5/12 – 7/12: Ένα χωρίς προηγούμενο τριήμερο καταστολής και τρομοκρατίας
Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά. Το βράδυ του Σαββάτου 6/12/08 δολοφονείται από τον ειδικό φρουρό Κορκονέα στην περιοχή των Εξαρχείων ένας μαθητής 15 χρόνων, ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Αυτά τα οποία ακολουθούν είναι πραγματικά εντυπωσιακά, συμπεριλαμβανομένων και των αντανακλαστικών της κοινωνίας. Από το ίδιο βράδυ ξεσπούν διευρυμένες συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, οι οποίες τις επόμενες μέρες παίρνουν ενθουσιώδη και μαζικά χαρακτηριστικά. Για μία εβδομάδα, η Αθήνα – και όχι μόνο – δεν κοιμάται, αλλά διαδηλώνει και συγκρούεται με την αστυνομία σε κάθε στενό και κάθε δρόμο, η οποία δείχνει ανήμπορη να αποκρούσει τις επιθέσεις που δέχεται.
Η νεολαία, μαθητική και φοιτητική, έκανε δυναμική την παρουσία της, εμφανίζοντας μία ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση στο πεδίο του δρόμου και μία εμβάθυνση της πολιτικοποίησής της, αντιλαμβανόμενη το ρόλο των κατασταλτικών δυνάμεων σε ένα αστικό κράτος. Στοχοποιεί αδιάκοπα την αστυνομία για τις επόμενες 3 εβδομάδες κινητοποιήσεων και συγκρούσεων, 3 εβδομάδες όπου το κράτος πολιορκείται σε πανελλαδική κλίμακα από τους νεαρούς διαδηλωτές. Καπνοί, φωτιές, οδοφράγματα, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, σπασμένα τζάμια διαχρονικών καπιταλιστικών συμβόλων (τράπεζες, μεγαλοκαταστήματα) και ένα άρωμα Μάη ’68, είναι εκείνη την περίοδο η Ελλάδα σε εικόνες.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08, είναι αδιαμφισβήτητα ένα πολιτικό γεγονός της τάξης της εξέγερσης του Πολυτεχνείου του ’73. Με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά του τότε λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος, σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό σκηνικό, και των δύο η πολιτική και κοινωνική εμβέλεια είναι τέτοια, που αναμφίβολα τα καθιστά σύμβολα ύψιστης πολιτικής και ιστορικής σημασίας. Αποτελεί πραγματικό φάρο ελπίδας για τους εκμεταλλευόμενους και ο συμβολικός εκπρόσωπος των κινηματικών διαδικασιών των κυριαρχούμενων τάξεων αυτής της χώρας. Ο Δεκέμβρης άνοιξε ένα τεράστιο ρήγμα στην ελληνική κοινωνία, ένα σημείο αναφοράς, ένα καθολικό σημαίνον της κοινωνικής αντίστασης και εξέγερσης. Είναι πολύ λογικό και πολύ αναγκαίο για τη συλλογική ιστορική μνήμη, τέτοιας κλίμακας συμβάντα, να αποκτούν και ένα επετειακό χαρακτήρα, ώστε να μπορεί να διατηρείται στο διηνεκές, να εξειδικεύεται άρα και να εμπνέει ανάλογα με την ιστορική συγκυρία.
Αυτό το τελευταίο ειδικά, το γνωρίζει πολύ καλά ο ελληνικός αστισμός. Ας μην ξεχνάμε πως χρειάστηκε 25 ολόκληρα χρόνια (’49 – ’74), για να αναδιατάξει και να αποδιαρθρώσει τον εαμικό κοινωνικό συνασπισμό και να καταβάλλει τεράστια εγχειρήματα ιδεολογικής φύσεως για να σβήσει από τη λαϊκή μνήμη την μεγάλη εαμική επανάσταση/τομή. Επίσης, θυμάται τις σκληρές και αιματηρές εργατικές κινητοποιήσεις και τις φοιτητικές καταλήψεις του πρώτου χρονικού διαστήματος της Μεταπολίτευσης (’74 – ’81), με νωπές ακόμα τις μνήμες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Όλη αυτή η ιστορική πείρα έχει συμπυκνωθεί και εγγραφεί στους ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς του ελληνικού κράτους και το πολιτικό του προσωπικό. Είναι εμφανές ότι μετά τις 17 Νοέμβρη ’09, η ελληνική άρχουσα τάξη (έτσι όπως αποτυπώνεται η ηγεμονία της στις δομές και τους μηχανισμούς του κράτους) προετοιμαζόταν πυρετωδώς τόσο σε ιδεολογικό όσο και σε κατασταλτικό – επιχειρησιακό επίπεδο.
Σε ιδεολογικό επίπεδο, τα πράγματα ήταν λίγο πολύ θα λέγαμε, αναμενόμενα. Πραγματοποιήθηκε κυρίως από τα ΜΜΕ – με ένα εξαιρετικά συντεταγμένο τρόπο είναι η αλήθεια – η προσπάθεια να καλλιεργηθεί αφενός ένα κλίμα εκφοβισμού του κόσμου να διαδηλώσει εκείνη τη μέρα που «είναι περίεργη», «επίφοβη μην επαναληφθεί η παράδοση της χώρας στο έλεος των κουκουλοφόρων» κοκ. Αφετέρου, πραγματοποιείται η προσπάθεια ενσωμάτωσης και στρέβλωσης της ημέρας αυτής, ως ημέρας τιμής στη μνήμη ενός αδικοχαμένου νέου παιδιού, ως ημέρας ειρηνικής διαδήλωσης ενάντια στις δολοφονίες έτσι αορίστως, κλπ. Είναι κατά τη γνώμη μας μία κλασική περίπτωση επιστράτευσης της ανθρωπιστικής αντίληψης ως υποσύνολο της κυρίαρχης ιδεολογίας, η οποία επιχειρεί με ένα σαφή τρόπο να αφαιρέσει το πολιτικό περιεχόμενο αυτής της πράξης (μία κρατική δολοφονία ενός νεολαίου, σημαίνον της πιο μαχητικής κοινωνικής κατηγορίας στην Ελλάδα σήμερα, που έχει θέσει αναχώματα στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις) και έτσι να εξαλείψει τις προϋποθέσεις ανάπτυξης μαζικών ριζοσπαστικών πρακτικών και τη δυνατότητα κινηματικής συνέχειας.
Ωστόσο το κύριο βάρος δόθηκε στον καταναγκαστικό μηχανισμό του κράτους και κυρίως την αστυνομία. Ήδη, εντύπωση προκάλεσαν οι 290 προσαγωγές της ημέρας της διαδήλωσης του Πολυτεχνείου, μία ειρηνική πορεία κατά γενική ομολογία. Είχε χωρίς αμφιβολία το στόχο να στείλει ένα μήνυμα των προθέσεων των δυνάμεων καταστολής για την ημέρα που ερχόταν. Είχε επιπρόσθετα, τη στόχευση της ενσωμάτωσης του φόβου και της ήττας από μέρους των κινητοποιούμενων κομματιών της ελληνικής κοινωνίας, απέναντι σε ένα πάνοπλο και άτρωτο αστυνομικό μηχανισμό (του οποίου το κύρος και η αποτελεσματικότητα είχε αμφισβητηθεί έντονα τον περασμένο Δεκέμβρη). Στα πλαίσια αυτά, εντάσσονται και οι πεζές περιπολίες στην περιοχή των Εξαρχείων, δηλωτικές του γεγονότος ότι οι ριζοσπαστικές, αντικαπιταλιστικές και αντισυστημικές κοινωνικές πρακτικές ιεραρχούνται πρώτες και τίθενται επιτακτικά στο στόχαστρο του κράτους στη συγκυρία. Μετατοπίζεται έτσι το βάρος των κατασταλτικών επιθέσεων της αντιμεταναστευτικής πολιτικής του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, στα Εξάρχεια, στα πολιτικά και πολιτιστικά στέκια, σε χώρους αντιπληροφόρησης και εν τέλει στο ίδιο το άσυλο (θα αναφερθούμε πιο κάτω για αυτό). Αυτή η μηδενική ανοχή στην «ανομία» είναι σε γενικές γραμμές αυτό που έχει διατυπωθεί ως «Δόγμα Χρυσοχοίδη».
Έχει αξία στο σημείο αυτό, να σταθούμε λίγο στα γεγονότα αυτού του τριημέρου. Το Σάββατο το βράδυ 5/12/09 εισβάλλουν τα ΜΑΤ – χωρίς καμία κατηγορία και ενοχοποιητικό στοιχείο – στο αυτοδιαχειριζόμενο στέκι «Ρεσάλτο» στο Κερατσίνι και προσαγάγουν 22 άτομα που βρίσκονταν μέσα. Εν συνεχεία, ήρθε ως απάντηση της προκλητικής αυτής ενέργειας η κατάληψη του Δημαρχείου του Κερατσινίου από 41 άτομα, με αίτημα την απελευθέρωση των συλληφθέντων. Ο εισαγγελέας ωστόσο, με τις ευλογίες του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, υποδεικνύει την έφοδο των ΜΑΤ στο Δημαρχείο και το σπάσιμο της κατάληψης, αγνοώντας τις διαφωνίες και τις παρακλήσεις της πλειοψηφίας των μελών του δημοτικού συμβουλίου. Έτσι και γίνεται: Τα ΜΑΤ σε μία επίδειξη της τρομοκρατίας που μπορούν να ασκήσουν, μπαίνουν στο Δημαρχείο, σπάνε πρωτοφανώς την κατάληψη και συλλαμβάνουν όλους τους καταληψίες.
Το ίδιο βράδυ, τα Εξάρχεια θυμίζουν να βρίσκονται κυριολεκτικά υπό στρατό κατοχής. Γίνονται αμέτρητες «προληπτικές» προσαγωγές, στα στενά γύρω από το Πολυτεχνείο, που έχουν μεταφερθεί οι καταλήψεις των σχολών και γύρω από την πλατεία. Παράλληλα, γίνεται εισβολή από άνδρες της αστυνομίας και σε ένα ακόμα αυτοδιαχειριζόμενο στέκι στη γύρω περιοχή. Από την Ακαδημίας μέχρι την Καλλιδρομίου και από τη Στουρνάρη μέχρι την Ιπποκράτους, όλοι οι δρόμοι έχουν ζωστεί από κάθε είδους αστυνομικές δυνάμεις, ενώ οι ασφαλίτες είναι τόσοι πολλοί, ώστε να γίνονται αντιληπτοί και από τον πλέον αδαή κάτοικο. Μία βόλτα εκείνο το βράδυ θα προκαλούσε σοκ και τρόμο, μια που και στον πιο απολιτικοποιημένο πολίτη, μόνο ως «προστασία» του δεν μπορούσε να φαντάζει αυτή η εικόνα.
Παρ’ όλα αυτά, η πορεία στις 6/12/09 ήταν εξαιρετικά ογκώδης της τάξης των 20.000 διαδηλωτών, με συμμετοχή χιλιάδων νεολαίων, φοιτητών, μαθητών, εργαζομένων αλλά και με παρουσία κόσμου, ο οποίος δεν είχε κινητοποιηθεί κατά τα περσινά γεγονότα. Αυτή η μαζικότητα έδειξε την απήχηση και την επιρροή που έχει η εξέγερση του Δεκέμβρη σε μία σειρά από πληττόμενα κοινωνικά στρώματα. Και υπ’ αυτήν την έννοια, το κλίμα τρομοκρατίας των προηγουμένων ημερών δεν τελεσφόρησε. Πέτυχε όμως, αναφορικά με την κατασταλτική οριοθέτηση των πρακτικών που μπορούσαν να υλοποιήσουν κομμάτια και πολιτικοί χώροι της πορείας.
Η πληθώρα προληπτικών συλλήψεων και προσαγωγών, μεταφράστηκαν ως ήταν αναμενόμενο σε ηττοπάθεια, σε αμυντισμό και φιλειρηνικές διαθέσεις των διαδηλωτών γενικότερα. Τούτο έγινε θεωρούμε ιδιαιτέρως αισθητό από το γεγονός ότι οι δυνάμεις τόσο της άκρας Αριστεράς, όσο και του αντιεξουσιαστικού χώρου (οι οποίες πέρσι πρωτοστάτησαν σε μαχητικότητα) δεν είχαν την πολιτική βούληση να κάνουν τη μέρα αυτή μέρα πολιτικών γεγονότων. Αντιλαμβανόμενοι το ότι είναι δύσκολο γενικά να αναπαραστήσει κανείς τις περσινές συγκρούσεις, έλλειπε η συγκρότηση ενός πολιτικού σχεδίου με άξονες 3 ή 4 κεντρικές αιχμές που διαπερνούν τη συγκυρία (αιτήματα συμβασιούχων, ασφαλιστικό, άσυλο, δημοκρατικά δικαιώματα και κοινωνικές ελευθερίες), που θα δημιουργούσαν τους όρους κλιμάκωσης και συνέχειας του κινήματος. Αυτός ο σχεδιασμός θα αποτελούσε και το πολιτικό περιεχόμενο του συγκρουσιακού χαρακτήρα της διαδήλωσης.
Πρώτο μέλημα της κυβέρνησης και του κράτους ήταν λοιπόν, η αποφυγή δημιουργίας «επεισοδίων», δηλαδή πολιτικών γεγονότων, που προκύπτουν από τη μαχητικότητα της διεκδίκησης αιτημάτων (με τα οποία θα αρθρωνόταν η συγκεκριμένη επετειακή – συμβολική ημέρα και θα έθετε και έναν πιο συγκεκριμένο ορίζοντα), τα αντικατασταλτικά χαρακτηριστικά που γεννούν φαινόμενα λαϊκής αντι – βίας και τις ριζοσπαστικές διαθέσεις των μαζών. Παρά το ότι όπως περιγράφηκε παραπάνω, δεν αμφισβητήθηκε σε μαζική κλίμακα ο αυταρχισμός και η κρατική καταστολή, μία τόσο μεγάλη διαδήλωση με τη λαϊκή δυσαρέσκεια την οποία αντανακλά ο όγκος της, δεν μπορεί παρά να διαθέτει όψεις συγκρουσιακές. Ακόμα και αυτές έπρεπε να κατασταλούν βάναυσα. Είδαμε εικόνες πρωτοφανούς βαρβαρότητας στο Σύνταγμα με άνδρες της ομάδας «Δ» να διεμβολίζουν με τις μηχανές τους ολόκληρα μπλοκ, να τραυματίζουν βαριά μία γυναίκα (στο μπλοκ του ΕΕΚ), να ξυλοκοπούν πέντε αστυνομικοί ένα διαδηλωτή, να ανοίγουν κεφάλια με γκλοπ, «Ζητάς» εθεάθη να βγάζει το περίστροφό του, ενώ δε δίστασαν να πνίξουν αναίτια στα δακρυγόνα ολόκληρα τμήματα της πορείας.
Την επόμενη μέρα, Δευτέρα 7/12/09, ήταν η μέρα του πανεκπαιδευτικού συλλαλητηρίου, όπου συμμετείχαν οι κατειλημμένες σχολές της Αθήνας, τα υπό κατάληψη σχολεία και οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων που είχαν κηρύξει 3ωρη στάση εργασίας. Παράλληλα συλλαλητήρια οργανώθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Για μία ακόμα φορά, η προσέλευση κόσμου (με δεσπόζον το μαθητικό στοιχείο) ήταν εκπληκτική. Υπολογίζουμε ότι γύρω 15.000 κόσμου διαδήλωσαν στο κέντρο της Αθήνας τη Δευτέρα. Ήταν η μέρα όπου η κρατική καταστολή έφτασε στο απόγειό της.
Ευθύς εξαρχής, άρχισε η ρίψη των δακρυγόνων και των χειρομβομβίδων κρότου λάμψης στα μπλοκ των μαθητών, με στόχο να κάμψουν τις αγωνιστικές διαθέσεις τους, και έκοψαν την πορεία πολλές φορές στη μέση. Η κατασταλτική πρακτική του κράτους αναπτύχθηκε σε κάθε δυνατό επίπεδο: έπνιξε τον κόσμο στα χημικά από την αρχή μέχρι το τέλος της, επιτηρούσε αυστηρά την πορεία τόσο με διμοιρίες των ΜΑΤ που την είχαν περικυκλώσει έτοιμοι να επέμβουν (με ή χωρίς αφορμή), όσο και με ετοιμοπόλεμες διμοιρίες σε κάθε στενό του κέντρου, κλείνοντας δρόμους (Καραγιώργη Σερβίας, Αμαλίας, Φιλελλήνων, στα «λουλουδάδικα» στη Βουλή) με αυξημένες αστυνομικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να είναι ασφυκτικά περιορισμένη ανάμεσα σε κόκκινες ζώνες, χωρίς δυνατότητες διαφυγής, εκτεθειμένη απόλυτα σε συλλήψεις. Απολογισμός; Μέσα σε 3 μέρες είχαμε πάνω από 800 προσαγωγές και 100 συλλήψεις πανελλαδικά..!!
Το πρωτάκουστο στοιχείο, που αναβαθμίζει ποιοτικά την κρατική καταστολή είναι η επί του πρακτέου άρση του ασύλου που έλαβε χώρα μετά το τέλος της πορείας με παρατεταγμένες τις δυνάμεις των ΜΑΤ και των ΥΜΕΤ περιμετρικά των Προπυλαίων με στόχο να αποτραπεί η πρόσβαση στην Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Νομική Σχολή. Η αστυνομία άδραξε την ευκαιρία από την άδεια που έλαβε από τις πρυτανικές αρχές του ΕΚΠΑ για φύλαξη δήθεν του ασύλου. Αφορμή αποτέλεσε ο τραυματισμός του Πρύτανη Κίττα την Κυριακή, κατά την απόπειρα εισόδου στην Πρυτανεία νεαρών διαδηλωτών για να καταλάβουν το κτίριο.
Η πορεία των φοιτητικών συλλόγων και μαθητικών καταλήψεων αφού παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα στο χώρο μπροστά από τον κλοιό των ΜΑΤ, συνέχισε και κατέληξε στο Πολυτεχνείο με στόχο να συγκροτήσουν συντονιστικό όργανο που θα σχεδιάσει και θα κλιμακώσει τις δράσεις τους, ύστερα και από την έκταση της καταστολής και την ξεκάθαρη επανατοποθέτηση των όρων άρσης του ασύλου (θυμίζουμε ότι είχε παγώσει ο νόμος – πλαίσιο Γιαννάκου, μετά τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του ’06 – ’07). Σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του συντονιστικού, ο εισαγγελέας αυτεπάγγελτα δίνει την εντολή να εισέλθουν οι αστυνομικές δυνάμεις εντός του Πολυτεχνείου (με μικρή διορία αποχώρησης) ώστε να καταστείλουν τις συγκρούσεις που επισυνέβαιναν ως απάντηση στην προηγούμενη πρόκληση. Οι φοιτητές ολοκλήρωσαν τη διαδικασία τους, παίρνοντας απόφαση για συνέχιση των κινητοποιήσεων και αποχώρησαν συντεταγμένα και με παλμό, με μία εντυπωσιακή πορεία προς το κέντρο. Αποφεύχθηκε έτσι, μία δεύτερη άρση ασύλου στην ίδια μέρα – και μάλιστα σε δύο χώρους που φέρουν έντονο ιστορικό φορτίο – πράγμα που θα αποτελούσε ισχυρό πλήγμα για το λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα.
Στην προσπάθεια να κατανοήσουμε τα γεγονότα των τελευταίων ημερών πρέπει να σταθούμε λίγο στην κρατική καταστολή, όσο και στη διαρκή επανατοποθέτηση του ζητήματος του ασύλου από την άρχουσα τάξη μέσω των μηχανισμών της.
Καταστολή
Είναι γνωστό ότι σε ένα καπιταλιστικό κράτος ο κατασταλτικός του μηχανισμός είναι και ο σκληρός του πυρήνας. Αποτελείται από το στρατό, την αστυνομία, γενικά τα σώματα ασφαλείας και τα δικαστήρια κατά κύριο λόγο. Είναι αυτός ο οποίος δύσκολα διαπερνάται από τους κοινωνικούς συσχετισμούς δυνάμεων και ο εγγυητής σε τελευταία ανάλυση της αστικής ταξικής κυριαρχίας. Το αστικό κράτος κατέχοντας το μονοπώλιο της βίας, καθιστά την αστική τάξη ικανή να κυριαρχεί εντός ενός κοινωνικού σχηματισμού, πέραν της ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας που διατηρεί (γεγονός που αποδεικνύεται από τις λιγότερο ή περισσότερο διευρυμένες ταξικές συμμαχίες που συγκροτεί). Η ιστορία άλλωστε έχει δείξει ότι σε περιόδους επαναστατικής κρίσης ή ακόμα και κρίσης κοινοβουλευτισμού, επιβάλλονται καθεστώτα έκτακτης ανάγκης, με κυρίαρχο είτε τον αστυνομικό μηχανισμό (περίπτωση φασισμού), είτε το στρατιωτικό μηχανισμό (περίπτωση δικτατοριών).
Ο κρατικός μηχανισμός καταναγκασμού έχει και ιδεολογικό ρόλο – υπαγωγή των μαζών – με το κατασταλτικό του σκέλος να είναι σαφώς δεσπόζων. Η κατασταλτική πρακτική του κράτους είναι πρώτα απ’ όλα η οργανωμένη φυσική βία. Η δυνατότητα του κράτους να σωματοποιεί τη βία που ασκεί, δηλαδή να καθιστά το ίδιο το σώμα του κοινωνικά εντασσόμενου ατόμου, δέκτη της ωμής κρατικής βιαιότητας. Είναι ένα καθεστώς σωματότητας: κατά το οποίο ο μοναδικός νόμιμος κάτοχος της βίας, διατηρεί μία σχέση με το άτομο απειλής του σώματος του, και δικαιώματος προς πλάσιμο με υλικά μέσα. Αυτό το διαπιστώνουμε εύκολα, όταν στις πορείες οι διαδηλωτές χτυπιούνται με γκλοπ, τους ανοίγουν τα κεφάλια, τους σπάνε τα χέρια, τους δένουν με χειροπέδες (εδώ το κράτος φαίνεται ότι εν δυνάμει διαθέτει το δικαίωμα να υποδεικνύει συγκεκριμένα τις κινήσεις ως και τη στάση του σώματος!). Γενικότερα, δικαιούνται να συλλαμβάνουν κάποιον αν διαπιστωθεί το αξιόποινο μιας πράξης και να το θέτουν σε καθεστώς εγκλεισμού (φυλακή, κλπ)
Αυτή η θεμελιώδης πτυχή του καταναγκαστικού μηχανισμού αποτελεί προϋπόθεση της ευρύτερης κατασταλτικής διαδικασίας του κράτους, της καταστολής των μαζικών κοινωνικών κινημάτων. Αναφερόμαστε στη δυνατότητα των αστυνομικών δυνάμεων να οριοθετούν μια πορεία, να την επιτηρούν και να κλείνουν δρόμους, να σχηματίζουν κόκκινες ζώνες σε περιοχές και κτίρια, τα οποία καθίστανται μη προσβάσιμα για την πορεία (κυρίως τα κέντρα λήψης των πολιτικών αποφάσεων). Έτσι, τα δακρυγόνα, το ξύλο, το σπάσιμο της διαδήλωσης και οι συλλήψεις έχουν σαν στόχο να καταστήσουν μία διαδήλωση κατά το δυνατόν πολιτικά ακίνδυνη, διασπώντας τον ενιαίο και μαζικό της χαρακτήρα.
Το φοιτητικό κίνημα του ’06-’07, έδειξε ότι όταν συγκεκριμένες πολιτικές αιχμές-αιτήματα, που μπορούν να συγκροτήσουν μία γραμμή των μαζών, απολήξουν στο δρόμο με μαχητικές και ριζοσπαστικές πρακτικές, τότε μεγιστοποιούνται οι πολιτικές πιέσεις που ασκούνται στα κυβερνητικά κέντρα. Είναι ακριβώς όταν το μαζικό κίνημα υπερασπίζεται τις διεκδικήσεις του και το πολιτικό του περιεχόμενο με πρακτικές λαϊκής αντιβίας, δημιουργούν πολιτικά γεγονότα και ρωγμές στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και ταυτόχρονα αμφισβητούν το μονοπώλιο της βίας από το κράτος. Διαφορετικά: Είναι αναπόφευκτο να πάρει ένα κίνημα συγκρουσιακές διαστάσεις, αφού σε μία κεντρική μετωπική αντιπαράθεση, αυτός που θα προσπαθήσει να περιφρουρήσει τις επιδιώξεις των πολιτικών κέντρων και να καταστείλει την αντίσταση (ή διεκδικήσεις του κινήματος) θα’ ναι η κρατική καταστολή, η αστυνομία. Το φοιτητικό κίνημα, πέτυχε να στριμώξει την κυβέρνηση της ΝΔ τότε και να παγώσει για 3 χρόνια τις διατάξεις του νέου νόμου-πλαίσιο.
Παράλληλα, ο συνασπισμός εξουσίας διαπίστωσε κατά την εξέγερση του Δεκέμβρη, που κυρίαρχα είχε αντικατασταλτικά χαρακτηριστικά, την εκρηκτική ύλη που κρύβεται σε κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από τις κοινωνικές αντιθέσεις που παράγει η στρατηγική του, ιδίως την τελευταία 20ετία.
Ο κίνδυνος της επανάληψης παρομοίων γεγονότων με αφορμή την επίμαχη ημερομηνία, επέτασσε την άμεση και αποτελεσματική καταστολή τους με το πιο βάναυσο τρόπο (που περιγράψαμε πιο πάνω): Η τακτική ήταν πολλές προσαγωγές και συλλήψεις, πριν και κατά τις διαδηλώσεις. Πρόκειται για την ιδεολογική όψη της καταστολής, μια που η σύλληψη προσβλέπει στην τρομοκράτηση των αγωνιστών, την ενσωμάτωση του φόβου και στην εμπέδωση του αήττητου και της παντοδυναμίας του κρατικού μηχανισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι επίκειται η αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος που θα πλήξει το σύνολο του λαού, το δυσεπίλυτο πρόβλημα της αποκατάστασης των συμβασιούχων και όλα αυτά στο πλαίσιο της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΕ. Ήτοι μόνο κοινωνική ειρήνη και ταξική συμφιλίωση δε απορρέει από την κατάσταση αυτή.
Αυτό που δεν πρέπει να μας προξενεί έκπληξη, είναι πως το κατασταλτικό αυτό πογκρόμ συνέβη επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, τον υποτιθέμενο πιο «φιλολαϊκό» πολιτικό εκπρόσωπο της άρχουσας τάξης. Και αυτό διότι πρώτον, πρόκειται για τον κρατικό μηχανισμό καταπίεσης, που ως σκληρός πυρήνας του κράτους έχει μία σχετική αυτονομία από το επίσημο πολιτικό επιτελείο της αστικής τάξης (στην Ελλάδα άλλωστε έχει αποτελέσει και πόλο εξουσίας την περίοδο ’50-’74). Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ αν και εναλλακτικός διαχειριστής της πολιτικής εξουσίας είναι ωστόσο ένα κόμμα της ελληνικής αστικής τάξης, που προασπίζεται τα συμφέροντα της και τα προωθεί με διαφορετική -όχι πάντα- στρατηγική από τη δεξιά παράταξη. Επομένως, θα επιδιώξει να καταστείλει χωρίς αμφιταλαντεύσεις τις κινητοποιήσεις που ορθώνουν αναχώματα στην αστική στρατηγική, πόσο μάλλον μία πορεία επετειακή μιας εξέγερσης που είχε εκτρέψει για ένα μήνα την αστική κανονικότητα. Να σημειωθεί εδώ, πως μερικές από τις χειρότερες κατασταλτικές πρακτικές έχουν υιοθετηθεί επί ΠΑΣΟΚ (βλέπε ’98 κίνημα ενάντια στο Νόμο Αρσένη, 2001 κινημα ενάντια στον αντιασφαλιστικό νόμο Ρέππα, αντιπολεμικό κίνημα ’03). Τρίτον, είναι τέτοια η συγκυρία που δεν αφήνει όρια ελιγμών στο όποιο κυβερνών κόμμα. Ιδιαίτερα την τελευταία 20ετία, με την κατεύθυνση του νεοφιλελευθερισμού ως νέα άκρως επιθετική στρατηγική καπιταλιστικής συσσώρευσης, με αναίρεση κοινωνικών κεκτημένων, παράγει κοινωνικές εκρήξεις που μόνο η κρατική καταστολή μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Τέλος, σχετίζεται και με την ιστορική συγκρότηση και εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Η παραδοσιακή λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στη Δεξιά, που έχει τις ιστορικές της καταβολές στο κράτος των εθνικοφρόνων (της ΕΡΕ και του παρακράτους) από τη μία και της πρώτης 7ετίας της Μεταπολίτευσης από την άλλη (με τη σκληρή καταστολή των εργατικών αγώνων), διευκόλυναν το ΠΑΣΟΚ, τόσο στο να την καρπωθεί πολιτικά με την άνοδό του στην εξουσία, όσο και να συγκροτήσει σχετικά στέρεες κοινωνικές εκπροσωπήσεις, διαμέσου του ελέγχου της συνδικαλιστικής ηγεσίας των μεγάλων εργατικών συνομοσπονδιών (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ). Οι γραφειοκρατικές αυτές ηγεσίες στεγανοποιούν τις αντιστάσεις των εργαζομένων που αναφέρονται σε αυτές, τις απομονώνουν από τα όποια κινητοποιούμενα κάθε φορά κοινωνικά στρώματα, διευκολύνοντας την καταστολή των αγώνων από το κράτος, με εξασφαλισμένη έτσι την κοινωνική συναίνεση.
Ελπίζοντας ότι έχουμε καλύψει επαρκώς το ζήτημα της καταστολής στη συγκυρία, θα προχωρήσουμε στο ζήτημα του ασύλου, που με τον τρόπο με τον οποίον αναδείχτηκε στο τριήμερο αυτό, στοχοποιείται και πάλι από τα πολιτικά κέντρα εξουσίας.
Άσυλο
Είναι δεδομένο πως ο συνασπισμός εξουσίας επιχειρεί εδώ και 30 χρόνια την άρση του ασύλου που διατηρούν τα ακαδημαϊκά ιδρύματα. Επιχειρήθηκε με κεντρικό τρόπο πρώτη φορά το 1979 με το ν.815, το 1991 και τέλος το 2006, όταν και ψηφίστηκε το 2007 ο νέος νόμος πλαίσιο, αν και παραμένει ανενεργός. Θεωρούμε λοιπόν ότι αντιλαμβάνεται πως με τη συναίνεση που διαθέτει κοινωνικά, με την ιδεολογική του ανασυγκρότηση μετά το θερμό Δεκέμβρη του ’08 και τις συμμαχίες που φαίνεται να συγκροτεί μέσα στους κόλπους της ακαδημαϊκής κοινότητας, κυρίως με την στήριξη της πλειοψηφίας των πρυτανικών αρχών, διαμορφώνει ένα ευνοϊκό γι’ αυτόν πεδίο: Κάνει ώριμες τις συνθήκες για να τροποποιηθεί ολοκληρωτικά και επί της ουσίας η λειτουργία του ασύλου και το επιχειρεί με πρωτόγνωρα επιθετικό τρόπο, μια που η απαγόρευση πρόσβασης των διαδηλωτών στα Προπύλαια και η επικείμενη έφοδος των ΜΑΤ την ίδια μέρα στο Πολυτεχνείο είναι εξαιρετικά ενδεικτική των προθέσεων του αστισμού στην εν λόγω συγκυρία. Μάλιστα, η εξέλιξη αυτής της πρώτης καταστρατήγησης του ασύλου μόνο ευνοϊκή δεν είναι, αφού τα ΜΑΤ περιφρουρούσαν τα Προπύλαια και την Τρίτη το βράδυ κατά την προσυγκέντρωση αντικατασταλτικής διαδήλωσης που είχε καλεστεί από πολιτικούς φορείς (εμποδίζοντας ακόμα και το ίδιο το αδιαπραγμάτευτο συνταγματικό δικαίωμα του συναθροίζεσθαι). Παράλληλα, ήδη προτείνεται η συγκρότηση σωμάτων ασφαλείας μέσα στα ΑΕΙ, ενώ η συνέλευση των μελών Διδακτικό Επιστημονικό Προσωπικό στη Νομική Σχολή Αθηνών πρότεινε την επίδειξη φοιτητικής ταυτότητας για την είσοδο στο Ίδρυμα!!
Το άσυλο στην Ελλάδα είναι ένα λαϊκό κεκτημένο που έχει τις ιστορικές του ρίζες στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73 και εδραιώθηκε στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης με τις μεγάλες κινητοποιήσεις των φοιτητών και τους αγώνες του ανασυγκροτούμενου εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Φέρει τη σφραγίδα του αίματος τόσων και τόσων αγωνιστών που το διεκδίκησαν και το προασπίστηκαν με το κορμί τους και είναι ένα συμβολικό αλλά και υλικό οχυρό για τις κοινωνικές αντιστάσεις.
Το λόγο για τον οποίον είναι τόσο φλέγον αυτό το ζήτημα για την άρχουσα τάξη θα επιχειρήσουμε να τεκμηριώσουμε παρακάτω.
Το άσυλο αφενός αποτελεί ένα κέλυφος προστασίας απέναντι στην καταστολή των κοινωνικών αγώνων εν γένει και αφετέρου παρέχει τη δυνατότητα στα εκάστοτε κινητοποιούμενα κομμάτια της κοινωνίας να καταλήγουν εκεί, να συντονίζουν το βηματισμό τους διαφορετικοί κοινωνικοί χώροι, να συγκροτούν μέτωπα, να αποτιμούν τις πολιτικές τους δραστηριότητες και πρακτικές και να κλιμακώνουν τις κινητοποιήσεις τους. Επιπλέον, τους παρέχεται η δυνατότητα να προστατεύονται από την καταστολή και να αναπαράγουν τους όρους συνέχισης των αγώνων τους. Σπουδαίο είναι επίσης το γεγονός ότι, χώροι ασύλου μπορούν ανά κινηματικές συγκυρίες να καθίστανται πολιτικο-κοινωνικά κέντρα αγώνα, με συνέπεια να συνιστούν αναφορά για όλα τα πληττόμενα στρώματα, να συγκροτούν όρους διεύρυνσης της απεύθυνσης των αγωνιζομένων, μεγιστοποιώντας τις πιέσεις και εγγράφοντας ρήγματα στο πολιτικό σκηνικό.
Συνοψίζοντας, το άσυλο είναι ένα ιστορικό υλικό αποκρυστάλλωμα ενός ιδεολογικού συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του λαϊκού κινήματος, που το βοηθά να οργανώνεται, να προωθεί τους αγώνες του και να αμύνεται και να αμφισβητεί την κατασταλτική του οριοθέτησή του από το κράτος. Όπως αντιλαμβανόμαστε εύλογα, το άσυλο είναι μία πραγματικότητα εγγενώς ασυμβίβαστη σε έναν καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Ας αναλογιστούμε πόσο εφιαλτικές διαστάσεις θα μπορούσαν να πάρουν για την ελληνική αστική τάξη εργατικές κινητοποιήσεις σαν εκείνες των τελών της δεκαετίας του ’50 ή σαν των Ιουλιανών και γενικότερα μια επαναστατική κατάσταση, με την πολιτική ισχύ που θα αντλούσαν αυτές οι διαδικασίες από τη διαθεσιμότητα του ασύλου. Για το λόγο αυτό ο συνασπισμός εξουσίας διεξάγει τα τελευταία χρόνια λυσσαλέα πάλη για να εδραιώσει σε πραγματικό επίπεδο την άρση του.
Η υπεράσπιση του ασύλου είναι λοιπόν, υπόθεση όλου του λαού και όχι μόνο του φοιτητικού κινήματος. Κατανοούμε ωστόσο, ότι οι φοιτητές ακριβώς επειδή αποτελούν τη ριζοσπαστικότερη κοινωνική κατηγορία στην Ελλάδα και λόγω του ότι είχαν οικοδομήσει ισχυρές αντιστάσεις πριν 2 χρόνια, είναι οι πρώτοι που θα κινητοποιηθούν. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κάποιο μαγικό ραβδί. Η «συνταγή» θα πρέπει να αναζητηθεί στη συγκρότηση κινηματικών διαδικασιών των φοιτητικών συλλόγων (καταλήψεις σχολών, διαδηλώσεις) και μετωπική ιδεολογική αντιπαράθεση τόσο εντός των σχολών, όσο και στην κοινωνία απέναντι στη συντεταγμένη επίθεση των ΜΜΕ. Ιδιαίτερα για αυτό χρειάζεται να τονίσουμε ότι η υπεράσπιση του ασύλου πρέπει να γίνεται αυστηρά από τη σκοπιά των λαϊκών και νεολαιίστικων συμφερόντων και όχι εντός της επιχειρηματολογίας του αντιπάλου, αποφεύγοντας απαντήσεις σε ερωτήματα υπόθαλψης εγκληματικότητας ή ορμητηρίου κακουργηματικών πράξεων, κλπ, που παγιδεύουν και στρεβλώνουν την κοινωνική και πολιτική σημασία του ασύλου. Αν και υπάρχουν πολλές δυσκολίες στο δρόμο αυτό (ψηφισμένος νόμος, συμμαχίες του ΠΑΣΟΚ με διευρυμένα τμήματα της ακαδημαϊκής κοινότητας, κλίμα κοινωνικής συναίνεσης, καταστολή), δεν υπάρχει καμία νομοτέλεια, που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα για κατάργηση του ασύλου, όπως όλες οι χώρες του δυτικού καπιταλισμού. Το αποτέλεσμα θα το κρίνει μόνο η έκβαση της σύγκρουσης του κινήματος με το κράτος το επόμενο χρονικό διάστημα. Πεδίον δόξης λαμπρό, συνεπώς…
Προοπτικές
Είναι πράγματι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι μετά από αυτήν την εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08, καταγράφεται μία συντηρητική στροφή του πολιτικού σκηνικού. Ένταση της καταστολής, αύξηση της λιτότητας, σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική, είναι μόνο μερικές όψεις της κατάστασης αυτής. Αυτό, σχηματικά μόνο, μπορεί να εξηγηθεί από την έλλειψη ενός συλλογικού πολιτικού υποκειμένου, που να μπορέσει να μετασχηματίσει όλη αυτή τη δυσαρέσκεια και την οργή σε πολιτικά αιτήματα και να τους δώσει μία προοπτική. Η επαναστατική Αριστερά (από τη σκοπιά της οποίας γράφουμε) – που παρενέβη δυναμικά στο Δεκέμβρη – πρέπει να σφυρηλατήσει στιβαρές πολιτικές εκπροσωπήσεις με τα κινητοποιούμενα στρώματα του Δεκέμβρη, να διεκδικήσει την πολιτική ηγεμονία σε αντίστοιχους κοινωνικούς χώρους και να συμβάλει στον κινηματικό προσανατολισμό της συνδικαλιστικής τους δράσης. Αυτό όμως δεν επιτεύχθηκε για μια σειρά από υποκειμενικούς και αντικειμενικούς λόγους, πεδίο στο οποίο δε σκοπεύουμε να επεκταθούμε εδώ.
Κατά τη γνώμη μας, παρά το ότι η Αριστερά δείχνει να μην αναλαμβάνει πρωτοβουλίες στη συγκυρία, μπορεί και οφείλει να επεξεργαστεί ένα πολιτικό σχεδιασμό με ιεράρχηση, που θα αξονίζεται γύρω από δύο κεντρικά μέτωπα, το ζήτημα του ασύλου και την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού- κεντρικότατα και τα δύο για τον αστισμό. Αναφορικά με το πρώτο, καθήκον έχει να παρέμβει η Αριστερά συντονισμένα στους φοιτητικούς συλλόγους με στόχο τη συγκρότηση κινητοποιήσεων διαρκείας απέναντι στην επιδιωκόμενη άρση του ασύλου.
Σε σχέση με το δεύτερο μέτωπο, εξίσου φλέγον και σημαντικό, οφείλει η Αριστερά κατ’ αρχήν να πιέσει όλες τις πολιτικές δυνάμεις και παρατάξεις μέσα στους συνδικαλιστικούς χώρους για κήρυξη απεργίας την Πέμπτη στις 17 Δεκέμβρη ημερομηνία κατά την οποία ψηφίζεται ο νέος προϋπολογισμός (η ΓΣΕΕ ακύρωσε τη διοργάνωση της «επετειακής» της απεργίας, υπό το φόβο της σύμπτωσης με τις κινητοποιήσεις από τον ένα χρόνο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου). Αφετέρου, είναι αναγκαίο για το επόμενο διάστημα να ανοίξει το ζήτημα στους χώρους της μικροαστικής διανόησης, όπου πάγια έχει κοινωνικές εκπροσωπήσεις (δάσκαλοι, μηχανικοί, στρώματα δημοσίων υπαλλήλων), αλλά και στα πρωτοβάθμια σωματεία με τα οποία ήρθε σε επαφή τον περασμένο Δεκέμβρη και αποτελούν την πιο ελπιδοφόρα ένδειξη ανασυγκρότησης των εργατικών συνδικαλιστικών πρακτικών, συνδέοντας πολιτικά το Δεκέμβρη με την υλική τους πραγματικότητα. Θεωρούμε ότι μέσα από αυτούς τους δύο κινηματικούς κόμβους, που θα απασχολήσουν για αρκετό χρονικό διάστημα την ελληνική κοινωνία, περνάει τόσο η αναδιάταξη των ταξικών συσχετισμών δυνάμεων στην Ελλάδα μέσα από την ανατροπή της επερχόμενης αντιασφαλιστικής μεταρρύθμισης, όσο και η διεύρυνση της κοινωνικής απήχησης και η πολιτική ενδυνάμωση του χώρου της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Ιωάννα Π
Δήμος Ε
Category: Εσωτερικά