Αν όχι τώρα, πότε;
Συνέντευξη του Στάθη Κουβελάκη
Από το «Δρόμο της Αριστεράς»
Το 2010 ήταν μια κρίσιμη χρονιά για την Ελλάδα, σε όλους τους τομείς. Ποια θεωρείς ως τα βασικότερα συμπεράσματα από πολιτική και κοινωνική άποψη, εξετάζοντας τα όσα έγιναν το 2010.
Τη χρονιά που πέρασε η Ελλάδα μπήκε σε μια νέα εποχή, που ακούει στα ονόματα «Μνημόνιο» και «Τρόικα». Ας το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής: Δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη επιθετική πολιτική του κεφαλαίου, αλλά για μια βίαιη ανατροπή των βασικών κοινωνικών ισορροπιών, του ίδιου του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις. Είναι μια συνολική τομή που δεν θα αφήσει τίποτε άθικτο, από το πολιτικό σύστημα μέχρι και την πιο απλή καθημερινότητα.
Σ’ αυτή, λοιπόν, τη συγκυρία, αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία του μοντέλου ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, η άρχουσα τάξη, διαμέσου του δουλικού της υπηρέτη, δηλαδή της κυβέρνησης ΓΑΠ, άρχισε έναν «πόλεμο κινήσεων» με τον οποίο καταστρέφει τις κοινωνικές κατακτήσεις ενός αιώνα και παραδίδει μέρος της εθνικής της κυριαρχίας στην Τρόικα. Στο διάστημα που πέρασε κατάφερε να διατηρήσει διαρκώς την πρωτοβουλία των κινήσεων, ποντάροντας στα αισθήματα φόβου και δέους που προκάλεσε το τραυματικό σοκ της κρίσης και της δικής της επίθεσης. Κυρίως, όμως, βασίστηκε στις αδυναμίες των αντιπάλων της. Δηλαδή, στο γεγονός πως οι δυνάμεις της Αριστεράς και της μισθωτής εργασίας αποδείχτηκαν παντελώς απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση.
Είχαμε, βέβαια, σημαντικές κινητοποιήσεις, με καινούργια, σε στιγμές έως εξεγερσιακά, χαρακτηριστικά, με αποκορύφωμα την 5η του Μάη. Κατόπιν, λόγω στρατηγικής ανεπάρκειας και υπό το βάρος των νεκρών της Μαρφίν, μπήκαμε σε μια φάση υποχώρησης. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος του χρόνου, είχαμε σαφή σημάδια ανάκαμψης, με την απεργία της 15 Δεκέμβρη και διάφορες άλλες κινητοποιήσεις (Κίνημα των Διοδίων, Κερατέα κ.ά.). Βρισκόμαστε, λοιπόν, στην αρχή ενός νέου κύκλου που θα θέσει ακόμη πιο πιεστικά τα θέματα της στρατηγικής και της προγραμματικής πολιτικής πρότασης.
Έχεις αναφερθεί, μιλώντας γενικότερα, σε μια «αφωνία της Αριστεράς». Πώς μπορεί να ερμηνευτεί η τεράστια υστέρηση της Αριστεράς απέναντι στην κρίση και τις ευκαιρίες που δόθηκαν ή δίνονται στην Ελλάδα;
Η Αριστερά δεν είδε ούτε τη σοβαρότητα ούτε την ειδική μορφή που πήρε η κρίση. Αρκέστηκε σε γενικολογίες για την κρίση του καπιταλισμού, χωρίς να αναλύσει συγκεκριμένα τη μετασχηματισμό της κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε κρίση της παραγωγής και κατόπιν σε δημοσιονομική κρίση. Δεν αντιλήφθηκε ότι η απάντηση του αντιπάλου ισοδυναμούσε με πραγματικό τσουνάμι, που δεν θα άφηνε τίποτε όρθιο, αρχίζοντας από τη ρουτίνα της δικής της πολιτικής παρέμβασης.
Όλα αυτά δεν είναι ιστορικά καινοφανή: Σε κάθε μεγάλη κρίση του καπιταλισμού είχαμε μια μεγάλη θεωρητική και στρατηγική κρίση του εργατικού κινήματος. Στη μεγάλη κρίση του 1929, με την οποία συχνά συγκρίνεται η σημερινή, είχαμε την άνοδο του φασισμού, που σήμανε τη συντριβή πανίσχυρων κομμάτων και εργατικών οργανώσεων. Και μόνο μια επιφανειακή αναφορά στα γραπτά εκείνης της περιόδου του Γκράμσι ή του Τρότσκι αρκεί για να μας πείσει ότι οι μεγάλοι μαρξιστές της εποχής χρειάστηκε να καταβάλουν μια σχεδόν απέλπιδα προσπάθεια κατανόησης των νέων δεδομένων και των λόγων αυτής της ήττας. Πέρασαν, εξάλλου, αρκετά χρόνια μέχρι να μπορέσουν, με τα λαϊκά μέτωπα και την ένοπλη αντιφασιστική αντίσταση, οι οργανώσεις της Αριστεράς να αρθρώσουν κάποιες πρώτες πρακτικού χαρακτήρα απαντήσεις.
Σήμερα, και στη γωνιά του πλανήτη που βρισκόμαστε, έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν πρόσθετο, και επιβαρυντικό σε ό,τι αφορά την αμηχανία της Αριστεράς, παράγοντα: το γεγονός ότι ένας υπερεθνικός οργανισμός όπως η Ε.Ε., και συγκεκριμένοι μηχανισμοί της όπως το ευρώ, παίζουν κεντρικό ρόλο στην κρίση. Όχι βέβαια γιατί την προκαλούν, η κρίση είναι συστημική και εκτείνεται πολύ πέραν της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, αλλά γιατί καθορίζουν τη μορφή που παίρνει. Το βασικό σημείο είναι η πόλωση που δημιουργεί η Ευρωζώνη και που θωρακίζει, σε πολιτικό επίπεδο, η Ε.Ε., ανάμεσα στις χώρες του «κέντρου», κυρίως τη Γερμανία και στις χώρες της περιφέρειας (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία). Για λόγους συντομίας παραπέμπω εδώ στις αναλύσεις του Κώστα Λαπαβίτσα και του RMF. Το σύμπλεγμα Ε.Ε./ευρώ παίζει, λοιπόν, κεντρικό ρόλο στην ανισότητα της έντασης της κρίσης μεταξύ χωρών του κέντρου και της περιφέρειας, αλλά δημιουργεί και τις προϋποθέσεις ώστε η έξοδος από αυτήν την κρίση να πραγματοποιηθεί με πολύ καλύτερους όρους για ορισμένους εθνικούς καπιταλισμούς (και κατ’ αρχάς για τον γερμανικό) και πολύ οδυνηρότερους για άλλους (για την Ελλάδα, την Ιρλανδία και σε λίγο τις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας).
Εάν τα πράγματα είναι κάπως έτσι, τότε καταλαβαίνουμε καλύτερα γιατί η Αριστερά, και όχι μόνο στην Ελλάδα, που έχει αποδεχθεί την Ε.Ε. και το ευρώ ως το δεδομένο πλαίσιο της πολιτικής της παρέμβασης και που θεωρεί ότι είναι το μοναδικό που της επιτρέπει να αποδείξει το διεθνισμό της, βρίσκεται σε απόλυτη αμηχανία σε μια συγκυρία σαν τη σημερινή. Ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου ο χώρος της ονομαζόμενης «ανανεωτικής Αριστεράς» έχει πρωτοστατήσει στην επεξεργασία της ευρωπαϊστικής ιδεολογίας, κι αυτό σε μια περίοδο όπου ήταν ευρύτατα αποδεκτό ότι η ένταξη της Ελλάδας στη λέσχη των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών αποτελούσε αναγκαία συνθήκη τής όποιας εκδοχής κοινωνικού συμβολαίου ή, μάλλον, την πιο λογική και ασφαλή οχύρωση του πολιτικο-κοινωνικού συμβιβασμού της μεταπολίτευσης.
Τότε, όμως, πώς εξηγείς την πολιτική συμπεριφορά του Κ.Κ. Πορτογαλίας και του ΚΚΕ, που ενώ έχουν αντιευρωπαϊκές διακηρύξεις, στην πράξη δεν ανακινούν κανένα θέμα αιχμής γύρω από τέτοια θέματα;
Θα απαντούσα αρχικά παραπέμποντας στην αυθόρμητη αντίδραση ενός φίλου. Όταν του είπα πως μου έκανε εντύπωση ότι σε ένα πολύ μεγάλο συλλαλητήριο που είχε οργανώσει την άνοιξη το ΚΚΕ στην Αθήνα η Παπαρήγα δεν είχε πει λέξη για «έξοδο» ή «αποδέσμευση» από την Ε.Ε. Η απάντησή του ήταν «σιγά μη θέλει το ΚΚΕ να βγούμε από την Ε.Ε. Μέσα θέλει να είμαστε, για να μπορεί να φωνάζει». Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η βαθύτερη λογική που κυριαρχεί σήμερα στην Αριστερά. Και μιλώ, τώρα, για τη δική μας Αριστερά, που δεν έχει αλωθεί από τον κυβερνητισμό και τη διαχείριση του συστήματος. Μιλάμε εμφατικά για το «σοσιαλισμό», για τη «λαϊκή εξουσία», την «επανάσταση» κ.λπ., μπλεκόμαστε (στην καλύτερη περίπτωση) με υπαρκτές πρακτικές αντίστασης στο σύστημα, όχι όμως ότι πιστεύουμε σοβαρά πως θα γίνουν όλα αυτά που λέμε για το μέλλον. Ότι θα έρθουν, δηλαδή, τω όντι μπροστά στα μάτια μας τα πάνω-κάτω και ότι θα θέσουμε σοβαρά, για λογαριασμό μας και λογαριασμό των κοινωνικών δυνάμεων που πιστεύουμε πως εκφράζουμε, θέμα εξουσίας.
Η Αριστερά πρέπει να απαγκιστρωθεί από αυτήν την «υστερική θέση», σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Σλάβοϊ Ζίζεκ, αν εννοεί πράγματι να παίξει το ρόλο της σε μια τέτοια συγκυρία. Αν δεν το κάνει, γιατί να υπάρχει;
Ένα τελευταίο σχόλιο σ’ αυτό το θέμα: μπορεί μεν το ΚΚΕ να αποφεύγει να θέσει επί του πρακτέου ζητήματα όπως της Ε.Ε. και του ευρώ, που ανταποκρίνονται σε πάγιες θέσεις του, για ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του λαού εμφανίζεται όμως (μαζί με την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά) ιστορικά δικαιωμένο στην αντίθεσή του στην Ε.Ε. Όσοι δεν το καταλαβαίνουν αυτό, δεν μπορούν και να καταλάβουν την εξέλιξη των συσχετισμών, κατ’ αρχήν σε εκλογικό επίπεδο, στην Αριστερά συγκριτικά, για να μην πάμε πολύ μακριά, με το 2007: σαφή άνοδο του ΚΚΕ, πρωτοφανή, για τα δεδομένα του χώρου και της μεταπολιτευτικής περιόδου, ενίσχυση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, με φόντο τη συρρίκνωση και τον κατακερματισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Διάφοροι αστοί αναλυτές και ιδρύματα προειδοποιούν πως το 2011 θα είναι χρονιά κοινωνικών εκρήξεων στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Υπάρχουν προϋποθέσεις να ξεπεραστεί η μέχρι τώρα ασύμπτωτη πορεία πολιτικού και κοινωνικού;
Δεν είναι καν ανάγκη να ανατρέξουμε σε κάποιον Καζαμία του 2011. Μια σύντομη ματιά στην περασμένη χρονιά αρκεί για να διαπιστώσουμε την κοινωνική αφύπνιση, σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες. Μετά τις κινητοποιήσεις της ελληνικής άνοιξης, είχαμε τις 24ωρες γενικές απεργίες σε Ισπανία και Πορτογαλία, τη μεγάλη σύγκρουση του φθινοπώρου για το ασφαλιστικό στη Γαλλία και τη φοιτητική εξέγερση της Ιταλίας και της Βρετανίας. Το όριο όλων αυτών των αγώνων, που βάρυνε καθοριστικά στην έκβασή τους, είναι ακριβώς αυτό που επισημαίνεις στην ερώτησή σου: ο διαχωρισμός του πολιτικού από το κοινωνικό. Τα κινήματα έχουν, ουσιαστικά, αφεθεί στην τύχη τους, να βγάλουν μόνα τους τα κάστανα από τη φωτιά.
Για να αρχίσει να καλύπτεται αυτό το χάσμα, τρία είναι κατά τη γνώμη μου τα ζητούμενα:
- Η επεξεργασία συγκεκριμένης στρατηγικής κλιμάκωσης των αγώνων και ανοίγματος καινούργιων μετώπων, στα πιο αδύνατα σημεία του αντιπάλου, έτσι ώστε να υπάρξουν κάποιες πρώτες νίκες.
- Η δημιουργία μετωπικών σχημάτων που θα συσπειρώνουν κόσμο, θα οικοδομούν συμμαχίες και θα διευρύνουν το τόξο των δυνάμεων που εμπλέκονται στους αγώνες πολύ πέρα από την έως τώρα βάση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.
- Η επεξεργασία εναλλακτικής πρότασης, προγραμματικού χαρακτήρα, που θα τοποθετείται στα κεντρικά επίδικα της συγκυρίας (χρέος, ευρώ) και θα αμφισβητεί τα κομβικά σημεία της ηγεμονίας του αντιπάλου, αρχίζοντας από την Ε.Ε. και το όλο καθεστώς έκτακτης ανάγκης, περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας και κατάλυσης ακόμη και βασικών πλευρών του κοινοβουλευτισμού που έχει επιβληθεί με τους δήθεν «μηχανισμούς στήριξης». Για να είναι αξιόπιστη, όμως, μια τέτοια πρόταση θα πρέπει να συγκροτείται γύρω από έναν αντίστοιχο πολιτικό φορέα, που σημαίνει ότι μπαίνουν επί τάπητος θέματα ανακατατάξεων και ανασυνθέσεων εντός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Για την Ελλάδα ποια είναι τα κρισιμότερα θέματα- αιχμές για το κίνημα που πρέπει να αποτελέσουν το συνεκτικό υλικό μιας νέας συγκέντρωσης δυνάμεων και κοινής δράσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς;
Το συνεκτικό υλικό βρίσκεται κατά την άποψή μου στην ατζέντα που έχει κατατεθεί από διάφορα ρεύματα και προσωπικότητες της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, την τελευταία περίοδο: στάση πληρωμών με στόχο την επαναδιαπραγμάτευση και παραγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, έξοδος από την Ευρωζώνη, εθνικοποίηση των τραπεζών, έλεγχος της ροής κεφαλαίων, προστασία του λαϊκού εισοδήματος και ανασυγκρότηση του οικονομικού ιστού της χώρας με δημόσιο έλεγχο. Πέρα από τα ευχολόγια της ευρωπαϊστικής ρητορείας, που υπεκφεύγουν διαρκώς στο θέμα του χρέους και της αντιμετώπισής του, δεν έχει εξάλλου διατυπωθεί, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω, και καμιά άλλη πρόταση στην ευρύτερη Αριστερά. Η ελληνική κοινωνία έχει, κατά τη γνώμη μου, να επιλέξει ανάμεσα στο Μνημόνιο (ή παραλλαγές του) και σ’ αυτήν την ατζέντα. Δεν βλέπω καμιά άλλη δυνατότητα.
Η πρόταση αυτή μπορεί να λειτουργήσει σε δύο διαφορετικά επίπεδα: μπορεί να συσπειρώσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, που αποδεσμεύονται από την επιρροή του δικομματισμού και περιμένουν, έστω και θολά, κάτι από την πλευρά της Αριστεράς. Διαθέτει μια γνήσια πλειοψηφική δυναμική. Μια ένδειξη μόνο: σύμφωνα με τελευταίες δημοσκοπήσεις τα ποσοστά που υποστηρίζουν τη στάση πληρωμών και την έξοδο από το ευρώ ξεπερνούν αισθητά το 20% και αυτό χωρίς τη στήριξη οποιουδήποτε κοινοβουλευτικού κόμματος.
Η πρόταση μπορεί, επίσης, να αποτελέσει τη βάση ενός ξεκαθαρίσματος μέσα στην Αριστερά, βγάζοντάς την από το σημερινό τέλμα και τις στείρες, εν τέλει, απολίτικες και αυτοκαταστροφικές διαμάχες γύρω από πρόσωπα. Μπορεί, με άλλα λόγια, να ενώσει όσες δυνάμεις βλέπουν σ’ αυτήν την ατζέντα όχι τον τελικό ορίζοντα αλλά τον πυρήνα ενός μεταβατικού προγράμματος με στόχο το σοσιαλισμό.
Σ’ αυτό το σημείο, οφείλω να γίνω πιο σαφής και συγκεκριμένος. Ξεκινώ από μια διαπίστωση: Σ’ αυτήν τη βασική ατζέντα συγκλίνουν, αυτή τη στιγμή, με επιμέρους αποχρώσεις (επομένως, βασικά, υπερβάσιμες), μια σειρά από δυνάμεις που βρίσκονται σήμερα σκόρπιες σε διάφορους χώρους ή σχήματα. Υπάρχει, βέβαια, το ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως τέτοιο, και η σαφήνεια με την οποία υποστήριξε αυτή την ατζέντα έπαιξε, νομίζω, καθοριστικό ρόλο στην ανοδική του πορεία. Είναι, όμως, και το Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού, που με τις θέσεις του στα θέματα της Ε.Ε., του χρέους και του ευρώ άλλαξε τους όρους της συζήτησης στο σύνολο της Αριστεράς.
Βλέπουμε, επίσης, να προσεγγίζουν αυτή την ατζέντα και άλλες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά από την πλευρά του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής, όπως η ΚΟΕ, αλλά και πέρα από αυτό, όπως το Κόκκινο. Υπάρχει, επίσης, η πολύ σημαντική εμπειρία σύγκλισης στους συνδικαλιστικούς χώρους δυνάμεων που δεν ήταν συνηθισμένες να βαδίζουν μαζί, στα πλαίσια του Συντονιστικού των Πρωτοβάθμιων Σωματείων. Ας δούμε, επίσης, την απήχηση που είχαν οι πρωτοβουλίες του Αριστερού Βήματος, που δεν είναι βέβαια πολιτικός φορέας αλλά κάτι σαν εργαστήρι για τη συζήτηση μιας ριζοσπαστικής αριστερής πρότασης.
Υπάρχει, λοιπόν, η βάση για μια καινούργια αρχή. Υπάρχει, όμως, κυρίως η πίεση της κατάστασης, που δεν αφήνει πολλά περιθώρια. Χωρίς μια πολιτική πρωτοβουλία μεγάλης εμβέλειας, η Αριστερά θα αποτελέσει ένα από τα πρώτα θύματα της κρίσης.
Πιστεύω πως, παρά τα προβλέψιμα εμπόδια που παραπέμπουν στις γνωστές, εν μέρει αναπόφευκτες, οργανωτικές αγκυλώσεις, οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για μια τέτοια κίνηση. Αυτές τις μέρες, διαρκώς μου έρχεται στο νου ο τίτλος ενός από τα κείμενα που έγραψε ο Λένιν λίγο πριν από τον Οκτώβρη: «Η επερχόμενη καταστροφή και πώς να την αποφύγουμε». Δεν ξέρω μέχρι πού μπορεί να πάει η ιστορική δυνατότητα που ενέχει η παρούσα στιγμή, αυτό για το οποίο είμαι πεπεισμένος είναι ότι, σε τελευταία ανάλυση, θα εξαρτηθεί από αυτό που θα κάνουμε εμείς. Όπως λέει και μια παλιά παροιμία των Ινδιάνων Χόπι «Εμείς είμαστε αυτοί που περιμένουμε».
Category: Χωρίς κατηγορία