Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας
Στο φεστιβάλ της εφημερίδας Βαβυλωνία αγόρασα το βιβλίο του Χάουαρντ Ζιν Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας (εκδόσεις Εξάρχεια), το διάβασα και σήμερα έχω την χαρά να σας το παρουσιάσω.
Είναι το δεύτερο βιβλίο του Ζιν που διαβάζω (το πρώτο ήταν η Ιστορία του Λαού των Ηνωμένων Πολιτειών). Ο Χάουαρντ Ζιν είναι ιστορικός και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1922 στο Μπρούκλιν από φτωχή οικογένεια Εβραίων μεταναστών. Συμμετείχε ενεργά στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και στον αγώνα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο Columbia (σπούδασε ιστορία και πολιτικές επιστήμες) και δίδαξε στο κολέγιο Spelman, στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης και ως προσκεκλημένος στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και της Μπολόνια.
Έγραψε πάνω από 20 βιβλία και ζει στη Μασαχουσέτη. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό από την πετυχημένη θεατρική παράσταση Ο Μαρξ στο Σόχο. Το βιβλίο του, Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών, πούλησε πάνω από 1.000.000 αντίτυπα στις ΗΠΑ (στα ελληνικά έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Αιώρα).
Το βιβλίο Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας, έχει ένδεκα κεφάλαια στα οποία πραγματεύεται αυτόνομα διάφορα θέματα όπως: Αμερικανική ιδεολογία, Βία και ανθρώπινη φύση, Η χρήση και η κατάχρηση της ιστορίας, Δίκαιος και άδικος πόλεμος, Οικονομική δικαιοσύνη, Κομμουνισμός και αντικομουνισμός κ.α. Η παρουσίαση των απόψεων του γίνεται μ’ ένα γοητευτικό μείγμα προσωπικών εμπειριών και έναν πακτωλό ιστορικών γνώσεων.
Από τις πρώτες σελίδες ο Ζιν ξεκαθαρίζει ότι δεν θα παρουσιάσει τις απόψεις του ως δήθεν «αντικειμενικές»:
«Πραγματικά, είναι αδύνατο να είσαι ουδέτερος. Σε έναν κόσμο που κινείται ήδη προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, όπου ο πλούτος και η δύναμη κατανέμονται ήδη με συγκεκριμένο τρόπο, ουδετερότητα σημαίνει ότι αποδεχόμαστε τα πράγματα όπως είναι τώρα. Πρόκειται για έναν κόσμο ταξικών συμφερόντων – πόλεμος εναντίον ειρήνης, εθνικισμός ενάντια στο διεθνισμό, ισότητα ενάντια στην απληστία και δημοκρατία ενάντια στον ελιτισμό – και, κατά την άποψη μου, είναι ταυτόχρονα και αδύνατο και αθέμιτο να είσαι ουδέτερος απέναντι σ” αυτές τις συγκρούσεις.
Δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι ουδέτερος ούτε και θέλω να είμαι. Υπάρχουν ιδέες που εκτιμώ και άλλες όχι. Στο βιβλίο αυτό δεν πρόκειται να παρουσιάσω αντιλήψεις με αντικειμενικό τρόπο, αν αυτό σημαίνει ότι δε θα χρησιμοποιήσω την προσωπική μου κρίση, αξιολογώντας ποιες από αυτές είναι σωστές και ποιες λάθος. Θα προσπαθήσω να είμαι δίκαιος, αντιπαραθέτοντας με ακρίβεια τις αντικρουόμενες αντιλήψεις. Όμως ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι αυτά που θα διαβάσει εδώ είναι η δική μου άποψη για τον κόσμο όπως είναι τώρα και όπως θα ήθελα να είναι.
Σκοπός μου είναι να επηρεάσω τον αναγνώστη. Θέλω, όμως, να το κάνω αυτό με τη δύναμη των επιχειρημάτων και των γεγονότων, παρουσιάζοντας ιδέες και αντιλήψεις που δεν είναι ορθόδοξες. Είμαι αισιόδοξος ότι αν οι άνθρωποι οπλιστούν με περισσότερες γνώσεις, θα αυξηθούν οι δυνατότητες της σκέψης τους και θα καταλήξουν σε σοφότερα συμπεράσματα».
Θα μου επιτρέψετε (για λίγο) έναν προσωπικό τόνο. Η σχέση μου με την ιστορία είναι αρκετά καλή. Ξεκίνησα να διαβάζω ιστορία όταν καλά-καλά δεν ήμουν ούτε 15 χρονών και ο αδελφός μου αγόραζε την ενδεκάτομη Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού του Will Durant που κυκλοφορούσε τότε σε τεύχη στα περίπτερα. Θυμάμαι την πνευματική εγρήγορση (θα έλεγα τη διέγερση) που μου προκαλούσε η προσμονή και κατόπιν η ανάγνωση του κάθε τεύχους. Μέσω αυτής της διαδικασίας μου έγινε, από τότε, συνήθεια η ανάγνωση της ιστορίας. Τη γνώση της τη θεωρώ κρίσιμης σημασίας για τη κατανόηση (και όχι μόνο) της σύγχρονης εποχής. Μέσα από την ανάγνωση των ιστορικών συμβάντων βλέπεις, σαν σε σκηνή θεάτρου, όλο το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης, των αγώνων, των προσδοκιών, αλλά και των διαψεύσεων των ελπίδων των ανθρώπων στους κοινωνικούς αγώνες. Τους κυρίαρχους και τους κυριαρχούμενους, την καταπίεση αλλά και την εξέγερση.
Για να μην κατηγορηθώ για «ιστορικισμό» σπεύδω να διευκρινίσω την άποψή μου. Ασφαλώς και δεν πιστεύω ότι υπάρχει μια… «καλή κυρία που ονομάζεται ιστορία», και της οποίας τα πορίσματα είναι «αντικειμενικά», ότι δήθεν υπάρχει μια και μόνη ορθή ερμηνεία των ιστορικών συμβάντων. Η ιστορία είναι δημιούργημα της δράσης των ανθρώπων, είναι η αποκρυστάλλωση στο κοινωνικό πεδίο των πράξεών τους, της δράσης των τάξεων από τις οποίες αποτελείται μια κοινωνία σε ένα ορισμένο ιστορικό της στάδιο, επομένως ούτε η ανάγνωσή της ούτε η συνεκτίμηση των ιστορικών γεγονότων μπορούν να είναι «αντικειμενικά». Εξαρτώνται πάντοτε από την ταξική οπτική που εκτιμά κάποιος τα ιστορικά γεγονότα και από το επίπεδο των ταξικών αγώνων της κάθε εποχής. Αυτός είναι και ο λόγος που τα ιστορικά γεγονότα, όσο απομακρυσμένα και να είναι στο χρόνο, «ανακαλύπτονται» και «ξανα-ανακαλύπτονται» διαρκώς.
Συμφωνώ με τον αφορισμό του Χέγκελ:
«Αν η ιστορία έχει κάτι να μας διδάξει αυτό είναι ότι κανείς δεν διδάσκεται από αυτήν».
Αυτό σημαίνει ότι κάτω από παρόμοιες συνθήκες οι άνθρωποι τείνουν διαρκώς να αναπαράγουν τις ίδιες «απαντήσεις», να διαπράξουν τα ίδια «λάθη». Σημαίνει επιπλέον ότι τα ιστορικά γεγονότα είναι κάθε φορά μοναδικά, ενικά, η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται και επομένως το ιστορικό παρελθόν δεν μπορεί να εκληφθεί σαν ασφαλής οδηγός για το μέλλον.
Σε καμιά ωστόσο περίπτωση, τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι από τη γνώση της ιστορίας δεν αντλούνται γνώσεις, δεν συσσωρεύεται εμπειρία, που είναι χρήσιμη στην προσωπική διαμόρφωση αλλά και στην ταξική πάλη. Ο ίδιος ο Χέγκελ άλλωστε είχε βαθιά γνώση της ιστορίας και μια από τις κατηγορίες που εξαπολύεται εναντίον του είναι ότι δημιούργησε μια ιδεαλιστική «φιλοσοφία της ιστορίας».
Ο Γκράμσι ανέπτυξε τη θεωρεία του περί ηγεμονίας πάνω στο ισχυρό υπόβαθρο των ιστορικών γεγονότων. Πίστευε ότι το κρίσιμο «στοίχημα» για την επαναστατική ανατροπή ήταν το εργατικό κίνημα να πραγματοποιήσει ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία στις κυριαρχούμενες κοινωνικές ομάδες αλλά και τα μικροαστικά στρώματα. Μέρος της επίτευξης της πολιτικής ηγεμονίας για τον Γκράμσι είναι η ιδεολογική, η ηθική και διανοητική υπεροχή. Για τον Γκράμσι η μαρξιστική θεωρητική προσέγγιση της κοινωνίας και της ιστορίας, είναι ανώτερη απ’ όλες τις άλλες και, υπό μια έννοια, δικαιούται να ηγεμονεύει. Για το λόγο αυτό, η γνώση και η ιδεολογική χρησιμοποίηση των ιστορικών γεγονότων, ενταγμένων στην μαρξιστική οπτική, ήταν για τον Γκράμσι θεμελιώδους σημασίας στην τεκμηρίωση των απόψεών του.
Ξαναγυρίζοντας στο βιβλίο του Ζιν…
Για να πάρετε μια ιδέα του ύφους και του τρόπου που αναπτύσσει τις ιδέες του ο συγγραφέας, θα παρουσιάσω εκτεταμένα το κεφάλαιο πέντε του βιβλίου με τίτλο Δίκαιος και άδικος πόλεμος. Σε αυτό ο Ζιν επιχειρηματολογεί γιατί, κατ’ αυτόν, δεν υφίσταται δίκαιος ή άδικος πόλεμος όταν ο πόλεμος διεξάγεται από την άρχουσα τάξη. Επιχειρηματολογεί αντικρούοντας τους ισχυρισμούς ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας «δίκαιος» πόλεμος από το γεγονός ότι διεξαγόταν ενάντια στο φασισμό. Παρουσιάζω αναλυτικά την άποψή του και για το λόγο ότι στο blog αυτό είχα ασχοληθεί με αυτό το θέμα (διάβαζε D-Day, η απόβαση στη Νορμανδία: όπως λέμε… η απάτη των επίσημων επετείων) και είχα μια (σχετικά μακρά) συζήτηση μ’ ένα φίλο του blog.
Ο Ζιν περιγράφει πως αρχικά ο ίδιος ήταν πεπεισμένος ότι αυτός ο πόλεμος ήταν «διαφορετικός»:
«[…] το 1943, είκοσι ενός ετών, κατατάχτηκα στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ. Αμερικανοί στρατιώτες πολεμούσαν ήδη στη Βόρεια Αφρική, την Ιταλία και την Αγγλία- βίαιες μάχες δίνονταν στο μέτωπο της Ρωσίας και οι ΗΠΑ μαζί με τη Μ. Βρετανία προετοιμάζονταν για την απόβαση στη Δυτική Ευρώπη. Καθημερινοί βομβαρδισμοί λάμβαναν χώρα σ” ολόκληρη την Ήπειρο, από τους Αμερικανούς την ημέρα και τους Βρετανούς τη νύχτα. Ανυπομονούσα τόσο πολύ να πάω στην Ευρώπη και να ρίξω βόμβες, ώστε μετά την εκπαίδευση μου αντάλλαξα θέσεις με έναν συνάδελφο που είχε προγραμματιστεί να πάει στο μέτωπο πριν από μένα.
Είχα μάθει να σιχαίνομαι τον πόλεμο, αλλά αυτός ο πόλεμος ήταν διαφορετικός. Δεν επρόκειτο για κέρδη ή επεκτατισμό, ήταν ο πόλεμος του λαού ενάντια στην ανείπωτη βαρβαρότητα του φασισμού.»
«[…] για μένα, ήταν σίγουρα ένας πόλεμος υψηλών αρχών και κάθε αποστολή βομβαρδισμού ήταν θέμα αξιών. Το ηθικό ζήτημα δεν μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο. Ο εχθρός δεν μπορούσε να είναι προφανέστερα κακός: απροκάλυπτα υπερασπιζόμενος την ανωτερότητα της λευκής άριας φυλής, φανατικά βίαιος και δολοφονικός προς τα υπόλοιπα έθνη, συναγελάζοντας τους δικούς του ανθρώπους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και δολοφονώντας τους, αν τολμούσαν να φέρουν αντίρρηση. Οι Ναζί ήταν παθολογικοί φονιάδες. Έπρεπε κάποιος να τους σταματήσει και δε φαινόταν άλλη διέξοδος εκτός από τη βία.
Αν υπήρχε αυτό που λέμε δίκαιος πόλεμος, τότε αυτός ήταν στα σίγουρα. Ακόμη και ο Ντάλτον Τράμπο, που έγραψε το βιβλίο Ο Τζόνι πήρε τ” όπλο του, δε θέλησε να επανεκδοθεί το βιβλίο του, διότι δεν ήθελε αυτό το ισχυρό αντιπολεμικό μήνυμα να φτάσει στον αμερικανικό λαό, επειδή έπρεπε να πολεμηθεί ο φασισμός».
Έτσι λοιπόν για τον Ζιν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί μια πρόκληση:
«Γι” αυτό, αν κάποιος θέλει να αποδείξει (όπως θα προσπαθήσω εγώ) ότι δεν υπάρχει αυτό που λέμε «δίκαιος πόλεμος», τότε ο Β” Π.Π είναι το υπέρτατο τεστ».
Ο Ζιν ξεκαθαρίζει ότι οι συμμαχικές δυνάμεις που πολέμησαν τον Χίτλερ δεν το έκαναν για την υπεράσπιση ηθικών αξιών. Θέτει το ερώτημα αν ήταν ένας πόλεμος για να σωθούν οι Εβραίοι:
«Μήπως μπήκαν οι ΗΠΑ στον πόλεμο, διότι αγανάκτησαν με τη μεταχείριση των Εβραίων από τον Χίτλερ; Αυτός ήταν ήδη στην εξουσία ένα χρόνο και η εκστρατεία του ενάντια στους Εβραίους είχε ξεκινήσει από τον Ιανουάριο του 1934, όταν ψηφίστηκε στη Βουλή ένα διάταγμα, στο οποίο εκφραζόταν «έκπληξη και συμπόνια» γι” αυτά που έκαναν οι Γερμανοί στους Εβραίους και αναφερόταν η αποκατάσταση των δικαιωμάτων των Εβραίων. Το υπουργείο Εσωτερικών εκμεταλλεύτηκε την επιρροή του για να θάψει αυτό το διάταγμα.
Ακόμη και αφού κηρύξαμε τον πόλεμο στη Γερμανία (πρέπει να σημειωθεί ότι μετά το Περλ Χάρμπορ η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στις ΗΠΑ και όχι το αντίστροφο) και άρχισαν να φτάνουν αναφορές ότι ο Χίτλερ σχεδίαζε την εξόντωση των Εβραίων, η κυβέρνηση Ρούζβελτ δεν πήρε μέτρα που μπορεί να έσωζαν χιλιάδες ζωές.
Ο Γκέμπελς, υπουργός Προπαγάνδας της χιτλερικής Γερμανίας, έγραψε στο ημερολόγιο του, στις 13 Δεκεμβρίου του 1942: «Παρόλα αυτά, τελικά πιστεύω ότι και οι δύο, Αμερικανοί και Άγγλοι, είναι χαρούμενοι που εξοντώνουμε τον εβραϊκό συρφετό». Σίγουρα, ο Γκέμπελς εξέφραζε «ευσεβείς» πόθους του, αλλά πραγματικά η αγγλική και η αμερικανική κυβέρνηση δεν έδειξαν με τις ενέργειες τους ότι νοιάζονταν ιδιαίτερα για τους Εβραίους. Ο Ρούζβελτ παρέπεμψε το πρόβλημα στο υπουργείο Εξωτερικών, αλλά εκεί το ζήτημα δε θεωρήθηκε υψηλής προτεραιότητας ούτε επείγον».
Άλλωστε ο ρατσισμός χαρακτήριζε και τον αμερικανικό στρατό όπως περιγράφει ο Ζιν:
«Αν ο πόλεμος είχε πραγματικά ηθικό σκοπό, ενάντια στη ναζιστική αντίληψη περί ανώτερων και κατώτερων φυλών, τότε ίσως να βλέπαμε την αμερικανική κυβέρνηση να ενεργεί προς την κατεύθυνση της εξάλειψης των φυλετικών διαχωρισμών.
[…]
Στις ένοπλες δυνάμεις κυριαρχούσε ο φυλετικός διαχωρισμός. Όταν περνούσα τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση στο Μιζούρι το 1943, δεν είχα αντιληφθεί, πόσο τυπικός λευκός αμερικανός ήμουν, ότι δεν υπήρχαν μαύροι άνθρωποι μαζί μας στην εκπαίδευση. Επρόκειτο, όμως, για μια τεράστια στρατιωτική βάση, και μια μέρα, ενώ περπατούσα στα όρια του στρατοπέδου, συνειδητοποίησα ότι γύρω μου οι στρατιώτες ήταν όλοι μαύροι. Ήταν ένας λόχος μαύρων, που έκανε διάλειμμα λίγων λεπτών μετά από πεζοπορία στον ήλιο, ξαπλωμένοι όλοι σε μια μικρή χορταριασμένη πλαγιά, τραγουδώντας ένα τραγούδι που τότε με παραξένεψε, αλλά αργότερα κατάλαβα ότι ταίριαζε πολύ στην περίσταση: «Ain’t Gonna Study War no More» (Δε σπουδάζω άλλο τον πόλεμο).
Μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους μου ταξιδέψαμε στην Αγγλία με το Βασίλισσα Μαρία. Αυτό το κομψό επιβατηγό πλοίο είχε μετατραπεί σε στρατιωτικό μεταγωγικό. Από τους 10.000 άνδρες που ταξίδευαν μ” αυτό, οι 4.000 ήταν μαύροι. Οι λευκοί είχαν δωμάτια κοντά στο κατάστρωμα. Οι μαύροι είχαν τοποθετηθεί ξεχωριστά στα βάθη του πλοίου, κοντά στις μηχανές, στα πιο σκοτεινά και βρώμικα μέρη. Οι άνδρες έτρωγαν σε τέσσερις βάρδιες (εκτός από τους αξιωματικούς που έτρωγαν στο στυλ του προπολεμικού Βασίλισσα Μαρία, στην κεντρική σάλα με τους πολυέλαιους – ο πόλεμος δε σκόπευε να ανατρέψει τα ταξικά προνόμια) και οι μαύροι έπρεπε να περιμένουν να τελειώσουν και οι τρεις βάρδιες των λευκών, για να φάνε.
Πίσω στην πατρίδα, οι φυλετικοί διαχωρισμοί στην εργασία συνεχίζονταν. Μόνο όταν ο Φίλιπ Ράντολφ, επικεφαλής της Αδελφότητας των αχθοφόρων, ενός συνδικάτου μαύρων εργατών, απείλησε ότι θα οργανώσει διαδήλωση στην Ουάσινγκτον εν μέσω πολέμου και θα ντροπιάσει την κυβέρνηση Ρούζβελτ σ” όλο τον κόσμο, ο πρόεδρος υπέγραψε διάταγμα θεσμοθετώντας την Επιτροπή για Δίκαιη Απασχόληση. Οι εντολές της, όμως, δεν εφαρμόστηκαν και οι διαχωρισμοί στην απασχόληση συνεχίζονταν.
[…]
Τον Ιανουάριο του 1943 εμφανίστηκε σε μια νέγρικη εφημερίδα «η προσευχή του φαντάρου»:
Θεέ μου, σήμερα
πάω στον πόλεμο:
Για να πολεμήσω, να πεθάνω.
Πες μου, γιατί;
Θεέ μου, θα πολεμήσω,
δε φοβάμαι
ούτε Γερμανούς ούτε Γιαπωνέζους.
Φοβάμαι εδώ. Στην Αμερική! ».
Ο Ζιν ξεκαθαρίζει ακόμα ότι ο πόλεμος δεν έγινε ούτε για τον αυτοπροσδιορισμό των εθνοτήτων, την απελευθέρωσή τους από το ζυγό του ιμπεριαλισμού:
«[…] έχοντας στο μυαλό την επί πολλά έτη γαλλική αποικία της Ινδοκίνας, ο υπεύθυνος υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Σάμνερ Γουέλς έδωσε κρυφές διαβεβαιώσεις στους Γάλλους: «Αυτή η κυβέρνηση, τιμώντας την παραδοσιακή φιλία με τη Γαλλία, συμμερίζεται την επιθυμία του γαλλικού λαού να διατηρήσει τα εδάφη του ακέραια». Στα τέλη του 1942 ο εκπρόσωπος του Ρούζβελτ επισήμανε στο γάλλο στρατηγό Ανρί Ζιρό: «Είναι απόλυτα κατανοητό ότι η γαλλική κυριαρχία θα εγκαθιδρυθεί και πάλι το συντομότερο δυνατό σε όλη την επικράτεια, μητροπολιτική ή αποικιακή, όπου κυμάτιζε η γαλλική σημαία το 1939. (Αυτές οι διαβεβαιώσεις έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν τις αντιπαραβάλουμε με τον ισχυρισμό των ΗΠΑ κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ ότι πολεμούσαν για το δικαίωμα των Βιετναμέζων να κυβερνούν τους εαυτούς τους.)
Αν δεν ήταν ούτε η σωτηρία των Εβραίων ούτε η προάσπιση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού οι στόχοι των ΗΠΑ σ” αυτόν τον πόλεμο (και δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει ότι ήταν οι στόχοι των Βρετανών ή των Σοβιετικών), τότε ποια ήταν τα βασικά κίνητρα; Η ανατροπή των κυβερνήσεων Χίτλερ, Μουσολίνι και Τόχο ήταν σίγουρα ένα απ” αυτά. Αυτό το κίνητρο, όμως, βασιζόταν σε ανθρωπιστικές αρχές ή θεμελιωνόταν στο γεγονός ότι τα καθεστώτα αυτά απειλούσαν την κατεστημένη ισχύ των συμμαχικών δυνάμεων στην υφήλιο;
Η ρητορική της ηθικής -τα λόγια περί ελευθερίας και δημοκρατίας- είχε κάποια βάση, ότι δηλαδή εξέφραζε τα κίνητρα πολλών απλών πολιτών. Παρόλα αυτά, δεν ήταν οι πολίτες που αποφάσισαν πώς θα διεξαχθεί αυτός ο πόλεμος αλλά οι κυβερνήσεις, ούτε ήταν οι πολίτες αυτοί που είχαν τη δύναμη να ρυθμίσουν την τύχη του κόσμου μετά τον πόλεμο.
Πίσω από την ιερή ηθική που περιέβαλλε τον πόλεμο ενάντια στο φασισμό λειτουργούσαν τα συνηθισμένα κίνητρα των κυβερνήσεων, όπως τόσες φορές στο παρελθόν: επέκταση του έθνους-κράτους, περισσότερα κέρδη για τις πλούσιες ελίτ και περισσότερη εξουσία για τους πολιτικούς ηγέτες.
Ένας από τους πιο διακεκριμένους βρετανούς ιστορικούς, ο Α. Τέιλορ, έγραψε για το Β’Π.Π. ότι «η βρετανική και η αμερικανική κυβέρνηση δεν επιθυμούσαν καμία μεταβολή στην Ευρώπη, εκτός από την εξαφάνιση του Χίτλερ». Στο τέλος του πολέμου, ο συγγραφέας Τζόρτζ Όργουελ, με τη γνωστή ταξική του συνείδηση, έγραψε: «Βλέπω τους φράχτες (που παλιότερα περιέβαλλαν τα πάρκα και μετά ξεχαρβαλώθηκαν για να χρησιμοποιηθούν τα σιδερά τους στην πολεμική παραγωγή) να στήνονται ξανά, έτσι ώστε οι νομοταγείς πολίτες να μπαίνουν στις πλατείες με «τα κλειδιά» τους και πάλι, ενώ τα παιδιά των φτωχών να μένουν απ” έξω».
Ο Ζιν περιγράφει την αγριότητα με την οποία οι σύμμαχοι διεξήγαγαν τον πόλεμο:
«Στις αρχές του πολέμου, διάφοροι ηγέτες καταδίκασαν τον αδιάκριτο βομβαρδισμό μεγάλων πόλεων. Η Ιταλία βομβάρδισε αμάχους στην Αιθιοπία, η Ιαπωνία στην Κίνα, η Γερμανία και η Ιταλία στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Η Γερμανία έριξε βόμβες στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, στο Κόβεντρι της Αγγλίας και αλλού. Ο Ρούζβελτ περιέγραψε αυτούς τους βομβαρδισμούς ως «απάνθρωπη βαρβαρότητα που σημάδεψε έντονα τη συνείδηση της ανθρωπότητας».
Πολύ σύντομα, όμως, οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία έκαναν το ίδιο πράγμα και μάλιστα σε μεγαλύτερη κλίμακα. Όταν οι ηγέτες των συμμάχων συναντήθηκαν στην Καζαμπλάνκα τον Ιανουάριο του 1943, συμφώνησαν να διεξαγάγουν μαζικές αεροπορικές επιθέσεις, προκειμένου να «καταστρέψουν και να εξαρθρώσουν το γερμανικό στρατιωτικό, βιομηχανικό και οικονομικό σύστημα και να πτοήσουν το ηθικό του γερμανικού λαού, έτσι ώστε να καμφθεί πλήρως η μαχητική ικανότητα των Γερμανών». Ο Τσόρτσιλ και οι συμβουλάτορές του είχαν αποφασίσει ότι ο βομβαρδισμός των εργατικών συνοικιών των γερμανικών πόλεων θα πετύχαινε ακριβώς αυτό, «την κάμψη του ηθικού του γερμανικού λαού».
Ο μαζικός βομβαρδισμός των γερμανικών πόλεων άρχισε. Έγιναν επιδρομές χιλιάδων αεροπλάνων στην Κολωνία, το Έσεν, τη Φρανκφούρτη και το Αμβούργο. Οι Βρετανοί πετούσαν τη νύχτα και βομβάρδιζαν ολόκληρες περιοχές, χωρίς να στοχεύουν σε συγκεκριμένους στρατιωτικούς στόχους.
Οι Αμερικανοί πετούσαν τη μέρα, υποκρινόμενοι ότι βομβάρδιζαν με ακρίβεια, αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, λόγω του ύψους πτήσης. Όταν εκπαιδευόμουν στο Νιου Μέξικο, πριν πάω στο μέτωπο, ανταγωνιζόμασταν ποιος θα καταφέρει να ρίξει τη βόμβα σε απόσταση μικρότερη από 20 πόδια από το στόχο, πετώντας στα 4-000 πόδια. Στα 11.000 πόδια, όμως, συνήθως τις ρίχναμε 200 πόδια μακριά. Στις πολεμικές αποστολές βομβαρδίζαμε από τα 30.000, και ρίχναμε τις βόμβες τουλάχιστον ένα τέταρτο του μιλίου μακριά από το στόχο. Αυτό δεν είναι «βομβαρδισμός ακριβείας».
Υπήρχε μεγάλο ποσοστό αυτοεξαπάτησης. Είχαμε εξοργιστεί όταν οι Γερμανοί βομβάρδισαν πόλεις και σκότωσαν αρκετές εκατοντάδες ή και χιλιάδες ανθρώπους. Τώρα όμως οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί σκότωναν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους σε μια επιδρομή.
[…]
Η πολιτική των μαζικών βομβαρδισμών έγινε ακόμη πιο απάνθρωπη με τα Β-2α, που μετέφεραν διπλάσιο φορτίο όπλων, όταν αυτά επιτέθηκαν στις ιαπωνικές πόλεις με εμπρηστικές βόμβες, σπέρνοντας τον όλεθρο.
Μετά από μια επιδρομή τριακοσίων Β-29 στο Τόκυο, τα χαράματα της 10ης Μαρτίου 1945, η πόλη τυλίχτηκε στις φλόγες, που δυνάμωσαν λόγω ισχυρού βορειοδυτικού ανέμου. Η φωτιά ήταν ορατή από τους πιλότους 150 μίλια μακριά, πάνω απ” τον Ειρηνικό Ωκεανό. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους. Εκτιμάται ότι 100.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν εκείνο το βράδυ. Πολλοί απ” αυτούς πήδηξαν στον ποταμό Σουμίντα προσπαθώντας να διαφύγουν και πνίγηκαν. Ένας ιάπωνας συγγραφέας, που ήταν τότε δώδεκα χρόνων, περιέγραψε τη σκηνή μερικά χρόνια αργότερα: «Η φωτιά ήταν ένα ζωντανό πράγμα. Έτρεχε σαν ένα πλάσμα και μας κυνηγούσε».
[…]
Ακόμη και η πιθανότητα να σκοτωθούν αμερικανοί αιχμάλωτοι πολέμου δε ματαίωσε αυτά τα σχέδια. Στις 31 Ιουλίου, εννιά μέρες πριν το βομβαρδισμό του Ναγκασάκι, το αρχηγείο του αμερικανικού στρατού στο Γκουάμ (βάση απογείωσης των ατομικών βομβαρδιστικών) έστειλε ένα σήμα στο υπουργείο Πολέμου:
Αναφέρεται ότι δεν επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη αιχμαλώτων πολέμου από φωτογραφία ενός στρατοπέδου, ένα μίλι βόρεια της πόλης του Ναγκασάκι. Επηρεάζει αυτό την επιλογή του συγκεκριμένου στόχου; Αιτούμαστε άμεση απάντηση.
Η απάντηση ήταν η εξής: «Οι στόχοι μας δεν αλλάζουν». Η φρικτή ορμή του πολέμου συνεχίστηκε και μετά τους βομβαρδισμούς της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Ο πόλεμος θα τελείωνε σε λίγες μέρες, παρόλα αυτά τα Β-29 συνέχιζαν τις αποστολές τους. Στις 14 Αυγούστου, πέντε μέρες μετά το Ναγκασάκι και μια μέρα πριν την αποδοχή των όρων συνθηκολόγησης, 449 Β-29 απογειώθηκαν από τη βάση Μαριάνας για ημερήσια επίθεση και 37 ακόμη για νυχτερινή. Συνολικά, πάνω από 1.000 αεροπλάνα βομβάρδισαν ιαπωνικές πόλεις. Δεν υπήρχαν αμερικανικές απώλειες. Το τελευταίο αεροπλάνο δεν είχε γυρίσει ακόμη, όταν ο Τρούμαν ανακοίνωσε την παράδοση της Ιαπωνίας».
Ωστόσο ο Ζιν δεν περιορίζεται μόνο στο να επιχειρηματολογήσει ότι οι σύμμαχοι διεξήγαγαν τον πόλεμο για τα συμφέροντα τους και με αγριότητα (που από πολλές πλευρές είναι το εύκολο σε μια αντιπολεμική θεώρηση του Β’ Π.Π.). Η πραγματική πρόκληση είναι να επιχειρηματολογήσει κάποιος στο αν υπήρχε άλλη εναλλακτική οδός για την αντιμετώπιση του φασισμού. Και ο Ζιν αποδέχεται την πρόκληση:
«Όμως, ποια θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική λύση στον πόλεμο, τη στιγμή που η Γερμανία προέλαυνε στην Ευρώπη, η Ιαπωνία μαινόταν στην Ασία και η Ιταλία δημιουργούσε μια αυτοκρατορία; Αυτή είναι η δυσκολότερη πιθανή ερώτηση. Από τη στιγμή που διαδραματίστηκε μια σειρά γεγονότων στην ιστορία, είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε μια εναλλακτική ιστορική πορεία, να διανοηθούμε με ποιο τρόπο κάποιο γεγονός ή μια σειρά γεγονότων θα έθεταν σε κίνηση μια διαφορετική αλληλουχία καταστάσεων που θα οδηγούσε προς διαφορετική κατεύθυνση.
Μπορούσαμε ν” ανταλλάξουμε χρόνο και έδαφος με ανθρώπινες ζωές; Υπήρχε εναλλακτική λύση απέναντι στη χρησιμοποίηση των σύγχρονων όπλων μαζικής εξόντωσης; Μπορούμε να διανοηθούμε μια δεκαετή ή εικοσαετή περίοδο αντίστασης αντί για έξι χρόνια πολέμου: ανταρτοπόλεμο, απεργίες, άρνηση συνεργασίας, μυστικά κινήματα αντίστασης, σαμποτάζ, παράλυση επικοινωνιών και συγκοινωνιών και παράνομη προπαγάνδα για διεύρυνση της αντίστασης;
Ακόμη και εν μέσω του πολέμου, κάποια έθνη κατακτημένα από τους Ναζί μπόρεσαν να αντισταθούν: οι Δανοί, οι Νορβηγοί και οι Βούλγαροι αρνήθηκαν να παραδώσουν τους Εβραίους. Ο Τζιν Σαρπ, βασισμένος στην έρευνα του για τα αντιστασιακά κινήματα του Β” Π.Π., αναφέρει:
Κατά το Β” Π.Π., σε κατακτημένες χώρες όπως η Ολλανδία, η Νορβηγία και η Δανία, πατριώτες αντιστάθηκαν στους εξουσιαστές Ναζί και τις εγχώριες μαριονέτες τους, με όπλα τις παράνομες εφημερίδες, τη μειωμένη εργατική απόδοση, τις γενικές απεργίες, την άρνηση συνεργασίας με τους φασίστες, τα μποϊκοτάζ των γερμανών στρατιωτών και των δωσίλογων και τις προσπάθειες για αναδόμηση των κοινωνικών θεσμών.
Ο ανταρτοπόλεμος είναι πιο επιλεκτικός, η βία του πιο περιορισμένη και πιο στοχευμένη από το συμβατικό πόλεμο. Είναι λιγότερο συγκεντρωτικός και πιο δημοκρατικός από τη φύση του, απαιτεί την αφοσίωση, την ενεργοποίηση και τη συνεργασία των συνηθισμένων ανθρώπων, οι οποίοι δε χρειάζεται να στρατολογηθούν, αλλά δραστηριοποιούνται στη βάση της δικής τους θέλησης για ελευθερία και δικαιοσύνη.
Η ιστορία είναι γεμάτη από περιστατικά επιτυχημένης μη βίαιης αντίστασης των ανθρώπων στην τυραννία (παρότι δεν είμαστε καλά ενημερωμένοι γι” αυτά), που μεταχειρίστηκαν την απεργία, τα μποϊκοτάζ, την προπαγάνδα και μια ντουζίνα διαφορετικών ευρηματικών μεθόδων αγώνα ως όπλα. Ο Τζιν Σαρπ στο βιβλίο του The politics o non–violent καταγράφει εκατοντάδες περιστατικά και μεθόδους τέτοιου αγώνα.
Μετά το τέλος του Β” Π.Π., έχουμε δει δικτατορίες να ανατρέπονται από μαζικά κινήματα που ενεργοποίησαν τέτοια λαϊκή αντίσταση, ώστε ο τύραννος αναγκάστηκε τελικά να αποδράσει: στο Ιράν, τη Νικαράγουα, τις Φιλιππίνες και την Αϊτή. Σίγουρα, η ναζιστική μηχανή ήταν τρομακτική, αποτελεσματική και αμείλικτη. Όμως υπάρχουν όρια στην κατάκτηση. Φτάνει ένα σημείο όπου ο κατακτητής έχει καταβροχθίσει υπερβολικά μεγάλη έκταση και έχει υποτάξει υπερβολικά πολλούς ανθρώπους. Οι μεγαλύτερες αυτοκρατορίες έχουν καταρρεύσει, όταν οι περισσότεροι πίστευαν ότι θα διαρκέσουν νια πάντα».
Θεωρώ αυτή την απάντηση του Ζιν την καλύτερη δυνατή στο (θεωρητικό) ερώτημα αν ήταν δυνατόν να υπήρχε άλλη διέξοδος εκτός της βαρβαρότητας του πολέμου που διηύθυναν οι άρχουσες τάξεις στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σίγουρα δεν κλείνει τη συζήτηση. Αντίθετα την ανοίγει, για να γίνει πιο πλούσια η επιχειρηματολογία της αμφισβήτησης της προπαγάνδας περί δήθεν «δίκαιων πολέμων» που διεξάγουν καπιταλιστικά κράτη (διάβαζε και τη δημοσίευση για την απόβαση της Νορμανδίας).
Ελπίζω με αυτή την εκτεταμένη αναφορά σ’ ένα κεφάλαιο του βιβλίου, να σας έδωσα μια γεύση του βιβλίου. Η συμβουλή-προτροπή μου είναι να το αγοράσετε, να μπει το βιβλίο αυτό στη βιβλιοθήκη σας. Είναι αστείρευτη πηγή γνώσεων και ανατρεπτικής επιχειρηματολογίας που ακονίζει το μυαλό. Και είναι ταυτόχρονα ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Ιδιαίτερα τώρα που δεν θα έχετε να κάνετε και τίποτα άλλο αραχτοί σε κάποια παραλία…
Άγγελος Κ
Category: Χωρίς κατηγορία