Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Περί των αρχαίων Μακεδόνων



Του Δημήτρη Λιθοξόου

Δημοσιεύτηκε για πρώτη στις 20 Οκτωβρίου 2008.

Στην ελληνική εθνική ιστορία, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο περί αρχαίας Μακεδονίας, εδράζεται η βασική θέση του ελληνικού έθνους, στη διαμάχη των τελευταίων ετών για τη χρήση του ονόματος Μακεδονία και των παραγώγων του. Η θέση αυτή είναι πως οι αρχαίοι Έλληνες αποτελούσαν έθνος, οι δε αρχαίοι Μακεδόνες συνιστούσαν ένα τμήμα του έθνους αυτού. Προέκταση της καθαρά ιδεολογικού χαρακτήρα αυτής θέσης, αποτελεί το πολιτικό «επιχείρημα» ότι οι σύγχρονοι Έλληνες ως συνεχιστές του ελληνικού έθνους, είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι της χώρας που κατοικούσαν οι Αρχαίοι Μακεδόνες, άρα και των σχετικών ονομάτων, συμβόλων κλπ.

Στο βαθμό που το ελληνικό κράτος, ως μέλος πλέον ευρύτερων πολιτικών σχηματισμών, δεν έχει το δικαίωμα της απόφασης κήρυξης Πολέμου, η μάχη για τη Μακεδονία περιορίζεται σε διπλωματική διαμάχη επί του συμβολικού (του ονόματος). Και καθώς στη σύγχρονη διπλωματία οι εκπρόσωποι των άλλων κρατών λαμβάνουν στα σοβαρά, επί του συγκεκριμένου, μόνο το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των λαών και όχι τις ενστάσεις που εδράζονται στους αντίπαλους εθνικούς μύθους, μια ελληνική ήττα μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη.

Μια ελληνική ήττα, σε αυτή την ύστερη φάση του μακεδονικού ζητήματος, είναι πολύ πιθανό να σηματοδοτήσει για το ελληνικό έθνος την έναρξη μιας εσωτερικής συλλογικής υπαρξιακής αναζήτησης, αναφερόμενης πλέον στην ίδια την ουσία του εθνικού μύθου του και στις πολιτικές-κρατικές σκοπιμότητες που ώθησαν διαχρονικά σε μια τέτοιου τύπου ιδεολογική συγκρότηση.

Ευελπιστούμε πάντα να βοηθήσουμε σε μια τέτοια εξέλιξη, καθώς θεωρούμε προϋπόθεση για την υπέρβαση του εθνικού κράτους την αποδόμηση της ιδεολογίας του και την έξοδο των εγκλωβισμένων μελών του από αυτή την κοινότητα, σε μια κατεύθυνση αναζήτησης και προβληματισμού γύρω από την πρόταση πολιτικής θεμελίωσης μιας μεταεθνικής πολυπολιτισμικής ευρωπαϊκής δημοκρατίας.

Έχοντας αυτή τη λογική, επιχειρούμε εδώ να παρέμβουμε στη συζήτηση περί του ελληνισμού των αρχαίων Μακεδόνων. Χωρίς να εμπλακούμε στη φιλολογική διαμάχη για τις μαρτυρίες και τις ερμηνείες των αρχαίων πηγών που απασχόλησε στο παρελθόν τους ευρωπαίους λόγιους, καθώς στη σημερινή συγκυρία κάτι τέτοιο θα μπορούσε εύκολα να παρεξηγηθεί ή σκόπιμα να διαστρεβλωθεί ένθεν κακείθεν, θα περιοριστούμε στην ανάδειξη ενός σημαντικού γεγονότος που δεν είναι και τόσο γνωστό. Το ότι δηλαδή το ελληνικό έθνος τις πρώτες δεκαετίες της συγκρότησής του, μέχρι περίπου τα μέσα του 19ου αιώνα, θεωρούσε τους Μακεδόνες ως βάρβαρους και εχθρούς της αρχαίας Ελλάδας. Κοντολογής οι τότε εθνικά Έλληνες, πίστευαν σε πράγματα που σήμερα διακυρήττουν οι «ακατονόμαστοι» γείτονες και απορρίπτει ο απανταχού Ελληνισμός μετά βδελυγμίας.

Ας έρθουμε λοιπόν στα σχετικά κείμενα-πηγές που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό μας.

Ξεκινάμε με το δεύτερο τόμο της Ιστορίας της Ελλάδος, του Γόλδσμιθ (Oliver Goldsmith), έργο το οποίο μετέφρασε και επιμελήθηκε ο Δημήτριος Αλεξανδρίδης. Σε αυτό το βιβλίο που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1806, οι έλληνες αναγνώστες της εποχής μπορούσαν να διαβάσουν πως:

«Οι Μακεδόνες εθεωρούντο ανάξιοι της κοινωνίας του συμμαχικού σώματος των Ελλήνων, και ως αλλοεθνείς και οπωσούν ημιβάρβαροι, οι οποίοι εκαυχώντο μεν Έλληνες το γένος, διέφερον δε αυτών κατά τε τα ήθη και την πολιτείαν«. Να μάθουν επίσης ότι «πάντοτε οι βασιλείς της Μακεδονίας εδιώχθησαν ως αλλοεθνείς» από τα κοινά πράγματα των Ελλήνων, και πως «οι Έλληνες, όσοι περιελαμβάνοντο υπ” αυτό το όνομα, ενόμιζον επικίνδυνον και ολεθρίαν εις εαυτούς την είσοδον των ξένων εις την Ελλάδα, οίοι ενομίζοντο και οι Μακεδόνες» [Αλεξανδρίδης 1806, σ. 1 και 16].

Την επόμενη χρονιά τυπώθηκε στο τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκή στη Βενετία μια Επιτομή Ιστορίας της Ελλάδος, που είχε γράψει ο Γ. Δ. του Ελληνομουσείου στο Λιβόρνο και είχε χρηματοδοτήσει η Αδελφότητα των Ορθοδόξων Ελλήνων της ίδιας πόλης. Στο δεύτερο τόμο αυτού του έργου μπορούσε κάποιος να διαβάσει ότι η Μακεδονία «ενομίσθη και ήτον τη αληθεία βάρβαρος» και ότι ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων «έφερε την Ελλάδα να πέσει εις τας χείρας του Φιλίππου«, που στην αρχή του πολέμου «εστάθη ουδέτερος, αφίνων τους Έλληνας να αδυνατήσουν αλλήλων«. Να μάθει ακόμα πως στη μάχη της Χαιρώνειας αυτό που κρίθηκε ήταν «η δουλεία ή η ελευθερία της Ελλάδος» και δυστυχώς «εβεβαιώθη το πρώτον«. Πως οι ηττημένοι εκεί από τους Μακεδόνες, έγραψαν το εξής επίγραμμα προς τιμή των νεκρών τους:

«Ούτοι κατ” εχθρών όπλα έλαβον αξίως, ζωήν δεν αψύχησαν υπέρ πατρίδος, αλλά τον θάνατον προυτίμησαν ανδρείως, παρ” οι Έλληνες δούλοι γίνωσιν αχρείως» [ΓΔ 1807, σ. 76, 84, 108, 111].

Ας σημειωθεί ότι το ίδιο ακριβώς έργο, με τον ίδιο τίτλο, θα επανεκδοθεί στο τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκή στη Βενετία το 1815. Στην επανέκδοση όμως ως συγγραφέας εμφανίζεται όχι ο Γ. Δ. αλλά ο ιερομόναχος Γρηγόριος Παλιουρίτης. Τα ανωτέρω περί Μακεδόνων αποσπάσματα επαναλαμβάνονται και εδώ αυτούσια [Παλιουρίτης 1815, σ. 75, 83, 107, 109].

Το 1808 εκδίδεται στην Κωνσταντινούπολη μια Επιτομή χρονολογική της Γενικής Ιστορίας, μεταφρασμένη από τα γαλλικά και ξαναδουλεμένη από τον Λάμπρο Αντωνιάδη, με την άδεια και την προτροπή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Και εδώ οι έλληνες μάθαιναν ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες υπήρξαν εχθροί των Ελλήνων:

«Μετά την παρακμήν των Λακεδαιμονίων, οι Έλληνες μηδαμώς ησυχάζοντες, επροξένησαν εαυτοίς τον ίδιον όλεθρον διά των εμφυλίων πολέμων, και διά των αδιαλείπτων διχονοιών τους. Αλλ” εκ τούτων Φίλιππος, ο Βασιλεύς Μακεδόνων μεγάλως ωφελήθη και ενεδυναμώθη δια της αγχινοίας του μάλλον, παρά της ανδρείας του, ώστε κατήντησε να γένη κύριος σχεδόν όλης της Ελλάδος, και μόνοι οι Αθηναίοι των άλλων Ελλήνων εμψυχωθέντες υπό του Δημοσθένους, αντέστησαν όλαις δυνάμεσι προς την μέλλουσαν μεγαλειότητα των Μακεδόνων, πλην ανωφελώς» [Αντωνιάδης 1808, 26-27].

Το ίδιο έτος κυκλοφόρησε στη Βενετία ένα ιστορικό παιχνίδι που απευθυνόταν στους καλλιεργημένους «απογόνους των Γραικών«, που έδειχναν ενδιαφέρον για «την μελέτην της ιστορίας των προγόνων«. Την επιμέλεια της έκδοσης είχε ο Α. Β. Στις σχετικές καρτέλες, οι παίκτες διάβαζαν πως του Φιλίππου η «Μακεδονία υψώθη κατά της Ελλάδος«, πως ο Φίλιππος με αφορμή τον λεγόμενο ιερό πόλεμο «εισέβη εις την Ελλάδα και κυριεύσας αυτήν, τον ετελείωσε«, και πως μετά το θάνατο του Φιλίππου, «οι Έλληνες και τα λοιπά υποχείρια έθνη εξωπλίσθησαν κατά του υιού του» [ΑΒ 1808, σ. 6, 171, 183].

Ο Δανιήλ Φιλιππίδης μεταφράζει και σχολιάζει, σε γλώσσα που θα ονομάζαμε απλή καθαρεύουσα, το έργο Justini Historiarum philippicarum ex Trogo Pompeio, το οποίο τυπώνεται στη Λειψία το 1817. Οι φιλίστορες Γραικοί διάβαζαν εδώ ότι η διχοστασία και οι εμφύλιοι πόλεμοι στην Ελλάδα επέτρεψαν «να έβγη επάνω το ρυπαρόν και σκοτεινόν όνομα των μακεδόνων» και να κατορθώσει ο Φίλιππος » να βάλη επάνω εις τον λαιμόν της Ελλάδος και της Ασίας, ως ζυγόν δουλείας, το βασίλειον των μακεδόνων«. Κατέληξε έτσι να υπάρχει:

«Αισχρόν και ελεεινόν θέαμα, η Ελλάς οπού και τότε ακόμα διά ταις δυνάμεις της και την αξίαν, ήταν η πρώτη της γης, βασιλέων βέβαια και εθνών νικήτρια πάντοτε και κυρία πολλών ακόμα πόλεων, να επερείδεται εις ξένας βάσεις, ευχόμενη ή απευχόμενη πόλεμον. Οι εκδικηταί της οικουμένης να βάνουν ταις ελπίδας τους εις δύναμιν ενός ξένου«.

Υπάρχουν στο βιβλίο κεφάλαια με τίτλο «Συμφοραίς της Ελλάδος υπό τον μακεδόνα Φίλιππον» και «Ο Φίλιππος καταξεσχίζει την Ελλάδα«. Ο Φιλιππίδης σχολιάζοντας την προσωπικότητα του Φιλίππου γράφει:

«Από αυτά ημπορείς να συμπεράνης τι ήταν ο Φίλιππος, και να τον ορίσης. Βέβαια εις αυτόν τον ορισμόν δεν ηξεύρω αν ημπορείς να αφήσης κανένα κακόν επίθετον. Ημπορεί να παραβάλλη τινάς τον Φίλιππον με τον Σεβήρον αυτοκράτορα των ρωμάνων. Αν κάτι διαφορά, αι περιστάσεις είναι τα αίτια. Και οι δύο επιτηδειότατοι ηγεμόνες, όμως μοχθηρότατοι άνθρωποι. Άξιοι και οι δύο αποστροφής και μίσους» [Φιλιππίδης 1817, σ. 131, 144, 151, 152].

Σε μια άλλη Γενική Ιστορία που τυπώνεται το 1820 στο Ιάσιο και συγγραφέας της είναι ο Νικόλαος Πολύαινος (Ν. Π.), το τότε «Πανελλήνιον«, μπορούσε να μάθει ότι κατά την αρχαιότητα:

«Οι Έλληνες έφθασαν εις μέγαν βαθμόν δυνάμεως και δόξης, και τέλος παρήκμασαν και σχεδόν εξηφανίσθησαν. Κατά ταύτην και οι πρότερον άσημοι και καταφρονημένοι Μακεδόνες, διά της φρονήσεως και των στρατηγικών προτερημάτων του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου έφθασαν εις τοιούτον βαθμόν μεγαλείου και δυνάμεως, εις οποίον δεν έφθασεν ποτέ άλλο έθνος, εις τόσον ολίγον διάστημα καιρού» [Πολύαινος 1820, σ. ε, στ]

Το 1830 κυκλοφόρησε στη Βιέννη ο δεύτερος τόμος του έργου Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων, του Κωνσταντίνου Κούμα. Ο λόγιος που θεωρείται από το ελληνικό έθνος ως «δάσκαλος του Γένους», έγραφε αναφερόμενος στη σχέση Ελλήνων και Μακεδόνων, πως οι βασιλείς των Μακεδόνων «προσπάθησαν να συναφθούν με το Ελληνικόν πνεύμα«, πλην όμως «αι προσπαθήσεις αύται απέβλεπαν μόνον την παιδείαν των ηγεμόνων, όχι δε και των πτωχών υπηκόων, τους οποίους εκαταφρόνουν οι Έλληνες ως βαρβάρους» [Κούμας 1830, σ. 140].

Το 1830 επίσης τυπώνεται στο Παρίσι ο τρίτος τόμος από τα Άτακτα του Αδαμαντίου Κοραή, του σημαντικότερου ίσως έλληνα διανοούμενου της εποχής. Ο τότε θεωρούμενος σοφός γέροντας Γραικός δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας, μιλώντας για τους Μακεδόνες:

«Ο πανούργος της Μακεδονίας δεσπότης (Φίλιππος) παρετήρησεν, ότι οι Έλληνες, φθαρμένοι τα ήθη, δεν ήσαν πλέον καλοί να φυλάτωσι την ελευθερίαν των, όθεν έκαμεν ό,τι κάμνουν συνήθως όλοι οι δορικτήτορες δεσπόται. Ηύξησε την φθοράν, έως να την καταστήσην ανίατον, αυξάνων τας διχονοίας των πόλεων δωροδοκών αφθόνως τους δημαγωγούς και προδότας της Ελλάδος, διά να ερεθίζωσιν αδιακόπως τους δημοτικούς κατά των ολιγαρχικών, και τούτους πάλιν κατ” εκείνων, εωσού εκέρδησε την ολέθριον εις τους Έλληνας νίκην της Χαιρωνείας. Τούτο το έτος απέθανεν εις τας Αθήνας, μην υποφέρων την ταπείνωσιν της πατρίδος του, και ο ρήτωρ Ισοκράτης, ένας από τους ολίγους εκείνους αληθείς φιλοπάτριδας, των οποίων αν ήκουαν τας συμβουλάς οι Αθηναίοι, δεν ήθελαν πέσειν, ουδέ συγκατασύρειν την Ελλάδα όλην εις την πτώσίν των. Αλλ” ουδ” οι δορικτήτορες μένουν άπτωτοι διόλου. Εξεναντίας, δίκη τις αόρατος τους σαλεύει και αυτούς, ενώ σαλεύουν την ειρήνην και την ησυχίαν των άλλων, έως να πέσωσι πτώμα τόσον ελεεινότερον, όσον γίνετ” από τόπον υψηλότερον, διά να πληρωθή ο ιερός ούτος χρησμός » Ουδείς δίχα απωλείας και ζημίας κακός εστι». Μετά δύο έτη από της εν χαιρωνείας μάχης, εδολοφονήθη, εις αυτούς της θυγατρός του τους γάμους, ο επίβουλος της ελληνικής ελευθερίας Φίλιππος. Ευτυχέστερος καν εις τούτο παρά τον ασυγκρίτως μεγαλουργότερον του καιρού μας δορικτήτορα, όστις και πριν αποθάνη εστερήθη την ελευθερίαν του από ανθρώπους όχι πολύ πλέον σεβομένους την κοινήν των ανθρώπων ελευθερίαν. Φυσικά μετά τον θάνατον του Φιλίππου αι Ελληνικαί πόλεις επεθύμησαν να ανακτήσωσι την προτέραν αυτονομίαν, καταφρονούντες μάλιστα τον υιόν και διάδοχον αυτού Αλέξανδρον» [Κοραής 1830, 138, 139].

Ένα χρόνο μετά τυπώνεται στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, μία επιτομή της Παλαιάς Ιστορίας. Πρόκειται για ένα βιβλίο προοριζόμενο για τα προκαταρκτικά σχολεία, μεταφρασμένο από τα γαλλικά και συμπληρωμένο από το Ν. Σιλήβεργο. Οι μαθητές μπορούσαν να διαβάσουν εκεί πως «μ” όλον ότι οι βασιλείς της Μακεδονίας διϊσχυρίζοντο, ότι εκατάγοντο από τον Ηρακλέα, οι Έλληνες δεν τους εθεωρούσαν ομοεθνείς, αλλ” ως βαρβάρους, καθώς και τους Πέρσας» [Σιλήβεργος 1831, 67].

Το 1836 τυπώνεται στη Σμύρνη η Ιστορίας της Αρχαίας Ελλάδος για χρήση των μαθητών των εκεί ελληνικών σχολείων. Στην αρχή του κεφαλαίου για την αρχαία Μακεδονία, ο αναγνώστης μάθαινε πως:

«Της Μακεδονίας το βασίλειον είχεν υπάρξειν υπέρ τα τετρακόσια έτη, αλλά χωρίς ποτέ να λάβη μεγάλην τινά φήμην. Δεν εσυγκρότει μέρος της Ελληνικής συμπολιτείας, ουδ” έστελλεν αντιπρόσωπον εις την βουλήν των Αμφικτυόνων. Οι κάτοικοι εκαυχόντο μεν ως από Ελληνικήν αποικίαν καταγόμενοι, αλλ” είχαν ολίγην συγκοινωνίαν με τους Έλληνας, και εθεωρούντο υπ” αυτών ως βάρβαροι» [Ερανιστής 1836, σ. 98-99].

Το προαναφερόμενο σχολικό εγχειρίδιο θα πραγματοποιήσει διαδοχικές εκδόσεις. Το 1844 θα τυπωθεί πάλι στη Σμύρνη, αλλά σε άλλο τυπογραφείο, η τέταρτη έκδοση, όπου επαναλαμβάνονται ακριβώς τα ίδια περί Μακεδονίας με αυτά της πρώτης έκδοσης [Ερανιστής 1844, σ. 88].

Το 1839 εκδίδεται στη Αθήνα μεταφρασμένη και επιμελημένη από το γυμνασιάρχη Γεώργιο Γεννάδιο, η Γενική Ιστορία του Καμμερέρου (Cammerer), που προοριζόταν για σχολική χρήση. Τυπώνεται στο τυπογραφείο του Ανδρέα Κορομηλά, που φαίνεται πως είχε αναλάβει τότε και για τα επόμενα χρόνια τις περισσότερες σχολικές εκδόσεις. Μεταξύ άλλων οι μαθητές μάθαιναν στην Ιστορία πως ο Φίλιππος ήταν «εχθρός πανούργος» της Ελλάδας και πως στη Χαιρώνεια, όχι μόνο «ηττήθησαν οι Έλληνες«, αλλά αυτή η ήττα αυτή «έγινε τάφος της ελευθερίας και αυτονομίας των Ελλήνων» [Γεννάδιος 1839, σ. 34 και 38].

Το 1841, ως νέος Δημοσθένης, ο πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, σε λόγο που εκφωνεί σε εκδήλωση που πραγματοποιείται στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτος, και μάλιστα πάνω στην Ακρόπολη, υποστηρίζει πως ο Φίλιππος όχι μόνο νίκησε την Ελλάδα στη Χαιρώνεια, αλλά «έπραξεν άλλο της νίκης ολεθριώτερον, εγέννησεν τον Αλέξανδρον» [Δημαράς 1986, 70-71].

Το έτος 1845, ένας «νέος γνωστός για τις ιστορικές μελέτες του«, ο μετέπειτα έλληνας εθνικός ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, μεταφράζει και επιμελείται τη Γενική Ιστορία του γάλλου ιστορικού Λευΐ, που εκδίδει προς σχολική χρήση ο Ανδρέας Κορομηλάς. Σε αυτό το βιβλίο ιστορίας οι μαθητές διδάσκονταν πως οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν εχθροί των Ελλήνων. Στο σχετικό κεφάλαιο για την αρχαία Μακεδονία, μάθαιναν πως «ο Φίλιππος αφού κατέπαυσε τας εμφυλίους ταραχάς της Μακεδονίας και συνέστειλε τους εξωτερικούς αυτής εχθρούς, εβουλεύθη την υποδούλωσιν της Ελλάδος«, πως «κατεπολέμησε τους Ιλλυριούς, τους Θράκας και τους Σκύθας, και επανήλθεν αύθις μετ” ολίγον εις την κυρίαν αυτού ιδέαν, της Ελλάδος την υποδούλωσιν» και πως στη Χαιρώνεια, στις 3 Αυγούστου 338, «ενικήθησαν οι Έλληνες και απώλεσαν την ελευθερίαν» [Παπαρρηγόπουλος 1845, σ. 130-131].

Το 1848, ο καθηγητής Νικόλαος Σαρίπολος, σε λόγο που εκφώνησε στις 21 Οκτωβρίου 1848, κατά την έναρξη των μαθημάτων των αρχαίων Ελληνικών πολιτευμάτων, τόνιζε κατηγορηματικά πως «ο Φίλιππος, ωφεληθείς εκ των εμφυλίων τούτων σπαραγμών, τολμητίας Βασιλεύς, την Ελλάδα άπασαν κατέστησεν υποχείριον εαυτώ, και εις τας πεδιάδας της Χαιρωνείας εξεψύχησεν η ελευθερία της Ελλάδος». Μετά τη μάχη στη Χαιρώνεια, «πέπλος μέγας δουλείας επισκιάζει την Ελλάδα, εποχή μακράς καταστροφής, εποχή άγονος! Τους Μακεδόνες διαδέχονται οι Ρωμαίοι, τους Ρωμαίους οι Βάρβαροι του Βορρά, τούτους δε οι αιμοχαρείς της Κασπίας περίοικοι» [Σαρίπολος 1848, σ. 11 και 24].

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος επανέρχεται το 1849 στο ζήτημα των Μακεδόνων, χωρίς να είναι σίγουρος για την καταγωγή τους. Σε νέο βιβλίο σχολικής ιστορίας που γράφει και τυπώνεται το έτος αυτό σημειώνει:

«Οι Μακεδόνες, άδηλον εάν υπάγωνται εις την Θρακικήν, εις την Ελληνικήν ή εις την Ιλλυρικήν φυλήν, διότι εκάστη των γνωμών τούτων έχει τους θιασώτας αυτής. Η δε τετάρτη (άποψη) και πιθανωτάτη είναι ότι ήσαν έθνος Ιλλυρικόν μεμιγμένων μετά Ελλήνων«. Σε άλλο δε κεφάλαιο συμπληρώνει: «Η μακεδονική εποχή δύναται ευλόγως να διακριθή από της Ελληνικής, διότι το Μακεδονικόν έθνος εξεπλήρωσεν, εν τη Γενική Ιστορία, εντολήν άλλην παρά το Ελληνικόν» [Παπαρρηγόπουλος 1849, σ. 96 και 193].

Από την ανάγνωση των ανωτέρω, γίνεται φανερό ότι η κοινότητα του ελληνικού έθνους, κατά τις πρώτες δεκαετίες της συγκρότησής της, είχε εντάξει τους αρχαίους Μακεδόνες εντός της εθνικής ιστορίας της ως εχθρούς-κατακτητές των αρχαίων Ελλήνων.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, το πολιτικό σχέδιο του ελληνικού εθνικισμού που έμεινε γνωστό ως Μεγάλη Ιδέα, και διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1844 από το βλάχικης καταγωγής κορυφαίο πολιτικό της εποχής (και πρωθυπουργό της Ελλάδας) Ιωάννη Κωλέττη, επέβαλε την ιδεολογική προετοιμασία του πληθυσμού της χώρας, για μελλοντική επίθεση του ελληνικού κράτους στη βαλκανική ενδοχώρα. Το επεκτατικό σχέδιο απαιτούσε μεταξύ άλλων, τη δημιουργία ελληνικών ιστορικών τίτλων κληρονομίας επί των εδαφών βορείως των ελληνικών συνόρων, μεγάλο μέρος των οποίων αποτελούσαν οι οθωμανικές μακεδονικές επαρχίες.

Ο τίτλος του εθνικού ιστορικού δεν δόθηκε τυχαία στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Αυτός είναι ο βασικός συγγραφέας της ιστορίας των ελληνικού έθνους. Αρκετοί άλλοι πριν ή παράλληλα με αυτόν συνέβαλαν στην προσπάθεια, ωστόσο το τελικό έργο φέρνει τη δική του υπογραφή. Ο εθνικός ιστορικός δεν καταγράφει τα γεγονότα του παρελθόντος. Από αυτά, άλλα επιλέγει, άλλα ανακατασκευάζει και άλλα αποσιωπά, σύμφωνα με τις ανάγκες πολιτικής λειτουργίας και αποτελεσματικότητας του έργου του. Μέχρι το δημιούργημά του, η ελληνική εθνική ιστορία, να λάβει την οριστική λειτουργική μορφή, ένα κεφάλαιο μπορεί να ξαναγραφτεί, να αλλάξει μορφή, ακόμα και να μετατραπεί στο αντίθετό του. Η Μεγάλη Ιδέα επέβαλε στον εθνικό ιστορικό να προχωρήσει στον «εξελληνισμό» των αρχαίων Μακεδόνων, και στην παρουσίαση των εχθρών ως ομοεθνών.

Ας παρακολουθήσουμε τη σκέψη του, όπως καταγράφεται  στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους το 1853:

«Οι Μακεδόνες, αν και μη αναφερόμενοι εις τους αρχαιοτάτους χρόνους της Ελληνικής ιστορίας, ήσαν όμως Έλληνες. Ιδίως δε οι βασιλείς αυτών έλεγον εαυτούς απογόνους του Ηρακλέους, και οι άλλοι Έλληνες τους θεωρούσαν ως ομογενείς, διότι εδέχοντο αυτούς εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, εις τους οποίους ουδείς εγίνετο δεκτός ν” αγωνισθή αν δεν ήτο Έλλην. Η Μακεδονία λοιπόν ήτο κατ” αρχάς μία από τας πολλάς εκείνας μικράς Ελληνικάς βασιλείας, τας οποίας είδομεν εις τους αρχαιοτάτους χρόνους της Ελλάδος. Έπειτα η βασιλεία δεν κατηργήθη εις την χώραν εκείνην, καθώς εις το μεγαλύτερον μέρος της Ελλάδος, αλλά διετηρήθη. Προς τούτοις οι Μακεδόνες, επειδή κατώκουν εις την βορειοτέραν άκραν της Ελλάδος, και είχον τριγύρω των πολλά βάρβαρα έθνη, με τα οποία ήσαν εις ακαταπαύστους πολέμους, δεν ειμπόρεσαν να προκόψωσιν όσον οι άλλοι Έλληνες εις τα γράμματα και εις τας τέχνας. Και επί Φιλίππου ακόμη είχον ομοιότητά τινα με τους παναρχαίους Έλληνας, όπως περιγράφει αυτούς ο Όμηρος επί του Τρωϊκού πολέμου» [Παπαρρηγόπουλος 1853, σ. 57].

Ως μεγάλος πρωτομάστορας, ο Παπαρρηγόπουλος δόμησε τόσο καλά τη μακεδονική ψηφίδα, ώστε δεν άφησε ουσιαστικό περιθώριο για διορθώσεις και μερεμέτια στους επίγονους μαθητάδες, εκτός από μια αναπόφευκτη απόδοση του κειμένου σε μεταγενέστερη σύγχρονη γλώσσα και την κατά βούληση προσθήκη μερικών υποσημειώσεων.

Βιβλιογραφία

ΑΒ 1808: Ιστορικόν χαρτοπαίγνιον περιέχον επιτομήν της ελληνικής ιστορίας της οποίας προηγείται γενική προθεωρία της αρχαίας ιστορίας, εκ της τυπογραφίας Γεωργίου Βενδώτου, εν Βιέννη της Αυστρίας 1808.

Αλεξανδρίδης 1806: Γολδσμίθ Ιστορία της Ελλάδος Από της πρώτης καταβολής των Ελληνικών πραγμάτων άχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Οθωμανών, νυν πρώτον μεταφρασθείσα εκ του πρωτοτύπου της Αγγλικής διαλέκτου κατά την νεωτάτην εν Λονδίνω έκδοσιν εις την καθ” ημάς των Ελλήνων διάλεκτον, άμα δε και επαυξηθείσα υπό Δημητρίου Αλεξανδρίδου ιατρού, του εκ Τυρνάβου της Θεσσαλίας, και μέλους αντεπιστέλλοντος των εν Ιένη εταιρειών, της τε Ορυκτολογικής και της Φυσικής, τόμος Β’, τύποις Σραιμβλείοις, εν Βιέννη της Αουστρίας 1806.

Αντωνιάδης 1808: Επιτομή χρονολογική της Γενικής Ιστορίας, εκ της γαλλικής εις την ημετέραν μετενεχθείσα διάλεκτον, και μετά πλείστων σημειωμάτων επαυξηνθείσα, υπό του Φιλογενούς Λάμπρου Αντωνιάδου του εκ Μοισίας, προς χρήσιν των φιλομαθών νέων Ελλήνων, σπουδή και επιμελεία του λογιωτάτου Κυρ Παναγιωτάκη Κωνσταντινίδου, νυν το πρώτον τύποις εκδοθείσα διά συνδρομής των φιλοτίμων του Γένους, ων τα ονόματα εν τω τέλει του παρόντος καταγράφονται, αδεία και προτροπή του Παναγιωτάτου ημών Δεσπότου Κυρίου Γρηγορίου, του Οικουμενικού Πατριάρχου, Εν τω του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως Τυπογραφείου, έτει 1808.

ΓΔ 1807: Επιτομή Ιστορίας της Ελλάδος, συνερανισθείσα μεν υπό Γ. Δ. του εν Λιβόρνω Ελληνομουσείου, τύποις δε εκδοθείσα αδρά δαπάνη της Πανεντίμου Αδελφότητος των εν αυτή τη Πόλει Ορθοδόξων Ελλήνων, τόμος δεύτερος, επιστασία και διορθώσει Σ. Β., παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, εν Βενετία 1807.

Γεννάδιος 1839: Σύνοψις της Γενικής Ιστορίας Γερμανική συνταχθείσα υπό Α. Α. Κ. Καμμερέρου, κατά διαταγήν της Κυβερνήσεως μεταφρασθείσα προς χρήσιν των Ελληνικών σχολείων του κράτους υπό Γ. Γενναδίου και εκδοθείσα υπό Ανδρέου Κορομηλά, εκ της τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά, Εν Αθήναις 1839.

Δημαράς 1986: Κ. Θ. Δημαράς, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, η εποχή – η ζωή του – το έργο του, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1986.

Ερανιστής 1836: Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος κατ” επιτομήν, ερανισθείσα εις χρήσιν σχολείων, εκ της Αμερικανής Τυπογραφίας, διευθυνομένης παρά του Αιδεσίμου Δανιήλ Τέμπλου, εν Σμύρνη 1836.

Ερανιστής 1844: Ιστορία της Ελλάδος κατ” επιτομήν, έκδοσις τετάρτη, εκ της τυπογραφίας Γ. Γριφφίτου, εν Σμύρνη 1844.

Κοραής 1830: Άτακτα, ήγουν παντοδαπών εις την Αρχαίαν και την νέαν Ελληνικήν γλώσσαν αυτοσχεδίων σημειώσεων, και τινων άλλων υπομνημάτων, αυτοσχέδιος συναγωγή, τόμος τρίτος, εκ της Τυπογραφίας Κ. Εβεράρτου, εν Παρισίοις 1830.

Κούμας 1830: Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας εκ παλαιών απανθισθείσαι, και τα νεώτερα εξ αρίστων Γερμανών ιστοριογράφων ελευθέρως μεταφρασθείσαι υπό Κ. Μ. Κούμα, τόμος δεύτερος, εκ της Τυπογραφίας Αντωνίου Αυκούλου. (Anton v. Haykul), εν Βιέννη της Αυστρίας 1830.

Παλιουρίτης 1815: Επιτομή Ιστορίας της Ελλάδος / συνερανισθείσα μεν εκ διαφόρων συγγραφέων υπό Γρηγορίου Παλιουρίτου διδασκάλου του εν Λιβόρνω Ελληνομουσείου, προσφωνηθείσα δε τη Πανεντίμω Αδελφότητι των εν αυτή τη πόλει Ορθοδόξων Ελλήνων, δευτέρα έκδοσις επιδιορθείσα παρά του συγγραφέως, τόμος δεύτερος, παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, εν Βενετία 1815.

Παπαρρηγόπουλος 1845: Στοιχεία της γενικής ιστορίας κατά το σύστημα του Γάλλου Λευΐ υπό Κ. Παπαρρηγοπούλου, Εκδίδονται δαπάνη Ανδρέου Κορομηλά προς χρήσιν της απανταχού νεολαίας κατ” έγκρισιν του επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Υπουργείου και της επί των διδακτικών βιβλίων Επιτροπής, εκ της τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά, εν Αθήναις 1845.

Παπαρρηγόπουλος 1849: Εγχειρίδιον της Γενικής Ιστορίας συντεθέν μεν υπό Κ. Παπαρρηγοπούλου κατά τα νεώτερα και δικιμώτερα βοηθήματα – βιβλίον πρώτον περιέχον την Αρχαίαν Ιστορίαν εις επιμελώς παρετέθησαν, αι Εβραϊκαί, αι Ελληνικαί, αι Ρωμαϊκαί πηγαί, εκδοθέν δε δαπάνη Ανδρέου Κορομηλά, εκ της τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά, εν Αθήναις 1849.

Παπαρρηγόπουλος 1853: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της σήμερον, προς διδασκαλίαν των παίδων, συνταχθείσα μεν υπό Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, εκδοθείσα δε δαπάνη Ανδρέου Κορομηλά, εκ της Τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά, εν Αθήναις 1853.

Πολύαινος 1820: Γενική ιστορία εκ διαφόρων παλαιών και νέων ιστορικών, συνερανισθείσα, και συνταχθείσα εν επιτομή υπό Ν. Π. (: Νικολάου Πολυαίνου), εν τη Ελληνική Τυπογραφία, εν Ιασσίω 1820.

Σαρίπολος 1848: Λόγος εκφωνηθείς την 21 Οκτωβρίου 1848 κατά την έναρξιν της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών πολιτευμάτων, υπό Δρος Νικολάου Ι. Σαριπόλου καθηγητού εν τω του Όθωνος Πανεπιστημίω, εκ του τυπολιθογραφικού καταστήματος Χ. Χριστοδούλου και Συν., Αθήνησιν 1848.

Σιλήβεργος 1831: Επιτομή της παλαιάς ιστορίας και εξαιρέτως της ελληνικής εις την οποίαν έπεται σύντομον γεωγραφικόν λεξικόν και σύνοψις της μυθολογίας, Ερανισθείσα μεν εις χρήσιν των μαθητών του Βασιλικού Πολεμικού Σχολείου εις την Γαλλίαν, μεταφρασθείσα δε εκ του γαλλικού παρά Ν. Σιληβέργου, εν τη Εθνική Τυπογραφία διευθυνομένη υπό Παύλου Πατρικίου, εν Ναυπλίω 1831.

Φιλιππίδης 1817: Επιτομή των Φιλιππικών του Πομπηίου Τρόγου, νυν πρώτον εκ του λατινικού εις την αιολοδωρικήν ελληνικήν διάλεκτον μεταγλωτισθείσα, και εκδοθείσα παρά του αποπειρογράφου της Ρουμουνίας και προσφωνηθείσα, παρά τω Τάουχνιτζ, Εν Λειψία 1817.

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Σχόλια (6)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η Δημήτρης Α λέει:

    Πάντως, στη σχολική ιστορία που θυμάμαι (δεκαετία ’80), αναφερόταν καθαρά ότι οι αρχαίοι ΔΕΝ θεωρούσαν τους μακεδόνες έλληνες, αλλά «βαρβάρους» (χωρίς να υιοθετείται ο ισχυρισμός – μάλλον θεωρούνταν υπερβολή των πιο «πολιτισμένων» Αθηναίων και λοιπών νοτίων…)

  2. Ο/Η A λέει:

    Ε τότε όσο νάναι ήταν πιο «πολιτισμένοι» οι Αθηναίοι…

  3. Ο/Η Επίκουρος λέει:

    Αυτά που γράφεις δεν αμφισβητούνται, και καλώς τα αναφέρεις. Η γνώση δεν βλάπτει.

    Αλλά τι προτείνεις;
    Να χαρίσουμε το όνομα στους Σλάβους;
    Έχει αυτό επιστημονική ιστορική συνέπεια;

  4. Ο/Η A λέει:

    -Ποιά γνώμη έχετε σχηματίσει για τον τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπίζει η ελληνική πλευρά το …πώς να το ονομάσω, το νέο μακεδονικό πρόβλημα?

    -ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ: Οι Έλληνες δημαγωγοί χειρίστηκαν αυτό το θέμα με ελεεινό τρόπο, που μπορεί να έχει πολύ άσχημες επιπτώσεις στο μέλλον της χώρας.

    -Οι Έλληνες δημαγωγοί;

    -Κ.Κ.: Ναι, αυτοί οι θεωρούμενοι ως πολιτικοί αρχηγοί, και πρώτοι-πρώτοι οι κ.κ. Παπανδρέου και Σαμαράς με τη σωβινιστική εδώ και δύο χρόνια πλειοδοσία τους, στην οποία η τότε κυβέρνηση δεν τόλμησε να αντισταθεί.

    -Τι διακυβεύεται εξ αιτίας μιας τέτοιας πολιτικής;

    -Κ.Κ.: Ας πάρουμε το πρόβλημα στη βάση του. Όπως ίσως ξέρετε, εγώ είμαι υπέρ της κατάργησης των συνόρων και, επίσης, εχθρός κάθε εθνικισμού. Αλλά όσο υπάρχουν σύνορα, οποιαδήποτε βίαια μεταβολή αναζωπυρώνει τους εκατέρωθεν εθνικισμούς και μας πηγαίνει μερικούς αιώνες πίσω. Όμως ποια ελληνικά σύνορα κινδυνεύουν και από ποιον; Ασφαλώς, όχι τα βόρεια και ασφαλώς, όχι από την κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Επιπλέον, αυτά τα σύνορα είναι εγγυημένα από το NATO. Αντιθέτως, δεν είναι εγγυημένα από το NATO τα ελληνικά σύνορα με την Τουρκία (το NATO δεν καλύπτει διενέξεις μεταξύ των μελών του). Το ότι η Τουρκία έχει βλέψεις στα νησιά του Αιγαίου και στη Δυτική Θράκη είναι γνωστό. Ποιός είναι ο ενδεχόμενος κίνδυνος; Να επωφεληθεί η Τουρκία της πυρκαγιάς στα Βαλκάνια, για να βάλει χέρι στη Δυτική Θράκη και σε τρία τέσσερα νησιά του Αιγαίου.

    -Ποιά πολιτική πιστεύετε ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει η Ελλάδα έναντι της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας;

    -Κ.Κ.: Η ελληνική πλευρά θα έπρεπε, από την αρχή, να πει ότι θα αναγνωρίσει το νέο κράτος, εφόσον: πρώτον, προστεθεί ένας επιθετικός προσδιορισμός στο όνομα του· δεύτερον, αναγνωριστεί ρητά και με διεθνή εγγύηση το απαραβίαστο των σημερινών συνόρων· τρίτον, αφαιρεθεί το σύμβολο της Βεργίνας από τη σημαία του.

    -Νομίζετε ότι αυτοί οι όροι θα γίνονταν αποδεκτοί;

    -Κ.Κ.: Το έλλογο αυτών των όρων, εάν οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν κάνει στοιχειωδώς τη δουλειά τους, δεν μπορούσε παρά να έχει αναγνωριστεί και από τις χώρες του NATO και από τη διεθνή κοινή γνώμη. Αντί γι” αυτό, τι κάνουμε; Οργανώνουμε συλλαλητήρια, στα οποία αυτοδιεγειρόμαστε. Διακηρύσσουμε την αλληλεγγύη και τη συμμαχία μας με τους εθνικοκομμουνιστές δήμιους Μιλόσεβιτς και Κάρατζιτς, τους οποίους απεχθάνεται όλη η υφήλιος. Διακόπτουμε τις συζητήσεις στη Νέα Υόρκη με τους εκπροσώπους της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Και, τέλος, κηρύσσουμε εμπορικό αποκλεισμό σε μια μικρή χώρα που βρίσκεται σε απόγνωση. Η εικόνα που δίνει με αυτόν τον τρόπο σήμερα στον κόσμο η Ελλάδα είναι το λιγότερο θλιβερή.

    Απόσπασμά από το «Είμαστε Υπεύθυνοι για την Ιστορία μας».

  5. Ο/Η ΘΠ λέει:

    «Όμως ποια ελληνικά σύνορα κινδυνεύουν και από ποιον; Ασφαλώς, όχι τα βόρεια και ασφαλώς, όχι από την κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας».
    λέτε όμως να υπήρχε περίπτωση να κινδύνευαν τα σύνορα της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας από την Ελλάδα;

  6. Ο/Η freesyndicate λέει:

    … το ότι χρειαζόμαστε ιστορικές στρεβλώσεις για να «καθορίσουμε» αυτό που χρειαζόμαστε ως «εθνική υπόσταση» δεν λέει πόσο ΨΕΥΤΙΚΕΣ είναι τούτες οι έννοιες;
    Πάντως, μπράβο στην aformi για την επιλογή των δημοσιεύσεων!

Αφήστε μήνυμα