Alice In Chains
Man In The Box: Ποιος ξέρει τελικά, αν η Αλίκη γύρισε από τον κόσµο των θαυµάτων τόσο αθώα και «ευλογηµένη», όσο ήταν πριν δοκιµάσει το πόσο βαθιά ήταν η τρύπα του λαγού. Ποιος µπορεί να πει ότι στο δικό µας παραµύθι, τα απέραντα πέτρινα δάση, δεν ήταν βαµµένα µε µεθυστικά χρώµατα, πληµµυρισµένα από παραισθησιογόνα ναρκωτικά και γεµάτα µοχθηρά πλάσµατα. Αν ήταν έτσι, τότε η πραγµατική Αλίκη δεν γύρισε ποτέ πίσω. Eπέλεξε να ζήσει για πάντα, µέσα στο σκοτεινό κουτί, κλειδωµένη εκεί από τις αλυσίδες της απόγνωσης και της ανάγκης για λύτρωση τεσσάρων ανθρώπων, τεσσάρων «απόκληρων», κάπου εκεί στις αρχές της προηγούµενης δεκαετίας. Η παρακάτω ιστορία αποτελεί την βιογραφία ενός συγκροτήµατος, από την αρχή µέχρι το τέλος και πάλι στη αρχή του, µε τη φόρτιση του συντάκτη, καθώς την περιγράφει περισσότερο βιωµατικά, ξεθάβοντας τη σκοτεινή του πλευρά και αναµοχλεύοντας µνήµες µιας περασµένης ζωής.
Οι «Alice In Chains» σχηµατίστηκαν από τον κιθαρίστα Jerry Cantrell και τον τραγουδιστή Layne Staley, στην Washington του Seattle των Η.Π.Α., σε µία εποχή που η pop µουσική βιοµηχανία, σέρβιρε ανυποψίαστη, τους ξεπεσµένους υποτιθέµενους «θρύλους» της, τις σιλικονάτες τραγουδίστριες και τα γελοία «παιδικά» γκρουπάκια για όλα τα γούστα, κάτω από το έτοιµο από καιρό για έκρηξη ηφαίστειο, που ονοµάστηκε grunge. Το ιδίωµα αποτέλεσε την αναγέννηση του σκληρού ήχου µε πολλούς «µεταλλάδες» όµως να µην συµφωνήσουν µε αυτή την άποψη, καθώς οι περισσότεροι νοµίζουν ότι το grunge υπονόµευσε το κουρασµένο metal της εποχής και των εκφραστών του που γεµάτοι υπερβολές και πολυδαίδαλες συνθέσεις, αναµασούσαν για χρόνια τους ίδιους τους τους εαυτούς (εκτός των λιγoστών πρωτοπόρων όπως Metallica, Pantera, Ministry, Slayer, Sepultura). Η αλήθεια είναι όµως ότι το µεταλλικό στερέωµα ανανέωθηκε από το κίνηµα του grunge, φέρνοντας εκατοµµύρια νέων στους κόλπους του δίνοντάς του νέα πνοή και πορεία µε την αµεσότητα και την ανάγκη του για αλλαγή, µε συγκροτήµατα κυρίως της σκηνής του Seattle όπως οι κατά πολλούς «γεννήτορες», «Soundgarden» και «Mudhoney», οι «Nirvana», οι «Pearl Jam» και φυσικά, οι «Alice In Chains». Οι τελευταίοι όντας προοδευτικοί, µε τα λιγότερο εµπορικά στοιχεία, αυθεντικά σκοτεινοί και πιστοί στις αρχές της rock µε τους πατέρες της, όπως ο Hendrix, οι Sabbath, οι Zeppelin, να αποτελούν τις βάσεις των επιρροών τους, κατάφεραν να δηµιουργήσουν κάποιους από τους σηµαντικότερους δίσκους των 90s.
Tο 1986 o Layne Staley ήταν ο τραγουδιστής των «Alice N’ Chainz», µιας µπάντας που έπαιζε speed metal (κυρίως διασκευές των Slayer και Armored Saint), ντυµένοι µε γυναικεία φορέµατα, όταν γνώρισε τον κιθαρίστα Jerry Cantrell στο «Music Bank rehearsal studios». Μεταξύ τους υπήρξε η απαραίτητη χηµεία κάτω από το κοινό τους όραµα για τη µουσική, και έτσι έγιναν συγκάτοικοι, προσπαθώντας όµως, τουλάχιστον στην αρχή να ακολουθήσουν ξεχωριστές πορείες. Όταν οι «Alice N’ Chainz» διαλύθηκαν το 1987, ο Cantrell ζήτησε από τον Staley να έρθει σαν πλήρες µέλος στο δικό του συγκρότηµα, όπου µπασίστας ήταν ο Mike Starr και ντράµερ ο Sean Kinney. Η µπάντα έπαιζε σε κλαµπ σε όλη την δυτική ακτή, αλλάζοντας το αρχικό τους όνοµα από «Diamond Lie» σε «Alice In Chains».
Το πρώτο demo τους ονοµαζόταν «The Treehouse Tape» και έφτασε στα χέρια των µουσικών manager Kelly Curtis και Susan Silver (Soundgarden) ο οποίες το προώθησαν στην Columbia Records, µε αποτέλεσµα να υπογράψουν µε την εταιρία το 1989.
Οι «Alice In Chains» διέφεραν αρκετά από τα υπόλοιπα συγκροτήµατα του Seattle, καθώς ο ήχος τους ήταν πιο αργός και βαρύς στα σηµεία και πιο µεταλλικός στην ουσία, απ’ ότι κυκλοφορούσε εκείνη την περίοδο. Οι σκοτεινοί προσωπικοί στίχοι, είναι γραµµένοι για την απόγνωση του ανθρώπου και τη λατρεία του στην «παραµύθα», την απώλεια και την θλίψη, το θάνατο και τη ζωή. Πώς ο πειραµατισµός µπορεί να καταλήξει σε εξάρτηση και το όνειρο να γίνει εφιάλτης. Ο λυρισµός της µοναδικής φωνής του Layne που εναλλάσσεται µε το συναίσθηµα της χροιάς του Jerry και οι κιθάρες του δεύτερου που ξεκινάνε από τα Τάρταρα για να σφηνωθούν στον εγκέφαλό µας, σαν παιδικό βίωµα, ήταν όλα αυτά που έκαναν τους «A.I.C.» να ακούγονται, να επηρεάζουν και να µνηµονεύονται µέχρι και σήµερα. Η ειλικρίνεια ενός καταθλιπτικού ψυχισµού, η αδυναµία του σώµατος µπροστά τη δύναµη της εξάρτησης και η ανάγκη για έκφραση όλων εκείνων που είναι η βάση της αυτοκαταστροφής του ανθρώπου, αποτέλεσαν κατάθεση για τους δύο µουσικούς. Ο Cantrell παίρνει τι επιρροές του, metal, blues, rock, µέχρι και punk τις βάζει στο µπλέντερ και τις πολτοποιεί, δηµιουργώντας κάποια από τα χαρακτηριστικότερα riffs. Η µελαγχολία και η εκφραστικότητα µετατρέπονται σε οργή και απεχθές συναίσθηµα, καθώς ο Cantrell ξεσπάει και εκθέτει τον εαυτό του πάνω στην κιθάρα του, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά των «Alice In Chains». Ο χαρισµατικός Staley από τη µεριά του (χρόνο µε το χρόνο βυθιζόταν όλο και περισσότερο στα ναρκωτικά, χάνοντας όλο και περισσότερο τον εαυτό του) µε τη «βρωµιά» της αυθεντικής φωνής του, απογειώνει την κάθε σύνθεση, ενώ οι Starr και Kinney έκλειναν τα κενά του συνόλου, ισορροπώντας τις δύο πρώτες δυνάµεις του συγκροτήµατος. Οι τέσσερις µουσικοί από το Seattle µε τρία στούντιο άλµπουµ, τρία EP και δύο live ηχογραφήσεις, έχουν πουλήσει πάνω από 17 εκατοµµύρια δίσκους παγκοσµίως, εκ των οποίων τα 14 µόνο στις Η.Π.Α., δείχνοντας την επιδραστικότητα τους στη νέα γενιά των ‘90s και των µεγάλων συγκροτηµάτων που τους αναφέρουν σαν µία από τις βασικές επιρροές τους στο σήµερα, όπως οι «Metallica» για το «Death Magnetic» [Ο Kirt Hammett (κιθάρα) δήλωσε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της παραγωγής του δίσκου υπήρχε η φωτογραφία του Layne στο στούντιο], οι «Godsmack», αφού το όνοµά τους το πήραν από οµότιτλο κοµµάτι που βρίσκεται στο «Dirt» και οι «Down» του Phil Anselmo, που ήταν φίλος του συγκροτήµατος αναφέροντάς τους σαν µεγάλη του επιρροή.
Facelift – 1990. Το πρώτο τους άλµπουµ, κυκλοφόρησε στις 21 Αυγούστου του 1990, ενώ προηγήθηκε το EP «We Die Woung», όπου έγινε µεγάλη ραδιοφωνική επιτυχία. Οι «Alice In Chains» έγιναν η πρώτη προτεραιότητα της Columbia Records, ενώ παραγωγός του «Facelift» ήταν ο Dave Jerden (Red Hot Chili Peppers (engineer), Jane’s Addiction, Social Distortion). Παραδόξως, ο δίσκος, τους πρώτους έξι µήνες κυκλοφορίας του, δεν είχε ξεπεράσει τις 40.000 κόπιες σε πωλήσεις, µέχρι που το MTV άρχισε να µεταδίδει τα «Man in the Box» και το δεύτερο single «Sea of Sorrow» που ακολούθησε, στην πρωινή καθηµερινή ζώνη, µε αποτέλεσµα σε 6 εβδοµάδες να εκτοξευθούν οι πωλήσεις του στις 400.000 αντίτυπα. Μέχρι το τέλος του χρόνου, το «Facelift» είχε γίνει χρυσό στις Η.Π.Α. Οι κριτικές του δίσκου ήταν πολύ καλές, αν και ο ήχος τους ήταν ακόµη πρώιµος και χωρίς το µεγαλείο του χαρακτήρα που θα λάµβανε αργότερα. Τα πράγµατα όµως για τους «A.I.C.» είχαν πάρει το δρόµο τους, ανοίγοντας τις συναυλίες του µέγιστου «Iggy Pop», αλλά και των πάρα πολύ «µικρών» (για να µην πω τίποτε άλλο…) «Van Halen» και «Poison». Στις αρχές του 1991, επιτέλους οι «Alice In Chains» άνοιγαν τη «Clash of the Titans Tour», µαζί µε τους «Anthrax», «Megadeth» και «Slayer», έχοντας την ευκαιρία να ακουστούν στο ευρύτερο µεταλλικό κοινό. Το 1992 µετά την επιτυχηµένη περιοδεία µε τα ιερά τέρατα του χώρου, το συγκρότηµα είχε µία υποψηφιότητα για το «Man in the Box» στην κατηγορία «Best Hard Rock Performance Grammy Award» αλλά έχασε (Αν είναι δυνατόν!!!…) από τους «Van Halen» και το «For Unlaw$f ul ¦ Carœ na.l Knß÷… Δεν γράφω άλλο!…».
Sap – 1992. Το ηφαίστειο είχε τελικά την κατάληξη που του άξιζε, αφού το 1992 η έκρηξη του grunge, παρέσυρε τα πάντα στο πέρασµά της, όχι µόνο σε µουσικό επίπεδο, αλλά και στη συνείδηση της νέας γενιάς, απενοχοποιώντας τη «Generation X» από την κληρονοµιά των πατέρων της και καταστρέφοντας και την τελευταία τους ελπίδα για τη υποτιθέµενη σωτηρία της. Τα πρόσωπα ήταν πια στραµµένα στη δυτική ακτή των Η.Π.Α. και ειδικότερα στη µεγαλούπολη του Βορρά της, κάνοντας τη συντηρητική τους κοινωνία να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να µην αναγνωρίζει όχι µόνον εαυτόν, αλλά και τα ίδια της τα παιδιά, µη µπορώντας να αντιδράσει σ’ αυτό το ξέσπασµα οργής και αµφισβήτησης που προερχόταν απ’ όλες τις µεριές, είτε αυτές ήταν οι φτωχογειτονιές των γκέτο ή τα πλούσια προάστια, αλλά κυρίως αυτές που γεννιόντουσαν µέσα στα σχολεία και τα πανεπιστήµια. Την περίοδο που το «Nevermind» των «Nirvana» ήταν στο #1 των αµερικάνικων charts και ενώ τα ραδιόφωνα έπαιζαν συνέχεια τα «Jeremy» και «Alive» των «Pearl Jam» οι «Alice In Chains», κυκλοφόρησαν το δεύτερο EP τους «Sap». Το συγκρότηµα βρισκόταν στο στούντιο για την ηχογράφηση του δεύτερου δίσκου τους, όταν προέκυψε το «Sap» το οποίο περιείχε 5 ακουστικά τραγούδια ξεκαθαρίζοντας σε όλους ότι εδώ δεν ακολουθούνται συγκεκριµένες µανιέρες απλά το µόνο που υπάρχει είναι η µουσική των τεσσάρων και η διάθεσή τους να εκτεθούν στο κοινό. Τα ονόµατα που εµφανίζονται στο δίσκο είναι αυτά των Ann Wilson των «Heart» ο οποίος έκανε τα φωνητικά µε τους Staley και Cantrell για τα «Brother», «Am I Inside» και το ψυχωτικά άρρωστο «Love Song» ενώ το «Right Turn» είναι γραµµένο από κοινού µε τους Mark Arm των «Mudhoney» και Chris Cornell των «Soundgarden» υπογεγραµµένο µε το credit: «Alice Mudgarden». To «Sap» έγινε και αυτό, χρυσό ενώ την ίδια χρονιά οι «Alice In Chains» εµφανίστηκαν στη ταινία «Singles» του Cameron Crowe υποδυόµενοι στην ουσία τους εαυτούς τους παίζοντας το «Would?» σε ένα µπαρ του Seattle. Η ταινία πραγµατεύεται την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη µε τη µεγάλη επιτυχία της σκηνής της (εκτός του προβλεπόµενου lovestory) µε τις εµφανίσεις των Vedder, Gossard, Ament των «Pearl Jam» και Chris Cornell να περιφέρονται ανάµεσα στα «καρέ» κλέβοντας την παράσταση. Το Soundtrack της ταινίας είναι πραγµατικά πάρα πολύ καλό αφού περιέχει τα ονόµατα που χάραξαν τη πορεία του grunge και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγµα της τεράστιας αποδοχής που λάµβανε το ιδίωµα τη συγκεκριµένη περίοδο.
Dirt – 1992. Το Σεπτέµβριο της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησε το αριστούργηµά τους µε τον αντιπροσωπευτικό τίτλο «Dirt». Οι «Alice In Chains» έφεραν στην επιφάνεια ότι πιο βρόµικο, ενδοσκοπικό, heavy και σκοτεινό έκρυβαν στα µπουντρούµια των βιωµάτων τους, προσπαθώντας να ξορκίσουν τους δαίµονες τους, καθώς 6 από τα 12 κοµµάτια του δίσκου πραγµατεύονται την εξάρτηση, του σώµατος και κυρίως της ψυχής που είναι εγκλωβισµένη σε αυτό. Η σύνθεση του «Dirt» προήλθε στο δρόµο κατά τη διάρκεια των περιοδειών τους και παραγωγός ήταν για µία ακόµη φορά ο Dave Jerden. «Them Bones», «Dam That River», «Rooster» (το οποίο γράφτηκε για τον πατέρα του Jerry), «Dirt», «Angry Chair», «Down in a Hole», «Would?», τι µπορείς να γράψεις για τους τίτλους ενός δίσκου, που όσα χρόνια και αν περάσουν το συγκρότηµα θα τους θεωρεί συνυφασµένους µε τα λάθη ή την τύχη του. Εδώ ο Layne χάνει κάθε έλεγχο, είτε σε προσωπικό, είτε σε καλλιτεχνικό επίπεδο, γράφοντας όλο και περισσότερους στοίχους, µε τη φωνή του να ακούγεται άλλοτε σαν λεπίδα και άλλοτε να παίρνει µία acid χροιά ουρλιάζοντας για την απώλεια και το πόνο, ενώ σβήνει κάτω από τα θηριώδη riffs ή τα σπαρακτικά lead του Cantrell. Δεν θα προσπαθήσω να αναλύσω περισσότερο τη σύνθεση ή τη σηµασία του δίσκου (αφού για µ’ ένα, βρίσκεται στο top 10 όλων των εποχών), απλά, το µόνο που έχω να πω είναι, ότι για όσους από εµάς, είχαµε το «Dirt» σαν οδηγό στη πορεία µας, το αποτέλεσµα ήταν να µας έχει αφήσει ανοιχτές πληγές συνειδητοποιώντας, ότι ίσως τελικά να βρίσκουµε κοµµάτια του εαυτού µας µέσα σε αυτό ακόµη και σήµερα.
Ο δεύτερος δίσκος των «Alice In Chains» έφτασε µέχρι το #6 του αµερικάνικου Billboard 200 και φυσικά αποτέλεσε τη µεγαλύτερη τους εµπορική επιτυχία ενώ µέχρι το τέλος του χρόνου έγινε πλατινένιο. Τα singles «Them Bones», «Rooster» και «Down in a Hole» έµειναν για περίπου ένα χρόνο στα charts, ενώ ακολούθησε η περιοδεία του συγκροτήµατος, ανοίγοντας τις συναυλίες του Ozzy Osbourne, για την «No More Tears Tour» (Μία ηµέρα πριν ξεκινήσουν ο Staley έσπασε το πόδι του και αναγκάστηκε να βγάλει όλες τις εµφανίσεις µε πατερίτσες, ενώ τυπώθηκε και µπλουζάκι για το tour µε την ακτινογραφία του). Στη µέση περίπου αυτής της περιοδείας ο µπασίστας Mike Starr, εγκατέλειψε την µπάντα για προσωπικούς λόγους (!!?… λέγοντας ότι ήθελε να περάσει περισσότερο χρόνο µε την οικογένειά του…?!! Οκ…). Αντικαταστάτης του, ήταν ο πρώην µπασίστας του Ozzy, Mike Inez. Εκείνη ακριβώς τη περίοδο οι «A.I.C.» βρέθηκαν στο απόγειο της καριέρας τους παρά την αποχώρηση ενός σηµαντικού µέλους. Το καλοκαίρι του 1993, το συγκρότηµα από το Seattle πήρε µέρος µαζί µε τους «Primus», «Tool», Rage Against the Machine», και «Babes in Toyland» στο Lollapalooza Festival ενώ οι φήµες άρχισαν να παίρνουν σάρκα για τον εθισµό του Layne στη ηρωίνη.
Jar of Flies – 1994. Μετά την παγκόσµια περιοδεία για το «Dirt» ο Staley έριξε την ιδέα για ένα δεύτερο ακουστικό δίσκο. Έτσι γεννήθηκε το «Jar of Flies» που κυκλοφόρησε στις 25 Ιανουαρίου του 1994, το οποίο γράφτηκε και ηχογραφήθηκε µέσα σε µία εβδοµάδα. Ο δίσκος αποτελείται από 7 κοµµάτια και ήταν το πρώτο EP που έφτασε στο #1 του Billboard 200 και το πρώτο #1 για τους «A.I.C.». Μουσικά το EP έχει µία θλιµµένη µελωδική αίσθηση και ρέει σε όλη τη διάρκειά του µε τραγούδια, όπως το «Nutshell» και «No Excuses» να ψάχνουν απεγνωσµένα για λύτρωση. Οι Staley και Cantrell εδώ γράφουν κάποια τραγούδια και τα εκτελούν όσο πιο απλά µπορούν, µε το πρώτο να παραπαίει, καθώς προσπαθεί να αναπνεύσει ανάµεσά τους και τον δεύτερο να ακολουθεί µε µια κιθάρα, νωχελικός όσο ποτέ. Μετά το τέλος της ηχογράφησης του «Jar of Flies» ο Staley µπήκε για αποτοξίνωση, θέλοντας να αντιµετωπίσει το πρόβληµα της εξάρτησής του από την ηρωίνη. Το καλοκαίρι οι «Alice In Chains» είχαν κλείσει να περιοδεύσουν µε τους «Metallica» και «Suicidal Tendencies», αλλά µια ηµέρα πριν την έναρξή του tour, αναγκάστηκαν να ακυρώσουν την συµµετοχή τους, καθώς ο Staley «ξανακύλησε» βάζοντας σε δοκιµασία και τους τέσσερις, σκεπτόµενοι σοβαρά το µέλλον της µπάντας.
Εκείνη τη περίοδο, τα προβλήµατα του Layne γίνονταν όλο και πιο εµφανή στους ανθρώπους που βρίσκονταν δίπλα του, µε χαρακτηριστικό παράδειγµα την guest εµφάνιση του µε τους Tool για ένα live τους στο «At KISW-FM’s» για το κοµµάτι «Opiate», όπου ο Staley εµφανίστηκε σε πολύ κακή κατάσταση µε µία µάσκα του σκι στο πρόσωπό του, µόλις µία εβδοµάδα µετά την αυτοκτονία του Kurt Cobain (Nirvana). Λέγεται ότι είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και γάγγραινα στις άκρες των δακτύλων του µε τον Mark Arm να δηλώνει «Θυµάµαι καθώς τον είδα το ‘95… ήταν αγνώριστος και σχεδόν πράσινος, ενώ το στοµάχι µου ταράχτηκε την ίδια στιγµή βλέποντας κάποιον εγκλωβισµένο στις γραµµές του τρένου, µη µπορώντας να ξεφύγει».
Το Μάρτιο του 1995 και καθώς οι «A.I.C.» ήταν ανενεργοί, ο Staley µαζί µε τους Mike McCready (Pearl Jam), John Baker Saunders (The Walkabouts) και τον ντράµερ Barrett Martin (Screaming Trees) κυκλοφόρησαν το «Above» κάτω από το όνοµα «Mad Season». Το project είχε ξεκινήσει από τα µέσα του 1994, µένοντας σε αυτή και µόνο την κυκλοφορία λόγω των γνωστών προβληµάτων που ταλάνιζαν τον Layne. Μουσικά το «Above» χαρακτηρίστηκε σαν µία µίξη των «Alice In Chains» και «Pearl Jam», ενώ οι στίχοι του (όπως και το artworck), ήταν εξολοκλήρου γραµµένοι από το Staley µε το «Wake Up» να είναι κατά τη γνώµη µου, ίσως το καλύτερο κοµµάτι της δεκαετίας των 90s. Στο δίσκο συµµετείχε και ο Mark Lanegan των «Screaming Trees», κάνοντας τα φωνητικά στο γεµάτο µνήµες «Long Gone Day». Τα singles «River of Deceit» και «I Don’t Know Anything» παίζονταν για καιρό σε όλα τα εναλλακτικά ραδιόφωνα του κόσµου, ενώ ο δίσκος σκαρφάλωσε στο #24 του αµερικάνικου Billboard 200.
Alice In Chains – 1995. Στις 7 Νοεµβρίου κυκλοφόρησε το οµώνυµο «Alice In Chains». Οι αρρωστηµένες ερµηνείες του Staley µοιάζουν βγαλµένες από τα σανατόρια του µεσαίωνα µε τα riffs του Cantrell να ακρωτηριάζουν τα παραµορφωµένα µέλη της γενιάς µας, που είχε αρχίσει σιγά σιγά να χάνει τους ήρωές της. Από το εξώφυλλο µε το τρίποδο σκυλί του Jerry (το όνοµά του ήταν Sunshine), µέχρι και τη τελευταία νότα του «Over Now» που κλείνει τον δίσκο, η σαπίλα του αδύναµου σώµατος και των συναισθηµάτων αποπροσανατολίζουν και γεµίζοντας τον χώρο µε την παγωµένη αίσθηση του θανάτου. Ο δίσκος είναι ό,τι πιο δεµένο και πολυδιάστατο έχουν υπογράψει οι «A.I.C.» ενώ βρέθηκε κατευθείαν στο #1 και σε βάθος χρόνου έγινε διπλά πλατινένιο. Τα «Grind», «Again», «Over Now» και «Heaven Besid You» ήταν τα singles που εκτόξευσαν τις πωλήσεις του µε το πρώτο, χτισµένο πάνω σε ένα από τα σκοτεινότερα riffs του Jerry να γίνεται τεράστια ραδιοφωνική επιτυχία και να παίζεται µέχρι και σήµερα. Για µία ακόµη φορά, οι «A.I.C.» δεν µπόρεσαν να βγουν στο δρόµο για την προώθηση του δίσκου λόγω της κατάστασης του Staley, αλλά η δήλωση του Cantrell νοµίζω ότι τα λέει όλα. «Είναι αρκετά δύσκολο αλλά το παλεύουµε. Κρατήσαµε τις καλές στιγµές που περάσαµε µαζί, ενώ δεθήκαµε ακόµη περισσότερο µε τις δύσκολες. Ποτέ δεν θα µαχαιρώναµε ο ένας τον άλλο, πισώπλατα για να διαλυθούµε, κάνοντας τις ίδιες µαλακίες που έχουµε δει να συµβαίνουν συχνά στον χώρο». Δυστυχώς, το «Alice In Chains» ήταν το κύκνειο άσµα του συγκροτήµατος µε τον Layne Staley στα φωνητικά, καθώς η εξάρτησή του στην ηρωίνη έγινε η δεύτερη φύση του, καταστρέφοντας εαυτόν, αλλά και την πορεία µιας από τις σηµαντικότερες µπάντες που ανέδειξε το σύγχρονο αµερικάνικο metal.
Unplugged – 1996. Στις 10 Απριλίου του 1996, οι «Alice In Chains» έδωσαν µία ακουστικά εµφάνιση για το «MTV Unplugged» ύστερα από τρία χρόνια απουσίας. Όλη η πορεία του συγκροτήµατος πέρασε µέσα στη µιάµιση ώρα που διάρκεσε το setlist, µε τις εκτελέσεις των «Nutshell», «Brother», «No Excuses», «Down in a Hole», «Would?» και «Over Now» να σπαράζουν για διαύγεια και τη χαµένη ελπίδα. Στο lineup προστέθηκε o Skott Olson µε την δεύτερη κιθάρα, κάνοντας τις εκτελέσεις να ακούγονται πιο ολοκληρωµένες. Γενικά, το unplugged πήγε πολύ καλά µε όλα τα µέλη να αποτελούν ένα αναπόσπαστο σύνολο και τον Cantrell να ηγείται πίσω από τον Layne που αν και σκιά του εαυτού του (η εύθραυστη φιγούρα του, δεν θα φύγει ποτέ από τη µνήµη µου) έδειξε πραγµατικά, τη δύναµη αλλά και τη στόφα ενός µεγάλου ερµηνευτή. Οι «Alice In Chains» έκαναν ακόµα πέντε live εµφανίσεις µετά το «MTV Unplugged», ενώ στις 3 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς στο Kansas City του Missouri έδωσαν την τελευταία τους συναυλία. Έτσι, έκλεισε ένας κύκλος στην ιστορία της rock που για µία ακόµη φορά έδειξε το πόσο προβλέψιµα µπορεί να επαναλαµβάνεται, και συγχρόνως να εκπλήσσει µε την δύναµη και την ανάγκη κάποιων ανθρώπων για επικοινωνία και ελεύθερη έκφραση, όσο αυτοκαταστροφικοί και αν παρουσιάζονται στην πορεία της ζωής τους, αλλά και του έργου τους. «Τα ναρκωτικά «λειτουργούσαν» για ‘µένα για χρόνια.» δηλώνει ο Staley στο περιοδικό «Rolling Stone» το 1996 «Τώρα όλα αυτά γύρισαν εναντίον µου, κάνοντάς µε να ζω µία πραγµατική κόλαση».
Τον Οκτώβριο του 1996, ένα τραγικό γεγονός συγκλόνισε τη ζωή του Layne. Η πρώην αρραβωνιαστικιά του, Demir Lara Parrott, βρέθηκε νεκρή από δευτερογενή συνδυασµό φαρµάκων (!?) που της προκάλεσαν βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα. Το γεγονός έκανε τον Staley να αποµονωθεί από τους πάντες και τα πάντα για ενάµιση χρόνο περίπου, όταν και εµφανίστηκε µε τους υπόλοιπος «Alice In Chains» στην απονοµή των «Grammy Awards», αφού το «Again» από τον τελευταίο τους δίσκο, ήταν υποψήφιο στη κατηγορία «Best Hard Rock Performance». Τον Απρίλιο του 1998, ο Cantrell κυκλοφόρησε τον πρώτο του προσωπικό δίσκο «Boggy Depot» (δεν το έχω ακούσει, οπότε δεν έχω γνώµη), µε singles τα «Cyt you In» (όπου ακούστηκε αρκετά) και «My Song». Στην περιοδεία για τη προώθησή του, ο Jerry πήρε µαζί του, τους Starr και Kinney. Το Σεπτέµβριο του 1998, οι «A.I.C.» ηχογράφησαν δύο νέα τραγούδια το «Get Born Again» και το «Died» για το «Music Bank box set» που κυκλοφόρησε το 1999. Το Νοέµβριο του 1998, ο Staley συµµετείχε σ’ ένα νέο project µε τους Tom Morello (Rage Against the Machine, Audioslave), Stephen Perkins (Jane’s Addiction), το µπασίστα Martyn LeNoble (Porno for Pyros) και τον πληκτρά Matt Serletic µε τον τίτλο «Class of ’99», κάνοντας µία από τις καλύτερες διασκευές στο «Another Brick in the Wall» part 1 και 2 των «Pink Floyd». Το φάντασµα της εξάρτησης, τον τράβαγε όλο και πιο κάτω, αλλοιώνοντας εκτός της ψυχικής του υγείας και τη µορφή του. O Staley αποµονώνονταν σιγά σιγά, όλο και περισσότερο από τους δικούς του ανθρώπους, λέγοντας σε µία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. «Δεν προσπαθώ να έχω καµία επαφή µε τους «A.I.C.». Δεν είναι φίλοι µου…». Ο ντράµερ της µπάντας Kinney όµως δηλώνει: «Προσπαθούσα να έχω επαφή τρεις φορές την εβδοµάδα µαζί του. Σαν καλοκουρδισµένο ρολόι του τηλεφωνούσα, αλλά ποτέ δεν απαντούσε. Κάθε φορά που βρισκόµουν στην περιοχή περνούσα από το διαµέρισµά του και φώναζα για να µου ανοίξει, χωρίς καµία απάντηση. Πως µπορείς όµως να βοηθήσεις κάποιον, όταν ο ίδιος πρώτα δεν θέλει να προσπαθήσει για τον εαυτό του!». Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του Layne, υπήρξαν και κάποιες αναλαµπές, όπως ήταν η γέννηση του ανιψιού του, Oscar, όπου υπάρχει και µια φωτογραφία (δεν ήρθε ποτέ στο φως της δηµοσιότητας) που τον κρατάει στην αγκαλιά του, φανερά όµως, καταβεβληµένος και εγκλωβισµένος στα αδιέξοδα των επιλογών του.
«Το ξέρω ότι είµαι κοντά στο θάνατο, κάνω χρήση crack και ηρωίνης εδώ και χρόνια. Ποτέ δεν ήθελα όµως να τελειώσω µ’ αυτόν τον τρόπο τη ζωή µου.»
19 Απριλίου του 2002, ο Staley βρίσκεται νεκρός στο διαµέρισµά του, από τη µητέρα και τον πατριό του, δύο εβδοµάδες αργότερα από τη ηµέρα που ο τραγουδιστής πέρασε στην ιστορία. Ο Layne Thomas Staley πέθανε στις 5 Απριλίου, την ίδια ακριβώς ηµέρα που ο αυτόχειρας και φίλος του, Kurt Cobain έβαζε και αυτός τέλος στη ζωή του, 8 χρόνια πριν. Η αιτία θανάτου, ήταν η υπερβολική δόση µείγµατος ηρωίνης και κοκαΐνης, γνωστό ως «speedball» (από το λεγόµενο «speedball» έφυγε και ο θρυλικός κωµικός «The Blues Brother», John Belushi το 1982). Το επόµενο βράδι, πολλοί fans και φίλοι, όπως ο Cantrell και ο Chris Cornell συγκεντρώθηκαν στο κέντρο του Seattle, τιµώντας τη µνήµη αλλά και το ταλέντο ενός ανθρώπου λάτρεψε την αδυναµία του στο θάνατο, τον αποτύπωσε σε κάθε έκφανσή του και στο τέλος, αφέθηκε για πάντα στο σκοτάδι του.
Ο Layne Thomas Staley ήταν 34 ετών…
Δύο µήνες µετά το θάνατο του τραγουδιστή των «Alice In Chains» κυκλοφόρησε ο δεύτερος solo δίσκος του Jerry Cantrell «Degrdation Trip» (επίσης δεν το έχω ακούσει…), όπου ήταν αφιερωµένος στον εκλιπόντα Staley. Τα χρόνια που ακολούθησαν το συγκρότηµα, είχε άρνηση στο να επανενωθεί τιµώντας τη µνήµη του. Tο 2005 όµως, βρέθηκαν στη σκηνή για ένα live, για τα θύµατα του τσουνάµι που σάρωσε τις ακτές του Ινδικού Ωκεανού στις 24 Δεκεµβρίου του 2004, µε τη συµµετοχή µεγάλων ονοµάτων του χώρου, όπως ο τραγουδιστής των «Damageplan», Pat Lachman και ο Wes Scantlin των «Puddle of Mudd», Meynard James Keenan (προσωπικός φίλος του Layne), των «Tool», και Ann Wilson, των «Heart» µε τον οποίο είχαν συνεργαστεί στο «Sap». Στις 6 Μαρτίου του 2006, η µπάντα επανενώθηκε και πάλι στη σκηνή µε τον Phil Anselmo να ερµηνεύει το «Would?» (ψάξτε το στο δίκτυο για να πάθετε πλάκα!) και τον «ex-Guns N’ Roses» µπασίστα Duff McKagan των «Velvet Revolver», ενώ εµφανίστηκε και ο William Du Vall των «Come With the Fall» µε τον Ann Wilson εκτελώντας το «Rooster».
Μετά τα τελευταία live, η ιδέα του να ξαναυπάρξουν οι «Alice In Chains» άρχισε να τρώει τα µέλη του συγκροτήµατος καθώς ο Cantrell και ο Kinney είχαν υλικό στα χέρια τους, αν και δεν τολµούσαν να το ηχογραφήσουν κάτω από το ίδιο όνοµα, φοβούµενοι ίσως την κατάληξη που είχαν µεγαθήρια της rock, όπως οι «Queen» και οι «Doors» µετά το χαµό των Fredy Mercury και Jim Morison αντίστοιχα. Τότε έσκασε το όνοµα του William Du Vall, ενός τραγουδιστή της «σχολής» του Cornell, µε πολλά κοινά στοιχεία στον ήχο της µπάντας. Ακολούθησαν κάποιες εµφανίσεις σε επιλεγµένα club’s στις Η.Π.Α., ενώ έγινα και κάποια live σε Ευρώπη και Αυστραλία, µε τον Du Vall στα φωνητικά. Οι ελπίδες του κόσµου, αλλά και η επιθυµία των µελών για ένα reunion ήταν δεδοµένη πια αφού το αποτέλεσµα ήταν αντάξιο της ιστορίας και του ονόµατος που κουβαλάνε οι τρεις εναποµείναντες «Alice In Chains». Τον Σεπτέµβρη του 2008, έσκασε η είδηση ότι το συγκρότηµα βρίσκεται στο στούντιο και δουλεύει πάνω σε νέο υλικό! Ύστερα από 14 χρόνια απουσίας, οι «Alice In Chains» κυκλοφορούν το «Black Gives Way to Blue» το οποίο σαρώνει και αφήνει καµένες µνήµες στο πέρασµά του, αλλά πάνω απ’ όλα σέβεται τον εαυτό του, στην ανάµνηση ενός ανθρώπου και όλων εκείνων που άφησε πίσω του.
Το κείµενο είναι αφιερωµένο στον Layne Thomas Staley που δεν κατάφερε να ξυπνήσει ποτέ, παρά βυθίστηκε στη γαλήνη της αιωνιότητας «Wake up young Men… it’ s time to wake up…» και σε µία παρέα που γεννήθηκε τα χρόνια της αθωότητας στο νησί της φωτιάς, τράφηκε από τους θεούς της Γης και πέθανε στους µεγάλους δρόµους της ερηµιάς, ανόητοι καθώς ήταν όλοι τους και µόνοι. Remember That Summer?… Και όµως κανένας από εµάς, δεν µπορεί πια…
Πηγές: Wikipedia
Το Video που ακολουθεί είναι το «Would?» από το «Dirt».
Alice In Chains – Black Gives Way to Blue
All Secrets Known – Check my Brain – Last of my Kind – Your Decision – A Looking in View – When the Sun Rose Again – Acid Bubble – Lesson Learned – Take Her Out – Private Hell – Black Gives Way to Blue
PLAY: Και το «Black Gives Way to Blue» ξεκινάει την ιστορία του, δείχνοντας την αλήθεια του από το πρώτο λεπτό. Οι ήρωες είναι και πάλι εδώ, γυρίζοντας µε τα λάφυρα και τη γνώση, µιας εσωτερικής κυρίως, µάχης για εξωστρέφεια και επαναπροσδιορισµό. Οι «Alice In Chains» γύρισαν ύστερα από 14 χρόνια απουσίας φτιάχνοντας έναν δίσκο που θυµίζει το παρελθόν, αλλά κυρίως αλλάζει το µέλλον τους, µε παραγωγό τον Nick Raskulinecz (Foo Fighters, Stone Sour, Trivium, Shadows Fall, Death Angel). Με νέο τραγουδιστή, τον William Du Vall και τον Jerry Cantrell στο ρόλο του «οδηγού», να γράφει κάποια από τα δυνατότερά του κοµµάτια, το «Black Gives Way to Blue», είναι σίγουρα το πιο µεταλλικό άλµπουµ των «A.I.C.». Εδώ δεν υπάρχουν πισωγυρίσµατα, παρά µόνον η εξέλιξη που χάνεται ανάµεσα καταιγιστικά sabbath-ικα riffs, που ίσως, αγγίζουν κάποιες επιφυλακτικές stoner επιρροές, αλλά και hard rock καταβολές, µε µακρόσυρτα σπαρακτικά φωνητικά, γέµατα όµως, µε µνήµες ενός ανθρώπου που χάθηκε νωρίς, σηµαδεύοντας την πορεία του συγκροτήµατος.
Το «All secrets Known» ξεκινά σαν «εκστατικός» ψαλµός, γλύφοντας τις πληγές του παρελθόντος και ανοίγοντας καινούργιες µε το νέο ύφος των «Alice In Chains», συνθλίβοντας ό,τι προϋπήρξε. Το «Check my Brain» έρχεται για να επιβεβαιώσει τα παραπάνω, γρήγορο όµως και εθιστικό, µε τα riffs του να πέφτουν καταρρακτωδώς στην έρηµο της Καλιφόρνια, ενώ είναι και το δεύτερο single του δίσκου. Η βαρύτητα του «Last of my Kind» σε τραβάει κατευθείαν µε τη µούρη, στο µεταλλικό του υπόβαθρό, αφού είναι ένα τσαµπουκαλίδικο κοµµάτι γραµµένο από τους Cantrell και Du Vall, µε τον τραγουδιστή να δείχνει ότι δεν ήρθε για να αντικαταστήσει τον Staley, αλλά για να συµπληρώσει τους υπόλοιπους σε ό,τι εκείνοι δεν πρόλαβαν να τελειώσουν. Το µελωδικό «Your Decision», µας θυµίζει το πως πορευόµαστε µέσα στο σκοτάδι του ίδιου µας του εαυτού, µε τη ευθύνη της πορείας που έχει χαράξει ο καθένας από εµάς στη ζωή, αποτελώντας ένα είδος κάθαρσης για τους «Alice In Chains», θυµίζοντας περασµένες ζωές. Το πρώτο single του «Black Gives Way to Blue» είναι το επτάλεπτο «A Looking in View» και είναι ό,τι πιο χαρακτηριστικό υπάρχει στο δίσκο, αργό και σκοτεινό µε τις κιθάρες να σπέρνουν τα πρώτα ασήκωτα riffs και να θερίζουν άπληστα, καµµένα µυαλά στο πέρασµά τους. Το ακουστικό «When the sun Rose Again» κλείνει το πρώτο µέρος του δίσκου, µε τα «Acid Bubble», «Lesson Learned» και «Take Her Out» να βγάζουν κάτι από τα παλιά, ενώ ανεβάζουν επικίνδυνα ταχύτητες και µας προσγειώνουν και πάλι στη ζοφερή πραγµατικότητα των «Alice In Chains» χωρίς υπεκφυγές, περήφανα για τις καταβολές και της επιρροές τους, που εµφανίζονται βέβαια απροκάλυπτα σε όλο το «Black Gives Way to Blue». Το «Private Hell» κάλλιστα θα µπορούσε να περιέχεται στο «Alice In Chains» νωχελικό και αρρωστηµένο, λίγο πριν το οµότιτλο τραγούδι του δίσκου, κλείσει το «Black Gives Way to Blue», γαλήνιο και τόσο λυρικό, στάζοντας νοσταλγία και µνήµες, µε τον Cantrell να ερµηνεύει φορτισµένος όπως ποτέ άλλοτε.
Ο τέταρτος δίσκος των «Alice In Chains» είναι ένας φόρος τιµής στον Layne Thomas Staley αλλά σηµατοδοτεί και την επιστροφή ενός συγκροτήµατος που έρχεται από το γεµάτο δαίµονες παρελθόν στο σήµερα, γεµάτο ελπίδα για το σκοτεινό µέλλον της αιώνιας ψυχής του, που εκφράζεται µε κάθε τρόπο στο «Black Gives Way to Blue». [9]
«Hope… A new Beginning… Time… Time to start living…»
«Like just before we died…»
«There’ s no going back… To the place… We started from…»
«Hurt… Falling through fingers… Trust… Trust in my feeling…»
«There’ s something left inside…»
«There’ s no going back… To the place… We started from…»
«All secrets known…»
Anti
Το παρακάτω video είναι ενα δείγμα από το «A Looking in View» για το τι υπάρχει μέσα στο «Black Gives Way to Blue»
Category: Χωρίς κατηγορία