Οι ματωμένοι Μάηδες του Μεσοπολέμου
Των Νατάσα Κεφαλληνού, Κώστα Παλούκη
Η εργατική πρωτομαγιά είναι μια απεργιακή γιορτή ταυτισμένη με τους αγώνες υπεράσπισης των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Θα υποστήριζε κανείς ότι είναι μια εθιμοτυπική συμβολική γιορτή, θεωρητικά ακίνδυνη, δεν υπήρξε ποτέ μια απεργία διαρκείας. Ωστόσο, ήταν μια πολιτική απεργία και αυτό την καθιστούσε πάντοτε εχθρική. Οι εργάτες και οι εργάτριες συμμετέχοντας στην Εργατική Πρωτομαγιά παύουν, θεωρητικά, να φαντάζονται τον εαυτό τους ως μια ατομικότητα, αλλά, έστω και για μια μέρα, ως μία κοινότητα με συγκεκριμένη ταξική θέση μέσα στο παραγωγικό, αλλά κυρίως μέσα στο πολιτικό σύστημα. Προβάλλεται δηλαδή η εργατική τάξη ως πολιτική δύναμη αυτόνομη, ανεξάρτητη από το πολιτικό σύστημα και με πολιτικά εργατικά δικαιώματα. Η εργατική ταυτότητα αναδύεται μέσα από την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων που φέρει ο κάθε εργάτης ως η πιο καθοριστική. Η ηθική και ιδεολογική απονομιμοποίηση της Πρωτομαγιάτικης διαδήλωσης, η πολιτική ενσωμάτωση, η απαξίωση αποτελούσε πάντοτε το καρότο στις στρατηγικές όλων των αστικών κυβερνήσεων. Η καταστολή και ο στιγματισμός της ως μία μέρα αίματος και βίας, σε αντίθεση με την ανοιξιάτικη πρωτομαγιάτικη γιορτή των λουλουδιών και της χαράς ήταν το «μαστίγιο» της ίδιας πολιτικής. Αυτός ο πολιτικός ιδεολογικός ταξικός χαρακτήρας, ο βίαιος και αιματηρός χρωματισμός κατέστησε την Πρωτομαγιά ως μια μέρα που ανάλογα με τις συγκυρίες της ταξικής διαπάλης της κάθε χώρας καθόρισε πολιτικές εξελίξεις.
Στον ευρωπαϊκό μεσοπόλεμο πολλές πρωτομαγιές συμπύκνωσαν σε μια τέτοια μέρα καταστολής και συνάμα εξέγερσης πολιτικά και ιδεολογικά την ένταση της ταξικής σύγκρουσης. Έτσι αποτέλεσαν την αφορμή, το επιχείρημα, το βήμα για το πέρασμα από τις φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά κοινοβουλευτικά καθεστώτα ανοίγοντας τις πόρτες για ένα κοινοβουλευτικό πέρασμα στον φασισμό. Η Γερμανία και η Ελλάδα ήταν δύο χώρες στο μεσοπόλεμο με εντελώς διαφορετική πολιτική ιστορία, αλλά με κάποιες βασικές ομοιότητες.
Η πρωτομαγιά του ’36
στο μεταίχμιο των εξελίξεων
Η Γερμανία, πρόσφατο σχετικά διαμορφωμένο εθνικό κράτος, είχε ως πολιτικό παρελθόν την αίγλη μιας αυτοκρατορίας και μιας μεγάλης πολιτικής δύναμης στον κόσμο. Είχε μέχρι το 1914 μια δική της πρόταση για την οργάνωση της βιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας μιλώντας για «κρατικό σοσιαλισμό». Η Ελλάδα, προϊόν μιας αστικοδημοκρατικής και εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης, ήταν από τα παλαιότερα εθνικά κράτη και διέθετε την πιο σταθερή, μακρά κοινοβουλευτική παράδοση. Παρόλα αυτά με τον Εθνικό Διχασμό ένα τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο υιοθέτησε το γερμανικό μοντέλο και επιχείρησε δυό φορές, μια την περίοδο 1915-1917 και μία την περίοδο 1920-1922, να το εφαρμόσει αποτυχημένα. Η Γερμανία εξήλθε από τον Μεγάλο Πόλεμο ηττημένη και οικονομικά διαλυμένη έχοντας χάσει όλη την ισχύ. Η Ελλάδα, παρότι ήταν αρχικά με την πλευρά των νικητών, τελικά βρέθηκε μετά την Μικρασιαστική καταστροφή ηττημένη και διαλυμένη. Και στις δύο χώρες το γερμανικό αυτοκρατορικό μοντέλο, του Κάιζερ στη μία περίπτωση και του Κωνσταντίνου στη δεύτερη περίπτωση ηττηθήκανε κατά κράτος. Και οι δύο χώρες, για διαφορετικούς λόγους βρέθηκαν με «πλεονάζοντα εργατικό πληθυσμό» και με αυξημένο τον κίνδυνο μιας κοινωνικής επανάστασης που θα ανέτρεπε το αστικό καθεστώς.. Η γερμανική αστική τάξη αντιμετώπισε ορατά στα 1919 αυτόν τον κίνδυνο και επέλεξε την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Βαΐμάρης. Η ελληνική αστική τάξη αντιμετώπισε τον κίνδυνο αυτό μόνο θεωρητικά και τελικά διέφυγε γρήγορα δοκιμάζοντας προσωρινά αυταρχικές λύσεις για να καταφύγει εξίσου στην φιλελεύθερη αβασίλευτη Β Ελληνική Δημοκρατία. Και τα δύο φιλελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα όμως βρίσκονταν διαρκώς σε κρίση, φάνταζαν αδύναμα να διαχειριστούν το οξύτατο κοινωνικό ζήτημα και προκαλούσαν σχεδόν υστερικό φόβο σε μεσαία αστικά στρώματα. Ο κομμουνισμός ολοένα και περισσότερο αναδεικνύοταν ένας πραγματικός κίνδυνος οξύνοντας την αναμέτρηση αστικής δημοκρατίας και ανερχόμενου φασισμού. Στην Γερμανία η πορεία προς τον φασισμό υπήρξε μια πιο σύντομη διαδικασία φένοντας το Χιτλερικό Τρίτο Ράιχ. Στην Ελλάδα υπήρξε πιο μακρά φέρνοντας τον βασιλομεταξικό Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό. Όλο αυτό το διάστημα όμως ο φασισμός στην Ελλάδα ήταν μια δυναμική. Και στις δύο περιπτώσεις οι Πρωτομαγιές λειτούργησαν καθοριστικά για το βάθεμα αρχικά του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού και στη συνέχεια την εγκαθίδρυση του φασιστικού καθεστώτος.
Στην Ελλάδα ο νόμος περί ιδιωνύμου αδικήματος για την προστασία του κοινωνικού καθεστώτος θεμελιώνεται ήδη στα 1929 με αφορμή εργατικές απεργίες. Οι πρωτομαγιές αποτελούν κάθε χρόνο ένα πεδίο οξύτατης σύγκρουσης των αστυνομικών δυνάμενων από τη μία και των κομμουνιστών και των εργατών από την άλλη. Ποτέ όμως δεν έχουν μια σοβαρή μαζικότητα. Η αστυνομία καταλάμβανε σχεδόν τα κέντρα όλων των πόλεων, ο τύπος τρομοκρατούσε μέρες πριν για τις επερχόμενες φασαρίες και οι σχετικά μερικές εκατοντάδες κομμουνιστές όλων των τάσεων που κατάφερνα να συγκεντρωθούν δέχονταν αμέσως επιθέσεις και αντιδρούσαν βίαια. Το 1931 αποφασίστηκε ο διοικητικός εκτοπισμός των κομμουνιστών. Σταδιακά η ιδέα περί αυταρχοποίησης του πολιτικού καθεστώτος γίνεται αποδεκτή από μεγάλη μερίδα του αστικού τύπου και του αστικού πολιτικού κόσμου. Δύο βενιζελικά και δύο αντιβενιζελικά πραξικοπήματα φέρνουν την ιδέα πιο κοντά στην πράξη. Όμως μια Πρωτομαγια, αυτή του 1936, θα είναι η ελληνική Αιματηρή Πρωτομαγιά.
Στις αρχές του ’36 με την όξυνση των οικονομικών προβλημάτων και ιδιαίτερα του σταφιδικού ξεσπά απεργιακό κύμα με οικονομικά αιτήματα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Δράμα, Ξάνθη, Καλαμάτα. Την άνοιξη του ’36 η κυβέρνηση Δεμερτζή – Μεταξά λαμβάνει όλο και πιο κατασταλτικά μέτρα εναντίον του εργατικού κινήματος: Συλλήψεις πρωτοπόρων εργατών, διάλυση σωματείων. Ο υπουργός Εσωτερικών δηλώνει ότι «οι απεργίες θα καταπνίγονται αμέσως», ενώ ο Μεταξάς μετά την απεργία των εργατών δέρματος –που ζητούσαν αύξηση ημερομισθίου κατά 30%, 8ωρο, ίδρυση κλαδικού ταμείου ασφάλισης– δηλώνει ότι πρόκειται να απαγορεύσει τις απεργίες.
Η κορύφωση του εργατικού ξεσπάσματος των τελευταίων χρόνων σημειώνεται στην απεργία των καπνεργατών τον Απρίλη-Μάη του 1936 και συγκεκριμένα στα γεγονότα της 9ης Μάη. Με την οικονομική κρίση του ’30 και τη μείωση των εξαγωγών, η οικονομία της Βόρειας Ελλάδας που κινούνταν γύρω από αυτό το προϊόν δέχθηκε μεγάλο πλήγμα. Η ανεργία και κυρίως η συμπίεση του μεροκάματου μαστίζουν τους καπνεργάτες. Παράλληλα ο κλάδος παρουσιάζει έντονη συνδικαλιστική οργάνωση, πορεία αγώνων και κατακτήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο οι καπνεργάτες ξεκινούν απεργία διαρκείας σε Θεσσαλονίκη, Βόλο, Ξάνθη, Δράμα, Καβάλα στις 29 Απρίλη. Κεντρικά αιτήματα είναι η αύξηση του μεροκάματου, η εφαρμογή του νόμου περί Τόγκας, η βελτίωση των παροχών του Ταμείου Ασφαλίσεων Καπνεργατών και η αύξηση των συνδικαλιστικών και πολιτικών ελευθεριών.
Υπέρ της απεργίας τάσσονται η Ενωτική ΓΣΕΕ και η ΓΣΕΕ, καλώντας με κοινή ανακοίνωση σε συνέχιση του αγώνα μέχρι τη νίκη, δηλώνοντας πως θα εκπροσωπήσουν από κοινού τους εργάτες στις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση και την εργοδοσία. Πάντως παρά την συμπόρευση των συνδικαλιστικών ηγεσιών στον αγώνα των καπνεργατών και την αρχική συμφωνία για κοινό εορτασμός της Πρωτομαγιάς του ’36, τελικά πραγματοποιούνται 3 διαφορετικές συγκεντρώσεις στην Αθήνα εξαιτίας της διαφωνίας της ΓΣΕΕ να μιλήσει στη συγκέντρωση και ο γραμματέας της Ενωτικής ΓΣΕ, Κ. Θέος. Είναι εμφανές ότι το συνδικαλιστικό κίνημα παλινδρομεί συνεχώς ανάμεσα σε τάσεις διάσπασης και ενότητας. Στην περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά έγιναν 3 συγκεντρώσεις με μαζική προσέλευση. Η συγκέντρωση της ΓΣΕΕ έγινε στον Ρέντη με ομιλητή τον Τσαπή, πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου Πειραιά. Της Ενωτικής ΓΣΕ στην Αγία Ελεούσα. Συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν και σε επαρχιακές πόλεις, με ιδιαίτερη σημασία τη συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης που απεργούσαν οι καπνεργάτες. Σε αυτή συγκεντρώθηκαν 2000 άτομα με ισχυρή την παρουσία στρατού / αστυνομίας και διαλύθηκαν χωρίς επεισόδια.
Πάντως το καπνεργατικό μέτωπο μένει ανοιχτό: Οι πρώτες συγκρούσεις πραγματοποιούνται στο Βόλο στις 07/05/1936 και ακολουθούν την επόμενη μέρα στη Θεσσαλονίκη. Η εξέγερση γενικεύεται στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μάη και οι μάχες μεταξύ εργατών και αστυνομίας παίρνουν τεράστια έκταση: Η αστυνομία σκοτώνει 20 διαδηλωτές και τραυματίζει 300. Την επόμενη ημέρα γίνεται η κηδεία των νεκρών όπου μετατρέπεται σε μαχητική διαδήλωση με την παρουσία 150.000 διαδηλωτών. Στις 11 Μάη πραγματοποιούνται –για τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη– παλλαϊκά συλλαλητήρια σε Κομοτηνή, Καβάλα, Κιλκίς, Λάρισα, Λαμία, Αγρίνιο. Η Ενωτική ΓΣΕ και η ΓΣΕΕ, καταδικάζοντας το πολιτικό σχέδιο άγριας καταστολής της απεργίας από την κυβέρνηση και επιδιώκοντας να πιέσουν εργοδότες και κυβέρνηση για να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική δυνατότητα των καπνεργατών, προκηρύσσουν 24ωρη πανελλαδική απεργία αλληλεγγύης στις 13 Μάη, χωρίς να μπαίνει ζήτημα παραίτηση της κυβέρνησης καθώς είναι αρνητική η ΓΣΕΕ.
Η Αριστερά μέσω του Παλλαϊκού Μετώπου πολιτικοποιεί το χαρακτήρα του αγώνα με τα συνθήματα «Άμεση παραίτηση της κυβέρνησης», «Άμεση σχηματισμός κυβέρνησης από τη δημοκρατική πλειοψηφία στη Βουλή», «Άμεση και απόλυτη εφαρμογή του συμφώνου Παλλαϊκού Μετώπου-Φιλελευθέρων», «Ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων του εργαζόμενου λαού». Στις 12/05 επιτυγχάνεται συμφωνία μεταξύ των εργατών και των εργοδοτών και λύνεται απεργία. Η κυβέρνηση αρνείται να δεχθεί τα πολιτικά αιτήματα που αφορούν στην απόλυση των συλληφθέντων εργατών και στην τιμωρία των ενόχων. Για τις πολιτικές δολοφονίες ρίχνει την ευθύνη στους εργάτες που προκάλεσαν τη χωροφυλακή. Όσο για τους ιδιοκτήτες των καπνομάγαζων κάνουν μόνο κάποια αιτήματα δεκτά. Η αναφορά ότι οι περισσότερες διεκδικήσεις των εργατών έγιναν αποδεκτές για αυτό σταμάτησε η απεργία δεν πρέπει να ίσχυε σύμφωνα μάλιστα και με την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, που δημοσιεύτηκε στις 17 Μάη στο Ριζοσπάστη, στην οποία γίνεται μομφή στο γραμματέα της Ενωτικής Κ. Θέο για «την άμεση διαχείριση των διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση όσο και με τη ΓΣΕΕ. Αφού πήρε προσωπικές αποφάσεις που έβλαψαν τα ζητήματα που διαχειρίστηκε. Συγκεκριμένα χωρίς την έγκριση των οργανισμών, που εκπροσωπούσε, χωρίς την εξασφάλιση των απαραίτητων προϋποθέσεων για την κατοχύρωση των καπνεργατικών συμφερόντων υπέγραψε τη λύση της απεργίας». Στις 13/5/1936 πραγματοποιείται τελικά η πανελλαδική απεργία με συμμετοχή 500.000 εργαζομένων.
Πριν τη δικτατορία οι δύο μεγάλες παρατάξεις του συνδικαλιστικού κινήματος εντείνουν τις διαδικασίες ενοποίησης. Υπέγραψαν συμφωνητικό κοινής δράσης, καθόρισαν κοινό πρόγραμμα διεκδικήσεων και κοινή άμυνα στις προθέσεις του Μεταξά να επιβάλλει την υποχρεωτική διαιτησία στις εργοδοτικές διαφορές, πράξη που θα καταργούσε ουσιαστικά τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και το κατοχυρωμένο δικαίωμα στην απεργία. Στις 27 Ιούλη η ενωτική ΓΣΕ και η ΓΣΕΕ δημοσιεύουν κοινή ανακοίνωση και καλούν τους εργαζομένους σε Αθήνα / Πειραιά να κάνουν 24ωρη απεργία στις 5 Αυγούστου. Τα συνδικάτα αποφασίζουν κήρυξη 24ωρης απεργίας από τα μεσάνυχτα της 4ης Αυγούστου διαμαρτυρόμενα στην απόφαση της κυβέρνησης να εφαρμόσει για της διαφορές των εργατών και των εργοδοτών την υποχρεωτική διαιτησία. Την πανελλαδική απεργία πρόλαβε η επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Ο Ι. Μεταξάς δικαιολόγησε την ενέργεια του, καθώς «οι διαρκώς εκτεινόμεναι απεργίαι, αι πλείσται των οποίων υπήρξαν τελείως αδικαιολόγηται από οικονομικής απόψεως […], η επί τη βάσει προμελετημένου σχεδίου προπαρασκευασθείσα πανεργατική απεργία, ήτις κατά τας ιδιαιτέρας διαπιστώσεις της Κυβερνήσεως αποτελεί απαρχήν γενικωτέρας στασιαστικής εκδηλώσεως».
Η Ματωμένη Πρωτομαγιά
της Δημοκρατίας της Βαΐμάρης
Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα την Αιματηρή Πρωτομαγιά, Blutmai, του 1929 στο Βερολίνο οδήγησαν στον θάνατο 33 πολίτες, τον τραυματισμό και την σύλληψη πάνω από χιλίων καθορίζοντας σημαντικά τις πολιτικές εξελίξεις για τα λίγα εναπομείναντα χρόνια της Δημοκρατίας. Την Πρωτομαγιά του 1929 όλες οι δυνάμεις έλαβαν θέση. Η πιο μαζική διαδήλωση ήταν εκείνη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα οργάνωσε μικρότερες συγκεντρώσεις στις πιο ριζοσπαστικές και εργατικές γειτονιές του Βερολίνου καλώντας τα μέλη και τους οπαδούς του να προσέλθουν άοπλοι στις διαδηλώσεις. Η αστυνομία του Βερολίνου για να προλάβει την υποτιθέμενη κομμουνιστική βία αποφάσισε να καταλάβει τις γειτονιές αυτές λίγες ώρες πριν την συγκέντρωση απαγορεύοντας και διαλύοντας ουσιαστικά τις διαδηλώσεις. Όταν η αστυνομία επιχείρησε να εισβάλει σε αυτές τις περιοχές οι κάτοικοι αντέδρασαν βίαια εναντίον τους. Ήδη από τις δέκα ο πρωί έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί και αναφέρθηκαν οι δύο πρώτοι νεκροί. Η σύγκρουση κλιμακώθηκε περισσότερο. Το απόγευμα, φτιάχτηκε ως εμπόδιο για τα αυτοκίνητα της αστυνομίας, ένα μικρότερο οδόφραγμα. Η αστυνομία κλιμάκωσε τη σύγκρουση και το ίδιο το βράδυ χρησιμοποιώντας ένα θωρακισμένο όχημα με πολυβόλα. Η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον κάθε σπιτιού που είχε κρεμασμένες κόκκινες σημαίες.
Στις 2 Μαΐου, το Κομμουνιστικό Κόμμα ως ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στην αστυνομική βία οργάνωσε μαζικές διαδηλώσεις περίπου 25.000 εργαζομένων. Η αστυνομική επίθεση στο Βερολίνο συνεχίστηκε εισβάλοντας στα σπίτια και συλλαμβάνοντας αρκετά άτομα. Το ΣΚΓ, SPD, υπερασπίστηκε την αστυνομία, ακόμη και την κλιμάκωση εφαρμόζοντας σε εκτεταμένα τμήματα του Βερολίνου το καθεστώς ντε φάκτο έκτακτης ανάγκης. Διατάχθηκε αυστηρή απαγόρευση της κυκλοφορίας, τα παράθυρα που βρίσκονταν στην μεριά του δρόμου έπρεπε να είναι κλειστά και να μην φωτίζονται. Η κόκκινη σημαία, το βασικό σύμβολο του Κομμουνιστικού Κόμματος είχε απαγορευτεί για επτά εβδομάδες. Ακολούθησαν τέσσερις ολόκληρες ημέρες αναταραχών και συγκρούσεων μεταξύ εργατών και αστυνομίας σε πιο εργατικά προάστια. Το καθεστώς της απαγόρευσης ήρθη μόνο στις 6 Μαΐου.
Η αστυνομία είχε 51 τραυματίες από τους οποίους μόνο ένας είχε πυροβοληθεί, όλοι οι άλλοι τραυματίστηκαν από πέτρες και άλλα αντικείμενα. Η αστυνομία και όλες οι μη κομμουνιστικές εφημερίδες κατηγόρησαν το ΚΚΓ και ιδιαίτερα την παραστρατιωτική οργάνωση RFB (Μέτωπο Κόκκινων Αγωνιστών) για την ενορχήστρωση των βίαιων γεγονότων, παρότι η ίδια η αστυνομία αναγνώριζε πως μόλις 119 από τους 1200 συλληφθέντες ήταν μέλη του ΚΚΓ και των Οργανώσεών του. Η Σοβιετική Ένωση θεωρήθηκε υπαίτια για την τραγωδία. Παρότι δεν μπορούσαν να παρουσιάσουν κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, κάποιες εφημερίδες υποστήριξαν την φημολογία ότι άνθρωποι της Μόσχας είχαν έρθει με σκοπό να προκαλέσουν επανάσταση. Η αστυνομία θεωρούσε δεδομένη την εμπλοκή του ΚΚΓ καθώς το αντιμετώπιζαν ως τρομοκρατική και εγκληματική οργάνωση. Στην πράξη η ηγεσία του ΚΚΓ δεν είχε καμία διάθεση να προκαλέσει μια τέτοια ένταση, αποθαρρύνοντας τη βάση για κάθε βίαια πράξη και μη επιτρέποντας την χρήση όπλων. Στην πράξη η ηγεσία του ΚΚΓ αναγκάστηκε να εμπλακεί σε αυτήν την σύγκρουση, αλλά και πάλι δεν βρέθηκαν όπλα πάνω σε κανέναν συλληφθέντα μέλος του ΚΚΓ, παρά μόνο στα σπίτια μερικών. Οι αριστεροί και δημοκρατικοί κάτοικοι-εργάτες των περιοχών που εισέβαλε η αστυνομία απλά αντιστάθηκαν σε αυτήν την εισβολή αυθόρμητα.
Τα γεγονότα της Πρωτομαγιάς τραυμάτισαν τις σχέσεις των δύο εργατικών κομμάτων, του SPD (ΣΚΓ) και του ΚΚΓ (KPD), καθώς το ΚΚΓ μετά την καταστολή που οι Σοσιαλδημοκράτες προκάλεσαν νομιμοποιήθηκε να κατηγορεί το πρώτο για «σοσιαλφασισμό» και να το κατατάξει a priori στους εχθρούς της εργατικής τάξης. Αντίστοιχα, οι Σοσιαλδημοκράτες έκριναν πως έπρεπε να στηρίξουν τους θεσμούς της Δημοκρατίας και συνέβαλαν στην απαγόρευση των σημαντικότερων κομμουνιστικών οργανώσεων. Αμέσως απαγορεύτηκε το RFB (Μέτωπο Κόκκινων Αγωνιστών) και κυριάρχησαν οι συζητήσεις για την απαγόρευση του ΚΚΓ, κάτι το οποίο όμως δεν έγινε τελικά. Τα γεγονότα της πρωτομαγιάς όμως έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα. Δημιούργησαν την αίσθηση ότι η αυτονομία των εργατών απειλούταν εντείνοντας την καχυποψία απέναντι στην δημοκρατία και τους θεσμούς της. Την εποχή του Κάιζερ αυτή η αίσθηση του φόβου θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να ενισχύσει την υποστήριξη οργανώσεων που εξέφραζαν τα εργατικά συμφέροντα. Η συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατικών αρχών της πόλης του Βερολίνου στην καταστολή και η αδυναμία του ΚΚΓ να διαχειριστεί με επιτυχία την κατάσταση οδήγησε πολλούς εργάτες στην αμφισβήτηση της δυνατότητάς τους να επιλύσουν την κρίση. Εγκαινιάστηκε η στρατηγική της βίας στον δρόμο ως μόνο δυνατό τρόπο επίλυσης των διαφορών. Οι χιτλερικές ομάδες άρχισαν να ενισχύονται, ενώ σταδιακά οι συγκρούσεις στους δρόμους λάμβαναν όλο και μεγαλύτερη έκταση. Μπροστά σε μια πλήρως απονομιμοποιημένη δημοκρατία, το σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κόμμα εντελώς εχθρικά μεταξύ τους βρέθηκαν ανίκανα να αντιμετωπίσουν την άνοδο του φασισμού. Το σκηνικό αυτό οδήγησε σταδιακά μέσα σε τέσσερα χρόνια στο ολένα και μεγαλύτερο βάθεμα του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, ώστε πλέον η κοινοβουλευτική άνοδος του φασισμού και η κατάργηση του κοινοβουλευτισμού ως ενός άδειου πουκαμίσου να είναι ένα αυτονόητο βήμα.
Πηγή: Η Λέσχη
Category: Χωρίς κατηγορία