία να αποτελούν τον πόλο έλξης των μαζών στις κινητοποιήσεις, πολιτικές πρωτοπορίες να προσπαθούν να συμπυκνώσουν την λαϊκή εξέγερση σε πολιτικούς στόχους ανατροπής των συσχετισμών, στο δρόμο για μια άλλη εξουσία. Και μάλλον δύσκολα θα μπορούσε κανείς να παρεκκλίνει από αυτό το συλλογικό φαντασιακό, καρπό της ιστορίας του λαϊκού κινήματος αλλά και όλων των μεγάλων αφηγήσεων που πολλές φορές ξεπερνούν τη σφαίρα του πραγματικού προς όφελος της μυθοπλασίας. Γι αυτό και η εμβρυακά επαναστατική κατάσταση που αναπτύσσεται στην Πλατεία Συντάγματος, πλάι στις ευρωπαϊκές πλατείες -αλλά και σε εκείνες του αραβικού κόσμου- ξάφνιασε τόσο με τη μορφή και την δυναμική της. Στους οργανωμένους πολιτικούς σχηματισμούς αντέταξε τον αγώνα “πέρα από κόμματα και οργανώσεις”, στην κλιμάκωση της βίας τον πάση θυσία ειρηνικό χαρακτήρα του κινήματος, στους πολιτικούς στόχους τις άμεσες δράσεις συλλογικής κινητοποίησης. “Ένα βήμα πίσω σε σχέση με την 5η Μάη, χρέος μας η υπέρβαση του κινήματος και η επιστροφή στις κλασσικές μορφές πολιτικοποίησης” θα μπορούσε να είναι ένα πρώτο “συνεπές” αντανακλαστικό.

Βασικό όμως χαρακτηριστικό της ιστορίας της πάλης των τάξεων και των καμπών της είναι πως αναπτύσσεται πάντοτε πρωτότυπα και σε πείσμα της ιστορικής εμπειρίας που ψάχνει ανελλιπώς τη δικαίωση της. Τα σοβιέτ της επανάστασης του 1905 δεν ήταν ένα οργανωμένο σχέδιο των Ρώσων κομμουνιστών, που μέχρι εκείνη τη στιγμή μάλλον προσανατολίζονταν προς περισσότερο “σφιχτοδεμένες” μορφές κινητοποίησης. Τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα του ’40-’50 διαφέρουν αρκετά από τα πρότυπα της Οκτωβριανής επανάστασης, ενώ τα κινήματα του Μάη αποτελούν σημαντικό ρήγμα στην κομμουνιστική ορθοδοξία του καιρού τους.

Έτσι, οι εξεγέρσεις, παράγωγα της εποχής τους, “δεν έχουν προηγούμενο”, ούτε γίνονται κατά παραγγελία των πολιτικών τους συνιστωσών. Αντίθετα, το γεγονός ότι ξεπηδούν απρόβλεπτα, ενίοτε και πριν από την ώρα τους, δίνει προβάδισμα στο γνήσιο αυθορμητισμό των μαζών, στις συλλογικές τους παραστάσεις και βιώματα, στη δική τους πολιτική ωριμότητα. Με αυτήν την έννοια, η εξέγερση της Πλατείας, αυθεντικά λαϊκή, έχει ήδη αποκτήσει χαρακτηριστικά κοινωνικής πλειοψηφίας. Ζητούμενο, από τις δυνάμεις της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς η ανάδειξη της σε μια νέα πολιτική πλειοψηφία που θα θέσει πολιτικούς στόχους και θα ανατρέψει το συσχετισμό δύναμης προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων.


Οι εξεγέρσεις της νέας εποχής

Το άμεσο έναυσμα για την κινητοποίηση στις ελληνικές πλατείες το έδωσε η κινητοποίηση των “Ισπανών αγανακτισμένων” που προηγήθηκε λίγες ημέρες. Είναι γεγονός ότι όσο κατασκευασμένη και να είναι η ευρωπαϊκή ταυτότητα[1], η πραγματικότητα της εγγύτερης επαφής των λαών της δύσης είναι αδιαμφισβήτητη, πράγμα που παρουσιάζει αναλογίες με τις σχέσεις των λαών του αραβικού κόσμου που αποτέλεσε τη βάση για το αραβικό ντόμινο.

Τόσο η αραβική εξέγερση όσο και η ευρωπαϊκή αγανάκτηση αποτελούν συμπτώματα των κοινωνικών σχέσεων της ίδιας εποχής. Αφορούν διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς και επίπεδα ταξικής πάλης και κυρίως διαφορετικές μορφές ένταξης των κυριαρχούμενων στρωμάτων στην πολιτική σκηνή. Καθορίζονται, ωστόσο, από την ειδική πολιτική και κοινωνική συνθήκη που παράγει ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός. Αυτή βασίζεται στους ακόλουθους παράγοντες:

  • Στη ριζική μεταμόρφωση των παραγωγικών σχέσεων, τουλάχιστον στις χώρες της Δύσης -για τις οποίες μπορούμε να έχουμε μια ακριβή εκτίμηση- ως αποτέλεσμα της αναγκαιότητας αύξησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Η μεταμόρφωση αυτή δεν αφορούσε (και αφορά) μόνο στη σαρωτική επίθεση στα εργατικά δικαιώματα, αλλά και σε ριζικές ανακατατάξεις στη διαδικασία παραγωγής. Η ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου, η διάλυση του εργάτη-μάζα με τον κατακερματισμό του μεγάλου εργοστασίου, η αποδοτικότερη εκμετάλλευση των δεξιοτήτων του εργαζομένου με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, η πληβείο-ποίηση τμημάτων της χειρωνακτικής εργασίας συνιστούν τυπικά δείγματα αυτών των μεταβολών.
  • Σε ένα μοντέλο άσκησης πολιτικής, που όχι μόνο υπηρετεί τα αστικά συμφέροντα, αλλά προοδευτικά εξοστρακίζει τη διαμεσολάβηση αιτημάτων των εργαζομένων στρωμάτων στην πολιτική σκηνή. Οι όποιες παραχωρήσεις προς τα λαϊκά στρώματα δεν αποτελούν κομμάτι ενός στρατηγικού συμβιβασμού αλλά στοιχεία συγκυρίας σε στιγμές ανόδου του οικονομικού κύκλου, κάτι αντίστοιχο με τα μπόνους σε μια επιχείρηση που κερδοφορεί.
  • Σε πλαίσια ιδεολογικής υποταγής που ολοένα και απομακρύνονται από το πρότυπο της συλλογικής ενσωμάτωσης, του μαζικού κόμματος και της πολιτικής ένταξης, όπως συνέβη στη χρυσή εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού μετά τον πόλεμο. Η παντοδυναμία των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης, αλλά και η αποθέωση του καταναλωτικού προτύπου, με τη δημιουργία αναγκών-απολαύσεων κατασκεύασαν μαζικές, πλην όμως εξατομικευμένες, μορφές χειραγώγησης του κοινωνικού συνόλου.
  • Στην αδυναμία των εργαζομένων στρωμάτων να ενοποιηθούν πολιτικά για μεγάλο χρονικό διάστημα, ως συνέπεια της ήττας του εργατικού κινήματος και του προσωρινού τέλους της σοσιαλιστικής αφήγησης. Η αδυναμία αυτή δεν περιορίστηκε στις οργανωμένες συνιστώσες της αριστεράς αλλά επεκτάθηκε συνολικά στη συλλογική οργάνωση των δυνάμεων της εργασίας με την απομαζικοποίηση ή αποδιάρθρωση των εργατικών σωματείων.

Επί της ουσίας, οι κοινωνικοί αυτοί μετασχηματισμοί επέδρασαν βαθιά στο χαρακτήρα του κοινωνικού υποκειμένου. Η νέα γενιά της μισθωτής εργασίας δεν μπορεί να δει για τον εαυτό της ένα καλύτερο μέλλον στον κόσμο του νεοφιλελευθερισμού. Είναι “εκτός κράτους” -με την πολιτική έννοια- και μόνο αδρανειακά μπορεί να εκπροσωπηθεί από τις δυνάμεις του συστήματος. Από την άλλη, δυσκολεύεται να αποκτήσει συλλογική υπόσταση. Μοιάζει περισσότερο με μια άμορφη μάζα που αποτελείται από μοριακές ανησυχίες, φόβους, ενίοτε και φιλοδοξίες και λιγότερο με υποκείμενο που διακρίνονται εύκολα τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά.[2] Δυσκολεύεται να βρει συλλογικές αναφορές, να πιάσει το νήμα μιας άλλης πολιτικοποίησης, ακόμη και να συμμετάσχει σε μια οργανωμένη συζήτηση. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, που από πρώτο χέρι γνωρίζουμε στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο θέτει βίαια το ερώτημα αυτής της γενιάς σπάζοντας τον τελευταίο δεσμό που την κρατούσε με το ζόρι στα πλαίσια του συστήματος: εκείνον που ακόμη και αν δεν προέβαλλε το μέλλον της οικονομικής ευημερίας, ακόμη και αν απαιτούσε τη δεκάωρη εργασία, τουλάχιστον προσέφερε τα στοιχειώδη για μια κουραστική, αλλά τελικά ήρεμη ζωή.

Γι αυτό το λόγο, οι δυνάμεις του συστήματος στην Ελλάδα απέτυχαν παταγωδώς να ελέγξουν ένα κίνημα που θεωρητικά ήταν πιο κοντά στη λογική τους. Είναι αχρωμάτιστο, άρα κόντρα στην οργανωμένη πάλη, είναι ειρηνικό άρα κόντρα στην επικίνδυνη σύγκρουση και…. αγανακτισμένο(!), άρα δεν θέτει πολιτικούς στόχους. Έκαναν όμως σαν να μην έχουν επίγνωση της κύριας διαχωριστικής γραμμής που δεσπόζει αυτή τη στιγμή στην κοινωνία ή τουλάχιστον σαν να προσπάθησαν να την μεταθέσουν. Αυτή δεν είναι η αντίθεση του οργανωμένου-αυθόρμητου στις κινητοποιήσεις -αυτή ιστορικά υπήρξε μόνο για τις εκφυλισμένες γραφειοκρατίες- αλλά η ιστορική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας που συμπυκνώνεται στο πρόγραμμα του μνημονίου. Έτσι μπορεί να προκύπτει ένα αυθόρμητο, αλλά βαθιά ταξικό κίνημα[3].

Το κίνημα της πλατείας αντλεί τη φυσιογνωμία του, τη δυναμική αλλά και τις στρεβλώσεις του από το χαρακτήρα του κοινωνικού υποκειμένου. Όπως αντικειμενικά κουβαλά μικροαστικές τάσεις, εξίσου αντικειμενικά σφραγίζεται από την εμπειρία του λαϊκού κινήματος, ιδιαίτερα από τις παραστάσεις των τελευταίων χρόνων. Γι αυτό μπορεί ταυτόχρονα να συσπειρώσει στον ίδιο χώρο τις πιο διαφορετικές αποχρώσεις και ταχύτητες του πολιτικού φάσματος. Από τους ελληνάρες του άγνωστου στρατιώτη που αγανακτούν για το ξεπούλημα της πατρίδας, τη νεολαία που έχει συνηθίσει στις ιαχές των γηπέδων, μέχρι τον κόσμο της κάτω πλατείας που αναζητά την λύση στο ζήτημα του χρέους.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ανάγκη του κινήματος να περάσει από την αγανάκτηση στην ανατροπή αναπόφευκτα φέρνει το δρόμο της πολιτικοποίησης και της αναγκαίας συνάντησης με τις οργανωμένες τάσεις του κινήματος, ακόμη και αν αυτές δεν φανερώνουν τον εαυτό τους ανοικτά- άλλωστε αυτό μικρή σημασία έχει. Η Λαϊκή συνέλευση του Συντάγματος, που περισσότερο μοιάζει με το σοβιέτ της νέας εποχής και λιγότερο με φοιτητικό αμφιθέατρο αποτελεί την ουσιαστικότερη τομή του κινήματος. Εφαρμόζει στην πράξη μια γνήσια μορφή εργατικής δημοκρατίας, δίνοντας ισότιμο δικαίωμα στο λόγο και στη συμμετοχή σε οποιονδήποτε συμμετέχει στις κινητοποιήσεις. Δίνει τη δυνατότητα στον κόσμο του κινήματος να ακούσει χωρίς τη διαμεσολάβηση των ΜΜΕ απόψεις-αναλύσεις για την κρίση και σχέδια διεξόδου από αυτήν. Την ίδια στιγμή κατοχυρώνει την πολυπόθητη κοινή δράση των πολιτικών συνιστωσών του κινήματος και μάλιστα όχι στη βάση του στρογγυλέμματος των πολιτικών πλαισίων, αλλά της αναφοράς τους στο πεδίο της μαζικής δράσης.

Παρόλα αυτά, η ανάπτυξη της λαϊκής πολιτικοποίησης δεν αναιρεί τον αστάθμητο χαρακτήρα ενός κινήματος όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν. Το μόνο βέβαιο είναι πως ακόμη και στη πιο συντηρητική εκδοχή του, το κίνημα αυτό αγγίζει το σημείο “μη επιστροφής” των μαζών στο επίσημο πολιτικό σύστημα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αυτόματα εκλείπουν και οι συστημικές λύσεις. Διακινδυνεύω την πρόβλεψη πως η υπέρβαση της κρίσης από τη μεριά του συστήματος δεν θα βασιστεί στα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα αλλά σε πολιτικούς σχηματισμούς δήθεν ριζοσπαστικούς που θα αναφέρονται σε αυτές τις κινητοποιήσεις. Η ιρανική επανάσταση του ’79 αποτέλεσε μια γνήσια λαϊκή επανάσταση, όπου πλάι στα κηρύγματα του Αγιατολάχ συνυπήρχαν οι καταλήψεις εργοστασίων και τα εργατικά συμβούλια. Το πολιτικό σύστημα κατέρρευσε, όχι όμως και τα κηρύγματα του Αγιατολάχ, που αποτέλεσαν το ανεστραμμένο είδωλο του καπιταλισμού με το μανδύα της εθνικής κυριαρχίας και της θρησκευτικής αναγέννησης.


Μια σύντομη παρένθεση:

Internet και μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Πριν από μερικούς μήνες, όταν οι σεισμικές δονήσεις των αραβικών εξεγέρσεων άρχισαν να γίνονται αισθητές, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έσπευσαν να τονίσουν το ρόλο που έπαιξαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook και το twitter στην κινητοποίηση του κόσμου. Ένα πρώτο αντανακλαστικό μας λέει, πως αυτή η προβολή από τα μέσα ενημέρωσης είναι συνειδητή, καθώς έτσι προσπαθούν όχι μόνο να απο-πολιτικοποιήσουν το κίνημα αλλά και να το φέρουν πιο κοντά στα μέτρα του δυτικού κόσμου. Κινητοποιήθηκαν μέσω Facebook για να κάνουν τις κοινωνίες τους σαν αυτές που δημιούργησαν το Facebook, με άλλα λόγια, «ζήτω η φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία». Αν και η ενσυνείδητη απόκρυψη των κοινωνικών αιτιών του αραβικού ξεσηκωμού θεωρείται δεδομένη, η πυροδότηση του κινήματος των αγανακτισμένων ίσως μας κάνει να ξανασκεφτούμε τη σημασία του internet και των social media στην πληροφόρηση και κινητοποίηση των μαζών.

Σχηματικά, η ροή πληροφορίας στον σύγχρονο καπιταλισμό ακολουθεί δύο αντίρροπες κινήσεις. Η πρώτη, που είναι και δεσπόζουσα, αφορά στην πλήρως ελεγχόμενη από τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης, που απευθύνεται στη μεγάλη μάζα του πληθυσμού και οργανώνει την κοινωνική συναίνεση. Στον αντίποδα, έχουμε την εντελώς “αναρχική” πληροφόρηση του διαδικτύου, όπου όλες οι απόψεις επιτρέπονται από την πιο συντηρητική μέχρι την πιο αιρετική. Είναι γεγονός ότι η δεύτερη, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να λειτουργεί συμπληρωματικά της πρώτης με την έννοια της πλασματικής συμμετοχής. Την ίδια στιγμή που συρρικνώνεται η επί της ουσίας συμμετοχή των μαζών στις πολιτικές αποφάσεις, αυτές μπορούν να λένε ελεύθερα τη γνώμη τους στα blogs του διαδικτύου. Σε κάθε περίπτωση όμως, η αποδέσμευση της πληροφόρησης από τα χέρια της αστικής τάξης συνιστά γεγονός ιστορικής σημασίας με πραγματικές δυνατότητες χειραφέτησης, αντίστοιχες με την διάδοση των εφημερίδων τον καιρό των αστικών επαναστάσεων. Όσο για τα social media, παρά την αναπαραγωγή ενός οριζόντιου lifestyle ή ακόμη και ενός ιδιότυπου ηλεκτρονικού φακελώματος, μικρή σημασία μάλλον έχει η γνώμη μας. Είναι μια πραγματικότητα που δεν θα αλλάξει και κανείς πλέον δεν μπορεί να αγνοήσει…


Πραγματοποιώντας το αδύνατο;

Το πλήθος στις πλατείες και οι μορφές αυτοργάνωσης του αγώνα αποτελούν την πρώτη ύλη μιας εξέγερσης ασυνήθιστης, διαφορετικής που μέχρι στιγμής τρομάζει την αστική τάξη και τα επιτελεία της. Μετά από 15 μέρες, έχει διαμορφωθεί ο καταστατικός χαρακτήρας του κινήματος, η κοινωνική του σύνθεση, ορισμένοι κεντρικοί πολιτικοί στόχοι καθώς και οι αντιφάσεις του. Μπορούμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα σημεία:

  1. Στις πλατείες συγκεντρώνεται ο “Λαός”. Αυτό δε σημαίνει ότι στις πλατείες βρίσκεται η αριθμητική πλειοψηφία της κοινωνίας, αλλά εκείνο το αντιπροσωπευτικό σώμα που μπορεί να συγκροτήσει τη Λαϊκή αναφορά. Παραδοσιακή εργατική τάξη, νέα μισθωτή εργασία, μικροαστικά στρώματα που έχουν χάσει την προνομιακή ένταξη τους στον εθνικό κορμό, άνεργοι και κομμάτια του κοινωνικού περιθωρίου βρίσκονται στο Σώμα της πλατείας. Αισθητή η παρουσία των μεταναστών, όχι όμως στο μέγεθος του Δεκέμβρη του 2008, όπου αποτελούσαν σχεδόν ισότιμη κοινωνική συνιστώσα. Ως πολιτικό μέγεθος, αφορά στην τομή πρώην ψηφοφόρων των δύο μεγάλων κομμάτων που δείχνουν την αποστροφή τους προς τις εκλογικές διαδικασίες και στο παραδοσιακό κομμάτι των κινητοποιήσεων όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από το 2006 κι ύστερα.
  2. Είναι αντιπολιτικό σε οριακό σημείο, με την έννοια του κάθετου διαχωρισμού του από οτιδήποτε θυμίζει οργανωμένη πολιτική ταυτότητα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχει πολιτικό περιεχόμενο και μάλιστα ριζοσπαστικό. Την ίδια στιγμή που πραγματοποιεί έγκληση σε ένα εθνικό ακροατήριο (ειδικά τις πρώτες ημέρες το κάλεσμα απευθυνόταν σε όλους τους Έλληνες) θεμελιώνει μια διαίρεση με ξεκάθαρο ταξικό χαρακτήρα. Την αντίθεση στο μνημόνιο και κυρίως το χρέος ως βάρη που επιβάλει η οικονομική, πολιτική και ιδεολογική εξουσία. Το μένος των συγκεντρωμένων απέναντι σε πολιτικούς, τράπεζες και δημοσιογράφους συμβολοποιεί την παρούσα κοινωνική σύγκρουση.
  3. Είναι γενικά ειρηνικό χωρίς όμως να απορρίπτει την αμφισβήτηση της αστικής νομιμότητας, καθώς η αναγκαιότητα απόσυρσης των μέτρων υπερισχύει της ειρηνικής φυσιογνωμίας, λογική που δεν βρίσκεται πολύ μακριά από την αριστερή γραμμή πάνω στο θέμα της βίας. Ταυτόχρονα όμως (και εδώ είναι η διαφορά) μπορεί να περιφρουρεί τον εαυτό του όχι τόσο οργανωτικά (με τις αμφισβητούμενες ομάδες περιφρούρησης), αλλά κυρίως πολιτικά. Το κράτος φοβάται να χτυπήσει το Λαό, ενώ αυτά που κρίνονται είναι τόσο σημαντικά που ακόμη και οι πιο αφελείς τυχοδιώκτες της βίας δύσκολα μπορούν να πάρουν το ρίσκο της σύγκρουσης. Όμως, όσο κορυφώνεται η αντιπαράθεση το κράτος αντικειμενικά θα επιχειρήσει έμμεσες ή άμεσες κατασταλτικές παρεμβάσεις.
  4. Αν και παρουσιάζει εθνικές αναφορές (και όχι μόνο από την προοδευτική σκοπιά της εθνικής ανεξαρτησίας απέναντι στον ιμπεριαλισμό) σαφέστατα επικρατεί ο διεθνιστικός του χαρακτήρας που αφορά κυρίως στις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου.
  5. Λόγω του πλουραλιστικού του χαρακτήρα παρουσιάζει διακριτές ταχύτητες, έντονη ανομοιογένεια σε επίπεδο πολιτικών στόχων και πολιτιστικών αναφορών. Η χωροταξική διάκριση πάνω-κάτω πλατείας είναι χαρακτηριστική. Στις κινητοποιήσεις αυτές συμμετέχει ο Λαός, όμως δεν έχει αποκτήσει ακόμη την πολιτική του υπόσταση, εκείνη του “συνασπισμού των κυριαρχούμενων τάξεων”.
  6. Η λαϊκή συνέλευση της πλατείας, παρότι διατηρεί τον αντι-οργανωτικό χαρακτήρα του κινήματος παρουσιάζει έντονο πολιτικό ριζοσπαστισμό, ο οποίος λειτουργεί επικουρικά προς μια πραγματικά αριστερή-κινηματική τοποθέτηση για την συγκυρία. Οι Iσπανοί indignados αντίθετα, όπου δεν έχουν αντίστοιχες κινηματικές εμπειρίες, είναι επιρρεπείς σε λογικές διαχείρισης[4] που αποδέχονται τις καπιταλιστικές σταθερές και ενσωματώνονται εύκολα από τις αστικές δυνάμεις.

Σε αυτή τη βάση και περιμένοντας την κορύφωση των κινητοποιήσεων τίθενται τα ερωτήματα της αριστερής πολιτικής σε αυτές. Η σχέση της αριστεράς με τις κινητοποιήσεις, η ενοποίηση των συγκεντρωμένων σε στόχους ανατροπής, η προοπτική νίκης απέναντι σε μια ενδεχόμενη απογοήτευση δικαίως απασχολούν τους περισσότερους αγωνιστές.

Είναι γενικά παραδεκτό από τις περισσότερες οργανωμένες συνιστώσες πως η παρουσία της αριστεράς στις κινητοποιήσεις πρέπει να είναι σε σχέση εσωτερική προς το κίνημα και όχι εξωτερική ή αντιθετική. Πολλές από τις πλευρές του κινήματος ξενίζουν, άλλες πάλι “δεν αντιστοιχούν στα κεκτημένα της αριστεράς”. Πρέπει ωστόσο, να έχουμε συνείδηση ότι η εξέγερση της πλατείας δεν προέκυψε από ένα οργανωμένο σχέδιο της αριστεράς και των συνδικάτων, αλλά από μια αυθόρμητη κίνηση του κόσμου. Η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του κινήματος αντιστοιχεί στη φυσιογνωμία των μαζών και υπό αυτήν την έννοια είναι όρος της πλειοψηφικής τους κινητοποίησης. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να το βλέπουμε μόνο ως μια υποχώρηση απέναντι στα σημεία των καιρών. Όπως οι μάζες μαθαίνουν από την αριστερά, έτσι και η αριστερά μπορεί να διδάσκεται από τις μάζες. Για παράδειγμα, η εμπειρία της λαϊκής συνέλευσης, παρά τα προβλήματα της, μπορεί να λειτουργήσει αναζωογονητικά προς το γραφειοκρατικό εκφυλισμό που ρέπουν πολλές φορές οι ατέρμονες συζητήσεις στα αριστερά ακροατήρια. Ωστόσο, πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι. Η υποταγή της πολιτικής μας πρότασης στο πρωτόλειο αντανακλαστικό του κόσμου που συμμετέχει ή η εξίσωση των συνιστωσών του κινήματος με τα αστικά πολιτικά κόμματα αποτελούν δυνητικά στοιχεία πολιτικού αδιεξόδου. Ιδιαιτέρα, η αυτο-καταστολή της πολιτικής μας άποψης -και όχι της οργανωτικής παρουσίας- συνιστά την άλλη όψη του φόβου των μαζών και της πολιτικής διαπάλης.

Για την αριστερά που θέλει να συμμετάσχει σε αυτήν τη “θαυμάσια κατάσταση” κεντρικός στόχος αναδεικνύεται η ενοποίηση του πολύμορφου δυναμικού και η μετατροπή του σε δύναμη ανατροπής. Η μετατροπή του Λαού από αντιπροσωπευτικό σώμα σε πολιτικό υποκείμενο είναι διαδικασία δύσκολη και απαιτεί πρωτοβουλίες φυσιογνωμικού και πολιτικού χαρακτήρα. Δεν πρέπει, άλλωστε να λησμονούμε ότι ο περισσότερος κόσμος έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη συλλογική δράση και την πρακτική του “δρόμου”.

Μοχλός της παραπάνω διαδικασίας δεν μπορεί να είναι άλλος από τις λαϊκές συνελεύσεις, οι οποίες πρέπει να αποτελέσουν σημείο αναφοράς και συλλογικό όργανο όλου του κινήματος. Η φωνή της συνέλευσης πρέπει να αποκτήσει παρουσία σε όλα τα “σημεία” της πλατείας, χωρίς απαγορευμένες ζώνες, με οργανωμένες δράσεις και προβολή του περιεχομένου των διαδικασιών της. Ταυτόχρονα, “τα μέλη της συνέλευσης” ως το πιο συνειδητό κομμάτι του κινήματος μπορούν να συμβάλλουν στη διάχυση της πρότασης της σε επίπεδο φυσιογνωμίας και κουλτούρας. Είναι πραγματικό στοίχημα η πρώτη ύλη της οργής απέναντι “στους 300 κλέφτες που πρόδωσαν την Ελλάδα” να χρωματιστεί με την ιστορία του ελληνικού λαϊκού κινήματος (φυσιογνωμική αναφορά στο πολυτεχνείο και στους αγώνες των εργαζομένων). Ή να κατακτηθεί στον κόσμο του αγώνα ότι τα σωματεία δεν ταυτίζονται με τις εκφυλισμένες γραφειοκρατίες, έτσι ώστε η επόμενη απεργία να παραλύσει τη χώρα. Ακόμη και κινήσεις εντελώς συμβολικές μπορούν να αποκτήσουν τεράστια σημασία την κρίσιμη στιγμή. Τρανό παράδειγμα, τα σημαιάκια της Ισπανίας και της Αργεντινής τις πρώτες ημέρες, που έδωσαν τόνο διεθνιστικής αλληλεγγύης απέναντι στον εθνικό παροξυσμό!

Κυρίως όμως η ανάδειξη ενός ηγεμονικού μπλοκ μέσα από τις μάζες της πλατείας προκύπτει από την άρθρωση ενός εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου:

Απέναντι στην κρίση. Η πλατεία όμως δεν είναι πολιτικό κόμμα, ούτε μπορεί να αποτελέσει ένα θέατρο αντιπαράθεσης προγραμμάτων της αριστεράς και όχι μόνο. Μπορεί όμως να περιγράψει πτυχές μιας εναλλακτικής πολιτικής λύσης είτε προς ριζοσπαστική είτε προς μεταρρυθμιστική κατεύθυνση (βλέπε Ισπανία). Κατά τη γνώμη μου, το αίτημα της στάσης πληρωμών-διαγραφής του χρέους μπορεί να τεθεί προοδευτικά στη συνέλευση ως κεντρικός στόχος του κινήματος. Τέμνει ένα κίνημα που ήδη πιστεύει ότι δε χρωστάει, δεν πουλάει, δεν πληρώνει και το συνδέει με την προοπτική συνολικότερων πολιτικών ρήξεων με το κεφάλαιο και την Ε.Ε..

Αλλά απέναντι και σε αυτήν την κοινωνίακαθώς όλες οι επαναστάσεις, είτε πέτυχαν είτε όχι, ξεκίνησαν από ένα δρόμο, ένα πανεπιστήμιο, μια πλατεία…

Βασίλης Κ.


[1] Ενίοτε και αντιδραστική καθώς οχυρώνει τον Ευρωπαίο, φιλελεύθερο πολίτη απέναντι στον Άλλο – π.χ. τον οπισθοδρομικό μετανάστη από την Ανατολή

[2] Αυτό δε σημαίνει πως στο σύγχρονο καπιταλισμό αποδιαρθρώνονται οι κοινωνικές τάξεις, παραχωρώντας τη θέση τους στο υπερβατικό “πλήθος”. Έχουν επέλθει όμως κοινωνικοί μετασχηματισμοί που αποτελούν τη βάση κοινωνικών διαιρέσεων/κατακερματισμού της εργατικής τάξης, οι οποίες οξύνονται σε συγκυρίες ύφεσης/ήττας της εργατικής δράσης και πολιτικής.

[3] Ιδιαίτερα το παραληρηματικό ξέσπασμα του πλήθους στη πάνω πλατεία αποτελεί χαρακτηριστικό σύμπτωμα της βίαιης οικονομικής πίεσης που δέχεται κομμάτι των αγανακτισμένων της πλατείας

[4] Αυτό αποτυπώνεται στο ψήφισμα της τελευταίας τους συνέλευσης. Παράλληλα με τα ριζοσπαστικά αιτήματα για έλεγχο των τραπεζών, προτείνεται η αλλαγή του εκλογικού νόμου και η επιδότηση όσων επιχειρήσεων δεν λειτουργούν με συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης

Share

Category: Εσωτερικά



Σχόλια (3)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Για το κίνημα των αγανακτισμένων και τη στάση της αριστεράς
    Το κίνημα των αγανακτισμένων συγκεντρώνει ένα κοινωνικά ετερόκλητο μωσαϊκό ανθρώπων. Σ’ αυτό θα βρεις το δημόσιο υπάλληλο που η εμπειρία της έως τώρα πάλης ενάντια στο μνημόνιο και για την υπεράσπιση των κεκτημένων του τον έχει πείσει ότι τα συνδικαλιστικά εργαλεία είναι ανεπαρκή. Δίπλα σ΄ αυτόν μπορεί να συναντήσεις έναν ιδιωτικό υπάλληλο που ενδεχομένως πιστεύει πως η βασική αιτία της ελληνικής χρεωκοπίας είναι οι αθρόοι διορισμοί τόσων «κηφήνων» στο δημόσιο από το «πελατειακό, κομματικό κράτος». Θα βρεις επίσης το μικροαστό που η επαγγελματική του επιβίωση είναι πλέον ένα χαμένο στοίχημα. Θα βρεις τον άνεργο, το φοιτητή, τη νοικοκυρά.

    Το κίνημα είναι καρπός της απώλειας εμπιστοσύνης τεράστιων λαϊκών στρωμάτων στην κυβέρνηση του μνημονίου, η οποία είναι αδύνατον πλέον να πείσει ότι όσα γίνονται είναι αναγκαία για να αποφευχθεί η χρεωκοπία, ειδικά όταν παρά το νέο πακέτο του μεσοπρόθεσμου προγράμματος η χρεωκοπία φαίνεται όσο ποτέ αναπόφευκτη. ανάγνωση του υπολοίπου »

  2. Ο/Η Left G700 λέει:

    Η τύφλωση, ως αποτέλεσμα κάποιας πάθησης των οφθαλμών ή ατυχήματος, έχει ένα απαράβατο όριο: 100%. Η ιδεολογικής υφής τύφλωση όμως όχι· ατυχώς…

  3. Καλές οι εξυπνάδες πε΄ρι παθησεως και ιδεολογικής τυφλωσης σ. Left g700 αλλά μπες και στον κόπο να απαντήσεις επι της ουσίας. Αν θες επίσης να αναγωνιστούμε και σε ατάκες κανεναν προβλημα ανοιχτόμυαλε σύντροφε.
    Μέχρι τότε εμεις θα λέμε αυτό που πιστευουμε και καλοδεχούμενη καθε κριτική. Τις εξυπνάδες όμως σε κανενα πρωτόμπαρκο.

    Που ήταν χθες οι “αγανακτισμένοι”;
    Σε δελτίου τύπου (16.15) της real democracy κατά τη διάρκεια της απεργιακής διαδήλωσης στο Σύνταγμα διαβάζουμε, ξανά για την “μεγαλύτερη διαδήλωση της μεταπολίτευσης“. Προφανώς αυτοί που περίμεναν το 1.000.000 ειρηνικούς “αγανακτισμένους” να περικυκλώνουν “ειρηνικά” το κοινοβούλιο, αντί να εξηγήσουν που πήγαν οι “αγανακτισμένοι” τους την πιο κρίσιμη μέρα, προτιμούν να συνεχίσουν τα παραμυθάκια τους, παρά να απαντήσουν στο συγκεκριμένο ερώτημα.
    Ρωτάμε λοιπόν ξανά: Που ήταν το 1.000.000 αγανακτισμένοι που θα βούλιαζαν το σύνταγμα και θα έδιωχναν την κυβέρνηση με το ελικόπτερο. Η απάντηση είναι απλή: Δούλευαν. Γιατί οι “αγανακτισμένοι” δεν απεργούν. Ξέρουν μόνο να γλύφουν και να γκρινιάζουν και όχι να δίνουν πραγματικές μάχες. Ξέρουν μόνο να κατεβαίνουν στο δρόμο, όταν τους καλεί η τηλεόραση. Όταν η “κινητοποίηση είναι main stream. Όταν είναι λαοσύναξη, όταν είναι “για να σωθεί η πατρίδα”. Όταν σε αυτήν την κινητοποίηση δεν υπάρχουν κόκκινες σημαίες, αριστεροί, “κόμματα” και συνδικάτα. ανάγνωση του υπολοίπου »

Αφήστε μήνυμα