Οι πυρκαγιές στην Αττική και η αστική περιβαλλοντική πολιτική
Πριν από δέκα μέρες γίναμε μάρτυρες άλλης μιας δασικής καταστροφής, αυτή τη φορά στην καρδιά του Λεκανοπεδίου, μέσα μόλις σε δυο χρόνια. Για να συνειδητοποιήσουμε τις τραγικές διαστάσεις της περιβαλλοντικής φθοράς, πρέπει να αναλογιστούμε ότι σχεδόν το σύνολο των δασικών εκτάσεων της ΒΔ Πεντέλης (Αγ. Στέφανος, Πάντειος Πολιτεία, Πικέρμι, Κορωπί, Ροδόπολη, Άνοιξη, Αστακός) έχει γίνει κυριολεκτικά παρανάλωμα του πυρός!
Οι πυρκαγιές λοιπόν, της προηγούμενης εβδομάδας ήρθαν να αφανίσουν και τις λιγοστές εναπομείναντες περιοχές πρασίνου στην Αττική και να επιστεγάσουν τις ανυπολόγιστες καταστροφές του Αυγούστου του 2007. Οι συνέπειες προβλέπονται εξαιρετικά ανησυχητικές, μια που η παντελής έλλειψη πνευμόνων πρασίνου θα συντελέσει άμεσα σε άνοδο της θερμοκρασίας της πρωτεύουσας, η ποιότητα του αέρα θα επιδεινώνεται (η άνοδος του επιπέδου του αζώτου αλλά και του όζοντος θα δημιουργήσει μια αρρωστημένη και αποπνικτική ατμόσφαιρα), ενώ όλο και περισσότερες συνοικίες θα κινδυνεύουν με πλημμύρες, διότι οι ρίζες των νεκρών δέντρων δεν μπορούν να συγκρατήσουν και να απορροφήσουν μεγάλες ποσότητες του ύδατος των βροχών.
Στόχος λοιπόν, του άρθρου αυτού είναι να προσεγγίσει με πολιτικό τρόπο την περιβαλλοντική πολιτική του σύγχρονου αστικού κράτους, να ψηλαφίσει δηλαδή τις αιτίες και την ερμηνεία του φαινομένου, στο κέντρο των στρατηγικών του συνασπισμού εξουσίας και του πολιτικού του εκφραστή – συλλογικός κεφαλαιοκράτης – του κράτους. Παράλληλα, θα επιδιώξει να αποστασιοποιηθεί μερικώς και να αρθρώσει κριτική στάση απέναντι στην τοποθέτηση της Παραδοσιακής Αριστεράς στην Ελλάδα (ΚΚΕ, ΣΥΝ).
Προτού προχωρήσουμε, είναι απαραίτητες ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις, εν είδη θεωρητικού θεμελίου. Η πόλη, από συγκροτήσεως των πρώτων αστικών κρατών, αποτελεί την ιστορική χωροχρονική μήτρα εμπέδωσης και διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Συνιστά εκείνο το πεδίο υλοποίησης της κεφαλαιακής συσσώρευσης, έντασης της εκμετάλλευσης της εργατική τάξης, αλλά και συγκρότησης των κοινωνικών συμμαχιών του κεφαλαίου και όξυνσης της πάλης των τάξεων. Τέλος, ας σημειωθεί ότι η συγκρότηση των πόλεων ως κόμβος συμπύκνωσης των κοινωνικών αντιθέσεων, συνυφαίνεται ταυτόχρονα με τα αποδιαρθρωτικά αποτελέσματά της στην ύπαιθρο, την οποία ηγεμονεύει, διαμορφώνοντας έτσι την – κατά τον Μαρξ – αντίθεση πόλης και υπαίθρου στα πλαίσια ενός κοινωνικού σχηματισμού.
Ο μετασχηματισμός της φύσης υπήρξε πάντοτε στο στόχαστρο των ανθρωπίνων κοινωνιών, αποβλέποντας στη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Ωστόσο, η τομή πραγματοποιήθηκε ιδιαίτερα από τη βιομηχανική επανάσταση και ύστερα, όπου οι δυνατότητες διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος από τους κεφαλαιοκράτες εκτινάχθηκαν στα ύψη. Από εδώ και στο εξής, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής–εξουσίας δεσπόζουν και προσδιορίζουν τις πρακτικές περιβαλλοντικού μετασχηματισμού, αίροντας κάθε διαλεκτική ισορροπημένης ανάπτυξης φύσης και μέσης τεχνολογικής–παραγωγικής κοινωνικής στάθμης. Σήμερα, στην εποχή του σύγχρονου καπιταλισμού, αντιλαμβανόμαστε ξεκάθαρα πως η αξιοποίηση της φύσης αναφορικά με τις στρατηγικές κερδοφορίας, συσσώρευσης και διεθνοποίησης του κεφαλαίου, έχει οδηγήσει στην απόλυτη οικολογική θηριωδία (οι πυρκαγιές είναι μόνο μία ψηφίδα του μωσαϊκού που λέγεται περιβαλλοντική καταστροφή, πλάι στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, τους θαλάσσιους και εναέριους ρύπους, το λιώσιμο των πάγων, κλπ), αναιρώντας θα λέγαμε οριακά τις προϋποθέσεις αναπαραγωγής του ίδιου.
Στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό λοιπόν, οι πυρκαγιές των τελευταίων τριών καλοκαιριών, ασχέτως του τρόπου και των αιτιών για τις οποίες εκδηλώθηκαν – θα γίνει λόγος περί αυτού πιο κάτω – σχετίζονται με τις αστικές σχέσεις εκμετάλλευσης και τις στρατηγικές επιλογές του ελληνικού συνασπισμού εξουσίας, κυρίαρχα σε τρία επίπεδα: Πρώτα, σε σχέση με την ίδια την παραγωγή (εκμετάλλευση – μεγιστοποίηση του κέρδους), εν συνεχεία αναφορικά με τη σφαίρα της κοινωνικής αναπαραγωγής και τέλος σχετικά με την εδραίωση της πολιτικής εξουσίας της κυρίαρχης τάξης, μέσω της οικοδόμησης κοινωνικών συμμαχιών. Η ανάλυση που ακολουθεί, προσπαθεί να λάβει υπόψη της όλες τις πτυχές της φυσικής καταπάτησης, μία εκ των οποίων είναι και οι πυρκαγιές.
Όσον αφορά τη σφαίρα της παραγωγής, είναι γεγονός ότι στο μετεμφυλιακό κράτος των δεκαετιών του ’50 και του ’60, η – με κάθε κόστος – πολιτική και οικονομική ανοικοδόμηση της αστικής τάξης ανέδειξε το κατασκευαστικό κεφάλαιο ως το πλέον δραστήριο και γιατί όχι και ηγεμονικό ανάμεσα στις άλλες μερίδες του «παραγωγικού» κεφαλαίου (αν εξαιρέσουμε βέβαια εδώ το εφοπλιστικό κεφάλαιο). Μάλιστα, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 καταμεσής της στρατιωτικής δικτατορίας, φτάνει στο απόγειό της ανάπτυξής του. Είναι η χρονική περίοδος που αυξάνει κατά πολύ ο συντελεστής δόμησης κυρίως της Αθήνας και πολύ γρήγορα θα φυτρώνει η μία πολυκατοικία μετά την άλλη μετατρέποντας την πρωτεύουσα σε πόλη – έκτρωμα.
Επιπρόσθετα, είναι χαρακτηριστική η τσιμεντοποίηση κάθε ελεύθερου χώρου και κάθε μικρής γωνιάς πρασίνου στο κέντρο της Αθήνας, με στόχο την εμπορική αξιοποίησή τους, με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα οικοδόμηση μεγάλων εμπορικών συγκροτημάτων ή εναλλακτικά κέντρων διασκέδασης (σύγχρονη βιομηχανική ψυχαγωγία). Συνεπώς, μετατρέπεται σε δεξαμενή άντλησης κέρδους κάθε σπιθαμή αδόμητου χώρου, ελέγχοντας και καναλιζάροντας παράλληλα, με βάση τις νόρμες που διαμορφώνονται εκεί, όλο το φάσμα των κοινωνικών πρακτικών του ελεύθερου χρόνου των κυριαρχούμενων τάξεων.
Εξαιρετικά ενδεικτική επίσης, είναι και η περίπτωση μιας πυρκαγιάς σε κάποια παραθαλάσσια ή βουνίσια έκταση, με τις δυνατότητες που δημιουργεί για συγκρότηση πελώριων τουριστικών και ξενοδοχειακών ή ακόμη και βιομηχανικών μονάδων, στο βωμό κυρίως των μεγάλων ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων, πάντοτε με την κρατική (νομική) αρωγή του αποχαρακτηρισμού της καμένης έκτασης ως δασικής. Πολυάριθμες είναι οι περιπτώσεις αυτές στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια, με ιδιαίτερα καταστροφικές επιπτώσεις στο ευρύτερο φυσικό περιβάλλον από τα λύματα και τους ρύπους τους.
Εντούτοις, ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείο τομής της αστικής περιβαλλοντικής πολιτικής με τη σφαίρα της κοινωνικής αναπαραγωγής, δηλαδή με την αναπαραγωγή των όρων της καπιταλιστικής παραγωγής. Είναι αναμφισβήτητο, το γεγονός ότι ο κλάδος των συγκοινωνιών και μεταφορών, ο κλάδος της υγείας, όπως επίσης και ο σχολικός μηχανισμός αναλαμβάνουν την «ορθολογική» διαχείριση, τη μεταφορά, τη συντήρηση και την ειδίκευση της εργατικής δύναμης. Επομένως, είτε μέσω μιας ωμής κρατικής επέμβασης στο περιβάλλον, είτε μέσω των δυνατοτήτων που παρέχει μία μεγάλη πυρκαγιά, η κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου ή ενός σιδηρόδρομου, η τροχοδρόμηση μιας περιοχής ή η διάνοιξη μιας σήραγγας μέσα από ένα βουνό, υλοποιείται αποβλέποντας στην αποτελεσματική και ταχύτατη μεταφορά – άρα και αναπαραγωγή – της εργατικής δύναμης. Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί την αναγκαιότητα προσαρμογής του συλλογικού εργαζομένου στις συνθήκες επέκτασης της συσσώρευσης του κεφαλαίου και εξασφάλισης του απρόσκοπτου της έντασης της εκμετάλλευσης.
Ειδικά όσον αφορά τους μεγάλους αυτοκινητόδρομους, θα πρέπει να τονίσουμε ότι εκτός από τη γρήγορη μεταφορά της εργατικής δύναμης στους χώρους παραγωγής (και εδώ συχνά υπάρχει και ο προσανατολισμός παράκαμψης της δημόσιας συγκοινωνίας και χρήσης ατομικού μέσου μεταφοράς, για ελαχιστοποίηση του κύκλου αναπαραγωγής της), εξυπηρετούν και την ταχεία μετακίνηση των εμπορευμάτων, δηλαδή της ανταλλακτικής αξίας και της υπεραξίας εντός αυτής, βελτιστοποιώντας τη δίκτυο διασύνδεσης όλων των κόμβων της παραγωγής και της οικονομίας ευρύτερα, ενώ ταυτόχρονα μειώνει το χρόνου κυκλοφορίας του κεφαλαίου (διαφορισμός του «καπιταλιστικού» χρόνου). Η περίπτωση της Εγνατίας και οι μεγάλες φωτιές το καλοκαίρι του 2007, υπάγονται μάλλον στην κατηγορία αυτή, αφού δεν μπορεί να είναι τυχαία η δασική εξαφάνιση στο τμήμα εκείνο της Πελοποννήσου, στο οποίο σχεδιαζόταν σε ένα βάθος χρόνου να καταφθάνει η Εγνατία, χτίζοντας μία άμεση εμπορική διασύνδεση της Νότιας Ελλάδας με τα Βόρεια Βαλκάνια, μέσω μίας κεντρικής οδικής αρτηρίας (συνυπολογίζοντας και τα περιφερειακά εμπορικά οφέλη κατά μήκος του μεγαλεπήβολου αυτού έργου).
Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό, η κατεύθυνση του αστικού πολεοδομικού σχεδιασμού προς συγκρότηση ζωνών συγκέντρωσης ομοειδών χρήσεων και λειτουργιών, όπως οι ζώνες αμιγούς ψυχαγωγίας στο κέντρο της Αθήνας (Ψυρρή, Γκάζι), έχει να κάνει εξίσου με την οργάνωση κάποιων κοινωνικών, ιδεολογικών και ψυχολογικών όρων του ευρύτερου εργαζόμενου δυναμικού, που συντείνει στην αναπαραγωγή των προϋποθέσεων αποδοτικότητας και εκμετάλλευσης.
Παρ’ όλα αυτά, όλο αυτό το πλέγμα των αστικών στρατηγικών που οδηγούν ευθέως σε αυτήν την περιβαλλοντική θηριωδία, διατηρεί μία υλικότητα πολιτικής – δηλαδή ταξικής – φύσεως. Τα αυθαίρετα που φυτρώνουν στις παράκτιες και δασικές περιοχές (πχ η σχετικά πρόσφατη οικιστική εξάπλωση στους πρόποδες της Πάρνηθας), με την αντιφατική (αντινομίες) ανοχή ή κάλυψη των κρατικών μηχανισμών, εντάσσονται στα πλαίσια πελατειακών σχέσεων που συνάπτει το πολιτικό προσωπικό με κοινωνικά στρώματα. Το εύρος σύναψης πελατειακών σχέσεων στην Ελλάδα κατά τον Δημήτρη Χαραλάμπη, συνιστά τον ιδιαίτερο τρόπο του ελληνικού συνασπισμού εξουσίας να συγκροτεί κοινωνικές και ταξικές συμμαχίες. Στην περίπτωση των σκανδαλωδών οικοδομικών επεμβάσεων, οι συμμαχίες αυτές εδράζονται στο υλικό έδαφος κάποιων οικιστικών ανέσεων. Μάλιστα, όπως μας λέει ο Χρήστος Ζέρβας στη «Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία» με σχετικό του άρθρο, η διαμόρφωση πελατειακών σχέσεων με όχημα την αυθαίρετη δόμηση, είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που έχει τις ιστορικές του ρίζες στο μαζικό μεταναστευτικό κύμα την επαύριο της μικρασιατικής καταστροφής, το 1922.
Στο σημείο αυτό, είναι πασιφανής ο τρόπος με τον οποίον αποτυπώνεται η αστική περιβαλλοντική στρατηγική στη νομικο – πολιτική σφαίρα του κράτους, στις διατάξεις δηλαδή και τα νομοσχέδια. Σύμφωνα πάλι με το ίδιο άρθρο του Χ. Ζέρβα, παρατίθενται ορισμένα διαφωτιστικά στοιχεία: Η προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 24 του Συντάγματος από το 2005, η πρόταση να λαμβάνονται υπόψη νεότερες αεροφωτογραφίες (του 1975) που θα νομιμοποιούσαν την πρόσφατη καταπάτηση του δημοσίου πλούτου, το ΥΠΕΧΩΔΕ που επιβραβεύει την παράνομη δόμηση στην Ανατολική Αττική δίνοντας οικοδομικές άδειες και σε περιοχές που θεωρούνται δασικές, η έλλειψη σύνταξης εθνικού δασολογίου (προκρίθηκε η καταγραφή των ιδιοκτησιών), και οι προκηρύξεις πρόσληψης εποχικών δασικών υπαλλήλων που έγιναν στο τέλος της θερινής περιόδου είναι δεδομένα που προδίδουν ηχηρά την περιβαλλοντοκτόνα πολιτική της αστικής τάξης. Είναι άξιες αναφοράς εδώ, για το ρόλο του κράτους ως συλλογικού κεφαλαιοκράτη και της σχετικής του αυτονομίας από την κυρίαρχη τάξη με στόχο την οργάνωση και εμπέδωση της αστικής ταξικής κυριαρχίας, οι αντινομίες σε όλη την έκταση του περιβαλλοντικού νομικού πλαισίου, μια που πάρα πολύ συχνά παρακάμπτονται οι δικαστικές αποφάσεις, πορίσματα δασαρχείων που αποκαθιστούν το χαρακτηρισμό εκτάσεων ως δασικές ύστερα από πυρκαγιές ή βουλεύματα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης (που παίζουν και το ρόλο του «καλού»), πραξικοπηματικά από το ΥΠΕΧΩΔΕ, ερειζόμενο σε διάφορα απίθανα «νομικά παράθυρα».
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, πάλι από την «Ελευθεροτυπία» της Δευτέρας 31-8-09, διαβάζουμε ότι ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Γ. Σουφλιάς σε αυτή τη δραματική συγκυρία για την Αττική σκοπεύει να εξοντώσει και την τελευταία περιοχή πρασίνου στον Υμηττό, κατασκευάζοντας εκεί αυτοκινητόδρομο. Πρόκειται για 35 χλμ τσιμέντου, που θα διασχίζουν την Α’ και Β’ ζώνη προστασίας και την περιοχή NATURA. Όπως μας λέει ο Πάνος Τότσικας στο άρθρο του «πρόκειται για μια συνειδητή και προγραμματισμένη καταστροφή […] δεδομένου ότι οι νέοι αυτοκινητόδρομοι διέρχονται επιφανειακά από την ανατολική πλευρά του Υμηττού» και επιπλέον ότι «οι δασικές και γεωργικές εκτάσεις […] παραδίδονται σε εκμετάλλευση προκειμένου να κατασκευαστούν ιδιωτικές εγκαταστάσεις εκπαίδευσης, υγείας, πολιτισμού και αθλητισμού […] έρχονται να εξυπηρετήσουν ακριβώς αυτά τα συμφέροντα».
Στο βαθμό επομένως, που τα ζητήματα της καταστροφής του φυσικού πλούτου είναι συνυφασμένα με τη στρατηγική της αστικής εξουσίας, η επαναστατική Αριστερά έχει καθήκον πολιτικής παρέμβασης και ανάδειξης, με έναν πάντα κωδικοποιημένο και ιεραρχημένο τρόπο, όλων των πολιτικών παραγόντων, που αναλύθηκαν προηγουμένως, που συντείνουν στο να γίνουν δυσχερέστερες οι περιβαλλοντικές συνθήκες. Θα χρειαστεί όμως πρώτα μία κριτική αποστασιοποίηση από την τοποθέτηση της επίσημης Αριστεράς και ιδιαιτέρως από εκείνη του ΚΚΕ. Σύμφωνα με τη συνομωσιολογική οπτική του γωνία, αντιλαμβάνεται τις καταστροφές ως ένα οργανωμένο σχέδιο των «μεγάλων συμφερόντων και της πλουτοκρατίας» με σκοπό η κυβέρνηση να μοιράσει έπειτα τα «φιλέτα» στους επίδοξους οικοπεδοφάγους. Είναι μία αντίληψη, η οποία έχει στο εσωτερικό της και μια εργαλειακή θεώρηση για το κράτος, μια που η αστική τάξη μπορεί κατά βούληση να υλοποιεί τέτοιες επιλογές με τη χρήση μερικών πληρωμένων εντολοδόχων, σα να βρίσκεται εκτός της πάλης των τάξεων, σα να μη συναντά ποτέ καμία κοινωνική αντίσταση από τις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Παράλληλα, η οικονομίστικη–νομικιστική του προοπτική προσανατολίζει τον ιδεολογικό του λόγο μόνο ενάντια στις συμπράξεις δημοσίου–ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), ενώ εγκλωβισμένο στη λογική της εθνικής ανάπτυξης (που υποτίθεται κατευθύνεται αντικειμενικά προς το σοσιαλισμό, ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων, κοκ), που ανάγεται ευθέως στην αστική λογική, αποφεύγει να τοποθετηθεί σε μια σειρά από ζητήματα. Τέλος, η ανάδειξη των ελλείψεων του κρατικού μηχανισμού σε έμψυχο δυναμικό, της ολιγωρίας του, κλπ είναι μία παρακινδυνευμένη ιδεολογική ακροβασία, διότι ας μην ξεχνάμε το Πυροσβεστικό Σώμα ανήκει και αυτό στον σκληρό κατασταλτικό πυρήνα του κράτους, οπότε σε κάθε περίπτωση είναι λανθασμένο το αίτημα διόγκωσης του κρατικού καταπιεστικού μηχανισμού, που στρέφεται ενάντια στα συμφέροντα των λαϊκών κοινωνικών τάξεων.
Πρέπει λοιπόν, η επαναστατική Αριστερά να αντιλαμβάνεται κατά τη γνώμη μου, ότι οι πυρκαγιές προκαλούνται με διάφορους τρόπους και να τους προβάλει μαζικά όλους. Είτε πρόκειται για κρατική συμπαιγνία με τα «ιδιωτικά συμφέροντα», είτε αντικειμενικά από την ίδια την επιδείνωση των περιβαλλοντικών συνθηκών (άνοδος της θερμοκρασίας, κλπ), είτε πρόκειται για καθυστερήσεις στην επάνδρωση του πυροσβεστικού μηχανισμού, είτε για δυσμενή ιεράρχηση του οικολογικού ζητήματος από μία κυβέρνηση, είναι όλα εκφάνσεις της ίδιας επιθετικής στρατηγικής του κράτους. Η πλήρης ανάδειξη όλων των πτυχών της αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού χώρου διατηρεί αποστάσεις από εργαλειακές και συνομωσιολογικές αντιλήψεις και δημιουργεί τους όρους για μαζική πολιτική παρέμβαση και για συγκρότηση κοινωνικών αντιστάσεων.
Πριν ολοκληρώσουμε την ανάλυση του φλέγοντος αυτού ζητήματος, θα πρέπει να καταγραφεί με αρνητικό πρόσημο η απουσία εκδήλωσης οποιασδήποτε λαϊκής διαμαρτυρίας και διαδήλωσης (εκτός από αυτή που οργάνωσαν οι ‘bloggers’ στο Σύνταγμα, που ούτως ή άλλως είναι ακίνδυνη λόγω του απολιτικού χαρακτήρα της), παρά το εύρος της καταστροφής εντός της Αττικής. Αντανακλά το πώς έχουν καμφθεί οι λαϊκές αντιστάσεις ύστερα από το πύρινο καλοκαίρι του 2007 με συνέχεια μέχρι και σήμερα, αλλά και μία έντονη αμηχανία από το σύνολο του φάσματος της Αριστεράς στην Ελλάδα, που αδυνατεί να δώσει διέξοδο στις μάζες και μία προοδευτική και αντικαπιταλιστική προοπτική. Έχω τη γνώμη ότι για να επανασυγκροτηθεί το λαϊκό κίνημα στο μέτωπο της πόλης–περιβάλλοντος, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί επιμέρους στις γειτονιές, με συσσώρευση όλων των δυνάμεων που έχουν μια αντικαπιταλιστική και ριζοσπαστική πρακτική, με σχήματα και συλλογικότητες που θα ενθαρρύνουν και θα οργανώσουν τη μαζική πρωτοβουλία και αυτενέργεια, αξιοποιώντας πολλές και πρωτότυπες μορφές πάλης (όπως πρακτικές οικειοποίησης χώρων, δενδροφυτεύσεις), που θα συγκροτήσουν συνεκτικούς δεσμούς των μαζών με το χώρο, που θα τους υπερασπιστούν και θα ορθώσουν αποτελεσματικά αναχώματα στις επιθετικές αστικές «μεταρρυθμίσεις». Οι λαϊκές πρωτοβουλίες στο πάρκο Κύπρου και Πατησίων, στη Βίλα Ζωγράφου και στο πάρκο των Εξαρχείων είναι τα ελπιδοφόρα μηνύματα αυτού του νέου τύπου της πολιτικής πρακτικής. Τέλος, για τα κρίσιμα μέτωπα της Αττικής, όπως ο Ιππόδρομος στο Δέλτα Φαλήρου και ο Αυτοκινητόδρομος στον Υμηττό, που είναι κεντρικά ζητήματα του ελληνικού αστισμού, χρειάζεται ενδεχομένως η συσσώρευση και ο συντονισμός όλων των δυνάμεων της πόλης, στοχεύοντας στην όσο το δυνατόν κεντρικότερη πολιτική αναμέτρηση με το κράτος, παράλληλα με την κινητοποίηση των περιοχών που βαρύνονται και πλήττονται ιδιαίτερα από τις κρατικές αυτές επεμβάσεις. Μόνο αν η επαναστατική Αριστερά ιεραρχήσει ψηλά τα ζητήματα πόλης και περιβάλλοντος, με θαρραλέα θεωρητική εμβάθυνση και επεξεργασία, θα κατορθώσει να αρθρώσει μία νικηφόρα στρατηγική στο εν λόγω «φλέγον» μέτωπο!
Δήμος Ε
Category: Χωρίς κατηγορία