Ελληνοτουρκικές σχέσεις: ισορροπίες μιας λυκοφιλίας…
Η επίσκεψη του Τούρκου Πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν (14-15 Μαΐου) προκάλεσε τις αναμενόμενες αντιδράσεις. Μια μερίδα πολιτικών αναλυτών την αντιμετώπισε με ανοιχτή εχθρότητα ως κίνδυνο για τα «εθνικά μας» συμφέροντα. Μια άλλη, σαφώς μικρότερη, ως ευκαιρία για να μπορέσουν οι δυο λαοί να συμβιώσουν ειρηνικά και χωρίς «εκατέρωθεν παραλογισμούς».
Όπως πάντα, ο ελληνικός τύπος ήταν επικεφαλής της εθνικόφρονας αντιμετώπισης της επίσκεψης Ερντογάν. Ο τύπος στα «εθνικά θέματα» εμφανίζεται μόνιμα βασιλικότερος του βασιλέως: ακόμα και όταν (τουλάχιστον ως πρόθεση) ελληνικές κυβερνήσεις επιδιώκουν κάποια διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών ο ελληνικός τύπος, στη μεγάλη του πλειοψηφία, φροντίζει να δηλητηριάζει το κλίμα.[1] Εμφανίζει την Τουρκία ως την ενσάρκωση της «ανθελληνικής» επιθετικότητας, απορρίπτοντας ταυτόχρονα κάθε δυνατότητα συμβιβασμού αν αυτός δεν οδηγεί στην επίτευξη του μάξιμουμ των ελληνικών «εθνικών» επιδιώξεων.
Έτσι κατά τον ελληνικό τύπο ο Ερντογάν εμφανίστηκε στην Αθήνα:
«[…] ακραία διεκδικητικός σε βάρος της Ελλάδας και απολύτως πιεστικός πρωθυπουργός της Τουρκίας, σε ανοιχτή διαπραγμάτευση με την Αθήνα και με απόλυτους όρους.
Ζήτησε τον άμεσο αφοπλισμό των ελληνικών μαχητικών στο Αιγαίο και θέσπιση «ειδικών όρων» για τις ασκήσεις.
[…]
Ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να άρει την «απειλή πολέμου» σε βάρος της Ελλάδας, υποστηρίζοντας ότι αυτό δεν είναι θέμα που λύνεται μονομερώς (!), αλλά είναι θέμα που θα λυθεί όταν τελειώσουν οι διερευνητικές επαφές Ελλάδας-Τουρκίας για την υφαλοκρηπίδα, υπονοώντας σαφώς ότι δεν θα επιτρέψει στην Ελλάδα την επέκταση των χωρικών υδάτων της.
Ζήτησε πλήρη «παραλληλία» στα θέματα του οικουμενικού πατριαρχείου και της εκλογής του μουφτή στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης.
Ζήτησε ακόμα επιτακτικά την άμεση λειτουργία του τζαμιού στο Μοναστηράκι».[2]
Προσέξτε τώρα:
Όταν η Τουρκία αμφισβητεί ότι το Αιγαίο αποτελεί «ελληνική λίμνη», την απαίτηση δηλαδή η Τουρκία να μην έχει καθόλου παράλια στο Αιγαίο, αυτό αποτελεί «τουρκική προκλητικότητα». Όταν η ελληνική πλευρά διεκδικεί τα δικαιώματα του ελληνορθόδοξου πατριάρχη στην Ινσταμπούλ (που η ελληνική πλευρά προκλητικά την ονομάζει Κωνσταντινούπολη), πιέζει για την επαναλειτουργία της σχολής της Χάλκης, τότε τα αιτήματα αυτά είναι «αυτονόητα και δίκαια». Όταν η τουρκική πλευρά διεκδικεί το αυτονόητο δικαίωμα της τουρκικής μειονότητας στη Θράκη (που η ελληνική πλευρά δεν της παραχωρεί ούτε καν το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού) να εκλέγει η ίδια τον θρησκευτικό της ηγέτη και όχι το ελληνικό κράτος, τότε αυτό είναι «τουρκική επέμβαση στα εσωτερικά της χώρας μας».[3] Στη Ροδόπη οι Τούρκοι (μαζί με τους Πομάκους και τους Ρομά) ξεπερνούν το 50% του πληθυσμού και στην Ξάνθη αποτελούν περίπου το 40%. Παρ’ όλα αυτά, στην Ξάνθη υπάρχουν 30 λύκεια και μόλις ένα είναι μειονοτικό.[4]
Για μια αναλυτική παρουσίαση των ελληνοτουρκικών διαφορών διάβαζε τις δυο προηγούμενες δημοσιεύσεις μας, Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και η αλήθεια καθώς επίσης Το διεθνές δίκαιο και οι ελληνοτουρκικές διαφορές.
Υπήρξε ασφαλώς και μια μικρότερη και ψυχραιμότερη μερίδα αναλυτών που είδε την επίσκεψη Ερντογάν ως ευκαιρία να συμβιβάσουν οι δυο άρχουσες τάξεις του Αιγαίου τα αντιτιθέμενα συμφέροντά τους, να «πρυτανεύσει η λογική», να σταματήσουν οι «παράλογοι» ανταγωνισμοί που έχουν οδηγήσει επανειλημμένα στο παρελθόν τις δυο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου. Οι… συνήθεις ύποπτοι αυτής της λογικής (όσον αφορά την ειλικρίνεια των προθέσεων) είναι ο Μακάριος Δρουσιώτης και ο Αλέξης Ηρακλείδης. Έτσι σύμφωνα με τον Μακάριο Δρουσιώτη:
«Η επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα είναι μια ιστορική ευκαιρία για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της καχυποψίας, να ηττηθούν οι φοβίες και να απελευθερωθεί η δυναμική της ανάπτυξης και της οικονομίας όλης της περιοχής, κάτι που θα αλλάξει τη μοίρα των ανθρώπων όχι μόνο του σήμερα αλλά και για τις γενιές που έρχονται».[5]
Ο Αλέξης Ηρακλείδης υπερθεματίζει:
«[…] οι δύο πλευρές είναι, θα έλεγα, υπερώριμες για μία τελική επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Επίλυση που θα είναι προς το εθνικό συμφέρον και των δύο πλευρών. Αν μη τι άλλο μία οριστική επίλυση θα αποδέσμευε τεράστια ποσά που τώρα ξοδεύονται για εξοπλισμούς (εν πολλοίς άσκοπους, όπως φρεγάτες) και πτήσεις-αναχαιτίσεις πολεμικών αεροσκαφών».[6]
Από μια πρώτη ματιά η συγκυρία είναι όντος ευνοϊκή για μια συνεννόηση ανάμεσα στις δυο άρχουσες τάξεις. Από το 1999 υπάρχει ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ενώ και οι δυο κυβερνήσεις έχουν αρκετούς λόγους (όπως θα δούμε στη συνέχεια) να επιδιώξουν μια συνεννόηση.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: μπορούν (επιτέλους!) οι δυο άρχουσες τάξεις να «τα βρουν»;
Το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί αντίστροφα: γιατί μέχρι τώρα δεν τα έχουν βρει;
Τη δεκαετία του 1960 οι δυο χώρες βρέθηκαν στα πρόθυρα πολέμου δυο φορές για το Κυπριακό, και ξανά το 1974 μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Το ίδιο συνέβη τρεις φορές μετά το 1974 (ο πόλεμος αποφεύχθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή): το 1976, το 1987 και το 1996 με την κρίση στα Ίμια. Ασφαλώς, οι περίοδοι έντασης εναλλάσσονταν και με περιόδους ύφεσης (ακόμα και «φιλίας»): 1930-1940, 1945-1953, 1959-1963 και 1999 μέχρι σήμερα. Αλλά καμία προσπάθεια «ομαλοποίησης» των σχέσεων και προσέγγισης δεν ήταν οριστική. Αντίθετα, κάθε περίοδος «ομαλοποίησης» μοιάζει να οδηγεί μαθηματικά σε μια νέα περίοδο όξυνσης.
Το ερώτημα είναι γιατί; Υπάρχει κάποιο οντολογικό (!!) πρόβλημα και παρά τις «φωνές της λογικής» οι δυο άρχουσες τάξεις δεν μπορούν να τα βρουν; Ή μήπως, τελικά, τα υλικά συμφέροντά τους αποκλίνουν τόσο πολύ που κάθε προσπάθεια συμβιβασμού καταλήγει σε αδιέξοδο.
Θα διαφωτίσει το ερώτημα μια πιο προσεκτική εξέταση των λόγων που οδήγησαν στην ελληνοτουρκική προσέγγιση μετά το 1999 και την κρίση των Ιμίων αλλά και των αδιεξόδων αυτής της επαναπροσέγγισης (παρά τη δεκαετή ύφεση, καμιά διαφορά δεν επιλύθηκε στη διάρκεια αυτής της περιόδου).
«Εθνικά συμφέροντα»
και ιμπεριαλιστική εμπλοκή
Τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τις καθορίζουν οι επιδιώξεις και οι συσχετισμοί δύναμης ανάμεσα στον ελληνικό και τον τουρκικό καπιταλισμό. Οι συσχετισμοί αυτοί καθορίζονται τόσο από τη σχετική δύναμη κάθε χώρας ξεχωριστά αλλά, επιπλέον, και από τις διεθνείς σχέσεις των δυο χωρών, τον τρόπο που αυτές διαπλέκονται με τις επιδιώξεις του δυτικού ιμπεριαλισμού στην ευρύτερη περιοχή.
Ας ιχνηλατήσουμε λοιπόν τις συνθήκες που οδήγησαν στη δεκαετή ύφεση των ελληνοτουρκικών σχέσεων (1999 έως σήμερα) θυμίζοντας αρχικά τις συνθήκες της δεκαετίας του 1990.
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991 άλλαξε το γεωπολιτικό χάρτη του πλανήτη και βεβαίως της ευρύτερης περιοχής που αφορά Ελλάδα-Τουρκία. Τα πετρέλαια της Κασπίας μπήκαν στο στόχαστρο των εταιρειών πετρελαίου των ΗΠΑ και της Ε.Ε.. Μετά την νίκη επί του Ιράκ, στον πόλεμο του Κόλπου στις αρχές του 1991, για τις ΗΠΑ έγινε άμεσης προτεραιότητας το ζήτημα της αναδιάρθρωσης των συμμαχιών τους για τον έλεγχο των πετρελαίων της περιοχής. Στην αστάθεια της ευρύτερης περιοχής συνέβαλαν η διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, οι επακόλουθοι πόλεμοι των πρώην ομόσπονδων κρατών της, και ο πόλεμος των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας το 1999. Σε αυτό το κλίμα, η σταθεροποίηση των συμμαχιών τους στην περιοχή, έγινε για τις ΗΠΑ και τους δυτικούς ιμπεριαλιστές πρωτεύον στόχος. Τα κύρια στηρίγματα για τις ΗΠΑ, και τους ευρωπαίους συμμάχους τους, στην περιοχή είναι η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ισραήλ.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι αμερικανικές κυβερνήσεις στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 επεδίωξαν να φέρουν σε κάποιο συμβιβασμό τα συμφέροντα Ελλάδας-Τουρκίας σε Αιγαίο-Κύπρο, είτε με πρωτοβουλίες μέσω ΟΗΕ είτε με την άμεση παρέμβαση της αμερικανικής διπλωματίας. Ωστόσο οι αντιθέσεις παρέμειναν τόσο ισχυρές που οι προσπάθειες συμβιβασμού οδηγήθηκαν σε αποτυχία.
Παρά την αποτυχία των διπλωματικών προσπαθειών, υπήρξε μια σαφής στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη δεκαετία του 1990, τόσο στο Κυπριακό όσο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η αποκατάσταση της στρατιωτικής ισορροπίας μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας που είχε διαταραχθεί μετά το 1974, η ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε., τα διαρκώς αυξανόμενα οικονομικά προβλήματα, τότε, της Τουρκίας και η συνακόλουθη πολιτική αστάθεια, η διεθνής απομόνωση του Τουρκοκυπριακού κράτους, άνοιγαν την προοπτική για μια επωφελή, για τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού, διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Το ισοζύγιο δυνάμεων άρχισε να κλίνει υπέρ του ελληνικού καπιταλισμού και η ελληνική διπλωματία κινήθηκε για να εκμεταλλευτεί το γεγονός αυτό.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 οι ελληνικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν ολοένα και πιο έντονα τα πλεονεκτήματα που τους παρέχει το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος της Ε.Ε.. Η κύρια προσπάθεια της ελληνικής διπλωματίας επικεντρώθηκε στην προσπάθεια ένταξης της νότιας Κύπρου στην Ε.Ε.. Οι πρώτοι που εισηγήθηκαν αυτήν τη στρατηγική (ήδη από το 1988) ήσαν ο Θεόδωρος Πάγκαλος και ο Γιάννος Κρανιδιώτης (το 1990 η νότια Κύπρος κατέθεσε αίτηση ένταξης). Βάση της επιχειρηματολογίας τους ήταν ότι η ένταξη της νότιας Κύπρου στην Ε.Ε. θα επέφερε:
Α) Ενδυνάμωση της διεθνούς θέσης της Ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης της νότιας Κύπρου, παγιώνοντας τη διεθνή απομόνωση του βορρά.
Β) Στις διαπραγματεύσεις με τους Τουρκοκύπριους για «λύση του Κυπριακού», η Ελληνοκυπριακή πλευρά θα μπορούσε πιο αποτελεσματικά να πιέσει τους Τουρκοκύπριους για να μπορεί το Ελληνοκυπριακό κεφάλαιο να διεισδύσει ανεμπόδιστα στο βορρά.
Γ) Η Τουρκοκυπριακή πλευρά θα αναγκαζόταν σε υποχωρήσεις υπό το βάρος του εκβιασμού ότι θα έμενε εκτός Ε.Ε. και η οικονομία της χωρίς διέξοδο ή προοπτική.
Δ) Με μοχλό το Κυπριακό και την προοπτική ένταξης στην Ε.Ε. η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να πιέζει την Τουρκία πιο αποτελεσματικά σε γενικότερες υποχωρήσεις στο Αιγαίο.
Με βάση αυτή τη στρατηγική η Ελλάδα το 1995 απέσυρε το βέτο για την τελωνιακή ένωση της Τουρκίας στην Ε.Ε., με αντάλλαγμα χρονοδιάγραμμα ένταξης της νότιας Κύπρου στην Ε.Ε.. Από τότε δρομολογήθηκε οριστικά η ένταξη της νότιας Κύπρου στην Ε.Ε..
Είναι προφανές ότι η ελληνική στρατηγική, που μόλις περιγράψαμε, είχε σαν στόχο την πίεση της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων. Τα «ελληνικά δώρα» προς την Τουρκία ήταν δηλητηριώδη.
Γι” αυτό ακριβώς το λόγο οι προσπάθειες για συμβιβασμό είτε με μεσολαβητικές προσπάθειες των ΗΠΑ είτε με τα παζάρια στην Ε.Ε., όχι απλά απέτυχαν να μειώσουν την ένταση αλλά, χειρότερα, όξυναν τους ανταγωνισμούς Ελλάδας-Τουρκίας. Τον Ιανουάριο 1996 ξέσπασε η κρίση στα Ίμια που έφερε για άλλη μια φορά τις δυο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου.
Το κλίμα ύφεσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που επικράτησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 μετά την κρίση των Ιμίων αρχικά βρισκόταν στην «κόψη του ξυραφιού».
Στη σύνοδο κορυφής του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο 1999 η Αθήνα υποστήριξε την υποψηφιότητα για (μελλοντική) ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.. Έκτοτε η Αθήνα, κατά τον τότε υπουργό εξωτερικών Γ. Παπανδρέου, «με συνέπεια προωθεί την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας».
Αλλά…
…σε αντάλλαγμα η Τουρκία δεσμεύτηκε «να υποστηρίξει σθεναρά τις προσπάθειες του ΟΗΕ για επίλυση του Κυπριακού» και να μην αντιδράσει στην προσπάθεια εισόδου της νότιας Κύπρου στην Ε.Ε. (πράγμα που τελικά έγινε τον Μάιο 2004 χωρίς η Τουρκία να φέρει οποιαδήποτε αντίρρηση). Επιπλέον συμφωνήθηκε από τις δυο χώρες να επιλυθούν οι διαφορές στο Αιγαίο με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Οι συμφωνίες αυτές θεωρήθηκαν (και σε ένα βαθμό δικαίως για τα δικά τους ταξικά συμφέροντα) ως «εθνικός θρίαμβος» από τους Έλληνες καπιταλιστές.
Όταν τα σχέδια επί χάρτου αποτυγχάνουν
Ήταν ωστόσο προφανές, ότι κάτω από την «ύφεση» ελλόχευαν νέες εντάσεις. Ο λόγος ήταν ότι κάθε χώρα προσπαθούσε (και εξακολουθεί να προσπαθεί), παρά τις δηλώσεις για «ειλικρινείς προθέσεις» προς την κατεύθυνση της επίλυσης των διαφορών, να κερδίσει σε βάρος της άλλης προσφέροντας ελάχιστες παραχωρήσεις στον αντίπαλο.
Η Τουρκία έγινε υποψήφια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τον όρο -κατόπιν απαίτησης της Ελλάδας- ότι θα επιλύονταν οι συνοριακές διαφορές της με την Ελλάδα (Αιγαίο) εντός «ευλόγου» χρονικού διαστήματος. Αν αυτό δεν καθίστατο δυνατό με διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δυο χώρες μέχρι το Δεκέμβριο του 2004, τα ζητήματα αυτά θα παραπέμπονταν προς επίλυση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σε αυτή τη συμφωνία κατέληξαν οι διπλωμάτες των δυο χωρών το 2002-3.
Ωστόσο, οι παρασκηνιακές συμφωνίες απέτυχαν να φέρουν χειροπιαστά αποτελέσματα στην επίλυση οποιασδήποτε σοβαρής διαφοράς σε Αιγαίο-Κύπρο γιατί οι προϋποθέσεις που έθεταν οι άρχουσες τάξεις των δυο χωρών ανατράπηκαν στην πορεία.
Για την ελληνική άρχουσα τάξη εξ’ αρχής υπήρχαν αντιρρήσεις στις γραμμές της ως προς το βαθμό συμβιβασμού με την Τουρκία. Στο Κυπριακό, μετά την ένταξη της νότιας Κύπρου στην Ε.Ε., θεωρήθηκε ότι μπορούσε να πιεστεί και άλλο η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι για μεγαλύτερες παραχωρήσεις. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η κυβέρνηση της ΝΔ υπό τον Κ. Καραμανλή να μην πιέσει καθόλου το κράτος της νότιας Κύπρου για την αποδοχή του σχεδίου Ανάν. Στο δημοψήφισμα στις 24 Απριλίου 2004 το 75% των Ελληνοκυπρίων ψήφισε ενάντια στο σχέδιο ενώ οι Τουρκοκύπριοι ψήφισαν με 65% υπέρ. Επιπλέον, η κυβέρνηση Καραμανλή εγκατέλειψε τη συμφωνία για παραπομπή στη Χάγη των διαφορών στο Αιγαίο μέχρι το Δεκέμβριο του 2004. Η ΝΔ δεν επέδειξε οποιοδήποτε ζήλο στις διερευνητικές επαφές για το θέμα και επίσης δεν ήθελε την προσφυγή στη Χάγη. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται σε κομματικές διαφορές ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ του (επίσημου) ελληνικού πολιτικού κόσμου ως προς το θέμα της προσφυγής στη Χάγη. Πολλοί πολιτικοί και των δυο κομμάτων, εκφράζουν το φόβο ότι τα διεθνή δικαστήρια έχουν την τάση να συμβιβάζουν τις διαφορετικές απόψεις, με αποτέλεσμα όσοι θέλουν τη μερίδα του λέοντος για τους Έλληνες καπιταλιστές να φοβούνται μια απόφαση που το Αιγαίο θα μοιράζεται με πιο αναλογικό τρόπο. Αυτός ήταν λοιπόν ο ουσιαστικός λόγος της εγκατάλειψης της τακτικής της Χάγης από την κυβέρνηση Καραμανλή.
Το ίδιο αδιέξοδη αποδείχθηκε η στρατηγική της ελληνικής άρχουσας τάξης να πιεστεί η Τουρκία με δέλεαρ την εισδοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολύ γρήγορα έγινε εμφανές ότι οι μεγάλες δυνάμεις της Ε.Ε. (Γερμανία και Γαλλία) δεν επιθυμούσαν την εισδοχή της Τουρκία και προτιμούσαν κάποιου είδους «ειδική σχέση». Ήδη από τη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στη Κοπεγχάγη το Δεκέμβριο 2002, η Τουρκία δεν πήρε ημερομηνία έναρξης συνομιλιών για ένταξη της στην Ε.Ε.. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε ναυάγιο την ελληνική εξωτερική πολιτική που ήθελε να χρησιμοποιήσει την Ε.Ε. ως μοχλό πίεσης προς την Τουρκία. Τα πράγματα συνολικά εξελίχθησαν με πιο δυσμενή τρόπο για την ελληνική άρχουσα τάξη. Η πολιτική και οικονομική κρίση που ταλάνιζε την Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει, τουλάχιστον στην παρούσα συγκυρία, αντιστραφεί. Ο Ερντογάν και το κόμμα του (AKP) μοιάζει να έχουν κερδίσει στην κόντρα τους με τους κεμαλιστές στρατιωτικούς και υπάρχει πολιτική σταθερότητα στη χώρα.[7] Η οικονομική ανάπτυξη είναι εντυπωσιακή. Ο πληθωρισμός από 99% το 1997 σήμερα βρίσκεται στο 9,5%. Το δημόσιο χρέος βρίσκεται στο 49% του ΑΕΠ και το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 5,5%. Η οικονομία αναπτύσσεται με 7% και η Τουρκία έχει αποκληθεί «Κίνα της Μεσογείου».[8]
Ύφεση μεν, υπόγεια ένταση δε…
Παρά τις αποτυχίες των «εθνικών στρατηγικών», παρά τις κατά καιρούς εντάσεις (μετά την αποτυχία του σχεδίου Ανάν, τις διαφορές και τα «ατυχήματα» στον εναέριο χώρο του Αιγαίου με νεκρούς πιλότους και από τις δυο πλευρές) η ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις διατηρήθηκε από το 1999 έως σήμερα.
Από το 1999 έχουν πολλαπλασιαστεί οι οικονομικές σχέσεις, πράγμα που οδηγεί αρκετούς να θεωρούν ότι η δυναμική της «συνεννόησης» μεταξύ των δυο χωρών θα διατηρηθεί:
«Τα προηγούμενα χρόνια παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση στον αριθμό των ελληνικών εταιρειών και στις επενδύσεις που έγιναν στην Τουρκία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της γενικής γραμματείας Οικονομικών της Τουρκίας, οι επενδύσεις της Ελλάδας έχουν υπερβεί τα 6 δισ. ευρώ. Στην Τουρκία δραστηριοποιούνται 360 εταιρείες ελληνικών συμφερόντων. Οι 128 από αυτές τις εταιρείες δραστηριοποιούνται στον κλάδο του εμπορίου, 81 στη βιομηχανική παραγωγή και 37 εταιρείες στον τομέα των ακινήτων. Αναμφίβολα η μεγαλύτερη επένδυση έχει γίνει από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος που κατέχει το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της Finansbank. Επίσης η Eurobank έχει εξαγοράσει το 70% της Tekfenbank, της 23ης σε μέγεθος τράπεζας της χώρας, έναντι 142 εκατ. Ευρώ».[9]
Στη σημερινή συγκυρία, οι κυβερνήσεις και των δυο χωρών εμφανίζονται να ευνοούν μια προσέγγιση, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους. Η Τουρκία στα πλαίσια της πολιτικής της για την ανάδειξη της χώρας σε περιφερειακή «υπεύθυνη δύναμη». Μετά την αποτυχία για εισδοχή της χώρας στην Ε.Ε. η Τουρκία ρίχνει το κύριο βάρος της προς την Ασιατική της πλευρά, ως δύναμη «ειρήνης και σταθερότητας» προσδοκώντας πολιτικά και οικονομικά οφέλη (συμφωνίες με γειτονικές χώρες για διέλευση πετρελαιαγωγών). Στα πλαίσια αυτά εντάσσονται οι πρωτοβουλίες της χώρας για την κρίση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, τα ανοίγματα προς τον αραβικό κόσμο, η κόντρα με τους σιωνιστές του Ισραήλ, οι προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού, οι πρωτοβουλίες για εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Από την ελληνική πλευρά, μετά την καταψήφιση του σχεδίου Ανάν από τους Ελληνοκύπριους και τη στροφή της τουρκικής διπλωματίας, η ελληνικά πλευρά βρέθηκε σε πιέσεις από τους δυτικούς συμμάχους της να επιδείξει «την ίδια υπευθυνότητα» με την Τουρκία στις σχέσεις της με χώρες της περιοχής. Λόγω των αυξανόμενων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές σε Ιράκ και Αφγανιστάν, γίνεται επιτακτικό οι δυο πιο πιστοί (και εξοπλισμένοι ως τα δόντια) σύμμαχοι των δυτικών στην περιοχή (Ελλάδα και Τουρκία [το Ισραήλ είναι η τρίτη χώρα-σύμμαχος της περιοχής]) να τα βρουν μεταξύ τους για να συμμετέχουν πιο ενεργητικά στην ιμπεριαλιστική ειρήνη της περιοχής.
Η οικονομική κρίση είναι ένας πρόσθετος παράγοντας που πιέζει προς μια συνεννόηση με την Τουρκία, για να μειωθεί το κόστος από την εξοπλιστική κούρσα μεταξύ των δυο χωρών. Σε αυτή τη λογική ακόμα και ο σκληροπυρηνικός νεοφιλελεύθερος εθνικιστής Θ. Πάγκαλος δήλωσε:
«[…] ότι ένα μεγάλο μέρος από τα προβλήματα και τις εντάσεις είναι κατασκευασμένα από δημοσίους υπαλλήλους (διπλωμάτες), που δουλειά τους είναι να δημιουργούν διαφορές και μετά να γίνονται υπαρχηγοί ή ηγέτες κομμάτων…
Τόνισε, τέλος, ότι είναι “εθνική ντροπή να αγοράζουμε όπλα που δεν μας χρειάζονται για έναν φανταστικό κίνδυνο, που λύνεται πολιτικά”».[10]
Αυτές, λοιπόν, είναι οι αιτίες που ωθούν τις δυο άρχουσες τάξεις προς τη «συνεννόηση».
Ωστόσο, παρά τη δεκαετή ύφεση τα άλυτα ανοιχτά θέματα μεταξύ των δυο χωρών παραμένουν, και υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να εκτραπούν οι σχέσεις σε επικίνδυνα μονοπάτια, όπως τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν. Οι λόγοι είναι πολλοί.
Ας εξετάσουμε τους εξοπλιστικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στις δυο χώρες. Φαινομενικά είναι προς το συμφέρον των δυο αρχουσών τάξεων να μειώσουν τους εξοπλισμούς, ιδιαίτερα σήμερα που υπάρχει παγκόσμια οικονομική κρίση. Ωστόσο μια τέτοια προσέγγιση είναι επιφανειακή. Στον καπιταλισμό η ισχύς μιας άρχουσας τάξης δεν βρίσκεται μόνο στο εσωτερικό της χώρας της, αλλά αναπόφευκτα αφορά και την ικανότητά της να επεκτείνει την οικονομική και πολιτική της επιρροή και εκτός συνόρων του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού που ελέγχει. Αυτό συνακόλουθα σημαίνει και τη σχέση που έχει η εθνική άρχουσα τάξη με τις «μεγάλες δυνάμεις», τις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Όσο πιο μεγάλη είναι η στρατιωτική και πολιτική της ισχύς τόσο πιο προνομιακές θα είναι η σχέση με τις μεγάλες δυνάμεις.
Επομένως οι εξοπλισμοί των δυο χωρών δεν αφορούν μόνο τους αναμεταξύ τους ανταγωνισμούς αλλά και την ανάγκη τους για επίδειξη πυγμής και ισχύος στην περιφέρεια τους. Η επέκταση της ελληνικής άρχουσας τάξης στα Βαλκάνια είναι συνυφασμένη με την ικανότητά της να συμβάλει στην ιμπεριαλιστική τάξη της περιοχής. Εξ’ αυτού και η παρουσία του ελληνικού στρατού στο Κόσσοβο, ο εκβιασμός της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, ο εκφοβισμός της Αλβανίας. Η «ισχυρή Ελλάδα» σημαίνει επιπλέον την ύπαρξη ελληνικού στόλου στη Σομαλία, στρατού στο Αφγανιστάν και οπουδήποτε αλλού το απαιτεί η δυτική ιμπεριαλιστική τάξη των πραγμάτων. Όχι ως απόδειξη ενός «εξαρτημένου καπιταλισμού», αλλά αντίθετα, ενός επιθετικού και διεκδικητικού καπιταλισμού όπως και είναι ο ελληνικός καπιταλισμός. Όσον αφορά το ερώτημα ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό των εξοπλισμών σε καιρούς οικονομικής κρίσης: θα τον πληρώσουν οι εργαζόμενοι των δυο χωρών, είναι απλά τα πράγματα…
Επιπλέον, τα προβλήματα μεταξύ των δυο χωρών οξύνονται όταν όχι μόνο δεν επιλύονται τα βασικά προβλήματα αλλά και πράγματα που, με μια πρώτη ματιά, θα ήταν εύκολο να γίνουν, δεν γίνονται. Φαινομενικά, τα δυο κρατίδια στην Κύπρο, το Ελληνοκυπριακό στο νότο και το Τουρκοκυπριακό στο βορρά, είναι πολύ αδύναμα και εξαρτημένα από τις «Μητέρες Πατρίδες» τους. Ωστόσο η εμπειρία έχει δείξει ότι Ελλάδα και Τουρκία έχουν σοβαρά προβλήματα να επιβάλουν τη γραμμή τους στα κρατίδια αυτά. Η Τουρκία ευνοούσε τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ για πρόεδρο της Βόρειας Κύπρου και όχι τον τελικό νικητή των πρόσφατων εκλογών Ντερβίς Έρογλου. Παρά τις ελληνικές πιέσεις, ο πρόεδρος της νότιας Κύπρου Δημήτρης Χριστόφιας διεξήγαγε με βήμα χελώνας τις συνομιλίες με τον πρώην Τουρκοκύπριο πρόεδρο Ταλάτ με τον οποίο, υποτίθεται, είχε περισσότερες πιθανότητες να συμφωνήσει απ’ ότι με τον νυν πρόεδρο. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και εσωτερικοί λόγοι που καθιστούν δύσκολη υπόθεση τη δυνατότητα να πιεστούν οι άρχουσες τάξεις των Ελληνοκυπρίων ή των Τουρκοκυπρίων από τις αντίστοιχες «Μητέρες Πατρίδες». Για παράδειγμα, στη σημερινή συγκυρία το ΠΑΣΟΚ έχει τη στήριξη ανοιχτά της ακροδεξιάς του ΛΑΟΣ και τη σιωπηλή της ΝΔ για τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που έχει εξαπολύσει. Αν στα «εθνικά θέματα» όπως στο Κυπριακό επιδείξει «ενδοτισμό» τότε σε αυτή τη δύσκολη πολιτικά συγκύρια το ΠΑΣΟΚ μπορεί να απολέσει τη στήριξη δεξιάς και ακροδεξιάς.
Για μια συνολική άποψη του Κυπριακού διάβασε τη δημοσίευσή μας Το κυπριακό ζήτημα.
Ένας τελευταίος λόγος για την αστάθεια της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Η όντως αυξανόμενη οικονομική συνεργασία που αναφέραμε προηγούμενα, δεν οδηγεί μονοδιάστατα στη «συνεννόηση» όπως υποθέτουν αρκετοί. Οι οικονομικοί δεσμοί διαπλέκονται αξεδιάλυτα με τους ανταγωνισμούς στο καπιταλιστικό σύστημα όπως έχει δείξει και η ιστορία. Πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε ένα είδος πρώιμης παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, αυτό ωστόσο σε τίποτα δεν εμπόδισε το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η συνεργασία για τη δημιουργία του τουρκο-ελληνο-ιταλικού αγωγού φυσικού αερίου κινείται παράλληλα με τον ανταγωνισμό για τον αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη που είναι ευθέως ανταγωνιστικός των ενεργειακών συμφωνιών Ερντογάν – Πούτιν για τον πετρελαιαγωγό Σαμψούντα-Τσεϊχάν.[11]
Εν κατακλείδι, ναι μεν βρισκόμαστε σε φάση ύφεσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά το μέλλον είναι επίφοβο. Ο λόγος που μακροπρόθεσμα αποτυγχάνουν οι προσπάθειες για «συμβιβασμό» των συμφερόντων των δυο αρχουσών τάξεων, είναι ότι μια συμφωνία Ελλάδας – Τουρκίας δεν θα είναι καθόλου ένας ουδέτερος «έντιμος συμβιβασμός». Αναγκαστικά θα αποτυπώνει τους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ των δυο καπιταλισμών, ποιος από τους δυο είναι ισχυρότερος στη δεδομένη στιγμή, και άρα θα υπάρχει εκ των πραγμάτων «χαμένος» και «κερδισμένος». Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο οι δυο χώρες συνεχίζουν, παρά την ύφεση στις σχέσεις τους, να παραμένουν αμετακίνητες σχεδόν στις διεκδικήσεις τους σε Αιγαίο-Κύπρο, την ίδια στιγμή που διαγκωνίζονται για το ποια είναι ο πολυτιμότερος και σταθερότερος σύμμαχος του ιμπεριαλισμού στην περιοχή.
Άγγελος Καλοδούκας
[1] http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=544697
[2] http://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=162639
[3] http://www.newstime.gr/?i=nt.el.article&id=27388
[4] http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artId=333334&dt=23/05/2010
[5] http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=162077
[6] http://www.newstime.gr/?i=nt.el.article&id=43486
Δες ακόμα τα πολύ ενδιαφέροντα άρθρα του Αλέξη Ηρακλείδη
http://www.newstime.gr/?i=nt.el.author&id=ale3hs-hrakleidhs
[7] Δες και τη συνέντευξη στην Εποχή του Ερτογούλ Κιουρτσού:
http://www.epohi.gr/portal/diethni/5020-2010-05-16-14-05-45
[8] http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=162585
[9] http://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=162641
[10] http://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=162417
[11] http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=162583
Category: Χωρίς κατηγορία
[...] και το εξαιρετικο σχετικο κειμενο της Αφορμης. [...]
ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΜΙΑΣ ΛΥΚΟΦΙΛΙΑΣ…