Η δημιουργία του ισραηλινού Απαρτχάιντ
Ο Phil Gasper αναλύει το πώς ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ με την εκδίωξη των αραβικών πληθυσμών της Παλαιστίνης.
Ο Σιωνισμός είναι ένα πολιτικό κίνημα που αρχικά εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ως απάντηση στον αντισημιτισμό, ιδιαίτερα στην Ανατολική Ευρώπη. Την εποχή εκείνη, η καπιταλιστική ανάπτυξη είχε υπονομεύσει τον εμπορικό ρόλο που παραδοσιακά εξασκούσαν πολλοί Εβραίοι στην παλιά φεουδαρχική οικονομία. Έτσι, οι άρχουσες τάξεις σε πολλές χώρες μπόρεσαν να μετατρέψουν τους Εβραίους σε αποδιοπομπαίους τράγους, ώστε να εκτρέπουν τη οργή των μαζών στις περιόδους που η οικονομία παρουσίαζε κρίσεις.
Οι σιωνιστές κατέληξαν στο απαισιόδοξο συμπέρασμα ότι ο αντισημιτισμός δεν θα μπορούσε να εξαλειφθεί – και επομένως για να γλυτώσουν από τις διώξεις, οι Εβραίοι έπρεπε να μεταναστεύσουν σε μια περιοχή όπου θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα αποκλειστικά εβραϊκό κράτος.
Ο Theodore Herzl, γνωστός ως ο πατέρας του Σιωνισμού, έγραψε για «την κενότητα και τη ματαιότητα της προσπάθειας ‘καταπολέμησης’ του αντισημιτισμού», και κάλεσε για τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους σε μια υπανάπτυκτη χώρα εκτός Ευρώπης. Ο Herzl ήταν σαφής στο ότι το σχέδιο αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με την υποστήριξη μιας από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Μόλις η υποστήριξη αυτή εξασφαλιζόταν, το σιωνιστικό κίνημα θα μπορούσε να αποικίσει αυτή τη χώρα όπως άλλα εγχειρήματα αποικισμού. Ο Herzl υποστήριξε ότι, αν ένα εβραϊκό κράτος δημιουργούνταν στην Παλαιστίνη, θα αποτελούσε «ένα προπύργιο της Ευρώπης ενάντια στην Ασία, ένα φυλάκιο του πολιτισμού απέναντι στη βαρβαρότητα». Με άλλα λόγια, το νέο κράτος θα ήταν μέρος του συστήματος της αποικιοκρατικής κυριαρχίας του υπόλοιπου κόσμου.
Οι ιδρυτές του Σιωνισμού ήταν διατεθειμένοι να συμμαχήσουν με τους πιο φανατικούς αντι-Σημίτες. Ο Herzl προσέγγισε τον Κόμη Von Plehve, που χρηματοδοτούσε τα χειρότερα αντι-εβραϊκά πογκρόμ στη Ρωσία, λέγοντας:
«Βοήθησε με να φτάσω στην περιοχή νωρίτερα, και η εξέγερση ενάντια στο Τσαρικό καθεστώς θα τερματιστεί».
Οι σιωνιστές ηγέτες προσφέρθηκαν να βοηθήσουν στη διασφάλιση των συμφερόντων του Τσάρου στην Παλαιστίνη και να απαλλάξουν την Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία από τους «επικίνδυνους και ανατρεπτικούς αναρχο-μπολσεβίκους Εβραίους» -με άλλα λόγια, τους ανθρώπους που ήθελαν να πολεμήσουν τον αντισημιτισμό αντί να τον ασπαστούν. Ο Von Plehve συμφώνησε να χρηματοδοτήσει το σιωνιστικό κίνημα, σαν ένα τρόπο να περιοριστεί η πάλη της σοσιαλιστικής αντιπολίτευσης απέναντι στο τσαρικό καθεστώς.
Όταν η Βρετανία ανέλαβε τον έλεγχο της Παλαιστίνης, στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι σιωνιστές άρχισαν να ασκούν πίεση στη βρετανική κυβέρνηση. Ο σιωνιστής ηγέτης Chaim Weizmann υποστήριξε ότι «μια εβραϊκή Παλαιστίνη θα αποτελούσε εγγύηση για την Αγγλία, ιδίως σε σχέση με το ζήτημα της διώρυγας του Σουέζ». Το επιχείρημα αυτό άρχισε να φαίνεται όλο και πιο ελκυστικό στη βρετανική άρχουσα τάξη. Ο πόλεμος είχε αναδείξει τη σημασία της Μέσης Ανατολής, που διασφάλιζε τους θαλάσσιους δρόμους προς την Άπω Ανατολή και που περιλάμβανε τα εξαιρετικά κερδοφόρα και στρατηγικά απαραίτητα περσικά κοιτάσματα πετρελαίου. Τον Νοέμβριο του 1917, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Balfour (γνωστός αντισημίτης) ανακοίνωσε ότι η βρετανική κυβέρνηση υποστηρίζει «την ίδρυση στην Παλαιστίνη μιας πατρίδας για τον εβραϊκό λαό». Η δήλωση του Balfour δεν δημιούργησε ένα εβραϊκό κράτος, αλλά ενθάρρυνε τη μαζική μετανάστευση προς την Παλαιστίνη και τη δημιουργία μιας εκτεταμένης κοινότητας εποίκων που έμελλε να γίνει η βάση του κράτους του Ισραήλ.
Αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα. Αντίθετα με τη σιωνιστική προπαγάνδα ότι η Παλαιστίνη ήταν «μια γη χωρίς λαό για ένα λαό χωρίς γη», η περιοχή ήταν στην πραγματικότητα η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, με ένα αραβικό πληθυσμό που ζούσε εκεί για περίπου 1.000 χρόνια και ο οποίος είχε αναπτύξει τοπική οικονομία.
Αν και στην Παλαιστίνη υπήρχαν μικροί εβραϊκοί οικισμοί ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, μετά το 1917 η διαδικασία εποικισμού επιταχύνθηκε σημαντικά. Πολλές Εβραϊκές οργανώσεις αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις γης, εκτοπίζοντας μεγάλο αριθμό Παλαιστινίων αγροτών. Οι σιωνιστές, επίσης, άρχισαν να οικοδομούν μια αποκλειστικά εβραϊκή οικονομία, οργανωμένη γύρω από την Histadrut -τη Γενική Συνομοσπονδία των Εβραίων Εργαζομένων στην Παλαιστίνη. Οι έποικοι αρνούνταν να απασχολούν Άραβες εργάτες και μποϊκόταραν αραβικά εμπορεύματα.
Στη δεκαετία του 1930, η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη έδωσε περαιτέρω ώθηση στην εβραϊκή μετανάστευση, έστω κι αν οι περισσότεροι Εβραίοι δεν είχαν κανένα όφελος από τη μετανάστευση προς την Παλαιστίνη. Ο Σιωνισμός ήταν ακόμη ένα περιθωριακό κίνημα μεταξύ των Εβραίων, ενώ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μόνο το 8,5% των Εβραίων μεταναστών πήγε στην Παλαιστίνη. Ο αριθμός θα ήταν ακόμη μικρότερος αν χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία δεν είχαν ρατσιστικές μεταναστευτικές πολιτικές που εξαιρούσαν τους περισσότερους Εβραίους. Όμως, οι πρόσφυγες που τελικά έφτασαν στην Παλαιστίνη ενίσχυσαν την κοινότητα των εποίκων.
Συχνά η άνοδος του φασισμού και η φρίκη του Ολοκαυτώματος, που εξόντωσε 6 εκατομμύρια Εβραίους, παρουσιάζονται ως δικαιολογίες για την ίδρυση ενός σιωνιστικού κράτους. Όμως, οι σιωνιστές, αντί να αγωνιστούν κατά του φασισμού, συχνά συνεργάστηκαν με τους Ναζί. Το 1933, η Σιωνιστική Ομοσπονδία της Γερμανίας έστειλε ένα μνημόνιο στήριξης στους Ναζί:
«Όσον αφορά στην ίδρυση του νέου (ναζιστικού) κράτους, το οποίο έχει εισάγει φυλετικές αρχές, θα ευχόμασταν να ενσωματωθεί η κοινότητά μας στη συνολική νέα δομή, έτσι ώστε και εμείς να συμβάλλουμε, όσο μας αναλογεί, ώστε να καρποφορήσει η προσπάθεια για την Πατρίδα».
Το σιωνιστικό κίνημα έφτασε μάλιστα στο σημείο να αντιταχθεί σε αλλαγές στους νόμους για τη μετανάστευση στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη, οι οποίες θα επέτρεπαν σε περισσότερους Εβραίους να βρουν καταφύγιο στις χώρες αυτές. Το 1938, ο David Ben-Gurion, που επρόκειτο να γίνει ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ, έγραψε:
«Αν ήξερα ότι θα ήταν δυνατό να σωθούν όλα τα παιδιά στη Γερμανία με τη μεταφορά τους στην Αγγλία, ή μόνο τα μισά από αυτά αν μεταφερθούν στην Eretz Yisrael [Γη του Ισραήλ], τότε θα επέλεγα τη δεύτερη εναλλακτική λύση».
Στους Εβραίους της Παλαιστίνης δόθηκαν προνόμια από το βρετανικό αποικιακό καθεστώς. Οι Βρετανοί βοήθησαν να συγκροτηθεί και να εκπαιδευτεί η σιωνιστική πολιτοφυλακή, παραχώρησαν στο Εβραϊκό κεφάλαιο το 90% των οικονομικών δικαιωμάτων, και πλήρωναν τους Εβραίους με υψηλότερο μισθό από τους Άραβες. Από τη δεκαετία του 1920 και μετά, η βρετανική κυβέρνηση χρησιμοποίησε τους Εβραίους εποίκους στην καταστολή των μαζικών διαδηλώσεων των Αράβων με αιτήματα για γη, δουλειά και ανεξαρτησία.
Η πιο σημαντική εξέγερση των Παλαιστινίων έλαβε χώρα από το 1936 έως το 1939, και περιελάμβανε μια γενική απεργία αρκετών μηνών, άρνηση πληρωμής φόρων, πολιτική ανυπακοή και ένοπλο αγώνα. Οι Βρετανοί απάντησαν με κήρυξη στρατιωτικού νόμου και μαζική καταστολή, στηριζόμενοι κυρίως στις σιωνιστικές δυνάμεις. Εκατοντάδες Παλαιστίνιοι εκτελέστηκαν ή δολοφονήθηκαν, χιλιάδες φυλακίστηκαν, ενώ χιλιάδες σπίτια κατεδαφίστηκαν.
Όμως η Βρετανία σε μεγάλο βαθμό αποδυναμώθηκε από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Παλαιστίνη. Το 1947, οι κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, αποφάσισαν να διχοτομήσουν τη χώρα σε δύο ξεχωριστά κράτη, ένα εβραϊκό και ένα παλαιστινιακό. Παρά το ότι οι Εβραίοι αποτελούσαν μόνο το 31% του πληθυσμού, στους σιωνιστές δόθηκε το 54% της εύφορης γης. Αλλά ούτε αυτό δεν ήταν ικανοποιητικό για τους σιωνιστές. Το 1938, ο Μπεν Γκουριόν δήλωσε:
«Φιλοδοξούμε τα όρια του Σιωνισμού να περιλαμβάνουν το νότιο Λίβανο, τη νότια Συρία, την Ιορδανία, ολόκληρη τη δυτική Ιορδανία (τη Δυτική Όχθη) και το Σινά… Αφού γίνουμε μια ισχυρή δύναμη με τη δημιουργία του κράτους, θα καταργήσουμε τη διχοτόμηση και θα επεκταθούμε σε όλη την Παλαιστίνη. Το κράτος θα είναι μόνο ένα στάδιο στην υλοποίηση του Σιωνισμού και καθήκον του είναι να προετοιμάσει το έδαφος για την επέκταση μας. Το κράτος θα πρέπει να προστατεύει την τάξη -όχι με το κήρυγμα, αλλά με τα όπλα».
Το σιωνιστικό σχέδιο θα μπορούσε να ολοκληρωθεί μόνο εάν ο ντόπιος αραβικός πληθυσμός εκδιωχθεί. Ο Joseph Weitz, επικεφαλής του Τμήματος Αποικισμού του Εβραϊκού Οργανισμού, δήλωσε το 1940:
«[…] δεν υπάρχει χώρος και για τους δύο λαούς σε αυτή τη χώρα… Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος εκτός από το να μεταφερθούν οι Άραβες από εδώ στις γειτονικές χώρες. Να μεταφερθούν όλοι, ούτε ένα χωριό, ούτε μια φυλή να μην μείνει».
Το 1948, η πολιτική αυτή τέθηκε σε ισχύ. Οι σιωνιστικές δυνάμεις κατέλαβαν τα τρία τέταρτα της περιοχής και απομάκρυναν περίπου 750.000 Παλαιστινίους. Στρατιωτικές ομάδες, στους ηγέτες των οποίων περιλαμβάνονταν και οι μελλοντικοί πρωθυπουργοί του Ισραήλ Menachem Begin και Yitzhak Shamir, πραγματοποίησαν σφαγές σε χωριά όπως το Ντέιρ Γιασίν -όπου πάνω από 100 άνδρες, γυναίκες και παιδιά δολοφονήθηκαν- και σχεδίασαν την τρομοκράτηση του υπόλοιπου παλαιστινιακού λαού ώστε να τραπεί σε φυγή για να σώσει τη ζωή του.
Οι επίσημες Αμυντικές Δυνάμεις του Ισραήλ πραγματοποίησαν άλλες σφαγές. Ένας στρατιώτης έδωσε την παρακάτω μαρτυρία των όσων συνέβησαν στο χωριό Dueima:
«Σκότωσαν μεταξύ 80-100 Αράβων -άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σκότωναν τα παιδιά σπάζοντας τα κεφάλια τους με τα κοντάρια. Δεν υπήρξε ούτε ένα σπίτι χωρίς πτώματα… Μορφωμένοι, με καλούς τρόπους, διοικητές, οι οποίοι θεωρούνται “καλοί άνθρωποι”… έγιναν κοινοί δολοφόνοι, όχι στη θύελλα της μάχης, αλλά ακολουθώντας μια μέθοδο απέλασης και εξόντωσης».
Περίπου 500 παλαιστινιακά χωριά στην περιοχή τέθηκαν υπό ισραηλινή κατοχή μετά τη διχοτόμηση. Κατά τη διάρκεια του 1948 και το 1949, σχεδόν τα 400 ισοπεδώθηκαν. Ακόμα περισσότερα καταστράφηκαν τη δεκαετία του 1950.
Το 1969, ο Μοσέ Νταγιάν, πρώην αρχηγός του επιτελείου στρατού και υπουργός άμυνας, παραδέχθηκε:
«Ήρθαμε εδώ, σε μια χώρα που κατοικούνταν από Άραβες και χτίζουμε εδώ ένα εβραϊκό κράτος. Αντί για αραβικά χωριά, δημιουργούνται εβραϊκά χωριά… Δεν υπάρχει ούτε ένας (εβραϊκός) οικισμός που να μην έχει δημιουργηθεί στο χώρο ενός πρώην αραβικού χωριού».
Το Ισραήλ επίσης έμαθε να παρουσιάζει τη δική του επιθετικότητα ως αυτοάμυνα απέναντι στους εχθρικούς γείτονες. Το 1948, μετά την επίθεση του Ισραήλ στους Παλαιστίνιους, οι άλλες αραβικές χώρες κινητοποίησαν μόνο μια συμβολική δύναμη, μια προσπάθεια που σε μεγάλο βαθμό έγινε για να ηρεμήσουν τους δικούς τους πληθυσμούς, παρά ως μια σοβαρή στρατιωτική προσπάθεια. Οι αραβικές χώρες δεν έκαναν τίποτα για να σταματήσουν την εκδίωξη των Παλαιστινίων, με αποτέλεσμα, αφού έληξε ο πόλεμος του 1948, οι σιωνιστές να έχουν τον έλεγχο του 78% της ιστορικής Παλαιστίνης.
Ο Moshe Sharett, ο ισραηλινός πρωθυπουργός τη δεκαετία του 1950, παραδέχθηκε ότι η ισραηλινή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ουδέποτε πίστεψε ότι οι αραβικές κυβερνήσεις αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για το Ισραήλ. Αντίθετα, το Ισραήλ προσπάθησε να σύρει τα αραβικά κράτη σε στρατιωτικές αντιπαραθέσεις που ήταν βέβαιο ότι θα νικήσει, με στόχο την αποσταθεροποίηση των καθεστώτων αυτών και την κατάκτηση περισσότερου εδάφους. Στόχος του Ισραήλ, σύμφωνα με τον Sharett, ήταν:
«Να διαιρέσει τον αραβικό κόσμο, να νικήσει το αραβικό εθνικό κίνημα και να δημιουργήσει καθεστώτα μαριονέτες κάτω από τον έλεγχο του Ισραηλινού καθεστώτος» και «να τροποποιήσει ριζικά την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή, μετατρέποντας το Ισραήλ στην κυρίαρχη δύναμη στη Μέση Ανατολή».
Πριν από το 1947, οι Εβραίοι κατείχαν περίπου το 6% των εδαφών στην Παλαιστίνη. Κατά τη διαδικασία της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ, οι σιωνιστές απαλλοτρίωσαν το 90% του εδάφους, η συντριπτική πλειοψηφία του οποίου ανήκε προηγουμένως στους Άραβες. Ολόκληρες πόλεις εκκενώθηκαν από Παλαιστίνιους και κατασχέθηκαν οι παλαιστινιακοί οπωρώνες, η βιομηχανία, το σιδηροδρομικό δίκτυο, τα εργοστάσια, τα σπίτια και οι περιουσίες. Η πλειοψηφία των Παλαιστινίων εκδιώχθηκε από την πατρίδα τους. Οι Άραβες που παρέμειναν στο Ισραήλ μετατράπηκαν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ενώ οι Παλαιστίνιοι οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τη χώρα ζούσαν ως επί το πλείστον σε συνθήκες φτώχειας σε καταυλισμούς προσφύγων σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Το Ισραήλ πέρασε το «νόμο της επιστροφής», το οποίο επιτρέπει σε κάθε άτομο εβραϊκής καταγωγής να μεταναστεύσει στο Ισραήλ. Αλλά οι Παλαιστίνιοι δεν επιτρέπεται να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Μετά τον πόλεμο των έξι ημερών το 1967, το Ισραήλ κατέλαβε περισσότερο έδαφος, συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας. Στη Δυτική Όχθη, το 55% της γης και το 70% του νερού κατασχέθηκαν προς όφελος των παράνομων Εβραίων εποίκων. Στη Γάζα, 2.200 Εβραίοι έποικοι κατείχαν πάνω από 40% του εδάφους, ενώ 500.000 Παλαιστίνιοι συνωστίζονταν στα στρατόπεδα και τις φτωχογειτονιές. Το Ισραήλ αποσύρθηκε τελικά από τη Γάζα το 2005, αλλά έχει διατηρήσει τον αποκλεισμό, ώστε τελικά η Γάζα να μοιάζει με ένα τεράστιο στρατόπεδο αιχμαλώτων.
Οι ενέργειες του Ισραήλ έχουν επανειλημμένα καταδικαστεί από τα Ηνωμένα Έθνη, αλλά η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξασφαλίζει ώστε να μην υπάρχουν κυρώσεις παρά τη σειρά ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Από τη σύστασή του, το Ισραήλ υπήρξε υπερασπιστής των συμφερόντων της Ουάσιγκτον στην πλούσια σε πετρέλαιο Μέση Ανατολή. Η μεγάλης απήχησης εβραϊκή εφημερίδα Ha’aretz έγραφε το 1951:
«Το Ισραήλ πρόκειται να γίνει ο φύλακας στην περιοχή. Δεν υπάρχει φόβος το Ισραήλ να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια κατά αραβικών κρατών, αν αυτό δεν το επιθυμούν ΗΠΑ και Βρετανία. Αλλά, εάν για οποιονδήποτε λόγο, οι δυτικές δυνάμεις επιλέξουν κάποιες φορές να κλείσουν τα μάτια τους, το Ισραήλ θα μπορούσε να τιμωρήσει ένα ή περισσότερα γειτονικά κράτη των οποίων η αγένεια προς τη Δύση υπερέβη τα επιτρεπτά όρια».
Ως συνέπεια των παραπάνω, το Ισραήλ λαμβάνει κάθε χρόνο δισεκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια από τις ΗΠΑ, που το έχουν καταστήσει ένα από τα πλέον μιλιταριστικά κράτη του κόσμου – ένα κράτος που εύκολα μπορεί να πραγματοποιεί τη σφαγή στη Γάζα, που βλέπουμε σήμερα.
Η μετάφραση έγινε από την Μαριάνα Ξ.
Category: Χωρίς κατηγορία
Το μεγάλο πρόβλημα των Αράβων ήταν πάντοτε η ηγεσία τους και ειδικά η ανεπάρκειά της σε επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης και στρατηγικής. Άραγε πώς βλέπουν το μέλλον οι Παλαιστίνιοι και τι προοπτικές θέτουν;
Πάρα πολύ καλό άρθρο και έντονα διαφωτιστικό.