Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Isis in the Hall of the Dead



The Beginning And The End: Αυτή τη φορά είχα πει στον εαυτό µου, ότι ο διάβολος ο ίδιος να ανέβει στη γη, αυτό το live δεν θα το έχανα για οτιδήποτε και για κανέναν!. Έτσι την Kυριακή στις 22/11 το βράδυ, κατηφόρισα µε ένα φιλαράκι για το «Fuzz Club» στη Πειραιώς, για να δω επιτέλους, τους «Isis» ζωντανά, γνωρίζοντας από το «Cleaning the Eye» DVD (πραγµατικά έπαθα την «πλάκα» µου και άλλαξα όλη την οπτική µου, απέναντί τους), το επίπεδο αλλά και την ενέργεια που βγάζει το συγκρότηµα στη σκηνή ξεδιπλώνοντας τα επικίνδυνα µονοπάτια του, κάτω από τη σχεδόν µυσταγωγική ατµόσφαιρα που δηµιουργεί στις µοναδικές του εµφανίσεις. Εκτός ότι θα ήταν η πρώτη φορά που τους έβλεπα (αυτή ήταν η τρίτη φορά που οι «Isis» θα εµφανίζονταν µπροστά στο ελληνικό κοινό) και καθώς η προσµονή µου αυξανόταν σταδιακά, είχα και µεγάλη περιέργεια για το νέο συναυλιακό χώρο της πόλης. Έξω από το club ήταν περίπου καµιά τρακοσαριά άτοµα και περίµεναν υποµονετικά να ανοίξουν οι πόρτες µε τσιγάρα και µπίρες στα χέρια, προθερµαίνοντας τη διάθεση τους αλλά και την ανυποµονησία τους για το live που επρόκειτο να ακολουθήσει. Οι πόρτες άνοιξαν ακριβώς στης 21:00 και ο κόσµος µαζεύτηκε γρήγορα, περνώντας στο εσωτερικό του «Fuzz»…œ‰©^>…

Πριν ξεκινήσω όµως την περιγραφή µου για τη συναυλία των «Isis» θέλω να κάνω µία ανασκόπηση στην ιστορία του συγκροτήµατος και της σηµασίας του για το µεταλλικό ήχο. Θα προσπαθήσω να αποκωδικοποιήσω τα βήµατα, που τους έφεραν µπροστά και οδηγούς της γενιάς µας (µιλάω πάντα σε µουσικό επίπεδο), η οποία γέννησε µέσα από τα σπλάχνα της ένα συγκρότηµα που δηµιουργεί, αλλάζει, και επηρεάζει µε βάση την ανάγκη του για έκφραση σε όλους τους τοµείς, αλλά και που πρεσβεύει την ολοκλήρωση του ανθρώπου, ελευθερώνοντας τη σκοτεινή πλευρά της θνητής του ψυχής.

Οι «Isis» έρχονται από το Λος Άντζελες των Η.Π.Α., ενώ δηµιουργήθηκαν στα τέλη του 1997 στη Βοστόνη της Μασαχουσέτης, από τους Aaron Turner (κιθάρα, φωνητικά), όπου είναι και ιδιοκτήτης της δισκογραφικής «Hydra Head» και της θυγατρικής της, «HH Noise Industries», Jeff Caxide (Μπάσο), Chris Mereschuk (πλήκτρα, φωνητικά) και Aaron Harris (τύµπανα). Οι «Isis» ήταν το αποτέλεσµα της δυσαρέσκειας των ιδρυτικών µελών του συγκροτήµατος, όσο αναφορά τα προηγούµενά τους project. Η πρώτη κυκλοφορία των «Isis» ήταν το EP «Mosquito Control» το 1999, ενώ ακολούθησε και µια µίνι περιοδεία σε όλη την Ανατολική Ακτή το ίδιο καλοκαίρι µε την προσθήκη του Randy Larsen των «Cable», στις κιθάρες. Λίγο αργότερα, ο Mereschuk, εγκατέλειψε το συγκρότηµα και αντικαταστάτης του ήταν ο Jay Randall των «Agoraphobic Nocebleed». Ούτε αυτή η συνεργασία όµως πήγε καλά, µε αποτέλεσµα να αποχωρίσει και ο Randall (λέγοντας χαρακτηριστικά σε φιλικό τόνο ότι ίσως παραήταν επαγγελµατίες γι’ αυτόν). Το 1999 προσχώρησαν οι Bryant Clifford Meyer των «The Gersch» και ο πρώην κιθαρίστας των «Cast Iron Hike», Michael Gallagher. Με αυτή τη σύνθεση οι «Isis» κυκλοφόρησαν το ντεµπούτο τους άλµπουµ «Celestial» το 2000 ενώ το lineup τους, έχει παραµείνει το ίδιο µέχρι και σήµερα.

Η µουσική τους αποτελεί µια µίξη αργόσυρτων αφαιρετικών ακόρντων και γρήγορων δυνατών riffs µε ατµοσφαιρικά σηµεία να εναλλάσσονται µεταξύ τους και αρκετά επίπεδα που απαιτούν επανειληµµένες ακροάσεις για να έρθουν στην επιφάνεια. Οι αρχέγονες κιθάρες των Turner (τον κυρίως υπεύθυνο για τον ήχο, το ύφος και το layout των δίσκων του συγκροτήµατος, αφού εκτός από ανεξάντλητος µουσικός είναι και ταλαντούχος γραφίστας) και Gallagher, γεµίζουν τις επιβλητικές συνθέσεις µε τις doom, hardcore επιρροές τους, καθώς γονατίζουν τις post metal καταβολές που τους άφησαν κληρονοµιά οι πατέρες του είδους, «Neurosis» και «Godflesh», δηµιουργώντας progressive µεγαθήρια. Tο µπάσο του Caxide, γεµίζει, αδειάζει, οδηγεί και χάνεται ανάµεσα στις δυο πρώτες κιθάρες, ενώ ο Meyer καταλαµβάνει όλο και περισσότερο χώρο σαν να µη µπορεί πολλές φορές να ελέγξει τις επιβλητικές του ατµόσφαιρες και την ψυχεδέλεια της τρίτης κιθάρας, δηµιουργώντας άλλοτε παγωµένα ζοφερά συναισθήµατα, άλλοτε οικεία νωχελικά απαντήµατα που όλα τους αποκωδικοποιούνται ανάµεσα σε απόκοσµα εξωγήινα και µη ηχοτόπια. Ο Harris µε τα µονολιθικά του κρουστά, κοφτός χωρίς υπερβολές, µε το tabla να κάνει τα υπόγεια περάσµατα του καθώς µεταµορφώνεται σε πύρινο παλιρροιακό κύµα που παρασύρει ψυχές από τα έγκατα της γης και τις χτυπά µε δύναµη στο φως και την αγωνία.

«Δεν είναι ο κύριος σκοπός µας να γίνουµε προσβάσιµοι σε µεγαλύτερα rock ακροατήρια, απλά ήµαστε ανοιχτοί σε διάφορες επιρροές. Από την άλλη ποτέ δεν ακούγαµε µόνο metal ή hardcore. Στη µουσική µας υπάρχουν minimal και ambient στοιχεία, ήχοι που παραπέµπουν σε post-rock, indie-rock, κτλ», λέει ο Aaron Turner.

Αφαιρετικοί και όµως πραγµατικά πολυδιάστατοι µε τα φωνητικά του Turner να ουρλιάζουν για την απώλεια, την ανάγκη και την εκδίκηση λειτουργώντας περισσότερο σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, αφού οι συνθέσεις είναι αυτές που παίζουν πρωταρχικό ρόλο για το συγκρότηµα. Το συναίσθηµα ζει µέσα από την αποστροφή και ο λυρισµός µετουσιώνεται σε ψευδαίσθηση ή ωµή αλήθεια, µε τη µουσική τους να παίρνει µορφή µιας διχασµένης ψυχής που άλλοτε ζητά τη λύτρωση και άλλοτε την τιµωρία µέσα από το δαίδαλο των συνθέσεων και των ιδεών που παρουσιάζονται σε κάθε τους κυκλοφορία. Και οι πέντε «Isis» είναι άριστοι τεχνίτες των οργάνων που υπηρετούν, ενώ δεν διστάζουν να πειραµατιστούν εξελίσσοντας τον ήχο τους, χωρίς όµως ούτε στιγµή να χάσουν την ταυτότητά τους, απερίσπαστοι από κάθε ρεύµα ή τάση που θέλουν να επιβάλουν εξωγενείς παράγοντες, όπως εταιρείες, δηµοσιογράφοι ή ακόµα και ο κόσµος ο ίδιος.

«Είµαστε πολύ προστατευτικοί µε τη µουσική µας και δεν θέλουµε κανένας να µας πει τι θα κάνουµε».

Απόµακροι και προσγειωµένοι στην επικοινωνία τους µε τον κόσµο έξω από το συγκρότηµα καθώς αφήνουν τη µουσική τους να µιλήσει γι’ αυτούς, λειτουργούν σαν ένα συµπαγές σύνολο, αλλά ταυτόχρονα µπορείς να τους αποµονώσεις, ξεχωρίζοντας τους, αναγνωρίζοντας το ρόλο του καθένα αλλά και το λόγο που αυτή η µπάντα αναφέρεται (κατά την προσωπική µου γνώµη) ανάµεσα στα µεγαλύτερα avant-garde συγκροτήµατα του σήµερα όπως οι «Neurosis», οι «Tool», οι «Mastodon» και οι «Meshuggah». Η µουσική των «Isis» δεν µπορεί να µείνει σε ένα επιφανειακό επίπεδο. Λειτουργεί εσωτερικά στον κάθε αποδέκτη, ενώ τον προσεγγίζει, τον επηρεάζει, τον αποµονώνει και στο τέλος τον διαφθείρει κάνοντάς τον να στραφεί στον εαυτό του, ώστε ενδοσκοπικά να εξωτερικεύσει το συναίσθηµα ή την αποστροφή που κρύβει η σκοτεινή πλευρά το εαυτού του.

Το πρώτο τους demo ήταν το «1998 demo», ενώ ακολούθησε το «Mosquito Control» EP, το 1999 και αποτέλεσε την αφετηρία του ήχου που θα υιοθετούσαν σαν σχήµα. Οι επιρροές από «Godflesh» κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ενώ οι hardcore-sludge δοµές µε τα επιθετικά φωνητικά, απλώνονται και συγκρούονται µε τις πρώτες rock αναλαµπές. Εδώ δεν υπάρχουν ούτε οι κατασταλαγµένες ιδέες αλλά ούτε η προσεγµένη παραγωγή (η µπάντα µετά από λίγο καιρό επαναµιξάρησε το συγκεκριµένο EP, λόγο του ότι δεν ήταν καθόλου ευχαριστηµένοι από τον αρχικό τους ήχο), απλά, το «Mosquito Control» είναι η έναρξη µιας πορείας που θα έµελλε να αποτελέσει δείγµα και επιρροή για πολλούς αργότερα όσο αναφορά όχι µόνο τον τρόπο που οι πέντε «Isis» δηµιουργούν µουσική, αλλά και τη σηµασία της. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το «The Red Sea» EP, µε πιο doom αισθητική, αλλά και τις παραµορφώσεις του να µπλέκουν σε ευφάνταστους αυτοσχεδιασµούς, δείχνοντας τη διάθεση του συγκροτήµατος για πειραµατισµό και εξέλιξη µε τις πρώτες αναφορές στο νερό και τη γυναίκα. To 2000 ήρθε το «Sawblade» EP και είναι µια σπάνια κυκλοφορία αφού τυπώθηκαν ελάχιστες κόπιες, αλλά αποτελεί ένα φόρο τιµής στους «Black Sabbath» και «Godflesh» καθώς περιέχει εκτός από δύο νέα κοµµάτια και τις διασκευές των «Hand of Doom» και «Streetcleaner».

Celestial – 2000. Το «Celestial» είναι η πρώτη ολοκληρωµένη, αλλά και πιο ακραία τους κυκλοφορία. Τεράστια riffs που επαναλαµβάνουν ξανά και ξανά το ίδιο mantra, υπόκοσµοι ήχοι, ακουστικές αφηγήσεις και σπαρακτικές εκτελέσεις συνθέτουν ένα νοσηρό, καταραµένο ψυχισµό, εγκαταλειµµένο σε ένα ερηµωµένο τόπο. Εκτός από το χαρακτηριστικό metal, hardcore ύφος και πάλι νέα στοιχεία θα προστεθούν στην πολυσυλλεκτική µονοτονία των συνθέσεων, όπως οι doom παραµορφώσεις και κάποιες ambient-rock διαθέσεις, κάνοντας το πρώτο δίσκο των «Isis» το εφαλτήριο για τα µεγαθήρια που θα δηµιουργήσουν στη συνέχεια της πορείας τους. Σχεδόν αµέσως µετά το «Celestial» κυκλοφόρησε και το «Sgnl>05» EP του 2001, όπου χαρακτηρίστηκε σαν τη προέκταση του. Η κυκλοφορία αυτή είναι η απογυµνωµένη ψυχή του πρώτου τους δίσκου µε remix του οµότιτλου «Celestial» από τον Justin Broadrick των «Godflesh» και των «Neurosis» και σίγουρα, είναι µια προσπάθεια πειραµατισµού που αναφέρεται κυρίως σε ένα πιο εξεζητηµένο κοινό. Αµέσως µετά τη κυκλοφορία του «Sgnl>05», οι «Isis» περιόδευσαν µαζί µε τους «Cave In» και «Neurosis», κερδίζοντας την παγκόσµια underground προσοχή της metal, σκηνής ενώ υπέγραψαν µε τη δισκογραφική «Ipecac» του Mike Patton (Faith No More, Mr. Bungle, Fantomas, Tomahawk).

Oceanic – 2002. Το «Oceanic» ήρθε σαν την παλίρροια να τραβήξει ότι πιο επιπόλαιο, ελαφρύ, και εµπορικό κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή. Ο δίσκος είναι µία δηµιουργική άβυσσος, απόλυτα ολοκληρωµένη, που έµελλε να αποτελέσει σηµείο αναφοράς για τη σύγχρονη µεταλλική σκηνή, αλλά και για τους ίδιους τους «Isis». Το «Oceanic» είναι το απόλυτο αριστούργηµα του συγκροτήµατος, όχι όµως από τη σκοπιά ότι δεν µπόρεσε να ξεπεραστεί, αλλά του ότι οι «Isis» δηµιουργούν πάντα µε γνώµονα τον πειραµατισµό και την προοδευτικότητα της µουσικής τους, χωρίς να κοπιάρουν, απλά να εξελίσσονται. Με παραγωγό τον Matt Bayles («Soundgarden», «Mastodon») o δίσκος είναι ένα πραγµατικά, σκοτεινό µνηµείο µε τα απέραντα riff και τα προσεγµένα βαριά φωνητικά να είναι η ραχοκοκαλιά αυτού του αρχαίου υγρού δαίµονα που ήρθε για να θολώσει ακόµα περισσότερο όρους, όπως το progresive rock, το post rock/metal ή οποιαδήποτε ταµπέλα προσπάθησε να τους χαρακτηρίσει. Για µία ακόµη φορά οι «Isis» έφτιαξαν ένα δίσκο ο οποίος δεν µπορεί να διασπαστεί, καθώς οι κιθάρες µοιάζουν να ψέλνουν έναν εκστατικό ψαλµό χωρίς τέλος, µε το layout του να είναι εντελώς αφαιρετικό και σε πλήρη αρµονία µε το περιεχόµενό του. Κατάθλιψη και παραµόρφωση, υποσυνείδητο και ψυχεδέλεια, η αρχή και το επέκεινα. Εδώ ο Turner ουρλιάζει για όλα τα παραπάνω µε φωνητικά λεπίδες απόγνωσης και οργής, ενώ δένεται µε τους Gallagher και Caxide σαν ένα σώµα, µε τον Meyer να σπέρνει ηλεκτρισµένα, υγρά, backround, δηµιουργώντας επίπεδα και ζοφερές ατµόσφαιρες όπως ποτέ άλλοτε και τον Harris να στέκεται κυµατοθραύστης των πάντων. Το «Oceanic» όµως χαρακτηρίζεται και από τη δυσκολία αλλά και τη λεπτοµέρεια των συνθέσεών του, ενώ παρουσιάζει νέα στοιχεία και πάλι, µε post-rock και ambient προσθήκες να εµφανίζονται ύπουλα κάτω από το φάσµα του αποπροσανατολισµού και της σύγχυσης που απορρέουν σε όλη τη διάρκειά του. Τα γυναικεία φωνητικά είναι από τη Maria Christpher των «27». Δεν θα αναφερθώ ξεχωριστά στα κοµµάτια του δίσκου, γιατί θεωρώ ότι το «Oceanic» είναι ένα αναπόσπαστο σύνολο που αν αντέξεις την πρώτη ακρόασή του, τότε σε παρασύρει στην απύθµενη σκοτεινή του άβυσσο, κάνοντάς το ένα πραγµατικό βίωµα, αλλάζοντας το τρόπο που αντιλαµβανόµαστε τη µουσική αφήνοντάς τον καθένας από εµάς να το αφοµοιώσει ανάλογα µε το βαθµό που του επιτρέπει να τον κυριέψει.

Μετά τη κυκλοφορία του «Oceanic» και την τεράστια απήχηση που είχε στη µεταλλική κοινότητα οι «Isis» µεταφέρθηκαν το 2003 στο Λος Άντζελες. Το όνοµά τους άρχισε να ακούγεται όλο και περισσότερο από ονόµατα του χώρου του post-metal όπως οι «Cult of Luna», «Pelican», «Tides», «Rosetta» και «Russian Circles» που τoυς ανάφεραν σαν τη κύριά τους επιρροή ενώ τράβηξαν και τη προσοχή των «Mogwai» όπου και περιόδευσαν µαζί τους. Το 2004 κυκλοφόρησε το «Oceanic Remixes and Reinterpretations» όπου ήταν ένας δίσκος µε remix του «Oceanic» από διάφορους καλλιτέχνες που επηρεάστηκαν από αυτό. Ανάµεσά τους ήταν για µία ακόµη φορά ο Justin Broadrick όπου µαζί µε τους «Isis» και το δεύτερό του project «Jesu» εµφανίστηκαν σε διάφορα club’s ενώ υπέγραψαν και µε την «Hydra Head».

Panopticon – 2004. Το «Panopticon» ήρθε δυο χρόνια µετά το αριστουργηµατικό «Oceanic» και δεν υστερούσε σε τίποτα όσο αναφορά τις ολοκληρωµένες συνθέσεις, την εξέλιξη του ήχου και το υποσυνείδητο συναίσθηµα. Ο τρίτος δίσκος των «Isis» είναι ό,τι πιο ατµοσφαιρικό και κατασταλαγµένο έχουν κυκλοφορήσει. Εδώ οι post-rock επιρροές είναι καθολικές σε όλη τη διάρκεια του δίσκου κάνοντάς τον πιο προσβάσιµο και µελωδικό αλλά µε την ουσία του να πατάει πάντα στα «βαριά», «µεταλλικά» του σηµεία αφού συνεργάστηκαν µε τον Bayles για µία ακόµη φορά. Μελαγχολικό και τόσο διαυγές µε το συναίσθηµα να σου τρώει την ψυχή στα σηµεία, ζητώντας λύτρωση και έκφραση.

Το Πανόπτικον είναι ένας µικρός υπερυψωµένος πύργος στο κέντρο των προαύλιων φυλακών και εφευρέθηκε από τον Jeremy Bentham (1748-1832). Η κύρια χρησιµότητα του είναι, ότι µπορεί να έχει οπτική γωνία τριακοσίων εξήντα µοιρών στο προαύλιο χώρο και να παρακολουθούνται οι κρατούµενοι χωρίς να µπορούν να δούνε το φύλακα, αφού τα παράθυρα του έχουν τέτοια κλήση όπου είναι αδύνατο να προσδιοριστεί αν βρίσκεται στη θέση του από το έδαφος. Η θεµατολογία του «Panopticon» λοιπόν, είναι εµπνευσµένη από αυτό το κατασκεύασµα, µεταφέροντας αλληγορικά στο σήµερα, µε µια έννοια του φυλακισµένου ατόµου και του αόρατου φύλακα του, το κράτος. Το «So Did We» ξεκινά κατακλύζοντας το χώρο σου µε την εκρηκτική του δοµή και τον Turner να σε υποδέχεται, βγάζοντας τη δυναµική και την νέα πορεία του «Panopticon» ξεριζώνοντας την όποια αµφιβολία για τη διαφορετικότητα, αλλά και τη ποιότητά του.

«Είναι η κατεύθυνση που θεωρήσαµε ενδιαφέρουσα ν’ ακολουθήσουµε. Αυτά τα σηµεία υπήρχαν στο «Oceanic» και µας άρεσαν, οπότε θελήσαµε να τα επεκτείνουµε. Γενικότερα, πρόκειται γα τη φυσική εξέλιξη της µπάντας, υπάρχει µία συνέχεια. Όταν γράφεις µουσική για καιρό, το τι θέλεις να παίξεις έρχεται από µόνο του».

«Backlit» και «In Fiction» έρχονται στη συνέχεια για να θερίσουν, καθώς κουλουριάζονται σ’ ένα όργιο υποστρωµάτων και πληροφορίας µε τα λιγοστά φωνητικά του Turner να είναι καθαρότερα και όµως να αποπνέουν µία πρωτόγνωρη φόρτιση. Το «Wills Dissolve» ξεκινά τόσο post και αργό, καθώς εξελίσσεται σε ένα doom-space-rock αριστούργηµα ενώ το σκοτεινό «Syndic Calls», οδηγεί στο σχεδόν ψυχεδελικό παραλήρηµα του instrumental «Altered Course» όπου κάνει την εµφάνιση του και ο Justin Chancellor των «Tool». Ο δίσκος κλείνει µε το «Grinning Mouths» και µε τις κιθάρες του να κατασπαράζουν τις ατµόσφαιρες και τα µελωδικά σηµεία να δένονται µε τα φωνητικά κλείνοντας µε τέτοιο τρόπο το δίσκο ώστε να γυρίζεις σχεδόν πάντα στη αρχή. Rewind…

Γενικά το «Panopticon» δεν είναι «Oceanic» και οποιαδήποτε σύγκριση µεταξύ τους για το µεγαλείο τους, προσωπικά µου αφήνει πάντα σκιές καθώς η κρίση µου για το ποιο από τα δύο υπερτερεί, αλλάζει ανάλογα µε την ψυχολογία, τη διάθεση αλλά και τη φάση που βρίσκοµαι τη δεδοµένη στιγµή (η άποψή µου έχει αλλάξει τουλάχιστον τρεις µε τέσσερις φορές καθώς γράφω την εν’ λόγο κριτική). Αυτό όµως, που θέλω να πω είναι ότι και οι δύο αυτοί δίσκοι αποτελούν δύο µουσικά µεγαθήρια που δεν αντιπαλεύονται το ένα το άλλο, αφού το πρώτο περιµένει µέσα στον υγρό και σκοτεινό του βυθό και το άλλο ζει ψηλά στο κρυστάλλινο µουντό του εγώ.

Το «Panopticon» ανακηρύχθηκε δίσκος της χρονιάς από το «Rock Sound», ενώ βρέθηκε στο #47 του αµερικάνικου «Billboard’s Top Indipendendent Albums Charts» και ήταν η πρώτη είσοδός τους σε κάποιο mainstream chart. Πριν από την περιοδεία τους στις Η.Π.Α., οι «Isis» έδωσαν και µία δωρεάν συναυλία στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Λ.Α. σαν αποτέλεσµα της ευρείας αναγνώρισης που έλαβε το συγκρότηµα από τους καλλιτεχνικούς κύκλους µετά τη κυκλοφορία του «Oceanic». (Αυτά βλέπουµε να συµβαίνουν έξω και συνειδητοποιώ… Λάθος, ζω καθηµερινά όχι µόνο µουσικά, αλλά και σε ολόκληρο το φάσµα της τέχνης σε µία λίθινη εποχή γεµάτη µιζέρια και ελαφρότητα!). Το Δεκέµβριο του 2004 το περιοδικό «Revolver» ανακήρυξε τους «Isis» στο #12 των «βαρύτερων» συγκροτηµάτων όλων των εποχών. Στις 22 Αυγούστου του 2006 κυκλοφόρησε το «Cleaning the Eye» και ήταν το πρώτο DVD της µπάντας µε διάφορες εµφανίσεις τους τα τελευταία πέντε χρόνια. Αν και δεν είµαι fan των µουσικών DVD δεν θα πω τίποτε άλλο, απλά ότι το συγκεκριµένο µπορεί να συγκριθεί µόνο µε το «Disasterpiece» των «Slipknot» (µιλάω φυσικά, για την αµεσότητα και την ενέργεια που βγάζουν), οπότε αγοράστε το, κατεβάστε το, κλέψτε το δεν έχει σηµασία, αυτό που συµβαίνει εκεί µέσα πρέπει το δείτε!

In The Absence of Truth – 2006. Το «In The Absence of Truth» βγήκε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς και δυστυχώς προς έκπληξη µου µε απογοήτευσε. Βέβαια, µετά τους δυο προηγούµενους δίσκους οι προσδοκίες µου για τον τέταρτο ήταν πολύ µεγάλες, καθώς περίµενα πως και τι, την καινούργια δουλειά των «Isis». Το «In The Absence of Truth» παρουσιάζει ένα περίεργο πρόσωπο µε τις συνθέσεις σαν να κρέµονται πολλές φορές στον αέρα χωρίς το βάρος και το υπόστρωµα των προηγούµενων κυκλοφοριών περιµένοντας την απογείωση που ποτέ δεν έρχεται έκτος από ελάχιστες εξαιρέσεις όπως το «Dulcinea» ή το τελευταίο «Garden Of Light». Τα φωνητικά είναι τα καθαρότερα που έχουν χρησιµοποιήσει, ενώ τα όργανα ακούγονται σχεδόν µελωδικά και ανεξάρτητα χωρίς συνοχή µεταξύ τους. Η παραγωγή είναι υποτονική και οι ατµόσφαιρες είναι διάσπαρτες, ενώ κυκλοφορούν ανάµεσα στις συνθέσεις χωρίς υπόσταση και λόγο. Περισσότερο ηλεκτρονικό, αλλά στην ουσία του κουραστικό και χωρίς ψυχή να µετουσιώνεται ίσως µία επιπόλαιη και αγχωµένη στροφή, το «In The Absence of Truth» µοιάζει στείρο από συναίσθηµα αλλά και έµπνευση. Γενικά, τη συγκεκριµένη δουλειά την έχω ακούσει ελάχιστες φορές απλά και µόνο, γιατί δεν µε κέρδισε σε κανένα σηµείο της διάρκειάς της, χωρίς όµως αυτό να σηµαίνει ότι θα προσπεράσω για αυτή και µόνο τη κυκλοφορία ένα συγκρότηµα που έδωσε πολλά στη µουσική και σίγουρα έχει να προσφέρει ακόµη περισσότερα.

Ο δίσκος έφτασε µέχρι το #6 του «Billboard’s Top Heatseekers Chart». Στα τέλη του 2006 οι «Isis» άνοιγαν τις συναυλίες των «Tool» για το «10000 days» σε όλη τη Βόρια Αµερική µε αποτέλεσµα να λάβουν µεγάλη προσοχή από το κοινό και τα Μέσα φέρνοντάς τους, σε αµηχανία µη µπορώντας να τη διαχειριστούν. Το Φεβρουάριο του 2007 το συγκρότηµα µαζί µε τον Justin Broadrick ηχογράφησε µία mix ζωντανή εµφάνιση των «Isis» όπου έπαιξαν ολόκληρο το «Oceanic».

Wavering Radiant – 2009. To Μάιο που µας πέρασε οι «Isis» κυκλοφόρησαν το πολυαναµενόµενο «Wavering Radiant», το οποίο ήρθε σαν εφιάλτης για να στοιχειώσει τη πραγµατικότητά µας, αφού πρόκειται για ένα δίσκο βγαλµένο µέσα από τα σπλάχνα του συνειδητού µε ένα και µόνο σκοπό: να ριζώσει και να αναδιαρθρώσει τη σκέψη και την όποια λογική, µέσω του ονειρικού µας κόσµου. Ο δίσκος προσωπικά, µου άρεσε πολύ αφού επιστρέφει στα γνωστά δαιδαλώδη µονοπάτια µε την εξέλιξη του συγκροτήµατος να δηµιουργεί πιο ατµοσφαιρικά περάσµατα και την αψεγάδιαστη παραγωγή του Joe Barresi («Tool», «Queens of the Stone Age», «Melvins», «Enslaved») να σέρνει τα «βαριά» σηµεία στα άκρα της δηµιουργικότητας, κάνοντας το «Wavering Radiant» ένα αναπόσπαστο συµπαγές σύνολο που δεν µπορεί να σπάσει τη συνοχή των τίτλων του, σε κοµµάτια. Οι «Isis» και εδώ προχωράνε τα πράγµατα παρακάτω, µε λέξεις όπως εξέλιξη και αυτοσεβασµός να είναι συνυφασµένες µε το όνοµα και τη µέχρι τώρα πορεία τους. Το artwork για µια ακόµη φορά µυστηριώδες, πιστό στην αισθητική του συγκροτήµατος, δεν θα µπορούσε να αποτελεί εξαίρεση από το όλο concept. Τα φωνητικά είναι περισσότερα από ποτέ, δίνοντάς µας έτσι µία πιο καθαρή εικόνα, µε τις κιθάρες, των Gallagher και Turner, να είναι πιο γρήγορες και βαριές, σαν να προσπαθούν χωρίς αποτέλεσµα να ξεφύγουν από απύθµενο πηγάδι. Στο δίσκο αναφέρεται και το όνοµα του Adam Jones των «Tool» αφού έγραψε κάποια µέρη, για το στοιχειωµένο «Hall of the Dead» και το «Wavering Radiant». Οι Harris και Caxide, αναµιγνύονται, εναλλάσσονται, και συγκρούονται µεταξύ τους, σαν σε αγώνα για έκφραση και επιβίωση, καθώς ο Meyer, µε τις ατµόσφαιρες και τα παράλληλα σύµπαντα, δηµιουργεί ένα συµπαγές σώµα που δεν µπορεί να περιοριστεί ή να κατανοηθεί σε µία ή δύο ακροάσεις. «Ghost Key», «Hand of the Host», «20 Minutes / 40 Years». Μυστικισµός, κλειστοφοβία, και απόγνωση, µε τα δυνατά ακραία σηµεία να αποστρέφονται την πραγµατικότητα της ύπαρξης µας, αλλά και του υποσυνείδητου που την τρέφει, αποπροσανατολίζοντας και καταλήγοντας σε ήπια µέρη, γεµάτα λυρισµό και συναίσθηµα τα οποία µαγνητίζουν από το πρώτο κιόλας άκουσµα βγάζοντας παράλληλα µία πρωτόγνωρη για το συγκρότηµα αισιοδοξία. Οι «Isis» µε το «Wavering Radiant» έδειξαν τον δρόµο για µία ακόµη φορά και δηµιούργησαν ένα δίσκο έτοιµο να τραφεί από την ίδια του τη σάρκα, αλλά προπάντων να ζήσει µέσα από την ίδια του την ψυχή, καθώς τα όνειρα του ποτέ δεν έκρυβαν τόση αγωνία για ζωή!.

Το 2009 οι «Isis» κέρδισαν στην κατηγορία «Best Underground Metal Act» των βραβείων του περιοδικού «Revolver», «Golden Gods», αποδεικνύοντας ότι, αν και η πορεία τους είχε διάφορα σκαµπανεβάσµατα όπως η εξέλιξη του ήχου, αλλά και οι εκάστοτε επιλογές τους, ωστόσο τους άνοιξε νέους δρόµους και την αποδοχή ενός ευρύτερου κοινού. Παρ’ όλη όµως αυτή την αποδοχή, οι «Isis» παραµένουν µία βαθιά underground µπάντα, µε µόνο σκοπό την αναζήτηση και την εξέλιξη της µουσικής, του συγκροτήµατος, και της όλης στάσης αυτών των πέντε δηµιουργών, απέναντι στη ζωή.

Πηγές: Metal Hammer, Rocking. gr, Fuzz Club, Wikipedia

Το Video που ακολουθεί είναι το «20 Minutes / 40 Years» από το «Wavering Radiant».

…œ‰©^<… µε την αδρεναλίνη µου να αρχίζει να ανεβαίνει, όπως κάθε φορά µε το που µπαίνω σε ένα συναυλιακό χώρο. Το «Fuzz Club» είναι µικρό µε χωρητικότητα περίπου οκτακοσίων ατόµων µε τη σκηνή να δεσπόζει στο κέντρο του, ενώ αριστερά και δεξιά υπάρχουν τα δυο µπαρ και στον εξώστη από πάνω µας η τεράστια κονσόλα. Η ατµόσφαιρα άρχισε να ζεσταίνεται καθώς ο κόσµος σιγά σιγά άρχισε να µαζεύεται και αφού κατοχύρωσα το χώρο µου στη µέση της πλατείας ακριβώς στο πρώτο σκαλοπάτι κατευθύνθηκα στο µπαρ για την πρώτη τεκίλα. Σκοτεινό και µελετηµένο (δεν ξέρω ίσως να κάνω και λάθος, αλλά µου θύµισε ένα µικρότερο «Ρόδων» που µάλλον όµως, ήταν ευσεβής πόθος), µε τη σκηνή υπερυψωµένη και τα τεράστια ηχεία να κρέµονται από ψηλά έδειχνε επιβλητικό καθησυχάζοντας σε ένα βαθµό τη περιέργειά µου όσο αναφορά στην ακουστική και τον ήχο που µπορεί να βγάλει. Το µεγάλο αρνητικό στο νέο «Fuzz» ήταν ο σχεδόν ανύπαρκτος εξαερισµός, όπου µετά από λίγο και καθώς ο κόσµος συνέχισε να έρχεται, γεµίζοντας το χώρος είχε µετατραπεί σε αποπνικτική σάουνα.

Ακριβώς στις 21:30, (και εγώ µε το δεύτερο ποτό στο χέρι) στη σκηνή βγαίνουν οι «Trasitional». Οι τύποι είναι πάρα πολύ καλοί και άρχισαν να ζεσταίνουν το κόσµο από κάτω µε το αργό, βαρύ doom καρδιογράφηµα που παρουσίασαν. Παρόλο που η µουσική του είναι κάπως βασανιστικά αργή και µπουκωµένη µε ελάχιστα φωνητικά, ο ήχος του «Fuzz Club» ήταν κάτι παραπάνω από καλός. Το περίεργο ήταν ότι το συγκρότηµα εµφανίσθηκε µε ένα µπάσο και µία κιθάρα, ενώ όλα τα υπόλοιπα ακούγονταν από την κονσόλα επάνω στη σκηνή. Παρόλα αυτά, το setlist ήταν άρτιο µε τους Kevin Laska-Dave και Cochrane-Phill Petrocelli να παρουσιάζουν τις αρρωστηµένα παραµορφωµένες τους συνθέσεις, βγαλµένες από τα Τάρταρα κάτω από σκοτεινά ψυχεδελικά και post-metal riff’s. Οι τύποι πραγµατικά, αξίζει να τους ψάξεις και νοµίζω ότι άφησαν πολύ καλές εντυπώσεις σε όλους όσους τους παρακολούθησαν, καθιστώντας το όνοµά τους ένα αξιοπρεπέστατο support µε µέλλον, µπροστά του.

22:30 και οι «Isis» βγαίνουν στη σκηνή µε το κόσµο να τους υποδέχεται µ’ ένα µεγάλο χειροκρότηµα. Τα φώτα χαµήλωσαν και οι πρώτες νότες του «Hall of the Dead» από το «Wavering Radiant» έφεραν παροξυσµό στην πλατεία µε την ενέργεια του συγκροτήµατος να διαπερνά το πετσί και να εισχωρεί στο κόκαλο του εµβρόντητου κοινού. Ο ήχος ήταν αψεγάδιαστος µε τον Turner να χτυπιέται, να ουρλιάζει παράφρων, οδηγώντας τους πάντες στη ζοφερή πραγµατικότητα των ονείρων του. Οι «Isis» παρουσιάστηκαν σαν τον γόρδιο δεσµό συνθλίβοντας και την παραµικρή αντίσταση του καθένα από εµάς. Το «Stone To Wake A Seprent» ήρθε για να τινάξει το «Fuzz» στον αέρα µε την οργή και την επιβεβαίωση του «Wavering Radiant». Τη σειρά ακολούθησε το «Dulcinea» από το «In The Absence of Truth» (ένα από τα καλύτερα κοµµάτια του δίσκου) και κάπου εκεί έπαψα να έχω επαφή µε την πραγµατικότητα αφού η εσωτερική ένταση της στιγµής πληµµύρισε κάθε αρτηρία, παρακολουθώντας τη µυσταγωγία που εκτυλισσόταν µπροστά στα µάτια µου. Το setlist από εκεί και πέρα απογειώθηκε µε το συγκρότηµα να αποδίδει καλύτερα και από το cd µε τα «20 Minutes / 40 Years» και «Ghost Key» να αλλοιώνουν το χρόνο και τον τόπο, παρασύροντας το κοινό στους εκστατικούς ρυθµούς τους. Στη συνέχεια ακούστηκε η εισαγωγή του «Backlit» από το «Panopticon» και ο κόσµος από κάτω να παραληρεί ενώθηκε σε µία φωνή, σε ένα σώµα, σε µία ψυχή προκαλώντας ρίγη. Οι «Isis» έκλεισαν την συναυλία µε το τεράστιο «Threshold Of Tranformation» και αφού το συγκρότηµα βρίσκεται σε περιοδεία για το «Wavering Radiant» το setlist του προσωπικά δεν µε χάλασε καθόλου, απλά, περίµενα να ακουστούν τα «The Beginning And The End» και «So Did We». Το συγκρότηµα αποσύρεται για να επιστρέψει µέσα σε πέντε λεπτά περίπου, δίνοντάς µας µία γεύση από το παρελθόν µε το υπερβατικό «Carry» από το «Oceanic». Γενικά οι «Isis» είχαν τόσο καλή παρουσία που δεν µπορώ να την περιγράψω, χωρίς να επαναληφθώ αλλά το σύνολο και η ατοµικότητα, η δύναµη και το συναίσθηµα, η εσωστρέφεια και η έκφραση πέρασαν µπροστά από τα µάτια µου στην καλύτερή τους έκφανση µε µια αµεσότητα που δύσκολα βλέπεις σήµερα σε συγκροτήµατα αυτού του επιπέδου. Απόµακροι µε ένα απλό «Καλησπέρα Αθήνα» και µε τη λιτή ανακοίνωση, ότι ο Gallagher είχε τα γενέθλια του εκείνο το βράδυ άφησαν τη µουσική τους να µιλήσει γι’ αυτούς χωρίς να πούνε τίποτα παραπάνω από αυτά που έχουν ουσιαστική σηµασία. Δεν θα περιγράψω άλλο γιατί το όλο live έχει περάσει στο υποσυνείδητό µου µε µία αίσθηση ικανοποίησης και σεβασµού, που όταν θα αρχίσω να βγάζω τη λεπτοµέρεια σε όλο αυτό, τότε σίγουρα, θα χαθούν στοιχεία από το µεγαλείο που ζήσαµε όλοι εµείς πριν από περίπου δυο εβδοµάδες στο «Fuzz Club». Για το τέλος οι «Isis» έπαιξαν το instrumental «Altered Course» του «Panopticon» ενώ χαιρέτησαν το κόσµο που αρνούνταν να φύγει περιµένοντας για ένα δεύτερο encore το οποίο παρά τα χειροκροτήµατα και τα σφυρίγµατα δεν έγινε ποτέ.

24:… Tο «Fuzz» άρχισε να αδειάζει καθώς ο κόσµος έφευγε ικανοποιηµένος από το live που παρακολούθησε όχι µόνο από την πλευρά του συγκροτήµατος και του support, αλλά και από το νέο συναυλιακό χώρο. Στην έξοδο γινόταν το αδιαχώρητο, αφού πάρα πολλοί είχαν µαζευτεί στο lobby του «Fuzz» για να αγοράσει µπλουζάκια (Την ώρα που έφτασα εγώ δεν υπήρχε τίποτα!). Καθώς όµως, πέρασα την έξοδο η σκέψη µου έτρεχε πίσω στη συναυλία των «Isis» φέρνοντας µου στο µυαλό µία λέξη. Επιτέλους αέρας! Επιτέλους τους είδα! Επιτέλους κατάφερα να τους καταλάβω.

Anti

Το Video που ακολουθεί είναι από το live των «Trasitional».

Το Video που ακολουθεί είναι το «Dulcinea» των «Isis» από το «In The Absence of Truth».

Share

Category: Χωρίς κατηγορία



Αφήστε μήνυμα