Ο εκκεντρικός κύριος Μάικλ Τζάκσον
Ανήκω σε μια γενιά που ακόμα και η προφορά του ονόματος του Μάικλ Τζάκσον αρκούσε για να χάσεις την υπόληψη σου. Ήταν η εποχή της απόλυτης διάκρισης μεταξύ ροκάδων και καρεκλάδων. Ακόμα και ο νονός της σόουλ, ο Τζέιμς Μπράουν, θεωρείτο «γκιράπης». Γαλουχήθηκα μουσικά αρχικά με τους Doors, μετά με τους Creedence Clearwater Revival και όλο το κλασσικό ροκ. Και επειδή στα ‘60s ήμουν πάρα πολύ μικρός, η γενιά μου είναι ουσιαστικά η γενιά του πανκ, η μουσική που λάτρεψα ήταν των Sex Pistols, των New York Dolls, των Ramones και λίγο μετά του New Wave.
Ωστόσο το ομολογώ ανενδοίαστα: ο Μάικλ Τζάκσον μου άρεσε, το βινύλιο του Thriller, τότε στις αρχές των ‘80s, το είχα λειώσει παίζοντάς το στο πικ απ μου, ενώ είχα (επίσης) λειώσει σόλες παπουτσιών χορεύοντας το Beat it και το Βillie jean. Η μαύρη μουσική μου άρεσε τρελά, διατρέχοντάς την όλη: τζαζ, μπλουζ, R&Β, σόουλ και ναι (θα πω την απαγορευμένη λέξη) ντίσκο. Συγκινήθηκα όταν στο φεστιβάλ της ΚΟΕ, πριν λίγες μέρες, ο ένας από τους τραγουδιστές του πολιτικοποιημένου χιπ-χοπ συγκροτήματος από τις ΗΠΑ των Dead Prez, δήλωσε επί σκηνής πόσο του άρεσε ο Μάικλ Τζάκσον. Συνέχισε λέγοντας ότι υπήρξε θύμα του συστήματος που τον ξεζούμισε και τον εξάντλησε μέχρι θανάτου. Τελείωσε την αναφορά του στον Τζάκσον λέγοντας ότι έζησε σαν σκλάβος των εταιρειών και ότι μόνο τώρα μπορεί να αναπαυθεί εν ελευθερία (“rest in freedom”).
Φυσικά και δεν ήσαν λίγοι οι θαυμαστές του. Δεν είχε μόνο την αναγνώριση ποπ σταρ όπως η Madonna ή ο Paul McCartney, αλλά και πολιτικών ηγετών όπως ο Νέλσον Μαντέλα και ο Ούγκο Τσάβες. Τα τραγούδια του, η φωνή του και το εκπληκτικό χορευτικό στιλ του, είχαν μια παγκοσμιότητα μοναδική στα χρονικά της λαϊκής μουσικής. Και να με συμπαθάτε όσοι διαφωνείτε, ήταν ερμηνευτής σε πολύ καλής ποιότητας μουσική: σε αυτήν υπήρχε σόουλ, ροκ, rhythm ‘n’ blouse, disco, και ακόμα hip-hop, όλα μαγικά συνδυασμένα.
Αλλά ασφαλώς η ιστορία του, πέραν της όποιας καλλιτεχνικής αποτίμησης, έχει εξαιρετικό κοινωνιολογικό και πολιτικό ενδιαφέρον. Αυτή την πλευρά θα προσπαθήσω να αναπτύξω στο άρθρο που ακολουθεί.
Η ιστορία των Jackson Five αρχικά, και προσωπικά του Μάικλ αργότερα, είναι συνυφασμένη με την ιστορία της εταιρίας δίσκων που (υπό μια έννοια) τους δημιούργησε: της Tamla Motown. Η εταιρία είχε ιδρυθεί το 1959 στο Ντιτρόιτ και στη διάρκεια της ιστορίας της πολλοί νεαροί (και νεαρές) φτωχοί μαύροι μετατράπηκαν σε στάρ. Να αναφέρουμε μερικούς: Smokey Robinson & The Miracles, Diana Ross & the Supremes, Marvin Gaye, Tammi Terrell, Martha Reeves & the Vandellas, The Temptations, The Isley Brothers, The Four Tops.
Σύντομα το αφεντικό της εταιρείας, ο Berry Gordy, συνειδητοποίησε ότι οι μεγάλες πωλήσεις, και επομένως, τα πολλά λεφτά θα τα μάζευε αν κατόρθωνε να απευθυνθεί στο «μεγάλο κοινό»- τόσο σε λευκούς όσο και σε μαύρους. Το σλόγκαν της εταιρίας έγινε ότι εκπροσωπεί τον «ήχο των νεαρών Αμερικανών». Ο ήχος έπρεπε να «λουστραριστεί» αλλά και οι καλλιτέχνες να εκπαιδευτούν ώστε να δοθεί το μήνυμα ότι οι μαύροι (και η μουσική τους) ήσαν «αξιοπρεπείς» για να κερδηθεί όσο το δυνατόν πλατύτερο κοινό.
Τα εξώφυλλα των άλμπουμ διαμορφώθηκαν ανάλογα: λαμπερά κουστούμια, γυναικεία καλοχτενισμένα μαλλιά στο «λευκό στιλ». Ο Berry Gordy διοργάνωνε ακόμα και γλωσσικά μαθήματα για να «απολυμανθούν» οι καλλιτέχνες του από οποιαδήποτε «νέγρικη» προφορά.
Από την αρχή ο Gordy είχε καταλάβει ότι με τους Jackson Five και τον Μάικλ είχε χτυπήσει φλέβα χρυσού (τα πρώτα τους τέσσερα singles έφτασαν στο νούμερο 1 του Billboard της ποπ μουσικής). Η εταιρεία εμφάνιζε το αστέρι του συγκροτήματος, τον Μάικλ, ως 8χρονο και όχι ως 11χρονο που ήταν τότε (1969) για να είναι πιο «τρυφερή», και επομένως πιο εμπορική, η εικόνα του συγκροτήματος.
Η μουσική τους ήταν μεν αξιοπρεπής αλλά έπρεπε κοινωνικά να είναι αδιάφορη, απολίτικη. Μη ξεχνάτε, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 αρχές της δεκαετίας του 1970 ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν στην ημερήσια διάταξη, το κίνημα ήταν πολύ μαχητικό, ιδιαίτερα στη μαύρη κοινότητα. Ο Gordy δεν ήθελε η εταιρεία του να αντανακλά αυτό τον ριζοσπαστισμό. Ήθελε η μουσική της Motown να αντανακλά τα πρότυπα της «μεσαίας τάξης»: ναι μεν «είμαστε μαύροι» αλλά ταυτόχρονα συνεριζόμαστε τις αξίες του «αμερικανικού ονείρου», μπορούν και οι μαύροι να γίνουν πλούσιοι και διάσημοι.
Έτσι φρόντισε η μουσική των Jackson Five να είναι κοινωνικά ξεδοντιασμένη, να προσομοιάζει περισσότερο προς μια «σόουλ της τσιχλόφουσκας». Επιπλέον είναι ο Gordy που σκαρφίστηκε τη μάλλον μελοδραματική ιστοριούλα ότι η Diana Ross «ανακάλυψε» το συγκρότημα, τους είχε δήθεν «υπό την προστασία της» θέλοντας πολύ «να επιτύχουν» (η Diana Ross ήταν τότε η καλλιτέχνης της εταιρείας με τη μεγαλύτερη διεισδυτικότητα στο λευκό κοινό).
Όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1970 και το κίνημα έπαιρνε την κατιούσα, τόσο η μουσική των μαύρων γινότανε πιο εύπεπτη και ο Μάικλ Τζάκσον προσαρμοζόταν ανάλογα…
Από την αρχή της καριέρας του ο Μάικλ αντιλήφθηκε όχι μόνο τους περιορισμούς της μουσικής βιομηχανίας, αλλά και το σκληρό τίμημα της επιτυχίας στον καπιταλισμό. Και ο πρώτος διδάξας αυτού του μαθήματος ήταν ο πατέρας του Joe. Ο Μάικλ στα 1993 είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή του ότι ο πατέρας του, μουσικός και ο ίδιος, σε όλες τις πρόβες των Jackson Five καθόταν σε μια καρέκλα με μια ζώνη στα χέρια του. Σύμφωνα με τον Μάικλ «αν δεν το έκανες σωστά, θα σε ξέσκιζε, πραγματικά θα υπέφερες». Συνεχείς περιοδείες και ηχογραφήσεις σήμαιναν ότι ουσιαστικά δεν είχε παιδική ηλικία. Εκείνα τα χρόνια ο Smokey Robinson τον είχε περιγράψει ως «μια γέρικη ψυχή σε νεανικό σώμα».
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι Jackson Five άρχισαν να χάνουν την επαφή τους με τα μουσικά δρώμενα και η επιτυχία τους μειωνόταν συνεχώς. Τότε ωστόσο, άρχιζε η προσωπική καριέρα του Μάικλ Τζάκσον να εκτοξεύεται. Το 1979 έχουμε το (πέμπτο) σόλο άλμπουμ του, Off the Wall. Ήταν το πρώτο άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής βιομηχανίας με τέσσερεις τοπ 10 επιτυχίες (συνολικά είχε είκοσι εκατομμύρια πωλήσεις).
Με το Thriller (1982) ήρθε η μεγάλη του ώρα (εμπορικά και καλλιτεχνικά). Συνδύασε την εμπορική επιτυχία (ο πιο εμπορικός δίσκος όλων των εποχών με πάνω από 100 εκατομμύρια πωλήσεις) με την καλλιτεχνική αξία. Το μουσικό βίντεο του Thriller υπήρξε η αφετηρία της μετέπειτα δημιουργίας βίντεο κλιπ με αυτόνομη καλλιτεχνική αξία.
Μια από τις παρενέργειες του Thriller ήταν να χαλαρώσει ο ρατσισμός που μέχρι τότε χαρακτήριζε το MTV (ο ρατσισμός αποτελεί ενδημικό χαρακτηριστικό της αμερικανικής κοινωνίας παρά τους αγώνες λευκών και μαύρων αγωνιστών δεκαετιών). Μέχρι τότε το MTV δεν έπαιζε πολύ μαύρη μουσική. Την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε το Thriller και μετά από διαμαρτυρίες του ίδιου του Μάικλ, το αφεντικό του CBS Walter Yetnikoff πήρε στο τηλέφωνο τους υπεύθυνους του MTV απειλώντας τους να σταματήσει να τους δίνει βίντεο επειδή δεν έπαιζαν αρκετά τους μαύρους καλλιτέχνες. Το MTV εξαναγκάστηκε να υποχωρήσει και μαύροι καλλιτέχνες άρχισαν να εμφανίζονται στο MTV με μεγαλύτερη συχνότητα.
Με τις μεγάλες του εμπορικές επιτυχίες ο Μάικλ Τζάκσον μετατράπηκε σε ιερή αγελάδα της μουσικής βιομηχανίας. Κατόρθωσε να επιτύχει μυθικά συμβόλαια (2 δολάρια για κάθε δίσκο που πουλούσε η εταιρεία). Στη διάρκεια της καριέρας του κατόρθωσε να έχει συνολικά δεκατρία νούμερο ένα singles και 750 εκατομμύρια άλμπουμς σε πωλήσεις παγκοσμίως.
Αλλά, όπως είχε ήδη συνειδητοποιήσει από τα (χαμένα) παιδικά του χρόνια, ο θρίαμβος από την προσωπική εκμηδένιση πολλές φορές δεν απέχει και τόσο πολύ. Το χρήμα δεν διαφθείρει μόνο όσους δεν το κατέχουν, αλλά και όσους το κατέχουν (τους τελευταίους μάλιστα περισσότερο). Για να διατηρηθεί κάποιος στην κορυφή πρέπει να μετατραπεί σε κάτι ξένο, αλλότριο προς την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση, να γίνει ο ίδιος διαφημιστικό πόστερ, μια παραδοξότητα. Ένας «εκκεντρικός» που διατηρείται στην επικαιρότητα χάρις στις (στημένες) παιδιάστικες «τρέλες» του. Με την «εκκεντρικότητα» του τρέφει το αδηφάγο κοινό και τρέφεται (πλουσιοπάροχα) από αυτό. Στο τέλος ωστόσο πέφτει θύμα της ίδιας του της πλασματικής εικόνας: πιστεύει ότι είναι αληθινή, προσπαθεί να την πραγματοποιήσει στον πραγματικό κόσμο, αλλά έτσι η «τρέλα» μετατρέπεται σε τρέλα χωρίς εισαγωγικά.
Ο Μάικλ Τζάκσον ακολούθησε την παραπάνω πορεία με συνέπεια. Άρχισε να επιδεικνύει τον πλούτο του με εξορμήσεις-ψώνια του ενός εκατομμυρίου δολαρίων τη φορά. Να κυκλοφορεί μ’ έναν χιμπατζή που τον ονόμαζε Bubbles (φούσκες, μεταφορικά: ψευδαίσθηση, χίμαιρα). Άρχισε να αλλάζει χρώμα, τα νέγρικα χαρακτηριστικά εξαφανίστηκαν. Στην προσπάθειά του να αποκτήσει το τέλειο χορευτικό σώμα έπαθε ανορεξία και στο τέλος σωματικές δυσμορφίες, παραμορφώθηκε το σώμα του. Άρχισε να ζει με ισχυρά φάρμακα, πολύ πριν πεθάνει ήταν ένα ζόμπι.
Καθώς τελείωνε η δεκαετία του 1990, ο Τζάκσον άρχισε πλέον να εκθρονίζεται ως «βασιλιάς της ποπ» από νέα μουσικά ρεύματα (hip-hop, grunge). Η φωνή και το σώμα του εντελώς εξαντλημένα αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της μουσικής βιομηχανίας. Στα χρόνια της δεκαετίας του 2000 ακολούθησαν νέα σκάνδαλα παιδικής σεξουαλικής παρενόχλησης που τον οδήγησαν στην οριστική παρακμή.
Ο θάνατος τον βρήκε ενώ προσπαθούσε να ξεχρεώσει τεράστια χρέη που είχε συσσωρεύσει. Ο ίδιος μπορεί να συντρίφτηκε, αλλά ο θάνατός του χρησίμευσε στο βαμπίρ που τον ξεζούμισε. Μετά το θάνατό του, και μετά από μια δραματική πτώση πολλών χρόνων, η ζήτηση για τους δίσκους του είναι και πάλι στο νούμερο ένα. Οι δισκογραφικές εταιρείες έχουν κάθε λόγο για να πανηγυρίζουν…
Άγγελος Κ
Category: Χωρίς κατηγορία