Οι εκλογές και το κίνημα- Μια αποτίμηση
Η κατάρρευση της ΝΔ, ο εκλογικός θρίαμβος του ΠΑΣΟΚ (που θύμισε άλλες εποχές) και η πτώση των ποσοστών της αριστεράς, είναι τα πιο εντυπωσιακά δεδομένα αυτών των εκλογών. Όμως αν μείνουμε σε αυτά, απλώς θα περιγράψουμε την εικόνα μιας πραγματικότητας η οποία χρειάζεται να αναλυθεί. Δηλαδή να πάρει κανείς πολιτική θέση απέναντι σ” αυτή την θεαματική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού και να ερμηνεύσει τι είναι αυτό που αλλάζει και με ποιον τρόπο αυτή η αλλαγή επηρεάζει (ή δεν επηρεάζει) τον ταξικό συσχετισμό.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε θυμίζοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η κυβέρνηση της ΝΔ εξαναγκάστηκε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Σύμφωνα με όλους τους πολιτικούς αναλυτές και δημοσιογράφους, καθώς και με πολλά στελέχη της ίδιας της ΝΔ, οι πρόωρες εκλογές δεν ευνοούσαν την ΝΔ. Πολύ περισσότερο δεν την ευνόησε η δικαιολογία που επικαλέστηκε και τα πολιτικά επιχειρήματα που χρησιμοποίησε για να στηρίξει την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Πάρα πολλοί φίλοι της παράταξης κατηγόρησαν τον πρωθυπουργό, ότι επιχείρησε να κερδίσει τους ψηφοφόρους, παρουσιάζοντας μια μαύρη πραγματικότητα και υποσχόμενος ένα ακόμα πιο μαύρο μέλλον. Οι αιτιάσεις φαίνονται λογικές: δεν μπορείς να δελεάσεις τον κόσμο υποσχόμενος δυστυχία…
Θα πρέπει να προχωρήσουμε λίγο πιο πέρα από τις “εύκολες” συνταγές των δευτεροκλασάτων στελεχών της ΝΔ, που πανικοβλήθηκαν στην προοπτική ότι θα χάσουν την προσοδοφόρα γι” αυτούς πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό. Τα διλήμματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Καραμανλής υπερέβαιναν τα επιμέρους συμφέροντα των αρπακτικών της παράταξής του. Ο Καραμανλής προσπάθησε στ” αλήθεια να διαμορφώσει μια “εθνική πολιτική” με την οποία θα δοκίμαζε να κερδίσει την πλειοψηφία για να μπορέσει να κυβερνήσει τα επόμενα χρόνια. Κι απ” αυτή την άποψη (θα πρέπει να του το αναγνωρίσουμε) έβαλε τα συμφέροντα της αστικής τάξης πάνω από τα συμφέροντα των διαφόρων λακέδων της (μελών της παράταξής του).
Η κίνηση αυτή του Καραμανλή επιβλήθηκε από το συνδυασμό δύο παραγόντων. Ο πρώτος είναι η περιορισμένη διάρκεια της κυβέρνησής του. Η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας ήταν το όριο στο οποίο θα μπορούσε να φτάσει. Το ΠΑΣΟΚ είχε υποσχεθεί (και ήταν αναγκασμένο να το κάνει για να διατηρήσει την αξιοπιστία του) ότι τότε θα έριχνε την ΝΔ.
Όμως αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα. Ο Καραμανλής θα μπορούσε να πάει το Μάρτη σε εκλογές, χρησιμοποιώντας ακριβώς αυτό το επιχείρημα: ότι δηλαδή το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να ρίξει μια κυβέρνηση που ο κόσμος εξέλεξε για μια τετραετία. Το βασικό πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει και που είναι ο άλλος λόγος για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, ήταν ότι σε αυτό το διάστημα των έξι μηνών, θα έπρεπε να αποφύγει κάθε σοβαρή κοινωνική σύγκρουση που μπορεί να οδηγούσε είτε στην ανατροπή της (καθώς στηριζόταν σε μια ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία) είτε στην ανοιχτή αποδοχή της υποστήριξης του ΛΑΟΣ, και κατά συνέπεια σε μια καθαρή πολιτική συνεργασία με τον Καρατζαφέρη. Από αυτό όμως το τελευταίο η ΝΔ δεν είχε τίποτα να περιμένει και επιπλέον τα αποτελέσματα, όσον αφορά στην εφαρμογή μιας αποφασιστικής πολιτικής, θα ήταν μάλλον πενιχρά. Θα οδηγούσε σε φυγή προς το ΠΑΣΟΚ των κομματιών εκείνων που δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι την εγκατάλειψη του “μεσαίου χώρου”, αλλά και θα ενίσχυαν τον πολιτικό ρόλο του Καρατζαφέρη στις υποθέσεις της ΝΔ. Κοινώς, η ΝΔ θα έχανε και προς το ΠΑΣΟΚ και προς το ΛΑΟΣ. Και έτσι το Μάρτη θα αναγκαζόταν να κάνει εκλογές που μοιραία θα τις έχανε.
Όμως πέρα από τα πολιτικά άγχη της ΝΔ και του Καραμανλή, αυτό που στην πραγματικότητα διακυβεύονταν (και εξακολουθεί να διακυβεύεται) είναι ο ρυθμός και ο τρόπος με τον οποίο η αστική τάξη θα βγει από την οικονομική κρίση. Η λύση των εκλογών τον Μάρτη θα καθυστερούσε την εφαρμογή εκείνων των πολιτικών που πρέπει να εφαρμοστούν όσο το δυνατόν ταχύτερα, για να ανακάμψει η εθνική οικονομία σε βάρος των εργαζόμενων στρωμάτων. Τα συμφέροντα της αστικής τάξης επέβαλλαν άμεση λύση του προβλήματος της απουσίας μιας ισχυρής κυβέρνησης για να τα διαχειριστεί.
Η ΝΔ δύσκολα θα μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές με τον τρόπο που τις έκανε και κυρίως με την επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε. Αυτό όμως είναι σαφές τελικά εκ των υστέρων. Ο Καραμανλής προκήρυξε εκλογές υποσχόμενος ότι θα σπείρει την δυστυχία και τον όλεθρο εάν επανεκλεγεί (και μάλιστα ότι γι” αυτόν ακριβώς το λόγο θα έπρεπε να επανεκλεγεί), και δεν πρέπει να δούμε σ” αυτό μια εκδήλωση της πολιτικής του αφέλειας (αν και δεν τρέφω καμιά εκτίμηση στην ευφυΐα του τέως πρωθυπουργού), αλλά μάλλον την εκδήλωση μιας διαστροφικής ευφυίας. Οι επιθέσεις της αστικής τάξης το επόμενο διάστημα θα είναι (πιθανόν) τέτοιου μεγέθους, που για να διεξαχθούν νικηφόρα για τους αστούς, θα πρέπει η “άλλη” πλευρά, να έχει αποδιοργανωθεί πλήρως ιδεολογικά. Θα πρέπει να έχει ενσωματώσει την απελπισία της πεποίθησης ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμιά ελπίδα, ότι ο κόσμος που ζούμε είναι ένας κόσμος της πλήρους καταστροφής, απέναντι στην οποία το μόνο στο οποίο έχουμε να στηριχθούμε, είναι η ολοκληρωτική εγκατάλειψη στις ανεξέλεγκτες ενέργειες ενός ισχυρού αρχηγού. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δημοσιογράφοι παρομοίασαν αυτές τις μαύρες υποσχέσεις με τον προεκλογικό κυνισμό με τον οποίο ο Τσόρτσιλ έγινε πρωθυπουργός και έβαλε την Αγγλία στον πόλεμο. Οι δηλώσεις του Καραμανλή ήταν πραγματικά κήρυξη πολέμου εναντίον της εργατικής τάξης (μια άλλου τύπου επιβεβαίωση ότι “ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα”). Πίστεψε, αυτός και τα επιτελεία του που σχεδίασαν αυτή την πολιτική, ότι ο φόβος που θα προκαλούσε θα ήταν τέτοιου μεγέθους, που θα αδρανοποιούσε τον πολιτικό λόγο των αντιπάλων του. Ο κόσμος θα έβλεπε το ΠΑΣΟΚ να αντιδρά χλιαρά απέναντι στην τρομοκρατική ειλικρίνεια του Καραμανλή. Το σχέδιο αυτό από μόνο του δεν ήταν παράλογο και κυρίως ήταν μια στάση “υπευθυνότητας” και “πολιτικού ρεαλισμού”. Το μήνυμα που προσπάθησε να δώσει ήταν ότι:
“έτσι θα βγει η αστική τάξη από την κρίση και αυτό οφείλουν να το αναγνωρίσουν όλοι όσοι θέλουν να αναλάβουν την διαχείριση των συμφερόντων της. Ας γίνει λοιπόν η προεκλογική συζήτηση χωρίς να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Εάν το ΠΑΣΟΚ θελήσει να καλλιεργήσει κλίμα “λαϊκισμού’, τότε αναγκαστικά θα το πληρώσει. Θα αναγκαστεί να κάνει αυτά που εμείς λέμε με ειλικρίνεια και τότε θα πέσει σύντομα και εμείς θα θα το διαδεχθούμε και θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε απρόσκοπτα το πρόγραμμά μας”.
Ο κυνισμός αυτός εμφανίζεται βλακώδεις μόνο εάν τον κατανοήσουμε από την πλευρά της ταξικής πάλης.
Η ΝΔ είχε γίνει εδώ και αρκετό καιρό μια μισητή κυβέρνηση. Στηριζόταν σε μια ισχνή πλειοψηφία, στην ανοιχτή στήριξη της ακροδεξιάς και στην ανοχή της αντιπολίτευσης. Τα έξι χρόνια της ΝΔ ήταν περίοδος σκληρών ταξικών και κοινωνικών συγκρούσεων: η απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων, των ναυτεργατών, των υπαλλήλων των Δήμων, των δασκάλων, η μάχη για το ασφαλιστικό, αλλά και ο ένας χρόνος φοιτητικών κινητοποιήσεων, που εμπόδισαν την συνταγματική μεταρρύθμιση, οι μαθητικές καταλήψεις και τέλος η εξέγερση του Δεκέμβρη, είναι μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές αυτής της περιόδου, χωρίς να λογαριάσουμε τις εκατοντάδες μικρότερες μάχες σε χώρους δουλειάς και στις γειτονιές. Οι αγώνες αυτοί, χωρίς να έχουν αλλάξει τον ταξικό συσχετισμό υπέρ του κόσμου της εργασίας (εξάλλου η μόνη νίκη ήταν του φοιτητικού κινήματος), έχουν διαμορφώσει μια κατάσταση που καθιστά απαραίτητο όρο εξόδου από την κρίση, την κάμψη των αντιστάσεων, η δυναμική των οποίων απορρέει από αυτή την κινηματική εμπειρία. Θα πρέπει να πειστούν ευρέα κοινωνικά σύνολα, ότι είναι μάταιο να αντιστέκεται κανείς, γιατί η μόνη προοπτική είναι η ολοκληρωτική καταστροφή, η οποία όσο πιο γρήγορα συντελεστεί, τόσο πιο γρήγορα, πιθανόν, ξεπεραστεί. Η ΝΔ προσπάθησε (με υπευθυνότητα απέναντι στα συμφέροντα της αστικής τάξης) να αναλάβει αυτόν τον ρόλο. Κατά κάποιον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι η ΝΔ τα έπαιξε όλα για όλα, ποντάροντας προεκλογικά στο χαρτί της οικονομικής κρίσης. Δεν είναι τυχαίο ότι αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει κάποια άλλα, “παραδοσιακά” εργαλεία της δεξιάς ιδεολογίας. Σ” αυτές τις εκλογές δεν ακούσαμε σχεδόν τίποτα για “ασφάλεια”, “εθνικά θέματα” κτλ.
Στην ήττα της ΝΔ θα πρέπει λοιπόν κανείς να αναγνωρίσει πρώτα απ” όλα, την ήττα αυτής της πολιτικής της άγριας και σε όλα τα μέτωπα επίθεσης στην εργατική τάξη. Η ήττα της είναι από τις χειρότερες που έχει υποστεί στη Μεταπολίτευση. Πολιτικά και κοινωνικά η ΝΔ έχει αποδιοργανωθεί και η ανάκαμψη της δεν είναι άμεσα ορατή. Αυτή τη στιγμή ένα πλήθος από πρωτοκλασάτα και δευτεροκλασάτα στελέχη της σπεύδουν, σε μια επίδειξη αναξιοπρέπειας, να εγκαταλείψουν το πλοίο που βουλιάζει ή να λεηλατήσουν το καταρρέον οικοδόμημα της παράταξής τους.
Το πιο σημαντικό όμως είναι η αποδιοργάνωση της κοινωνικής της βάσης. Στην πραγματικότητα η ΝΔ αυτή τη στιγμή είναι ένα κόμμα χωρίς κοινωνική δυναμική, καθώς τις έμειναν πιστά μόνο τα εύπορα, ηλικιωμένα στρώματα των αγροτικών και ημιαστικών κυρίως περιοχών. Η οικονομική πολιτική που πρότεινε για έξοδο από την κρίση, έθιγε στην πραγματικότητα και μεγάλα κομμάτια της μεσαίας και μικρής αστικής τάξης, τα οποία θα εγκαταλείπονταν να αφανιστούν στον ανταγωνισμό με το μεγάλο κεφάλαιο, για να ξεκαθαρίσει η οικονομία. Και φυσικά έθιγε και τα συμφέροντα της παραδοσιακής (βιοτέχνες, μικρομαγαζάτορες κτλ) αλλά και της νέας μικροαστικής τάξης (στελέχη επιχειρήσεων, και στελέχη που απαρτίζουν τις μεσαίες βαθμίδες του κρατικού μηχανισμού, ελεύθερους επαγγελματίες πανεπιστημιακής κατάρτισης). Δηλαδή αυτών των κοινωνικών στρωμάτων, που στην πολιτική αργκό προσδιορίζονται ως “μεσαίος χώρος” και αποτέλεσαν το προνομιακό πεδίο πολιτικής απεύθυνσης της ΝΔ, για να κερδίσει στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Σε πολιτικό επίπεδο όμως, η απομάκρυνσή της από τον “μεσαίο χώρο” άρχισε να συντελείται ήδη μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη και την προσπάθεια της ΝΔ να προσεταιριστεί τους ψηφοφόρους της ακροδεξιάς. Η πολιτική αυτή, που περιλάμβανε την άτυπη συγκυβέρνηση ΝΔ και ΛΑΟΣ και κορυφώθηκε με τα ρατσιστικά πογκρόμ και τους νόμους για την καταστολή του νεολαιίστικου κινήματος, ολοκληρώθηκε με τον προεκλογικό λόγο του Καραμανλή, ενός λόγου ακραία ταξικού, απαλλαγμένου ακόμα και από τα ιδεολογήματα με τα οποία το ΛΑΟΣ καλύπτει την ταξική επιθετικότητά του.
Το μέγεθος τη ήττας της ήταν τέτοιο, που την επόμενη περίοδο, καθώς όλα δείχνουν θα μπει σε μια βαθιά κρίση διαδοχής, από την οποία όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά, ίσως ακόμα και η διάσπαση. Βέβαια πρέπει να κατανοήσουμε ότι ένα κόμμα που παραδοσιακά συνδέεται με την άσκηση της αστικής πολιτικής στις πιο καθαρές της μορφές, δύσκολα διασπάται. Εντούτοις δεν θα λυπηθούμε αν συμβεί αυτό.
ΛΑΟΣ
Το ΛΑΟΣ ανέβασε τα εκλογικά του ποσοστά, αλλά αυτό μάλλον δεν μπορεί να το κάνει ιδιαίτερα ευχαριστημένο σε σχέση με τις προσδοκίες που είχε. Ο Καρατζαφέρης περίμενε ότι από τη διαφαινόμενη ήττα της ΝΔ, ο ίδιος θα αποκόμιζε τη μερίδα του λέοντος, έτσι ώστε το κόμμα του να αναδειχθεί σε πολιτικό ρυθμιστή των εσωτερικών της ΝΔ και έτσι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας πιθανής στο μέλλον συγκυβέρνησης με την ΝΔ. Το μέγεθος της ήττας της ΝΔ έχει επιπτώσεις και για το κόμμα του. Τα ποσοστά που πήρε από τις ψήφους που έχασε η ΝΔ είναι τόσο μικρό που δεν του επιτρέπει να παρουσιάζεται στον χώρο της δεξιάς ικανός να συγκροτήσει ένα άλλο δεξιό (πιο καθαρά δεξιό από την ΝΔ) κόμμα, που να έχει κυβερνητικές αξιώσεις. Το πρόβλημα για το ΛΑΟΣ είναι ότι εάν πήρε τόσο λίγες ψήφους από τη ΝΔ που κατέρρεε και ήταν πιο εύκολο για τις ψηφοφόρους της να ψηφίσουν ένα άλλο δεξιό κόμμα (έστω και για διαμαρτυρία προς τη ΝΔ), δεν θα έχει να προσδοκά τίποτα καλύτερο για τις επόμενες εκλογές, όταν η ΝΔ θα αρχίσει να ανακάμπτει και να επανασυσπειρώνει τη βάση της. Και το ενδεχόμενο αυτό είναι βέβαια πολύ πιθανό. Επίσης δεν υπάρχει τίποτα το ελπιδοφόρο γι” αυτόν στο γεγονός ότι οι ψηφοφόροι της ΝΔ μπορούν να μετατοπιστούν σε άλλο ιδεολογικό χώρο, πέραν της δεξιάς (όχι στο διπλανό διαμέρισμα της πολυκατοικίας, αλλά σε άλλη πολυκατοικία, κατά την ορολογία του και την πολιτική του αντίληψη).
Βέβαια το γεγονός ότι ένα κόμμα με ακραίο ρατσιστικό λόγο και με ένα καθαρά ακροδεξιό πολιτικό πρόγραμμα, που το προηγούμενο μάλιστα διάστημα κατάφερε να καθορίσει τα προτάγματα της πολιτικής ατζέντας της κυβέρνησης, παίρνει ένα τέτοιο ποσοστό, είναι ανησυχητικό. Ανησυχητικό είναι επίσης το γεγονός, ότι η ανάλυση της ψήφου προς το ΛΑΟΣ δείχνει ότι έχει σταθεροποιήσει την πολιτική του επιρροή σε ένα διαταξικό κοινωνικό σύνολο, όπου βεβαία κυριαρχούν τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα, εντούτοις όμως προσελκύει και κάποια μικρά τμήματα από την εργατική τάξη.
Φυσικά για το επόμενο διάστημα η πολιτική του δυναμική θα είναι μάλλον πιο περιορισμένη, αλλά η εμπειρία (ευρωπαϊκή και ελληνική) δείχνει ότι οι πιέσεις των ακροδεξιών κομμάτων μπορούν να βρίσκουν ανταπόκριση ακόμα και από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Πολύ περισσότερο όταν η πολιτική που αυτές είναι διατιθέμενες να ακολουθήσουν σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα που αποτελούν προνομιακά πεδία παρέμβασης της ακροδεξιάς (μετανάστες και εθνικά), δεν διαφέρουν επί της ουσίας από τη δεξιά πολιτική. Η στάση για παράδειγμα που κράτησε το ΠΑΣΟΚ στη φάση της έξαρσης του ρατσισμού το καλοκαίρι, δείχνει όχι μόνο ότι είναι διατιθεμένο να ακολουθήσει την ίδια ρατσιστική πολιτική, αλλά και ότι μπορεί να επηρεάζεται και αυτό από την ακροδεξιά.
Κατά μία έννοια το πρόβλημά του ΛΑΟΣ είναι ότι σ” αυτή τη φάση η ΝΔ προσπαθώντας να το ξεπεράσει από τα δεξιά, κατάφερε να απαξιώσει την πολιτική με την οποία πολιτεύεται και το ίδιο, παρουσιάζοντάς την στην ταξική της γυμνότητα (και βαρβαρότητα).
Είναι πάντως απίθανο μάλλον να μπει το ΛΑΟΣ σε μια φάση επαναπροσδιορισμού του πολιτικού του σχεδίου (που επί του παρόντος εξακολουθεί να είναι η συγκυβέρνηση με την ΝΔ), πράγμα το οποίο θα μπορούσε να το οδηγήσει και σε εσωτερική κρίση. Κάτι που βέβαια του το ευχόμαστε ολόψυχα.
Η Αριστερά
Από πολλές απόψεις, οι εκλογές της 4 Οκτώβρη αποτύπωσαν πολύ καθαρότερα από προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις την ταξική πόλωση. Η ταξική πόλωση διαφάνηκε σαφώς κάτω από τις οικονομίστικες προεκλογικές συζητήσεις για την οικονομική κρίση και την διέξοδο από αυτήν. Όλος αυτός ο κόσμος που είχε κυριολεκτικά τρομοκρατηθεί και εξαγριωθεί από τις προεκλογικές απειλές του Καραμανλή, πίσω ή και πέρα από τις ανούσιες προεκλογικές συζητήσεις για το εξωτερικό χρέος, τη διαφθορά και την “άλλου τύπου ανάπτυξη”, διέβλεπε και κατανοούσε ότι η συζήτηση για την οικονομική κρίση αφορά σε ένα ζήτημα καθοριστικής σημασίας: στο ποιοι θα πληρώσουν για να βγει η οικονομία από την κρίση.
Το πρώτο ίσως ερώτημα είναι γιατί η αριστερά, μέσα σε αυτές τις συνθήκες δεν κατάφερε να διαμορφώσει η ίδια τους όρους μιας συζήτησης, που θα αποσαφήνιζε τον ταξικό χαρακτήρα του προβλήματος, θα αναδείκνυε σαφείς ταξικές διαχωριστικές γραμμές και θα προέτασσε μια γνήσια ταξική προοπτική εξόδου από την κρίση. Ίσως εάν θέσουμε έτσι το πρόβλημα να ζητάμε από την αριστερά πράγματα για τα οποία είναι ανίκανη και αυτή την ανικανότητα πλήρωσε στις εκλογές. Η αριστερά υπέστη ήττα. Βέβαια η ποσοστιαία πτώση των δύο κομμάτων της είναι πάρα πολύ μικρή συγκριτικά με τις εκλογές του 2007. Είναι όμως πτώση. Και θα πρέπει να αξιολογηθεί όχι με βάση την εκλογική μπακαλική (τόσα πήρα, τόσα έχασα), αλλά στη βάση της κοινωνικής δυναμικής που αποτυπώθηκε στα ποσοστά που πήρε ή έχασε. Βέβαια οι απαντήσεις τόσο από το ΚΚΕ όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη έτοιμες (τις έχουν ετοιμάσει εδώ και κάποιες δεκαετίες). Η απάντηση που δίνουν είναι η αναξιοπρεπής μιζέρια των σλόγκαν περί “δικομματισμού”, “ανωριμότητας της κοινωνίας”, “λεηλασίας των ψήφων της αριστεράς από το ΠΑΣΟΚ” κτλ. Όμως παραμένει αναπάντητο το γεγονός ότι η νεολαία και η εργατική τάξη (με την εμπειρία όλων αυτών των αγώνων της τελευταίας περιόδου) για να αντιμετωπίσει την άγρια επίθεση που τους υποσχέθηκε ο Καραμανλής, δεν στράφηκαν στην αριστερά, επειδή την έκριναν ακατάλληλη. Η αριστερά το μόνο που είχε να τους προσφέρει, ήταν μια προοπτική να αντιμετωπίσουν αυτή την επίθεση, εάν ανέβαζε τα ποσοστά της (πχ, εάν το ΚΚΕ πήγαινε στο 9%). Όμως το ίδιο περίπου τους έλεγε και το ΠΑΣΟΚ, με τη διαφορά, ότι σε επίπεδο εκλογών το ΠΑΣΟΚ όντως μπορούσε να ανεβάσει τα ποσοστά του.
Το ΚΚΕ
Το ΚΚΕ διακήρυξε σε όλους τους τόνους ότι η επίθεση στην εργατική τάξη είναι μονόδρομος για την έξοδο από την καπιταλιστική κρίση (φυσικά δεν καλεί τον κόσμο να συγκρουστεί με τον καπιταλισμό. Ας μην βιαζόμαστε γι” αυτό). Η μόνη λύση είναι ένα δυνατό ΚΚΕ. Όμως για να κάνει τι; Ενδεχομένως για να κάνει αγώνες. Εν τούτοις, εκείνα τα στρώματα της νεολαίας και της εργατικής τάξης που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης με την ΝΔ το προηγούμενο διάστημα, θυμούνται αρκετά καθαρά, ότι το ΚΚΕ δεν είχε να προτείνει τίποτα διαφορετικό για να νικήσουν οι αγώνες, από αυτά που πρότεινε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΠΑΣΚΕ. Στη μάχη για το ασφαλιστικό το ΠΑΜΕ ακολούθησε τη ΓΣΕΕ (όπως έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ) και όταν η ΓΣΕΕ αποφάσισε ότι η μάχη είχε χαθεί, κανένα από τα δύο κόμματα της αριστεράς δεν προσπάθησε να δώσει μια κινηματική προοπτική, ακόμα και μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου για το ασφαλιστικό. Πρέπει να θυμόμαστε όμως, ότι στη Γαλλία ο νόμος Πρώτης Απασχόλησης ανατράπηκε από μαζικές εργατικές και νεολαιίστικες κινητοποιήσεις, δύο μήνες αφότου είχε γίνει νόμος του κράτους.
Στην απεργία των ναυτεργατών ήταν τα τρία σωματεία (που ελέγχονται από την ΠΑΣΚΕ, την παράταξη του ΣΥΝ και το ΠΑΜΕ) που αποφάσισαν από κοινού τη λήξη της απεργίας, μετά την απόφαση της επιστράτευσης, δηλαδή ακριβώς τη στιγμή που εξελίσσονταν σε σύγκρουση με την ΝΔ και κέρδιζε τη συμπαράσταση πιο πλατειών κομματιών της εργατικής τάξης. Οι εργαζόμενοι θυμούνται ότι έδωσαν μάχες με την ΝΔ τις οποίες το ΠΑΜΕ όχι μόνο δεν στήριξε, όχι μόνο διέσπασε και αδυνάτισε με την τακτική του, αλλά και τις κατήγγειλε (η απεργία της ΔΕΗ).
Οι φοιτητές θυμούνται, πως όταν ξέσπασε το φοιτητικό κίνημα του 2006, απέναντι τους μέσα στα πανεπιστήμια δεν βρήκαν μόνο τις δυνάμεις της ΔΑΠ αλλά και της ΠΚΣ. Οι δύο αυτές παρατάξεις επιχείρησαν, πολλές φορές από κοινού, να εμποδίσουν να βγουν καταλήψεις στις γενικές συνελεύσεις. Και βέβαια κανένας δεν μπορεί να ξεχάσει το μέτωπο Παπαρήγα-Καραμανλή-Καρατζαφέρη που δημιουργήθηκε ενάντια στην εξέγερση του Δεκέμβρη, την υστερία που κατέλαβε τότε το ΚΚΕ ενάντια στη νεολαία που κατέβαινε στο δρόμο και την υποστήριξη που πρόσφερε σε όλο τον αντιδραστικό συρφετό.
Οι αγρότες που συγκρούστηκαν με την αγροτική πολιτική της κυβέρνησης, θυμούνται ότι το ΚΚΕ επέδειξε μια στάση “υπευθυνότητας” απέναντι στην κυβέρνηση, πολύ πιο επαίσχυντη ακόμα και σε σχέση με την στάση της αγροτικής συνδικαλιστικής παράταξης της ΝΔ και ότι μάζεψε τις δυνάμεις του ακριβώς τη στιγμή που πολώνονταν το κλίμα, καθώς οι αγρότες της Κρήτης επιχείρησαν να μεταφέρουν τη σύγκρουση μέσα στην Αθήνα. Το ΚΚΕ απουσίαζε από τις συγκρούσεις που ξέσπασαν τότε στο λιμάνι του Πειραιά.
Οι εργάτες στους χώρους που ελέγχει το ΠΑΜΕ δεν έχουν να θυμηθούν καμιά σοβαρή κινητοποίηση που να προσπάθησε να οργανώσει το ΠΑΜΕ. Οι δεκάδες χιλιάδες ανασφάλιστοι και ασυνδικάλιστοι οικοδόμοι (ντόπιοι και μετανάστες) επίσης δεν έχουν να θυμούνται καμιά κινηματική εμπειρία του “κόκκινου σωματείου τους”. Αντίθετα πολλοί από αυτούς θα θυμούνται την “υπευθυνότητα” που επέδειξε το ΚΚΕ εμποδίζοντας κάθε προσπάθεια κινητοποίησης την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων (πρώτα οι Ολυμπιακοί Αγώνες και μετά οι ταξικοί).
Όμως μέσα στο ΚΚΕ και τις οργανώσεις που ελέγχει (ΚΝΕ, ΠΚΣ, ΠΑΜΕ) υπάρχουν δυναμικά κομμάτια εργατών και νεολαίας, που όλα αυτά τα χρόνια έχουν καθηλωθεί στην αδράνεια και έχουν κρατηθεί μακριά από τα μαζικά κινηματικά ξεσπάσματα. Για πόσο καιρό ακόμα η ηγεσία τους θα καταφέρνει να τα κρατάει σε απόσταση από το κίνημα είναι ένα ερώτημα. Πάντως για όλον αυτόν τον κόσμο, η μόνη προοπτική που έχει προς το παρόν, δεν είναι της οργανωμένης διαμαρτυρίας, ούτε καν της συντονισμένης φυγής και αναζήτησης μιας πιο ριζοσπαστικής προοπτικής, αλλά μάλλον η ατομική “αποστράτευση”. Παρ” όλ” αυτά, εάν η δυσαρέσκεια της βάσης για το συντηρητισμό της ηγεσίας, συνδυαστεί με τη διαμαρτυρία τμημάτων του μηχανισμού, τα οποία θεωρούν ότι το κόμμα τους βρίσκεται στο περιθώριο πολιτικών εξελίξεων και των δυνατοτήτων που θα μπορούσαν να παίξουν στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό (ας μην το ξεχνάμε, το ΚΚΕ δεν είναι απαλλαγμένο από πόθους συγκυβέρνησης, αποτελεί μάλιστα τον πρώτο διδάξαντα), σε αυτή την περίπτωση το ενδεχόμενο των σοβαρών εξελίξεων σε αυτό το κόμμα δεν θα είναι απίθανο.
ΣΥΡΙΖΑ
Για τον ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Μπορούμε να πούμε ότι τα εκλογικά του ποσοστά αποτυπώνουν περισσότερο την αντιφατική του πορεία από τις προηγούμενες εκλογές έως σήμερα και λιγότερο τα πολιτικά του χαρακτηριστικά έτσι όπως τείνουν να αποκρυσταλλωθούν στον πολιτικό και προγραμματικό του λόγο. Το κόμμα αυτό βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να βλέπει τα ποσοστά του να κατρακυλάνε από το εικονικό 15% και 16% των γκάλοπ στο πραγματικό 4,6% των εκλογών. Και βέβαια από το “σίγουρο” 5% των προηγούμενων εκλογών στα σημερινά του ποσοστά. Παρ” όλ” αυτά δεν πρέπει να θεωρήσουμε εντελώς ψεύτικη την δημοσκοπική άνοιξη του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά την αποτυχία του ΠΑΣΟΚ στις προηγούμενες εκλογές και την κρίση διαδοχής στην οποία είχε μπει, ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε τότε να μπορεί να δώσει απάντηση σε αντιφατικά ερωτήματα του κόσμου, τα οποία και δεν μπόρεσε τελικά να απαντήσει. Για ένα κομμάτι της βάσης του ΠΑΣΟΚ φάνηκε τότε σαν να αποτελεί κάτι μεταξύ πολιτικής εγγύησης για μια αριστερόστροφη κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και μια διαμαρτυρία εναντίον της δεξιάς μετατόπισης του ΠΑΣΟΚ και της άρνησής του να κάνει ουσιαστική αντιπολίτευση στη ΝΔ. Όμως για ένα άλλο τμήμα των ανθρώπων που στις δημοσκοπήσεις “ψήφιζαν” ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που εκτιμήθηκε ήταν η “αριστερή του στροφή”: η πολιτική κάλυψη που έδωσε στους αγώνες και κυρίως στο φοιτητικό κίνημα, αλλά και οι δηλώσεις της τότε ηγεσίας του, ότι απορρίπτει τα σενάρια “κεντροαριστερής” συνεργασίας. Αυτές οι αντιφατικές προσδοκίες που υπήρχαν τότε, για τον ρόλο που μπορούσε να παίξει ο ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα συμβιβάζονταν και η αλήθεια είναι ότι η ηγεσία του τις διέψευσε όλες, προσπαθώντας να τις αναπαράγει σε μια πιο μόνιμη και σταθερή βάση, για να τις χρησιμοποιήσει ώστε να ανεβάσει τα εκλογικά του ποσοστά. Τα σπασμωδικά ζικ ζακ της πολιτικής του το προηγούμενο διάστημα, οφείλονται σ” αυτή την προσπάθεια να παίξει ταυτόχρονα με δύο διαφορετικές και αλληλοαποκλειόμενες προοπτικές. Έτσι από τη μία στήριζε τους αγώνες, χωρίς όμως να προσπαθεί να αρθρώσει μια προοπτική για τη νικηφόρα έκβασή τους, διαφορετική από αυτή της ΠΑΣΚΕ στους εργατικούς χώρους (και πάλι το παράδειγμα της απεργίας για το ασφαλιστικό: δεν προσπάθησε να προτείνει και να οργανώσει μια κινηματική αντιμετώπιση). Σε καθοριστικές για το κίνημα στιγμές σύρθηκε πίσω από την ηγεσία της ΠΑΣΚΕ, ενάντια στις ανάγκες του κινήματος, αντί να προσπαθήσει να τραβήξει κομμάτια της ΠΑΣΚΕ στο κίνημα. Η (διασπαστική) στάση που κράτησε στην απεργία της 10 Δεκέμβρη ή κατά την πορεία της Πρωτομαγιάς είναι χαρακτηριστική.
Επιπλέον, απέναντι στην επίθεση που για ένα διάστημα δέχθηκε από τα ΜΜΕ και την κυβέρνηση (για την πολιτική υπεράσπιση που παρείχε στο κίνημα), δεν μπόρεσε να αντιτάξει τίποτε άλλο από δηλώσεις και κινήσεις νομιμοφροσύνης καθώς και ένα “σχέδιο εξόδου από την κρίση” (της εξέγερσης του Δεκέμβρη). Μετά τις κινητοποιήσεις των κατοίκων για τον Ελαιώνα, ακολούθησε η υποστήριξη που παρείχε ο Τσίπρας στο σχέδιο ανέγερσης γηπέδου για τον Παναθηναϊκό και η συνάντηση του Τσίπρα με τον Βαρδινογιάννη. Τις καταγγελίες που ξεστόμισε ο Αλαβάνος μέσα στο Κοινοβούλιο εναντίον της αστυνομική αυθαιρεσίας, ακολούθησαν οι λόγοι υπεράσπισης των “δικαιωμάτων των αστυνομικών” (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και αιτήματα για περισσότερη χρήση βίας). Για να θυμηθούμε μερικές από τις συμβολικές στιγμές μιας “υπεύθυνης πολιτικής”.
Ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε στ” αλήθεια για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ως μια εναλλακτική προοπτική, απέναντι στην ανυπαρξία αντιπολίτευσης στην ΝΔ. Δεν φάνηκε όμως ικανός να παίξει αυτόν το ρόλο. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το κίνημα για να βελτιώσει τα κοινοβουλευτικά του ποσοστά αλλά δεν προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την εκλογική επιτυχία που σημείωσε στις εκλογές του 2007 για να ενισχύσει το κίνημα. Κανένας από τους μεγάλους αγώνες της προηγούμενης περιόδου δεν εκδηλώθηκε με την πρωτοβουλία και τη δράση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ για κανέναν αγώνα δεν προσπάθησε να προτείνει και να οργανώσει μια προοπτική νίκης.
Όμως στην πραγματικότητα δεν μπόρεσε να διατηρήσει ούτε το ρόλο του πολιτικού δικηγόρου των κινημάτων, όπου και όταν αυτά ξεσπάνε χωρίς ευθύνη του. Μετά την υποχώρηση της εξέγερσης του Δεκέμβρη, την αδυναμία του να μετατρέψει σε ψήφους (σε επίπεδο δημοσκοπήσεων) τη στάση που κράτησε και την ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ, άρχισε με ταχύς ρυθμούς να μετατοπίζει τη ροή του στη δεξιά κοίτη του από την οποία για ένα διάστημα είχε εκτραπεί. Τα “αριστεριλίκια” δεν έφερναν πια υψηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις και οι παράγοντες και τα στελέχη του κόμματος άρχισαν να ανησυχούν, ότι θα χανόταν η δυνατότητα να παίξουν πολιτικό ρόλο σε μια διαφαινόμενη (τότε) αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ.
Εντούτοις κατέβηκε στις ευρωεκλογές με ένα ψηφοδέλτιο που αντανακλούσε την προηγούμενη (αριστερή του) περίοδο, ενώ στο εσωτερικό του είχε ήδη κυριαρχήσει πολιτικά η δεξιά του πτέρυγα, μετά την δεξιά μετατόπιση του ίδιου του κομματικού του μηχανισμού. Η δεξιά πτέρυγα αντέδρασε ανοιχτά και δημόσια, φτάνοντας έως το σημείο του εκλογικού σαμποτάζ. Η αποτυχία του στις ευρωεκλογές ενίσχυσε την δυναμική του δεξιού κομματιού του, το οποίο πρόβαλε ακόμα πιο καθαρά την προοπτική συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, αλλά και έκρινε αποφασιστικά τη στάση που κράτησε εκείνο το δυναμικό του που στελεχώνει τις διάφορες κομματικές βαθμίδες (και σε μεγάλο βαθμό κινείται γύρω από τον πρόεδρο). Η διατήρηση της εκλογικής του δυναμικής επέβαλε να θυσιαστεί η αριστερή στροφή που είχε κάνει το προηγούμενο διάστημα (και η οποία δεν έφερε εκλογικά αποτελέσματα) προκειμένου να μην φύγει προς το ΠΑΣΟΚ (και προς τους οικολόγους ενδεχομένως;) το κρίσιμο κομμάτι μελών και ψηφοφόρων που θα έβαζαν ξανά το ΣΥΡΙΖΑ στη βουλή. Βέβαια μαζί με την αριστερή στροφή, θυσιάστηκε και αυτός που είχε αναλάβει την υλοποίησή της (ο Αλαβάνος), ο οποίος είχε χάσει τα ερείσματά του στον κομματικό μηχανισμό. Έτσι όπως έγινε και με την περίπτωση του Π. Κοροβέση, ο ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ότι παρά τις φλυαρίες περί δημοκρατικής λειτουργίας, όταν παρουσιαστεί σοβαρή διαφωνία στο εσωτερικό του, τη λύση τη δίνει ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΝ (ο παλιός καλός σταλινισμός δεν ξεχνιέται, αν και πολλοί μπορεί να πίστευαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναπτύξει αντισώματα σ΄ αυτή την ασθένεια).
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές διακηρύσσει σε όλους τους τόνους την υπευθυνότητα με την οποία θα κάνει αντιπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ. Φαίνεται μάλλον απίθανο να έχουμε αριστερές εκπλήξεις από το ΣΥΡΙΖΑ το επόμενο διάστημα. Παρ” όλ” αυτά δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι η σύνδεση που επιδίωξε να έχει όλο το προηγούμενο διάστημα με κινήματα (έστω και προβληματική και χωρίς να δίνει διεξόδους), έχει φέρει κοντά και μέσα στις οργανώσεις της νεολαίας του ένα κομμάτι κυρίως φοιτητών, ανθρώπων που εντάχθηκαν στις γραμμές της αριστεράς μέσα από τις κινηματικές εμπειρίες του φοιτητικού κινήματος και του Δεκέμβρη. Αυτοί οι άνθρωποι δεν βλέπουν φυσικά με καλό μάτι το φλερτ στο οποίο ήδη επιδίδεται η ηγεσία τους με το ΠΑΣΟΚ και την εγκατάλειψη ακόμα και αυτής της κουτσής αριστερής στροφής, στη βάση της οποίας προσέγγισαν τον ΣΥΝ. Το πως θα αντιδράσουν θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό βέβαια και από το εάν αναπτυχθούν δυναμικές κινηματικές αντιστάσεις ενάντια στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Το βέβαιο είναι ότι το κόμμα τους δεν θα μπορέσει παίξει κανένα προωθητικό ρόλο για το κίνημα.
Για τις “συνιστώσες” του ΣΥΡΙΖΑ.
Για ένα διάστημα, οι οργανώσεις που αποτελούν το ΡΙΖΑ πίστεψαν και οι ίδιες, ότι η αριστερή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ καθορίστηκε από την πολιτική τους. Όμως αυτή τη στιγμή ανακαλύπτουν συνεχώς, ότι είναι αναγκασμένες όχι μόνο να ακολουθούν τη δεξιά του μετατόπιση, χωρίς να έχουν καμιά δύναμη να την ανακόψουν, αλλά κυρίως να συμβάλουν και οι ίδιες σε αυτήν. Στην πραγματικότητα οι οργανώσεις αυτές δεν έπαιξαν κανένα ρόλο σε οποιαδήποτε απόφαση και κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ το προηγούμενο διάστημα. Δεν έπαιξαν κανένα απολύτως ρόλο, ούτε καν σαν ένας εσωτερικός παράγοντας στον οποίο θα μπορούσαν να στηριχθούν αριστερά κομμάτια του ΣΥΝ ή ανένταχτου κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ για να αντιπαρατεθούν με την δεξιά πτέρυγα του ΣΥΝ. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε, πως όταν μιλάμε για ΡΙΖΑ, αναφερόμαστε μάλλον σε μια ιδέα (ή μάλλον σε πολλές ιδέες, όσες και οι συνιστώσες), παρά σε κάτι το υπαρκτό. Δεν υπάρχει τίποτα, καμιά πολιτική στόχευση, καμιά πολιτική συνεργασία και συνεννόηση, που να συνδέει μεταξύ τους τις οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που βρέθηκαν να συνεργάζονται με το ΣΥΝ. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, παρά μόνο ο ίδιος ο μηχανισμός του ΣΥΝ (και όχι του ΣΥΡΙΖΑ) που εγγυάται στην κάθε οργάνωση τη δυνατότητα συνύπαρξης με τις άλλες και διαμορφώνει τις δυνατότητες ενός πολιτικού λόγου, που απουσία δικιάς τους πολιτικής, είναι αναγκασμένες να αποδέχονται και να αναπαράγουν. Η κάθε μία από αυτές τις οργανώσεις επιχειρεί να διαπραγματευτεί η ίδια από μόνη της, απευθείας με το ΣΥΝ, τους όρους της συνεργασίας (ακόμα και ανταγωνιστικά ως προς τις άλλες).
Σε αυτό θα πρέπει να αναγνωρίσουμε κυρίως την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να συσπειρώσει ένα σύνολο ανένταχτων αγωνιστών, οι οποίοι θα έθεταν ενδεχομένως πραγματικές πολιτικές πιέσεις συνεργασίας μεταξύ των οργανώσεων, ώστε να προωθήσουν έναν πιο αριστερό και ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο και πρόγραμμα. Έτσι οι οργανώσεις του ΡΙΖΑ δεν έχουν να αντιπαραθέσουν απέναντι στον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΝ τίποτε άλλο από τους δικούς τους αδύναμους κομματικούς μηχανισμούς, με αποτέλεσμα, στις καθοριστικές για την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ στιγμές, οι οργανώσεις να λειτουργούν, όχι σαν εσωτερική αριστερή αντιπολίτευση, αλλά σαν ιμάντες μεταβίβασης και κέρβεροι του κομματικού μηχανισμού του ΣΥΝ, ο οποίος παράγει και την πολιτική ολόκληρου του πολιτικού μορφώματος. Όταν ο κομματικός μηχανισμός έγειρε αποφασιστικά προς την πλευρά της δεξιάς πτέρυγας του ΣΥΝ, λειτουργώντας ως φερέφωνό της, οι οργανώσεις του ΡΙΖΑ επέδειξαν την απαιτούμενη νομιμοφροσύνη, καταπίνοντας ακόμα και τις ύβρεις και τις προσβολές που εκτοξεύθηκαν εναντίον τους από παράγοντες του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ (“αριστερίστικα γκρουπούσκουλα” κτλ.).
Οι οργανώσεις του ΡΙΖΑ όμως έκαναν κάτι πολύ περισσότερο από το να συνταχθούν “απλώς” με τις πολιτικές απόψεις που επιβλήθηκαν από την ηγεσία του ΣΥΝ. Έπαιξαν τον ρόλο του ενεργού υποστηρίγματος της επικράτησης της δεξιάς πτέρυγας του ΣΥΝ μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί οι οργανώσεις φέρουν τεράστια ευθύνη για την επίθεση που έγινε εναντίον του Π. Κοροβέση, συμμετείχαν και οι ίδιες εξάλλου σε αυτήν την επίθεση. Φέρουν επίσης τεράστια ευθύνη για την αποτυχία της προοπτικής που είχε διαμορφωθεί στις αρχές του Σεπτέμβρη, να κατέβει στις εκλογές ένα αριστερό κομμάτι του ΣΥΝ, μαζί με τις οργανώσεις του ΡΙΖΑ με επικεφαλής τον Αλαβάνο. Υποτίθεται ότι για όλες σχεδόν τις οργανώσεις του ΡΙΖΑ η πολιτική λογική με την οποία μπήκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν(;) ακριβώς αυτή η πιθανότητα που είχε διαφανεί. Να βοηθήσουν την αριστερά του ΣΥΝ να ξεκόψει από τους δεξιούς και μαζί με τις οργανώσεις τις αντικαπιταλιστικής αριστεράς, να οικοδομήσουν ένα μαζικό αντικαπιταλιστικό κόμμα. Το πρόβλημα απ” ότι φαίνεται είναι ότι ένα τέτοιο κόμμα δεν μπορεί να μπει στη βουλή και αυτό είναι κάτι που βαραίνει πολύ στις επιλογές της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ… Αλλά πέραν αυτού, σε μια τέτοια περίπτωση οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς θα έπρεπε να μπουν στην διαδικασία να συνδιαμορφώσουν και μια αντικαπιταλιστική πολιτική, κάτι για το οποίο δεν είναι ικανές. Πιθανόν να διαλύονταν στα εξ ων συνετέθησαν. Έτσι αρκέστηκαν στην πολιτική που διαμόρφωσε γι” αυτές ο ΣΥΝ και κάποιες ψιθύρισαν απλώς κάτι, περίπου σαν διαμαρτυρία…
Πολύ περισσότερο όμως και από τη στάση που κράτησαν κατά τη διάρκεια της εσωτερικής κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ και ως προς τις εσωτερικές πολιτικές εκκαθαρίσεις και μαχαιρώματα, οι οργανώσεις του ΡΙΖΑ ευθύνονται για τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και αυτών των ίδιων, σε καθοριστικές κινηματικές στιγμές. Αναδείχθηκαν σε “βασιλικότερες του βασιλέως” στη διασπαστική στάση που κράτησε ο ΣΥΡΙΖΑ στην απεργιακή συγκέντρωση της πανεργατικής απεργίας στις 10 Δεκέμβρη και αργότερα επαναλάβανε την ίδια τακτική στη συγκέντρωση της πρωτομαγιάς. Και μάλιστα (πρέπει να το πούμε), με μεγαλύτερο ζήλο από τον ίδιο το ΣΥΝ. Φέρουν τεράστια ευθύνη για την αδυναμία συγκρότησης ενός δυνατού αντιρατσιστικού μετώπου κατά τη διάρκεια του περασμένου καλοκαιριού. Αρνήθηκαν κάθε πρόταση συνεργασίας, καθώς ήταν η περίοδος που επιδίδονταν σε προεκλογικές συζητήσεις και αργότερα σε συζητήσεις αποτίμησης του αποτελέσματος των ευρωεκλογών. Αυτό όμως που κυρίως καθόρισε αυτή τους τη στάση, ήταν ο φόβος ότι σε προεκλογική περίοδο, δεν είναι εύκολο να κερδίσεις τις ψήφους συντηρητικών κομματιών, υποστηρίζοντας με διαδηλώσεις τα δικαιώματα των μουσουλμάνων μεταναστών.
Ο ΣΥΝ (και κατ” επέκτασιν και ο ΣΥΡΙΖΑ) είναι ένα κόμμα στο οποίο οι κρίσεις είναι μάλλον ενδημικό φαινόμενο. Προς το παρόν πάντως απ” ότι φαίνεται ξεπέρασαν τον κίνδυνο της διάσπασης, αφού όλοι συμφώνησαν να αφήσουν την δεξιά πτέρυγα του ΣΥΝ (η οποία και κυριαρχεί στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ) να κάνει “προγραμματική αντιπολίτευση” στο ΠΑΣΟΚ. Να του υπενθυμίζει δηλαδή συνεχώς, ότι με αμοιβαίες υποχωρήσεις σε προγραμματικά ζητήματα, μπορούν να καταλήξουν σε μια συμφωνία πολιτικής συνεργασίας, όταν το ΠΑΣΟΚ θα έχει ανάγκη τις ψήφους των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ (ενδεχομένως και τους ίδιους τους βουλευτές) για να κυβερνήσει. Αυτό όμως σημαίνει ότι η ποιότητα της αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι κατά τι πιο κάτω από την ποιότητα της αντιπολίτευσης του ΣΥΝ του Κωσταντόπουλου στην κυβέρνηση Σιμίτη.
Όμως παρά τις προσβολές που εκτοξεύονται εναντίον των συνιστωσών, ο ΣΥΝ μάλλον εξακολουθεί να τις έχει ανάγκη, για να τις επιδεικνύει προς όλες τις κατευθύνσεις, είτε σαν παραδείγματα του αντισεχταρισμού του, είτε σαν ζωντανές αποδείξεις της ικανότητάς του να εξημερώνει τους φανατικούς “αριστεριστές” και “αντιευρωπαϊστές”. Το ζήτημα είναι τι θα κάνουν οι ίδιες οι οργανώσεις για να αντιμετωπίσουν τη συνεχιζόμενη προς τα δεξιά μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ. Ποια είναι η γραμμή πέρα από την οποία δεν θα δεχθούν να υποχωρήσουν στις δεξιές πιέσεις. Το ερώτημα αυτό είναι ενδεχομένως ανοικτό, αλλά η ζωή έχει δείξει ότι αυτή η γραμμή μπορεί να μετακινείται συνεχώς μαζί με τις οργανώσεις που την έχουνε θέσει ως όριο της επαναστατικότητάς τους.
Παρατηρήσεις για την κοινωνική δυναμική της αριστεράς
Η πτώση των ποσοστών της αριστεράς σε σχέση με τις εκλογές του 2007, αποδεικνύει και την αδυναμία της να αποτελέσει έναν αξιόπιστο πόλο συσπείρωσης του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας που θέλει να σταματήσει την επίθεση της αστικής τάξης. Δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι μπορούν να διαμορφώσουν μια αξιόπιστη κινηματική προοπτική αντίστασης και ούτε καν υποσχέθηκαν κάτι τέτοιο. Γι” αυτό και η εργατική τάξη και η νεολαία στράφηκε προς το ΠΑΣΟΚ, ελπίζοντας πρώτα και κύρια να ανακόψουν την επιθετικότητα της αστικής τάξης υπερψηφίζοντας εκείνο το κόμμα που σε επίπεδο εκλογών θα εμπόδιζε την επανεκλογή της ΝΔ, η οποία είχε αναλάβει να εκφράσει και να υλοποιήσει την αστική προοπτική με απροκάλυπτο και επιθετικό τρόπο. Και τα δύο κόμματα έχουν ευθύνες για τη μαζική μετατόπιση κόσμου προς το ΠΑΣΟΚ. Γιατί και τα δύο κόμματα επέμειναν (με την ιδιαίτερή τους επιχειρηματολογία και προβάλλοντας τον εαυτό τους) ότι η διέξοδος θα έρθει μέσα από το κοινοβούλιο. Ούτως ή άλλως κανένα από τα δύο κόμματα της αριστεράς δεν είχε να επιδείξει παραδείγματα οργάνωσης της αντίστασης.
Και τα δύο κόμματα είχαν διαρροές προς το ΠΑΣΟΚ. Για τον ΣΥΡΙΖΑ αυτό από μόνο του δεν είναι τόσο περίεργο, καθώς η μετακίνηση από και προς το ΠΑΣΟΚ είναι μάλλον συνηθισμένο φαινόμενο για ένα κομμάτι ψηφοφόρων του. Για το ΚΚΕ όμως οι διαρροές προς το ΠΑΣΟΚ (το 25% της εκλογικής του δύναμης των εκλογών του 2007) δεν είναι κάτι το συνηθισμένο. Η μετακίνηση αυτή αποδεικνύει ότι και τα δύο κόμματα χρησιμοποιούνται από πολλούς ψηφοφόρους τους για να εκφράσουν την διαμαρτυρία τους απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, χωρίς καμιά εμπιστοσύνη στις ίδιες τις πολιτικές αυτών των κομμάτων. Το ΚΚΕ είναι αυτό, που περισσότερο ίσως από το ΣΥΝ, έχει όλα αυτά τα χρόνια επενδύσει ακριβώς σε αυτή την εκλογική δυναμική που μπορεί να έχει η ψήφος διαμαρτυρίας. Ολόκληρη η πολιτική του είναι μια μίζερη γκρίνια, από την οποία ποτέ δεν διαφαίνεται καμιά θετική προοπτική αντίστασης, καμιά δυνατότητα να βελτιώσουμε με αγώνες τη θέση μας.
Ο ΣΥΝ έχει βγάλει διαφορετικά συμπεράσματα, διαπιστώνοντας και αυτός τις εκλογικές επιτυχίες που μπορεί να συνεπάγεται η διάθεση του κόσμου να ψηφίσει κάποιο κόμμα, για να διαμαρτυρηθεί για κάποιο άλλο. Έχει εξειδικεύσει τις προσπάθειές του, ώστε να αποτελεί εύκολη επιλογή για να εκφράζει την διαμαρτυρία του ένα τμήμα της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, που θέλει να τιμωρήσει το ΠΑΣΟΚ με την ψήφο του. Όμως όταν ο κόσμος κρίνει ότι σε μια εκλογική αναμέτρηση αυτό που διακυβεύεται υπερβαίνει την εκλογική καταγραφή της διαμαρτυρίας απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, ο κόσμος αυτός μπορεί (και φάνηκε σ” αυτές τις εκλογές) να εγκαταλείψει τους υποδοχείς της διαμαρτυρίας του και να ξαναγυρίσει στο ΠΑΣΟΚ, ανεξάρτητα από το βαθμό εμπιστοσύνης που μπορεί να έχει σ” αυτό.
Όμως και τα δύο κόμματα κατάφεραν να αναπληρώσουν ως ένα βαθμό τις απώλειες που είχανε προς το ΠΑΣΟΚ, καθώς τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το ΚΚΕ πήραν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά (σε σχέση με το μέσο πανελλαδικό ποσοστό τους) από τη νεολαία και μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ, πήρε μεγαλύτερο ποσοστό από τους νέους που ψήφισαν για πρώτη φορά. Το αξιοσημείωτο για τον ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν είναι ότι παρά την εμφανή και σε όλους τους τόνους διακηρυγμένη δεξιά του μετατόπιση, έχασε από τα δεξιά του (προς το ΠΑΣΟΚ, αλλά και προς τους Οικολόγους), ενώ κέρδισε από τα αριστερά του (τους νέους ψηφοφόρους που εκτίμησαν την στάση του ΣΥΡΙΖΑ στον Δεκέμβρη).
Παρ” όλ” αυτά όμως όταν μιλάμε για την ποιότητα της πολιτικής των δύο κομμάτων της αριστεράς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή, σε πολύ μεγάλο βαθμό καθορίζεται και αντανακλά την κοινωνική σύνθεση της εκλογικής τους βάσης και κατ” επέκτασιν των ίδιων τους των κομμάτων. Η ποιοτική ανάλυση της εκλογικής τους βάσης δείχνει ότι πρόκειται για διαταξικά σύνολα, που εμπεριέχουν από επιχειρηματίες εργοδότες (στο ένα άκρο), έως ανέργους και νέους εργαζόμενους (στο άλλο άκρο). Το ΚΚΕ παραδοσιακά εκφράζει μια συμπαγή μάζα μικροεπαγγελματιών και βιοτεχνών (σε ποσοστά μεγαλύτερα από το μέσο πανελλαδικό του ποσοστό). Πρόκειται για εκείνα τα κομμάτια της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης, η οποία είναι εξατομικοποιημένη και κινείται στις παρυφές της καπιταλιστικής οικονομίας. Σ” αυτή την κατηγορία ψηφοφόρων αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ υποαντιπροσωπεύεται, αλλά παίρνει κι αυτός ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά σε τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης (πτυχιούχους ελεύθερους επαγγελματίες, στελέχη κτλ), όπου όμως και το ΚΚΕ κατάφερε να ανεβάσει τα ποσοστά του. Τα ποσοστά των δύο κομμάτων στην εργατική τάξη κυμαίνονται περίπου στα ίδια επίπεδα, με το ΚΚΕ να έχει το προβάδισμα στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα (όπου όμως και ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει ποσοστά διπλάσια από τον μέσο όρο του) ενώ στους εργαζόμενους του δημοσίου τομέα το προβάδισμα έχει ο ΣΥΡΙΖΑ (εκεί το ΚΚΕ παίρνει λιγότερα από το μέσο όρο του). Και τα δύο κόμματα ψηφίζονται από ένα ποσοστό εργοδοτών επιχειρηματιών (γιατί άραγε;), που στο ΣΥΡΙΖΑ υπερβαίνει το μέσο όρο του.
Στην πραγματικότητα τα ποσοστά που παίρνουν τα δύο κόμματα στην εργατική τάξη είναι πολύ μικρά (πάνω κάτω λίγο πιο πάνω από το μέσο όρο τους), αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι είναι τα ίδια με αυτά που παίρνουν σε κομμάτια της μικροαστικής τάξης. Στη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα κόμματα και το εκλογικό σώμα που εκφράζεται ψηφίζοντάς τα, θα πρέπει ενδεχομένως, να αναζητήσουμε το συντηρητισμό (διαφορετικής μορφής) που χαρακτηρίζει και τα δύο κόμματα. Ο εγγενείς συντηρητισμός του ΚΚΕ μπορεί ως ένα βαθμό να αποδοθεί στη μακροχρόνια σχέση του με κομμάτια της μικροαστικής τάξης, τα οποία δεν έχουν εμπειρίες συλλογικών αγώνων και είναι εχθρικά απέναντι στα κινήματα της νεολαίας. Η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με ένα μεγαλύτερο κομμάτι της νέας μικροαστικής τάξης (η οποία είναι πιο κοντά ή και στελεχώνει τμήματα του κρατικού μηχανισμού και της οικονομίας), αντανακλάται στη “θεσμολαγνεία” που τον χαρακτηρίζει καθώς και στη ευκολότερη αποδοχή πολιτικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και ανάληψης θέσεων στον κρατικό μηχανισμό (από συνεργασία σε επίπεδο ηγεσίας των συνδικάτων, έως την τοπική αυτοδιοίκηση και τα σενάρια συγκυβέρνησης).
Από την άλλη, ο τρόπος λειτουργίας και η διάρθρωση των κομματικών μηχανισμών και των δύο κομμάτων, δεν αφήνουν κανέναν περιθώριο στα ριζοσπαστικά τμήματα της εργατικής και νεολαιίστικης βάσης τους, ώστε να μπορέσουν να εκφραστούν και να καθορίσουν την πολιτική των κομμάτων τους. Γι” αυτό και η όποια διαφωνία εκδηλώνεται στη βάση απέναντι στις κεντρικές πολιτικές γραμμές, παίρνει συνήθως τη μορφή της κρίσης, που κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να οδηγήσει στη διάσπαση. Η απελευθέρωση των αγωνιστικών και ριζοσπαστικών κομματιών που υπάρχουν μέσα στα δύο κόμματα της αριστεράς, από τον έλεγχο του συντηρητικού μηχανισμού και των συντηρητικών ηγεσιών τους, μπορεί να αποβεί ένας θετικός παράγοντας για το ίδιο το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα. Πάντως και για τα δύο κόμματα μια τέτοια πιθανότητα μάλλον δεν διαφαίνεται άμεσα.
ΠΑΣΟΚ
Είναι σαφές ότι η μεγάλη μάζα των εργαζόμενων στρωμάτων ψήφισε το ΠΑΣΟΚ, κυρίως με την ελπίδα ότι έτσι η αστική πολιτική διαχείρισης της οικονομικής κρίσης δεν θα πάρει τη μορφή και την έκταση, που είχε σχεδιάσει η ΝΔ. Ακόμα ίσως πιο σημαντικό είναι ότι η μεγάλη μάζα της οργανωμένης στα συνδικάτα εργατικής τάξης επέλεξε το ΠΑΣΟΚ, και από αυτή την άποψη, νίκη του ενισχύει την εικόνα της ταξικής πόλωσης αυτών των εκλογών. Όμως παρ” όλο που το μέγεθος της νίκης της σοσιαλδημοκρατίας θυμίζει τις εκλογικές της επιτυχίες το ’93 και το ’81, οι ομοιότητες σταματάνε στους αριθμούς. Δεν θα έχουμε (και μάλλον δεν το περιμένει και κανένας) την εφαρμογή μιας ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής (όπως το ’81), ούτε το καθοριστικό φρενάρισμα του νεοφιλελευθερισμού (όπως τη περίοδο ’93-’96). Το ΠΑΣΟΚ έχει καταστήσει σαφές, ότι δεν πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο το πλαίσιο που ρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις και ούτε πρόκειται να αναθεωρήσει κανέναν από τους αντεργατικούς νόμους της ΝΔ. Και εξάλλου τόσο η πολιτική που ακολούθησε την περίοδο Σιμίτη, όσο και η πολιτική με την οποία έκανε αντιπολίτευση τα τελευταία χρόνια, δεν αφήνει περιθώρια να ελπίζει κανείς ότι θα προσπαθήσει να επιφέρει μια ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης που βιώνουν οι εργαζόμενες μάζες.
Αυτή η αντίφαση που χαρακτηρίζει τη σχέση της σοσιαλδημοκρατίας με την εργατική τάξη, είναι που σε μεγάλο βαθμό προκαλεί στην αριστερά τις δυσκολίες να διαμορφώσει μια πολιτική με την οποία να εξηγεί και να αντιπαρατίθεται στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Προς το παρόν περισσεύουν οι αναλύσεις που επιχειρούν να αποδείξουν, ότι η πτώση της ΝΔ και η νίκη του ΠΑΣΟΚ, επιδιώχθηκε από την αστική τάξη και προετοιμάστηκε από διάφορα κέντρα της και μηχανισμούς της (με έμφαση στο ρόλο των ΜΜΕ, ως -υποτίθεται- διαμορφωτών των εκλογικών αποτελεσμάτων). Το βασικό επιχείρημα αυτής της άποψης είναι ότι το ΠΑΣΟΚ εξαιτίας ακριβώς της σχέσης του με τα συνδικάτα, είναι πιο ικανό να προωθήσει μια αστική πολιτική, χωρίς τριβές και κοινωνικές εντάσεις.
Το επιχείρημα αυτό είναι σωστό, αλλά δεν αρκεί για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται μια πολιτική στο πραγματικό επίπεδο της ταξικής πάλης. Αρκεί μόνο για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο θέλει να κινηθεί η κυβέρνηση της σοσιαλδημοκρατίας και όχι τη μορφή και τη δυναμική που μπορούν να πάρουν οι αντιστάσεις απέναντι σε μια τέτοια πολιτική.
Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει νομίζω να είναι σαφές, είναι ότι στις παρούσες συνθήκες μια νίκη της ΝΔ, θα ήταν μια πολιτική ήττα για το εργατικό κίνημα. Εάν ο Καραμανλής κατάφερνε να ξανακερδίσει τις εκλογές ύστερα από τις απειλές τις οποίες διατύπωσε εν είδη προεκλογικού πολιτικού προγράμματος, αυτό θα ήταν μια πολύ σοβαρή πολιτική ήττα για την εργατική τάξη και το κίνημα. Οι επιπτώσεις της θα μπορούσαν να ξεπεραστούν μόνο με δυνατούς αγώνες, αλλά οι αγώνες που θα ξεσπούσαν θα είχαν να αντιμετωπίσουν μια ισχυρή κυβέρνηση που κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενη ότι θα τσακίσει όλους τους αγώνες. Θα είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν μια ευρεία συναίνεση στην κυβερνητική πολιτική (την συναίνεση αυτή, που ήταν ο απαραίτητος όρος για να κέρδιζε η ΝΔ τις εκλογές).
Η ήττα της ΝΔ είναι από αυτή την άποψη μια νίκη για την εργατική τάξη. Αυτό το οποίο ηττήθηκε στις εκλογές ήταν ένα πολιτικό σχέδιο που στόχευε στην εφαρμογή μιας ακόμα πιο επιθετικής αστικής πολιτικής, στη συντριβή κάθε αντίστασης και κάθε προοπτικής βελτίωσης της κατάστασης των εργαζόμενων και ανοιχτά διακηρύσσονταν σαν τέτοια.
Και η αστική τάξη; Τελικά ήθελε ή δεν ήθελε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία στην παρούσα φάση; Για να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να αποφύγουμε τις σχηματοποιήσεις και τις απλουστεύσεις. Η πολιτική με την οποία το αστικό κράτος εγγυάται την αναπαραγωγή της κυριαρχίας της αστικής τάξης, δεν διαμορφώνεται σε συνελεύσεις των καπιταλιστών ή σε “κέντρα λήψης αποφάσεων”, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο το κράτος παρεμβαίνει στην ταξική πάλη και την καθορίζει προς όφελος της αστικής τάξης. Ο οποιοσδήποτε σχεδιασμός αστικής πολιτικής δεν έχει καμιά αξία εάν δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε αυτό το επίπεδο και με αυτή την έννοια, ο ρόλος των κομμάτων που μπορούν να αναδειχθούν σε διαχειριστές του αστικού κράτους είναι πολύ σημαντικός. Γιατί σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι τα κυβερνητικά κόμματα, που επιδιώκουν να διαμορφώσουν εκείνες τις προϋποθέσεις, ώστε ευρέα κοινωνικά στρώματα να αποδεχτούν ένα συγκεκριμένο αστικό πολιτικό σχέδιο, να συνταχτούν πίσω από αυτό και να πιστέψουν ότι μπορούν να εκφράσουν μέσω αυτού και δικές τους ταξικές επιδιώξεις.
Προφανώς τα συμφέροντα της αστικής τάξης επιβάλλουν μια άμεση εφαρμογή ενός πολιτικού προγράμματος, σαν αυτό που προσπάθησε να παρουσιάσει η ΝΔ. Όμως στις παρούσες συνθήκες, έτσι όπως διαμορφώνονται από τον ταξικό συσχετισμό, ένα τέτοιο πολιτικό πρόγραμμα δεν μπορούσε να κερδίσει μια κοινωνική συναίνεση που θα επέτρεπε την εφαρμογή του.
Το ΠΑΣΟΚ “υπόσχεται” στην αστική τάξη να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις μιας διαφορετικού τύπου κοινωνική συναίνεσης, που θα συμπεριλαμβάνει και τμήματα της εργατικής τάξης (της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας). Δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς για την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας πολιτικής. Στην Ελλάδα εξάλλου, η σοσιαλδημοκρατία ήταν εκείνη, που περισσότερο από την κεντροδεξιά παράταξη, έπαιξε τον βασικότερο ρόλο υλοποίησης της νεοφιλελεύθερης αντιμεταρρύθμισης, στηριζόμενη σε πολύ μεγάλο βαθμό, στις σχέσεις που είχε με τα συνδικάτα. Η ΝΔ του ’90-’93 κατέρρευσε εξαιτίας της σύγκρουσής της με την εργατική τάξη. Δύο χρόνια άγριων συγκρούσεων δεν της επέτρεψαν να εφαρμόσει την πολιτική της. Αντίθετα το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να προχωρήσει, με πιο αργούς ρυθμούς, στις μεταρρυθμίσεις που επέβαλλαν τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Και όχι όμως μόνον αυτό. Η επιτυχία του “σοσιαλφιλελεύθερου” προγράμματος οφείλονταν στο γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατία κατάφερε να εξασφαλίσει τη συναίνεση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, κάτι που δεν είχε επιπτώσεις μόνο στο ρόλο της ίδιας της ηγεσίας των συνδικάτων, αλλά συνολικά στο οργανωμένο εργατικό κίνημα κίνημα: η απομαζικοποίηση των συνδικάτων, η απαξίωση της οργανωμένης και συλλογικής δράσης, η απώλεια της εμπιστοσύνης σε ένα καλύτερο μέλλον, σε μια άλλου τύπου κοινωνία και η χρεωκοπία του όποιου σοσιαλιστικού οράματος (που την συμπληρώνει η κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων), είναι μερικές από τις επιπτώσεις της εφαρμοσμένης πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού.
Το ΠΑΣΟΚ σήμερα θα επιδιώξει να κινηθεί σε αυτούς τους άξονες και μάλιστα σε συνθήκες πιο δυσμενείς για την εργατική τάξη, σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους. Θα προωθήσει μια πολιτική εξόδου από την κρίση σε βάρος των εργαζόμενων μαζών, αλλά με πιο αργούς ρυθμούς απ” ότι θα επιχειρούσε να το κάνει η ΝΔ και προσπαθώντας να εξασφαλίσει τη συναίνεση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Όμως ο “ρυθμός” και ο τρόπος με τους οποίους εφαρμόζεται μια πολιτική δεν είναι ένα δευτερεύον ζήτημα. Καθορίζεται από τον ταξικό συσχετισμό και επιδρά στη διαμόρφωσή του. Δεν είναι καθόλου δευτερεύον για το εργατικό κίνημα το γεγονός ότι μια κυβέρνηση θα καθυστερήσει στην εφαρμογή μιας πολιτικής, αποφεύγοντας να εμπλακεί σε μια απευθείας αντιπαράθεση με το εργατικό κίνημα, ή σε μια επίθεση σε όλα τα μέτωπα. Δεν ήταν καθόλου δευτερεύον για το κίνημα το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ που διαδέχτηκε τη ΝΔ το ’93 δεν μπόρεσε για μια περίοδο περίπου τριών χρόνων να περάσει κανένα σημαντικό μέτρο ιδιωτικοποιήσεων, ή απέτυχε όπου προσπάθησε. Είναι επίσης πολύ σημαντικό, ότι ήταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου που εξαναγκάστηκε να επανακρατικοποιήσει την ΕΑΣ. Ακριβώς γιατί αυτή η σχέση της σοσιαλδημοκρατίας με το συνδικαλιστικό κίνημα, που τις επιτρέπει να εξασφαλίζει τη συναίνεση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα, όταν το εργατικό κίνημα αισθανθεί την αυτοπεποίθηση, ότι μπορεί να εξαναγκάσει την κυβέρνηση σε υποχώρηση. Το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να πείσει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία για να περάσει το ασφαλιστικό νομοσχέδιο το 2001 και το εργατικό κίνημα κατάφερε να φρενάρει τις αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις για ένα διάστημα. Αντίθετα η ΝΔ το πέρασε, χωρίς το εργατικό κίνημα να μπορέσει να δώσει μια μάχη για να τη σταματήσει.
Αυτό που είναι σημαντικό στην παρούσα φάση, είναι ότι το ΠΑΣΟΚ όντως θα επιχειρήσει να εφαρμόσει μια άκρως αντεργατική και νεοφιλελεύθερη πολιτική, όσο πιο άμεσα γίνεται. Αυτό όμως θα πρέπει να περάσει μέσα από την επεναδιαπραγμάτευση αυτής της πολιτικής με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, σε μια περίοδο, όπου η πτώση της ΝΔ και οι κινηματικές εμπειρίες των προηγούμενων χρόνων έχουν ενισχύσει την αυτοπεποίθηση του εργατικού κινήματος να μη δεχθεί μια πολιτική που θα φορτώσει όλες τις συνέπειες της οικονομικής κρίσεις στις πλάτες των εργαζόμενων. Και ενδεχομένως να επαναδιεκδικήσει κάποια πράγματα. Από αυτή την άποψη είναι πολύ σημαντική η απεργία των λιμενεργατών που διεκδικούν την επανακρατικοποίηση του λιμανιού.
Η επαναδιαπραγμάτευση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, των όρων και των ρυθμών υλοποίησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, μπορεί να ανοίξει σοβαρά ρήγματα τόσο στην ίδια την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και στις σχέσεις της με το συνδικαλιστικό κίνημα, εάν από την εργατική τάξη αναδειχθεί μια κινηματική δυναμική. Φυσικά οι ηγεσίες των συνδικάτων είναι πρόθυμες να αποδεχθούν κάθε συμβιβασμό, αλλά το ζήτημα είναι κατά πόσον η δυναμική του ίδιου του εργατικού κινήματος, θα μπορέσει είτε να αποτρέψει αυτόν το συμβιβασμό, είτε να ξεπεράσει τη γραφειοκρατική συνδικαλιστική ηγεσία. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει μαζικά κομμάτια της βάσης των συνδικάτων να απεγκλωβιστούν από τις ηγεσίες, και να παίξουν έναν πιο ανεξάρτητο ρόλο σε μια πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση. Τα κόμματα της αριστεράς, δεν μπορούν να βοηθήσουν σ” αυτό. Οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΣΥΝ είναι στενά συνδεδεμένες με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΠΑΣΚΕ, ενώ το ΠΑΜΕ, χωρίς να προτείνει κάτι διαφορετικό από την ΠΑΣΚΕ, δεν κάνει καμία προσπάθεια για να στηρίξει τα κομμάτια της βάσης των συνδικάτων όταν κινητοποιούνται.
Παρ” όλ” αυτά η επόμενη περίοδος, θα περιέχει σαν καθοριστικό της πολιτικό χαρακτηριστικό τη σύγκρουση του ΠΑΣΟΚ με την εργατική τάξη. Ο χρόνος που θα εκδηλωθεί αυτή η αντιπαράθεση, θα εξαρτηθεί από πολλές παραμέτρους και κυρίως από την αυτοπεποίθηση του ΠΑΣΟΚ να περάσει σε μια σοβαρή επίθεση, θεωρώντας ότι η κοινωνική συναίνεση που του παρέχει το εκλογικό αποτέλεσμα, του επιτρέπει να συγκρουστεί με την εργατική τάξη χωρία φθορές και με επιτυχία.
Αντικαπιταλιστική Αριστερά
Οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς κατάφεραν το προηγούμενο διάστημα να παίξουν ένα πολύ σοβαρό ρόλο στην οργάνωση κάποιων κινηματικών γεγονότων. Στην απεργία των εργαζομένων στους Δήμους το 2006, στην απεργία των δασκάλων ή στο φοιτητικό κίνημα για παράδειγμα, η παρέμβαση της συνδικαλιστικών τμημάτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ήταν καθοριστική για να μπορέσουν να εκδηλωθούν αυτοί οι αγώνες. Όμως οι δυνάμεις αυτές δεν επαρκούσαν για να συμβάλλουν στη νίκη αυτών των αγώνων (με μερική εξαίρεση ίσως το φοιτητικό κίνημα). Η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπόρεσε επίσης να δώσει μια νικηφόρα προοπτική στην εξέγερση του Δεκέμβρη. Και στον Δεκέμβρη ίσως, να φάνηκε πολύ περισσότερο, ότι το πιο αδύνατο σημείο της παρέμβασης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν είναι το (μικρό της) μέγεθος, αλλά η αδυναμία της να παρουσιάζει και να προωθεί μέσα στο κίνημα μια πολιτική προοπτική. Οι καλές στιγμές της αφορούσαν αποκλειστικά σχεδόν τη συνδικαλιστική της παρέμβαση, ενώ η ανάγκη που προέκυπτε για την νίκη όλων αυτών των αγώνων, ήταν μια πολιτική προοπτική με βάση την οποία θα επιχειρούνταν ο συντονισμός μεταξύ των διάσπαρτων αντιστάσεων στην κατεύθυνση της ανατροπής της πολιτικής της κυβέρνησης.
Η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ λογοδοτεί σε αυτή την αναγκαιότητα, αλλά τα εκλογικά της αποτελέσματα είναι μάλλον αρκετά κατώτερα της ίδιας της κινηματικής της δυναμικής. Αυτή η διαπίστωση δείχνει πρώτ” απ” όλα τη δυσκολία με την οποία μπορεί να μετατραπεί η κινηματική εμπειρία σε εκλογική επιλογή. Από αυτή την άποψη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν κατάφερε να πείσει αγωνιστές και αγωνίστριες από την εργατική τάξη και την νεολαία (που σε επίπεδο κινητοποιήσεων μπορεί και να εμπιστεύονται τις δυνάμεις της), ότι μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας πολιτικής προοπτικής, διαφορετικής από αυτές που υπόσχονται ανά περιόδους βραχύβιες συσπειρώσεις της άκρας αριστεράς ή ριζικά διαφορετικής από την προοπτική της ρεφορμιστικής αριστεράς.
Εντούτοις (και παρά το γεγονός ότι τα εξαιρετικά μικρά ποσοστά συνολικά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, δύσκολα επιδέχονται μια αξιόπιστη γενίκευση) θα επιχειρήσουμε να διατυπώσουμε κάποιες συμπερασματικές διαπιστώσεις (η αμεροληψία των οποίων επίσης οφείλει να ελεγχθεί, καθώς ο γράφων συμμετέχει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
Πιστεύω πως έχει μια, έστω και μικρή σημασία, το γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν ο μόνος πολιτικός σχηματισμός της αριστεράς που δεν έχασε ψήφους, αλλά πήρε (περίπου τρεις χιλιάδες) περισσότερες. Η απώλεια σε ψήφους δεν αφορούσε μόνο τα μεγάλα κόμματα της αριστεράς αλλά και το σύνολο των ακροαριστερών κομμάτων που κατέβηκαν σε αυτές τις εκλογές. Μια παρατήρηση των αυξομειώσεων της εκλογικής δυναμικής των κομμάτων της άκρας στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, μάλλον δείχνει ότι το μεγαλύτερο κομμάτι των απωλειών τους πήγε προς τα δύο μεγάλα κόμματα της αριστεράς και όχι προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτό σημαίνει ότι ένα μικρό κομμάτι ανθρώπων ψήφισαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για να ενισχύσουν μια προοπτική πολιτικής ενότητας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Και αυτό είναι θετικό. Αυτό που οπωσδήποτε είναι θετικό (και θα πρέπει να το πάρουν υπ” όψιν τους οι υπόλοιπες οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς) είναι ότι αυτή η προοπτική αξιολογήθηκε σαν το σημαντικότερο κριτήριο απ” όλους όσοι ψήφισαν στα αριστερά των ρεφορμιστικών κομμάτων, σε μια περίοδο όπου η πίεση της “χαμένης ψήφου” συμπίεσε συνολικά τα ποσοστά της αριστεράς.
Παρ” όλ” αυτά όμως, τα προβλήματα της πολιτικής ενότητας δεν λύθηκαν, αντίθετα τώρα τίθενται με σοβαρούς όρους και είναι ζητούμενο τι απάντηση θα δώσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι απαντήσεις που θα δώσει και η δυναμική που θα αναπτύξει (ή δεν θα αναπτύξει) σε πολύ μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από το πώς αντιλαμβάνεται το ρόλο της και τον εαυτό της, σε σχέση με την ικανότητά της να συνδεθεί και να επηρεάσει την έκβαση των αντιστάσεων που θα αναπτυχθούν μέσα στην εργατική τάξη. Από το αν καταφέρει να ξεπεράσει τη στάση της καταγγελίας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (από μακρυά) και προσπαθήσει να αναλάβει η ίδια την οργάνωση των αγώνων που μπορεί να ξεσπάνε ακόμα και κάτω από την ηγεσία της ΠΑΣΚΕ.
Η δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα εξαρτηθεί επίσης από το κατά πόσο θα προσπαθήσει να αναλάβει τη στήριξη κινημάτων, όπως για παράδειγμα το αντιρατσιστικό, για το οποίο η παρέμβασή της ήταν αποσπασματική και προβληματική. Θα εξαρτηθεί ενδεχομένως κυρίως από τον βαθμό στον οποίο θα προσπαθήσει (και την επιτυχία που θα μπορέσει να έχει), να επανενεργοποιήσει το κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό της εξέγερσης του Δεκέμβρη και να το συνδέσει με την αντίσταση της εργατικής τάξης.
Κώστας Κ
Category: Χωρίς κατηγορία
Ίσως η καλύτερη εκλογική ανάλυση που διάβασα σε blog, ειδικά σε ότι αφορά την αριστερά
Η ΝΔ πήγε στις εκλογές έχοντας προεξοφλήσει την ήττα. Ο λόγος είναι πως σε τόσο δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και με την εικόνα της απαξιωμένη από τα σκάνδαλα και την ανικανότητα δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να κυβερνάει. Αυτό στο οποίο ήλπιζε ο Καραμανλής και όσοι του εισηγούνταν εκλογές, ήταν μία σχετικά μικρή και δαιχειρίσιμη ήττα που θα του επέτρεπε να περαμείνει πρόεδρος του κόμματος και αντίστοιχα μία επισφαλής νίκη του ΠΑΣΟΚ με ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που δεν θα του επέτρεπε να παραμείνει πολύ στην εξουσία. Αυτή η εκτίμιση ήταν βάσιμη καθώς όλες οι δημοσκοπίσεις μέχρι και δύο βδομάδες πριν τις εκλογές δείχνα ν πολύ μικρότερη διαφορά, από αυτή που τελικά προέκυψε μεταξύ των δύο κομμάτων, και καμία ιδιαίτερη δυναμική του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα όλες οι έρευνες έδειχναν ένα υψηλό ποσοστό αναποφάσιστων, κυρίως πρώην ψηφοφόρων της ΝΔ, τους οποίους φιλοδοξούσε να επαναπατρίσει και άρα να κλείσει την ψαλίδα.
Ωστόσο αυτός ο σχεδιασμός προσέκρουσε σε δύο βασικές αδυναμίες. Η μία ήταν η αξιοπιστία της κυβέρνησης και του ίδιου του Καραμανλή που είχε φτάσει στο ναδίρ, λόγω των σκανδάλων, της πρωτοφανούς ανικανότητας έστω και στοιχειώδους διαχείρισης (πχ καλοκαιρινές πυρκαγιές στην Αττική). Και η άλλη, τα φαινόμενα διάλυσης του κομματικού μηχανισμού τα οποία και επιτάχυνε η διφορούμενη απόφαση για πρόωρες εκλογές. Ένα μεγάλο τμήμα του κομματικού μηχανισμού δεν έβλεπε γιατί θα έπρεπε να παραδώσουν πρόωρα την εξουσία.
Ωστόσο αν η πραγματοποίηση του αισιόδοξου σεναρίου είχε αντικειμενικές δυσκολίες υλοποίησης, η τακτική με την οποία αποφάσισε η ΝΔ να διεξάγει την προεκλογική της καμπάνια κατέστησε τη συντριβή της πριδιαγεγραμμένη. Κανένα κόμμα δεν έχει κερδίσει εκλογές υποσχόμενο “αίμα και δάκρυα”. Ο Τσόρτσιλ το 1939 απλά αντικατέστησε τον Τσάμπερλαιν στην πρωθυπουργία, δεν εκλέχτηκε, αντίθετα στις εκλογές του 1945 υπέστη συντριβή. Ο υπολογισμός του κόμματος, όταν υιοθετούσε αυτή την τακτική, ήταν προφανώς, να επενδύσει στο “ισχυρό χαρτί” του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος “λέει την αλήθεια στο λαό” και να εκθέσει το “λαϊκισμό” του ΠΑΣΟΚ. Απ” αυτή την άποψη συνιστά συνέχεια του εντελώς “επικοινωνιακού” τρόπου με τον οποίο πολιτεύτηκε αυτό το κόμμα τα τελευταία χρόνια, όπως παρατηρεί και ο ιός: http://www.iospress.gr/ios2009/ios20091011.htm.
Η τακτική αυτή όμως στις δεδομένες συνθήκες ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά είχε και μία παράπλευρη συνέπεια εξαιρετικά ευνοϊκή για το ΠΑΣΟΚ. Δημιουργώντας ο Καραμανλής στη ΔΕΘ ένα κλίμα μηδενικών προσδοκιών κατέστησε τις ουσιαστικά γελοίες και αφηρημένες εξαγγελίες του τελευταίου “φιλολαϊκή, γεναιόδωρη πολιτική”. Με αποτέλεσμα να ενισχυθεί το προφίλ του ΠΑΣΟΚ ως ουσιαστική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως η θεραπεία σοκ που πρότεινε η ΝΔ για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν είχε την ευρεία συναίνεση της αστικής και μεσοαστικής τάξης. Μία ματιά στις βασικές αστικές εφημερίδες αρκεί για του λόγου του αληθές. Η πολιτική που θέλει άμεσες δραστικές περικοπές των δημοσίων δαπανών σε συνδυασμό με αύξηση της φορολογίας είναι μειοψηφική ανά τον κόσμο αυτή την περίοδο. Αντίθετα η συναίνεση βρίσκεται ουσιαστικά στην πολιτική που προτείνει το ΠΑΣΟΚ: το κράτος μέσω του deficit spending θα αναλάβει να αναπληρώσει σε επίπεδο ενεργούς ζήτησης, τμήμα αυτού που χάνεται από την πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω αύξησης της ανεργίας, περιορίζοντας έτσι το βάθος της ύφεσης μέχρι η κρίση να κάνει τον κύκλο της και να επανεκινήθεί η οικονομία. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, που προτρέπει τις κυβερνήσεις να μην σταματήσουν πρόωρα τα προγράμματα τόνωσης της οικονομία. Ο τρόπος με τον οποίο θα υλοποιήσει το ΠΑΣΟΚ αυτή την πολιτική είναι βέβαια με αύξηση του δανεισμού και την εξασφάλιση παράτασης από την κομισιόν για την μείωση του ελείμματος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως οι εργαζόμενοι δεν θα υποστούν τις συνέπειες της κρίση, αλλά αυτό είναι μίς ειδική συζήτηση.
Τώρα το ΠΑΣΟΚ δεν πέτυχε κανένα θρίαμβο. Οι ψήφοι του είναι μόλις 9000 χιλιάδες παραπάνω από το 2004 όταν και έχασε ταπεινωτικά από τη ΝΔ. Και μόλις 300 000 παραπάνω από το 2007. είναι εμφανές πως δεν έχει αναπτύξει καμία ιδιαίτερη κοινωνική δυναμική, σε αντίθεση με το 1993 ή αυτή της ΝΔ το 2004. οι προσδοκίες των πολιτων, όπως δείχνουν όλες οι έρευνες είναι πολύ χαμηλές. Ταυτόχρονα είναι εμφανές πως η σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξή του συνεχιζεται. Το κόμμα αυτό εμφανίζεται να μην έχει κοινωνικό κέντρο βάρους, αφού πέρνει παρόμοια ποσοστά τόσο από εγοδοτικά, όσο και απο εργατικά, μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα κάτι που δεν συνέβαινε το 80 και το αρχές του 90(έρευνα VPRC). Αν αυτό συνδυαστεί με την ολοκληρωτική κατάληψη του κομματικού μηχανισμού από κρατικούς λειτουργούς και μεσοαστούς τεχνοκράτες (μία ματιά στο ποιοι αποτελούν την κυβέρνηση του ΓΑΠ είναι αρκετή), τότε η θέση πως αυτό τό κόμμα είναι επιρρεπές στις πιέσης της εργατικής βάσης πρέπει να επανεξετασθεί, τουλάχιστον ως προς το βαθμό.
Στην πραγματικότητα αυτό που βιώσαμε σε αυτές τις εκλογές είναι μία ομαλή λειτουργία του διπολικου συστήματος (δεν χρησιμοποιοώ τον όρο “δικομματισμόας” καθώς τα δύο κόμματα δεν είναι ίδια). Όπου η απογοήτευση από το κόμμα που βρίσκεται στην κυβέρνηση διοχετεύεται στην αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία και αποτελεί τη μόνη εναλλακτική πρόταση. Και όλα αυτά σε ένα αυστηρά καθορισμένο πολιτικό πλαίσιο, αυτό του νεοφιλελευθερισμού, το οποίο είναι αδιαπραγμάτευτο. Για να λειτουργήσει αυτό το σχήμα απαραίτητη προϋπόθεση είναι να ηττηθεί όποισδήποτε κοινωνικός αγώνας που αμφισβητεί αυτό το πλάισιο και να απομονωθούν εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες θα μπορούσαν να πατήσουν πάνω σε αυτούς τους αγώνες για να επιβάλλουν μία άλλη πολιτική. Αυτό έγινε και στην περίπτωσή μας: οι αγώνες του προηγούμενου διαστήματος ηττήθηκαν και η μόνη εναλλακτική που πήγε να εμφνιστει, ο ΣΥΡΙΖΑ, απέτυχε. Η παράπλευρη συνέπεια όλων αυτών είναι και η απομάκρυνση από τις πολιτικές διαδικασίες ενός όλο και μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού, όπως δείχνει η σημαντική αύξηση της αποχής.
Εκεί που όμως η ανάλυσή σου αγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας είναι στην πραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά στο κομμάτι για τις συνιστώσες. Θέσεις όπως αυτή: “Οι οργανώσεις του ΡΙΖΑ όμως έκαναν κάτι πολύ περισσότερο από το να συνταχθούν “απλώς” με τις πολιτικές απόψεις που επιβλήθηκαν από την ηγεσία του ΣΥΝ. Έπαιξαν τον ρόλο του ενεργού υποστηρίγματος της επικράτησης της δεξιάς πτέρυγας του ΣΥΝ μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί οι οργανώσεις φέρουν τεράστια ευθύνη για την επίθεση που έγινε εναντίον του Π. Κοροβέση, συμμετείχαν και οι ίδιες εξάλλου σε αυτήν την επίθεση. Φέρουν επίσης τεράστια ευθύνη για την αποτυχία της προοπτικής που είχε διαμορφωθεί στις αρχές του Σεπτέμβρη, να κατέβει στις εκλογές ένα αριστερό κομμάτι του ΣΥΝ, μαζί με τις οργανώσεις του ΡΙΖΑ με επικεφαλής τον Αλαβάνο” φανερώνουν μάλλον εμπάθεια παρά διάθεση κριτικής. Από πότε ο Κοροβέσης είναι εκπρόσωπος της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ ή της βάσης του. Η παρέμβασή του το καλοκαίρι περί χρηματισμού στελεχών της αριστεράς το 89 είναι αριστερή κριτική; Τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ πιέζονταν από τις αποκαλύψεις για τη ΖIEMENS ρίχνει το μπαλάκι στο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργώντας την αίσθηση του “όλοι ίδιοι είναι”. Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης του πολιτικού χρηματισμού είναι ο αστικός τρόπος. Μετατοπίζει την ευθύνη από το σύστημα και την ενδημική διαφθορά που το χαρακτηρίζει, στα πρόσωπα. Ο Κοροβέσης δεν στηλίτευσε την επιλογή της συγκυβέρνησης και δεν ζήτησε από το ΣΥΝ να κάνει αυτοκριτική γι αυτή την επιλογή. Αναπαρήγαγε αναπόδεικτες φήμες για χρηματισμό λες και το πρόβλημα με το 89 είναι πρώτα και κύρια αν τα πήρε ο ενιαίος ΣΥΝ. Ο άνθρωπος είναι απομονωμένος από κάθε συλλογική διαδιακασία και αυτή του η παρέμβαση δεν ήταν βοηθητική για την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Όσο για την πολιτική του δες αυτό το δείγμα: http://www.youtube.com/watch?v=uhFCYi1brk8&feature=related. Ωστόσο η αντιμετώπισή του από τον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΝ δείχνει πως το σύνολό του δεν θέλει να αποκυρήξει το 89 (πως θα μπορούσε άλλωστε, ο Δραγασάκης ήταν υφυπουργός οικονομίας τότε), ενώ η ανοχή του απέναντι σε ολισθήματα αριστερών είναι πολύ μικρότερη από ότι για τους δεξιούς. Αυτό όμως δεν καθιστά την εν λόγω παρέμβαση του Κοροβέση πολιτικά σωστή και αποτελεσματική.
Επίσης ο Αλαβάνος δεν αντιπροσωπεύει καμία αριστερή πτέρυγα μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Να υπενθυμίσω πως ΄’ηταν αυτός που αμέσως μετά το Δεκέβρη οργάνωσε συζήτηση στη βουλή και κατόπιν συνέντευξη τύπου με τα συνδικαλιστικά όργανα της αστυνομίας, κάνοντας λόγω για δίκαια αιτήματα των αστυνομικών, δημοκρατική αστυνομία, περισσότερη εκπαίδευση κλπ. Ενώ αρνήθηκε να οργανώσει συνεντευξη τύπου για την επίθεση στο στέκι απο ακροδεξιούς. Είναι αυτός που κάθε τόσο πρότεινε πότε πέντε, πότε έξι σημεία συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, των οποίων το πιο ριζοσπαστικό ήταν να μην γίνει σχολείο εκπαίδευσης του ΝΑΤΟ στη Σούδα. Και όλα αυτά χωρίς να συμβουλευτεί κανένα όργανο του ΣΥΝ ή ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν αυτός που υποστήριξε πως θα έπρεπε να είναι ο Παπαδημούλης επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου. Τα περί συγκρότητησης του ΣΥΡΙΖΑ τα θυμήθηκε όταν απομονωθηκε στο κόμμα και προσπάθησε να διαμορφώσει έναν άλλο πόλο εξουσίας. Ωστόσο η ίδια του “βοναπαρτιστική” λειτουργία του “μιλάω απευθείας στο λαό” ακυρώνει κάθε τέτοια δυναμική. Είναι η περίπτωση όπου το ίδιο το μέσο υπονομεύει το μήνυμα που εκπέμπει. Ο Αλαβάνος δεν εκφράζει καμία αριστερή τάση μέσα στο ΣΥΝ και το σενάριο που περιγράφεις, περί κατεβάσματος του ΡΙΖΑ με επικεφαλή αυτόν, όπου θα έπερνε και τμήμα του ΣΥΝ είναι επιστημονική φαντασία. Μόνο η ΚΟΕ φλέρταρε με αυτή την ιδέα. Τώρα πόσο αριστερή είναι η συγκεκριμένη οργάνωση μπορείς να το διαπιστώσεις από τη μοναδικά αφίσα που κυκλοφόρησε προεκλογικά. Το σύνθημά της ήταν: “ Όχι στον εκλεκτό των αμερικάνων, μεγαλοεκδοτών και τραπεζιτών, αλλαγή όχι εναλλαγη”.
Επίσης από που προκύπτει πως η ανανεωτική πτέρυγα είναι ο νικητής των εκλογών; Στη νέα κοινοβουλευτική ομάδα έχει τους 5 από τους 13 βουλευτές, ενώ η αριστερή τάση τους 8. στο μάζεμα που κάναν αρχές του Σεπτέβρη, η πλειοψηφία τους ήθελε να αποχωρήσουν, γεγονός που αποτράπηκε τελευταία στιγμή κατόπιν παρέμβασης των Κουβέλη, Παπαδημούλη. Η προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές ήταν ελαφρώς πιο αριστερή από ότι στις ευρωεκλογές. Στην πραγματικότητα ο πραγματικός νικητης στο εσωκομματικό παιχνίδι είναι ο Τσίπρας και το στρατόπεδο που τον στηρίζει: τμήμα του αριστερού ρεύματος, η νεολαία, το Κοκκινοπράσινο δίκτυο και η Αριστερή Ανασύνθεση δηλαδή ότι πιο αριστερό υπάρχει στο ΣΥΝ (ΑΥΤΌ ΔΕΝ ΣΗΜΑΊΝΕΙ Πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι συνολικά πιο δεξια από ότι ήταν το 2007). η Ανανεωτική Πτέρυγα υπέστη οργανωτική και πολιτική ήττα (όχι όμως συντριβη) αφού δεν ελέγχει την κοιν. Ομάδα και δεν επέβαλε συνολική αλλαγή πλέυσης στο ΣΥΝ, δηλαδή απομάκρυνση από το ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα όπως θα διαπιστώσεις στο άμεσο μέλλον, ο ΣΥΝ με πρώτο τον Τσίπρα φαίνεται να αποδέχεται τη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ και τα μέλη. Με πιο περιεχόμενο αναμένουμε και αυτό συνιστά ήττα για την ΑΠ.
Ωστόσο ενώ είσαι ιδιαίτερα επικριτικός για τον ΣΥΡΙΖΑ, ανπαράγοντας ακόμα και ανκρίβειες, είσαι εξαιρετικά γαλαντόμος απέναντι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το γεγονός πως αυτός ο συνασπισμός στις δύο κρίσιμες μάχες του προηγούμενου διαστήματος: του αντιρατσιστικού μετώπου το καλοκαίρι και της εργατικής κινητοποίησης της ΔΕΘ απέτυχε να έχει μία στοιχειώδως ενιαία στάση, αλλά κατεβαίνει στις εκλογές, κάτι που απαιτεί πολύ υψηλότερου επιπέδου πολιτική συμφωνία δεν σε προβληματίζει; Τι αποκαλύπτει για παράδειγμα το γεγονός πως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη ΔΕΘ έιχε τρία ξεχωριστά μπλόκ. Με το ένα να κάνει πολυπλοκους ελιγμούς για να αποφυγεί την επαφή με τα συνδικάτα, το άλλο να επιδίδεται σε ευφάνταστους ελιγμούς για να μπεί επικεφαλής των συνδικάτων (επειδή μάλλον ενσαρκώνει τα ιστορικά συμφέροντα των εργατών, ακόμη και αν αυτοί το αγνοούν) και το τρίτο να ψάχνει τα δύο προηγούμενα; Μήπως ότι οι εν λόγω δυνάμεις δεν εμπνέονται τόσο από τον επαναστατικό μαρξισμό, αλλά απο τον… γκρούτσο- μαρξισμό; Και που είναι εκείνα τα δείγματα δημοκρατικής, συνελευσιακής συγκρότητησης του εγχειρήματος που είναι απαραίτητο για να συσπειρωθεί όλο αυτό το ανένταχτο δυναμικό της ριζοσπαστικής αριστεράς; Τουλάχιστον στο ΣΥΡΙΖΑ η συζήτηση περι δόμών έχει ανοίξει εδώ και καιρό και μάλιστα πιο έντονα μετά τις εκλογές, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
θα ήθελα να επεκταθώ και στο γιατί η ανάλυση που κάνεις για το πως διαμορφώνονται οι πολιτικές τάσεις , τα ταξικά κριτήρια, οι πολιτικές επιλογές κλπ είναι απλουστευτική, reductionist και οικονομίστική, ενώ υποβαθμίζει το ρόλο των ιδεολογικών μηχανισμών και την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας καθώς και τη στρατηγική ήττα της εργητικής τάξης και αριστερας τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά έχω γράψει πάρα πολλά. Ίσως κάποια άλλη φορά. Ο στόχος αυτού του κειμένου είναι πρώτα και κύρια πως είναι καταστροφικό για την αριστερά να απαξιώνει ένα χώρο επειδή διαφωνεί τακτικα και στρατηγικα (ΣΥΡΙΖΑ στην περίπτωσή σου) και να ωραιοποιεί το δικό της στρατόπεδο (ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Σημαντικά κομμάτια της ριζοσπαστικής αριστεράς υπάρχουν και στους δύο χώρους, οι οποίοι ως ένα βαθμό προσπαθούν να απαντήσουν σε διαφορετικά προβλήματα και ανάγκες. Χρειάζεται μία προσέγγιση που να αφήνει διόδους συνεργασίας και να μην κλέινει δρόμους, ακόμη και αν έχεις επιλέξει να στρατευτείς στο ένα σενάριο…