Η κρίση του Eυρώ
Το 2010 ήταν μια χρονιά μαύρη για το Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν μια από τις χρονιές που θα μείνει σαν ένα ακόμα annus horribilis, ένα «έτος φριχτό» στην ιστορία. Ήταν η χρονιά όπου η παγκόσμια οικονομική κρίση, η κρίση που εκδηλώθηκε τον Σεπτέμβρη του 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers, χτύπησε άγρια την πόρτα της Ευρώπης. Τα χειρότερα, όμως, βρίσκονται ακόμα μπροστά.
Χρεοκοπία
Το 2008 οι ηγέτες του πλανήτη είχαν καταφέρει, κυριολεκτικά στο παρά πέντε, να σώσουν με ένα γενναίο πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων και επιδοτήσεων, το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα από την κατάρρευση. Το 2010, όμως, το κόστος της διάσωσης γύρισε μπούμερανγκ: στο μάτι του κυκλώνα της χρεοκοπίας βρέθηκαν τώρα τα ίδια τα κράτη.
Η χρονιά άνοιξε με την ελληνική κρίση, με τις αποκαλύψεις για τα ελλείμματα και τα χρέη του δημοσίου από την νεοεκλεγμένη, τότε, κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου και την χιονοστιβάδα που τις ακολούθησε: την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από την Fitch, την Standart & Poor και την Moody’s, την αδυναμία ουσιαστικά του ελληνικού δημοσίου να εξασφαλίσει πιστώσεις ή να αναχρηματοδοτήσει τα παλιά του χρέη, την εκτίναξη των επιτοκίων, των spread και των ασφαλίστρων (CDS) για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα στα ύψη και την άμεση απειλή της χρεοκοπίας – της χρεοκοπίας όχι μιας φτωχής, αναπτυσσόμενης χώρας της Ασίας ή της Λατινικής Αμερικής αλλά της Ελλάδας, μιας αναπτυγμένης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Η ελληνική κρίση σήμανε συναγερμό στις πρωτεύουσες της Ευρώπης. Και ο λόγος ήταν πολύ απλός: μπορεί τα περιοδικά, οι εφημερίδες και τα κανάλια στη Γερμανία (και όχι μόνο στη Γερμανία) να έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμφανίσουν την κρίση αυτή σαν ελληνική ιδιαιτερότητα, παρουσιάζοντας τους «Έλληνες» σαν διεφθαρμένους, τεμπέληδες και ψεύτες που «κάνουν πάρτι» με δανεικά και εξαπατούν τους εταίρους τους με χαλκευμένες στατιστικές. Αλλά πίσω από τα υπαγορευμένα αυτά δημοσιεύματα όλοι ήξεραν πολύ καλά ότι η Ελλάδα δεν είναι παρά η κορυφή ενός τρομαχτικού παγόβουνου. Η διάσωση της Ελλάδας ήταν κυριολεκτικά ζήτημα ζωής και θανάτου όχι μόνο για τις άλλες περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης που κινδύνευαν από ένα άμεσο ντόμινο αλλά και για τον ίδιο της τον σκληρό πυρήνα – τη Γερμανία και τη Γαλλία: ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους βρισκόταν (και συνεχίζει να βρίσκεται) στα χέρια των γερμανικών και των γαλλικών τραπεζών. Αν χρεοκοπούσε η Ελλάδα θα παράσερνε, με βεβαιότητα σχεδόν, ολόκληρο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα μαζί της στον πάτο.
Αλλά η ίδια η διάσωση δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Μια διάσωση χωρίς όρους – όπου η Γερμανία, η Γαλλία και οι άλλες πλούσιες χώρες θα αναλάμβαναν απλά να κλείσουν με φτηνά δάνεια τις ελληνικές τρύπες – θα έσπρωχνε δίχως άλλο την αξιοπιστία ολόκληρης της Ευρωζώνης στα τάρταρα, θα έδιωχνε τους επενδυτές από το ευρώ και θα εκτίνασσε τα επιτόκια ακόμα και των ισχυρών οικονομιών στα ουράνια. Ούτε μπορούσε απλά να χρηματοδοτήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα ελλείμματα και τα χρέη «τυπώνοντας χρήμα», όπως κάνει η Fed, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Το Ευρώ, παρά τις αρχικές του επιτυχίες, δεν έχει καταφέρει να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά το δολάριο σαν «παγκόσμιο νόμισμα»: η συμμετοχή του ευρώ στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα έχει καθηλωθεί κάτω από το 30% – το δολάριο κατέχει το 65% – ενώ στις αγορές συναλλάγματος μόνο το 10% των συναλλαγών γίνεται ανάμεσα στο ευρώ και κάποιο άλλο νόμισμα (πλην του δολαρίου). Μια πολιτική «ποσοτικής χαλάρωσης» σαν της Fed κινδυνεύει να μετατρέψει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε ένα καλάθι αχρήστων γεμάτο από υποτιμημένα κρατικά ομόλογα και το ευρώ από σκληρό νόμισμα, κληρονόμο του πανίσχυρου γερμανικού μάρκου σε ένα “κουρελόχαρτο”, αντάξιο της Ιταλικής λιρέτα και της δραχμής. Και η εικόνα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη αν προσθέσει κανείς σε αυτές τις δυσκολίες και τα, κάθε άλλο παρά δευτερεύοντα, ανταγωνιστικά συμφέροντα της Γερμανίας, της Γαλλίας και των άλλων ισχυρών κρατών της Ευρωζώνης.
Η “λύση” που δόθηκε την περασμένη άνοιξη στο ελληνικό πρόβλημα – και γενικεύθηκε λίγο αργότερα με την δημιουργία του ταμείου-ασπίδα των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ – ήταν ένα προσεκτικό μείγμα από αυτές τις πολιτικές που όμως είχε σαν κεντρικό στόχο ένα: την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των “αγορών”. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δέχτηκε τελικά να διασώσει την Ελλάδα, παραβιάζοντας και τη συνθήκη του Μάαστριχτ και την συνθήκη της Λισαβόνας με το δάνειο των 110 δις Ευρώ αλλά με επαχθείς όρους: εμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τοκογλυφικό επιτόκιο, επιβολή του Μνημονίου, υπογραφή της δανειακής σύμβασης κλπ. Ταυτόχρονα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχώρησε σε αγορές κρατικών ομολόγων, αλλά από την δευτερογενή αγορά μόνο (αγοράζει δηλαδή τα παλιά ομόλογα που προσπαθούν οι επενδυτές να ξεφορτωθούν, με στόχο να εμποδίσει την καταβαράθρωση των τιμών τους και την εκτίναξη των επιτοκίων στα ουράνια) και χωρίς να συνοδευτούν αυτές οι αγορές από “εκτύπωση” νέου χρήματος. Η ελληνική κατάρρευση αναχαιτίστηκε – προς το παρόν – αλλά οι αγορές δεν έδειξαν να εντυπωσιάζονται: τα spread των ελληνικών ομολόγων συνέχισαν, με ένα μικρό μόνο διάλειμμα, να κινούνται σε δυσθεώρητα ύψη. Και η απειλή της “μετάστασης” συνέχισε να κρέμεται απειλητικά πάνω από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού “νότου”.
Ντόμινο
Μάταια προσπάθησαν μέσα στους μήνες που ακολούθησαν οι ηγέτες του κόσμου να βρουν μια λύση: όλες οι απόπειρες συμβιβασμού κατέληξαν σε ναυάγιο. Η σύνοδος κορυφής των G20 στο Τορόντο του Καναδά τον Ιούνη μετατράπηκε σε ρινγκ με την Γερμανία, τη Βρετανία και τον Καναδά να πιέζουν ασφυκτικά για μια ανακοίνωση που θα υποσχόταν περιορισμό των ελλειμμάτων μέχρι το 2013 στο μισό. Η ανακοίνωση βγήκε. Αλλά οι αγορές έμειναν και πάλι ανικανοποίητες.
Το φθινόπωρο έσκασε η “βόμβα” της Ιρλανδίας. Αφορμή για την ιρλανδική κρίση στάθηκε η συμφωνία, τον Οκτώβρη, ανάμεσα στην Μέρκελ και τον Σαρκοζί για τη δημιουργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενός Μόνιμου Μηχανισμού Στήριξης με την συμμετοχή όχι μόνο των κρατών-μελών αλλά και των ιδιωτών που έχουν “επενδύσει” στα χρέη των προβληματικών χωρών. Ο μηχανισμός που πρότειναν προβλέπει τη δυνατότητα της “ελεγχόμενης χρεοκοπίας” για τα κράτη-μέλη που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις και το “κούρεμα” του χρέους, με το βάρος αυτής της αναδιάρθρωσης να περνάει, σε ένα μέρος τουλάχιστον, στις ίδιες τις ιδιωτικές τράπεζες και τους επενδυτικούς οργανισμούς που κατέχουν αυτό το χρέος. Η Μέρκελ προσπάθησε να παρουσιάσει την πρόταση αυτή σαν κοινωνικά δίκαιη – δεν μπορούν να αποζημιώνονται πάντα οι τραπεζίτες για τα ρίσκα που πήραν από τους φορολογούμενους. Στην πραγματικότητα, όμως, το σχέδιο της (που πέρασε λίγο αργότερα στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης) μόνο τους τραπεζίτες και τους επενδυτές δεν βλάπτει: η πρόταση προβλέπει την συμμετοχή των ιδιωτών όχι μόνο στις ζημιές του “κουρέματος” αλλά και στα όργανα που θα σχεδιάζουν και θα επιβάλλουν τα μέτρα που θα συνοδεύουν αυτές τις αναδιαρθρώσεις στα προβληματικά κράτη. Στις νέες “Τρόικες”, με άλλα λόγια, δεν θα συμμετέχουν μόνο οι εκπρόσωποι της Κομισιόν, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αλλά και οι εκπρόσωποι των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών που έχουν στα χέρια τους τα ελληνικά, ιρλανδικά, πορτογαλικά κλπ ομόλογα. Διόλου παράξενο, οι γερμανικές τράπεζες έτρεξαν αμέσως να δηλώσουν ότι στηρίζουν την γερμανο-γαλλική πρόταση.
Αυτή τη φορά η Μέρκελ και ο Σαρκοζί κατάφεραν πραγματικά να εντυπωσιάσουν τις αγορές. Μόνο που το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που περίμεναν: αντί να τις καθησυχάσουν, έφεραν τον πανικό. Οι εφημερίδες περιέγραφαν εκείνες τις μέρες με αυτά τα λόγια τα όσα ακολούθησαν:
“Παρίσι: Το να μιλάς για τον θάνατο δεν σε κάνει να πεθάνεις, λέει ένα παλιό γαλλικό ρητό. Αλλά η Ευρώπη μαθαίνει, με σκληρό τρόπο, ότι η συζήτηση για την πιθανότητα της χρεοκοπίας μπορεί να επισπεύσει αυτό το αποτέλεσμα.
Όταν γραφτεί η ιστορία της Ευρωζώνης, η συμφωνία της συνόδου κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης του περασμένου μήνα (τον Οκτώβρη) που επιβλήθηκε από τη Γερμανία για την δημιουργία ενός μηχανισμού αντιμετώπισης των κρίσεων για τις χώρες που δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, θα αναφέρεται σαν αυτό το γεγονός που έσπρωξε την Ιρλανδία στον γκρεμό.
Η επιμονή της Ανγκελα Μέρκελ να μοιράζονται το κόστος των μελλοντικών ευρωπαϊκών διασώσεων οι ομολογιούχοι του ιδιωτικού τομέα με τους φορολογούμενους βοήθησε να εκτιναχτεί μέσα σε δυο βδομάδες το κόστος δανεισμού του Δουβλίνου σε στρατοσφαιρικά επίπεδα…” (The Economic Times, 16.11.2010).
Λίγες μέρες αργότερα η κυβέρνηση του Μπράιαν Κόουεν, που όλους τους προηγούμενους μήνες μοίραζε διαβεβαιώσεις ότι η Ιρλανδία δεν είναι Ελλάδα αναγκάστηκε να προσφύγει στον μηχανισμό στήριξης. Και το “φριχτό έτος” που άνοιξε με την ελληνική κρίση έκλεισε τον Δεκέμβρη με τον κίνδυνο της χρεοκοπίας όχι μόνο να κρέμεται απειλητικά πάνω από την Πορτογαλία αλλά και να αγγίζει πια την Ισπανία και την Ιταλία – τις δυο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, μετά την Γερμανία και την Γαλλία.
Παρά τα σκληρά μέτρα και τις απανωτές διαβεβαιώσεις οι “αγορές” δεν δείχνουν καμιά διάθεση να επενδύσουν στα χρέη των προβληματικών χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας: στις 5 Γενάρη η Πορτογαλία βγήκε στις αγορές για να δανειστεί όλα και όλα 500 εκατομμύρια ευρώ, με έντοκα γραμμάτια 6 μηνών. Τα κατάφερε – αλλά μόνο αφού αναγκάστηκε να πληρώσει επιτόκια, όχι μια ή δυο αλλά έξι φορές μεγαλύτερα από την αντίστοιχη έκδοση του Σεπτέμβρη του 2009. “Πολλοί τραπεζίτες είναι πεισμένοι ότι η Πορτογαλία θα ακολουθήσει τελικά την Ελλάδα και την Ιρλανδία”, έγραφε την ίδια μέρα η εφημερίδα Financial Times. “Οι αρχές της Πορτογαλίας έχουν παραδεχτεί παλαιότερα ότι επιτόκια πάνω από 7% για τα δεκαετή ομόλογα είναι μη διατηρήσιμα…”. Την Παρασκευή 7 Ιανουαρίου τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων της Πορτογαλίας έφτασαν, παρά την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο 7,14%. Τον Απρίλη και τον Μάη “ωριμάζουν” παλιά πορτογαλικά ομόλογα αξίας σχεδόν 10 δις ευρώ και οι επενδυτές ανησυχούν ότι η κυβέρνηση δεν θα καταφέρει να εξασφαλίσει νέες πιστώσεις για την αναχρηματοδότηση τους. Στο χρηματιστήριο της Λισσαβόνας οι μετοχές του τραπεζών χτυπάνε το ένα αρνητικό ρεκόρ μετά το άλλο: η μετοχή της BCP έχει επιστρέψει στις τιμές του 1994 ενώ της Banco Espirito Santo και της Banco BPI στα επίπεδα του 1997.
Η μεγαλύτερη, όμως, ανησυχία προέρχεται από την Ισπανία. “Η αγορά του χρέους (οι συνολικές δανειακές της ανάγκες) της”, έγραφε στις 29 Δεκέμβρη η Financial Times, “είναι πολύ μεγαλύτερες από το άθροισμα της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, πράγμα που σημαίνει ότι θα χρειαστούν πολύ περισσότερα χρήματα για να διασωθεί, εξαντλώντας τους πόρους των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ που έχουν στη διάθεσή τους η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Οικονομικής Σταθερότητας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο”. Με απλά λόγια, αν “πέσει” η Ισπανία η Ευρώπη δεν θα είναι σε θέση να την σώσει. Και οι πιθανότητες να “πέσει” δεν είναι καθόλου αμελητέες: για να αναχρηματοδοτήσει τα παλιά της χρέη και να καλύψει τα φετινά της ελλείμματα, η κυβέρνηση του Θαπατέρο θα χρειαστεί φέτος, παρά τα σκληρά μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας που έχει επιβάλλει, να δανειστεί σχεδόν 300 δισεκατομμύρια ευρώ – ένα τρομαχτικό ποσό, που προκαλεί ίλιγγο στα ευρωπαϊκά επιτελεία. Στις 30 Σεπτέμβρη η Moody’s υποβάθμισε κατά μία μονάδα την πιστοληπτική ικανότητα της Ισπανίας. Στις 15 Δεκέμβρη προειδοποίησε ότι έρχονται και νέες υποβαθμίσεις.
Το 2010 έκλεισε ακόμα χειρότερα από ότι άνοιξε. Όλες οι προσπάθειες περιορισμού και ελέγχου της κρίσης απέτυχαν. Αλλά οι δημοσιογράφοι μάλλον βιάστηκαν να μιλήσουν για annus horribilis (ο χαρακτηρισμός ανήκει στο αμερικανικό CNN). Όχι γιατί το 2010 δεν ήταν αρκετά τρομαχτικό: απλά το 2011 προβλέπεται ακόμα χειρότερο.
Πώς φτάσαμε εδώ;
Πως κατάφερε η Ευρωζώνη, από το φανταχτερό κλαμπ των πλουσίων, αναπτυγμένων οικονομιών της Ευρώπης να μετατραπεί στον αδύναμο κρίκο του παγκόσμιου καπιταλισμού;
Πολλοί έτρεξαν να ρίξουν το φταίξιμο στην άκαμπτη στάση της Γερμανίας. Λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα της ιρλανδικής κρίσης ξέσπασε δημόσια καυγάς ανάμεσα στον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, τον δεξιό πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου και πιστό σύμμαχο της Γερμανίας μέχρι τότε και την Μέρκελ. Η αιτία: η επαναφορά από τον Γιούνκερ και τον Τζούλιο Τρεμόντι, τον υπουργό Οικονομικών της Ιταλίας, της πρότασης για την δημιουργία ευρωομολόγων, ομολόγων που θα εκδίδονται από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έχουν την εγγύηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και – όπως ελπίζουν οι θιασώτες τους – θα μπορούν να διατεθούν στην αγορά με επιτόκια σαν αυτά με τα οποία δανείζεται η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία. Η Μέρκελ απέρριψε προκαταβολικά την ιδέα αυτή, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο την οργή του Γιούνκερ που έτρεξε να κατηγορήσει την Γερμανία ότι “ούτε καν την διάβασε”.
Λίγες μέρες αργότερα η διαμάχη μεταφέρθηκε μέσα στην ίδια την Γερμανία: δυο πρώην υπουργοί της παλιάς κυβέρνησης του Μεγάλου Συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών (CDU-SPD), o Πιρ Στάινμπρουκ και ο Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγιερ κατηγόρησαν την Μέρκελ για “συντηρητισμό” και “αντιευρωπαϊκή στάση”. “Η Γερμανία”, έγραφαν σε ένα άρθρο τους στην εφημερίδα Financial Times, “πρέπει να βρίσκεται στο πηδάλιο για περισσότερη και όχι για λιγότερη Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Έχει έρθει η ώρα να κλείσουμε το κενό ανάμεσα στην οικονομική και την πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές περιμένουν ένα καθαρό πολιτικό σημάδι που να τις διαβεβαιώνει ότι η οικονομική και νομισματική ένωση είναι μη αντιστρέψιμη. Και το περιμένουν τώρα. Και αυτό το σημάδι θα μπορούσε να σταλεί με την εισαγωγή, μεσοπρόθεσμα, νέων Ευρωπαϊκών Ομολόγων…”.
Ο Στάινμπρουκ και Στάινμαγιερ δεν είναι τυχαίοι: είναι και οι δυο στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και από παλιά συνεργάτες του Γκέρχαρντ Σρέντερ, του πρώην Καγκελάριου που έβαλε τις βάσεις για το σημερινό “γερμανικό θαύμα” με ένα γύρο “προληπτικής” λιτότητας που διάλυσε το κοινωνικό κράτος, πετσόκοψε τα επιδόματα και καθήλωσε τους μισθούς στη Γερμανία.
Η επίθεσή τους αντανακλά, σε ένα βαθμό, τις εσωτερικές ανακατατάξεις στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας: η πολιτική λιτότητας έχει πριονίσει επικίνδυνα την δημοτικότητα και των δυο κομμάτων του συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Φιλελεύθερων (CDU-FDP) που κυβερνάει σήμερα την Γερμανία. Στα γκάλοπ ο Γκουίντο Βέστερβελε, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων που κατέχει τα πόστα του αντιπροέδρου και του υπουργού Εξωτερικών, έχει κερδίσει τον τίτλο του πιο αντιπαθητικού πολιτικού της Γερμανίας. Το κόμμα του από το 14,6% στις τελευταίες εκλογές έχει πέσει σήμερα σχεδόν στο 4% στις δημοσκοπήσεις – κάτω δηλαδή και από το κατώτατο όριο του 5% που απαιτείται για να μπει ένα κόμμα στη Γερμανία στη Βουλή. Μέσα στο 2011 θα γίνουν τοπικές εκλογές στα 7 από τα 16 κρατίδια της Γερμανίας και εάν επιβεβαιωθούν οι σημερινές προβλέψεις η κυβέρνηση της Μέρκελ, ακόμα και αν δεν πέσει, δεν θα είναι σε θέση να συνεχίσει πραγματικά να κυβερνάει. Για αυτό προσπαθεί το SPD να προβάλλει τον εαυτό του ξανά σαν εναλλακτική λύση.
Ταυτόχρονα, όμως, η κριτική των Στάιμπρουκ και Στάινμαγιερ αντανακλάει την αγωνία της άρχουσας τάξης, μέσα και έξω από την Γερμανία, απέναντι σε μια κρίση που συνεχίζει ανεμπόδιστα να καλπάζει. Η άποψη ότι η Ευρώπη μπορεί να ξεφύγει από την σημερινή της κρίση με μια φυγή προς τα εμπρός, “γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στην οικονομική και την πολιτική ένωση” έχει μεγάλη αποδοχή σήμερα μέσα στους κύκλους και τα κόμματα της άρχουσας τάξης – που επηρεάζει, δυστυχώς, ακόμα και κομμάτια της αριστεράς.
“Η ιστορία μας διδάσκει ότι νομισματικές ενώσεις που αρνούνται να μετατραπούν σε πολιτικές ενώσεις είναι προορισμένες να αποτύχουν”, έγραφε ο Wolfgang Munchau, ένας από τους βασικούς σχολιαστές της εφημερίδας Financial Times στις αρχές του Δεκέμβρη, λίγες μέρες πριν από την σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Munchau – που έγινε διάσημος εδώ στην Ελλάδα στις αρχές της περασμένης χρονιάς χάρη στα “ανθελληνικά” του άρθρα που προέβλεπαν ότι η χώρα μας θα χρεοκοπήσει “όχι φέτος αλλά την επόμενη ή την μεθεπόμενη χρονιά” – έχει γίνει τώρα θερμός θιασώτης της πρότασης Γιούνκερ-Τρεμόντι. “Ένα κοινό ομόλογο”, γράφει, “θα εκλαμβανόταν σαν το πρώτο βήμα στον δρόμο της δημοσιονομικής ενοποίησης… Η πρόταση του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και του Τζούλιο Τρεμόντι για ένα κοινό ευρωπαϊκό ομόλογο είναι η πρώτη δημιουργική ιδέα από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ευρωζώνη… Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι, αν εφαρμοστεί ολοκληρωτικά, η πρόταση θα δώσει τέλος στην κρίση”.
Το τελευταίο εισιτήριο για τον Τιτανικό
Το ευρώ έχει παίξει πραγματικά σημαντικό ρόλο στην όξυνση της κρίσης. Η κρίση θα είχε πάρει αναμφίβολα άλλη τροπή και άλλη μορφή χωρίς το κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα. Αλλά η ίδια η κρίση δεν οφείλεται ούτε στο ευρώ, ούτε στο χάσμα ανάμεσα στην οικονομική και την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Η κρίση έχει πολύ βαθύτερα αίτια, είναι κρίση του συστήματος, οφείλεται στις ίδιες τις αντιφάσεις του καπιταλισμού. Και οι αντιφάσεις αυτές δεν μπορούν να ξεπεραστούν σήμερα ούτε με την μεγαλύτερη δημοσιονομική και πολιτική ολοκλήρωση, ούτε με Ευρωομόλογα, ούτε με άλλες “φυγές προς τα μπρος”.
Η σημερινή κρίση, όπως και η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 ή η Μακρά Ύφεση της δεκαετίας του 1870 είναι μια κλασσική κρίση υπερσυσσώρευσης, μια κρίση που προκαλείται από την αδυναμία του συστήματος να προσφέρει στους “επενδυτές” ικανοποιητικά ποσοστά κέρδους για τις επενδύσεις τους. Το κέρδος, όμως, είναι η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού – αυτό το αναγνωρίζουν ακόμα και οι πατέρες της αστικής οικονομικής επιστήμης: οι αυτοκινητοβιομήχανοι χτίζουν εργοστάσια ικανά να παράγουν χιλιάδες αυτοκίνητα κάθε μέρα όχι γιατί χρειάζονται όλα αυτά τα αυτοκίνητα οι ίδιοι αλλά για να κερδίσουν. Όσο πέφτουν τα ποσοστά κέρδους τόσο εξαφανίζεται και το κίνητρο των καπιταλιστών να “παράγουν” – ανεξάρτητα από το αν οι εργάτες χρειάζονται τα προϊόντα αυτά ή η χρειάζονται δουλειά.
Οι ρίζες της σημερινής κρίσης βρίσκονται πίσω στην δεκαετία του 1970. Για να αντιμετωπίσουν την χαμηλή κερδοφορία οι καπιταλιστές της εποχής ζήτησαν, όπως είχαν κάνει και τη δεκαετία του 1930, τη βοήθεια του κράτους. Το κράτος ανταποκρίθηκε πρόθυμα, στηρίζοντας τη ζήτηση με μεγάλα δημόσια έργα, στηρίζοντας τις προβληματικές επιχειρήσεις με φτηνά δάνεια και επιδοτήσεις, στηρίζοντας την “ανταγωνιστικότητα” με επιθέσεις στους μισθούς και τα κοινωνικά δικαιώματα. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η διόγκωση του δημόσιου χρέους σε όλες σχεδόν τις χώρες του πλανήτη. Τη δεκαετία του 1990 οι ελληνικές κυβερνήσεις έφτασαν πολλές φορές σε αδιέξοδο από τα τοκογλυφικά επιτόκια που ζητούσαν οι αγορές για την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων που προκαλούσε αυτή η πολιτική ή να αναχρηματοδοτήσουν τα προηγούμενα χρέη.
Η ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ το 2002 έμοιαζε στην αρχή να κάνει αυτόν τον εφιάλτη παρελθόν. Και το ίδιο ίσχυε και για τις άλλες χώρες της Ευρώπης που αντιμετώπιζαν δυσκολίες χρηματοδότησης. Τα επιτόκια δανεισμού έπεσαν ξαφνικά στα επίπεδα της Γερμανίας και της Γαλλίας. Και αυτό δεν περιορίστηκε μόνο στον δημόσιο τομέα: κεφάλαια άρχισαν να ρέουν αφειδώς μέσα στα επόμενα χρόνια από το κέντρο της Ευρώπης για να χρηματοδοτήσουν όχι μόνο μεγάλα έργα, σαν το Ελευθέριος Βενιζέλος που κατασκεύαζαν στην περιφέρεια οι μεγάλες γερμανικές εταιρείες, αλλά και “αγορές του αιώνα” για την πολεμική αεροπορία και φτηνά δάνεια προς τις “αναπτυσσόμενες” μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την ιδιωτική κατανάλωση των στελεχών των επιχειρήσεων που μετατρεπόταν γρήγορα σε πολυτελείς Mercedes και BMW. Ήταν μια φούσκα όπου η γερμανική βιομηχανία πουλούσε τα προϊόντα της στον Ευρωπαϊκό νότο με λεφτά από τις γερμανικές τράπεζες – όπου γύριζαν πίσω τα κέρδη της βιομηχανίας. Η Γερμανία έγινε το εργοστάσιο και η τράπεζα της Ευρώπης. Όσο κρατούσε το κλίμα της αισιοδοξίας κανένας δεν ανησυχούσε: τα κέρδη συσσωρεύονταν στις τράπεζες βουνό – και μάλιστα ένα βουνό “επενδυμένο” σε εγγυημένα κρατικά ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης.
Η κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβρη του 2008 μετέτρεψε αυτή την ειδυλλιακή εικόνα σε εφιάλτη. Από μηχανισμός αέναης ανάπτυξης – έτσι παρουσίαζαν το κοινό νόμισμα οι θιασώτες του τα πρώτα χρόνια των παχιών αγελάδων – το ευρώ μετατράπηκε τώρα σε θηλιά που απειλεί να βυθίσει όλη την Ευρώπη στο χάος.
Την Πρωτοχρονιά του 2011 η Ευρωζώνη απέκτησε το 17ο μέλος της, την Εσθονία. Στο Ταλίν, την πρωτεύουσα, η κυβέρνηση υποδέχτηκε το νέο νόμισμα με σαμπάνιες και βεγγαλικά. Τον τόνο όμως δεν τον έδωσαν ούτε οι πανηγυρικοί των υπουργών ούτε τα συγχαρητήρια των ηγετών του πλανήτη. Τον τόνο τον έδινε μια μπλε αφίσα στους δρόμους του Ταλίν: Tere Tulemast Titanicule. Καλώς ήρθατε στον Τιτανικό.
Category: Χωρίς κατηγορία