Δημόσιος Kίνδυνος νούμερο 1: ο John Dillinger, οι ληστείες τραπεζών τη δεκαετία του 1930, και ολίγον Ρομπέν των Δασών…
Η ταινία του Μάικλ Μαν Δημόσιος κίνδυνος (Public enemies) ήταν αρκετά καλή και η ελληνική κριτική, δυστυχώς, την υποτίμησε πέραν του δέοντος. Θεωρώ το μοντάζ της ταινίας υποδειγματικό, τα κάδρα του σκηνοθέτη εξαιρετικά, και, αρκετές φορές, τις σκηνές δράσης καθηλωτικές. Στα θετικά της ταινίας θα πρέπει να προστεθεί η επιβλητική ερμηνεία του Τζόνι Ντεπ. Η ταινία παρά τη μεγάλη της διάρκεια (143 λεπτά) κατορθώνει (κατά τη γνώμη μου πάντα) να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, πράγμα καθόλου ευκαταφρόνητο.
Οι κοινωνικές αναφορές, αν και λιγοστές στην ταινία, ήταν ωστόσο επαρκείς ώστε ο υποψιασμένος θεατής να κάνει τις αναγκαίες συνδέσεις. Υπό μια έννοια αυτή η ταινία όπως και του Ζαν Φρανσουά Ρισέ, Υπ” αριθμόν 1 δημόσιος κίνδυνος συνδέονται. Και οι δυο αναφέρονται σε ληστές τραπεζών που κατάφεραν να γίνουν ήρωες στη λαϊκή μυθολογία. Σε αυτό, ωστόσο, το κοινό χαρακτηριστικό βρίσκεται το πρόβλημα και των δυο ταινιών: επειδή ακριβώς αναφέρονται σε σημαντικά πρόσωπα που χαρακτηρίζουν μια ιστορική περίοδο (όχι φυσικά στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αλλά στο επίπεδο της καθημερινότητας), θα περίμενε κανείς πολύ περισσότερα. Και οι δυο ταινίες αφήνουν στο τέλος την αίσθηση του ανεκπλήρωτου τόσο καλλιτεχνικά όσο και σε επίπεδο ανάπτυξης του θέματος τους.
Σε κάθε περίπτωση, και για τις δυο ταινίες απαιτείται ο θεατής να έχει κάποιες γνώσεις των ιστορικών συνθηκών που διεξάγεται η δράση (χωρίς αυτό φυσικά να είναι και απαραίτητο, συμβάλει ωστόσο στην καλύτερη κατανόηση των γεγονότων και των ηρώων που ενεπλάκησαν σε αυτά). Στη δημοσίευση που ακολουθεί θα προσπαθήσω, σε αδρές γραμμές, να παρουσιάσω την περίοδο και την πραγματική ζωή του ήρωα της ταινίας.
Η δράση του Τζον Ντίλιντζερ ( John Dillinger) επικεντρώνεται κυρίως τα χρόνια 1933-34, δηλαδή στην καρδία της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ’30. Οι ομοιότητες με το σήμερα είναι προφανείς.
Όπως και σήμερα έτσι και τότε, οι τράπεζες φόρτωναν τα βάρη της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων. Δεκάδες χιλιάδες κατοικίες κατάσχονταν επειδή οι ιδιοκτήτες τους έμεναν άνεργοι και δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους στις τράπεζες (όπως ακριβώς συμβαίνει και στις μέρες μας). Επιπλέον τότε, τη δεκαετία του 1930, σε αντίθεση με σήμερα, δεν υπήρχε κρατική εγγύηση των καταθέσεων με αποτέλεσμα εκατομμύρια άνθρωποι να χάνουν τις οικονομίες μιας ολόκληρης ζωής όταν η τράπεζα που είχαν τις καταθέσεις τους χρεοκοπούσε. Τη δεκαετία του ‘30 η οικονομική παρέμβαση του κράτους ήταν κατά πολύ μικρότερη απ’ ότι σήμερα, και όταν η οικονομία ξέμεινε από ρευστό, πράγμα που επιδείνωνε την κρίση, οι τράπεζες ήσαν οι μοναδικές υπεύθυνες για την ασφυξία σε ρευστό που καταδίκαζε εκατομμύρια στην ανεργία και τις επιχειρήσεις σε χρεοκοπία.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν οι τράπεζες να συγκεντρώνουν το μίσος της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού. Φυσιολογικά λοιπόν, οι ληστές τραπεζών δεν αντιμετωπίζονταν από το μέσο Αμερικανό ως «φοβεροί εγκληματίες». Το αντίθετο μάλιστα. Πολλοί από αυτούς φρόντιζαν ώστε όταν λήστευαν μια τράπεζα, να καταστρέφουν ταυτόχρονα τα έγγραφα των υποθηκών κατοικιών που υπήρχαν στο υποκατάστημα, αναβαθμίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη δημόσια εικόνα τους. Οι τολμηρές ληστείες που γίνονταν στο φως της μέρας και οι πολύπλοκες τεχνικές διαφυγής συνέβαλλαν και αυτές στην ηρωοποίηση των ληστών τραπεζών στα μάτια των απλών ανθρώπων. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν τους ληστές τραπεζών σαν σύγχρονους Ρομπέν των Δασών. Στη δεκαετία του ’30, εκτός του Dillinger, υπήρχαν και άλλοι ληστές τραπεζών που ήσαν στην πραγματικότητα λαϊκοί star, μεταξύ των πιο γνωστών είναι η Bonnie και ο Clyde και η Kate Ma Barker. Φυσικά η μυθοποίηση των ληστών τραπεζών από τον κόσμο προκαλούσε την αγανάκτηση (και το μίσος) του κράτους και των μπάτσων.
Τα μέλη της συμμορίας του Dillinger (ο Harry Pierpont και ο Baby Face Nelson ήσαν οι πιο γνωστοί) ήταν λαοφιλείς στις κατεστραμμένες από την οικονομική κρίση ΗΠΑ και ο μέσος Αμερικανός σε σχεδόν καθημερινή βάση παρακολουθούσε τις περιπέτειες τους αγωνιώντας για την τύχη τους.
Ο Dillinger είχε όλα εκείνα τα στοιχεία για να γίνει λαϊκός ήρωας: λήστευσε δυο ντουζίνες τράπεζες (και τέσσερα αστυνομικά τμήματα!) απέδρασε από τη φυλακή δυο φορές και οι δολοφονίες του αφορούσαν αποκλειστικά αστυνομικούς.
Ο Dillinger γεννήθηκε το 1903 (ο πατέρας του διατηρούσε μπακάλικο) ήταν αυτό που θα λέγαμε «ανήσυχο» παιδί ήδη από τα μαθητικά του χρόνια. Εγκατέλειψε το σχολείο στα δεκαέξι του χρόνια και πήγε να εργαστεί σε μηχανουργείο. Στα 1922 τον συλλάβανε για κλοπή αυτοκινήτου και για να αποφύγει τη φυλάκιση κατατάχθηκε στο ναυτικό απ’ όπου λιποτάχτησε λίγους μήνες αργότερα. Τον Απρίλη του 1924 παντρεύτηκε την Beryl Ethel Hovious (ο γάμος τους διαλύθηκε στα 1929). Τον Σεπτέμβρη του 1924 με έναν φίλο του λήστευσε ένα παντοπωλείο απ’ όπου πήραν 120 δολάρια. Την επόμενη μέρα τους συνέλαβε η αστυνομία και στη δίκη που επακολούθησε ενώ ο συνεργός του δήλωσε αθώος, ο Dillinger, μετά από προτροπή του πατέρα του, παραδέχθηκε την ενοχή του δίνοντας βάση στις υποσχέσεις των μπάτσων για «επιεική μεταχείριση». Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστεί σε 10-20 χρόνια φυλάκιση! Ο συνεργός του μετά από δυο χρόνια αποφυλακίστηκε. Η κατάφωρη αδικία εξόργισε τον Dillinger που λέγεται ότι δήλωσε με την άφιξή του στη φυλακή: «Θα γίνω ο χειρότερος μπάσταρδος που έχετε δει ποτέ σας όταν θα βγω από δω μέσα». Μέσα στη φυλακή γνώρισε άλλους κρατούμενους που τον δίδαξαν την τέχνη των επιτυχημένων ληστειών.
Μετά από οκτώμισι χρόνια αποφυλακίστηκε και αμέσως έκανε μια ληστεία τράπεζας στο Bluffton, του Ohio. Τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν φυλακή απ’ όπου δραπέτευσε μαζί με άλλους οκτώ, σκοτώνοντας δυο φύλακες.
Ακολούθησε μια σειρά από δεκάδες ληστείες που διέπραξε η «συμμορία του Dillinger» με τελική λεία πάνω από 300.000 δολάρια (πραγματικά πολύ μεγάλο ποσό για την εποχή εκείνη). Η ευρηματικότητα της συμμορίας ήταν παροιμιώδης: σε μια ληστεία έπεισαν τους υπεύθυνους της τράπεζας ότι ήταν συνεργείο για το γύρισμα ταινίας του Χόλυγουντ! Οι περαστικοί κοιτούσαν τη ληστεία χαμογελώντας νομίζοντας ότι έβλεπαν ταινία! Όλα αυτά συνέβαλαν στη δημιουργία του μύθου του Dillinger. Πολύ περισσότερο που η συμμορία επιτέθηκε και σε αστυνομικά τμήματα για να προμηθευτεί όπλα πυρομαχικά καθώς και αλεξίσφαιρα γιλέκα!
Στις αρχές του 1934 ο Dillinger και άλλα μέλη της ομάδας του συλλαμβάνεται αλλά κατορθώνει, για άλλη μια φορά, να δραπετεύσει χρησιμοποιώντας ένας ψεύτικο πιστόλι που είχε φτιάξει στο κελί του από… ξύλο!
Τον Απρίλη του 1934 έγινε η περίφημη μάχη στο καταφύγιο του Wisconsin που λεγόταν Little Bohemia Lodge. Στη διάρκεια της μάχης μεταξύ των μελών της συμμορίας του Dillinger και ανδρών του FBI, οι τελευταίοι πυροβόλησαν τρεις αθώους περαστικούς τον έναν δε τον τραυμάτισαν θανάσιμα. Την επομένη ένα κύμα αγανάκτησης κατά του FBI ξεσηκώθηκε σε όλη τη χώρα.
Ο επικεφαλής του FBI ο J. Edgar Hoover, ένας υπερσυντηρητικός θαυμαστής του φασισμού, είχε εξαγριωθεί με τη δημοφιλία του Dillinger. Τοποθέτησε επικεφαλής της δίωξης του Dillinger τον Melvin Purvis γόνο αριστοκρατικής οικογένειας του νότου. Το κοντράστ ανάμεσα στον πλούσιο εκπρόσωπο του νόμου και τον λαϊκό παράνομο δεν πέρασε απαρατήρητο από τους απλούς ανθρώπους και, φυσικά, η πλάστιγγα της συμπάθειας έγερνε προς τον Dillinger. Το μακελειό στο Little Bohemia Lodge βύθιζε στο ναδίρ την όποια αξιοπιστία του FBI. Πολύ περισσότερο που κυκλοφορούσαν επίμονα φήμες ότι τα περισσότερα από τη λεία των ληστειών τραπεζών ο Dillinger τα μοίραζε στους φτωχούς. Αλήθεια ή ψέματα δεν είχε σημασία. Οι απλοί άνθρωποι το πίστευαν πράγμα που έκανε επείγουσα την ανάγκη για την κυβέρνηση να «τελειώνουν» με τον ενοχλητικό ληστή. Ο Dillinger ήταν ο πρώτος στις ΗΠΑ που ανακηρύχτηκε από το FBI σε Δημόσιο Κίνδυνο νούμερο 1.
Οι μπάτσοι δεν συχώρεσαν ποτέ στον Dillinger τους εξευτελισμούς που τους υποχρέωσε να υποστούν και ήταν αποφασισμένοι να τον εξοντώσουν βιολογικά. Το FBI ήταν η πρώτη αστυνομία στον κόσμο που είχε οργανωθεί με «επιστημονικό τρόπο»: εργαστήρια εγκληματολογίας, βαλλιστικές εξετάσεις κ.α. Ωστόσο, όπως και σήμερα άλλωστε, έτσι και τότε, τα «επιστημονικά όργανα» είναι μάλλον δευτερεύουσας σημασίας. Για τους μπάτσους το πιο αποτελεσματικό όπλο ονομάζεται χαφιεδισμός. Στις 22 Ιούλη του 1934 δολοφόνησαν εν ψυχρώ τον Dillinger έξω από ένα κινηματογράφο, μετά από «κάρφωμα» μιας πόρνης, της Anna Sage. Ήταν μόλις 31 ετών όταν δολοφονήθηκε και στην κηδεία του παρευρέθηκαν περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι…
Ο διώκτης του Ντίλιντζερ Melvin Purvis έγινε τόσο διάσημος που ο Hoover τον θεώρησε απειλή με αποτέλεσμα να τον εξαναγκάσει σε παραίτηση ένα χρόνο αργότερα (1935) από το FBI. Ο Hoover συνέχισε να τον πιέζει και εκτός σώματος. Ο Purvis στα 1960 αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό του περίστροφο που είχε χρησιμοποιήσει και τη νύχτα της δολοφονίας του Dillinger.
Τελειώνοντας αυτή τη δημοσίευση, θα ήθελα να κάνω ένα σχόλιο για τις (καλές) αμερικανικές γκανγκστερικές ταινίες (που πιστεύω ότι ισχύει και για το film noire).
Οι ταινίες αυτές αποτελούν, ταυτόχρονα, τόσο την αποδοχή όσο και την καταγγελία του Αμερικάνικου Ονείρου. Στην καθεστωτική εκδοχή του American dream, ο σκληρός άνδρας (στις γυναίκες επιφυλάσσεται μονάχα ο ρόλος της fame fatal, φαλλοκρατική γαρ η κοινωνία…) καθορίζει αυτός μονάχος του τον κόσμο γύρω του, και παρά και ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες, επιτυγχάνει το σκοπό του (πχ στα γουέστερν παρά και ενάντια σε Ινδιάνους και παράνομους φτιάχνει το ράντσο του). Στις γκανγκστερικές ταινίες έχουμε πάλι τον μοναχικό σκληρό άνδρα που ακολουθεί τη μοίρα του, την επιδίωξη της δικής του αλήθειας, της δικής του ελευθερίας. Μόνο που ενώ στην πρώτη περίπτωση οι συντηρητικές αξίες της οικονομικής και προσωπικής επιτυχίας θριαμβεύουν, στη δεύτερη περίπτωση ο ήρωας τσακίζεται γιατί η ατομική ελευθερία αποτελεί μια χίμαιρα: προς στιγμήν μπορεί κάποιος να την προσεγγίσει, αλλά αμέσως μετά συντρίβεται από κρατικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς βίας. Με αυτόν τον τρόπο οι γκανγκστερικές ταινίες (όπως και το φιλμ νουάρ) μετατρέπονται στο αντίθετο του American dream: αποτελούν την άρνησή του αποδεικνύοντας την αδυνατότητα της πραγματοποίησής του.
Άγγελος Κ
Βρήκα στο youtube ένα ντοκουμέντο με αυθεντικό υλικό εποχής που νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να το παρακολουθήσετε. Δυστυχώς δεν έχει ελληνικούς υπότιτλους, αλλά νομίζω ότι δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις αγγλικών (είναι επιπέδου lower, ή περίπου κάτι τέτοιο).
[vodpod id=Groupvideo.3321066&w=640&h=480&fv=%26rel%3D0%26border%3D0%26]
[vodpod id=Groupvideo.3321072&w=640&h=480&fv=%26rel%3D0%26border%3D0%26]
[vodpod id=Groupvideo.3321089&w=640&h=480&fv=%26rel%3D0%26border%3D0%26]
Περισσότερα για τον Τζον Ντίλιντζερ μπορείτε να βρείτε:
http://jhdillinger.fortunecity.com/index.html
http://en.wikipedia.org/wiki/John_Dillinger
http://www.johnnydepp-zone.com/boards/viewtopic.php?f=7&t=45707&p=1159808
http://www.prairieghosts.com/dillinger.html
http://agilewriter.com/Biography/JohnDillinger.htm
http://www.trutv.com/library/crime/gangsters_outlaws/outlaws/dillinger/1.html
Category: Χωρίς κατηγορία
Θα σταθώ λίγο στην ταινία. Τη θεωρώ άνιση ως προς την προσωπικότητα και την εποχή που περιγράφει, καθόλου διεισδυτική. Εγώ δεν κατάλαβα κανένα κοινωνικό σχόλιο – προβληματισμό, πιο πολύ άλλο ένα μελιστάλαχτο love story, που ούτε αυτό το κατάλαβα (δηλαδή μέσα από ποιές καταστάσεις και περιστατικά τρανώθηκε ο φοβερός αυτός – έως τον θάνατα – έρωτας). Αντίθετα ο «γαλλικός» δημόσιος κίνδυνος αναλύει το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή, γιατί μισεί τους αστυνόμους και το σύστημα, γιατί πράττει με το τρόπο που πράττει κλπ, αλλά και την εποχή του μέσα από τη διαδρομη του πρωταγωνιστή, χωρίς να πασχίζει να τον συμπαθήσει ο θεατής. Αναρρωτιέμαι μήπως ο Μαν φοβήθηκε να κάνει μία ταινία ρεαλιστικη και «ενοχλητική», που θα προβάλλετο στο Αμερικανικό κοινό, που πλέον δεν εκτιμά ούτε συμπαθεί τα άτομα που δημιουργούν πρόβλημα στην τάξη και απειλούν την «ασφάλεια» τους (ύψιστο των ατομικών δικαιωμάτων σύμφωνα με τον Ράμσφελντ).
Ο Man με έχει συνηθίσει σε καλύτερη ανάλυση χαρακτήρων και η ταινία, που πήγα να την παρακολουθήσω με ενθουσιασμό με ξενέρωσε.