Το ντοκιμαντέρ του Σκάι: μια νέα αστική εθνική αφήγηση
Όλες οι βιογραφίες μεγάλων πολιτικών ανδρών αναφέρονται σε έναν γενάρχη ή έναν πρόγονο που συμμετείχε στην επανάσταση του 1821. Ακόμη και σήμερα ένα πολεμικό γεγονός, το σπίτι ή η καταγωγή ενός αγωνιστή του 21 συνιστούν πηγή άντλησης κύρους. Στις πολιτικές συζητήσεις το ’21 μετατρέπεται συχνά σε ένα εργαλείο ερμηνείας της εκάστοτε σύγχρονης κατάστασης. Θα έλεγε κανείς πως όλα αυτά τα 190 χρόνια το 1821 δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί έναν τόπο της καθημερινότητας των ελλήνων. Αλλά και σε ένα επίπεδο πιο πάνω από το καθημερινό, η ιδεολογική εγκόλπωση του «μηνύματος» της 25ης Μαρτίου αποτελούσε από τα πρώτα βήματα της ελληνικής πολιτείας μέχρι και σήμερα ένα ζήτημα νομιμοποίησης για όλες τις άρχουσες και αρχόμενες κοινωνικές τάξεις. Το 1821 είναι το έτος μηδέν, το αφετηριακό σημείο για τη συγκρότηση του νέου κράτους. Συνεπώς, η ερμηνεία της επανάστασης φορτίζεται σε κάθε περίπτωση με μια σημασία καθοριστική για όλη την πορεία του νεοελληνικού κράτους, καθώς προσλαμβάνεται ως ο γενεσιουργός σταθμός στην διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής φυσιογνωμίας, δηλαδή του νεοελληνικού έθνους.
Είναι επόμενο, λοιπόν, κάθε πολιτικό, θεωρητικό, ιδεολογικό σύστημα σκέψης που εμφανίζεται στην Ελλάδα ή κάθε απόπειρα συνολικού ξαναγραψίματος της ιστορίας της χώρας να αναμετριέται πρώτα με το 1821. Δεν είναι μόνο οι αστοί που αναζητούσαν την συνέχεια στο 21, ούτε μόνο η εκκλησία, αλλά και τα αγροτικά και εργατικά κινήματα που διεκδικούσαν τη δική τους ερμηνεία για το 21. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μαρξιστικός θεωρητικός λόγος στην Ελλάδα εμφανίστηκε μέσα από μια συζήτηση για το έθνος επανερμηνεύοντας την ελληνική επανάσταση, όπως π.χ. Το Κοινωνικό Ζήτημα του Γ. Σκληρού, ή ακόμη περισσότερο το έργο του Γ. Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία της επανάστασης του 1821. Αλλά και μέχρι σήμερα οι προσεγγίσεις του 1821 και οι θεωρήσεις γύρω από την φυσιογνωμία του ελληνικού έθνους γράφονται και ξαναγράφονται διαρκώς μέσα από οξύτατες πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις.
Τι είναι όμως έθνος; Σύμφωνα με τον Μπενεντίκτ Άντερσον «αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη. Αποτελεί κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο επειδή κανένα μέλος, ακόμα και του μικρότερου έθνους, δε θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δε θα τα συνατήσει ούτε θα ακούσει καν γι’ αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν».[1] Αυτός ο ορισμός σημαίνει στην πράξη ότι, ενώ από τη μια μεριά το ελληνικό έθνος συνιστά μια αντικειμενική κοινότητα, την ίδια στιγμή από την άλλη προσλαμβάνεται υποκειμενικά, «φαντασιακά» ως ενιαίο από τα μέλη της. Αυτή η ερμηνεία είναι σύμφωνα με τον Παρασκευά Ματάλα τελικά αρκετά ευέλικτη και εύπλαστη «για να περιλαμβάνει διαφορετικές και συγκρουόμενες εκδοχές του έθνους, να συλλαμβάνει τους μετασχηματισμούς, τη ρευστότητα των ορίων μιας εθνικής κοινότητας και τις επικαλύψεις της με άλλες». Δηλαδή η εθνική κοινότητα αυτό- προσδιορίζεται και ετερο-προσδιορίζεται, συγκροτείται και διαμορφώνεται μέσα από διαφορετικές έως και εχθρικές απόψεις για την ίδια συνδεμένες με διαφορετικά ταξικά ή τοπικά συμφέροντα. Αυτές οι αντιθέσεις ανάλογα με τους συσχετισμούς δύναμης και τις ταξικές ισορροπίες ή ισορροπίες αναμεταξύ των περιοχών ή των τοπικών αρχουσών τάξεων μετασχηματίζουν συνεχώς την ηγεμονική εικόνα και σύλληψη για το έθνος. Με λίγα λόγια ανάλογα με τον πολιτικό προσανατολισμό, την ιστορική συγκυρία, την ταξική θέση και ρόλο, ο καθένας μπορεί να προτείνει την δική του εκδοχή για το τι είναι ελληνικό έθνος. Όλες όμως αυτές οι εκδοχές αναφέρονται και αφορούν ένα σαφές πολιτικό και κοινωνικό σώμα, μια συγκεκριμένη πολιτική και πολιτισμική κοινότητα, με ενιαίο παρόν και ενιαίο παρελθόν και, γιατί όχι, ενιαίο μέλλον.
Ποια είναι η σχέση της κομμουνιστικής αριστεράς με το έθνος; Μέχρι το 1936 οι κομμουνιστές τοποθετούσαν τον εαυτό τους εκτός του εθνικού κορμού. Η θεμελιώδης αλλαγή πραγματοποιείται κατά την περίοδο της αντίστασης. Εμπεδώνεται μια νέα ταξική ερμηνεία του πατριωτισμού. Οι κομμουνιστές υποχωρώντας από την «τριτοπεριοδική» αντικοινοβουλευτική τους ρητορική και δηλώνοντας υπερασπιστές της Ελληνικής δημοκρατίας υιοθετούν την ρεπουμπλικανική παράδοση και έτσι μεταμορφώνονται σε νέους Γιακωβίνους. Το ΚΚΕ εγκαταλείπει την αντικοινοβουλευτική –αντιρεπουμπλικανική ρητορική του. Αναφέρεται πλέον σε μια «Λαϊκή Δημοκρατία», ενώ μεταπολεμικά, υιοθετεί το σύνθημα της «Δημοκρατικής Αλλαγής». Εξελίσσεται δηλαδή στο κόμμα που κατεξοχήν υπερασπίζεται τη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όταν μέχρι τότε ήταν το κατεξοχήν εχθρικό σε αυτή. Το νέο δρων πολιτικό σώμα δεν είναι η «εργατική τάξη», αλλά «ο λαός», το «επαναστατημένο έθνος». Αυτός ο νέος γιακωβινισμός υιοθετεί στο παρελθόν όλη την επαναστατική αστικοδημοκρατική παράδοση και τα σύμβολά της. Από τη μία είναι οι «πατριωτικές αγωνιζόμενες λαϊκές δυνάμεις του έθνους» με πολιτικό όραμα την «Λαοκρατία» και από την άλλη οι «αστικές» υποταγμένες στο «φασισμό» και αργότερα στον «μοναρχοφασισμό». Αυτή η διαχωριστική γραμμή προβάλλεται στο παρελθόν και κυρίως στην επανάσταση του 1821.
Απέναντι στο λαϊκό έθνος των κομμουνιστών της αντίστασης και του εμφυλίου ορθώνεται ο αντίπαλος. Η αντίπαλη εθνικόφρων παράταξη ορίζεται από το «ελληνοχριστιανικό έθνος», δηλαδή την ένωση του αρχαιοελληνικού με τον βυζαντινό χριστιανικό πολιτισμό. Μια πρόσληψη του έθνους με βάση το Παπαρρηγοπούλειο ελληνοχριστιανικό πνεύμα «που αποκρυσταλλώθηκε στο Μεσοπόλεμο, έλαβε το χαρακτήρα κυρίαρχου λόγου κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο και εξελίχθηκε στο βασικό φορέα της αντικομουνιστικής ιδεολογίας» της δεξιάς. Η θεώρηση της δεξιάς θα είναι τελικά και η νικήτρια μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Οι ηττημένοι αριστεροί θα πρέπει τώρα να επιλέξουν ή τη συνέχιση της ρήξης ή το δρόμο της ενσωμάτωσης με τους όρους του νικητή. Σταδιακά λαμβάνει χώρα μια μετατόπιση. Η αριστερά ολοένα και περισσότερο αποδέχεται τη βάση της μεγάλης ιδέας, που είναι η συνέχεια του ελληνικού έθνους, αλλά αρνείται τον ιδεαλισμό της. Η νέα ηγεσία μετά την ανατροπή της ηγεσίας Ζαχαριάδη αναζητά στα πλαίσια της νέας στρατηγικής της ειρηνικής συνύπαρξης και της «εθνικής δημοκρατικής αλλαγής», μια πρόταση για την εθνική συνείδηση. Μια πρόταση ικανή να γίνει αποδεκτή από τις μάζες και να λειτουργήσει, χωρίς να αποκοπεί από τα αριστερά κριτήρια, μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια των νικητών. Στην δεκατία του 1950 επιλέγεται η έννοια της ρωμιοσύνης ως μία διιστορική αφήγηση του ελληνικού έθνους αντιπαραθετική με αυτή της δεξιάς. Η μεγάλη αλλαγή θα λάβει χώρα με τον Σβορώνο ο οποίος αποδέχεται την ύπαρξη ενός ιστορικού ελληνικού λαού πανάρχαιου με τρισχιλιετή ιστορία, το οποίο θεωρείται sui generis αντιστασιακό έθνος. Ο Σβορώνος αρνείται την έννοια «ρωμηιός» και υιοθετεί για όλες τις εποχές την έννοια έλληνας. Υιοθετεί μεν το ιστορικό σχήμα του Παπαρηγόπουλου, αλλά επιχειρεί να το αντιστρέψει, να το αναποδογυρίσει. Δηλαδή προσπαθεί να το παρουσιάσει μέσα από ένα διαλεκτικό υλιστικό μαρξιστικό εγελιανής προέλευσης πλαίσιο. Η τομή θα λέγαμε της σχέσης του Σβορώνου με το ελληνικό κοινό βρίσκεται στη διάσπαση του 1968, καθώς οι απόψεις του ταυτίζονται με τις στρατηγικές επιδιώξεις του ΚΚΕ Εσ. που είναι η «Νέα Δημοκρατική Αλλαγή» και αργότερα η Εθνική Συμφιλίωση. Αλλά η απόλυτη ηγεμονία καθίσταται δυνατή κατά τη μεταπολίτευση με τη διεύρυνση του ακροατηρίου του στη νέα δυναμική αριστερά της εποχής, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ. Τα κοινωνικά στρώματα, η κοινωνική συμμαχία της Αλλαγής και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ταυτίζονται με το σχήμα αυτό.
Με λίγα λόγια το σχήμα του Ν. Σβορώνου εκφράζει μια εξελιγμένη αποκρυστάλλωση αυτού του νέου κομμουνιστικού γιακωβινισμού που πρωτοεισήχθηκε το 1934-5 για να εμπεδωθεί τη δεκαετία του 1940 και αργότερα. Αντιστοιχεί στα κοινωνικά αιτήματα και τη δυναμική της αριστεράς πριν και μετά τη δικτατορία. Συνιστά τη μη ριζοσπαστική και μη βίαιη μεταρρυθμιστική εκδοχή αυτής της προσπάθειας. Ο Σβορώνος ενοποιεί-συνθέτει τις δύο εχθρικές εθνικές αλληλοαποκλειόμενες πατριωτικές συνειδήσεις που αναμετρήθηκαν την δεκαετία του 1940 και αφορούσαν μια και συγκεκριμένη φαντασιακή κοινότητα την ελληνική. Έτσι, είναι δυνατή και επιτρεπτή η ομαλή κατάληψη της εξουσίας. Η εξουσία διεκδικείται όμως μέσα στα αστικά πλαίσια και ως εκ τούτου μέσα στα αστικά ιδεολογικά πλαίσια που απλά ενσωματώνονται και μετασχηματίζονται από την αριστερά. Συνεπώς, η έννοια του «αντιστασιακού έθνους» δεν «ενσωμάτωσε» μόνο το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα στην αριστερή εμπειρία, αλλά και αντίστροφα ενσωμάτωσε την αριστερή εμπειρία και μνήμη σε αυτό πετυχαίνοντας τον «νικηφόρο συμβιβασμό». Με βάση το αφήγημα του Σβορώνου γράφονται τα σχολικά βιβλία της δεκαετίας του 1980 που διατηρήθηκαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Το 1989 η κοινωνική και πολιτική συμμαχία που στήριζε το σχήμα αυτό αρχίζει να διαρρηγνύεται και οι αντιφάσεις της αναδύονται οξυμένες στην επιφάνεια. Ταυτόχρονα, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 συμβαίνει μια πολύ μεγάλη τομή στην θέαση του φαινομένου του έθνους μέσα στην κοινότητα των ιστορικών. Νέες επιστημονικές προσεγγίσεις που στην Ευρώπη ανθούσαν από την δεκαετία του 1970 εμφανίζονται, έστω και καθυστερημένα, και ασκούν συνολική και δομική κριτική στο έθνος κράτος. Κοινός παρανομαστής είναι η σύλληψη του έθνους κράτους ως ιστορικό φαινόμενο της νεωτερικότητας και όχι ένα διιστορικό φαινόμενο. Ταυτόχρονα, επικρατεί γενικά μια διαδικασία απομυθοποίησης και εξορθολογισμού της διαδικασίας γένεσης του ελληνικού έθνους καθώς αναζητώνται νέα εργαλεία για την ερμήνευση του φαινομένου και τον ορισμό του. Μέσα σε πάρα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα καταρρέουν σχεδόν σε όλες τις πανεπιστημιακές σχολές όλες οι πλευρές του εθνικού αφηγήματος είτε αυτές προέρχονται από την παραδοσιακή δεξιά, π.χ. Παν. Αθηνών, είτε από το Κέντρο π.χ. ΑΠΘ είτε από την αριστερά, π.χ. Γιάννενα, Ρέθυμνο κλπ. Με αυτόν τον τρόπο θα λέγαμε αλλάζει συνολικά το επιστημονικό παράδειγμα για το έθνος, καθώς αποδομείται οριστικά και αμετάκλητα το παλιό.
Το νέο πολιτικό περιβάλλον το οποίο επιτρέπει και αφήνει ελεύθερο το πεδίο στους νέους ιστορικούς να αποδομήσουν το ελληνικό έθνος κράτος είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η εξαιρετικά φιλελεύθερη δομή του μεταπολιτευτικού πανεπιστημίου στην Ελλάδα. Αυτή η διαδικασία συνδέεται με το εγχείρημα του αστικού εκσυγχρονισμού που είναι η νέα ηγεμονική προοδευτική και δημοκρατική ιδεολογία του άρχοντος συνασπισμού εξουσίας και αποκρυσταλώνεται στην ιδεολογία του ευρωπαϊσμού. Στην πράξη ο νικητής επιθετικός καπιταλισμός μέσα από μια αυτήν την νέα προδευτικότητα και τον νέο φιλελευθερισμό εφορμά μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολή για να διαλύσει το υπάρχον κοινωνικό κράτος της Δύσης. Σε αυτό το εγχείρημα ο αστισμός συσπειρώνει και ενσωματώνει τόσο την αριστερή όσο και την δεξιά φιλελεύθερη διανόηση.
Η νέα αυτή ιστοριογραφία όμως είτε δεν θέλει μεθοδολογικά είτε δεν μπορεί να συλλάβει και να προτείνει μια νέα εθνική ιστορική αφήγηση. Η προσπάθεια να συγκροτηθεί μια ευρωπαϊκή συνείδηση και μια ενιαία ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, δηλαδή ένα ευρωπαϊκό έθνος, παρότι είναι υπαρκτή δεν είναι δυνατόν να πραγματωθεί. Το έθνος κράτος συνεχίζει να υπάρχει. Το πρόβλημα επιχειρείται να καλυφθεί προβάλλοντας ένα νέο μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας, το πολυπολιτισμικό. Στα πλαίσια μιας ευρωπαϊκής πολυπολιτισμικής πλουραλιστικής αστικής δημοκρατίας η κάθε κοινωνική ομάδα ή κάθε εθνότητα ή ακόμη και το κάθε υποκείμενο μπορεί να επιλέγει και να καλλιεργεί τη δική του ξεχωριστή ταυτότητα: οι μουσουλμάνοι, οι αλβανοί, οι αριστεροί, οι γυναίκες, οι άντρες, οι ομοφυλόφιλοι, οι φανατικοί χριστιανοί, οι φανατικοί έλληνες κτλ μέχρι και οι ολυμπιακοί και οι αεκτζήδες. Σε αυτήν την φάση της ελληνικής ιστοριογραφίας για πρώτη φορά εγκαταλήφθηκε οποιαδήποτε συζήτηση σε σχέση με το 1821. Το μόνο που σημειώθηκε ήταν η αποδόμηση των μύθων. Κυρίως δόθηκε βάση σε άλλου είδους μελέτες που αφορούσαν το φύλο, τις μειονότητες, τον εκσυγχρονισμό, τον εμφύλιο πόλεμο. Το μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας δεν έγινε ποτέ αποδεκτό από τα λαϊκά στρώματα ούτε ποτέ συγκίνησε πραγματικά την αστική τάξη, ώστε να γίνει όχημα ενός αστικού ιδεολογικού μηχανισμού. Ήταν πάντα ένα εγχείρημα διανοουμένων της κεντροαριστεράς κλεισμένων μέσα στην γυάλα του ακαδημαϊσμού. Αλλά σήμερα μαζί με το ευρωπαϊκό εποικοδόμημα βρίσκεται σε κρίση και το μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Στην πράξη, επανέρχεται οξυμένο το ερώτημα τι θα βάλουμε στη θέση της παλαιότερης εθνικής αφήγησης.
Η αδυναμία της εργατικής τάξης να απαντήσει στην επίθεση του αστισμού και στην διάλυση του κοινωνικού κράτους μέσα από ένα νέο σύγχρονο χειραφετητικό όραμα καθιστά το έθνος κράτος ως το μόνο δεδομένο εργαλείο πολιτικής και ρομαντικής αναπόλησης ενός ωραίου παλιού εθνικού ελληνικού κόσμου που χάθηκε όμως ανεπιστρεπτί. Η ξένη μετανάστευση στην Ελλάδα στην οποία επιρριπτονται όλα τα δεινά φαίνεται να λειτουργεί καθοριστικά σε αυτήην κατεύθυνση. Έτσι, οικοδομείται η σύγχρονη αντίδραση και ο σύγχρονος σκοταδισμός με βάση ακριβώς την ιστορία. Διαμορφώνονται έξω πλέον από τον ακαδημαϊκό χώρο τρεις εναλλακτικές προτάσεις με βάση το παλιό παράδειγμα. Η μία κινείται στα πλαίσια της παλιάς αριστερής εθνικής αφήγησης (Παπαθεμελής, ΔΗΚΚΙ, ΚΚΕ, μλ-χώρος, Αντίβαρο, Ρήξη, Στάθης κλπ). Η δεύτερη κινείται στα πλαίσια της παλιάς δεξιάς κρατικής αφήγησης (ΛΑΟΣ, εκκλησία, στρατός, αστυνομία) ερχόμενη σε συμμαχία με κάποιους από τους προηγούμενους, ενώ εμφανίζεται και μια τρίτη που κινείται σε ένα νέο εντελώς πεδίο, πρόκειται για το φαινόμενο Λιακόπουλος.
Ας έρθουμε τώρα στην προσπάθεια του Βερέμη. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που το εκσυγχρονιστικό σχέδιο, ο ευρωπαϊσμός και η ιδεολογία της πολυπολιτισμικής κοινωνίας έχουν χρεωκοπήσει. Ο αστισμός επιχειρεί πλέον να κάνει αυτό που δεν έκανε μέχρι τώρα, δηλαδή να ξαναγράψει την ιστορία φτιάχοντας ένα νέο ιστορικό αφήγημα. Ο ίδιος ο Βερέμης αναφέρεται ρητά σε έναν νέο αστικό διαφωτισμό και συσπειρώνει ένα δυναμικό πίσω από αυτό. Η χρεωκοπία της νεοφιλελεύθερης κεντροαριστεράς φέρνει στο προσκήνιο την νεοφιλελεύθερη κεντροδεξιά. Σωστά λοιπόν γράφει ο Παναγιώτης Στάθης ότι «η όλη προσπάθεια του ΣΚΑΪ φαίνεται να υπόκειται σε ένα πολιτικό πρόσημο: συνιστά μια εκδοχή ανάγνωσης της ιστορίας από την πλευρά της σημερινής, εκσυγχρονιστικής, νεοφιλελεύθερης κεντροδεξιάς». Επίσης έχει απόλυτο δίκιο όταν υποστηρίζει πως η εκπομπή χαρακτηρίζεται «έντονα από αναγωγές στο σήμερα».
Ας δούμε πρώτα τα θετικά στοιχεία της προσέγγισης στο ντοκιμαντέρ. Προσεγγίζει εξαιρετικά καλά την κατάσταση πριν από το 1821. Πράγματι, οι πρώτοι αιώνες της Οθωμανικής κατάκτησης είναι εποχές ευημερίας. Το ντοκιμαντέρ δεν το φωτίζει, αλλά από τις συζητήσεις προκύπτει και ότι η κατάκτηση από τους οθωμανούς βιώθηκε από τμήματα των ελληνορθόδοξων ρωμαίων ως κάτι θετικό απέναντι στην παπική τιάρα. Μεθοδολογικά χρησιμοποιεί ως εργαλείο τόσο την διάκριση κατακτητές και κατακτημένοι όσο και την κοινωνική διαστρωμάτωση. Λειτουργεί ως myth buster σε μύθους όπως κρυφό σχολειό, Αγία Λαύρα, κλπ. Ίσως το πιο θετικό είναι η παρουσίαση των σφαγών που προξένησαν οι έλληνες επαναστατημένοι, η νύξη για κανιβαλισμό στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, ή το αλβανόφωνο νανούρισμα –υπόμνηση για την ξενοφωνία αρκετών επαναστατών. Στην ουσία όμως όλα αυτά, εκτός από το τελευταίο, δεν συνιστούν κάτι νέο. Δηλαδή το ελληνικό κοινό είναι εξοικειωμένο με αυτές τις νέες προσεγγίσεις. Κάποιοι τις αποδέχονται, κάποιοι όχι. Συνιστούν σε κάθε περίπτωση την βάση του νέου ιστορικού παραδείγματος.
Τα αρνητικά στοιχεία όμως είναι εξαιρετικά πολλά. Παρότι παρουσιάζει την εθνική συνείδηση ως αποτέλεσμα του 18ου αιώνα σχετικοποιεί τη προσέγγιση αυτή μέσα από έναν διαχωρισμό εθνότητας και έθνους. Αυτό το οποίο συμβαίνει και δεν αναφέρεται είναι ότι μια φαντασιακή ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα σταδιακά εκοσμικεύεται και μετασχηματίζεται σε μια κοσμική εθνική κοινότητα. Αρχικά με βάση την ταυτότητα του ρωμιού και στην συνέχεια με βάση την ταυτότητα του έλληνα. Επίσης, εδώ δεν επιχειρεί να αποδώσει το περιεχόμενο της έννοιας έλληνας πέρα από την σχέση με τους αρχαίους έλληνες. Αυτό που ενοποιεί τους συμμετέχοντας στην ταυτότητα του έλληνα είναι η συμμετοχή στην επανάσταση. Έλληνας ήταν ο ελεύθερος επαναστατημένος και ρωμιός ο υπόδουλος.
Με έναν τρόπο το ντοκιμαντέρ επιχειρεί επαναλάβει για το 1821 αυτό που συζητιέται σε σχέση με την ελληνική αντίσταση. Δηλαδή να αποϊδεολογικοποιηθούν οι εμφύλιες συγκρούσεις οι οποίες παρουσιάζονται ως συγκρούσεις χωρίς αρχές με μόνο σκοπό την εξουσία, ενώ τονίζεται η βία των επαναστατημένων. Επίσης, απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στα πολιτικά κόμματα. Το ρωσικό, το γαλλικό και το αγγλικό κόμμα δεν ήταν μόνο κόμματα που περίμεναν την ελευθερία από τις αντίστοιχες χώρες, αλλά κυρίως πρόβαλλαν ως μοντέλο οργάνωσης της μελλοντικής ελληνικής κοινωνίας εκείνο της μίας ή της άλλης χώρας. Απαξιώνονται εντελώς τα δημοκρατικά συντάγματα. Αυτό αλλάζει λίγο στις συζητήσεις, αλλά στο καθεαυτό ντοκιμαντέρ και στις περισσότερες αφηγήσεις τα συντάγματα και ως εκ τούτου η δημοκρατία παρουσιάζονται ως κάτι ξένο με την ελληνική κοινωνία. Είτε είναι προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των φατριών είτε είναι μια από τα πάνω επιβολή κάποιων λίγων διανοουμένων για να προσελκύσουν την ευρώπη. Συνεπώς, όπως γράφει ο Στάθης οι φιλελεύθεροι θεσμοί που εγκαθιδρύονται θεωρούνται ότι αποτελούν ένα «εξωτερικό ένδυμα» ενώ από μέσα μένει αλώβητος ο «φουστανελάς». Αν κάποιος ήθελε εκείνη την εποχή όμως να δείξει ένα θετικό πρόσωπο στην Ευρώπη δεν θα έγραφε βέβαια συντάγματα σαν αυτά της γαλλικής επανάστασης. Απαξιώνεται ο δημοκρατικός και πολιτικός χαρακτήρας της επανάστασης. Οι ελληνικοί κοινοβουλευτικοί θεσμοί είναι οι παλαιότεροι και δημοκρατικότεροι στον κόσμο και κατάγονται ακριβώς σε αυτά τα πρώτα συντάγματα. Σε όλη την οθωμανική περίοδο σε πολλές περιοχές αναπτύσσεται ένα κοινοτικό αυτοδιοικητικό σύστημα εξαιρετικά δημοκρατικό. Από το 1844 η Ελλάδα έχει κοινοβούλιο με δικαίωμα καθολικής ψηφοφορίας για τους άντρες. Το σύνταγμα του 1864 ήταν για την εποχή του το πιο δημοκρατικό. Η υπόλοιπη Ευρώπη δεν είχε ποτέ τόση δημοκρατία. Και αυτό είναι αποτέλεσμα της ελληνικής επανάστασης, της συμμετοχής του ελληνικού λαού σε αυτήν. Οι πελατειακές σχέσεις δε που κατηγορούνται από σύμπασα την φιλελεύθερη κεντροαριστερά και κεντροδεξιά, ας τις πούμε καλύτερα πολιτικές συναλλαγές, ήταν, απόντων σωματείων και συνδικάτων, τότε περισσότερο ένας δημοκρατικός κοινοβουλευτικός μηχανισμός αντιπροσώπευσης και έκφρασης των κατώτερων στρωμάτων.
Αντίθετα, προβάλλεται το εξής δίπολο: Από την μία υπάρχει μια καλή πολιτική και δημοκρατική ελίτ, και από την άλλη ένας αντιδημοκρατικός λαός. Υπάρχει μια καλή πολιτική ηγεσία, όπως ο Καποδίστριας, αλλά από την άλλη οι κακοί φατριαστές, που τον φάγανε. Δεν αναφέρεται ότι ήταν ένας δικτάτορας, απολυταρχικός, ότι φυλάκισε τους αγωνιστές της επανάστασης, ότι οι άνθρωποι που τον περιτριγύριζαν ενεπλάκησαν στα πρώτα σκάνδαλα. Μένει μόνο στο ότι ήθελε να φτιάξει ισχυρό κράτος. Δεν είναι τυχαίο ότι κρατάει μόνο αυτό. Εδώ ο Βερέμης δημιουργεί ένα αφήγημα της αστικής πολιτικής τάξης. Αναφέρει ο ίδιος ότι το πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας ήταν πάντοτε πολύ καλό. Ο υπεύθυνος για χάλια μας ήταν ο ανατολίτικος παραδοσιακός τρόπος της πολιτικής που επιβάλλανε οι «από κάτω». Η διαφθορά και οι πελατειακές σχέσεις είναι υπόθεση και βαραίνει τον λαό. Ο Καποδίστριας και όλοι οι άλλοι πολιτικοί επιδιώκανε να φτιάξουνε ένα ισχυρό ευρωπαϊκό συγκεντρωτικό κράτος. Ρητά αναφέρει ο Βερέμης ότι ο Μαυροκορδάτος ήταν ένας τίμιος άνθρωπος. Θα έλεγε κανείς ότι έκανε όλη την εκπομπή για να πει αυτήν την φράση. Πρόκειται ακριβώς για τον τρόπο με τον οποίο η σημερινή αστική τάξη θέλει να βλέπει την σημερινή πραγματικότητα. Είναι η επιστημονική εκδοχή των κοπριτών του Πάγκαλου. Είναι το σημερινό διακύβευμα για το ποιος φταίει για την κατάντια μας; Και ο Βερέμης απαντάει: φταίει ο αγροίκος απολίτιστος λαός. Το ταξικό μίσος του Βερέμη απέναντι στον λαϊκό παράγοντα είναι σαφές διατυπωμένο σε άλλο βιβλίο του, όπου γράφει ότι οι έλληνες βοσκοί αγρότες και την εποχή της οθωμανικής περιόδου δεν είχαν πολιτισμό και αναρρωτιέται πως θα είχαν αφού ζούσαν μαζί με τα ζώα τους. Όλος αυτός ο διπολισμός αποτυπώνεται εναργέστερα στην φράση-ερώτημα φράκο ή φουστανέλα που είναι ο τίτλος ενός ολόκληρου επεισοδίου. Σε αυτό ο Βερέμης βλέπει καλούς φιλοευρωπαίους πολιτικούς και κακούς ανατολίτες βάρβαρους στρατιωτικούς.
Το άλλο στοιχείο είναι ότι υποτιμάει τις συλλογικές δράσεις ως κίνηση της ταξικής διαπάλης. Δεν βλέπει τάξεις να κινούνται. Σε συνέντευξή του Βερέμη στον Παπαχελά αποκαλύπτει ο ίδιος ρητά το βασικό του μεθοδολογικό εργαλείο: πρέπει οι έλληνες να μην δρουν συλλογικά, γιατί αυτό είναι το βασικό τους πρόβλημα, αλλά να δρουν ως ατομικότητες. Είναι η έκφραση της σημερινής κυρίαρχης ιδεολογίας, δηλαδή ο ατομικισμός.
Ενώ ο Βερέμης βασίζεται στο νέο ιστοριογραφικό παράδειγμα, αποδεικνύεται απλά ο κοινός παρανομαστής. Όπως παλιότερα ο κοινός παρανομαστής ήταν κάποιοι εθνικοί μύθοι και μια τρισχιλιετής εθνική αφήγηση, αλλά υπήρχαν διαφορετικές ερμηνείες και προσεγγίσεις, έτσι και τώρα στην πράξη το νέο ιστορικό παράδειγμα αποδεικνύεται ότι δεν είναι ενιαίο. Αντίθετα, μπορεί να υπάρχει μια κεντροαριστερή προσέγγιση, μπορεί να υπάρχει μια κεντροδεξιά, μπορεί να υπάρχει μια ακροδεξιά, μπορεί να υπάρχει και μια επαναστατική. Το ντοκιμαντέρ και η ιστοριογραφία του Βερέμη αποδεικνύει ότι πίσω από το προοδευτικό προφίλ της κατάρριψης των εθνικιστικών μύθων ή της αποκάλυψης των αποσιωπήσεων μπορεί να κρύβεται μια άλλη μορφή αντιδραστικής ανάγνωσης της ιστοριογραφίας.
[1] Βλ. Μπενεντίκτ Άντερσον, Φαντασιακές Κοινότητες, στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, Νεφέλη, σ. 26
Category: Χωρίς κατηγορία
ΚΥΡΙΕ ΠΑΛΟΥΚΗ ΕΙΜΑΙ ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΥΓΕΙΑ&ΕΥΕΞΙΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΜΕTROCITY ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΤΕ ΝΑ ΜΟΥ ΣΤΕΙΛΕΤΕ ΤΟ MAIL ΣΑΣ. ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΕΧΩ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΊΕΥΣΉ ΕΝΟΣ ΑΡΘΡΟΥ ΣΑΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΑ ΔΥΤΙΚΑ ΠΡΟΑΣΤΕΙΑ.