Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Ρούντι και Ρούντι, ή, ο εκφυλισμός της «ηγεμονίας»



Πηγή: Radical Desire

(πρώτο μέρος)

Θα ήθελα σήμερα να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις πάνω σε ένα κείμενο του Ρούντι Ρινάλντι που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς υπό τον τίτλο «Να σταματήσουμε τα πογκρόμ, αλλά πώς;» Σε πρώτη φάση, θα παραθέσω εδώ ολόκληρο το κείμενο:

Η κοινωνική πλευρά

Οι στυγνές δολοφονίες, του 44χρονου Έλληνα οικογενειάρχη στην οδό Ηπείρου και Γ” Σεπτεμβρίου και του Μπαγκλεντίνου μετανάστη στα Πατήσια, έρχονται να υπογραμμίσουν τη σφροδρότητα αλλά και την τραγικότητα της κατάστασης. Ακόμα κι αν αποδειχθεί ότι τα εγκλήματα αυτά δεν έχουν σχέση με το μεταναστευτικό ή ρατσιστικό ζήτημα, ο συμβολισμός ήταν μεγάλος και έπαιξε το ρόλο για να πυροδοτήσει αντιδράσεις, δηλαδή το έδαφος ήταν «γόνιμο».

Εξάλλου, τα πογκρόμ που συνέβησαν για δύο νύκτες από οργανωμένες ομάδες ακροδεξιών και φασιστών ενάντια σε μετανάστες, είχαν ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό 27 ατόμων, το σπάσιμο δεκάδων μαγαζιών και την εξάπλωση του τρόμου σε πολλές γειτονιές.

Όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε ορισμένες βασικές διαπιστώσεις.

Φθάνουμε σε μια κατάσταση εκρηκτική. Η ελληνική κοινωνία, μπαίνοντας σε μια φάση σκληρής στέρησης με βάση τα ζητήματα της κρίσης, ένα όχι μικρό τμήμα ανθρώπων οδηγείται σε μια σκλήρυνση. Η διαπίστωση ότι έχουν εγκαταλειφθεί από όλους, η διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια και τα προβλήματα που δημιουργεί -έτσι κι αλλιώς- το στοίβαγμα ανθρώπων μέσα σε ανεξέλεγκτα γκέτο στα οποία οι μετανάστες αποτελούν μια πλειοψηφία, τους οδηγεί να αποδέχονται πραγματιστικές, σκληρές λύσεις.

Όταν υπάρχουν καταγεγραμμένοι 800.000 άνεργοι (περίπου 16%), 200.000 περισσότεροι από πέρσι, όταν η φτωχοποίηση και η στέρηση αγκαλιάζουν πλατιά στρώματα, όταν η αυξανόμενη μετανάστευση προς τη χώρα μας ξεπερνάει το 1.000.000, η συνύπαρξη γίνεται πιο δύσκολη. Ιδιαίτερα όταν η εγκληματικότητα, η παραβατικότητα του δρόμου και οι συμμορίες τροφοδοτούνται και αυξάνονται και στο χώρο των μεταναστών, τότε η «χημεία» και τα συναισθήματα μπορεί να πάρουν ένα ρατσιστικό και επικίνδυνο χαρακτήρα.

 

Η πολιτική πλευρά

Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που δραστηριοποιούνται, σε σχέση με το μεταναστευτικό και έχουν δημιουργήσει μια νέα κατάσταση. Υπάρχει, πλέον, μια υπολογίσιμη πολιτική δύναμη που έχει κάνει σημεία της το μεταναστευτικό με αρκετή επιτυχία μέχρι τώρα.

Αυτή η υπολογίσιμη πολιτική δύναμη έχει δύο πτέρυγες. Ένα επίσημο κομμάτι, το ΛΑΟΣ, που έχει ενταχθεί στο συστημικό τόξο, εκφέροντας ένα πότε καλυμμένο και πότε ανοικτό ρατσιστικό λόγο. Θα θυμόσαστε όταν, προεκλογικά, είχε καταφέρει να θέσει στο κέντρο της πολιτικής ατζέντας το μεταναστευτικό και την πάταξη της παραοικονομίας-παραβατικότητας. Και ένα ακραίο ακτιβίστικο τμήμα, την Χρυσή Αυγή, που λειτούργησε με επάρκεια, εστιάζοντας στο πρόβλημα του κέντρου της Αθήνας και της εγκληματικότητας, βρίσκοντας δηλαδή ευνοϊκό πεδίο για παρέμβαση, κατόρθωσε να γειωθεί με τον κόσμο και τα προβλήματά του, ενεργοποιώντας τα πιο καθυστερημένα – ρατσιστικά ανακλαστικά. Στηριζόμενοι, όμως, σε πραγματικά προβλήματα που είχαν οι κάτοικοι στις περιοχές αυτές.

Το συμπέρασμα είναι ότι αυτός ο πολιτικός χώρος όχι μόνο βρήκε ακροατήριο αλλά και διαμόρφωσε. Η δραστηριοποίηση του πολιτικού χώρου δεν απαλλάσσει το ακροατήριο από ευθύνες. Για παράδειγμα η Πλατείας Βικτωρίας αποτελεί ένα ξεπεσμένο αστικό περιβάλλον που όσο τα πράγματα ήταν άλλης κλίμακας μπορεί και να χρησιμοποιούσε τους «λευκούς» μετανάστες για διάφορες δουλειές. Τώρα, όμως, που η πλατεία πλημμύρισε από μελαψούς και στους δρόμους απλώθηκε η εγκληματικότητα, ενεργοποιήθηκαν τα ανακλαστικά που λέγαμε.

Η επιτυχία του πολιτικού χώρου της ακροδεξιάς οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους: α) Τόνισαν ότι υπάρχει πρόβλημα. β) Πρότειναν καθαρή λύση: να φύγουν όλοι, να μην κυκλοφορούν τα βράδια, να έρθει η αστυνομία να επιβάλλει την τάξη.

Έτσι πολιτικοποίησαν την παρέμβασή τους.

Αντίθετα, η Αριστερά δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να έχει οποιαδήποτε σοβαρή παρέμβαση στο ζήτημα, ούτε να ανασχέσει την ακροδεξιά διείσδυση και επιρροή. Κυρίως για δύο λόγους: α) Δεν αντιμετώπισε ποτέ το πρόβλημα ως πραγματικό, υπήρχε συστηματική άρνηση να ειδωθεί στις πραγματικές του διαστάσεις. β) Η θετική πολιτικοποίηση της Αριστεράς είναι σαφώς πιο δύσκολη από αυτήν που προσφέρουν τα ακροδεξιά-ρατσιστικά ανακλαστικά. Η εξήγηση των αιτιών της μετανάστευσης, η προώθηση της ιδέες της αλληλεγγύης και της συνύπαρξης, η απαίτηση να μη γίνει η χώρα χωματερή δυστυχίας και δίχτυ για την ανάσχεση της πορείας των μεταναστευτικών προς τη Δύση, η αναγκαία κοινωνικότητα για να μην υπάρχει εγκληματικότητα δεν φθάνουν. Δεν φθάνουν ούτε οι γενικές διακηρύξεις, ούτε τα συνθήματα όπως «οι μετανάστες δεν είναι πρόβλημα, έχουν προβλήματα», «σύνορα ανοικτά για την εργατιά», «νομιμοποίηση όλων χωρίς προϋποθέσεις» κ.λπ. Αυτά όλα φανερώνουν πως δεν αναγνωρίζεται το μεταναστευτικό πρόβλημα. Ακόμα λείπουν οι οποιεσδήποτε παρεμβάσεις στο πρωτογενές επίπεδο, εκεί που υπάρχουν τα προβλήματα και δεν έχει να επιδείξει καμιά παρέμβαση σε τοπικό επίπεδο. Μάλιστα, πολλές φορές «χαρίζει» με ευκολία τους κατοίκους σε ακροδεξιές πολιτικές. Τέλος πάντων, αδυνατεί να σταματήσει και να κατανοήσει την εξάπλωση των αισθημάτων απέχθειας προς τους ξένους και του φόβου. Δεν είναι ρατσισμός, για παράδειγμα, να μη θέλουν οι κάτοικοι μιας περιοχής να κερδίζουν το χώρο τους νταβατζήδες και συμμορίες, κι όχι τυχαία αυτά πολλαπλασιάζονται με την άφιξη και την εγκατάσταση στις περιοχές αυτές χιλιάδων μεταναστών. Η εικόνα πλήρους διάλυσης της κρατικής μηχανής και η εγκατάλειψη ή η σκόπιμη προώθηση σε ορισμένες συνοικίες και περιοχές των μεταναστών δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα και τρομερά προβλήματα. Η ορισμένη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς δράσης και της αυτοδικίας έχει τη ρίζα της σε αυτήν την κατάσταση.

Τι θα γίνουν σε λίγο καιρό πολλές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά; Τι θα γίνουν τα λιμάνια όπως η Πάτρα και η Ηγουμενίτσα; Τι θα γίνει η κοινωνία με τον πόλεμο όλων εναντίων όλων; Τι θα γίνουν και σε τι περιβάλλον θα μεγαλώσουν τα παιδιά Ελλήνων και μεταναστών; Πότε και πώς θα καταδειχτούν οι πραγματικοί υπεύθυνοι για αυτές τις καταστάσεις; Ο φόβος, το μίσος, ο τρόμος, η απελπισία δεν γεννούν προοδευτικά πράγματα. Τα πογκρόμ, το κυνήγι των μαγισσών, ο ρατσισμός είναι το σύγχρονο δηλητήριο που δυναμώνει όλες τις αστικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης.

Θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου από ένα κάποιο παράδοξο σε ό,τι αφορά την σχέση του τίτλου του κειμένου με το περιεχόμενό του. Πιο συγκεκριμένα, ο τίτλος, που έχει την μορφή ερωτήματος, υποδηλώνει ότι μέριμνα του κειμένου είναι η πρακτική απάντηση στα αυξανόμενα σημάδια έκρηξης ρατσιστικής βίας: το πώς θα σταματήσουμε, με την φρασεολογία του κυρίου Ρινάλντι, τα πογκρόμ. Προκαλεί λοιπόν μια κάποια έκπληξη ότι σε ό,τι αφορά το ερώτημα που θέτει, το κείμενο δεν δίνει καμία προφανή (και θα ήθελα το επίθετο να διαβαστεί με την δέουσα έμφαση) απάντηση. Με λίγα λόγια, δεν φαίνεται να προτείνει κάτι με τρόπο καταφατικό το οποίο να απαντά στο ερώτημα που το ίδιο θέτει. Αν υπάρχει κάτι στο επίπεδο της πρακτικής πολιτικής προσέγγισης, αυτό είναι μια αποτίμηση των λόγων της αποτυχίας της αριστεράς να σταματήσει τα πογκρόμ εγκαίρως. Και παραθέτω το σχετικό απόσπασμα: «η εξήγηση των αιτιών της μετανάστευσης, η προώθηση της ιδέες της αλληλεγγύης και της συνύπαρξης, η απαίτηση να μη γίνει η χώρα χωματερή δυστυχίας και δίχτυ για την ανάσχεση της πορείας των μεταναστευτικών προς τη Δύση, η αναγκαία κοινωνικότητα για να μην υπάρχει εγκληματικότητα δεν φθάνουν. Δεν φθάνουν ούτε οι γενικές διακηρύξεις, ούτε τα συνθήματα όπως «οι μετανάστες δεν είναι πρόβλημα, έχουν προβλήματα», «σύνορα ανοικτά για την εργατιά», «νομιμοποίηση όλων χωρίς προϋποθέσεις» κ.λπ. Αυτά όλα φανερώνουν πως δεν αναγνωρίζεται το μεταναστευτικό πρόβλημα. Ακόμα λείπουν οι οποιεσδήποτε παρεμβάσεις στο πρωτογενές επίπεδο, εκεί που υπάρχουν τα προβλήματα και δεν έχει να επιδείξει καμιά παρέμβαση σε τοπικό επίπεδο.»

Σε ό,τι αφορά λοιπόν το τι πραγματικά λέει το κείμενο, ο σωστός τίτλος μοιάζει να είναι «Γιατί δεν μπορέσαμε να σταματήσουμε τα πογκρόμ», και όχι αυτός ο οποίος υιοθετήθηκε, και ο οποίος μοιάζει να υπόσχεται την παρουσίαση κάποιας λύσης.

Γιατί επιλέγει λάθος τίτλο ο συγγραφέας του κειμένου; Το ερώτημα χρήζει κάποιου σκεπτικισμού σε ό,τι αφορά την ακριβή φύση του «λάθους». Διότι αν και το κείμενο μιλά για την αριστερά με αρνητικούς όρους, ως χώρο που απέτυχε να σταματήσει τα πογκρόμ, περιέχει ως τόσο και την καταφατική περιγραφή μιας επιτυχημένης, με τα δικά του λόγια, διαχείρισης του λεγόμενου –και από το άρθρο– «μεταναστευτικού προβλήματος». Και παραθέτω, δίνοντας έμφαση στις λέξεις που δηλώνουν καθαρά ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μοντέλο δράσης που ο συγγραφέας κρίνει πολιτικά επιτυχημένο: «Υπάρχει, πλέον, μια υπολογίσιμη πολιτική δύναμη που έχει κάνει σημεία της το μεταναστευτικό με αρκετή επιτυχία μέχρι τώρα. Αυτή η υπολογίσιμη πολιτική δύναμη έχει δύο πτέρυγες. Ένα επίσημο κομμάτι, το ΛΑΟΣ, που έχει ενταχθεί στο συστημικό τόξο, εκφέροντας ένα πότε καλυμμένο και πότε ανοικτό ρατσιστικό λόγο. Θα θυμόσαστε όταν, προεκλογικά, είχε καταφέρει να θέσει στο κέντρο της πολιτικής ατζέντας το μεταναστευτικό και την πάταξη της παραοικονομίας-παραβατικότητας. Και ένα ακραίο ακτιβίστικο τμήμα, την Χρυσή Αυγή, που λειτούργησε με επάρκεια, εστιάζοντας στο πρόβλημα του κέντρου της Αθήνας και της εγκληματικότητας, βρίσκοντας δηλαδή ευνοϊκό πεδίο για παρέμβαση, κατόρθωσε να γειωθεί με τον κόσμο και τα προβλήματά του, ενεργοποιώντας τα πιο καθυστερημένα – ρατσιστικά ανακλαστικά. Στηριζόμενοι, όμως, σε πραγματικά προβλήματα που είχαν οι κάτοικοι στις περιοχές αυτές. [...] Η επιτυχία του πολιτικού χώρου της ακροδεξιάς οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους: α) Τόνισαν ότι υπάρχει πρόβλημα. β) Πρότειναν καθαρή λύση: να φύγουν όλοι, να μην κυκλοφορούν τα βράδια, να έρθει η αστυνομία να επιβάλλει την τάξη.»

Ανάμεσα λοιπόν στον τίτλο και στο συγκεκριμένο περιεχόμενο εμφανίζεται μια δευτερογενής αντίφαση, πολύ εκρηκτικότερη της πρώτης: ενώ ο συγγραφέας μιλά σε αριστερό έντυπο χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο και υποδηλώνοντας έτσι την συμμετοχή του σε κάτι που λέγεται «αριστερά» («Να σταματήσουμε», εννοείται «εμείς οι αριστεροί»), η αποτίμησή του το ρόλου της αριστεράς είναι εξ ολοκλήρου κριτική, ενώ αντίθετα, η θετική αποτίμηση σε ό,τι αφορά την πολιτική αποτελεσματικότητα αφορά τον χώρο της άκρας δεξιάς. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η θετική αυτή αποτίμηση αφορά ένα χώρο ο οποίος δεν πέτυχε να σταματήσει βέβαια τα πογκρόμ (ζήτημα το οποίο υποτίθεται ότι απασχολεί το άρθρο), αλλά να τα ξεκινήσει.

Πώς να επιλύσουμε αυτή την δεύτερη και εκρηκτικότερη αντίφαση; Πώς δηλαδή να δώσουμε απάντηση στο γιατί, εφόσον το ζητούμενο είναι να σταματήσουμε τα πογκρόμ, η θετική πολιτική αποτίμηση αφορά αυτούς που τα ξεκινούν;

Η βασική και προφανής απάντηση θα είχε ως εξής: Για να υπερνικήσουμε τον πολιτικό μας εχθρό, θα πρέπει να κατανοήσουμε τι τον ισχυροποιεί και τον ενισχύει και να του αφαιρέσουμε τα όπλα αυτά που τον κάνουν αποτελεσματικό. Τούτη η απάντηση θα αντιστοιχούσε με μια προβληματική αυτού που επικράτησε να ονομάζεται προβληματική της «ηγεμονίας» — προβληματική που αφορά το πώς σε μια πολιτική σύγκρουση μπορείς να καταφέρεις να είσαι εσύ αυτός ο οποίος εκπροσωπεί το «γενικό συμφέρον» με πειστικότητα.

Σύμφωνα με αυτή την οπτική, ο Ρινάλντι προσπαθεί όχι βέβαια να εξάρει τον τρόπο λειτουργίας της άκρας δεξιάς, αλλά να εξοπλίσει την αριστερά να τον αντιμετωπίσει επαρκώς. Και συνεπώς, ο τίτλος δεν είναι στην πραγματικότητα παραπλανητικός, διότι η πραγματική απάντηση στο ερώτημα «πώς να σταματήσουμε τα πογκρόμ» υπάρχει στο σώμα του κειμένου και είναι η εξής: «κατανοώντας καλύτερα τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού εχθρού και προσαρμόζοντας την δική μας δράση στις προκλήσεις που αυτός θέτει με τον δικό του τρόπο δράσης.»

Αλλά βέβαια αυτή η αθωωτική ανάγνωση, σύμφωνα με την οποία ο κύριος Ρινάλντι βάζει απλώς τον Γκράμσι να δουλέψει για την σημερινή ελληνική αριστερά, θα ήταν κάπως βιαστική. Και θα ήταν βιαστική εφόσον δεν απαντά σε ένα πολύ βασικό ερώτημα:

Τι σημαίνει «προσαρμόζω την δική μου δράση στον τρόπο δράσης του πολιτικού εχθρού;»

Το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί συγκεκριμένα. Ο τρόπος δράσης του πολιτικού εχθρού έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, και είναι ο εξής (ακολουθώντας πάντοτε την ανάλυση του κυρίου Ρινάλντι):

α) η δεξιά χωρίστηκε σε μια «επίσημη», συγκριτικά «ήπια» εκδοχή που λέγεται ΛΑΟΣ και μια ακραία, τρομοκρατική πτέρυγα που λέγεται Χρυσή Αυγή, ώστε οι δράσεις της δεύτερης να νομιμοποιούν, μέσω της ίδιας τους της ακρότητας, την δήθεν «ηπιότητα» των αντιμεταναστευτικών προτάσεων της πρώτης (βλ. και κείμενό μου για τις δύο δεξιές).

β) αναγνώρισε την ύπαρξη πραγματικού προβλήματος με τους μετανάστες, σε αντίθεση με την αριστερά, που το αρνείται («Στηριζόμενοι [οι της ακροδεξιάς], όμως, σε πραγματικά προβλήματα που είχαν οι κάτοικοι στις περιοχές αυτές» [...] «Τόνισαν ότι υπάρχει πρόβλημα», ενώ αντίθετα στην αριστερά «όλα φανερώνουν πως δεν αναγνωρίζεται το μεταναστευτικό πρόβλημα»).

γ) «πρότεινε καθαρή λύση» για το πρόβλημα που εντόπισε και το οποίο χρησιμοποίησε για να αυξήσει την πολιτική της επιρροή στα λαϊκά στρώματα: «κατόρθωσε να γειωθεί με τον κόσμο και τα προβλήματά του».

Αυτές είναι νομίζω οι βασικές διαστάσεις της δράσης της άκρας δεξιάς, όπως τις εκθέτει ο κύριος Ρινάλντι. Ας τις δεχτούμε ως ακριβείς και αντικειμενικά εξαγόμενες προς το παρόν. Το ερώτημα παραμένει, παρ” όλα αυτά, και είναι: τι θα σήμαινε για την αριστερά να προσαρμοστεί σε αυτόν τον τρόπο δράσης;

Είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν απαντά ευκρινώς το κείμενο του κυρίου Ρινάλντι. Προφανώς, δεν λέει ότι η αριστερά θα έπρεπε επίσης, για να ανταποκριθεί στην πρόκληση, να χωριστεί σε ένα κοινοβουλευτικό και ένα τρομοκρατικό κομμάτι που να ενισχύουν υπόγεια το ένα το άλλο, άρα σίγουρα δεν προτείνει μια συμμετρική απάντηση στην στρατηγική α).

Προφανώς δεν προκρίνει μια συμμετρικά «καθαρή» λύση που να ανταποκρίνεται στην στρατηγική γ), δηλαδή είτε υπό την μορφή της αντιπρότασης «να μείνουν όλοι» –αυτή την απορρίπτει ρητά και εδώ και καιρό ο συγγραφέας μας– είτε υπό την μάλλον γκροτέσκα, εφόσον μιλούμε για αριστερό συγγραφέα και ιδεολόγο, μίμηση και αναπαραγωγή της πρότασης της ακροδεξιάς, τουτέστιν «να φύγουν όλοι, να μην κυκλοφορούν τα βράδια, να έρθει η αστυνομία να επιβάλλει την τάξη.»

Μας μένει, δια της εις άτοπο απαγωγής, η στρατηγική β), δηλαδή η παραδοχή, η αναγνώριση, της ύπαρξης μεταναστευτικού προβλήματος. Αυτή είναι η μόνη πρόταση που δεν αντιβαίνει στο δεδηλωμένο περιεχόμενο του κειμένου του κυρίου Ρινάλντι και στην κοινή λογική για το τι θα μπορούσε να λέει, έστω κάπως έμμεσα και κάπως τεθλασμένα, ως φορέας της αριστεράς.

Οπότε, ουσιαστικά, η απάντηση του κυρίου Ρινάλντι στο δικό του ερώτημα «πώς να σταματήσουμε τα πογκρόμ;» είναι «παραδεχόμενοι ότι υπάρχει μεταναστευτικό πρόβλημα• ότι η μετανάστευση είναι πρόβλημα, και ότι οι μετανάστες δημιουργούν προβλήματα». Και παραθέτω τα σχετικά εδάφια: «Ιδιαίτερα όταν η εγκληματικότητα, η παραβατικότητα του δρόμου και οι συμμορίες τροφοδοτούνται και αυξάνονται και στο χώρο των μεταναστών, τότε η «χημεία» και τα συναισθήματα μπορεί να πάρουν ένα ρατσιστικό και επικίνδυνο χαρακτήρα.» [...] «Δεν είναι ρατσισμός, για παράδειγμα, να μη θέλουν οι κάτοικοι μιας περιοχής να κερδίζουν το χώρο τους νταβατζήδες και συμμορίες, κι όχι τυχαία αυτά πολλαπλασιάζονται με την άφιξη και την εγκατάσταση στις περιοχές αυτές χιλιάδων μεταναστών.»

Θα συνεχίσουμε σε επόμενη ανάρτηση την ανάλυση του κειμένου του κυρίου Ρινάλντι.

(δεύτερο μέρος)

Κλείσαμε το πρώτο μέρος της ανάλυσης του κειμένου του κυρίου Ρινάλντι επιχειρηματολογώντας ότι η μόνη πραγματολογικά αξιόπιστη ερμηνεία του τι εννοεί ο συγγραφέας ως ανάγκη ηγεμονικής αριστερής απάντησης στην ακροδεξιά δράση εναντίον μεταναστών είναι η αναγνώριση του ότι (με τα δικά μας λόγια) «υπάρχει μεταναστευτικό πρόβλημα• ότι η μετανάστευση είναι πρόβλημα, και ότι οι μετανάστες δημιουργούν προβλήματα». Παραθέσαμε δύο σχετικές με αυτή την ερμηνεία φράσεις του κυρίου Ρινάλντι: «Ιδιαίτερα όταν η εγκληματικότητα, η παραβατικότητα του δρόμου και οι συμμορίες τροφοδοτούνται και αυξάνονται και στο χώρο των μεταναστών, τότε η «χημεία» και τα συναισθήματα μπορεί να πάρουν ένα ρατσιστικό και επικίνδυνο χαρακτήρα.» [...] «Δεν είναι ρατσισμός, για παράδειγμα, να μη θέλουν οι κάτοικοι μιας περιοχής να κερδίζουν το χώρο τους νταβατζήδες και συμμορίες, κι όχι τυχαία αυτά πολλαπλασιάζονται με την άφιξη και την εγκατάσταση στις περιοχές αυτές χιλιάδων μεταναστών.»

Το πρώτο ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτο στοιχείο εδώ έχει και πάλι την μορφή παραδόξου: η δεδηλωμένη πρόθεση του κειμένου είναι να βοηθήσει την αριστερά να αποκρούσει την ηγεμονική πολιτική της ακροδεξιάς στο μεταναστευτικό: η «βοήθεια» όμως αυτή παίρνει τη μορφή της αποδοχής του βασικού πυρήνα της ακροδεξιάς ρητορικής. Ποιος είναι αυτός; Με τα λόγια του κυρίου Ρινάλντι, η Χρυσή Αυγή «λειτούργησε με επάρκεια, εστιάζοντας στο πρόβλημα του κέντρου της Αθήνας και της εγκληματικότητας», πέτυχε δηλαδή στο να συνδέσει την ύπαρξη των μεταναστών με την αύξηση της παραβατικότητας και του εγκλήματος στο κέντρο. Και τι αντιπροτείνει εδώ ο κύριος Ρινάλντι; Τίποτε απολύτως, εφόσον ο ίδιος δέχεται ρητώς αυτή την σύνδεση. Στην πρώτη πρόταση που παραθέσαμε, η σύνδεση εμφανίζεται ως ουδέτερη: η εγκληματικότητα αυξάνεται και στον χώρο των μεταναστών, δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, όχι μόνο εκεί. Στην δεύτερη όμως πρόταση, η αύξηση της εγκληματικότητας φέρεται να συνδέεται συγκεκριμένα με την αύξηση του μεταναστευτικού πληθυσμού: «κι όχι τυχαία», λέει ο κύριος Ρινάλντι, η εγκληματικότητα πολλαπλασιάζεται «με την άφιξη και την εγκατάσταση στις περιοχές αυτές χιλιάδων μεταναστών.»

Για να το πούμε αλλιώς, απόδειξη της αποτελεσματικότητας της ακροδεξιάς ρητορικής δεν είναι απλώς ότι έχει πείσει τα λαϊκά στρώματα, αλλά ότι έχει επίσης πείσει τον κύριο Ρινάλντι: το κείμενο ξεκινά ήδη από τη βάση ότι στην ουσία η ακροδεξιά έχει κατ” ουσία δίκαιο (αν όχι στις μεθόδους της, που δεν είναι δυνατό να γίνουν ευθέως αποδεκτές από φορείς της «αριστεράς», πάντως στις «ευαισθησίες» της), και όχι απλώς ότι είναι πολιτικά αποτελεσματική. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο για την κατανόηση του τι συμβαίνει στην έννοια της «ηγεμονίας» στη σκέψη του κυρίου Ρινάλντι: η έννοια αυτή μεταφράζεται όχι σε μια πρόταση για το «πώς να αντιμετωπίσουμε την άκρα δεξιά αντιπροτείνοντας στις προτάσεις της προτάσεις που να διεκδικούν πειθώ για τον μέσο άνθρωπο» αλλά σε μια πρόταση για το «πώς να αντιμετωπίσουμε την άκρα δεξιά υιοθετώντας τον δημοφιλή τρόπο σκέψης της εμείς οι ίδιοι», δηλαδή, πώς να εκκενώσουμε τον χώρο της άκρας δεξιάς μεταμορφωνόμενοι εμείς σε ακροδεξιούς. Προφανώς, έχουμε να κάνουμε με την ολοκληρωτική παρωδία της σκέψης του Γκράμσι περί ηγεμονίας, που φυσικά δεν συνίσταται στον αγοραίο μικροπολιτικισμό της συμφεροντολογικής μίμησης του πολιτικού αντιπάλου.

Αν ο κύριος Ρινάλντι είχε στο μυαλό του κάτι διαφορετικό από αυτό που μόλις περιέγραψα, προφανώς και το κείμενό του θα περιείχε έστω μια λέξη που να αφορά αριστερές αντιπροτάσεις. Δεν περιέχει ούτε μία. Αν ο κύριος Ρινάλντι δεν δεχόταν ήδη την επί της ουσίας (και όχι απλώς τακτική) ανωτερότητα της ακροδεξιάς προσέγγισης, δεν θα υιοθετούσε τους όρους τους οποίους ο ίδιος εντοπίζει σε αυτή. Φυσικά, ο κύριος Ρινάλντι δεν αποτολμά να αντλήσει τις πρακτικές συνέπειες των όσων λέει, να εξηγήσει δηλαδή τι θα έπρεπε να κάνει μια αριστερά η οποία αποδέχεται ότι οι μετανάστες αποτελούν πρόβλημα στην σημερινή ελληνική κοινωνία. Κάτι τέτοιο θα ενείχε τον κίνδυνο να μεταμορφώσει το κείμενο σε κείμενο ανοιχτής αποστασίας από κάθε αριστερή πολιτική αρχή, και αυτό δεν θα ήταν προς συμφέρον του κυρίου Ρινάλντι.

Δεν φτάνουμε λοιπόν ποτέ σε μια ρητή τοποθέτηση επί των συνεπειών του σκεπτικού «εφόσον η δεξιά ανταποκρίνεται στην πραγματική φύση του προβλήματος και η αριστερά όχι, η αριστερά θα πρέπει…» Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το κείμενο του κυρίου Ρινάλντι δεν προβαίνει σε έναν αριθμό φραστικών πράξεων ή παραλείψεων που μαρτυρούν την έκταση του σχήματος «απόδειξη της ακαταμάχητα ηγεμονικής πειστικότητας του ακροδεξιού λόγου είναι το γεγονός ότι τον υιοθετώ εγώ ο ίδιος πριν επιχειρήσω να αποδείξω γιατί είναι πειστικός».

Η πρώτη: Σε κανένα σημείο του κειμένου δεν υιοθετείται μια θέση άρθρωσης λόγου η οποία να συμπεριλαμβάνει τους μετανάστες ως μέρος ενός «εμείς». Ο κύριος Ρινάλντι μιλάει ήδη εξ αρχής, και σε όλη την πορεία του κειμένου, ως μέλος «ημών» (των Ελλήνων) οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με προβλήματα που εντοπίζονται σε άλλους (στους μετανάστες). Η όλη οπτική αντανακλά τις συνέπειες του ήδη ειλημμένου της απόφασης διαχωρισμού των ανθρώπων με βάση τον τόπο καταγωγής. Συνεπώς, τα όποια συμπεράσματα του κειμένου απορρέουν όλα από την άρρητη και εκ των προτέρων αποδοχή της ιδέας ότι «άλλο εμείς και άλλο αυτοί.»

Τούτο γίνεται προφανές από την ασυμμετρία που χαρακτηρίζει την πρώτη πρόταση του κειμένου, αυτή που αναφέρεται σε δολοφονίες αφενός «Έλληνα οικογενειάρχη» και αφετέρου «Μπαγκλεντίνου μετανάστη.» «Οικογενειάρχης» από τη μία, άνθρωπος δηλαδή που ορίζεται με βάση το πρότυπο του «νοικοκύρη», «μετανάστης» από την άλλη, άνθρωπος που δεν έχει κάποιο θετικό ή καταφατικό χαρακτηριστικό άλλο από το γεγονός της μετανάστευσής του, ανεξάρτητα, π.χ, από το αν είχε ή όχι οικογένεια (ποιος νοιάζεται;) Και φυσικά, υπάρχει η εθνικότητα, ο εθνικός προσδιορισμός, που συναρτά το «Έλληνας» και το «οικογενειάρχης» (δηλαδή «νοικοκύρης», «νομοταγής», «απλός άνθρωπος σαν εμάς», κλπ) και το «Μπαγκλεντίνος» με το «μετανάστης» (αδιάφορο βιωματικού περιεχομένου μέλος των «άλλων»).

Η δεύτερη: Σε κανένα σημείο του κειμένου δεν γίνεται λόγος για την πολυμορφία και ετερογένεια της εγκληματικότητας στο κέντρο (Έλληνας εγκληματεί σε βάρος μετανάστη, μετανάστης εγκληματεί σε βάρος Έλληνα, Έλληνας εγκληματεί σε βάρος Έλληνα, μετανάστης εγκληματεί σε βάρος μετανάστη). Αντίθετα, αυτό το οποίο υιοθετείται είναι ένα καθαρά και απροβλημάτιστα διπολικό μοντέλο σκέψης («Έλληνας» από τη μία, «μετανάστης» από την άλλη) το οποίο βέβαια είναι απόλυτα συμβατό με το ιδεολογικό σκεπτικό της άκρας δεξιάς, το οποίο και πριμοδοτεί.

Προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ενώ, αναφερόμενοι στην δολοφονία του Έλληνα στην συμβολή Ηπείρου και Αχαρνών, κάποιοι αναφέρθηκαν στην μακρά ιστορία βίας στην περιοχή –ιστορία η οποία περιλαμβάνει κατά συρροή δολοφονίες ή απόπειρες δολοφονίας μεταναστών από τον έλληνα ρατσιστή Παντελή Καζάκο– ο κύριος Ρινάλντι φαίνεται να έχει πάθει πλήρη αμνησία σε ό,τι αφορά την μακροσκελή αυτή ιστορία βίας και να παρακάμπτει την πιθανή σημαντικότητά της για έναν αριστερό λόγο πάνω στο «πρόβλημα των μεταναστών.» Η επιλεκτική μνήμη η οποία αγνοεί πλήρως το γεγονός της σιωπής της άκρας δεξιάς για είδη και εκδοχές βίας οι οποίες έχουν ως θύματα μετανάστες, και η οποία δεν έχει τίποτε να παρατηρήσει για την τάση να προσλαμβάνονται αυτά είτε ως θετικά συμβάντα (μετανάστης σκοτώνει μετανάστη; Ένας λιγότερος!) είτε ως ατομικές εξάρσεις χωρίς πολιτική σημασία (ε, παλάβωσε ο άνθρωπος μ” αυτά που έβλεπε και άρχισε να πυροβολεί τους σκούρους, τι να κάνουμε τώρα!) είναι ενδεικτική μιας μάλλον υπέρ του δέοντος απροϋπόθετης δεκτικότητας στις προτεραιότητες του συντηρητικού, νεοσυντηρητικού και ακροδεξιού ρατσισμού.

Η τρίτη: Η αποδοχή των όρων «μετανάστευση=εγκληματικότητα» δεν αποτελεί κάτι διαφορετικό από τον ρατσισμό, παρά τις διαβεβαιώσεις του κυρίου Ρινάλντι –προς τον εαυτό του ουσιαστικά– ότι «δεν είναι ρατσισμός, για παράδειγμα, να μη θέλουν οι κάτοικοι μιας περιοχής να κερδίζουν το χώρο τους νταβατζήδες και συμμορίες, κι όχι τυχαία αυτά πολλαπλασιάζονται με την άφιξη και την εγκατάσταση στις περιοχές αυτές χιλιάδων μεταναστών.» Θα ήταν καλό να θυμηθεί ο κύριος Ρινάλντι ότι μετά το ναζιστικό Ολοκαύτωμα, η ευγονική ρητορική περί φυσικής και φυλετικής κατωτερότητας των μεταναστών έχασε πολύ σημαντικό έδαφος στην ρητορική του ρατσισμού. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να συντηρηθεί μια τέτοια ρητορική με δεδομένη την ευρεία ευρωπαϊκή συναίνεση για την θηριωδία του ναζισμού. Αυτό που πήρε την θέση της ήταν η ρητορική περί εγκληματικού χαρακτήρα του μετανάστη, περί σύνδεσης της μετανάστευσης με την «παραβατικότητα, την αδιαφορία για τους θεσμούς, την διάλυση του κοινωνικού ιστού, των αξιών και συνεκτικών παραδόσεων της κοινωνίας», κλπ.). Τα στοιχεία αυτά δεν είναι καινούργια• ήταν παρόντα στην αντιμεταναστευτική ρητορική, για παράδειγμα στις ΗΠΑ, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Απλώς, ενώ κατά την περίοδο εκείνη συνυπήρχαν με την ρητορική περί φυλετικής ανωτερότητας και κατωτερότητας, μετά το 1950 την αντικατέστησαν σε πολύ σημαντικό βαθμό. Χωρίς την παραμικρή ενασχόληση με συγκριτικά στατιστικά στοιχεία για την εθνοτική καταγωγή των παραβατών του κοινού ποινικού δικαίου, χωρίς ούτε μία αναφορά στο «νόμιμο» και ατιμώρητο έγκλημα του κεφαλαίου που βυθίζει ολόκληρες κοινωνίες στη φτώχεια (ούτε ένας πολιτικός, τραπεζίτης, ή επενδυτής στις φυλακές, κύριε «μαρξιστή» Ρινάλντι!) και χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γενική μορφή της αύξησης της εγκληματικότητας σε περιόδους οικονομικής ύφεσης (θυμηθείτε την περίφημη εποχή των γκάνγκστερ και των ληστών τραπεζών μετά το αμερικανικό κραχ), ο κύριος Ρινάλντι αποδέχεται την ακροδεξιά τακτική του εστιασμού του ζητήματος της εγκληματικότητας στο ζήτημα «μετανάστευση» πλήρως και εξ αρχής.

Θα άξιζε ίσως για τον κύριο Ρινάλντι να θυμηθεί ότι ο συνονόματός του, συντηρητικός πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης, δεν δήλωσε ποτέ ρατσιστής, και ότι η σημαία της δράσης του δεν ήταν παρά η πάταξη της εγκληματικότητας «από όπου και αν προέρχεται». Αυτό δεν τον εμπόδισε καθόλου απ΄ το να χτίσει το προφίλ του πιο ρατσιστή δημάρχου της Νέας Υόρκης στη πρόσφατη εποχή, ούτε απ” το να αφήσει πίσω του μια κληρονομιά δραστικών διακρίσεων στην άσκηση αστυνομικής βίας σε βάρος έγχρωμων και μεταναστών. Εάν υπάρχει κάποιο ανάλογο της μορφής και κατεύθυνσης της σκέψης του Ρούντι Ρινάλντι σε ιταλικής καταγωγής προσωπικότητες, φοβούμαι ότι ο καταλληλότερος υποψήφιος δεν θα ήταν ο Αντόνιο Γκράμσι, με τον οποίο κάτι εξ ολοκλήρου ακατανόητο τον ωθεί να συγχέει τον εαυτό του, αλλά ένας άλλος Ρούντι, ο Ρούντι Τζουλιάνι.

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Σχόλια (7)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η Γαβούρ λέει:

    Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Μεγάλο μέρος της Αριστεράς (και η ΚΟΕ) δεν ασχολήθηκε ποτέ συστηματικά με το μεταναστευτικό και τώρα, τη στιγμή της μεγάλης και μακρόσυρτης επίθεσης, προπαγανδιστικής και πρακτικής, δέχεται ιδεολογικές «πιέσεις». Εμ, αφού δεν το έχει επεξεργαστεί ποτέ σοβαρά, ούτε έχει «εκπαιδεύσει» τα μέλη της…

    Φτάνει στο σημείο να πειστεί,από τις δράσεις ΕΛ.ΑΣ./Χ.Α., ότι «το μεταναστευτικό είναι πρόβλημα» κι ότι «η μετανάστευση συνεισφέρει στην εγκληματικότητα»!

    Θα μπορούσε να κάνει κριτική στη ΔΙΚΗ ΤΟΥ οργάνωση ο Ρινάλντι, ότι ποτέ δεν ασχολήθηκε με το αντιρατσιστικό συστηματικά, παρόλο που ο ρατσισμός αποτελούσε πάντα όπλο των κυρίαρχων τάξεων. Και να αλλάξει η ΚΟΕ! Ή να διαβάσει κανένα έντυπο των «συμμάχων» της! Η μη-ενασχόληση είναι πράγμα δέκα φορές σημαντικότερο από τους ψευτο-λόγους που αναφέρει.

    (Ειδικά σε περίοδο κρίσης θα’πρεπε να το περιμένουν οι…μάστορες της…»ηγεμονικής».)

    Κι όχι να κάνει κριτική ότι κάποιοι ΑΛΛΟΙ δεν κατάλαβαν το πρόβλημα της εγκληματικότητας. Δηλ. αυτός που το «κατάλαβε», τι θα κάνει τώρα; Θα καταγγέλει την κυβέρνηση ως δούρειο ίππο των μεταναστών; Θα κάνει περιπολίες κατά της εγκληματικότητας;

    Μετά το ρατσισμό,φαντάζομαι τι έχει να γίνει με τον εθνικισμό σε μια επόμενη περίοδο! Θα κρεμόμαστε από τις «πρωτοβουλίες» των από πάνω και θα τρέμουμε μην βρεθεί πλάι τους κι η «Αριστερά»; Άρα, από τώρα η κριτική σε τέτοιες απόψεις πρέπει να είναι συνεχής και οξεία.

  2. Ο/Η Ανώνυμος λέει:

    πω ρε φίλε!το γάμησες εντελώς. ενώ θα μπορούσες να κάνεις μια εποικοδομητική κριτική, βγάζεις κάτι αυθαίρετα συμπεράσματα απίστευτα! κι από ένα σημείο κι έπειτα ξεφεύγεις εντελώς λες και τα λες στον εαυτό σου. Τόσο ναρκισιστικό κείμενο είχα καιρό να διαβάσω. πρέπει να είσαι πολύ περήφανος που τον «ξεσκέπασες» ε;

  3. Ο/Η markos λέει:

    Η πραγματική Αριστερά είναι ξεκάθαρη.
    Ελληνες και ξένοι εργάτες τα ίδια δικαιώματα.
    Δεν είναι αριστερός όποιος δεν το αποδέχεται όπως είναι.

  4. Ο/Η Γαβούρ λέει:

    Εγώ αυτό που κατάλαβα από το κείμενο και τις συγκρίσεις με το Τζουλιάνι που μπορεί αυτές να σου φάνηκαν υπερβολικές, είναι ότι η «αντιεγκληματική» ρητορική ανήκει στη Δεξιά και ΔΕΝ προσφέρεται να τη χρησιμοποιεί η Αριστερά -για λόγους που εξηγούνται.

    Η τελευταία πρέπει να αποκαλύπτει την υποκρισία των «αντιεγκληματιών» που την ίδια ώρα σκοτώνουν κυριολεκτικά ή μεταφορικά εκατομμύρια ζωές με τα μνημόνια -αν δεν είναι και κοινοί ποινικοί εγκληματίες. Και να προτείνει ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ κατά περίπτωση μέτρα (ξενώνες για άστεγους κλπ) ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ότι η φτώχεια κι η ανεργία ευθύνονται για το κοινό έγκλημα.

  5. Ο/Η μαρια λέει:

    Aπλα αυτο που ειπε ο Ρουντι ειναι οτι το προβλημα ειναι τοσο οξυ και μεγαλο που δεν μπορει να αντιμετωπιστει με συνθηματα και απλη κριτικη πραγμα το οποιο συνεχιζει να γινεται μεσα απο τα παραπανω σχολια. Και και οταν μιλαει για την προσεγγιση της ακροδεξιας προφανως δεν την αναφερει για να τη μιμηθουμε, αλλα για να αναδειξει εναν ισχυρο μηχανισμο που ειναι πραγματικοτητα. Υπαρχει πολλη ειρωνεια θυμος που οδηγει το σχολιαστη στη διαστρεβλωση του αρθρου και σε παρερμηνειες. Απάντηση προφανως για το Μεταναστευτικο δε θα δωσει ο Ρουντι απλα παραθετει τις σκεψεις του και αναλυει μια πραγματικοτητα ωστε να δωσει τροφη για σκεψη. Νομιζω οτι το να πιστευεις οτι εχεις απαντησεις σημερα ειναι μια αυταπατη. Η λυση θα βρεθει στους δρομους. Να βγουμε λοιπον στους δρομους αντι να καθομαστε να κανουμε την τριχα τριχια και να παραποιουμε τη σκεψη των αλλων. Τωρα η κοινωνια μας θα επρεπε να ειναι ενωμενη αλλα εσεις που κατηγορειτε το Ρουντι και τον οποιονδηποτε , τι ΚΑΝΕΤΕ;

  6. Ο/Η eirini λέει:

    Λοιπον,διαβασα πολύ προσεκτικά την κριτικη επάνω στο άρθρο αλλά α)μιας και προφανώς θεωρείς τον εαυτό σου αριστερό και ταυτόχρονα κακό το Ρούντι και την κριτική του στην αριστερά εσύ γιατί κάνεις το ίδιο;
    β)το μεταναστευτικό σορρυ αλλά είναι προβλημα και είναι πρόβλημα για τους μετανάστες που έρχονται στη χώρα και δεν μπορούν να φύγουν,που έρχονται και τουσ κακομεταχειρίζονται οι περισσότεροι και δυστυχώς είναι λογικό να ψάχνουν τρόπους να ζήσουν πέραν της νομιμότητας όπως έκαναν κ οι έλληνες όταν ήταν οι ίδιοι μετανάστες
    γ)κανείς δεν είπε να μιμηθούμε όλοι εμείς τους φασίστες αλλά όταν η δεξιά βάζει το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας με τους τραγικούς όρους που το βάζει ΠΡΕΠΕΙ να το βάλει πριν απάυτήν η αριστερά χωρίς να φοβάται μηπως την πουν φασιστική.Φασίστες είναι τ ΛΑΟΣ κ η Χ.Α αλλά κανένας αριστερος γι’αυτο δε σε τιμάει και πολύ να κάνεις τέτοια κριτική.Ο λαός αυτή τη στιγμή πρέπει να διακδικήσει τ να φύγουν όσοι τρώνε τη ζωή του και τα λεφτά του τόσο καιρό.
    δ)έχει περάσει ένας χρόνος με το μνημόνιο στην πλάτη μας και η μισή αριστερά μιλάει για καπιταλισμό και επανάσταση και η υπόλοιπη για εκλογές.Πρέπει να λέγονται αυτά γιατί χωρίς συγκρούσεις μέσα στην αριστερά δεν υπάρχει πίεση και 8α παραμένει στάσιμη όπως την κατηγουν ότι είναι τώρα.
    ε)γενικά καλό θα ήταν να μη βλέπουμε τους πάντες με θυμό και φασιστική διαθεση.Δυστυχώς τα τόσα χρόνια φαγωμάρας αντιεξουσιαστών-φασιστών δεν έλυσαν το πρόβλημα και προφανώς τη λύση δε θα τη δώσει σ’ένα αρθρο ο Ρούντι.
    ζ)τέλος η αριστερά δε θα συνυπάρξει ποτέ με εθνικιστές,δε θα τουσ υποστηρίξει ποτέ,αλλά δε θα φιμώνεται κιόλας.καλή η κριτική αλλά να γίνεται με πολιτικούς όρους και επειδή τ άρθρο σου είναι μεγαλύτερο απο του Ρούντι γιατί δεν προτέινες καμία λύση;δεν αναρωτήθηκές μήπως έκανες αυτό που κατηγορείς.
    υ.γ δεν είναι έλληνες και ξένοι εργάτες τα ίδια δικαιώματα….ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΤΑ ΙΔΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ…(ετσι παει) και το ποιοσ είναι αριστερός,ποιος είναι λιγότερο και ποιος καθόλου θα το κρίνει η ιστορία!!!!!!

  7. Ο/Η markos λέει:

    Ξεμπερδευτήτε από το κουβάρι της ασάφειας.
    Ελληνες και ξένοι εργάτες , τα ίδια δικαιώματα.
    Οποιος δεν συμφωνεί , είναι απέναντι.

Αφήστε μήνυμα