To μεταφορντικό πλήθος στους δρόμους της μετα-αποικίας
Η τυνησιακή επανάσταση ξαναπιάνει αυτό το νήμα που φαινόταν οριστικά χαμένο, και δείχνει ότι πλέον όχι μόνο το «Τορίνο», αλλά και το ίδιο το «Αλγέρι» μπορεί να σκέφτεται τα αντίστοιχα σημερινά «Ντητρόιτ»· όχι μόνο να τα σκέφτεται αλλά να είναι το ίδιο ένα τέτοιο εργαστήριο πειραματισμού για την έξοδο από τη «σύγχρονη μορφή βαρβαρότητας»
Του Άκη Γαβριηλίδη
Ο Μισέλ Φουκώ γενικώς θεωρείται ως ένας από τους Γάλλους στοχαστές που κατεξοχήν συνδέθηκαν με το κίνημα του Μάη του 68 και με όσα αυτό μας κληροδότησε στη συνέχεια, θεωρητικά όσο και πρακτικά.
Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι ο Φουκώ, το Μάιο, όπως και ολόκληρο εκείνο το ακαδημαϊκό έτος, δεν βρισκόταν στο Παρίσι, ούτε καν στη Γαλλία. Βρισκόταν στην Τυνησία, όπου από το 1966 δίδασκε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Τύνιδας.
Το διάστημα της παραμονής του, εκτός από τη διδασκαλία και τη σύνταξη του «Οι λέξεις και τα πράγματα», ο Φουκώ υπήρξε μάρτυρας της προετοιμασίας και της έκρηξης ενός κινήματος, κυρίως φοιτητικού, αρκετούς μήνες πριν το αντίστοιχο στη Γαλλία, το οποίο του προκάλεσε τεράστια εντύπωση και τον οδήγησε να ενδιαφερθεί για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό τόσο άμεσα για την πολιτική και μάλιστα να αναμιχθεί προσωπικά σε αυτήν: για κάποιο διάστημα έκρυβε στο σπίτι του τον πολύγραφο των φοιτητών του, και μετά τους ίδιους τους φοιτητές του, που δέχονταν την άγρια καταστολή του καθεστώτος Μπουργκίμπα. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να δεχθεί αρκετές προειδοποιήσεις από την αστυνομία, και σε κάποια φάση θα υποστεί επίθεση και ξυλοδαρμό καθώς βάδιζε προς το σπίτι του από μυστικούς αστυνομικούς μεταμφιεσμένους σε «αγανακτισμένους πολίτες» ή το αντίστροφο. (Ας πούμε, κάτι ανάλογο με την επίθεση και την απαγωγή της οποίας υπήρξε θύμα προ ημερών ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος από την αυτοαποκαλούμενη «αντι»τρομοκρατική υπηρεσία [1]. Η διαφορά ήταν ότι εκεί δεν βγήκε κανείς να ισχυριστεί ότι επρόκειτο για «λάθος» και ότι τον μπέρδεψαν με κάποιον άλλο).
Η εκ πρώτης όψεως ασήμαντη αυτή λεπτομέρεια μπορεί να λειτουργήσει ως μια υπενθύμιση των «τριχοειδών», απειροελάχιστων κινήσεων μέσα απ’ τις οποίες παρ’ όλα αυτά συντελείται, ακόμα και μέσα στον ύστερο εικοστό αιώνα, μια ανταλλαγή, ένα «πήγαινε-έλα» (αλισβερίσι, δηλαδή aliş-veriş = δούναι και λαβείν, στη γλώσσα που κάποτε ήταν εν χρήσει τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τυνησία) ανάμεσα στους πολλαπλούς τόπους που συνηθίζουμε –που ενίοτε συνήθιζε ακόμα και ο ίδιος ο Φουκώ- να διαβάζουμε μέσα από το ουσιοκρατικό διώνυμο «Δύση»/ «Ανατολή».
Η τωρινή επιβλητική ανάδυση του μεταφορντικού πλήθους στους δρόμους της Τύνιδας, του Σίντι Μπου Σαΐντ, και άλλων πόλεων με ονόματα θαρρείς βγαλμένα από σελίδες του Προκόπιου ή στίχους του Καβάφη όπως Καρχηδόνα ή Αλ Μαναστίρ, θα μπορούσε επίσης –και θα ήταν γοητευτικό- να διαβαστεί ως μια ασυνείδητη ανταπόδοση ενός δώρου που εξίσου ασυνείδητα δόθηκε το μακρινό εκείνο Απρίλιο του 1968, από μία χώρα «ευλογημένη από την ιστορία, που είδε ζωντανούς τον Αννίβα και τον Άγιο Αυγουστίνο» [2] –ως μια μορφή «επικονίασης» που συντελέστηκε κατά την αστάθμητη συνάντηση ανάμεσα σε έναν «νέο αρχειοδίφη» που προσπαθούσε να δραπετεύσει από τον ασφυκτικό πουριτανισμό της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς της Γαλλίας, και σε μια πρώτη μετααποικιακή γενιά φοιτητ(ρι)ών του Μαγκρέμπ που εξεγείρονταν με ιδεολογικές αναφορές τον τροτσκισμό και το μαοϊσμό, πριν τη φαινομενικά ασφυκτική επικράτηση του μωαμεθανικού πουριτανισμού ως «μονόδρομου» για τις κοινωνίες τους.
Μιλώντας για την ίδια περίπου εποχή, ο Πάολο Βίρνο θα πει αργότερα:
Η αποφασιστική εμπειρία της νιότης μου ήταν η επαναστατική πάλη σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα. Επιμένω: ανεπτυγμένη. Μια χώρα, δηλαδή, στην οποία η επιβίωση ήταν εγγυημένη, η κατανάλωση σχετικά υψηλή, με ήδη υψηλό ποσοστό σχολικής εκπαίδευσης. Δεν πήρα μέρος σε κάποια εξέγερση ενάντια στη φτώχεια ή τη δικτατορία, αλλά σε μια ριζοσπαστική σύγκρουση που στόχευε στην κατάργηση αυτής της σύγχρονης μορφής βαρβαρότητας: της μισθωτής εργασίας. Δεν ήμασταν «τριτοκοσμιστές» αλλά «αμερικανιστές». Παλεύοντας στη FIAT του Τορίνο, σκεφτόμασταν το Ντητρόιτ, όχι την Κούβα ή το Αλγέρι [3].
Η σημασία της τυνησιακής επανάστασης, της πρώτης μετά από δεκαετίες σε μια αραβική ή σε μια μεσογειακή χώρα, είναι φυσικά πρώτα απ’ όλα ότι διώχνει τις αράχνες από τα μυαλά μας, διαψεύδει παταγωδώς τη μακάρια οριενταλιστική βεβαιότητα, την οποία κοντεύαμε ακόμα κι εμείς οι ίδιοι να πιστέψουμε, ότι «οι αραβικοί/ μουσουλμανικοί πληθυσμοί είναι αποκλεισμένοι από τη νεωτερικότητα, δεν είναι ικανοί για συλλογική νόηση, διαβούλευση και δράση, είναι καταδικασμένοι στη μοιρολατρία και στην αέναη επανάληψη του ίδιου». Είναι όμως, επίσης, ότι ξαναπιάνει αυτό το νήμα που φαινόταν οριστικά χαμένο, και δείχνει ότι πλέον όχι μόνο το «Τορίνο», αλλά και το ίδιο το «Αλγέρι» μπορεί να σκέφτεται τα αντίστοιχα σημερινά «Ντητρόιτ»· όχι μόνο να τα σκέφτεται αλλά να είναι το ίδιο ένα τέτοιο εργαστήριο πειραματισμού για την έξοδο από τη «σύγχρονη μορφή βαρβαρότητας». Οι ημιαπασχολούμενοι πτυχιούχοι, οι πλανόδιοι πωλητές του παζαριού, οι σερβιτόροι και ξενοδοχοϋπάλληλοι, οι δικαστές με τις τηβέννους, οι γυναίκες με τα ξέσκεπα ή και με τα σκεπασμένα μαλλιά, που βγήκαν στους δρόμους, δεν αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία, την απο-αποικιοποίηση, το εθνικό-κοινωνικό κράτος ως ένα «πρώτο βήμα για το σοσιαλισμό»· αυτό που πυροδοτούσε την επιθυμία τους, αρχικός όσο και τελικός στόχος –και ταυτόχρονα εργαλείο- της εξόδου τους, ήταν η ίδια η ζωή: η επικοινωνία, οι διαθετικές-γλωσσικές δεξιότητες, η κινητικότητα –και φυσικά το Ίντερνετ, το twitter, τα κινητά, τα οποία δεν χρειάζεται να κρύβουν όπως οι προκάτοχοί τους τον πολύγραφο, διότι είναι τόσα πολλά και διάχυτα που κανείς «ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης» δεν αξίζει καν τον κόπο να τα ψάξει.
Από αυτή την άποψη, ο τυνησιακός Δεκέμβρης/ Γενάρης είναι εμφανώς πρώτο ξαδερφάκι του προπέρσινου ελληνικού. De nobis fabula narratur, όπως θα έλεγε ο Σκιπίων ο Αφρικανός…
[1] http://rednotebook.gr/details.php?id=1454.
[2] Λόγια που απηύθυνε ο Φουκώ στη συνάδελφό του Jelila Hafsia μια μέρα που βάδιζαν μαζί υπό τον εκτυφλωτικό ήλιο της Μεσογείου στα ερείπια της Καρχηδόνας. Παρατίθενται στο: Ντιντιέ Εριμπόν, Μισέλ Φουκώ. Φιλόσοφος, δανδής και ταραξίας, Lector, Αθήνα 2009, σ. 227.
[3] « Μεταφορντισμός – ηθική – πολιτική», συνέντευξη δημοσιευμένη στα ελληνικά στο περιοδικό Πανοπτικόν τ. 9.
Μια συντομότερη εκδοχή του κειμένου αυτού δημοσιεύθηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου 2010 του περιοδικού Κοντέινερ
Category: Απόψεις
Ο Rancière γράφει για την πρώτη του συνάντηση στον δρόμο με τον Foucault: «Ήταν τον Ιούνιο του 1968. Αν πιστέψουμε τους σοβαρούς βιογράφους [...], βρισκόταν όλο αυτόν τον καιρό μακριά από το Παρίσι και τις αναταραχές. Ηταν ωστόσο εκείνο το πρωί εκεί· σε διακοπές, είναι αλήθεια, αλλά ποιος δεν ήταν σε διακοπές τότε; Incognito και χωρίς τηλεβόα, αλλά με ένα αδιάβροχο. Καμία σχέση με τη μετεωρολογία, απλώς με τους πίδακες νερού με τους οποίους οι απεργοί της Citroën, αυτοί που πήγαινε να ενισχύσει, υποδέχονταν τους «αυτόνομους» που ήθελαν να σπάσουν την περιφρούρηση. Ήταν εκεί χωρίς αναγκαιότητα, όχι για να κομίσει στον αγώνα τη γνώση του σοφού και τη φωνή του φιλόσοφου, αλλά, αντίθετα, για να χωρομετρήσει το έδαφος των αινιγματικών αλληλεγγυοτήτων όπου η σκέψη βρίσκει τα αντικείμενά της και τα καθήκοντά της.
Jacques Rancière, «Le philosophe sans porte-voix», στο Moments politiques. Interventions 1977-2009, La fabrique, 2009, σ. 158.