Να διαβάσουμε τον Αλτουσέρ…
Μέρος 1ο
Το κείμενο αυτό φιλοδοξεί να πραγματοποιήσει μία σύντομη, απλή και ακριβή στο μέτρο του δυνατού, περιήγηση στις σπουδαιότερες πτυχές του έργου αυτού του σπουδαίου μαρξιστή φιλοσόφου που ονομάζεται Λουί Αλτουσέρ. Αναμφισβήτητα, η θεωρητική του προβληματική ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακή και η πλέον καθοριστική για την ανανέωση και την παραγωγική ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, πάντα συγκρουόμενη σκληρά με τα άλλα ρεύματα του μαρξισμού. Εδώ λοιπόν ισχυριζόμαστε ότι ο Αλτουσέρ συνιστά μεταπολεμικά, το σημαντικότερο μαρξιστή στοχαστή.
Την παραπάνω θέση θα επιχειρήσουμε να στηρίξουμε στο χώρο αυτό, καταγράφοντας τις πιο θεμελιώδεις αλτουσεριανές συντεταγμένες και τους βασικούς κόμβους της σκέψης του, αναδεικνύοντας έτσι την βαρυσήμαντη συνεισφορά του θεωρητικού του ρεύματος στο μαρξισμό.
Βιογραφική παρέκβαση
Ο Λουί Αλτουσέρ γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1918 στο Birmandreis της Αλγερίας. Το 1939 πετυχαίνει στο διαγωνισμό εισαγωγής στην Ecole Normale Superieure (ENS), όμως το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς συλλαμβάνεται από επέλαση γερμανικών στρατευμάτων και θα παραμείνει πέντε χρόνια σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Γερμανία.
Το 1950 ο Αλτουσέρ γίνεται μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΓ), ένα από τα μαζικότερα ΚΚ της Ευρώπης την εποχή εκείνη. Έχοντας ήδη αποποιηθεί της έντονης καθολικής διαπαιδαγώγησης που είχε ως νεαρός (πριν τον πόλεμο ήταν μέλος της Action Catholique), εντάσσεται στo ΚΚΓ, θεωρώντας πως είναι το αποτελεσματικότερο όχημα ανατροπής του γαλλικού καπιταλιστικού κράτους, εξαιτίας της ιστορικής του αναφοράς και της μαζικής κοινωνικής του εκπροσώπησης1.
Ταυτόχρονα όμως, ασκεί ιδιαίτερα σκληρή κριτική στο σοβιετικό μαρξισμό, φορέας του οποίου είναι και το εν λόγω κόμμα, και αναπτύσσει μία στρατηγική ανατροπής της προβληματικής θεωρίας στους κόλπους του κόμματος, μια που αντιλαμβάνεται πως η θεωρία του πολιτικού επαναστατικού υποκειμένου είναι ο αδύναμος κρίκος ολόκληρης της πολιτικής του δράσης και παρέμβασης, (ευθυγραμμιζόμενος με τη χαρακτηριστική λενινιστική ρήση «χωρίς επαναστατική θεωρία, δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική δράση») Διαμορφώνει μία ολόκληρη ομάδα διανοουμένων και θεωρητικών μελών του ΚΚΓ, που προσανατολίζεται στην ανασυγκρότηση του μαρξισμού σε μια σειρά από επιστημονικά πεδία (ο Ετιέν Μπαλιμπάρ στη φιλοσοφία, ο Πιερ Μασρέ στη θεωρία της λογοτεχνίας, ο Νίκος Πουλαντζάς στο πεδίο κράτος-πολιτική, ο Τορ στην ψυχανάλυση, ο Σαρλ Μπετελέμ στην οικονομία, οι Μποντλό και Εσταμπλέ στην εκπαίδευση, ο Λινάρ για ζητήματα εργατικού κινήματος)2. «Δομικός (ή στρουκτουραλιστικός) μαρξισμός» αποκαλούνται κωδικοποιημένα οι θεωρητικές αρχές εργασίας του Αλτουσέρ και της ομάδας του, μία διακριτή και μοναδική τάση μέσα σε όλο το πλέγμα του δυτικού μαρξισμού3.
Ο Αλτουσέρ στα τελευταία χρόνια της ζωής του πάσχει από μανιοκατάθλιψη και το 1980, ύστερα από μία μικρή περίοδο εισαγωγής του σε νοσοκομείο, θα στραγγαλίσει την επί 34 χρόνια σύντροφό του Ελέν Ριτμάν μέσα στο σπίτι τους, χωρίς να έχει ουσιαστικά συναίσθηση των πράξεών του. Επί μία δεκαετία παθαίνει διαρκώς κρίσεις κατάθλιψης, όταν τελικά στις 16 Οκτώβρη του 1990 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή4. Είναι η χρονιά που λαμβάνει οριστικά τέλος η θεωρητική διαδρομή ενός πολύ μεγάλου αριστερού διανοουμένου.
Στη συνέχεια, προσπαθούμε να σταχυολογήσουμε – χωρίς ιεράρχηση σπουδαιότητας – τις σημαντικότερες όψεις του αλτουσεριανού θεωρητικού οικοδομήματος.
Η προτεραιότητα της δομής
Αποτελεί την καταστατική θέση του θεωρητικού συστήματος του Λουί Αλτουσέρ, του δομικού μαρξισμού. Πρόκειται για τη θέση ότι μία δομή έχει πάντα την προτεραιότητα πάνω στα άτομα τα οποία εντάσσονται σε αυτήν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένας καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός ή διαφορετικά μία ταξική, δηλαδή εκμεταλλευτική κοινωνική δομή, συγκροτεί και καθορίζει αποφασιστικά τα άτομα που ανήκουν σε αυτήν. Θα μπορούσαμε να πούμε με κάπως φιλοσοφικούς όρους πως τα υποκείμενα δεν προϋπάρχουν μιας κοινωνικής δομής. Αντιθέτως, συνιστούν οργανικά τμήματα και λειτουργικά μέρη ενός καλά ρυθμισμένου συστήματος, η ένταξη στο οποίο επιτελεί μακροσκοπικά κάποια διακριτό ρόλο στην αναπαραγωγή της φύσης του. Για παράδειγμα, στον καπιταλισμό, θα αναφερόμασταν στην αναπαραγωγή της αστικής ταξικής κυριαρχίας, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (απόσπαση υπεραξίας, δηλαδή) και κατά συνέπεια του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα του συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος.
Με άξονα αναφοράς αυτήν την συντακτική θεωρητική χειρονομία, ο Αλτουσέρ θα συγκρουστεί με τις θεωρίες περί ανθρώπινης ουσίας που πρυτάνευαν μέχρι τότε στη μαρξιστική σκέψη. Στο πεδίο αυτό αναπτύσσει άλλωστε και την κύρια αντιπαράθεσή του με τη φιλοσοφία του Χέγκελ και κατ’ επέκταση του Φόυερμπαχ. Θα διατυπώσει λοιπόν, τη θέση ότι δεν υπάρχει κάποια απόλυτη και καθολική ανθρώπινη ουσία, κάποιο υπερβατολογικό «Όλο» το οποίο ο άνθρωπος ενσαρκώνει ή στοχεύει να ιδιοποιηθεί. Δεν υπάρχει μία διαχρονική και αναλλοίωτη απόλυτη Ιδέα που αποτελεί το Είναι ή την Αλήθεια του ανθρώπου, από την οποία όμως ο ίδιος έχει αλλοτριωθεί, ζώντας σε μία εξουσιαστική κοινωνία. Απορρίπτει έτσι, τη άποψη του νεαρού Μαρξ ότι η πραγματικότητα, ως συνάρθρωση υποκειμένων, είναι η αλλοτριωμένη προβολή-αντικειμενοποίηση της ανθρώπινης ουσίας (άποψη με ξεκάθαρες φιλοσοφικές καταβολές στο Φόυερμπαχ).
Ο Αλτουσέρ θα αντιτάξει απέναντι σε αυτήν την ουσιοκρατική/ ανθρωπολογική προοπτική μία θέση για τον άνθρωπο, που είναι η απόληξη της προαναφερθείσας πρωταρχικότητας της δομής πάνω στα υποκείμενα. Ισχυρίζεται ότι αυτό που αποκαλείται «ανθρώπινη ουσία» δεν είναι άλλα παρά η συμπύκνωση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων που διέπουν τις κοινωνικές συνθήκες ύπαρξής του. Είναι με άλλα λόγια το προϊόν μιας ιστορικής εξέλιξης, ενός ορισμένου τρόπου οργάνωσης της παραγωγής στο πλαίσιο καθορισμένων κοινωνικών (εξουσιαστικών) σχέσεων, το εξειδικευμένο υλικό αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων5.
Αφού προσπαθήσαμε να αναδείξουμε την προτεραιότητα δομής πάνω στο άτομο και τη συνέπειά αυτής για τον ορισμό του ανθρωπίνου Είναι, πρέπει να προβούμε περεταίρω σε μερικές διασαφήσεις στην αλτουσεριανή ιδιαιτερότητα της έννοιας της δομής. Το αστικό κράτος, η πολιτική συμπύκνωση των επί μέρους κοινωνικών, ιδεολογικών, οικονομικών, εκμεταλλευτικών, ταξικών πρακτικών της άρχουσας τάξης εντός των ορίων ενός κοινωνικού σχηματισμού, είναι για τον Αλτουσέρ μία σύνθετη, δομημένη, αρθρωμένη και έκκεντρη «Ολότητα». Πρόκειται για μία δομή, η οποία έχει δεσπόζουσα, με το δεσπόζον στοιχείο να μην είναι μια για πάντα καθορισμένο, προδεδομένο, αλλά μεταβάλλεται ανά περιόδους, ανάλογα με τους συσχετισμούς δυνάμεων και τη φάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είναι δεσπόζον γιατί αυτό αναδεικνύεται την εκάστοτε συγκυρία ως το πλέον σημαντικό για την αναπαραγωγή της κυριαρχίας της αστικής τάξης (άλλοτε είναι το σχολείο, τα ΜΜΕ, άλλοτε πάλι ο στρατός). Αναφαίνεται ανάγλυφα το γεγονός ότι το κέντρο αυτής της δομής είναι διαρκώς μετατιθέμενο (αν ως κέντρο θεωρηθεί ο κάθε φορά κύριος μηχανισμός του κράτους). Επιπλέον, αυτή η δομή διαθέτει έναν προσδιορισμό, που επικαθορίζει όλα τα υπόλοιπά της στοιχεία, αλλά μόνο σε τελευταία ανάλυση, δηλαδή ως ύστατη και πολλαπλά διαμεσολαβημένη αναγωγιμότητα, και αυτή είναι η οικονομική βάση (παραγωγικές σχέσεις). Τέλος, αναφέρεται σε ένα αρθρωμένο σύνολο, διότι το κάθε του στοιχείο αν και φέρει αυτό τον σε τελευταία ανάλυση προσδιορισμό, έχει μια σχετική αυτονομία από αυτόν6.
Η αλτουσεριανή αυτή τοπολογία της δομής με δεσπόζουσα, μετατιθέμενο κέντρο και με προσδιορισμό σε τελική ανάλυση, έρχεται παράλληλα και ως απάντηση στα οικονομίστικα μαρξιστικά ρεύματα που αντιλαμβανόντουσαν το αστικό κράτος χωρισμένο απλά στη βάση (οικονομία) και το εποικοδόμημα, με το τελευταίο να αποτελεί απλή αντανάκλαση της βάσης, χωρίς καμία αυτονομία. Παρακάτω, πραγματευόμαστε εκτενέστερα τη θεωρητική πάλη που διεξήγαγε ο Αλτουσέρ ενάντια στον οικονομισμό.
Η πρωτοκαθεδρία των σχέσεων παραγωγής
πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις
Στο σημείο αυτό αναφερόμαστε κατά κύριο λόγο στον πρόλογο που έγραψε ο Αλτουσέρ για τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου της Μάρτα Χάρνεκερ «Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού»7. Διαβάζουμε λοιπόν ότι ο Μαρξ θεμελίωσε την επιστήμη του (τον ιστορικό υλισμό) και τη φιλοσοφία του (διαλεκτικό υλισμό) κεντροθετημένη γύρω από την κατηγορία της πάλης των τάξεων.
Γνωρίζουμε πολύ καλά από τους κλασικούς του μαρξισμού ότι το κεφάλαιο συνιστά μία κοινωνική σχέση. Αυτή η σχέση δεν είναι κάτι άλλο παρά εξουσιαστική και εκμεταλλευτική. Η ειδική σχέση παραγωγής που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό είναι η απόσπαση της υπεραξίας από την εργατική τάξη. Εκεί λοιπόν, στην παραγωγική διαδικασία και στις εκμεταλλευτικές παραγωγικές σχέσεις ανάγεται η ταξική διάρθρωση της αστικής κοινωνίας και η πάλη των τάξεων.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία να τονίσουμε εδώ, ότι οι κοινωνικές τάξεις δεν προϋπάρχουν της πάλης των τάξεων, αλλά αντιθέτως η ύπαρξη των τάξεων ταυτίζεται με την ταξική πάλη, τους ασυμφιλίωτους και ανειρήνευτους ταξικούς αγώνες.
Προϋπόθεση της ταξικής εκμετάλλευσης-απόσπασης υπεραξίας, είναι η κατοχή των μέσων παραγωγής από τους κεφαλαιοκράτες, που ουσιαστικά εξωθεί την εργατική τάξη να μην κατέχει τίποτα πέρα από την εργατική της δύναμη, την οποία και πουλά, μια που είναι εμπόρευμα. Αυτός είναι επομένως ο πυρήνας των αστικών σχέσεων παραγωγής.
Εξαντλούμε την έννοια των παραγωγικών σχέσεων γιατί θεωρούμε πως είναι το «κλειδί» για την εις βάθος θεωρητική αποδόμηση του οικονομισμού (κυρίαρχο χαρακτηριστικό του μαζικότερου θεωρητικού μαρξιστικού ρεύματος, του σοβιετικού μαρξισμού). Και αυτή χρεώνεται κατά την άποψή μας, σχεδόν αποκλειστικά στον Αλτουσέρ. Η καθοριστική συνεισφορά του στον τομέα αυτόν έγκειται στο ότι έδειξε πως στην ενότητα των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, η αδιαφιλονίκητη πρωτοκαθεδρία ανήκει στις παραγωγικές σχέσεις.
Ας παρακολουθήσουμε όμως, μέσα από το άρθρο του ιδίου, τη σκέψη του:
«Οι παραγωγικές δυνάμεις μπήκαν σε κίνηση μέσα στη διαδικασία εργασίας, κάτω από την κυριαρχία των σχέσεων παραγωγής, που καθορίζονται σα σχέσεις εκμετάλλευσης. Το ότι υπάρχουν εργάτες, σημαίνει πως είναι μισθωτοί, επομένως εκμεταλλευόμενοι».
Και παρακάτω:
«Οι βάσεις και οι διαδοχικές μορφές στην οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας…δεν ήταν άλλο από τις βάσεις και τις διαδοχικές μορφές της υλικής και ιστορικής ύπαρξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αυτό που συμβαίνει πραγματικά είναι η τάση ενοποίησης, των υλικών μορφών ύπαρξης παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, υπό την κυριαρχία των σχέσεων παραγωγής».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής υπαγορεύουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου (τη συσσώρευση κεφαλαίου), σα χιονοστιβάδα ολοένα μεγαλύτερης απόσπασης υπεραξίας, αφού, όπως έδειξε ο Μαρξ, το μέσο ποσοστού κέρδους έχει την τάση σε βάθος χρόνου να σημειώνει σταδιακή πτώση, κάτω από την επίδραση και της πάλης των τάξεων (οι εργατικοί αγώνες για υψηλότερους μισθούς, για μείωση του εργάσιμου χρόνου της μέρας, κλπ).
Συνοψίζοντας, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι παραγωγικές δυνάμεις είναι το υλικό αποκρυστάλλωμα των δεδομένων παραγωγικών σχέσεων. Είναι διαφορετικά, το μέσο με το οποίο υλοποιείται η απόσπαση υπεραξίας, ο μοχλός άσκησης της εκμετάλλευσης και της υπαγωγής της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο.
Αυτή είναι κατά τη γνώμη μας και η πιο αποτελεσματική κριτική του οικονομισμού του σοβιετικού μαρξισμού, που θεωρούσε ότι οι παραγωγικές δυνάμεις κατέχουν τα πρωτεία έναντι των σχέσεων παραγωγής και τα τεχνολογικά επιτεύγματα και άρα η βελτίωση των παραγωγικών μέσων ακολουθούν μία ευθύγραμμη και ανεξάρτητη από τις κοινωνικές συνθήκες ανάπτυξη. Μάλιστα, αυτή θα έρθει κάποια στιγμή σε τέτοια σφοδρή αντίθεση με τις υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής, οπότε πλέον θα είναι αναπόφευκτο το πέρασμα σε «σοσιαλιστικές» (συλλογικές) παραγωγικές σχέσεις. Αυτό το αμάλγαμα οικονομισμού και παραγωγισμού, ονομάστηκε από το Στάλιν ως ο «νόμος της αναγκαίας αντιστοιχίας».
Ένα ιστορικό παράδειγμα ίσως διαφωτίσει τον θέση του Αλτουσέρ. Ο ταιηλορισμός (ως ιστορική μορφή οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας) και ο φορντισμός (η εισαγωγή της αλυσίδας παραγωγής στο εργοστάσιο) είναι η ιστορική απάντηση της αστικής τάξης στην άνοδο των εργατικών διεκδικήσεων των αρχών του 20ου αιώνα, στο λυκόφως του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας. Η μαζική εφαρμογή του συγκεκριμένου παραγωγικού μέσου, δεν υπαγορευόταν από κάποιον άλλο λόγο, πέρα από την αναγκαιότητα για αντιστάθμιση της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, δηλαδή την αναπαραγωγή των εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων. Αν δεν ήταν η παραγωγική σχέση (η ταξική πάλη εντέλει) πώς μπορεί να εγγυηθεί κανείς ότι η τεχνολογία, η επιστήμη και τα μέσα παραγωγής θα είχαν γνωρίσει αυτήν την τροχιά ανάπτυξης;
Θεωρητικός Αντιανθρωπισμός
Στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Αλτουσέρ, «Για τον Μαρξ», διαβάζουμε:
«Ολόκληρη η μαρξιστική παράδοση όμως απέφυγε να χαρακτηρίσει το μαρξισμό σαν ανθρωπισμό. Γιατί; Επειδή πρακτικά, δηλαδή στα γεγονότα, τη λέξη ανθρωπισμός την εκμεταλλεύεται η αστική ιδεολογία, και τη χρησιμοποιεί για να καταπολεμήσει, δηλαδή να σκοτώσει, μιαν άλλη, αληθινή και για το προλεταριάτο ζωτική λέξη: την ταξική πάλη.»
Ο όρος «θεωρητικός αντιανθρωπισμός» ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και προκάλεσε τη μήνη και τις λυσσαλέες επιθέσεις κυρίως των μαρξιστών φιλοσόφων (όπως του Βρετανού μαρξιστή Τζων Λιούις).
Ας ξεκαθαρίσουμε τι πραγματικά επιθυμεί να πετύχει ο Αλτουσέρ με τη χρήση αυτού του όρου, μια που πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως κομβικό σημείο στον αλτουσεριανό στοχασμό.
Πρώτον, η Μάρτα Χάρνεκερ θεωρεί ότι ασκεί κριτική στην ανθρωπιστική ιδεολογία – που είναι η ιδεολογία της αστικής τάξης, έτσι όπως συστηματοποιήθηκε την εποχή του Διαφωτισμού – διότι πρόκειται ακριβώς περισσότερο για προσφυγή στην ιδεολογία, παρά τη θεωρία8.
Δεύτερον, με τη χρήση του όρου αυτού απαντά στην απόκρυψη της ταξικής πάλης ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, με στόχο τα κομμουνιστικά κόμματα ποτέ να μην τη διαγράφουν από τη σημαία τους.
Τρίτον, τον βοηθά να αναδείξει πως ανθρωπιστικές κατηγορίες (ως συζυγίες της αστικής ιδεολογίας), εκτόπισαν σταδιακά από τα ΚΚ και κυρίως από το ΚΚΣΕ τα κατεξοχήν μαρξιστικά θεωρητικά εργαλεία, με πρώτο και καλύτερο την ταξική πάλη! Είναι εκπληκτικό μάλιστα το γεγονός ότι δεσπόζουν εκεί που αυτή απουσιάζει εκκωφαντικά. Ας θυμηθούμε το Σοβιετικό Σύνταγμα του 1936, που διακηρύσσει το τέλος της πάλης των τάξεων, που αναγνωρίζει την ΕΣΣΔ ως «κράτος όλου του λαού», αλλά και το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, την περίοδο της αποσταλινοποίησης, που επινοεί τον όρο «προσωπολατρία», για να μη βγάλει κουβέντα για την ταξική φύση της μέχρι τότε κοινωνίας.
Αντιλήφθηκε με φοβερή οξυδέρκεια τις πολιτικές συνέπειες της χρήσης του όρου «ανθρωπισμός»: Λειτουργούσε για τα ΚΚ απολογητικά προς μία διαρκή ρεβιζιονιστική στροφή τους και πως για το προλεταριάτο δεν είχε καμία θεωρητική αξία, στο δρόμο του επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού.
Η ηγεμονία της αστικής/ κυρίαρχης ιδεολογίας αποτυπώνεται και στην ικανότητά της να διεισδύει σε διακριτά και αντιτιθέμενα σε αυτήν ιδεολογικά υποσύνολα (κομμουνιστική ιδεολογία). Επιμένουμε γιατί ο ανθρωπισμός δεν είναι ένας όρος καθόλου αθώος. Εκφράζει κατά κύριο λόγο μια κάποια φιλανθρωπική πρακτική ή ενός είδους αλληλεγγύη, που στα σίγουρα είναι πολιτικά ακίνδυνη και δε διεκδικεί να διασαλεύσει σε κανένα επίπεδο την αστική ταξική κυριαρχία. Από την άλλη πλευρά, μόνο η όξυνση της ταξικής πάλης απειλεί και τρομάζει την άρχουσα τάξη!
Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι δεν είναι ότι ο Αλτουσέρ εχθρεύεται τον άνθρωπο. Αντιθέτως, προσπαθεί να εξασφαλίσει κάποιες μίνιμουμ αλλά πολύ σημαντικές θεωρητικές προϋποθέσεις επίτευξης του μοναδικού στόχου της στράτευσής του στην Αριστερά: τον τερματισμό της εκμετάλλευσης του ανθρώπου, την κοινωνική του χειραφέτηση, η οποία πραγματοποιείται μόνο στον κομμουνισμό. Ο «θεωρητικός αντιανθρωπισμός» είναι ένα εγχείρημα πρακτικά για όλη την «ανθρωπότητα». Ας αναλογιστούμε όλον τον 20ο αιώνα, πόσοι εκατοντάδες χιλιάδες κομμουνιστές – προσηλωμένοι στην αρχή της πάλης των τάξεων και την επανάσταση και που πέρασαν μια ολόκληρη ζωή με το όπλο στο χέρι – φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν ή στάλθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, διατηρώντας πάντα μία ατσαλένια πειθαρχία, ένα γιακωβίνικο ρομαντισμό και μία απαράμιλλη συντροφικότητα. Αυτοί δεν ήταν στην πράξη «ανθρωπιστές»;
Διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος
«Η ιστορία είναι μία διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος». Η φράση αυτή είναι η επιστημονική και φιλοσοφική προέκταση της προηγούμενης θέσης. Συνδέει επί της ουσίας το θεωρητικό αντιανθρωπισμό με τον άνθρωπο ως φορέα κοινωνικών σχέσεων.
Στην απάντηση του Αλτουσέρ στον Τζων Λιούις9, η φιλοσοφική τοποθέτησή του είναι ότι η ιστορία δεν έχει υποκείμενο. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν είναι το υποκείμενο της ιστορίας ή του κόσμου, όπως το αντιλαμβάνεται η αστική ιδεολογία. Επίσης, έντονα καταπολεμά και μαρξιστικά ρεύματα (χεγελιανής κυρίως καταγωγής, όπως Λούκατς, Κορς, κ.α.), που θεωρούν το προλεταριάτο το υποκείμενο της ιστορικής διαδικασίας (η οντολογία της αλλοτριωμένης Ολότητας της Τάξης-Υποκείμενο).
Παρ’ όλα αυτά, όπως υπογραμμίστηκε και στο κεφάλαιο των ιδεολογικών μηχανισμών, οι άνθρωποι δρουν σαν υποκείμενα. Η ένταξή τους μέσα στις κοινωνικές σχέσεις και δομές τους έχει συγκροτήσει ως τέτοια.
Το μόνο που υπάρχει στην ιστορία είναι η πάλη των τάξεων και οι ταξικές αντιπαραθέσεις. Τα άτομα καταλαμβάνουν τη θέση τους μέσα στις ταξικές πρακτικές μόνο συγκροτούμενα ως υποκείμενα. Παίρνουν δηλαδή τη μορφή του υποκειμένου, με τις νομικο-ιδεολογικές κοινωνικές σχέσεις, να έχουν τον πρώτο λόγο σε αυτήν τη διαδικασία. Το υποκείμενο είναι η μορφολογία των ανθρώπων ως φορέων των κοινωνικών πρακτικών της παραγωγικής και αναπαραγωγικής διαδικασίας του καπιταλισμού.
Όμως, δεν είναι υποκείμενα για την ιστορία. Θα λέγαμε πως είναι για το κράτος, το κατεξοχήν πεδίο διεξαγωγής των ταξικών αγώνων. Ο Αλαίν Μπαντιού που κατάλαβε το νόημα της θέσης του Αλτουσέρ γράφει:
«Η (αστική) ιδεολογία χαρακτηρίζεται από την ιδέα του υποκειμένου, που η μήτρα της είναι δικαιική και υποτάσσει το άτομο στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους: πρόκειται για το θέμα της «έγκλεισης» σε υποκείμενο»10.
Επιπλέον, ο άνθρωπος ως Υποκείμενο της Ιστορίας, μας δίνει την ψευδαίσθηση μιας ανθρώπινης ελευθερίας επιλογών και μιας ανεξαρτησίας του ατόμου από τις κοινωνικές συνθήκες ύπαρξής του, ενώ παράλληλα αποσιωπά τη λειτουργία του σε σχέση με την κοινωνική δομή που εντάσσεται. Αυτή άλλωστε είναι μία από τις βασικές αναγωγές της αστικής ιδεολογίας.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι φιλοσοφικές προεκτάσεις αυτής της θέσης. Το ότι ο άνθρωπος είναι το ιστορικό Υποκείμενο, συνεπάγεται πως είναι το Κέντρο του κόσμου, η ριζική Αρχή της Ιστορίας και η μοναδική της Αιτία. Η απάντηση του Αλτουσέρ στον απόλυτο αυτό ιδεαλισμό είναι ότι η ιστορία δεν διαθέτει «Τέλος», με την έννοια ότι ο άνθρωπος δε συνιστά καμία Αρχή και κανένα Τέλος της Ιστορίας, είναι απλά φορέας κοινωνικών συνθηκών.Αν τώρα, η Ιστορία δε διαθέτει Υποκείμενο δε διαθέτει και Αντικείμενο. Αν στην ιστορική εξέλιξη δεν υπάρχει κάτι που να υπο-κειται δεν υπάρχει και κάτι που να αντί-κειται. Και πάλι εδώ με τα λόγια του Μπαντιού:
«Πάλη των τάξεων […] Η λέξη «πάλη» δηλώνει ότι δεν υπάρχει πολιτικό αντικείμενο (ένας αγώνας δεν είναι αντικείμενο), ενώ η λέξη τάξη δηλώνει, πως ούτε υποκείμενο υπάρχει (αφού ο Αλτουσέρ στο πεδίο της ιστορίας, αντιτίθεται σε κάθε ιδέα του προλεταριάτου ως υποκειμένου)».11
Αυτό και αν είναι ένα πολύ σπουδαίο συμπέρασμα! Η ιστορική εξέλιξη καθορίζεται μόνο από την έκβαση της ταξικής αναμέτρησης και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιο μονοπάτι θα ακολουθήσει. Το αν θα οικοδομηθεί ποτέ ο κομμουνισμός αυτό θα το κρίνει μόνο η ταξική πάλη και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα. Δεν υπάρχει ιστορική αναγκαιότητα, υπάρχει μόνο η πάλη των τάξεων!
Συνοψίζοντας, άποψή μας είναι ότι η προτεραιότητα της δομής, ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός και η ιστορία ως διαδικασία δίχως υποκείμενο και τέλος, αποκαθιστούν πλήρως την θεωρητική εγκυρότητα της πάλης των τάξεων, ως εργαλείο πολιτικής ανάλυσης και χάραξης επαναστατικής στρατηγικής!
«Ο Υλισμός της συνάντησης»
Είναι μία άποψη12 που διατύπωσε ο Αλτουσέρ στα μέσα του 1980 περισσότερο με τη μορφή ερωτήματος και η οποία επιχειρεί να επεκτείνει και να εμπλουτίσει κάποιους υπαινιγμούς που αφήνει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο.
Πρόκειται για τις συνθήκες συγκρότησης και σχηματισμού μιας δομής. Οι προβληματισμοί του αρθρώνονται γύρω από τις απαρχές της διαμόρφωσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και προεκτείνεται σε ένα στοχασμό του τυχαίου ως παράγοντα καθορισμού της ιστορικής εξέλιξης.
Ο όρος «συνάντηση» προκύπτει από τις αναφορές του παράγοντα τύχη από το Μαρξ στο Κεφάλαιο, αναφορικά με τη μετάβαση από το φεουδαρχικό στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Προήλθε από τη συνάντηση-έναν ιδιαίτερο συνδυασμό κάποιων διακριτών στοιχείων/ διαδικασιών (όπως η χρηματική συσσώρευση, η συσσώρευση τεχνικών μέσων και η συσσώρευση προλεταρίων που δεν κατέχουν τίποτα). Τι μας λέει ο Αλτουσέρ γι’ αυτό;
«Το όλο που προκύπτει από την «εμπέδωση» της «συνάντησης» δεν είναι προγενέστερο, αλλά μεταγενέστερο της «εμπέδωσης» των στοιχείων, και συνεπώς θα μπορούσε να μην «πιάσει» και, πολύ περισσότερο, «η συνάντηση θα μπορούσε να μη λάβει χώρα» […] Μπορούμε […] να υποθέσουμε ότι η συνάντηση έλαβε χώρα στην ιστορία πολλές φορές πριν πιάσει στη Δύση, αλλά δεν «έπιασε» τότε ελλείψει ενός στοιχείου ή της διάταξης των στοιχείων».
Και συνεχίζει λίγο πιο κάτω:
«Αυτό που είναι αξιοσημείωτο σε αυτήν την […] αντίληψη, πέραν της ρητής θεωρίας της συνάντησης, είναι η ιδέα ότι κάθε τρόπος παραγωγής συγκροτείται από ανεξάρτητα μεταξύ τους στοιχεία, όπου το καθένα είναι το αποτέλεσμα μιας προσίδιας ιστορίας, δίχως να υπάρχει καμία οργανική ή τελεολογική σχέση ανάμεσα στις διάφορες αυτές ιστορίες. Η αντίληψη αυτή κορυφώνεται στη θεωρία της πρωταρχικής συσσώρευσης».
Με την εργασία πάνω στο αστάθμητο στοιχείο της «συνάντησης», ο Αλτουσέρ θέλει να ξεκαθαρίσει με οποιαδήποτε υπόνοια τελεολογίας στη μαρξιστική θεωρία. Επισφραγίζει θα μπορούσαμε να πούμε τη θέση για την ιστορία χωρίς υποκείμενο και τέλος. Χρειάζεται μάλλον κάποια τυχαία σύμπτωση διακριτών στοιχείων, που δεν μπορεί να προβλεφθεί ούτε και ακολουθεί κάποια ντετερμινιστική ή αναπόφευκτη διαδικασία και που είναι απαραίτητη για να εδραιώσει και να εμπεδώσει μία δομή (η οποία κατόπιν θα προσδώσει τη «λογική» της στα λειτουργικά της μέρη).
Τίποτα δεν είναι σίγουρο, όλα μένουν να κριθούν! Από την έκβαση της ταξικής πάλης και την τυχαία συνεύρεση των αναγκαίων παραγόντων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μοιρολατρικά, κάθε φορά που αποτυγχάνει μία επαναστατική προσπάθεια, δεν έχει «ευλογηθεί» από την τύχη ή αυτό που ο Αλτουσέρ κατονομάζει «συνάντηση». Και αντιστρόφως: Δεν είναι κάθε στιγμή για την εργατική τάξη, η χρυσή ευκαιρία να πραγματοποιήσει την έφοδο στον ουρανό και αυτό ίσως κάτι λέει από μόνο του…
Δήμος Ε
Το δεύτερο μέρος του «Να διαβάσουμε τον Αλτουσέρ…»
Σημειώσεις
1 Μπαλιμπάρ Ετιέν, «Λουί Αλτουσέρ, Μία βιογραφική σημείωση», Θέσεις, τεύχος 35, περίοδος: Απρίλιος – Ιούνιος 1991.
2 Αριστείδης Μπαλτάς, «Ιστορικός χρόνος και πολιτική συγκυρία», Πολίτης, Οκτώβριος 2005.
3 Είναι χαρακτηριστικό ότι κύριες επιρροές του Αλτουσέρ αποτέλεσαν η δομική ανθρωπολογία του Claude Levi-Strauss και η φιλοσοφία του Σπινόζα.
4 «Λουί Αλτουσέρ: Ο θεωρητικός του μεταμαρξισμού: 1918-1990», Οι πρωτοπόροι, τεύχος 4 Ελευθεροτυπια, 20 Οκτωβρίου 2005.
5 Μηλιός Γιάννης, Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση, εκδ. Ελληνικά Γράμματα 1997.
6 Αλτουσέρ Λουί, Για τον Μαρξ, εκδ. Γράμματα 1978
7 Αλτουσέρ Λουί, «Μαρξισμός και πάλη των τάξεων» στο Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις, εκδ. Θεμέλιο 1983 (β” εκδ).
8 Χάρνεκερ Μάρτα, «Ο Αλτουσέρ και ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός του Μαρξ», Θέσεις, τεύχος 87, περίοδος: Απρίλιος – Ιούνιος 2004.
9 Αλτουσέρ Λουί, Απάντηση στον Τζων Λιούις, εκδ. Θεμέλιο 1977.
10 Μπαντιού Αλαίν, «Αλτουσέρ, Το υποκειμενικό στοιχείο χωρίς υποκείμενο», στο Αλαίν Μπαντιού, Από το Είναι στο Συμβάν, εκδ. Πατάκη.
11 Στο ίδιο.
12 Αλτουσέρ Λουί, «Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης», Θέσεις, τεύχος 88, περίοδος: Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2004.
Category: Χωρίς κατηγορία
Καλημέρα. Μια ακόμα στοιχειοθετημένη και χρήσιμη ανάρτηση. Μπορώ να αναδημοσιεύσω στο radical desire?
Αγαπητέ radicaldesire
Με πολύ μεγάλη μας χαρά!
Άλλωστε το blog σου είναι από αυτά που όλοι μας στο «αφορμή» παρακολουθούμε συστηματικά. Κάνεις εξαιρετική δουλειά!
Ευχαριστώ πολύ.
Η αναδημοσίευση εδώ: http://radicaldesire.blogspot.com/2010/02/blog-post_08.html
Εμείς ευχαριστούμε Αντώνη…
Ανήκω στους φανατικούς αναγνώστες σου!
Άγγελος Κ
@Άγγελος Κ.: Τιμή μου. Κάποια στιγμή, επειδή δουλεύω κάτι εκτεταμένο πάνω στον Κάφκα (κεφάλαιο βιβλίου), θα ήθελα να αναδημοσιεύσω και ένα εξαιρετικό κειμενάκι που είχατε κάνει για τον Τσέχο.
Συνεχίστε την καλή δουλειά!
Ο μαρξισμός είναι διαλεκτικός υλισμός και σε αυτή την πρόταση εμπεριέχεται η αλήθεια του.
Χωρίς τη διαλεκτική ο μαρξισμός εκφυλίζεται σε χυδαίο εμπειρισμό και θετικισμό, ενώ χωρίς τον υλισμό η διαλεκτική ανάγεται στον ιδεαλισμό του αφηρημένα φιλάνθρωπου φιλισταίου ακριβώς επειδή κάνει αφαίρεση της πραγματικής υλικής ζωής των ανθρώπων θεωρώντας την «ενσάρκωση» της καθολικής απόλυτης ιδέας.
Αντιγράφω – αναγκαστικά «σεντόνι» – συνειδητά και όχι μηχανιστικά από τον Σάββα Μιχαήλ:
«Στον Μάρξ οφείλουμε την πρώτη αποκρυπτογράφηση του αινίγματος της αλλοτρίωσης με αφετηρία τις ιστορικές αντιφάσεις των υλικών όρων της κοινωνικής ζωής. Η Ιταλία και εν πολλοίς στείρα διαμάχη για το αν η έννοια της αλλοτρίωσης στον Μάρξ είναι ή όχι ένα χεγκελιανό ιδεαλιστικό ή και φοϋεμπαχικό κατάλοιπο στη πρώιμη περίοδο της νεότητας του που αργότερα εγκαταλείπεται από τον ίδιο, συνήθως προβάλλει πάνω στον Μάρξ μια ξένη σ΄ αυτόν αντίληψη. Τόσο οι λεγόμενοι «ανθρωπιστές» που φετιχοποιούν τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844 και τα, αντιπαραθέτουν στο Κεφάλαιο της μαρξικής ωριμότητας όσο και η γνωστή αλτουσεριανή απόρριψη μετά βδελυγμίας των πρώτων στο όνομα του δεύτερου, παραβλέπουν την ενότητα συνέχειας και ασυνέχειας, την διαδικασία ανάπτυξης μέσα από την οποία ο Μαρξ άνοιξε έναν ορίζοντα κριτικής, άρνησης και συνολικής υπέρβασης του καπιταλισμού ως της τελευταίας ανταγωνιστικής μορφής ταξικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, «ανθρωπιστές» και στρουκτουραλιστές διαχωρίζουν και οι δύο την ανάπτυξη της μαρξικής θεωρίας της αλλοτρίωσης από την κριτική του της πολιτικής οικονομίας, την όλη περιπετειώδη εξερεύνηση μιας terra incognita από τα πρώιμα έργα στα Grundrisse κι από κει στις μεταγενέστερες επεξεργασίες του Κεφαλαίου. Εάν δεν ξετυλίξουμε την σπείρα στο σύνολό της όχι μόνο ο Μαρξ διαμελίζεται και γίνεται α-νόητος αλλά και η ίδια η πραγματικότητα στην οποία ζούμε γίνεται ακατανόητη και παλινδρομεί η εικόνα της στα σκοτάδια μιας προ-μοντέρνας/ μεταμοντέρνας/ αντι-μοντέρνας ζούγκλας.
Συνηθίζεται από εχθρούς και «φίλους» του λεγόμενου «νεαρού» Μαρξ η αλλοτρίωση να ανάγεται, ή μάλλον να εξαερώνεται σε ψυχολογική συνθήκη, σε κατάσταση ψυχικής αποξένωσης από τους άλλους κι από τον Εαυτό ή και σε μορφή «ψευδούς συνείδησης» και μόνο, σε ιδεολογία (που κι αυτή εννοείται αποκλειστικά στα στενά πλαίσια μιας ψευδούς συνείδησης). Για τον Μαρξ, όμως, η αλλοτρίωση είναι πρωταρχικά μια ιστορική – υλική διαδικασία που ξεκινάει από το θεμελιακό επίπεδο της αλληλεπίδρασης του κοινωνικού ανθρώπου και της Φύσης, στο ιστορικά αναπτυσσόμενο πεδίο της παραγωγής και αναπαραγωγής των όρων της ανθρώπινης ζωής.
«Αυτό που απαιτεί εξήγηση», γράφει ο Μαρξ στα Grundrisse, «δεν είναι η ενότητα των ζώντων και δρώντων ανθρωπίνων όντων με τις φυσικές, ανόργανες συνθήκες της ανταλλαγής της ύλης με την φύση, και συνεπώς της ιδιοποίησης της φύσης από τους ίδιους {…} Εκείνο που πρέπει να εξηγήσουμε είναι τον, διαχωρισμό αυτών των ανόργανων όρων της ανθρώπινης ύπαρξης από αυτό το δρών όν, έναν χωρισμό που τίθεται στην πλήρη του μορφή μόνον μέσα στην σχέση της μισθωτής εργασίας με το κεφάλαιο». (Grundrisse, Marx-Engels Collected Works vol. 28 p. 413).
Η αλλοτρίωση είναι πρώτα απ΄ όλα αλλοτρίωση της εργασίας. Είναι από αυτόν τον υλικό ιστορικό βυθό που αναδύεται και διαμορφώνεται η όλη διαλεκτική του υποκειμένου και του αντικειμένου, η παράδοξη αναστροφή της στον καπιταλισμό, μαζί κι όλες οι παράγωγες στρεβλώσεις στις συνειδητές (κι ασυνείδητες) παραστάσεις κι αναπαραστάσεις. Η φετιχιστική παρουσίαση των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους σαν σχέσεων μεταξύ πραγμάτων δεν είναι κάποια υποκειμενική κατασκευή αλλά η αναγκαία μορφή εμφάνισης αυτού που όντως συμβαίνει στις υλικές σχέσεις μέσα σε όρους καπιταλιστικής παραγωγής.
Η αντικειμενική πραγμοποίηση των σχέσεων ανάμεσα σε δρώντα υποκείμενα εκδηλώνει τον διχασμό της ίδιας της εργασίας σε συγκεκριμένη και αφηρημένη εργασία. Ή, με άλλους όρους, τον διχασμό της εργασίας ως αντικειμενικότητας και ως υποκειμενικότητας. Στα Grundrisse, πάλι, ο Μαρξ, δείχνει, ανατρέποντας κάθε μεταφυσική οντολογικοποίηση της σχέσης υποκειμένου/αντικειμένου, ότι στη σχέση της εργασίας με το κεφάλαιο, η πρώτη γίνεται ένα «αντικειμενικό μη αντικειμενικό», εργασία διαχωρισμένη από όλα τα μέσα διαχωρισμένη από όλα τα αντικείμενα της εργασίας, από όλη την αντικειμενικότητά της. Ζωντανή εργασία που υπάρχει ως αφαίρεση από τις στιγμές της ενεργού πραγματικότητάς της {…} Εργασία ως απόλυτη φτώχεια: φτώχεια, όχι σαν έλλειψη, αλλά σαν πλήρης αποκλεισμός από τον αντικειμενικό πλούτο {…} η εργασία είναι από την μια η απόλυτη φτώχεια ως αντικείμενο, και από την άλλη η γενική δυνατότητα του πλούτου ως υποκείμενο και δραστηριότητα…» (ό.π.π. σελ. 222).
Η αλλοτρίωση της εργασίας δεν αναποδογυρίζει ή στρεβλώνει απλώς την σχέση του υποκειμένου και του αντικειμένου: αντιστοιχεί σε μια χωρίς αντικειμενικότητα αντικειμενικότητα και σε ένα χωρίς υποκειμενικότητα υποκείμενο, σε ένα αβυσσαλέο ρήγμα μέσα στην ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη ανάμεσα στην ίδια και τους όρους που την κάνουν δυνατή. Το ρήγμα αυτό διαπερνάει όλα τα επίπεδα, ή ακριβέστερα όλες τις διαλεκτικές στιγμές του ζωντανού κοινωνικού σώματος και όλες τις παράγωγες μορφές αλλοτρίωσης. Επειδή η εργασία είναι καθοριστική για την ανάδυση και τον καθορισμό του ανθρώπου ως ιστορικού όντος, η αλλοτρίωση της δεν είναι κάποια μεταφυσική οντολογική-ανθρωπολογική συνθήκη αλλά ιστορικό φαινόμενο. Εάν οι απαρχές της βρίσκονται στον καταμερισμό της εργασίας και η κορύφωσή της στον καπιταλισμό, τότε και μέσα στην φυσική ιστορία του τελευταίου, (στην γένεση, άνοδο, ωρίμανση και παρακμή), η αλλοτρίωση μετεξελίσσεται.»
Ο άνθρωπος δεν είναι «συμπύκνωση των κοινωνικών του σχέσεων» και μετά τέρμα. Αυτή η θέση δεν εξηγεί τον άνθρωπο ως ιστορικό ον, απλά τον προϋποθέτει αφηρημένα ανάγοντάς τον σε παθητικό δοχείο που γεμίζει με κοινωνικές σχέσεις όπως ένα μπαλόνι γεμίζει με αέρα και ένα βάζο με νερό. Αυτό δεν είναι διαλεκτική αλλά εμπειρισμός και χυδαίος υλισμός. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θυμίζει έντονα αυτό που έλεγε ο Χέγκελ εναντίον των εμπειριστών: «οι αγελάδες είναι μαύρες γιατί είναι νύχτα». Οι κοινωνικές σχέσεις είναι ο τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου αλλά αυτό δεν αρκεί για να προσδώσει νοητά συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο στον άνθρωπο ως κοινωνικό ον. Ο άνθρωπος, ακριβώς επειδή είναι ιστορικό ον σε πλήρη αντίθεση π.χ.με την αγελάδα, στο βαθμό που συμπυκνώνει κοινωνικές σχέσεις στο ίδιο μέτρο τις υπερβαίνει διαλεκτικά για επιβεβαιώσει την ανθρώπινη ύπαρξή του μέσα στον κόσμο του ανθρώπου και αυτή η υπέρβαση είναι, οντολογικά, η «ουσία» του. Ο άνθρωπος, συνεπώς, είναι υποκείμενο και αντικείμενο της ιστορικής εξέλιξης. Ο δομισμός αποφεύγει τη διαλεκτική όπως ο διάολος το λιβάνι και μια στρουκτουραλιστική «ανάγνωση» του μαρξισμού ισοδυναμεί με την απονέκρωσή του καταλήγοντας στην «καθεαυτή ιστορία» (που δεν αναπτύσσεται αντιφατικά μέσω νομοτελειών και νόμων μεταβολής), δηλαδή στην «ιστορία της δομής» χωρίς υποκείμενο. Μια τέτοια αντίληψη θέτει τις Επαναστάσεις εκτός ιστορίας. Μόνο και μόνο η αντίληψη της «πρωτοκαθεδρίας» των παραγωγικών σχέσεων πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις κάνει αφαίρεση της αντιφατικής τους ενότητας και ανάγει άγαρμπα τη ζωντανή εργασία στη νεκρή αντικειμενοποιημένη, κάνει αφαίρεση δηλαδή των υλικών προϋποθέσεων για την ανάδειξη της εργατικής τάξης σε επαναστατικό υποκείμενο και τάξη «για τον εαυτό της» που θα θελήσει συνειδητά να βάλει τέλος στην προϊστορία της ανθρωπότητας. Να διαβάσουμε τον Αλτουσέρ,οκ,αλλά για να «επιστρέψουμε» στον Μαρξ.
Και κάτι τελευταίο αλλά όχι έσχατο: το έκτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του κεφαλαίου που δεν είχε εκδοθεί στον πρώτο τόμο, διαλύει και την παραμικρή ένσταση για τον Μαρξ ως νεαρό «ανθρωπιστή» και ώριμο «ψυχρό» επιστήμονα.
Συντροφικά,
Lucifugo
Είναι πολύ σημαντικό που υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν τον κόπο να εξηγήσουν ορισμένα βασικά-εισαγωγικά πράγματα στους άλλους πάνω στα θέματα της αριστερής διανόησης-θεωρίας.
Είναι πολύ δύσκολο να βρεις έστω και έναν άνθρωπο που γνωρίζει ή είναι διατεθειμένος να συζητήσει τέτοια θέματα επειδή δεν ξέρουν πολλοί. Αλλά και να υπήρχαν πολλοί, πώς να επικοινωνήσετε εφόσον οι συζητήσεις αυτού του είδους είναι άτυπα απαγορευμένες; Στο δικό μου π.χ. περιβάλλον δεν έχω κανέναν, ούτε φίλο, ούτε γνωστό, ούτε οικογενειακό μέλος που να έχει την παραμικρή ιδέα. Στην δουλειά μου το να πεις κάτι σχετικό με όλα αυτά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως και αντικοινωνική συμπεριφορά ή θέμα ταμπού. Αν δεν μπορούσα να έχω ψευδώνυμο θα μπορούσα να γράψω αυτό το μήνυμα εφόσον θα μπορούσε ένας εργοδότης μου να το βρει στο google και με βάση αυτά τα κοινωνικά στερεότυπα να με καταδικάσει;
Μέσα σε ένα τέτοιο αποστειρωμένο καθεστώς ιδεολογικής καθαρότητας πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να ξεκινήσει να μαθαίνει; Από που να αρχίσει και που να τελειώσει;…Κάποιοι έχουν περάσει από κομματικές οργανώσεις, κάποιοι άλλοι έτυχε να ακούνε συζητήσεις από μικροί, και άλλοι έπιασαν το νήμα από την αρχή και μπόρεσαν να διατυπώσουν μόνοι τους τα σωστά ερωτήματα που τους βοήθησαν να ψάξουν και να διαβάσουν. Κάποτε το κλίμα ήταν άλλο, το να ψάχνεσαι προς τα αριστερά ήταν αποδεκτό. Σήμερα αυτό θεωρείται ότι έχει τις ρίζες του σε ψυχωτικές εμμονές, αφού δεν είναι πλέον κοινωνικά αποδεκτό.
Το αποτέλεσμα είναι τα αυτονόητα να μην είναι καθόλου αυτονόητα. Γι” αυτό έχουν μεγάλη σημασία τέτοιες προσπάθειες σαν αυτές που κάνεις και ο κόπος σου δεν πάει χαμένος.
Φίλε Lucifugo,
Κατ” αρχήν, οφείλω να πω ότι οι παρατηρήσεις σου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες! Και αναφέρομαι ιδιαιτέρως στον τρόπο με τον οποίον υποστηρίζεις την έννοια της αλλοτρίωσης και της θεωρητικής κριτικής που ασκείς στο ρεύμα του στρουκτουραλισμού.
Αναφορικά με το ζήτημα της αλλοτρίωσης. Υπάρχουν δύο προβλήματα νομίζω με αυτόν τον όρο. Το πρώτο είναι ποιο είναι το αντικείμενο της αλλοτρίωσης κάθε φορά. Η τελική αναγωγή του αντικειμένου της αλλοτρίωσης είναι πάντοτε μία καθολική – απόλυτη ουσία η οποία γενικά ενυπάρχει με πραγματικό ή δυνητικό τρόπο, δηλαδή ως ορίζοντας προσέγγισης του υποκειμένου. Υπάρχει ένα άγχος θεωρώ σε όλες τις φιλοσοφίες: Είτε υλιστικές λέγονται αυτές είτε ιδεαλιστικές, οι φιλοσοφίες προσπαθούν να προοικονομήσουν τη γνώση του κόσμου ή της ιστορίας αν θέλεις, να βρουν την καθοριστική της απαρχή το νόημά της. Η αναζήτηση του Νοήματος ή της Ολότητας, όροι των οποίων συχνά μετέρχονται οι χεγελιανοί (δεν ακυρώνω καθόλου το Χέγκελ, αντιθέτως όσο ωριμάζω τον εκτιμώ σε πολλά επίπεδα), έχει και μία αναδίπλωση ή ένα είδωλο πιο σωστά σε μία άλλη έννοια, δηλαδή το Τέλος, την κατάληξη της ιστορικής διαδικασίας. Αυτό το ζεύγος της Ιδέας της ιστορίας, έχει νομίζω τη μετάφρασή του στο μαρξισμό, με τις έννοιες της αυτοπραγμάτωσης του προλεταριάτου, αυτό που ακολουθεί το μετασχηματισμό της τάξης καθ” εαυτήν σε δι” εαυτήν.
Αν τα λέω αυτά είναι για να εξηγήσω πως η ιδέα της αλλοτρίωσης έχει την καταγωγή της ακριβώς εκεί και αυτός ο πυρήνας σκέψης κρύβει παγίδες. Η κυριότερη είναι ότι κατασκευάζει αναπόφευκτους ορίζοντες της ιστορικής εξέλιξης. Η αυτοπραγμάτωση του προλεταριάτου και η κομμουνιστική κοινωνία κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι είναι θεωρητικές έννοιες που αργά ή γρήγορα θα αναχαιτίσουν πχ την καθαρά πολιτική ανάλυση, αφού αυτή πάντα θα πρέπει να «χωρέσει» στο στενό κοστούμι του Υποκειμένου της Ιστορίας, που οδεύει ακάθεκτο (δεν το εκχυδαΐζω ούτε λέω ότι έχεις σοβιετική αντίληψη της Ιστορίας σε καμία περίπτωση). Ήθελα να καταλήξω στο εξής: Πως συνιστούν απολογητικές θεωρίες σε πολύ πολύ τελική ανάλυση, γιατί συνήθως ασυνείδητα έχουν στη συντακτική τους πράξη συγκρότησης ενός τύπου εσχατολογία.
Τώρα το αν τη στηλίτευσε τόσο πολύ ο Αλτουσέρ, έχει σχέση να κάνει με το γεγονός ότι είδε ιστορικά τον τρόπο με τον οποίο, ακόμα και αυτό το αμάλγαμα-έκτρωμα του μαρξισμού, δαρβινισμού και θετικισμού, που ονομάστηκε σοβιετικός μαρξισμός ή σταλινισμός, είχε με ένα τρόπο στην καρδιά του, αυτόν το χεγελιανού προσδιορισμού αναπόφευκτο ορίζοντα της πραγμοποίησης του Υποκειμένου της Ιστορίας. Μπορεί να διαθέτει πολλά καλά στοιχεία, αλλά ταυτόχρονα μπορούσε να δρα απολογητικά για μια σειρά πολιτικά υποκείμενα, από σοσιαλδημοκρατία Β” Διεθνούς, μέχρι τα σταλινικά κόμματα, με διαφορετικό φυσικά τρόπο.
Επίσης, αυτό έχει άλλη μία προέκταση. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μία Αλήθεια, απόλυτη και ενική, της οποίας κάποιος είναι φορέας και από την οποία αλλοτριώνεται (Κράτος, προλεταριάτο), αλλά υπάρχουν μόνο αλήθειες, πολλές, αμέτρητες και οι οποίες παράγονται συχνά με απρόβλεπτο τρόπο, ως αποτέλεσμα διαπάλης και ανταγωνισμών. Και αυτό έχει σχέση με τον όρο υποκείμενο, που θα εξηγήσω στη συνέχεια.
Οι ΠΔ και οι ΠΣ είναι σε μία ισχυρή ενότητα μεταξύ τους, αυτό δεν το αναιρώ ούτε εγώ ούτε ο Αλτουσέρ, απλά αυτό που διευκρινίζεται είναι η πρωταρχικότητα και έχει σημασία, γιατί η καταστροφική θεωρία των σταδίων του ΚΚΣΕ, είχε εμφωλιασμένο μέσα της τον παραγωγισμό, όπως η σκακιστική μαριονέτα το νάνο, στο μάγο του Μέαλζελ του Πόε.
Σχετικά τώρα με το στρουκτουραλιμό, πολλά έχουν ειπωθεί. Λέω προκαταρτικά ότι δεν τάσσομαι ούτε με το στείρο φορμαλισμό ούτε με το σχολαστικό θεωρητικισμό του αλτουσεριανισμού της δεκαετάις του ’60. Όπως και να” χει ο ΑΛτουσέρ σε καμία περίπτωση δε μιλάει για άτομα μαριονέτες των δομών όπως εν ολίγοις διαβάζουμε σε φορμαλιστικές αναλύσεις. Μιλάει για άτομα που είναι συμπυκνώσεις κοινωνικών σχέσεων. Όμως και οι ίδιες οι δομές (πχ οι καπιταλιστικές) διαπερνώνται από τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Δεν είναι μονολιθικά και αρραγή οικοδομήματα. Είναι αυτές που συγκροτούν τα άτομα ως υποκείμενα, στη βάση των δικών τους εγκλήσεων, των δικών τους υλικών εγκλήσεων που τους ανυψώνουν στο επίπεδο του υποκειμένου, ωστόσο επειδή διαπερνώνται από τις κοινωνικές αντιθέσεις τα ίδια υποκείμενα εγκαλούνται και στη βάση πχ ανοικείων – στο κράτος – ιδεολογικών υποσυνόλων (πχ αντιεξουσιαστικών, κομμουνιστικών). Άρα, μόνο άψυχα άτομα δεν είναι. Κάθε άλλο. Συγκροτούμενα ως υποκείμενα σε πολλαπλά επίπεδα ανάλογα με τις δομές και τους μηχανισμούς του κράτους που αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν αυτήν τη διαμόρφωση, τίθενται οι οριοθετήσεις δραστηριοποίησής τους, δηλαδή οι δυνατότητες και όλο το φάσμα πολιτικών, ιδεολογικών και στενά ταξικών πρακτικών. Αυτά τα όρια είναι ευμετάβλητα και συνεχές διακύβευμα για το υποκείμενο. Επιμένω όμως. Υποκείμενο για το κράτος και τους μηχανισμούς του (που σαφώς προσδιορίζονται από τον ΚΤΠ), όμως όχι για την Ιστορία. Η ιστορία εξελίσσεται απρόβλεπτα και αστάθμητα, καθοριζόμενη πάντα από τις ταξικές εκβάσεις των μαχών επιμέρους και συνολικά. Τον μη μηχανιστικό υλισμό, εγώ τον καταλαβαίνω σα μία θεωρία, ένα σύστημα σκέψης και πρακτικής, που δεν μπορεί να απαντήσει σε όλα και κυρίως σε δύο ερωτήματα: 1. Θα γνωρίσει η ανθρωπότητα τον κομμουνισμό; και 2. Αν ναι μιλάμε για το τέλος της Ιστορίας; Ιδιαίτερα, για το δεύτερο ερώτημα, πιστεύω ότι πρέπει να είναι ιδιαίτερα δύσπιστος.
Για να μην παρεξηγηθώ, απλά θεωρώ ότι όσους αντι-τελεολογικούς περιορισμούς και αν βάλεις σε μία υλιστική φιλοσοφία του Υποκειμένου της Ιστορίας, πάντα είσαι ανοιχτά εκτεθιμένος στο νομοτελειακό ορίζοντα από άλλους δρόμους. Όχι πχ με την ανοικτή δήλωση της βεβαιότητας του ερχομού της «άλλης» κοινωνίας, αλλά με νομοτελειακού τύπου αναλύσεις που αναζητούν εναγωνίως αυτήν την υπέρβαση των κοινωνικών σχέσεων που περιγράφεις ως ουσία του ατόμου. Και αν την υπερβεί και επιστρέψει πιο μετά σε αυτήν και τότε εγκαθιδρυθεί αυτή η παλιά απατηλή ουσία με πιο ισχυρό τρόπο; Όλα για μένα είναι διακύβευμα! Για να χρησιμοποιήσω την ορολογία σου, υπάρχουν πολλές ουσίες. Αυτό που χρειάζεται να τονίσουμε είναι το ΠΩΣ θα βάλουμε τους όρους για τη δική μας «αλήθεια» και θα τη διατηρήσουμε, θα την εδραιώσουμε και εξαπλώσουμε. Γιατί αυτό είναι άλλης τάξης ζήτημα. Και αυτή είναι η διαχρονικότητα της σκέψης του Μακιαβέλι. Επιπλέον, να κοιτάξουμε και άλλες φιλοσοφίες που είναι αυθεντικά υλιστικές, χωρίς να συγγενεύουν αναγκαστικά με τη φιλοσοφία που εμπεριέχεται στο έργο του Μαρξ.
Θεωρώ ότι είναι ζήτημα πρώτης τάξεως να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας με κάθε ορίζοντα με κάθε τέλος με κάθε Νόημα και απλά να πάμε να το διεκδικήσουμε εκεί έξω. Το νόημα ή καλύτερα τα νοήματα μόνο κατασκευάζονται και υπάρχουν, είναι γεγονικά δηλαδή, δεν προϋπάρχουν. Δυστυχώς, ο διαλεκτικός υλισμός κατέληξε μηχανιστικός παρά τη σπειροειδή του γεωμετρία ή και την εισαγωγή σε αυτήν κάποιων οπισθοδρομήσεων, κλπ. Χρειαζόμαστε νομίζω μία θεωρία του απροσδόκητου, του συμβάντος (Μπαντιού), ως θεωρητική προϋπόθεση κάθε καθαρού στοχασμού (αν γίνεται να υπάρξει τέτοιος). Άλλωστε, ο Αλτουσέρ σε μία πλήρως αντι-δομιστική του φράση τόνισε ότι υλιστής είναι κάποιος που μοιάζει με έναν ταξιδιώτη που επιβιβάζεται σε ένα τρένο, χωρίς να ξέρει ούτε από που έρχεται, ούτε και που πάει. Απλά καταγράφει προσπαθεί να κατανοήσει και να επέμβει στο μέτρο του εφικτού και αυτού που του επιτρέπει η αντίληψή του.
Προσπάθησα αν και λίγο χαοτικά το ξέρω (θα με συγχωρέσεις γι” αυτό, δεν είχα πολύ χρόνο), να ενισχύσω τις θέσεις μου – μέσω Αλτουσέρ – περί Υποκειμένου, αλλοτρίωσης και φιλοσοφίας και να τις διασαφηνήσω όσο μπορώ καλύτερα.
Η φιλοσοφία, όμως δεν είναι επιστήμη, έχει θέσεις/τοποθετήσεις και δικαιώνεται μόνο εκ των αποτελεσμάτων της και τη βοήθεια που παρέχει στην αυθεντική πρακτική (όλων των ειδών).
Συντροφικά και φιλικά,
Δήμος
Τρομερά σημαντική για μένα η παρατήρηση του Greek Rider. Θα ήθελα να την αναπαράξω κάπου γιατί λέει δυσβάσταχτες αλήθειες για την τεράστια πνευματική οπισθοδρόμηση της περιόδου 1988-2008, της οποίας της συνέπειες προσπαθούμε όλοι να αναστρέψουμε αυτή την στιγμή (και για αυτό μόνον, νιώθω μεγάλη συντροφική αλληλεγγύη για όποιον, με την δέουσα σοβαρότητα και ταπεινότητα, αναλαμβάνει την ευθύνη να σκεφτεί, ανεξαρτήτως τυχόν επιμέρους διαφωνιών).
Για το αναλυτικό ποστ του φίλου Lucifugo και την απάντησή σας ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να τα μελετήσω αναλυτικότερα και να επανέλθω αν έχω κάτι να προσφέρω στην κουβέντα.
Το σχόλιο του Greek Rider το ανέβασα εδώ http://radicaldesire.blogspot.com/2010/02/blog-post_4991.html. Απολογούμαι για την βιασύνη, αλλά περίμενα πολύ καιρό για να ακούσω έναν άνθρωπο στην Ελλάδα να λέει τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα με το όνομά τους.
Σύντροφε Δήμο, σε ευχαριστώ για την πολύ ωραία απάντηση.
Ντετερμινιστικό δεν είναι τίποτα στη Φύση. Και όπως στη Φύση, έτσι και στην κοινωνία και στη σκέψη. Αυτό που λέω μόνο στα μάτια ενός «υπαρξιστή» μπορεί να φανεί αναγωγιστικό αφού ο «υπαρξιστής» – περιττό να αναφέρω πως ο κάθε «υπαρξισμός» είναι το φιλοσοφικό δεκανίκι του ρεφορμισμού – δεν θεωρεί Φύση την ίδια την κοινωνία και το πολύ πολύ την ανάγει σε κατηγόρημα της κοινωνίας. Αν δε θεωρούμε Φύση την κοινωνία, τότε αρνούμαστε την υλικότητά της και τις νομοτέλειές της. Οι νομοτέλειες δεν είναι «εδώ η αιτία» και «εκεί το αποτέλεσμα», αλλά νόμοι αλλαγής και μετατροπής της αιτίας σε αποτέλεσμα, νόμοι ενότητας και πάλης αντιθέτων, νόμοι που υφίστανται ως νομοτέλειες ακριβώς λόγω της εσωτερικής αντιφατικότητάς τους. Η εσωτερική αντίφαση είναι η πηγή κάθε υλικού φαινομένου, είτε έχουμε να κάνουμε με τις χημικές ενώσεις του χημικού, είτε με την ψυχολογία του ατόμου.
Όπως έλεγε πολύ όμορφα και ο Diderot και συμφώνησε χωρίς δεύτερη σκέψη και ο Engels: «στο πρόσωπο του ανθρώπου, η Φύση σκέφτεται τον εαυτό της». Ποια Φύση; Εκείνη η αντικειμενική υλική φύση που υπάρχει έξω από τα κεφάλια μας και εμείς στην ενότητα και πάλη μαζί της γνωρίζουμε, ιστορικά, τις άπειρες νομοτέλειές της και της κάνουμε δικές μας, μετασχηματίζοντας την κίνησή της, δημιουργώντας με αυτές συνεχώς νέες, ανθρώπινες ανάγκες. Η καθολικευμένη ανθρώπινη δραστηριότητα του κοινωνικού ανθρώπου και ο προσπορισμός νέας γνώσης και νέων αναγκών συνιστά αιτία μα και αποτέλεσμα της αλληλοδιείσδυσης του υποκειμένου (κοινωνικός άνθρωπος) στο αντικείμενο (φύση και κοινωνία). Μια «ΦΥΣΗ καθεαυτή» χωρίς υποκείμενο είναι ιδεαλιστική αναζήτηση, όπως έλεγε και ο Λένιν στην αδυσώπητη πολεμική του με τους Μαχιστές. Η σχέση υποκειμένου αντικειμένου είναι διαλεκτική αλλά το αντικείμενο είναι πρωταρχικό που δεν είναι άλλο από το ΕΙΝΑΙ ως ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ.
Η καθολική διαμεσολάβηση της ύλης και η αναπαραγωγή των άπειρων ιδιοτήτων της σε άπειρα επίπεδα (ή αλλιώς Αντανάκλαση) είναι ο μόνος τρόπος ύπαρξης της αντιφατικής κίνησης της ζωής. Η καθολική κίνηση της ύλης διαμεσολαβεί τον εαυτό της δια της διαλεκτικής άρνησης της ίδιας της υλικής οργάνωσής της και αναδημιουργεί την ενότητα και πάλη των αντιθέτων σε ένα ανώτερο επίπεδο οργάνωσης – το ανώτερο είναι η ανθρώπινη κοινωνία – που δεν μπορεί να ερμηνευτεί αν αναχθεί μηχανιστικά στο προηγούμενο. Εντός αυτού του νέου επίπεδου οργάνωσης όμως, προκύπτουν, σε ενότητα με αυτό και κατ” ανάγκη, οι προϋποθέσεις του θανάτου του. Καμία τελεολογία λοιπόν, κανένας «σιδερένιος» νόμος ντετερμινισμού και αν αναφωνήσουμε πως καμία νομοτέλεια δεν υπάρχει, όλα είναι τυχαία, θα καταλήξουμε στον αγνωστικισμό από την πίσω πόρτα χάνοντας μπροστά από τα μάτια μας την μετατροπή της αιτίας σε αποτέλεσμα εν είδη αναμονής του «συμβάντος».
Το τυχαίο και το αναγκαίο δεν είναι αντινομικές κατηγορίες: το ένα είναι η προϋπόθεση του άλλου και συνυπάρχουν διαλεκτικά σε μια ενότητα αντιφατική. Το τυχαίο παρμένο στον εαυτό του είναι θάνατος, απουσία κίνησης, το ίδιο και για το αναγκαίο. Το τυχαίο μπορεί να υπάρξει ως τυχαίο μονάχα διαμέσου του αντιθέτου του, διαμέσου της αναγκαιότητας και η αναγκαιότητα δίνει υπόσταση στο τυχαίο. Ας κάνουμε ένα παράδειγμα: μέσα στο Ancient Regime και κατά τη διάρκεια της κίνησής του δημιουργούνται οι αναγκαίες υλικές προϋποθέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Οι πολιτικές αστικές επαναστάσεις (πρώτες στην ιστορία ως πολιτικές), προκύπτουν κατ” ανάγκη αλλά μέσα από «τυχαία» περιστατικά. Και γιατί επιτυγχάνουν; Γιατί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και οι αναγκαίες υλικές προϋποθέσεις του είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται μέσα στα σπλάχνα του Ancient Regime. Οι πολιτικές αστικές επαναστάσεις ήταν το επιστέγασμα μιας υλικής διαδικασίας αιώνων που ωρίμαζε αντιφατικά ως διαλεκτικό «άλλο» μέσα στα σπλάχνα της φεουδαρχίας. Δε μπορεί να συμβεί το ίδιο με την προλεταριακή επανάσταση. Ο κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής δεν μπορεί να αναπτυχθεί μέσα στον καπιταλισμό, είναι αδύνατον, αλλά οι υλικές προϋποθέσεις του δημιουργούνται μονάχα μέσα και εξαιτίας του καπιταλισμού. Οι αστικές επαναστάσεις άντλησαν την ποίησή τους από το παρελθόν, αναπαρήγαγαν την ταξική κοινωνία σε ένα νέο επίπεδο δημιουργώντας τα εθνικά κράτη των μοντέρνων καιρών και την παγκόσμια αγορά και σε ενότητα με αυτά ενοποίησαν ολόκληρη την ανθρωπότητα δια της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης. Αυτή η ενοποίηση της ανθρωπότητας, παρ όλη την τραγικότητα της αντιφατικότητάς της είναι η υλική προϋπόθεση της κοινωνικοποιημένης ανθρωπότητας, του κομμουνισμού. Γιαυτό και ο Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία», σε ένα βιβλίο γραμμένο μαζί με τον Engels για να «δουν καθαρά μέσα τους» λένε το γνωστό: «ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Οι προϋποθέσεις αυτής της κίνησης ξεκινούν από τώρα».
Ποια αποξένωση και πια αλλοτρίωση; Ο καπιταλισμός, ως κίνηση προς την καθολικότητα δυναμιτίζει τα ίδια τα θεμέλια του καθολικού με την ιδιωτική/ατομική κατοχή του υλικού (άρα και πνευματικού) πλούτου της κοινωνικής εργασίας. Η υποδούλωση στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας κατακερματίζει όχι μονάχα το αντικείμενο της ανθρώπινης δραστηριότητας αλλά και το ίδιο το υποκείμενο, τον ίδιο τον άνθρωπο, καταστρέφοντας την ύπαρξή του: είναι ο λεγόμενος φετιχισμός του εμπορεύματος ο οποίος ισοδυναμεί με την «αλλοτρίωση».
Η ουσία του ανθρώπου είναι το σύνολο τον κοινωνών του σχέσεων, ο μόνος τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου ως ανθρώπου και όχι ως απλής βιολογικής προϋπόθεσης είναι μονάχα δια των κοινωνικών του σχέσεων, αλλά όχι ως μηχανική συμπύκνωση, μα ως εσωτερίκευση της διαλεκτικής μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού. Με άλλα λόγια, η φάση συμπύκνωσης των κοινωνικών σχέσεων είναι η προϋπόθεση της δημιουργίας νέων κοινωνικών σχέσεων από το υποκείμενο. Κάθε κοινωνική σχέση ικανοποιεί μια συγκεκριμένη ανάγκη μα, ταυτοχρόνως, αυτή η ικανοποίηση της ανάγκης δημιουργεί μια νέα, καινούργια ανθρώπινη ανάγκη.
Στο καπιταλισμό, οι κοινωνικές σχέσεις ικανοποιούν τις ανάγκες του κεφαλαίου. Η κομμουνιστική επανάσταση είναι εκείνο το «συμβάν» όπου οι προλετάριοι κάνουν να «συμπέσει» η «ύπαρξή τους» με την «ουσία» τους. Μονάχα με τέτοιο νόημα έχει πραγματική βάση να μιλάμε για «συμβάν».
Δεν είναι άλλο το αντικείμενο της φιλοσοφίας και άλλο το αντικείμενο της επιστήμης, δεν είναι καν ζήτημα «ξεχωριστού αντικειμένου» αφού «η φιλοσοφία εμπλουτίζεται από την επιστήμη και η επιστήμη νοηματοδοτείται από τη φιλοσοφία». Και αυτό γιατί το αντικείμενό τους είναι ενιαίο μέσα στην πολλαπλότητα της διαφοράς του.
Συντροφικά,
Lucifugo
Αγαπητέ Lucifugo,
Σ” ευχαριστώ που με τις αξιόλογες και εμβριθείς παρατηρήσεις σου, εμπλουτίζεις το αρχικό κείμενο, ζωντανεύοντας το σιωπηλό διάλογο που ανοίγει το κείμενο αυτό τόσο με αντιλήψεις ανοικείες στο μαρξισμό (δεξιές), όσο κυρίως με άλλα θεωρητικά ρεύματα στο εσωτερικό του.
Εμπλουτίζεις με τον τρόπο σου το αρχικό κείμενο και αυτό νοηματοδοτεί εκ των υστέρων τη συγγραφή του.
Μία διασάφηση μόνο, αναφορικά με τη σχέση αναγκαιότητας και συντυχίας. Συμφωνώ ότι το ένα προσδιορίζεται από το άλλο. Αυτό που προσπάθησα να πω παραπάνω, ήταν όχι να ακυρώσω την ύπαρξη κάποιων νόμων που μπορούμε να διαγνώσουμε από τον ΚΤΠ και αυτοί να μετασχηματιστούν σε θεωρητικά εργαλεία σκέψης, ανάλυσης και κάποιας πρόβλεψης, αλλά να δηλώσω ότι το αστάθμητο προκύπτει στην ιστορική εξέλιξη και δεν μπορεί να «προβλεφθεί» με ένα τρόπο, αφού δεν υπάγεται στην τάξη των θεωρητικών μας εργαλείων. Λέω επίσης, πως αυτές οι συμπτώσεις ή το συμβάν ή το απρόοπτο έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην ιστορία (συσσωρεύοντας όρους για ιστορικές μεταβάσεις και όχι μόνο). Αν τονίζω τη σημασία του αστάθμητου, είναι όχι για να αναιρέσω τη δυνατότητα στοχασμού των υλικών κοινωνικών συνθηκών ύπαρξής μας (αλλίμονο προσπάθησα να το διευκρινήσω αυτό στο κείμενό μου, το φοβόμουν ότι ίσως δε θα τα καταφέρω) και να οδηγηθούμε στον απόλυτο αγνωστικισμό αναμένοντας τον Γκοντό του αστάθμητου – να το πούμε και Μπεκετικά – αλλά γιατί 1. ιστορικά πολιτικές πρωτοπορίες και οργανώσεις έχουν σταθεί κατώτερες των συμβαντικών και απροσδόκητων περιστάσεων, τηρώντας μία στάση φοβική και αναδίπλωσης για πολλούς λόγους αλλά και διότι το θεωρητικό τους οικοδόμημα ήταν ασυμβίβαστο με το απρόσμενο (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μάης του ’68, αλλά και οι ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις τύπου ΕΕ, οι αναδιαρθρώσεις της παραγωγικής διαδικασίας, ο ορισμός της σύγχρονης εργατικής τάξης, κλπ) και 2. διότι η αμηχανία μπροστά στο ανείπωτο του νέου και άρα τυχαίου και μία αντίληψη της φιλοσοφίας (ακόμα και μαρξιστικής ή υλιστικοδιαλεκτικής αν είναι αυτή) που πρέπει αναγκαστικά να λέει την αλήθεια για τα πάντα, να υπάγει τα πάντα στους κανόνες της εσωτερικής της λογικής, αναδιατάσσει και εντέλει στρεβλώνει το νόημα ενός γεγονότος, χωρίς να αποκομίζει κάτι από αυτό.
Έτσι αντιλαμβάνομαι τη φιλοσοφία εγώ. Μία φιλοσοφία που αποδέχεται a priori τα πρωτεία της πολιτικής πάνω της (δεν είναι τυχαίο νομίζω που ο Γκράμσι ονόμασε το μαρξισμό «Φιλοσοφία της πράξης»). Ένα «μαρξισμό» ή υλισμό (;), ο οποίος, με δεδομένο ότι διαπερνάται από τους ταξικούς αγώνες και άρα αυτοί μεταφέρονται εντός του θεωρητικά διαμεσολαβημένοι, είναι έτοιμος να αναγνωρίσει ότι δεν κατέχει το νόημα όλων των επιστημονικών πεδίων, ούτε μπορεί να κατασκευάσει μία ενοποιητική θεωρία όλων των διακριτών πεδίων (αφού για να το κάνει όπως προείπα χρειάζεται να προϋποθέσει μία κοινή προσδιοριστική αναγωγή των «επιμέρους τμημάτων» της), αλλά είναι έτοιμος να υποδεχτεί τις αναδράσεις από τις οποιεσδήποτε πολιτικές ή επιστημονικές πρακτικές, έτσι όπως είναι και να στοχαστεί με τα δικά της εργαλεία και «μέθοδο» (αν μπορώ να το διατυπώσω έτσι), δίνοντας με αυτόν τον τρόπο νέες στοχαστικές δυνατότητες (με την παραγωγή εννοιών, κοκ) σε κάθε πρακτική (αναβαθμίζοντας την ισχύ μετασχηματισμού που η κάθε μία διακριτά διαθέτει).
Προσπάθησα όσο ήταν δυνατόν μέσω αυτής της αλληλογραφίας, να εξηγήσω πως εγώ κατανοώ τον υλικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του μαρξισμού.
Και πάλι σε ευχαριστώ για τη συνεισφορά σου!
Χάρηκα και εγώ για την κουβέντα και θα τα πούμε από κοντά μόλις κατέβω Ελλάδα το Πάσχα για τον Gramsci και τη «Φιλοσοφία της πράξης» του – μέσα από το ίντερνετ δεν γίνεται και δεν μας περισσεύει και ο χρόνος δυστυχώς – που καμία σχέση δεν έχει με διαλεκτικό υλισμό και με τον υλισμό γενικότερα αφού δίνει τα πρωτεία στη «συλλογικότητα της ατομικής συνείδησης» και θεωρεί την πράξη προϊόν των συναισθημάτων και της…σκέψης, συναισθήματα και σκέψεις που αναβλύζουν «επαναστατική κουλτούρα». Για τον Gramsci, η συνείδηση καθορίζει το Είναι και τις κοινωνικές σχέσεις και η υλική αντικειμενικότητα των τάξεων, σε τελική ανάλυση, είναι μια κατηγορία της σκέψης του «μορφωμένου» προλεταριάτου και όχι κάτι πρωταρχικό!(δεν είναι καθόλου τυχαίο πως στην Ιταλία είναι πασίγνωστος και σαν ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ιδρυτής του κομουνιστικού κόμματος Ιταλίας, πράγμα ψευδές αφού ο Αmadeo Bordiga ήταν ο βασικός ιδρυτής. Ο Gramsci, ανάμεσα στα άλλα, με τα πρωτεία της «κουλτούρας της πράξης» έναντι των ταξικών αντικειμενικών διαλεκτικών σχέσεων, έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην σταλινοποίηση του ΚΚΙ(PCI) που από Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα ΤΗΣ Ιταλίας (PCdI). Κατά τα άλλα είναι ένας συμπαθής ιδεαλιστής φιλόσοφος, σχεδόν πανομοιότυπος με τον δημοκρατικό Benedetto Croce, πολύ καλός λογοτέχνης αλλά ως εκεί. Γιαυτό το ιταλικό και όχι μόνο κεφάλαιο τον έχει «αγιοποιήσει».
Συντροφικά,
Lucifugo
Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!
http://spartakos.okde.org/keimena/s70_althusser_0503.htm
Μια ενδιαφέρουσα κριτική στον Αλτουσέρ
Eξαιρετική η σελίδα σου σύντροφε. Πολλά βιβλία σου που δημοσιεύσεις τα έβαλα και στο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ. http://politikokafeneio.com
Μπορείς να πάρεις κι εσύ ότι θέλεις. Το ζήτημα είναι να δώσουμε δωρεάν στους νέους, στους εργαζόμενους, σε όσους διψούν για γνώση τη μικρή μας συνεισφορά.
Συντροφικά
Παναγιώτης Βήχος
Φίλτατε Παναγιώτη
Σε ευχαριστούμε για τα καλά σου λόγια. Φυσικά το Πολιτικό Καφενείο είναι στα links του μπλογκ σχεδόν από την αρχή της ύπαρξής του.
Συντροφικά
Aformi
Μπράβο παιδια