Τζακ Λόντον – Πριν τον Αδάµ
Τι µπορεί να συνέβη «Πριν τον Αδάµ»; Ένα ακόµα παραµύθι, αυτή τη φορά, γραµµένο από τον Τζακ Λόντον, γεµάτο ρεαλισµό και ζωή, αποτελούµενο από ήρωες ξεχασµένους κάπου στην Αφρική την εποχή του Πλειστόκαινου. Εκεί πίσω στην αρχή του ανθρωπίνου γένους, ο συγγραφέας µας δείχνει προκλητικά τη φύση, τη θνησιµότητα, αλλά και την αγωνία που είναι συνυφασµένες µε το είδος µας. Το µυθιστόρηµα ξεκινά µε το σύγχρονο ήρωα και τα οράµατά του, που προέρχονται από µια προγενέστερη ζωή του προγόνου του Μεγαλοδόντη, χιλιάδες χρόνια πίσω στο µακρινό παρελθόν, δένοντας το σήµερα µε το µακρινό χθες, συγχωνεύοντας τις δυο προσωπικότητες σε ένα σώµα.
«Εικόνες! Εικόνες! Εικόνες! Μέχρι να βρω την απάντηση, αναρωτιόµουνα πολύ συχνά από που έρχονταν το σµήνος των εικόνων που γέµιζε τα όνειρά µου: γιατί ήταν εικόνες που παρόµοιες δεν είχα δει ποτέ στον ξύπνιο µου. Βασάνιζαν τα παιδικά µου χρόνια, κάνοντας τα όνειρα µου παρέλαση από εφιάλτες και πείθοντας µε λίγο αργότερα ότι ήµουν διαφορετικός από το είδος µου, ένα πλάσµα αφύσικο και καταραµένο.
Στη ζωή µου δεν έζησα στιγµή ευτυχισµένος. Οι νύχτες µου ήταν σηµαδεµένες από το φόβο -και τι φόβο! Τολµάω να πω ότι κανένας άνθρωπος από όλους όσοι περπατούν στη γη µαζί µου, δεν υπέφερε ποτέ φόβο σαν αυτόν και σε ένταση τέτοια. Γιατί ο φόβος µου είναι ο φόβος του παλιού καιρού, ο φόβος που βασίλευε στον Πρώιµο Κόσµο και συγκεκριµένα στα πρώτα χρόνια του Κόσµου αυτού. Κοντολογίς, ο φόβος που κατ’ εξοχήν βασίλευε στην περίοδο που είναι γνωστή ως Μέση Πλειστόκαινος.»
Το «Πριν τον Αδάµ» παρουσιάζει το φόβο για το άγνωστο, µε τους ήρωες του να προσπαθούν να εξελιχθούν µέσα από την ανάγκη για επιβίωση. Ο Μεγαλοδόντης και η φιλία του µε τον Κλεισάφτη, η έντονη γοητεία της Γοργοπόδαρης, ο αταβισµός του Κοκκινοµάτη και η κτηνωδία των Ανθρώπων της Φωτιάς (ίσως της πρώτης µορφής οργανωµένης κοινωνίας) απέναντι στην Ορδή, αναφέρονται µε τόσο ρεαλισµό, χρωµατίζοντας το µυθιστόρηµα του Λόντον, µε την ψευδαίσθηση της βιωµατικής γραφής. Εδώ οι ήρωες βιώνουν τη καθηµερινότητα τους µέσα στην ελαφρότητα της ύπαρξης, ζούνε για τις βασικές τους ανάγκες όπως η τροφή και η προστασία από τους εχθρούς τους και τη φύση, σε αντίθεση µε τα µεταγενέστερα ιερά παραµύθια των θρησκειών που θριαµβολογούν για τα θαύµατα των θεών και των «Μεγάλων Ανδρών» που τα κατακλύζουν. Στην ουσία, αποτελεί ένα σκοτεινό κείµενο γεµάτο παραλληλισµούς και αλήθειες, εντρυφώντας στην αρχή του είδους µας. Είναι το επώδυνο ταξίδι των ανώνυµων ηρώων, µε πορεία προς την κατάκτηση της επώνυµης ύπαρξης. Ο µιµητισµός και η καταπίεση του δυνατότερου, ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι καθηµερινές ιστορίες µέσα στην προϊστορική αυτή κοινωνία, που σχεδόν επικοινωνούσε µε κραυγές. Ο συγγραφέας µας παραθέτει το θρίαµβος της αρχέγονης φύσης του ανθρώπου, η οποία αλλοιώθηκε µέσα στους αιώνες της εξέλιξής και στην πορεία του πολιτισµού, µεταλλάχτηκε σήµερα σ’ ένα ανθρωποειδές, γεµάτο µε εγωιστικά, ζηλόφθονα, δουλοπρεπή, υποκινούµενα ένστικτα.
«Γενικά ζούσε αστόχαστα και ξέγνοιαστα. Ελάχιστα πράγµατα σχεδιάζαµε και ακόµα λιγότερα πραγµατοποιούσαµε. Τρώγαµε όταν πεινούσαµε, πίναµε όταν διψούσαµε, αποφεύγαµε τους σαρκοβόρους εχθρούς µας, τις νύχτες βρίσκαµε καταφύγιο στις σπηλιές και όσο για τα υπόλοιπα, ε, όπως τα έφερνε η ζωή. Είχαµε µεγάλη περιέργεια, διασκεδάζαµε εύκολα και κάναµε συνέχεια κόλπα και ζαβολιές. Δεν είχαµε καµία σοβαρότητα, εκτός όταν κινδυνεύαµε ή θυµώναµε, αλλά και σ’ αυτές τις περιπτώσεις γρήγορα λησµονούσαµε το πρώτο και εξίσου γρήγορα προσπερνούσαµε το δεύτερο.
Ήµασταν ασυνεπείς, παράλογοι και ανερµάτιστοι. Δεν ήµασταν σταθερά προσηλωµένοι σε στόχους, και σ’ αυτό ακριβώς υπερείχαν οι Άνθρωποι της Φωτιάς. Εκείνους τους χαρακτήριζαν όλες εκείνες οι ιδιότητες που σ’ εµάς ήταν υπολειµµατικές. Βέβαια κατά καιρούς, ιδιαίτερα σε ζητήµατα συναισθηµάτων, ήµασταν ικανοί για µακρόπνοους στόχους. Για παράδειγµα, ενώ η πίστη των µονογαµικών ζευγαριών που σας έλεγα, µπορεί να εξηγηθεί ως επακόλουθο της συνήθειας, τα αισθήµατα όµως που έτρεφα για την Γοργοπόδαρη δεν µπορούν να εξηγηθούν, όπως δεν µπορεί να εξηγηθεί µ’ αυτόν τον τρόπο και η άσβεστη έχθρα ανάµεσα σε µένα και τον Κοκκινοµάτη.»
Το συγκεκριµένο µυθιστόρηµα του Τζακ Λόντον µπορεί να γράφτηκε χιλιάδες αιώνες από το χρονικό πλαίσιο που εξιστορεί, αποτελεί όµως, ένα υπέροχο ταξίδι στην αυγή της ανθρωπότητας. Η δύναµη της ελευθερίας και η µαγεία της, η αµεσότητα των χαρακτήρων και η δραµατική δράση του κειµένου, στηρίζονται στις θεµελιώδεις βάσεις της ανθρώπινης φύσης και στην αρχή της εξέλιξης ενός είδους, που από θήραµα µετατράπηκε σε θηρευτή και από κυνηγό στον απόλυτα ανεξέλεγκτο κυρίαρχο αυτού του πλανήτη. Το τελικό ερώτηµα είναι, κατά πόσο τελικά, ο σύγχρονος άνθρωπος έχει εξελιχθεί σε σχέση µε τους προγόνους του όσο αναφορά τη συνειδητοποίηση του λόγου, αλλά και του σκοπού της ύπαρξής του, µέσα σε αυτό το οργανικό σύστηµα, το οποίο µας γέννησε, µας ανέχτηκε και µπορεί να µας καταστρέψει στη στιγµή, χωρίς τύψεις και συναίσθηση. Την απάντηση δεν θα τη δώσω εγώ, αφού πιστεύω ότι όλοι µας τη γνωρίζουµε, απλά ίσως να την έχουµε κρύψει κάπου µακριά, ανάµεσα στο υποσυνείδητο και τα αχανή Αφρικανικά δάση της Μέσης Πλειστόκαινου περιόδου, πολύ πριν την ανακάλυψη του Αδάµ.
Ο Δυτικός πολιτισµός δηµιούργησε τον μύθο του πρωτόπλαστου από χώµα, δούλο ενός εκδικητικού πατέρα, εκλιπαρώντας τη συγχώρεση του από τις αµαρτίες του γένους του. Ο άνθρωπος πριν από αυτόν όµως φτιάχτηκε από φωτιά και ύλη διψώντας για ζωή, εξέλιξη αλλά και αθανασία.
Anti
Τζακ Λόντον 1876 – 1916
Ο Τζακ Λόντον αποτελεί έναν από τους σηµαντικότερος συγγραφείς της παγκόσµιας λογοτεχνίας, κυρίως για το ύφος των µοναδικών του χαρακτήρων, τα µυστηριακά ταξίδια, και την έκθεση των ανθρώπων της εργατικής τάξης και του προσωπικού τους αγώνα, που άλλες φορές περιγράφει µε τόση γλαφυρότητα και άλλες µε ωµό ρεαλισµό. Η επιρροή των έργων του είναι καταλυτική, καθώς αποτελούν σηµείο αναφοράς µέχρι και σήµερα. Άνθρωπος συνειδητοποιηµένος, προφήτης µε πίστη στη «Αναπόφευκτη Σοσιαλιστική Αλλαγή», ο Λόντον γράφει τα κείµενά του, µέσα στα ταραγµένα χρόνια στις αρχές του προηγούµενου αιώνα, παρουσιάζοντας µία εξωπραγµατική διορατικότητα που τα καθιστά επίκαιρα στο τώρα. Στο κείµενο που ακολουθεί, θα σας παρουσιάσω τη ταραχώδη πορεία της ζωής ενός συγγραφέα που έφυγε νωρίς, αφήνοντας όµως πίσω του, ένα τεράστιο έργο.
Ο Τζακ Λόντον γεννήθηκε στης 12 Ιανουαρίου του 1876, στο Σαν Φρανσίσκο των Ηνωµένων Πολιτειών. Ο πατέρας του φέρεται να είναι ο Ιρλανδός αστρολόγος Γουίλιαµ Τσάνεϋ (Chaney) ενώ η µητέρα του ήταν η µουσικός και πνευµατίστρια Φλώρα Γουέλµαν. Τα οικονοµικά της οικογένειας ήταν σε δυσµενή κατάσταση, µε συνεχείς αλλαγές εργασίας. Τα τρία χρόνια σαν παιδί τα έζησε σε ένα άθλιο ράντσο. «Ποτέ δεν είχα παιχνίδια σαν τα άλλα παιδιά. Η φτώχια είχε λάβει µόνιµο χαρακτήρα». Χαρακτηριστικό παράδειγµα των προβληµάτων που αντιµετώπιζε το ζευγάρι ήταν όταν η Γουέλµαν ανακοίνωσε στον Τσάνεϋ ότι είναι έγκυος και εκείνος της ζήτησε να προχωρήσει σε άµβλωση, καθώς δεν ήθελε παιδιά. Εκείνη για να τον µεταπείσει αυτοπυροβολήθηκε χωρίς όµως αποτέλεσµα, αφού ο Τσάνεϋ τους εγκατέλειψε λίγο αργότερα. Τότε η Γουέµαν πήρε το νεογέννητο αγόρι της και πήγε στο Όκλαντ, όπου λίγο αργότερα γνώρισε τον χήρο, ανάπηρο πολέµου Τζον Λόντον ο οποίος είχε δύο µικρές κόρες και αρκετά οικονοµικά προβλήµατα επίσης. Αναγνώρισε το γιο της Γουέµαν και τον κατέγραψαν στα µητρώα ως Τζόνι Λόντον -ο ίδιος άλλαξε το Τζόνι σε Τζακ, όταν ενηλικιώθηκε. Σε ηλικία 20 χρόνων έµαθε για τον βιολογικό του πατέρα και απευθύνθηκε στον Τσάνεϋ χωρίς όµως καµία ανταπόκριση, καθώς του αρνήθηκε τα πάντα γύρω από τον ίδιο και τη µητέρα του.
Ο Τζακ Λόντον υπήρξε αυτοδίδακτος, καθώς το πάθος του για τη µελέτη αναπτύχθηκέ από τα πρώτα του παιδικά χρόνια, διαβάζοντας βιβλία στη δηµόσια βιβλιοθήκη του Σαν Φρανσίσκο. Το 1889 και σε ηλικία 13 ετών, τα οικονοµικά προβλήµατα τον αναγκάσαν να πηγαίνει το πρωί στο σχολείο, ενώ τα απογεύµατα έπρεπε και να εργάζεται. Εφηµεριδοπώλης, εργάτης, κυνηγός δερµάτων, συλλέκτης σε µπόουλινγκ ήταν µερικά από τα επαγγέλµατα που ασχολήθηκε, ενώ µάθαινε συγχρόνως και στενογραφία. 1893 µαζί µε το διάβασµα, φουντώνει και η επιθυµία του για τη θάλασσα και τα ταξίδια. Πηγαίνει στον Ναυτικό όµιλο στο Σαν Φρανσίσκο και καθαρίζει τα σκάφη, χωρίς χρήµατα, ενώ έφτασε να γίνει κυνηγός φώκιας στην Ιαπωνία µε το «Σοφία Σάντερλαντ». Ο διακαής πόθος του Λόντον, όµως ήταν να φοιτήσει στο Πανεπιστήµιο της Καλιφόρνιας και έτσι το καλοκαίρι του 1896, ύστερα από εξουθενωτικό διάβασµα τα κατάφερε. Όµως ένα χρόνο µετά, λόγο οικονοµικών προβληµάτων και πάλι, αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του, µε αποτέλεσµα να µην αποφοιτήσει ποτέ. Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, προσχώρησε για πρώτη φορά στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόµµα, ενώ έδινε και οµιλίες µπροστά σε κόσµο για το σοσιαλισμό, τις νύχτες στο Πάρκο του Όκλαντ όπου και συνελήφθη γι’ αυτές του τις δραστηριότητες το 1897, όπως µας εξιστορεί στο «Χρονικά του Σαν Φρανσίσκο».
Στις 25 Ιουλίου του 1897, ο Λόντον και ο κουνιάδος του Τζέιµς Σέπαρτ σαλπάρουν για το Κλόνταϊκ της Αλάσκα. Εκεί θα έχει τις πρώτες πνευµατικές αναζητήσεις µε τη συντροφιά φωτισµένων ανθρώπων. Μαθαίνει για τον Καρλ Μαρξ, τον Νίτσε, τον Κίπλινγκ. Η περίοδος αυτή ήταν πολύ δύσκολη για τον Λόντον, καθώς έζησε σε συνθήκες υποσιτισµού, µε αποτέλεσµα να προσβληθεί από σκορβούτο. Ο Λόντον σώθηκε από τον Ιησουίτη ιερέα Ουϊλιαµ Τζατζ (William Judge) (πρόκειται για µια θρησκευτική καθολική αδελφότητα, που συγκροτήθηκε τον 16ο αιώνα στα πλαίσια της Αντιµεταρρύθµισης, ώστε να καταπολεµήσει τον Προτεσταντισµό.) ο οποίος του παρείχε καταφύγιο, τροφή και ιατρική φροντίδα. Από τις κακουχίες του Κλόνταϊκ εµπνέεται το καλύτερο αφήγηµά του «To Build a Fire».
Το 1898, επιστρέφει στο Όκλαντ εντείνει τις προσπάθειές του να µπει δυναµικά στο χώρο των εκδόσεων, δηµοσιεύοντας διάφορα αφηγήµατα στις εφηµερίδες τις εποχής. Ο Λόντον βρίσκεται στην καταλληλότερη εποχή για την συγγραφική του καριέρα και γράφει τα δυο πρώτα του αφηγήµατα. «Πάνω στα ίχνη του ανθρώπου» και το «Μία Οδύσσεια στο Βορρά».
Στης 7 Απριλίου του 1900, παντρεύεται την Μπες Μάντερν την ίδια µέρα µέρα που κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο «Ο Γιος του Λύκου» ενώ ακολούθησε τα 11 διηγήµατα στον «Θεό των Πατέρων τους». Τα έργα, «Μία θυγατέρα του Χιονιού» και «Τα παιδιά του δάσους» είναι εµπνευσµένα από το σεβασµό, και την αγάπη που έτρεφε ο Λόντον για τη φύση και τη ζωή στα δάση της. Το 1901, προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό Κόµµα της Αµερικής ενώ στης 15 Ιανουαρίου του ίδιου χρόνου, η Μπες φέρνει στον κόσµο το πρώτο τους παιδί, τη Τζόαν. Ενάµιση χρόνο αργότερα στης 20 Οκτωβρίου του 1902, γεννιέται και το δεύτερο παιδί τους η Μπέση. Σε ένα φωτογραφικό λεύκωµα, του οποίου η Τζόαν Λόντον δηµοσίευσε κάποια τµήµατα στα αποµνηµονεύµατα της, «Ο Τζακ Λόντον και οι κόρες του», που εκδόθηκε µετά το θάνατο του, είναι εµφανής η ευτυχία που ένιωθε ο Λόντον µαζί µε τα παιδιά του. Ο γάµος του όµως µε τη µητέρα τους, στηρίχτηκε περισσότερο στο σεβασµό και τη φιλία παρά στον έρωτα. Το 1903 ο Λόντον εγκατέλειψε τη Μπες και το ζευγάρι πήρε διαζύγιο στις 11 Νοεµβρίου του 1904.
Το 1905 παντρεύεται την Τσάρµιαν Κίτρετζ. Ο βιογράφος Ρας Κίνγκµαν έγραψε, ότι η Τσάρµιαν ήταν «η αδερφή ψυχή του Τζακ, το ιδανικό ταίριασµα». Σε γενικές γραµµές, ο Λόντον δεν υπήρξε πιστός στους γάµους του και συχνά επιζητούσε τις εξωγαµικές σχέσεις. Στην Τσάρµιαν όµως, βρήκε όχι µόνο µια τολµηρή, δραστήρια και σεξουαλική σύζυγο, αλλά και τη σύντροφο της ζωής του, µέχρι τον θάνατό του.
Στην αυγή του 20ου αιώνα, ο Λόντον ωριµάζει και παρουσιάζεται πιο συνειδητοποιηµένος από ποτέ. Μελέτησε µαρξισµό και γνώρισε το σοσιαλιστικό και εργατικό κίνηµα, την εποχή που διαδιδόταν µε αστραπιαία ταχύτητα από πόλη σε πόλη, αποκτώντας δύναµη, ταξική έκφραση, περιοδικά και τύπο. Διάβασε το «Κοµουνιστικό Μανιφέστο» και το αποστήθισε στην κυριολεξία. Δανειζόµενος τη δοµή του, τις απόψεις του και προσθέτοντας τις προσωπικές του εµπειρίες ο Λόντον αποτέλεσε έναν από τους βασικούς οµιλητές και διανοητές της εργατικής τάξης και του κοµουνιστικού κινήµατος της εποχής.
Πλούτισε τις γνώσεις του µε Χέγκελ, Σπένσερ, Δαρβίνο, Χάξλεϋ και από το 1905 και µετά, άρχισε να καθιερώνεται και συγγραφικά, υπερασπίζοντας και κηρύττοντας µε πείσµα τον σοσιαλισµό. Τα έργα του άρχισαν να δέχονται καθολική αποδοχή από το κοινό µε µεγάλη απήχησή στην κοινωνία. Οι πωλήσεις των βιβλίων του, τού απέφεραν τεράστια κέρδη, καθιστώντας των έναν από τους πρώτους συγγραφείς που απέκτησαν περιουσία από το γράψιµο βιβλίων και µόνον. Κάποια από τα έργα αυτά, σηµάδεψαν την παγκόσµια Λογοτεχνία. «Οι Άνθρωποι της Αβύσσου», µια απίστευτη και µοναδική σκιαγράφηση των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης στο Λονδίνο. «Το Κάλεσµα της άγριας Φύσης», στο οποίο παραθέτοντας οι εµπειρίες του από τη φτώχεια και την ταλαιπωρία, όταν ζούσε την άθλια ζωή του, τον έκαναν να βλέπει µε µοναδική διορατικότητα τη ζωή και τον κόσµο των άγριων ζώων. «Μάρτιν Ήντεν», η ιστορία ενός εργάτη που προσπαθεί να µορφωθεί κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ένα µεγάλο επίσης έργο µε πάθος για το σοσιαλισµό. «Ο Θαλασσόλυκος» , µια άκρως δραµατική δηµιουργία, µελέτη πάνω στον ατοµικισµό και στην συνδροµή του, στην αυτοκαταστροφή του ανθρώπου.
Το 1907, η Μεγάλη Πνευµατική ώρα του Τζακ Λόντον έχει φτάσει! Έχοντας δει την ήττα της Επανάστασης του 1905, οραµατίζεται και γράφει το µεγαλύτερο έργο του, αλλά και ένα παγκόσµιο ταξικό λογοτεχνικό αριστούργηµα, τη «Σιδερένια Φτέρνα». Μια ελεγεία, µια φιλοσοφική πραγµατεία πάνω στο σοσιαλισµό και κοµουνισµό, το παγκόσµιο κίνηµα, µια προφητική δηµιουργία για την άνοδο του Φασισµού. Το βιβλίο τούτο, είναι το µοναδικό που κατέγραψε ο Μπούχαριν στην βιβλιογραφία του για τον κοµουνισµό. Η «Σιδερένια Φτέρνα» έκτοτε θα αποτελέσει κλασικό εγχειρίδιο µαρξιστικής φιλοσοφίας, εργαλείο µελέτης της ταξικής πάλης, υποθήκη έµπειρης ανάλυσης των κοινωνικών εξελίξεων. Και όχι µόνο αυτά. Σκιαγραφεί µε µοναδική χρησιµότητα το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής της, ερµηνεύει την ταξική δοµή, εµβαθύνει στις εξελίξεις, προαναγγέλλει τις συγκρούσεις του Μέλλοντος. Χωρίς ίχνος υπερβολής, άνετα θα µπορούσε κάποιος να το ονοµάσει σαν την «Αποκάλυψη» της μαρξιστικής λογοτεχνίας.
Κάπου εκεί ο συγγραφέας αρχίζει να νιώθει και να αισθάνεται όλους τους «απόβλητους» και καταφρονεµένους της κοινωνίας σαν αδέλφια του, όµοια µε εκείνον, χωρίς να αφήνει τα συναισθήµατά του να θολώνουν τη σκέψη του, µε κρυστάλλινη διαύγεια και ώµό κυνισµό.
Το 1910 έως το 1912 αρχίζει το γράψιµό του για το θέατρο. Δηµιουργεί τα έργα «Το φλογερό φως της µέρας», «Η Κλοπή», «Ο Γιος του Ήλιου και άλλα διηγήµατα» και την «Κρουαζιέρα µε το Σναρκ» µε τις εµπειρίες του από τις Νότιες θάλασσες, ενώ τον Οκτώβρη του 1913 τον βρίσκει λάβρο κατά της στρατιωτικοποίησης των Η.Π.Α. «Κάτω ο Στρατός, Κάτω το Ναυτικό !!!» βροντοφώναζε. «Δεν χρειαζόµαστε µηχανές θανάτου, χρειαζόµαστε µηχανές ζωής !!!». Γράφει τα έργα «Η Κοιλάδα του Φεγγαριού», έργο µεγάλης και βαθύτατης περισυλλογής. Το 1913 ανακηρύσσεται ως ο πιο πολυδιαβασµένος συγγραφέας του Κόσµου.
Το 1914, η έκρηξη του Α΄ Παγκόσµιου Πολέµου τον βρίσκει να στηρίζει αβασάνιστα τους Δυτικούς κατά των Γερµανών. Εργάζεται σαν Πολεµικός ανταποκριτής µε τον Πάντσο Βίλλα στο Μεξικό και τον Αιµιλιάνο Ζαπάτα ενώ συνεχίζει να γράφει ασταµάτητα.
Στης 22 Νοέµβρη του 1916, πολύ πλούσιος, όντως καταξιωµένος, αλλά παράλληλα καταπονηµένος και αλκοολικός, ο Τζακ Λόντον περνάει σε φάση εσωτερικής αναδίπλωσης και αυτοκτονεί µε Μορφίνη σε ηλικία µόλις 40 ετών! Η βίλα του στο Γκλεν Έλλεν της Καλιφόρνια, ήταν η τελευταία του κατοικία.
Το 1917 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο «Ο Τζέρρυ από τα Νησιά», ενώ το 1918 τα Άπαντα του, δηµοσιεύονται στα ρώσικα µε προλογίζοντα τον ίδιο τον Β. Ι. Λένιν. Το 1924 ξεκίνησε η Γερµανική έκδοση των Απάντων, σε 31 τόµους.
«Προτιµώ να γίνω στάχτη παρά σκόνη! Προτιµώ η σπίθα µου να εξαντληθεί µέσα στη φωτιά, παρά να σαπίσει από την υγρασία! Προτιµώ να γίνω µετεωρίτης, κάθε άτοµο µου να γίνει εκθαµβωτική λάµψη, απ’ ότι ένας κοιµισµένος και παντοτινός πλανήτης. Ο προορισµός του ανθρώπου είναι να ζει, όχι να επιβιώνει Δεν θα σπαταλήσω τις µέρες µου προσπαθώντας να τις παρατείνω. Θα αξιοποιήσω το χρόνο µου.»
Τζακ Λόντον
Πηγές: Κόκκινο Δίκτυο, Βικιπαίδεια.
Βιβλιογραφία:
«Ο Γιος του Λύκου» (1900)
«Ο Θεός των Πατέρων του» (1901)
«Η Κόρη του Χιονιού» (1902)
«Τα Παιδιά του Δάσους» (1902)
«Το κάλεσµα της άγριας φύσης» (1903)
«Οι Άνθρωποι της Αβύσσου» (1903)
«Ο Θαλασσόλυκος» (1904)
«Σοφία Σάντερλαντ»
«Η Πίστη των ανθρώπων»
«Το παιχνίδι» (1905)
«Ιστορίες της Ιχθυοπεριπόλου» (1905)
«Πόλεµος των Τάξεων»
«Η Καταφρόνηση της γυναίκας» (Θεατρικό)
«Πριν από τον Αδάµ» (1907)
«Λευκό κυνόδοντο» (1907)
«Ο Φεγγαροπρόσωπος» (1907)
«Η Αγάπη της ζωής και άλλα διηγήµατα» (1907)
«Ο Δρόµος» (1907)
«Η Σιδερένια Φτέρνα» (1907)
«Μάρτιν Ήντεν» (1908)
«Κλοπή» (Θεατρικό) (1910)
«Το Φλογερό φως της µέρας» (1910)
«Ο Γιος του Ήλιου» (1912)
«Η Επανάσταση και άλλα δοκίµια» (1912)
«Σµοκ Μπέλλοου» (1912)
«Αβυσσαλέο τέρας»
«Τζων Μπάρλευκορν» (1913)
«Η Κοιλάδα του Φεγγαριού» (1913)
«Η Δύναµη του Δυνατού» (1914)
«Το περιπλανούµενο αστέρι» (1915)
«Φυτευτής βαλανιδιών» (Θεατρικό)
Γράμμα του Λ. Τρότσκι στην Τζόαν Λόντον
Αγαπητή συντρόφισσα,
Δοκιμάζω κάποια σύγχυση να σας ομολογήσω ότι αυτές τις τελευταίες μέρες μόνο, δηλαδή με τριαντάχρονη καθυστέρηση, διάβασα για πρώτη φορά Το Σιδερένιο Τακούνι του Τζάκ Λόντον. Αυτό το έργο μου προκάλεσε – το λέω μετρώντας τα λόγια μου – ζωηρή εντύπωση. Όχι μόνο για τις καλλιτεχνικές του αρετές: η μορφή του μυθιστορήματος δεν κάνει εδώ παρά να χρησιμεύει για πλαίσιο στην κοινωνική ανάλυση και πρόβλεψη. Ο συγγραφέας είναι σκόπιμα οικονόμος στη χρήση των καλλιτεχνικών μέσων. Εκείνο που τον ενδιαφέρει δεν είναι η ατομική μοίρα των ηρώων του μα η μοίρα του ανθρώπινου γένους. Μ’ αυτό δε θέλω ωστόσο καθόλου να μειώσω την καλλιτεχνική άξια του έργου και κυρίως των τελευταίων κεφαλαίων του, αρχίζοντας από το δήμο του Σικάγου. Η ουσία δε βρίσκεται εκεί. Το βιβλίο με κατάπληξε με την τόλμη και την ανεξαρτησία των προβλέψεων του στον τομέα της ιστορίας.
Το παγκόσμιο εργατικό κίνημα ξετυλίχτηκε στο τέλος του περασμένου αιώνα και στις αρχές του τωρινού κάτω από το σήμα του μεταρρυθμισμού. Μια για πάντα έμοιαζε θεμελιωμένη η προοπτική για μιαν ειρηνική και συνεχή πρόοδο στην ανάπτυξη της δημοκρατίας και των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Σίγουρα, η ρωσική επανάσταση μαστίγωσε τη ριζοσπαστική πτέρυγα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας κι έδωσε για κάποιον καιρό δύναμη και σφρίγος στον αναρχοσυνδικαλισμός στη Γαλλία. Το Σιδερένιο Τακούνι φέρνει άλλωστε την αναμφισβήτητη σφραγίδα του 1905.
Η νίκη της αντεπανάστασης στερεωνόταν κιόλας στη Ρωσία όταν εκδόθηκε το αξιόλογο αυτό βιβλίο. Στον παγκόσμιο στίβο η ήττα του ρώσικου προλεταριάτου έδωσε στο ρεφορμισμό όχι μόνο τη δυνατότητα να επανακτήσει τις χαμένες θέσεις μα ακόμα και τα μέσα να υποτάξει ολοκληρωτικά το οργανωμένο εργατικό κίνημα. Φτάνει να θυμίσουμε ότι ίσα ίσα μέσα στα εφτά χρόνια που ακολούθησαν (από το 1907 έως το 1914) η διεθνής σοσιαλδημοκρατία έφτασε τέλος στην ωριμότητα που της χρειαζόταν για να παίξει τον ταπεινό και επαίσχυντο ρόλο της στον παγκόσμιο πόλεμο.
Ο Τζακ Λοντον μπόρεσε να εκφράσει σαν αληθινός δημιουργός την παρόρμηση που είχε δόση η πρώτη ρωσική επανάσταση, μπόρεσε επίσης να ξανασκεφτεί στο σύνολο της τη μοίρα της καπιταλιστικής κοινωνίας στο φως αυτής της επανάστασης. Έσκυψε ολότελα ξεχωριστά πάνω στα προβλήματα που ο σημερινός επίσημος σοσιαλισμός θεωρεί οριστικά θαμμένα: την αύξηση του πλούτου και της δύναμης στον ένα πόλο της κοινωνίας, της αθλιότητας και των βασάνων στον άλλο πόλο. Τη συσσώρευση του κοινωνικού μίσους, το ακατάσχετο φούσκωμα αιματηρών κατακλυσμών, όλα αυτά τα ζητήματα ο Τζακ Λοντον τα ένοιωσε με αφοβία που μας αναγκάζει αδιάκοπα να αναρωτιόμαστε με κατάπληξη: Ποτε λοιπόν γράφτηκαν αυτές οι γραμμές; Ήτανε πριν από τον πόλεμο;
Πρέπει να υπογραμμίσουμε ολότελα ξεχωριστά το ρόλο που ο Λοντον αποδίδει στην εργατική γραφειοκρατία και αριστοκρατία στην κατοπινή εξέλιξη της ανθρωπότητας. Με την υποστήριξη τους η αμερικανική πλουτοκρατία θα καταφέρει να τσακίσει το ξεσήκωμα των εργατών και να διατηρήσει τη σιδερένια δικτατορία της για τους τρεις ερχόμενους αιώνες. Δε θα συζητήσουμε με τον ποιητή πάνω σε μια προθεσμία που δε μπορεί να μη μας φαίνεται εξαιρετικά μακριά. Το σπουδαίο εδώ δεν είναι άλλωστε ο πεσιμισμό του Τζακ Λοντον, μα η φλογερή τάση του να ξετινάξει εκείνους που αφήνουν να λικνίζονται από τη ρουτίνα, να τους αναγκάσει να ανοίξουνε τα μάτια, να δουν αυτό που υπάρχει κι αυτό που είναι στο γίγνεσθαι του. Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί επιδέξια τις μέθοδες της υπερβολής. Σπρώχνει ως το ακραίο όριο τους τις εσώτερες τάσεις του καπιταλισμού στον εξανδραποδισμό, στη σκληρότητα, στην αγριότητα και την προδοσία. Μεταχειρίζεται τους αιώνες για να μετρήσει καλύτερα την τυραννική βούληση των εκμεταλλευτών και τον προδοτικό ρόλο της εργατικής γραφειοκρατίας. Οι πιο ρομαντικές υπερβολές του είναι, στο τέλος του λογαριασμού, άπειρα πιο σωστές από τους λογιστικούς υπολογισμούς των λεγόμενων «ρεαλιστών» πολιτικών.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τη συγκαταβατική ολιγοπιστία με την οποία η τοτινή επίσημη σοσιαλιστική σκέψη υποδέχτηκε τις τρομερές προβλέψεις του Τζακ Λοντον. Αν κάνει κάνεις τον κόπο να εξετάσει τις κριτικές για Το Σιδερένιο Τακούνι που δημοσιεύθηκαν τότε στις γερμανικές εφημερίδες “Neue Zeit” και “Worwaerts”, δε θα δυσκολευτεί να πειστεί ότι ο τριαντάρης «ρομαντικός» έβλεπε ασύγκριτα πιο μακριά απ’ όλους μαζί τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες εκείνης της εποχής. Σ’ αυτήν την περιοχή, άλλωστε, ο Τζακ Λοντον αντέχει στη σύγκριση όχι μόνο με τους ρεφορμιστές και τους κεντριστές. Μπορεί να υποστηρίξει κάνεις με βεβαιότητα ότι στα 1907 δεν υπήρχε επαναστάτης μαρξιστής, χωρίς να εξαιρέσουμε το Λένιν και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, που να παρουσίασε με τέτοια πληρότητα την απαίσια προοπτική της ένωσης ανάμεσα στο χρηματιστικό κεφάλαιο και την εργατική αριστοκρατία. Αυτό είναι αρκετό για να ορίσει την ειδική άξια του μυθιστορήματος.
Το κεφάλαιο «Το ωρυόμενο Κτήνος της Αβύσσου» είναι ασυζήτητα το κέντρο του έργου. Τη στιγμή όπου εκδόθηκε το μυθιστόρημα, αυτό το αποκαλυπτικό κεφάλαιο πρέπει να φάνηκε σαν το όριο του υπερβολισμού. Ότι έγινε κατόπι το ξεπέρασε πραγματικά. Κι ωστόσο η τελευταία λέξη της πάλης των τάξεων δεν ειπώθηκε ακόμα. Το «Κτήνος της Αβύσσου» είναι ο λαός που έχει φτάσει στο πιο ακραίο όριο εξανδραποδισμού, ταπείνωσης και εκφυλισμού. Δε θαπρεπε γι’ αυτό να ριψοκινδυνέψουμε μιλώντας για τον πεσιμισμό του καλλιτέχνη! Όχι, ο Λοντον είναι οπτιμιστής, μα ένας οπτιμιστής με βλέμμα οξύ και διαπεραστικό. «Να σε ποια άβυσσο θα μας γκρεμίσει η μπουρζουαζία αν δεν τη φέρετε στα συγκαλά της» – τέτοια είναι η σκέψη του, κι αυτή η σκέψη σήμερα αντηχεί ασύγκριτα πιο επίκαιρα και πιο ζωντανά απ’ ότι εδώ και τριάντα τόσα χρόνια. Τέλος, τίποτα δεν είναι πιο εκπληκτικό στο έργο του Τζακ Λοντον από την αληθινά προφητική πρόβλεψη για τις μέθοδες που Το Σιδερένιο Τακούνι θα χρησιμοποιήσει για να διατηρήσει την κυριαρχία του πάνω στην τσακισμένη ανθρωπότητα. Ο Λοντον προβάλλει μεγαλόπρεπα ελεύθερος από ρεφορμιστικές και πασιφιστικές αυταπάτες. Στον πίνακα του για το μέλλον δεν αφήνει απολύτως τίποτα από δημοκρατία και ειρηνική πρόοδο. Πάνω από τη μάζα των απόκληρων υψώνονται οι κάστες της εργατικής αριστοκρατίας, του πραιτοριανού στρατού, του παντοδύναμου αστυνομικού μηχανισμού και της χρηματιστικής ολιγαρχίας που επιστεγάζει όλο το οικοδόμημα. Όταν διαβάζει κάνεις αυτές τις γραμμές, δεν πιστεύει στα μάτια του: είναι μια εικόνα του φασισμού, της οικονομίας του, της κυβερνητικής τεχνικής του και της πολιτικής ψυχολογίας του (οι σελίδες 299, 300 και η σημείωση στη σελίδα 301 είναι εξαιρετικά αξιοπρόσεκτες). Ένα γεγονός είναι αναμφισβήτητο: από το 1907 ο Τζακ Λοντον πρόβλεψε και περιέγραψε το φασιστικό καθεστώς σαν το αναπόδραστο αποτέλεσμα της ήττας της προλεταριακής επανάστασης. Οποία και νάνε τα επιμέρους «σφάλματα» του μυθιστορήματος – και υπάρχουν τέτοια – δε μπορούμε να μην υποκλιθούμε μπροστά στη δυνατή ενόραση του επαναστάτη καλλιτέχνη.
Γράφω αυτές τις γραμμές βιαστικά. Φοβάμαι πολύ μήπως οι περιστάσεις δε μου επιτρέψουν να ολοκληρώσω την αξιολόγηση μου για τον Τζακ Λοντον. Θα προσπαθήσω να διαβάσω αργότερα τα αλλά έργα που μου έχετε στείλει και να σας πω τι σκέφτομαι γι’ αυτά. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα γράμματα μου όπως η ίδια κρίνετε αναγκαίο. Σας εύχομαι να πετύχετε στην εργασία που έχετε αναλάβει για τη βιογραφία του μεγάλου άντρα που ήτανε πατέρας σας.
Με τους εγκάρδιους χαιρετισμούς μου
ΛΕΩΝ ΤΡΟΤΣΚΙ
Κογιοακάν (Μεξικό), 16 Οκτώβρη 1937
Category: Χωρίς κατηγορία