Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Από τον Νάσερ στον Μουμπάρακ



Ο δημοσιογράφος Eric Ruder του SocialistWorker εξηγεί με εξαιρετικό και εμπεριστατωμένο τρόπο πως δημιουργήθηκε το καταπιεστικό καθεστώς που είχε επικεφαλής τον Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο. Περιγράφει την άνοδο και την εξέλιξη των καθεστώτων που ονομάστηκαν «Αραβικός εθνικισμός» -και ακόμα «Αραβικό σοσιαλισμός». Για να γίνει κατανοητό το παρόν της εξέγερσης στον αραβικό κόσμο είναι αναγκαία η κατανόηση του πρόσφατου παρελθόντος που προηγήθηκε. Για το λόγο αυτό διαβάστε προσεκτικά αυτήν την αποκαλυπτική ανάλυση.

Μια τελική επισήμανση πριν διαβάσετε το κείμενο. Η ανάλυση αυτή γράφτηκε για το τεύχος Μαρτίου-Απριλίου του 2010 του περιοδικού International Socialist Review, πριν δηλαδή την τωρινή επανάσταση που σαρώνει τον αραβικό κόσμο. Στο τέλος ο συγγραφέας γράφει:

« […] η αδυναμία της επαναστατικής αριστεράς, τόσο στην Αίγυπτο όσο και σε όλο τον κόσμο, σημαίνει ότι θα χρειαστούν χρόνια για να αναπτυχθεί μια επαναστατική πρόκληση στον ιμπεριαλισμό στη Μέση Ανατολή».

Ευτυχώς, μερικές φορές, η επαναστατική δράση των μαζών διαψεύδει την ιστορική μας απαισιοδοξία…


Η μετάφραση για το «aformi» έγινε από την Μαριάννα Ξ.

Στο τέλος του 2009, ο κόσμος βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο επαίσχυντες αποδείξεις της δέσμευσης της Αιγύπτου να ενισχύσει την πολιορκία της Γάζας από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Πρώτον, τα ρεπορτάζ των ειδήσεων επιβεβαίωσαν ότι η Αίγυπτος άρχισε την κατασκευή υπόγειου τείχους από πλάκες χάλυβα, μήκους έξι μιλίων. Το μεταλλικό τείχος έχει σχεδιαστεί για να κόψει τις σήραγγες που συντηρούν την οικονομία της Γάζας, από τότε που το Ισραήλ ενέτεινε τον αποκλεισμό της Γάζας το 2006, αφότου ο λαός της Γάζας εξέλεξε ελεύθερα τους ηγέτες της Χαμάς για να τον κυβερνήσουν. Το τείχος, που χτίζεται με τη βοήθεια του Στρατιωτικού Σώματος Μηχανικών των ΗΠΑ, υποτίθεται ότι είναι αδύνατο να κοπεί ή να λιώσει, ενώ θα έχει περισσότερα από 80 μέτρα βάθος σε ορισμένα σημεία. Οι Αιγυπτιακές αρχές σχεδιάζουν να εκχύσουν θαλασσινό νερό στο τείχος μέσω αγωγών, ώστε να μετατρέψουν τη διάσχυσή του σε παγίδα θανάτου. Οι κάτοικοι της Γάζας που ζουν κοντά στο τείχος ανησυχούν ιδιαίτερα, επειδή το αλμυρό νερό θα καταστρέψει τους υπόγειους υδάτινους πόρους από τους οποίους εξαρτάται η κατανάλωση και η γεωργία της περιοχής [1].

Δεύτερον, η αιγυπτιακή κυβέρνηση έκανε ό, τι μπορούσε για να αποτρέψει, να διαιρέσει και να ματαιώσει τις προσπάθειες αλληλέγγυων στη Γάζα ακτιβιστών που επιχειρούσαν να εισέλθουν στη Γάζα από το μεθοριακό πέρασμα της Ράφα. Η πορεία Gaza Freedom [Gaza Freedom March] έγινε για να υπενθυμίσει την πρώτη επέτειο της στρατιωτικής επίθεσης του Ισραήλ στη Γάζα, που άφησε περίπου 1.400 Παλαιστίνιους νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες και δεκάδες χιλιάδες άστεγους. Όχι μόνο οι αιγυπτιακές αρχές εμπόδισαν τους ακτιβιστές να ταξιδέψουν από το Κάιρο στη Ράφα, αλλά οι δυνάμεις ασφαλείας παρενοχλούσαν και κακοποιούσαν τους ακτιβιστές απ’ όλο τον κόσμο που πραγματοποιούσαν δημόσιες διαμαρτυρίες για να επικρίνουν την απόφαση της Αιγύπτου να εμποδίσει τη διέλευσή τους. Η συμπεριφορά που επεφύλαξε η Αίγυπτος στην ανθρωπιστική βοήθεια Viva Palestina ήταν το ίδιο επαίσχυντη. Αφού δώθηκε η άδεια να διασχίσουν τα σύνορα σε περισσότερους από 500 συμμετέχοντες, με την προϋπόθεση ότι θα πήγαιναν προς το λιμάνι Ελ Αρίς, αντιμετωπίστηκαν με ξυλοδαρμούς που άφησαν 50 τραυματίες, ορισμένους σοβαρά. Είχε τελικά επιτραπεί η είσοδος της ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα, αλλά μόνο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα [2].

Τα γεγονότα αυτά εγείρουν μια προφανή ερώτηση: Πώς η Αίγυπτος, που κάποτε θεωρούνταν ηγέτης του προοδευτικού αραβικού εθνικισμού και υπερασπιστής των παλαιστινιακών εθνικών δικαιωμάτων, μετατράπηκε σε έναν απροκάλυπτο συνεργάτη των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ στην επιβολή ενός αποκλεισμού που αψηφά το διεθνές δίκαιο, καθώς και την αλληλεγγύη σε ένα γειτονικό αραβικό έθνος; Η συνεργασία αυτή έχει σήμερα μετατρέψει την Αίγυπτο σε αντικείμενο περιφρόνησης, ιδίως διότι φαίνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν να εξαγοράσουν τις υπηρεσίες της τόσο φτηνά. Σύμφωνα με τη Middle East Report Online:

Σίγουρα, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ πίεζαν επί χρόνια την Αίγυπτο να «πατάξει» το λαθρεμπόριο και το 2008 το Κογκρέσο παρακράτησε 100 εκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια για αυτό το θέμα. Και σίγουρα η συνεργασία της Αιγύπτου στη διατήρηση του αποκλεισμού είναι μέρος αυτού που την καθιστά ένα πολύτιμο στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η κριτική, από πλευράς της Ουάσινγκτον, της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αίγυπτο και του ανελεύθερου πολιτικού της συστήματος έχει γίνει εξαιρετικά υποτονική μετά το κλείσιμο το 2007 της Ράφα. Και η Αίγυπτος έχει κερδίσει πρόσφατα δύο σημαντικές παραχωρήσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες: Μέρος της ενίσχυσης που λαμβάνει θα γίνεται τώρα με τη μορφή δωρεάς (που καθιστά πιο δύσκολο για το Κογκρέσο να επιβάλλει όρους στη βοήθεια με αντάλλαγμα συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις). Και στις 30 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε ότι η Αίγυπτος θα αγοράσει τουλάχιστον 20 νέα F-16 μαχητικά αεροσκάφη από κατασκευαστές των ΗΠΑ [3].

Αλλά η συνέργεια της Αιγύπτου στην πολιορκία της Γάζας δεν είναι απλά μια αντίδραση στην εξωτερικά ασκούμενη πίεση. Είναι επίσης συνέπεια των συμφερόντων του ίδιου του καθεστώτος:

Δεν πρέπει κάποιος να υποτιμήσει τους εσωτερικούς λόγους για τους οποίους η Αίγυπτος υποστηρίζει τον αποκλεισμό της Γάζα. Η αιγυπτιακή κυβέρνηση δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση της Χαμάς, μια ένοπλη μαχητική ομάδα ισλαμιστών, που θεωρείται και εκπρόσωπος του Ιραν και σύμμαχος της Αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, της μεγαλύτερης και καλύτερα οργανωμένης αντιπολιτευτικής ομάδας στην Αίγυπτο.

Η κατασκευή του υπόγειου τείχους είναι το αποκορύφωμα μια μακροχρόνιας διαδικασίας αποχής της Αιγύπτου από την παλαιστινιακή υπόθεση και της αυξανόμενης συνεργασίας με το Ισραήλ για την «ασφάλεια» -μια διαδικασία στην οποία δόθηκε μία τελευταία δραματική ώθηση μετά την εκλογική επιτυχία της Χαμάς. [4]

Ο στόχος του υπόλοιπου του παρόντος άρθρου είναι να περιγράψει τη μακροχρόνια διαδικασία με την οποία η απροκάλυπτη περιφρόνηση της Αιγύπτου απέναντι στο δυτικό ιμπεριαλισμό στη Μέση Ανατολή μετατράπηκε σε μια «στρατηγική σχέση συνεργασίας» και τις επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας στον αγώνα για την παλαιστινιακή απελευθέρωση.


Νασερισμός

Λόγω της στρατηγικής θέσης της στην καρδιά της Μέσης Ανατολής και το άνοιγμα της Διώρυγας του Σουέζ το 1869, η Βρετανική Αυτοκρατορία θεώρησε ότι η υπάκουη Αίγυπτος μπορεί να παιξει κεντρικό ρολο στον έλεγχο και τη διατήρηση των απομακρυσμένων κατακτήσεών της, ειδικά της Ινδίας. Οι Βρετανοί κατέλαβαν την περιοχή του Σουέζ το 1882 για να καταστείλουν μια εξέγερση, και, υπενθυμίζοντας τα λόγια του Kennett Love, πρώην ανταποκριτή των New York Times στη Μέση Ανατολή, “οι Αιγύπτιοι εθνικιστές πέρασαν τα επόμενα 72 χρόνια προσπαθώντας να πείσουν τους Βρετανούς να αποχωρήσουν”.[5]

Το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ανέδειξε στην πρώτη γραμμη των αυτοκρατορικών δυνάμεων του κόσμου τις Ηνωμένες Πολιτείες, και τα σχέδιά τους να εκτοπίσουν τη βρετανική και γαλλική επιρροή στη Μέση Ανατολή -πάντα με γνώμονα να αποτρέψουν την εγκαθίδρυση της επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης στην περιοχή. Ο ιστορικός Lloyd Gardner γράφει:

Η παλιά αποικιακή εποχή είχε σχεδόν τελειώσει. Στη θέση της, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ξεκινήσει την κατασκευή μιας νέας δομής που θα αντικαθιστούσε τα στρατιωτικά σημεία ελέγχου στα παλιά νευραλγικά σημεία της αυτοκρατορίας. Η Σοβιετική Ένωση διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο, προσφέροντας, προφανώς, μια «απειλή», έτσι ώστε η οργάνωση του «Ελεύθερου Κόσμου» να μπορούσε να εμφανίζεται προπαγανδιστικά ως «αυτοκρατορία μετά από πρόσκληση».[6] [Σ.τ.Μ.: «empire by invitation», δηλαδή η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ να εμφανίζεται ως αποτέλεσμα πρόσκλησης από τις ίδιες της κυβερνήσεις των χωρών όπου υπήρχαν στρατιωτικές βάσεις και όχι ως αποτέλεσμα άμεσης αποικιακής κατάκτησης].

Η αυξανόμενη σημασία του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής για την παγκόσμια οικονομία (και της Διώρυγας του Σουέζ για τη μεταφορά αυτού του πετρελαίου προς τη Δύση) έστρεψε την προσοχή της Ουάσιγκτον στην παγίωση «φιλικών σχέσεων» με τα αραβικά καθεστώτα της περιοχής. Ωστόσο, η υποστήριξη των ΗΠΑ στο νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ, που ιδρύθηκε το 1948, περιέπλεξε το ζήτημα. Η υποστήριξη των ΗΠΑ στην αποικιακή επέκταση του Ισραήλ στην Παλαιστίνη ήταν δύσκολο να συμβιβαστεί με την εποχή της απο-αποικιοκρατίας.

Το 1952, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα εγκατέστησε μια ομάδα κατώτερων αξιωματικών του στρατού στην εξουσία -γνωστή ως Ελεύθεροι Αξιωματικοί (Free Officers) ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ -και τελικά οδήγησε στην εξορία τον προσκείμενο στους Βρετανούς μονάρχη Φαρούκ. Η άνοδος του Νάσερ οδήγησε σε μια έξαρση του λαϊκού εθνικισμού σε ολόκληρη την περιοχή, προβάλλοντας ένα όραμα για παν-αραβική ενότητα και αντίσταση στις δυτικές δυνάμεις. Αυτό το όραμα ενέπνευσε εκατομμύρια ανθρώπους και έκανε την Αίγυπτο ηγέτη του κομματιού του αραβικού κόσμου που αναζητούσε την ανεξαρτησία είτε από τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε από τη Σοβιετική Ένωση.

Όσο ο Νάσερ προσπαθούσε να εδραιώσει την εξουσία του στη μετα-Φαρούκ Αίγυπτο, αναζήτησε βοήθεια στην αντιμετώπιση αυτού που θεωρήθηκε ως η κύρια απειλή για την αιγυπτιακή κυριαρχία: τη βρετανική στρατιωτική παρουσία. Παραδόξως, αυτό σήμαινε ότι ο Νάσερ στράφηκε προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για στήριξη, ελπίζοντας ότι η αυξανόμενη αμερικανική επιρροή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός για την αποχώρηση των βρετανών. Οι Αμερικανοί έστειλαν τον Κέρμιτ Ρούζβελτ στην Αίγυπτο,

«[…] ελπίζοντας ότι θα λειτουργήσει ως καθοδηγητής του Νάσερ, όπως οι Ευρωπαίοι [της αποικιακής εποχής] που συνήθιζαν να στέλνουν στους άρχοντες της Ανατολής. [...] Η νέα αποστολή του Ρούσβελτ ήταν να διαμορφώσει την Αιγύπτιο ως ένα θετικό παράδειγμα [για τους Δυτικούς] για τους ηγέτες της μετα-αποικιακής εποχής στις χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Στην αρχή ο Νάσερ φαινόταν καλός μαθητής, πραγματικά ένας πρόθυμος μαθητής». [7]

Αλλά η εποχή των θερμών σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Αιγύπτου εξατμίστικε γρήγορα καθώς ο Νάσερ απογοητεύτηκε από τον αργό ρυθμό της μεταφοράς όπλων και την μικρή εισροή της οικονομικής βοήθειας που υπολείπονταν κατά πολύ από αυτό που περίμενε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Αμερικανοί, με τη σειρά τους, απέσυραν την ανοιχτή στήριξή τους στην Αίγυπτο, προκειμένου να μειώσουν την πίεση στις σχέσεις τους με το Ισραήλ.

Δύο άλλες εξελίξεις τελικά οδήγησαν τον Νασερ σε πορεία σύγκρουσης με τη Δύση. Πρώτον, το 1955 στο συνέδριο των είκοσι εννέα ανεξάρτητων Αφρικανικών και Ασιατικών χωρών που έγινε στο Bandung, αυξήθηκε δραματικά το κύρος του Νάσερ ως ηγέτη ενός φαινομενικά βιώσιμου μπλοκ μη-συμμαχικών κρατών. Δεύτερον, μόλις λίγους μήνες αργότερα, ο Νάσερ ανακοίνωσε επισήμως συμφωνία αγοράς όπλων από το σοβιετικό μπλοκ, δίνοντας στην Αίγυπτο μια πηγή στρατιωτικού υλικού που, όπως ήλπιζε, θα επέτρεπε στην Αίγυπτο να αναλάβει την θέση που της αρμόζει ως ηγέτης του αραβικού κόσμου. Η συμφωνία των 200 εκατομμυρίων δολαρίων με την Τσεχοσλοβακία θα περιλαμβάνει 200 MiG-15 μαχητικά αεριωθούμενα, 275 Τ-34 τανκς, καθώς και ένα πλήθος άλλων υλικών.

Η υπομονή της Αιγύπτου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, επίσης, δοκιμάστηκε από την επίφοβη οικονομία της. Ειδικότερα, οι εξαγωγές βάμβακος, το κύριο προϊόν των αιγυπτιακών εξαγωγικών γεωργικών προϊόντων:

«[…] είχαν μειωθεί κατά 26 % σε λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, εν μέρει, ως αποτέλεσμα των αμερικανικών γεωργικών επιδοτήσεων που επέτρεπαν σε αγρότες των ΗΠΑ να ρίχνουν την τιμή του βαμβακιού στην παγκόσμια αγορά. Κίνα και Ρωσία προσέφεραν μια εναλλακτική διέξοδο για το βαμβάκι, καθώς και μια συμφωνία ανταλλαγής για τα όπλα που δεν απαιτούσε πλέον πληρωμές μετρητών σε δολάρια ή λίρες, που ήταν σπάνια». [8]

Αυτή η αντιστροφή των σχέσεων με τη Δύση οδήγησε στην εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ από τον Νάσερ, θέτοντας τη διώρυγα -και τη δυνατότητά της να δημιουργεί ετήσια έσοδα της τάξης των 100 εκατομμυρίων δολαρίων- υπό κρατικό έλεγχο. Η επιθετική αυτή κίνηση έστειλε ένα ρίγος στην σπονδυλική στήλη των δυτικών κυβερνήσεων. Πρόθυμοι να κάνουν τον Νάσερ να πληρώσει επειδή έθιξε τα συμφέροντά τους, η Βρετανία, η Γαλλία και το Ισραήλ συνήψαν στρατιωτικό σύμφωνο για να εισβάλουν στην Αίγυπτο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο, θεώρησαν αυτήν την επιλογή ακόμη χειρότερη από το να ζουν με την επιτυχία του Νάσερ, φοβούμενες ότι θα μπορούσε να αρχίσει μια νέα εποχή άμεσης κατοχής από τους αντιπάλους τους μιας περιοχής στην οποία οι ΗΠΑ επιθυμούσαν να κυριαρχήσουν. Η αμερικανική πίεση ανάγκασε τη Βρετανία και τη Γαλλία να αποσυρθούν πριν την πλήρη επίτευξη των στόχων τους, και λίγους μήνες αργότερα, το Ισραήλ αποσύρθηκε από τις θέσεις που είχε κερδίσει στη χερσόνησο του Σινά. Ο Νασερ είχε αναδειχθεί νικητής.


Κρατικός καπιταλισμος στην Αίγυπτο

Οι προσπάθειες του Νάσερ να κερδίσει την υποστήριξη των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, αποδεικνύουν ότι για το αιγυπτιακό καθεστώς ο πραγματισμός και η ρεαλιστική πολιτική ήταν υπεράνω οποιασδήποτε δέσμευσης σε συγκεκριμένο οικονομικό ή πολιτικό πρόγραμμα. Το ζήτημα που έπαιζε κεντρικό ρόλο στις αποφάσεις του Νάσερ ήταν το αν κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό ή οικονομικό μέτρο θα εξυπηρετούσε την επιδίωξη της Αιγύπτου να γίνει ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του αραβικού κόσμου. Η εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ, σε συνδυασμό με το φιλόδοξο σχέδιο κατασκευής του Υψηλού Φράγματος [στο Ασουάν του Νείλου], είχαν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω ώθηση της Αιγύπτου προς το δρόμο της εθνικοποίησης της οικονομίας. Αυτό δεν ήταν μια ασυνήθιστη πορεία τότε για πολλές αναπτυσσόμενες χώρες που επιδίωκαν να συγκεντρώσουν επαρκή κεφάλαια ώστε να αναλάβουν έργα εκβιομηχάνισης και ανάπτυξης που θα τους επέτρεπαν να καλύψουν τη διαφορά με την ήδη βιομηχανοποιημένη Δύση.

Αν και η παραγωγή πετρελαίου της Αιγύπτου είναι λιγότερη σε σύγκριση με τα αραβικά κράτη του Κόλπου, η πολιτική ηγεσία της Αιγύπτου μπόρεσε να επωφεληθεί από τον αυξανόμενο πλούτο των πλούσιων πετρελαιοπαραγωγών αραβικών κρατών. Αυτό βοήθησε επίσης να στηρίξει περαιτέρω την αντίληψη ότι η Αίγυπτος ήταν ο ηγέτης ενός αραβικού έθνους και ήταν όλο και περισσότερο μια σύγχρονη δύναμη σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.

«Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, οι πέντε μεγαλύτερες αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες -το Ιράκ, το Κουβέιτ, η Σαουδική Αραβία, η Λιβύη και η Αλγερία- είχαν κρατικά έσοδα περίπου 2 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Τα έσοδα χρησιμοποιούνταν [...] για την κατασκευή της υποδομής των σύγχρονων κοινωνιών, για την επέκταση των κοινωνικών υπηρεσιών, αλλά και τη δημιουργία πολυπλοκότερων δομών στη διοίκηση, την άμυνα και την ασφάλεια». [9]

Αλλά θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η πολιτική κρατικού καπιταλισμού έγινε ως μέσο για την άμεση ανάπτυξη της αιγυπτιακής οικονομίας. Η συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση και η επαναστατική εθνικιστική ρητορική του Νάσερ είχαν ως αποτέλεσμα η κρατική παρέμβαση της Αιγύπτου στην οικονομία συνήθως να περιγράφεται ως «σοσιαλιστική», παρά το γεγονός ότι η μετατροπή των οικονομικών δομών προχώρησε στη βάση ενός κρατικού καπιταλισμού που σε καμία περίπτωση δεν μετέβαλε τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Παρά τις μεγάλες προσδοκίες και τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση της ισότητας, κάθε περαιτέρω πρόοδος καθίστατο εξαιρετικά προβληματική από την ουσιαστική ανικανότητα αυτής της κοινωνικής τάξης (δηλαδή, των γραφειοκρατών που έλεγχαν το κράτος) να διαμορφώσει ένα συνεκτικό σχέδιο. Ο ίδιος ο εθνικισμός, ο οποίος είχε σχεδιαστεί ως μια επαναστατική δύναμη, αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να αποκρύψει την κρίσιμη κοινωνικο-οικονομική διαφοροποίηση μεταξύ των παραδοσιακών τάξεων και του προνομιούχου στρώματος που αναδύθηκε από τη νέα κρατικοκαπιταλιστική τάξη. [10]

Ο εθνικισμός του Νάσερ εξασφάλισε τελικά την εξουσία σε μια αιγυπτιακή ελίτ που χρησιμοποίησε την εθνικιστική ρητορική για να αμβλύνει τις απαιτήσεις της διευρυνόμενης αιγυπτιακής εργατικής τάξης.


Η Αίγυπτος, οι Παλαιστίνιοι

και ο πόλεμος του 1967

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το σχέδιο των Νασερικών να ενώσουν τον αραβικό κόσμο κάτω από αιγυπτιακή ηγεσία άρχισε να εμφανίζει ρωγμές. Πρώτα και κύρια, ο Αραβικός κόσμος χωρίστηκε:

«[…] ανάμεσα σε κράτη που τα κυβερνούσαν ομάδες αφοσιωμένες στην ταχεία αλλαγή ή επανάσταση στα πλαίσια, λιγο ως πολύ, των Νασερικών γραμμών και σε εκείνα που τα κυβερνούσαν δυναστείες ή ομάδες πιο επιφυλακτικές σχετικά με την πολιτική και κοινωνική αλλαγή και πιο εχθρικές στην εξάπλωση της επιρροής των Νασερικών» [11].

Επιπλέον, μετά από σχεδόν 20 χρόνια χωρίς μια ανεξάρτητη φωνή στη διαχείριση των υποθέσεών τους, ιδρύθηκε το 1964 η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), και άρχισε να αναλαβάνει δράσεις κατά του Ισραήλ για να διεκδικήσει αιτήματα για τα παλαιστινιακά εθνικά δικαιώματα. Κατά συνέπεια, η αιγυπτιακή κυβέρνηση, η οποία ενεργούσε ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος των παλαιστινιακών εθνικών αιτημάτων μετά τον πόλεμο του 1948, ήταν τώρα ένα από τα πολλά ρεύματα που μάχονταν για επιρροή στο παλαιστινιακό εθνικό κίνημα.

Από την πλευρά του, το Ισραήλ στα μέσα του 1960, αισθάνθηκε σε ισχυρότερη θέση σε σχέση με τους γείτονές του και άρπαξε την ευκαιρία για να μονημοποιήσει αυτό το γεγονός με στρατιωτικά μέσα.

Ο πληθυσμός του Ισραήλ συνέχιζε να αυξάνεται, κυρίως από τη μετανάστευση. Μέχρι το 1967 ο πληθυσμός έφθανε περίπου τα 2,3 εκατομμύρια, εκ των οποίων οι Άραβες αποτελούσαν περίπου το 13%. Η οικονομική του ισχύς είχε αυξηθεί, με τη βοήθεια των ενισχύσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, των εισφορών από τους Εβραίους ανά τον κόσμο και των αποζημιώσεων από τη Δυτική Γερμανία. Είχε επίσης ισχυροποιήσει τη δύναμη και την τεχνογνωσία των ενόπλων δυνάμεών του -ειδικότερα της πολεμικής αεροπορίας. Το ίδιο το Ισραήλ ήξερε ότι είναι στρατιωτικά και πολιτικά ισχυρότερο από τους Άραβες γείτονές του. Απέναντι στις απειλές από τους γείτονες του, η καλύτερη μέθοδος που θα μπορούσε να ακολουθήσει ήταν να δείξει τη δύναμή του. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πιο σταθερή συμφωνία από αυτές που είχε πετύχει μέχρι τότε. Πίσω από αυτό, υπήρχε η ελπίδα της κατάκτησης της υπόλοιπης Παλαιστίνης και το τέλος του ημιτελούς πολέμου του 1948. [12]

Στις 5 Ιουνίου του 1967, το Ισραήλ ξεκίνησε αυτό που πλέον ονομάζεται ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, με τον οποίο το Ισραήλ κατάφερε ένα συντριπτικό στρατιωτικό πλήγμα στην Αίγυπτο, τη Συρία και την Ιορδανία και κατέλαβε, με ταχύτητα αστραπής, τη Δυτική Όχθη, τη Γάζα, τη χερσόνησο του Σινά και τα Υψίπεδα του Γκολάν.[13] Ο πόλεμος έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα για το Ισραήλ, την αναμόρφωση της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή.

Ήταν σαφές ότι το Ισραήλ ήταν στρατιωτικά ισχυρότερο από οποιαδήποτε συσπείρωση των αραβικών κρατών, και αυτό άλλαξε τη σχέση του καθενός με τον έξω κόσμο. Αυτό που θεωρήθηκε, καλώς ή κακώς, ως απειλή για την ύπαρξη του Ισραήλ, προκάλεσε συμπάθεια στην Ευρώπη και την Αμερική, όπου οι μνήμες της τύχης των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ακόμα νωπές. Επίσης η γρήγορη ισραηλινή νίκη έκανε το Ισραήλ πιο επιθυμητό ως σύμμαχο στα μάτια της Αμερικής. Για τα αραβικά κράτη, και ιδιαίτερα για την Αίγυπτο, αυτό που είχε συμβεί ήταν από κάθε άποψη μια ήττα, η οποία έδειξε τα όρια της στρατιωτικής και πολιτικής τους ικανότητας [14].

Συμβάλλοντας στην αίσθηση της ήττας, η Αίγυπτος υποστηρίξε τη «ρεπουμπλικανική» πλευρά στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο στην Υεμένη μεταξύ 1963 και 1969, με περίπου 70.000 στρατιώτες να στρατοπεδεύουν εκεί στην κορύφωση της εμπλοκής της Αιγύπτου. Εκείνη την εποχή, οι διπλωμάτες των ΗΠΑ εκτιμούσαν ότι αυτό θα ήταν το Βιετνάμ της Αιγύπτου. Μετά τον πόλεμο του 1967, ο Νάσερ αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει μια ισραηλινή στρατιωτική παρουσία στο Σινά, η οποία απαιτούσε να αφιερώνει ακόμα περισσότερους οικονομικούς πόρους για την ανοικοδόμηση του αιγυπτιακού στρατού και όξυνε την οικονομική στασιμότητα που είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο Νάσερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Αίγυπτος δεν είχε άλλη επιλογή από το να αναγνωρίσει την ύπαρξη του Ισραήλ, και σύντομα αποδέχτηκε τόσο το Σχέδιο Roger όσο και το ψήφισμα 242 των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο θέσπιζε την αρχή της αναγνώρισης των εδαφών που αποκτήθηκαν με τη βία από το Ισραήλ με αντάλλαγμα την «ειρήνη». Αν και ο Νάσερ διατήρησε σε μεγάλο βαθμό το κύρος του στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο, η επιρροή του μέσα στην Αίγυπτο εξασθένιζε.

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πόλεμος των Έξι Ημερών απέδειξε καθοριστικά τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα του Ισραήλ στην αντιμετώπιση του αραβικού εθνικισμού και στην αστυνόμευση του αραβικού κόσμου και προκειμένου να ενισχύσουν την αφοσίωση του Ισραήλ στον ρόλο του ισχυρού υπερασπιστή των συμφερόντων των ΗΠΑ άρχισε να εισρέει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες.


«Infitah»

Στις αρχές του 1970 έγινε σαφές ότι τα κρατικοκαπιταλιστικά μέτρα δεν ήταν πλέον σε θέση να ωθήσουν προς τα εμπρός την αιγυπτιακή οικονομία, καθώς υπέφερε από βαρύ χρέος, υψηλό πληθωρισμό και από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου. Ο θάνατος του Νάσερ το 1970 και η άνοδος στην εξουσία του Ανουάρ Σαντάτ, που προερχόταν επίσης από τους Ελεύθερους Αξιωματικούς, επέσπευσαν την τάση που είχε ήδη προχωρήσει στην αιγυπτιακή οικονομία -την «infitah,» ή την «πολιτική των ανοικτών θυρών». Η Infitah ήταν ένα σαρωτικό πρόγραμμα για την επιβολή μιας νεοφιλελεύθερης ατζέντας στην οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της χαλάρωσης των ελέγχων συναλλάγματος, τη δημιουργία αφορολόγητων ζωνών επενδύσεων για τις επιχειρήσεις, καθώς και την επιστροφή σε ιδιώτες του ελέγχου διαφόρων δημόσιων επιχειρήσεων (ή αν δεν συνέβαινε αυτό, την έκθεσή τους στις πιέσεις της αγοράς).

Η πολιτική των ανοικτών θυρών απαιτούσε τόσο πολιτικές όσο και οικονομικές αλλαγές:

«Σε πολιτικό επίπεδο, η επαναπροσέγγιση με τις Ηνωμένες Πολιτείες υποτίθεται ότι θα καταστούσε δυνατή την ταχεία επίλυση της Αραβο-Ισραηλινής σύγκρουσης, και ταυτόχρονα, θα έβγαζε την Αίγυπτο από την κατάσταση του πολέμου. Στο οικονομικό επίπεδο, η Αίγυπτος ήταν έτοιμη να εγκαταλήψει την οδό του Νασερικού «σοσιαλισμού» και να ακολουθήσει εκείνη μιας ανοιχτά καπιταλιστικής ανάπτυξης. Με ένα απλό υπολογισμό της αιτίας και του αποτελέσματος, η επιλογή αυτή έπρεπε να προσελκύσει ξένα κεφάλαια και να τροφοδοτήσει με νέο αίμα την αιγυπτιακή οικονομία. «[15]

Η Αίγυπτος είχε ήδη αρχίσει τη διαδικασία της ευθυγράμμισης με τη Δύση εν γένει και τις Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα, ακόμη και πριν από την επίσημη ανακήρυξη της πολιτική των «ανοικτών θυρών» το 1974. Οχι μόνο ο Νάσερ συνέχιζε να αναζητεί κάποιου είδους συνεννόηση με τις ΗΠΑ, αλλά το 1972 η Αίγυπτος έδιωξε περίπου είκοσι χιλιάδες σοβιετικούς στρατιωτικούς συμβούλους, καθώς η προοπτική του πολέμου με το Ισραήλ εμφανιζόταν και πάλι στον ορίζοντα. Μετά τον αναπόφευκτο πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1973, ο Σαντάτ αξιολόγησε το αποτέλεσμα ως θετικό, παρά το γεγονός ότι η στρατιωτική υπεροχή του Ισραήλ επισφραγίστηκε και ότι η αμερικανική κυριαρχία στη Μέση Ανατολή συνέχιζε να διευρύνεται.

Για τον Σαντάτ, ο πόλεμος του 1973 δεν έγινε για να πετύχει μια στρατιωτική νίκη, αλλά για να προκαλέσει ένα σοκ στις υπερδυνάμεις, έτσι ώστε να πάρουν την πρωτοβουλία στις διαπραγματεύσεις για να υπάρξει διευθέτηση των προβλημάτων μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων που θα απέτρεπε μια περαιτέρω κρίση και μια επικίνδυνη αντιπαράθεση. Και αυτό είναι πράγματι αυτό που συνέβη, αλλά με τρόπο που αύξησε τη δύναμη και τη συμμετοχή μίας εκ των υπερδυνάμεων -των ΗΠΑ. Η Αμερική είχε παρέμβει αποφασιστικά στον πόλεμο, αφ’ ενός με το να παρέχει όπλα στο Ισραήλ, αποτρέποντας έτσι την ήττα του, και, στη συνέχεια, με το να πετύχει την ισορροπία των δυνάμεων μέσω διαπραγματεύσεων. [16]

Η Αμερικανική διπλωματία στον απόηχο του πολέμου του 1973 γενικά κατάφερε να επιτύχει τρεις κύριους στόχους της:

Ο πρώτος ήταν να εξαλειφθεί γενικώς η σοβιετική επιρροή στην περιοχή. Ο δεύτερος στόχος ήταν να επιτευχθεί μια πολιτική διευθέτηση ικανή να δημιουργήσει έναν μετασχηματισμό της ίδιας της φύσης της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης, μια διευθέτηση που θα μπορούσε να αποσπάσει τη σύγκρουση από το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο εντασσόταν και να τη μετατρέψει σε μια απλή διαμάχη για την κατάκτηση εδαφών. Μια τέτοια προσέγγιση ήταν εγγενώς επιζήμια για τους Παλαιστίνιους και τους Άραβες εθνικιστές, που αγωνίζονταν ενάντια στην αποικιοκρατία των εποίκων και τη διείσδυση του ιμπεριαλισμού. Ο τρίτος στόχος ήταν να παράσχει στην Αίγυπτο ένα τέτοιο έννομο συμφέρον για σταθερότητα (μέσω της οικονομικής ενίσχυσης και εδαφικών προσαρμογών) που θα εξασφάλιζε την αποτελεσματική απομάκρυνσή της από το αραβικό μέτωπο εναντίον του Ισραήλ [17].

Η Αίγυπτος, από την άλλη πλευρά, απέτυχε στους στόχους της με την πολιτική των «ανοικτών θυρών». Οι νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» της Αιγύπτου δεν έπεισαν τα ξένα κεφάλαια για να κάνουν το μεγάλο βήμα και να επενδύσουν στην Αίγυπτο. Η καταρρέουσα υποδομή της Αιγύπτου, τα εύθραυστα δίκτυα μεταφοράς και τηλεπικοινωνιών, καθώς και ο παρατεταμένος φόβος της απαλλοτρίωσης από το κράτος είχε ως συνέπεια τόσο οι Δυτικοί όσο και οι Άραβες επενδυτές να προτιμήσουν την ασφάλεια των ευρωπαϊκών και αμερικανικών τραπεζών. Το πρώτο αποτέλεσμα της χαλάρωσης των ελέγχων των εισαγωγών λόγω της infitah ήταν να πλημμυρίσει η Αίγυπτος με είδη πολυτελείας για τους πλούσιους.

Χωρίς την εισροή ξένων κεφαλαίων, η πολιτική «των ανοικτών θυρών» επιδείνωσε αντί να ενισχύσει την οικονομία. Οι φτωχοί και η εργατική τάξη της Αιγύπτου ήταν σε ιδιαίτερα άσχημη κατάσταση.

«Για το χαμηλότερο εισοδηματικά 20% του πληθυσμού, που κατείχε το 6,6% του εθνικού εισοδήματος το 1960 και βελτίωσε το εισόδημά του στο 7,0% το 1965, τα εισοδήματά του μειώθηκαν στο 5,1% στα τέλη του 1970. Συγκριτικά, το εισόδημα του υψηλότερου εισοδηματικά 5% μειώθηκε ελαφρώς στο 17,4% από 17,5% μεταξύ 1960 και 1965, αλλά αυξήθηκε σημαντικά στο 22% μετά τα χρόνια πολιτικής του Σαντάτ»[18].

Στα 20 χρόνια μεταξύ 1961 και 1981, η Αίγυπτος μετατράπηκε από εξαγωγέας τροφίμων σε ένα έθνος από τα πλέον εξαρτημένα από τρόφιμα παγκοσμίως, στηριζόμενη στις εισαγωγές για περίπου το μισό της συνολικής κατανάλωσης τροφίμων της.[19]


Από το Καμπ Ντέιβιντ

στους Πολέμους του Κόλπου I και II

Τον Νοέμβριο του 1977, ο Σαντάτ συγκλόνισε τον αραβικό κόσμο με το ταξίδι στην Ιερουσαλήμ για να διαπραγματευτεί την ειρήνη με το Ισραήλ, και ένα χρόνο αργότερα η συμφωνία επισημοποιήθηκε υπό αμερικανική επίβλεψη στο Camp David. Το Ισραήλ συμφώνησε να επιστρέψει τη χερσόνησο του Σινά στην Αίγυπτο, με αντάλλαγμα πλήρεις διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις. Η συμφωνία επίσης υποτίθεται ότι θα οδηγούσε σε κάποιου είδους απροσδιόριστη «αυτονομία» για τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, αλλά αυτό μεταφέρθηκε σε μελλοντικές συζητήσεις. Περιττό να αναφερθεί ότι το Ισραήλ δεν έβλεπε καμία αντίφαση μεταξύ αυτής της «αυτονομίας» και της συνεχιζόμενης κατασκευής των οικισμών του Ισραήλ στα κατεχόμενα εδάφη.

Για μικρό χρονικό διάστημα, η Αίγυπτος αποβλήθηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο, του οποίου η έδρα μεταφέρθηκε από το Κάιρο στην Τυνησία (τα καθεστώτα που απέβαλαν την Αίγυπτο αναζητούσαν στην ουσία τον ίδιο διακανονισμό, αλλά παρέμενε η δυσαρέσκειά τους για τη μονομερή επιδίωξη της ειρήνης με το Ισραήλ από την πλευρά του Σαντάτ). Η πολιτική ενσωμάτωση της Αιγύπτου στη Δυτική συμμαχία ήταν πλήρης -δεν ήταν μια απόφαση της στιγμής για τον Σαντάτ. Η οικονομία της Αιγύπτου τρίκλιζε, και υπήρχε η ελπίδα ότι η ειρήνη με το Ισραήλ θα επιτρέψει στην Αίγυπτο να ξεπεράσει την απομόνωσή της, καθώς και να ανοιχτεί στην αμερικανική βοήθεια. Η δολοφονία του Σαντάτ από ισλαμιστές το 1981 ήταν μια έκφραση της βαθιάς λαϊκής αγανάκτησης για το δρόμο που ακολουθούσε η Αίγυπτος, αλλά η κατάσταση που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο εκείνη παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανέπαφη μέχρι σήμερα.[21] Για παράδειγμα, κατά την εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο το 1982 :

Ο [Πρόεδρος Χόσνι] Μουμπάρακ, όπως και ο Σαντάτ που προηγήθηκε, προσέγγισε τις ΗΠΑ για τις διπλωματικές συναλλαγές του. Μέχρι τη δεύτερη εβδομάδα της εισβολής, η αιγυπτιακή κυβέρνηση είχε σιωπηλά υιοθετήσει τη γραμμή [του Αμερικανού Υφυπουργού Alexander Haig] ως δικιά της, τονίζοντας ότι είναι ευκαιρία για τα «μετριοπαθή» αραβικά κράτη να διευθετήσουν το πρόβλημα της Παλαιστίνης με τη διεύρυνση «της συμφωνίας του Καμπ Ντέιβιντ» χωρίς την ενοχλητική παρουσία της μαχητικής ΟΑΠ. [21]

Η αιγυπτιακή άρχουσα τάξη έχει πραγματικά απολαύσει πλούσια ανταμοιβή για τη δουλική της αφοσίωση στα αμερικανικά συμφέροντα. Κατά τη διάρκεια του Πόλεμου του Κόλπου το 1991:

«[…] όταν η Αμερική επεδίωκε μια στρατιωτική συμμαχία για να αναγκάσει το Ιράκ να αποχωρήσει από το Κουβέιτ, ο πρόεδρος της Αιγύπτου [Μουμπάρακ] εντάχθηκε χωρίς δισταγμό. Η ανταμοιβή του [...] ήταν ότι η Αμερική, οι χώρες του Κόλπου και η Ευρώπη διέγραψαν χρέος ύψους περίπου 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων της Αιγύπτου, και έδωσαν νέα δάνεια περίπου του ίδιου ποσού»[22].

Και πάλι, κατά τη διάρκεια του πολέμου του George W. Bush στο Ιράκ το 2003, η Αίγυπτος ήταν πρόθυμος συνεργάτης. Το 2006, καθώς ο πόλεμος βρισκόταν στην κορύφωσή του, ένα στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ κατέθεσε για τη σημασία της βοήθειας των ΗΠΑ προς την Αίγυπτο παρά τις ανησυχίες ότι η αδίστακτη μυστική αστυνομία του Μουμπάρακ και τα βασανιστήρια των πολιτικών του αντιπάλων υπονόμευαν τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ ότι δήθεν υπερασπίζονταν τη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή.

«[Η Αμερικανική] στρατηγική συνεργασία με την Αίγυπτο αποτελεί με πολλούς τρόπους τον ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής μας πολιτικής στη Μέση Ανατολή», δήλωσε ο David Welch, βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών για τα θέματα της Εγγύς Ανατολής. Μεταξύ 2001 και 2005, η Αίγυπτος επέτρεψε στην αμερικανική πολεμική αεροπορία να χρησιμοποιήσει τον εναέριο χώρο της 36.553 φορές και έδωσε προτεραιότητα σε σκάφη του Ναυτικού των ΗΠΑ που διέρχονταν από τη Διώρυγα του Σουέζ. [23]

Το μέγεθος της βοήθειας των ΗΠΑ προς την Αίγυπτο από το 1970 είναι συγκλονιστικό.

«Οι ΗΠΑ έδωσαν στην Αίγυπτο 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο σε στρατιωτική βοήθεια από το 1979, και κατά μέσο όρο 815 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο σε οικονομική βοήθεια. Συνολικά, η Αίγυπτος έχει λάβει πάνω από 50 δισεκατομμύρια δολάρια από τη γενναιοδωρία των ΗΠΑ από το 1975».[24]

Η διαφθορά έχει δημιουργήσει ένα πολύ λεπτό στρώμα αισχρά πλούσιων Αιγυπτίων στην κορυφή, αρχίζοντας με την οικογένεια του ίδιου του Μουμπάρακ που έχει συσσωρεύσει μια περιουσία εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Οι συνθήκες για την υπόλοιπη αιγυπτιακή κοινωνία είναι απελπιστική: ανεργία που έχει παραμείνει σε διψήφιο αριθμό για χρόνια, κατά κεφαλήν εισόδημα κάτω των 6.000 δολαρίων ετησίως, καθώς και περιοδικές κρίσεις τροφίμων.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να στηρίζουν το καθεστώς Μουμπάρακ και η αξία της Αιγύπτου ως στρατηγικό περιουσιακό στοιχείο είναι καλά κατανοητή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, έστω και αν τα ρηχά και κοινότυπα μέσα ενημέρωσης και κοντόφθαλμοι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί μερικές φορές υποδεικνύουν το αντίθετο. Σύμφωνα με το ισχυρό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων:

Η Αίγυπτος έχει αναδειχθεί ως μια δύναμη ανάσχεσης στις ισραηλινο-παλαιστινιακές διαπραγματεύσεις και τον υπό αμερικανική ηγεσία πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Στην πραγματικότητα, η Αίγυπτος έχει εργαστεί αθόρυβα και με συνέπεια για μια ισραηλινο-παλαιστινιακή συμφωνία και για τη διεύρυνση της αποδοχής του Ισραήλ στον αραβικό κόσμο.Ωστόσο, είναι κατανοητή η απογοήτευση στις Ηνωμένες Πολιτείες -η σχέση άρχισε με την προσδοκία ότι η ειρήνη στην περιοχή θα είχε επιτευχθεί χρόνια πριν.[25]

Στην πραγματικότητα, η κυριαρχία των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή ξεκινά από το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αλλά εκτείνεται πολύ πέρα από αυτές τις χώρες. Από τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ το 1978, οι ΗΠΑ έχουν χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη σχέση τους με την Αίγυπτο για να μαντρώσουν άλλα αραβικά καθεστώτα ως συμμάχους τους στην περιοχή. Επισκοπώντας τους συμμάχους των ΗΠΑΠΑΗΠΑ κατά την εισβολή του Μπους στο Ιράκ το 2003, ο Ταρίκ Αλί έγραψε:

Απέναντι στη συντριπτική αντίδραση της αραβικής κοινής γνώμης, κανένα καθεστώς-πελάτης δεν απέτυχε να κάνει το καθήκον του προς τον «Γενικό Ταμία». Στην Αίγυπτο, ο Μουμπάρακ επέτρεψε την ελεύθερη διέλευση στο ναυτικό των ΗΠΑ, μέσω της διώρυγας του Σουέζ και του εναέριου χώρου για την αμερικανική αεροπορία, ενώ η αστυνομία του χτυπούσε και συνελάμβανε εκατοντάδες διαδηλωτές. Η Σαουδική μοναρχία επέτρεπε να περνούν πύραυλοι Κρουζ πάνω από την επικράτειά της και να λειτουργούν κανονικά τα κέντρα διοίκησης των ΗΠΑ από το έδαφός της. Οι χώρες του Κόλπου έχουν γίνει εδώ και καιρό ουσιαστικά στρατιωτικά παραρτήματα της Ουάσιγκτον. Η Ιορδανία, η οποία κατάφερε να παραμείνει περισσότερο ή λιγότερο ουδέτερη στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, αυτή τη φορά με ανυπομονησία παρείχε βάσεις για τις αμερικανικές ειδικές δυνάμεις να λεηλατήσουν την άλλη πλευρά των συνόρων. Οι ιρανοί μουλάδες, οι οποίοι είναι τόσο ηλίθιοι στο εξωτερικό όσο καταπιεστικοί είναι στην ίδια τους τη χωρά, συνεργάστηκαν με επιχειρήσεις της CIA αφγανικού στιλ. Ο Αραβικός Σύνδεσμος ξεπέρασε τον εαυτό του ως συλλογική έκφραση της ατίμωσης, ανακοινώνοντας την αντίθεσή του στον πόλεμο, ακόμη και όταν η πλειοψηφία των μελών του συμμετείχαν σε αυτόν. Είναι μια οργάνωση που μπορεί να ονομάζει την Kaaba (την πιο ιερή τοποθεσία στη Μέκκα, την πιο ιερή πόλη του Ισλάμ) μαύρη, την ίδια στιγμή που την ψεκάζει με κόκκινο, λευκό και μπλε [26].


Η Αίγυπτος και οι Παλαιστίνιοι

Ο ρόλο της Αιγύπτου στη διατήρηση της πολιορκίας της Γάζας είναι αποτέλεσμα της υποταγής της στη συνολική ατζέντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρά την ευρεία υποστήριξη του αιγυπτιακού λαού στα εθνικά δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού, το αιγυπτιακό καθεστώς παρουσίαζε πάντοτε αμφιθυμία προς την παλαιστινιακή υπόθεση. Σύμφωνα με τα λόγια ενός Αιγύπτιου σοσιαλιστή:

Το καθεστώς χρησιμοποιεί το χαρτί της Παλαιστίνης με ένα αντιφατικό τρόπο. Δημιουργεί με επεισοδιακό τρόπο αισθήματα κατά της Παλαιστίνης και του Λιβάνου για να δημιουργήσει εθνικιστική υστερία. Επίσης το καθεστώς αναφέρεται με περιφρόνηση στην Χαμάς και τη Χεζμπολάχ για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη επιρροή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας η οποία υποστηρίζει και τις δύο.

Για παράδειγμα, καθώς ο Σαντάτ προσπάθησε να εδραιώσει την εξουσία του, αντέδρασε εξαπολύοντας μια σκληρή αντι-αραβική εκστρατεία βεβαιώνοντας ότι η πρωταρχική ταυτότητα της Αιγύπτου είναι η «φαραωνική». Μια ολόκληρη περίοδος απόρριψης του Αραβισμού και στιγματισμού των Παλαιστινίων για τους πολέμους και τη φτώχεια της Αιγύπτου καθοδηγήθηκε από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης και πέρασε στη λαϊκή κουλτούρα. Αυτό ταίριαζε με την επιθυμία της αστικής τάξης να επανακαθορίσει πολιτικά και πολιτισμικά τον εαυτό της. [27]

Η προπαγάνδα αυτή έχει κερδίσει την προσοχή ορισμένων κομματιών του πληθυσμού, αλλά υπάρχει και δυσαρέσκεια.

Η επίσημη γραμμή είναι ότι η Αίγυπτος θυσίασε αρκετά για την Παλαιστίνη από το 1948 έως τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ το 1979 και αυτό αγγίζει ένα ευαίσθητο νεύρο σε μερικούς Αιγυπτίους. Ωστόσο, πολλοί, σε όλο το πολιτικό φάσμα, είναι βαθιά ανήσυχοι με την αλλαγή στην πολιτική που έχει μετατρέψει τους Παλαιστινίους, από τα ιστορικά «αδέλφια», σε κάτι σαν εχθρούς.

«“Tο Αιγυπτιακό δόγμα ασφάλειας -ακατανόητα- κατατάσσει τη Γάζα και όχι το Ισραήλ ως την κύρια απειλή για την Αίγυπτο”, γράφει ο Αχμάντ Γιουσούφ Αχμάντ. Ομοίως, ο αρθρογράφος Fahmi Huwaydi επισημαίνει ότι “το στρατηγικό όραμα της Αιγύπτου έχει αλλάξει, και η Αίγυπτος έφτασε σε σημείο να θεωρεί ότι αποτελούν κίνδυνο οι Παλαιστίνιοι και όχι οι Ισραηλινοί. Και αν αυτό το θλιβερό συμπέρασμα είναι σωστό, τότε δεν μπορώ να αποφύγω την περιγραφή του τείχους από χάλυβα ως ένα τείχος της ντροπής”».[28]


Προοπτικές για την αλλαγή

Η άρχουσα τάξη της Αιγύπτου δεσμεύτηκε απέναντι στις ΗΠΑ και το Ισραήλ πριν από δεκαετίες. Παρ’ ότι έχει διατηρήσει μια ρητορική δέσμευση για την υπόθεση των Παλαιστινίων, αυτή είναι τόσο λεπτή όσο είναι και αναγκαστική. Η ρητορική δεν παίζει κανένα ρόλο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της Αιγύπτου, αλλά το καθεστώς της Αιγύπτου, όπως και όλα τα αραβικά καθεστώτα, πρέπει να διατηρήσει αυτή τη ρητορική στάση, εάν θέλει να έχει οποιαδήποτε ελπίδα να εξακολουθεί να κυριαρχεί επί ενός φτωχού πληθυσμού που ενστικτωδώς ταυτίζεται με τον παλαιστινιακό αγώνα κατά της ισραηλινής αποικιοκρατίας.

Η άρχουσα τάξη της Αιγύπτου, όμως, δεν έχει παρανοήσει τα δικά της συμφέροντα. Οφείλει τον πλούτο, την εξουσία και τη συνεχιζόμενη ευημερία της στη συμμαχία με τον ιμπεριαλισμό. Η απελευθέρωση της Παλαιστίνης, από την άλλη πλευρά, θα ανέτρεπε όλη την ισορροπία ισχύος στην περιοχή. Για την άρχουσα τάξη της Αιγύπτου, που πρέπει να καταστέλλει τον ίδιο της τον πληθυσμό, τα συμφέροντά της συμβαδίζουν με τη στήριξη της πολιορκίας της Γάζας.

Οι Moshe Machover και Jabra Nicola (με το ψευδώνυμο «Α. Σαΐντ»), σε ένα κείμενο τους που έχει γραφτεί για την ισραηλινή σοσιαλιστική οργάνωση Matzpen, αναφέρονται στο δίκτυο των σχέσεων που στηρίζουν τη συνεχιζόμενη καταπίεση του παλαιστινιακού λαού με τον εξής τρόπο:

Ο παλαιστινιακός λαός διεξάγει έναν αγώνα εναντίον του Σιωνισμού, ο οποίος υποστηρίζεται από τον ιμπεριαλισμό. Από τα μετόπισθεν απειλείται από τα αραβικά καθεστώτα και από την αραβική αντίδραση, η οποία επίσης υποστηρίζεται από τον ιμπεριαλισμό. Όσο ο ιμπεριαλισμός έχει πραγματικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, είναι απίθανο να αποσύρει την υποστήριξή του στο Σιωνισμό, το φυσικό σύμμαχο του, και να επιτρέψει την ανατροπή του. Θα τον υπερασπιστεί μέχρι την τελευταία σταγόνα του Αραβικού πετρελαίου.

Από την άλλη πλευρά, τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και η κυριαρχία τους στην περιοχή δεν μπορούν να συντριβούν χωρίς την ανατροπή αυτών των νεότερων συνεργατών της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, των αρχουσών τάξεων στον αραβικό κόσμο. Το συμπέρασμα που πρέπει να εξαχθεί, δεν είναι ότι ο παλαιστινιακός λαός θα πρέπει να περιμένει ήσυχα έως ότου η ιμπεριαλιστική κυριαρχία νικηθεί σε όλη την περιοχή, αλλά ότι πρέπει να συνταχθεί σ’ έναν ευρύτερο αγώνα για την πολιτική και κοινωνική απελευθέρωση της Μέσης Ανατολής στο σύνολό της.[29]

Η ανακίνηση μιας τέτοιας εξέγερσης είναι δύσκολο να διακριθεί σε αυτό το σημείο. Υπήρξαν σημαντικές ενδείξεις της αυξανόμενης ταξικής πάλης στην Αίγυπτο,[30] και υπάρχει μια διαφαινόμενη αβεβαιότητα που κρέμεται πάνω από τη χώρα καθώς ο ηλικιωμένος και ασθενής Μουμπάρακ επιχειρεί να παραδώσει την εξουσία στον γιο του. Ωστόσο, η αδυναμία της επαναστατικής αριστεράς, τόσο στην Αίγυπτο όσο και σε όλο τον κόσμο, σημαίνει ότι θα χρειαστούν χρόνια για να αναπτυχθεί μια επαναστατική πρόκληση στον ιμπεριαλισμό στη Μέση Ανατολή. Παραδείγματα τέτοιας εξέγερσης, ωστόσο, αποτελούν σημαντικές ακτίνες φωτός. Προσπάθειες όπως η Gaza Freedom March, η Viva Palestina, και ιδιαίτερα το αυξανόμενο παγκόσμιο μποϊκοτάζ και κίνημα των κυρώσεων εναντίον του Ισραήλ είναι απαραίτητα για τη διατήρηση του παλαιστινιακού αγώνα για τα εθνικά δικαιώματά του.[31] Αλλά τελικά, η ενότητα μεταξύ του παλαιστινιακού αγώνα και των εργατών της Αιγύπτου και του υπόλοιπου αραβικού κόσμου είναι ένα απαραίτητο συστατικό για να υπάρξει κάποια πιθανότητα για πραγματική απελευθέρωση.

Σημειώσεις

1. Rory McCarthy, «Egypt building underground metal wall to curb smuggling into Gaza,» Guardian, December 10, 2009, and Lina Attalah, «Will Egypt’s underground wall end the Gaza tunnel trade?» Electronic Intifada, January 8, 2010. For background about the tunnel’s importance to Gaza’s economy, see Eric Ruder, «Gaza’s tunnel economy,» Socialist Worker, August 19, 2009.

2. Eric Ruder, «A victory for Viva Palestina,» Socialist Worker, January 8, 2010.

3. Ursula Lindsey, < a href=»http://www.merip.org/mero/mero020110.html»>»Egypt’s wall,» Middle East Report Online, February 1, 2010.

4. Ibid.

5. Quoted in Lloyd C. Gardner, Three Kings: The Rise of an American Empire in the Middle East After World War II (New York: The New Press, 2009), 136.

6. Ibid., 151-52.

7. Ibid., 148.

8. Ibid., 157.

9. Albert Hourani, A History of the Arab Peoples (New York: Warner Books, 1991), 410. Albert Hourani, Ιστορία των Αραβικών λαών, Νέα Σύνορα Λιβάνη, 1994.

10. Marie-Christine Aulas, «State and ideology in republican Egypt,» in Fred Halliday and Hamza Alavi eds., State and Ideology in the Middle East and Pakistan (New York: Monthly Review Press, 1988), 137.

11. Hourani, A History of the Arab Peoples, 409. Albert Hourani, Ιστορία των Αραβικών λαών, Νέα Σύνορα Λιβάνη, 1994.

12. Ibid., 412-13. Στο ίδιο.

13. Despite the widely accepted narrative that Israel had to defend itself from the Arab Goliath that surrounded it, Israel was the aggressor in 1967. See Norman Finkelstein, Image and Reality of the Israel-Palestine Conflict (London: Verso, 1995), Chapter 5 on the 1967 war and Chapter 6 on the 1973 war. For a dissection of the general argument that Israel was forced to wage a succession of «defensive wars» between 1948 and 1973, see Noam Chomsky, The Fateful Triangle: The United States, Israel and the Palestinians (Boston: South End Press, 1983), 98-103.

14. Hourani, A History of the Arab Peoples, 413-14. Albert Hourani, Ιστορία των Αραβικών λαών, Νέα Σύνορα Λιβάνη, 1994.

15. Marie-Christine Aulas, «Sadat’s Egypt,» New Left Review I/98: July-August 1976, 84.

16. Hourani, A History of the Arab Peoples, 419. Albert Hourani, Ιστορία των Αραβικών λαών, Νέα Σύνορα Λιβάνη, 1994.

17. Naseer Aruri, Dishonest Broker: The U.S. Role in Israel and Palestine (Cambridge, MA: South End Press, 2003), 21-22.

18. Marvin Weinbaum, «Egypt’s “Infitah” and the politics of U.S. economic assistance,» Middle Eastern Studies, vol. 21 no. 2 (April 1985): 217.

19. Ibid., 206.

20. Hourani, A History of the Arab Peoples, 420-21. Albert Hourani, Ιστορία των Αραβικών λαών, Νέα Σύνορα Λιβάνη, 1994.

21. Judith Tucker and Joe Stork, «In the footsteps of Sadat,» MERIP Reports, no. 107 (July-August, 1982): 3.

22. «The IMF’s model pupil,» The Economist (U.S. edition), March 20, 1999.

23. Rick Kelly, «Bush administration defends US military aid to Egypt,» World Socialist Web Site, May 22, 2006.

24. Charles Levinson, «$50 billion later, taking stock of U.S. aid to Egypt,» Christian Science Monitor, April 12, 2004.

25. Council on Foreign Relations paper, «Strengthening the U.S.-Egyptian relationship,» May 2002.

26. Tariq Ali, Bush in Babylon: The Recolonisation of Iraq (London: Verso, 2003), 159. Tariq Ali, Ο Μπους στη Βαβυλώνα. Η νέα αποικιοποίηση του Ιράκ, εκδόσεις Άγρα 2004.

27. Personal correspondence between the author and an Egyptian socialist, January 24, 2010.

28. Lindsey, «Egypt’s wall.»

29. Moshe Machover and A. Said (Jabra Nicola), «Arab revolution and national problems in the Arab East,» The International, Summer 1973.

30. The ISR reported on Egyptian workers” strikes in the face of skyrocketing food prices in Hossam El-Hamalawy, «Revolt in Mahalla,» International Socialist Review 59, May-June 2008.

31. For more information about these efforts, see www.gazafreedommarch.org, www.vivapalestina.org, and www.bdsmovement.net.

http://socialistworker.org/2011/01/31/from-nasser-to-mubarak

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Αφήστε μήνυμα