Subscribe via RSS Feed
Εκτυπώστε το Εκτυπώστε το

Δεν ονειρεύονταν τον καπιταλισμό πίσω από το Τείχος



s_zizek

Του Slavoj Zizek

Eίναι κοινός τόπος να επιμένουμε στο «θαυμαστό» των γεγονότων όπως αυτό της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου. Ενα όνειρο έγινε πραγματικότητα, συνέβη κάτι το οποίο κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί μερικούς μήνες νωρίτερα: ελεύθερες εκλογές, το τέλος των κομμουνιστικών καθεστώτων που κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα.

Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, στην Πολωνία, τον Λεχ Βαλέσα πρόεδρο της Δημοκρατίας; Αυτό το θαύμα όμως αντιπαρατίθεται σε ένα ακόμη μεγαλύτερο που συντελέστηκε μερικά χρόνια αργότερα: την επιστροφή των πρώην κομμουνιστών στην εξουσία μέσω δημοκρατικών εκλογών, την περιθωριοποίηση του ίδιου του Βαλέσα, ο οποίος ήταν πλέον πολύ λιγότερο δημοφιλής από τον στρατηγό Γιαρουζέλσκι που με το πραξικόπημά του είχε συντρίψει, δεκαπέντε χρόνια πριν, την «Αλληλεγγύη».

Η κλασική ερμηνεία αυτής της δεύτερης ανατροπής προτάσσει τις «παιδιάστικες» φιλοδοξίες ενός λαού ο οποίος είχε μια μη ρεαλιστική άποψη για τον καπιταλισμό: ήθελε το βούτυρο και το χρήμα από το βούτυρο, την ελευθερία της αγοράς και τη δημοκρατία, την ευημερία χωρίς τα προβλήματα της «κοινωνίας του ρίσκου», χωρίς την απώλεια της ασφάλειας και της σταθερότητας που εγγυώνταν (λίγο- πολύ) τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Οπως παρατήρησαν σαρκαστικά ορισμένοι Δυτικοί, ο ευγενής αγώνας για τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη κατέληξε σε μπανανία και πορνογραφία. Την επομένη της νίκης ο λαός απογοητεύθηκε: αναγκάστηκε να υποκύψει στους κανόνες της νέας πραγματικότητας και να πληρώσει το τίμημα της πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας.


Η επανεμφάνιση του αντικομμουνισμού

Μετά την αναπόφευκτη απογοήτευση εμφανίστηκαν τρεις αντιδράσεις (άλλοτε αντιφάσκουσες, άλλοτε συμπληρωματικές): η νοσταλγία των κομμουνιστικών «παλιών καλών καιρών»• ο δεξιός εθνικιστικός λαϊκισμός• η καθυστερημένη αντικομμουνιστική παράνοια. Οι δύο πρώτες είναι εύκολα κατανοητές. Τη νοσταλγία δεν αξίζει να την πάρουμε πολύ στα σοβαρά: δεν εκφράζει μια αληθινή επιθυμία επιστροφής στο σοσιαλιστικό γκρίζο, αλλά μάλλον μια διεργασία πένθους, έναν τρόπο να θάψει κανείς το παρελθόν. Οσο για την άνοδο του λαϊκισμού, δεν αποτελεί ανατολικοευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα αλλά κοινό χαρακτηριστικό όλων των χωρών που έχουν βρεθεί στη δίνη της παγκοσμιοποίησης.

Πιο ενδιαφέρουσα είναι η παράξενη επανεμφάνιση του αντικομμουνισμού είκοσι χρόνια μετά. Το φαινόμενο αυτό έρχεται ως απάντηση στην ερώτηση: «Αν ο καπιταλισμός είναι τόσο καλύτερος από τον σοσιαλισμό, γιατί η ζωή μας εξακολουθεί να είναι τόσο μέτρια;» Γιατί; Επειδή, απαντούν, δεν έχουμε μπει πραγματικά στον καπιταλισμό, επειδή οι κομμουνιστές βρίσκονται ακόμη στην εξουσία, κρυμμένοι κάτω από τη μάσκα των ιδιοκτητών και των μάνατζερ.

Η τεράστια πλειονότητα των διαφωνούντων των ανατολικών κρατών δεν διαδήλωνε εξάλλου υπέρ του καπιταλισμού. Ηθελαν περισσότερη αλληλεγγύη και μια επίφαση δικαιοσύνης, ήθελαν να είναι ελεύθεροι να ζήσουν τη ζωή τους χωρίς να ελέγχονται αδιάκοπα από το κράτος, ελεύθεροι να συγκεντρώνονται και να μιλάνε ανοιχτά, ήθελαν μια ζωή τίμια και αξιοπρεπή, απαλλαγμένη από την πλύση εγκεφάλου, την υποκρισία και τον κυνισμό. Οπως είδαν πολλοί παρατηρητές, τα ιδανικά που υποστήριζαν την εξέγερσή τους εμπνέονταν σε μεγάλο βαθμό από την κυρίαρχη ιδεολογία: ήθελαν «έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Είναι όμως ο πραγματικός καπιταλισμός η μόνη απάντηση στη σοσιαλιστική ουτοπία; Ανοιξε η πτώση του Τείχους πραγματικά τον δρόμο σε έναν καπιταλισμό ώριμο, ο οποίος καθιστούσε κάθε ουτοπία αναχρονιστική; Η 9η Νοεμβρίου του 1989 ανήγγειλε τη «χαρούμενη δεκαετία του 1990», το «τέλος της Ιστορίας» του Φουκουγιάμα, την πεποίθηση ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είχε θριαμβεύσει και ότι ο στόχος της φιλελεύθερης παγκόσμιας κοινότητας είχε επιτευχθεί.


Η Ιστορία πέθανε δύο φορές

Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 ήλθε να σημάνει το τέλος της εποχής Κλίντον: εγκαινίασε μια εποχή που βλέπει να υψώνονται καινούργια τείχη, ανάμεσα στο Ισραήλ και στη Δυτική Οχθη, γύρω από την Ευρωπαϊκή Ενωση, στα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών με το Μεξικό, ακόμη και στο ίδιο το εσωτερικό των κρατών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η θεωρία του Φουκουγιάμα πέθανε δύο φορές. Η κατάρρευση της πολιτικής ουτοπίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 δεν είχε επηρεάσει την άλλη ουτοπία, την οικονομική, που έτρεφε ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός. Αν η οικονομική κρίση του 2008 έχει μια ιστορική σημασία, αυτή είναι ότι ανέτρεψε την οικονομική πλευρά των «φουκουγιαμικών» ονειροπολήσεων. Ο φιλελευθερισμός ήθελε μια αντιουτοπία. Ο νεοφιλελευθερισμός γύριζε την πλάτη στις ιδεολογίες που ήταν υπεύθυνες για την ολοκληρωτική φρίκη του 20ού αιώνα. Καταλαβαίνει όμως κανείς σήμερα ότι η κατ΄ εξοχήν ουτοπική περίοδος ήταν η δεκαετία του 1990, η οποία νόμιζε ότι η ανθρωπότητα είχε επιτέλους βρει την τέλεια κοινωνικοοικονομική συνταγή. Η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών δείχνει ξεκάθαρα ότι η αγορά δεν είναι ένας αθώος μηχανισμός που λειτουργεί καλύτερα όταν τον αφήνει κανείς ελεύθερο. Για να δημιουργηθούν οι συνθήκες λειτουργίας του απαιτείται να προηγηθεί μεγάλη βία. Απέναντι στις καταστροφές που προκάλεσαν οι ίδιοι, οι φονταμενταλιστές της αγοράς ξαναβρίσκουν τα τυπικά χαρακτηριστικά της ολοκληρωτικής νοοτροπίας: επιρρίπτουν την αποτυχία τους στους συμβιβασμούς που έκαναν εκείνοι οι οποίοι μετέφρασαν τα οράματά τους σε πολιτική (υπερβολικός κρατικός παρεμβατισμός κτλ.) και απαιτούν μια ακόμη πιο ριζοσπαστική εφαρμογή του δόγματος της αγοράς.


Η «απειλή» των νέων Κραβτσένκο

Πού βρισκόμαστε σήμερα; Ας θυμηθούμε εδώ τη μοίρα του Βίκτορ Κραβτσένκο (1905-1966), του σοβιετικού διπλωμάτη που το 1944 επωφελήθηκε από ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη για να αυτομολήσει. Υπό τον τίτλο «Επέλεξα τη δημοκρατία» δημοσίευσε αργότερα τα απομνημονεύματά του, πρώτη μαρτυρία των φρικωδιών του σταλινισμού. Η επίσημη βιογραφία του τελειώνει το 1949, όταν κέρδισε θριαμβευτικά τη δίκη που ξεκίνησαν εναντίον του φιλοσοβιετικοί του Παρισιού οι οποίοι έφεραν τη σύζυγό του να καταθέσει για τη διαφθορά, τον αλκοολισμό και τον βίαιο χαρακτήρα του. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι αμέσως μετά, ενώ επευφημείτο ως ήρωας του Ψυχρού Πολέμου, ο Κραβτσένκο άρχισε να ανησυχεί για τον μακαρθισμό. Κατά τη γνώμη του αυτός ο λυσσαλέος αντικομμουνισμός κινδύνευε να μιμηθεί τα παραπτώματα των αντιπάλων του. Συνειδητοποίησε επίσης την αδικία που επικρατεί στη Δύση και θέλησε να καταπιαστεί με τη ριζική μεταρρύθμιση των δυτικών δημοκρατικών κοινωνιών.

Σε έναν δεύτερο, λιγότερο διαφημισμένο τόμο των απομνημονευμάτων του, υπό τον εύγλωττο τίτλο «Επέλεξα τη δικαιοσύνη», ξεκίνησε μια σταυροφορία για έναν νέο τρόπο παραγωγής με λιγότερη εκμετάλλευση. Βρέθηκε έτσι στη Βολιβία όπου επένδυσε (και έχασε) όλη την περιουσία του στην οργάνωση συνεταιρισμών των φτωχών αγροτών. Καταπτοημένος από αυτό το φιάσκο, αποσύρθηκε από την πολιτική ζωή και αυτοκτόνησε στη Νέα Υόρκη.

Σήμερα νέοι Κραβτσένκο ακούγονται παντού στον κόσμο, από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την Ινδία, από την Κίνα ως την Ιαπωνία, από τη Λατινική Αμερική ως την Αφρική, από τη Μέση Ανατολή ως την Ευρώπη, Δυτική και Ανατολική. Είναι όλοι τους πολύ διαφορετικοί, δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, είναι όμως πολύ περισσότεροι απ΄ ό,τι νομίζει κανείς και οι ισχυροί δεν φοβούνται παρά ένα πράγμα, μήπως οι φωνές τους βρουν απήχηση και ενισχυθούν.

Εχοντας συνείδηση ότι οδεύουμε στην καταστροφή, είναι έτοιμοι να δράσουν με κάθε κόστος. Απογοητευμένοι από τον κομμουνισμό του 20ού αιώνα, δεν διστάζουν να ξαναρχίσουν από το μηδέν και να επαναπροσδιορίσουν την έννοια της δικαιοσύνης. Οι αντίπαλοί τους τούς αποκαλούν «επικίνδυνους ουτοπιστές», είναι όμως οι μόνοι που έχουν ξυπνήσει πραγματικά από το όνειρο που εξακολουθεί να μας τυφλώνει σχεδόν όλους. Είναι αυτοί που, χωρίς την παραμικρή νοσταλγία για τον εκλιπόντα «υπαρκτό σοσιαλισμό», φέρουν την αληθινή ελπίδα της Αριστεράς.

Το άρθρο του Slavoj Ζizek δημοσιεύθηκε στο Βήμα.

Share

Category: Θεωρία



Αφήστε μήνυμα