Προσκύνημα στη Λούρδη
Επιτέλους είδα μια νέα –εννοώ φετινή- ταινία!
Μπορεί να έβαλε το χέρι της και η Μεγαλόχαρη…
Δεκαπενταύγουστος, προσκυνήματα στην Τήνο στα ΜΜΕ, και είπα να δω το Προσκύνημα στη Λούρδη της Αυστριακής Τζέσικα Χάουσνερ.
Πριν ωστόσο σας μιλήσω για τη ταινία καθαυτή, λίγη γκρίνια πρώτα…
Ομολογώ ότι αυτή η χρονιά ήταν για μένα αντι-κινηματογραφική. Είδα ελάχιστες νέες ταινίες. Και ο λόγος διπλός: είχα άλλες ασχολίες και προτεραιότητες. Επιπλέον, η αίσθηση που είχα στη διάρκεια της σεζόν ότι λίγες ταινίες φέτος άξιζαν να τις δει κανείς. Σωστό ή λάθος, αυτή ήταν η καθαρά υποκειμενική μου οπτική.
Αλλά υπήρξε και ένας άλλος (τρίτος) λόγος.
Στην αρχή της κινηματογραφικής σεζόν οι κριτικοί κινηματογράφου με έπεισαν να δω δυο χοντρές πατάτες αφού πρώτα με «έψησαν» ότι επρόκειτο για αριστουργήματα.
Η πρώτη ήταν Το νησί των καταραμένων (Shutter island) του Μάρτιν Σκορσέζε. Με τον Σκορσέζε είχα πάντοτε μια αμφίσημη σχέση. Τον θεωρούσα μεγάλο μάστορα, μάγο της εικόνας, αλλά και εξαιρετικά επιφανειακό, ρηχό σκηνοθέτη. Οι ταινίες του (οι περισσότερες τουλάχιστον) μπορούν να αναγνωστούν με δυο τρόπους που ο ένας ακυρώνει με ελαφρότητα τον άλλο: ως εξαιρετικά συντηρητικές, σχεδόν αντιδραστικές, και από την άλλη… ενδεχομένως ως «προοδευτικές». Χρησιμοποιώ επίτηδες αυτήν τη «ξενέρωτη» λέξη γιατί εκφράζει με ακρίβεια αυτό που θέλω να πω: όλα μετρίως μέτρια (όσον αφορά την άποψη).
Η τελευταία ταινία του Σκορσέζε είχε όλα τα παραπάνω σε υπερθετικό βαθμό. Τι ήθελε να πει ο ποιητής; Ήθελε να κάνει ένα πολιτικό θρίλερ καταγγελίας της αμερικανικής κυβέρνησης ή απλά ένα σκέτο νέτο θρίλερ χωρίς την παραμικρή κοινωνική αναφορά; Ο θεατής στο τέλος απλά ξύνει το κεφάλι του.
Η άλλη ταινία-πατάτα είχε πιο μεγάλες (ψυχολογικές) επιπτώσεις πάνω μου. Πρόκειται για την ταινία του Τιμ Μπάρτον Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Οι κριτικοί κινηματογράφου φορτώσανε αυτό το τερατούργημα αστεράκια ενώ επρόκειτο για κλασική παραγωγή του Disney με σκοπό τα φράγκα των ενήλικων (οι πιτσιρικάδες έχουν καλύτερο γούστο). Ήταν θλιβερό να βλέπεις την άθλια κακοποίηση του αριστουργήματος του Λιούις Κάρολ στα χέρια της Disney και του διεκπεραιωτή της Τιμ Μπάρτον.
Άλλος ένας υπερεκτιμημένος σκηνοθέτης από τους κριτικούς κινηματογράφου. Η ασημαντότητα της άποψης συνδυασμένη με εφετζίδικη «τεχνοτροπία» για ένα και μοναδικό σκοπό: να (μοσχο)πουληθεί μια, κατά τα άλλα, μετριότατη και βαρετότατη συντηρητική ιδεολογία.
Ο χρόνος λειτουργεί εναντίον του Μπάρτον: αν ο Ψαλιδοχέρης και τα δυο πρώτα Μπάτμαν είχαν το ενδιαφέρον τους, σε κάθε μετέπειτα ταινία του ο Μπάρτον παλεύει να διασώσει την κενότητα των ταινιών του με ολοένα και πιο πολύπλοκα εφέ. Ο κύριος Τίποτα σκηνοθετεί το τίποτα.
Τώρα, το τραυματικό (για μένα) του πράγματος:
Την ταινία την είδα με μια παρέα (που [φευ!] εγώ τους έπεισα να πάμε να τη δούμε) και μετά έπρεπε να απολογούμαι σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Οι αθεόφοβοι οι φίλοι μου, μες το κινηματογραφικό σκοτάδι (κυριολεκτικά και μεταφορικά), έλεγαν φαρμακερές κακίες για τις κινηματογραφικές επιλογές μου. Το χειρότερο: στην παρέα ήταν και μια νεόφερτη φίλη που μου την είπε με ευγενικά θανατερό τρόπο:
«Ξέρεις, εγώ δεν βλέπω τέτοιες ταινίες…»!
Αναθεματισμένοι κριτικοί κινηματογράφου…
Μετά από αυτόν τον ποταμό γκρίνιας ας πάμε στην ταινία Προσκύνημα στη Λούρδη.
Απλά, η καλύτερη φετινή ταινία που είδα μετά τη Λευκή κορδέλα.
Διαφωνώ με όσους (πάλι οι κριτικοί κινηματογράφου…) θεωρούν ότι η θρησκευτική κρητική της ταινίας είναι δευτερεύουσας σημασίας και πρόκειται για «υπαρξιακό δράμα». Για τον ισχυρισμό αυτό προβάλλουν τη μάλλον «θρησκευτική αδιαφορία» της πρωταγωνίστριας της ιστορίας. Ωστόσο, είναι προφανές ότι όσο και αν η πρωταγωνίστρια δεν αποτελεί τον ορισμό της «θεούσας», δεν πηγαίνει κάποιος σε «τόπους θρησκευτικών θαυμάτων» χωρίς να πιστεύει (ακόμα και αν η πίστη προέρχεται από απελπισία, αυτό δεν αναιρεί το θρησκευτικό συναίσθημα). Επιπλέον η θρησκευτική διάσταση της ταινίας δεν είναι απλά προφανής αλλά και τονίζεται από το όνομα της πρωταγωνίστριας: ονομάζεται Κριστίν.
Η κριτική της θρησκείας, και ειδικότερα της χριστιανικής θρησκείας, είναι σε πρώτο πλάνο στην ταινία και αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο της πλοκής.
Ο χριστιανισμός εμφανίζεται πλήρως εκσυγχρονισμένος. Πρόκειται για μια καπιταλιστική επιχείρηση με όλα τα συμπαρομαρτούντα: ξενοδοχεία, καταστήματα σουβενίρ, περιηγήσεις μνημείων, φωτογραφίσεις από επαγγελματίες φωτογράφους, και όλα τα συναφή. Όπως κάθε επιχείρηση που σέβεται τον εαυτό της, η εκκλησία-επιχείρηση επαίρεται για τα προϊόντα της. Έχει επιστήμονες που ελέγχουν την ποιότητα του εμπορεύματος: ήταν πράγματι το «θαύμα» πραγματικό θαύμα ή κάτι παροδικό. Μια καλόγρια στην ταινία λέει με υπερηφάνεια ότι «είμαστε αυστηροί στον έλεγχο» της ακρίβειας των «θαυμάτων».
Και βέβαια, όπως σε κάθε επιχείρηση, τα ιδεολογήματα του «καλού προϊόντος» είναι κυρίως για τους πελάτες. Οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες γνωρίζουν ότι ο μόνος σκοπός είναι το κέρδος και για το λόγο αυτό είναι κυνικοί απέναντι στο ίδιο τους το προϊόν ή τους πελάτες τους. Ο ιερέας και η παρέα του λένε υποτιμητικά ανέκδοτα για την χριστιανική θρησκεία, τη Λούρδη και τα υποτιθέμενα θαύματα.
Αλλά και η ουσία της χριστιανικής θρησκείας αντιμετωπίζεται με σαρδόνιο σαρκασμό και ισοπεδωτικά. Ο χριστιανισμός εμφανίζεται, όπως θα έλεγε ο Νίτσε, ως η θρησκεία των μνησίκακων. Οι πιστοί δεν χαίρονται όταν γίνονται «θαύματα», απλά μνησικακούν εναντίον όσων «θεραπεύονται» από το «θαύμα», γιατί αυτό δεν συνέβη σε αυτούς. Από κακία και ζήλια αμφισβητούν το «θαύμα», όχι εξ’ αιτίας κάποιου είδους ορθολογισμού.
Η ίδια η πρωταγωνίστρια της ιστορίας, η Κριστίν, είναι μνησίκακη. Έχει τον εξής διάλογο με τον ιερέα επικεφαλής του γκρουπ των πιστών:
-Έχω πολύ θυμό μέσα μου. Γιατί να αρρωστήσω εγώ και όχι κάποιος άλλος; Ζηλεύω τους άλλους. Αυτούς που περπατούν και τα κάνουν όλα φυσιολογικά χωρίς να το σκέφτονται. Υπάρχουν και άλλοι χειρότερα από μένα αλλά δεν νιώθω κανένα οίκτο για αυτούς. Θα ήθελα να ήμουν και εγώ υγιείς και να έχω μια φυσιολογική ζωή.
Ο ιερέας της αντιτείνει:
-Τι θα πει αυτό; Η «φυσιολογική» ζωή; Η ζωή σου είναι μοναδική. Κάθε ζωή είναι μοναδική. Ο Θεός δημιούργησε αυτή την ποικιλομορφία. Κάθε ζωή διαφέρει από την άλλη και καμιά δεν είναι καλύτερη. Ή πιστεύεις ότι όποιος έχει γερά πόδια είναι και απαραίτητα πιο ευτυχισμένος; Ας προσευχηθούμε μαζί.
Ο παπάς μεγαλόπρεπα, άθελα του, αποκαλύπτει το θρησκευτικό ψεύδος. Αντιμέτωπος με το πραγματικό πρόβλημα της Κριστίν το μόνο που βρίσκει να αντιτάξει είναι η χριστιανική ψευδο-ηθική. Όλοι υποφέρουμε και αυτό προέρχεται «εκ θεού»:
«Κοιτάζω γύρω μου ούτε μια λέξη δεν απόμεινε από εκείνο που ονομαζόταν κάποτε «αλήθεια», δεν ανεχόμαστε καν τη λέξη «αλήθεια» από το στόμα ενός ιερέα. Ακόμα και τις ταπεινότερες έστω απαιτήσεις εντιμότητας να έχει κανείς, πρέπει το δίχως άλλο να γνωρίζει σήμερα ότι ένας θεολόγος, ένας ιερέας, ένας Πάπας, με κάθε λέξη που προφέρει, δεν πλανάται μοναχά, αλλά ψεύδεται […] Και ο ιερέας γνωρίζει, όπως όλοι, ότι δεν υφίσταται πια κανείς «Θεός», κανείς «αμαρτωλός», κανείς «λυτρωτής» -γνωρίζει ότι η «ελεύθερη βούληση» και η «ηθική τάξη πραγμάτων» είναι ψέματα: η σοβαρότητα και η βαθιά αυτοκυριαρχία του πνεύματος δεν επιτρέπουν πια σε κανέναν να μην τα ξέρει αυτά…». [1]
Η εντιμότητα απαιτεί την αντιμετώπιση της πραγματικότητας στην πληρότητα της, όσο σκληρή και αν είναι, γιατί αυτό αποτελεί όρο για να την αλλάξουμε. Η χριστιανική ανεντιμότητα βρίσκεται στην προσφορά μια απατηλής παρηγοριάς, που τελικά ακυρώνει τις όποιες πραγματικές δυνατότητες απελευθέρωσης. Η θρησκευτική «ηθική» ερμηνεία του κόσμου προσπαθεί να δώσει νόημα στην ύπαρξη ανεξάρτητα από τους όρους της ίδιας της ύπαρξης. Αλλά τότε αναπόφευκτα εμφανίζεται η έλλειψη νοήματος στη ζωή: η χριστιανική «ηθική», αποστειρώνοντας την ύπαρξη από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της, καθιστά τη ζωή αποκρουστική.
Ασφαλώς η ταινία υπερβαίνει την (ουσιώδη) κριτική της χριστιανικής θρησκείας. Με αφορμή τη θρησκευτική αλλοτρίωση θίγεται και το γενικότερο υπαρξιακό κενό των ανθρώπων της νεοτερικότητας. Δεν είναι μόνο η Κριστίν που άγχεται από την αναζήτηση της «φυσιολογικής ζωής». Η υγιής νεαρή συνοδός-νοσοκόμα έχει το ίδιο άγχος. Θα προτιμούσε να κάνει διακοπές κάνοντας σκι, παρά να είναι νοσοκόμα στη Λούρδη. Η ευχαρίστηση της «πραγματικής ζωής» ακυρώνεται λόγω ιδεολογίας (θρησκευτικού ζήλου). Την ίδια ακύρωση θα βιώσει και για την ερωτική της επιθυμία. Επιθυμεί τον νεαρό όμορφο συνοδό, όπως και η παραπληγική Κριστίν, αλλά η ερωτική επιθυμία θα παραμείνει ανεκπλήρωτη. Και για αυτήν το όραμα της «φυσιολογικής ζωής» θα αναβληθεί.
Το «θαύμα» της έγερσης της παραπληγικής Κριστίν σαφώς και δεν προέρχεται από κάποιο θαύμα, αλλά από την απελπισμένη αναζήτηση του «φυσιολογικού». Βρίσκει τη δύναμη να σηκωθεί για να κατακτήσει τον νεαρό συνοδό. Η ακύρωση της επιθυμίας θα την οδηγήσει στην οικειοθελή παραίτηση: θα καθίσει ξανά στο αναπηρικό καροτσάκι έστω και αν είναι (αν είναι) πλέον «φυσιολογική»…
Η ταινία είναι διάσπαρτη με λεπτό χιούμορ, αλλά καταλήγει με μαύρη διάθεση: διαφυγή καμιά και για κανένα, για υγιείς και μη, για όσους ο Θεός τους ευλόγησε όπως και για όσους ο ίδιος αγνόησε…
Η ταινία έχει τις αρετές που προσωπικά εκτιμώ πολύ στην τέχνη. Μινιμαλισμός στα εκφραστικά μέσα, εκκωφαντικές σιωπές, πυκνότητα νοημάτων και συναισθημάτων που δεν λέγονται ρητά αλλά υπονοούνται και για το λόγο αυτό χαράσσονται βαθιά στο μυαλό του θεατή. Μια ταινία που στριφογυρίζει στο μυαλό σου για πολλές μέρες αφ’ ότου την έχεις δει.
Πραγματικά, μια εξαιρετική ταινία!
Άγγελος Κ
Υστερόγραφο: η ηθοποιός που υποδύεται την Κριστίν (Sylvie Testud) απλά απίστευτη. Όλα τα βραβεία ηθοποιίας στην κυρία παρακαλώ!
[1] Νίτσε, Ο Αντίχριστος, λίβελος κατά του χριστιανισμού.
Category: Χωρίς κατηγορία