Και μου’ παν η σειρά σου να πας στο στρατό…
Ένας φίλος από το blog με ενθάρρυνε πρόσφατα να γράψω τις εμπειρίες και τις σκέψεις μου πάνω στο στρατό, με αφορμή το γεγονός ότι υπηρετώ εδώ και 11 μήνες και ότι θα είχε ενδιαφέρον γενικότερα για τον εμπλουτισμό της ήδη πλούσιας θεματολογίας αυτού του διαδικτυακού τόπου. Έτσι λοιπόν, άδραξα την ευκαιρία και θα καταγράψω κάποιες παραστάσεις, μετερχόμενος μια διαδικασία ίσως και λυτρωτική, στο βαθμό που η εσωστρέφεια τόσων μηνών συχνά αγγίζει τα όρια του απόλυτου αυτισμού.
Στις 11 Αυγούστου, παρουσιάστηκα στη Θήβα, στο Πυροβολικό και ύστερα από ένα αναμενόμενο δακρύβρεχτο αποχαιρετισμό με τη μάνα μου πέρασα την κεντρική πύλη χωρίς να κοιτάξω στιγμή πίσω.. Η αλήθεια είναι ότι όσο πλησίαζε ο καιρός να παρουσιαστώ η ιδέα του στρατού με τρόμαζε αρκετά και καθώς οι μέρες πλησίαζαν προβληματιζόμουν ιδιαίτερα για την προσαρμογή μου σε τέτοιου τύπου αυταρχική και κανονιστική ζωή, μέσα από μια σειρά υπεραναλυτικών πρωτοκόλλων που ρυθμίζουν και οροθετούν απόλυτα τη συμπεριφορά ενός φαντάρου. Πολλώ δε μάλλον, για έναν άνθρωπο σαν και εμένα, που διέπεται από ένα δομικό πεσιμισμό και η οπτική γωνία αντίληψης των πραγμάτων επικαθορίζεται έντονα από την πολιτική στράτευση στο χώρο της Αριστεράς.
Η ζέστη ήταν αφόρητη εκείνη τη μέρα και όμως αμέσως ξεκίνησαν οι εργώδεις δραστηριότητες κατάθεσης των χαρτιών μας, συλλογής του απαραίτητου ιματισμού, ιατρικού και ψυχολογικού ελέγχου, από τον οποίον και θα έβγαινε το πόρισμα της στρατιωτική ικανότητας του καθενός μας (αυτό που λένε Ι1, Ι4, κλπ). Το πιο διασκεδαστικό στην όλη διαδικασία ήταν όταν κατέθεσα στον ψυχολόγο ότι για μένα οι μέρες στον στρατό είναι ο ενσαρκωμένος μύθος του Σίσυφου και αυτός μου αποκρίθηκε με τη φορμαλιστική έκφραση: «Γιατί το λες αυτό; Μήπως η σχέση με τους γονείς σου δεν είναι καλή;» Τι να πεις…
Σύντομα κατέφθασαν και τα πρώτα δείγματα πειθάρχησης. Έτσι, με τα πολιτικά μας ρούχα όπως ήμασταν, ένας ανθυπολοχαγός μας βάζει σε τριάδες για να μας οδηγήσει στα εστιατόρια για να φάμε. Τίποτα δεν ήταν πλέον όπως έξω. Η στρατιωτικοποίηση του μέχρι χτες πολίτη είναι μία βάναυση ψυχολογικά διαδικασία, η οποία δεν προϋποθέτει τον παραμικρό χρόνο προσαρμογής. Έτσι, απλά επιβάλλεται, με όρους τομής, δίχως έκθεση κάποιας αναγκαιότητας τις περισσότερες φορές, εν κενώ. Εξυπηρετεί κατά τη γνώμη μου, την πειθάρχηση, την υπακοή στους ανωτέρους άνευ όρων και φαντάζει πολλές φορές ότι στερείται οποιουδήποτε ενεργητικού προτάγματος και αυτό μάλλον συνιστά όρο για την εγχάραξη αυτής της πρακτικής ως αντανακλαστικού.
Είναι αυτή η πειθαρχία που στερείται περιεχομένου και οι παρατηρήσεις που άπτονται καθαρά προσωπικών στιγμών των φαντάρων («μη βάζεις τα χέρια στην τσέπη, μην καπνίζεις σε αυτό το πεζούλι, πήγαινε στο άλλο»), φαντάζουν στα μάτια μου τουλάχιστον, ως η συστηματοποίηση του παραλόγου.
Την πρώτη μέρα στο κέντρο εκπαίδευσης, μου έκαναν εντύπωση επίσης δύο πράγματα. Πρώτον, το πόσο καταθλιπτικά, μίζερα και αποστειρωμένα είναι τα κτίρια του στρατού. Και αποφεύγω να αναφερθώ στην παλαιότητα των εγκαταστάσεων και στην αθλιότητα χοιροστασίου των συνθηκών διαβίωσης των φαντάρων. Ένα περιβάλλον εγκλεισμού, το οποίο το μόνο που είχε να προσφέρει ήταν πλεονάσματα μελαγχολίας σε μένα αλλά και σε πολλούς άλλους συναδέλφους μου πιστεύω.
Δεύτερον, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο στρατός δεν είναι μόνο ένας στείρος κατασταλτικός μηχανισμός, αλλά εμπεριέχει και ιδεολογική λειτουργία – αν και όχι δεσπόζουσα – η οποία τελείται συνήθως με άκομψο και αδέξιο τρόπο. Δηλαδή, δε αναπτύσσεται μια διαδικασία ιδεολογικής υπαγωγής και ενσωμάτωσης, όπως τη γνωρίζουμε από τους κατεξοχήν κέρβερους της κυρίαρχης ιδεολογίας, το σχολείο και τα ΜΜΕ. Ένα λοιπόν, πρώτο δείγμα γραφής αυτού του ισχυρισμού μου ήταν οι τεράστιες εκείνες κίτρινες ταμπέλες που δήλωναν παρών κάθε λίγα μέτρα εντός του στρατοπέδου και φρόντιζαν να υπενθυμίζουν τις αρετές των οποίων πρέπει να’ ναι φορέας ο φαντάρος (ΠΥΡΟΒΟΛΗΤΑ ΘΥΜΗΣΟΥ: ΕΙΜΑΙ, ΓΝΩΡΙΖΩ, ΚΑΝΩ!) αλλά και το τρίπτυχο των ιδεωδών του στρατού (ούτε που το θυμάμαι). Α, να μην ξεχάσω και την καλλιέργεια της εθνικής συνοχής και της καθαρότητας της ελληνικής συνέχειας μέσω τσιτάτων όπως: «Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα νιώσεις κάθε είδους μεγαλείο», αλλά και τις απειράριθμες εικόνες αγωνιστών του ’21 που κοσμούσαν κάθε τοίχο, κάθε ουλαμού, κάθε πυροβολαρχίας και κάθε μοίρας.
Τις πρώτες δύο βδομάδες έγιναν εμφανή πολλά χαρακτηριστικά της λειτουργίας του στρατιωτικού μηχανισμού ως σκληρού πυρήνα του κατασταλτικού σκέλους ενός καπιταλιστικού κράτους. Θα προσπαθήσω να σταχυολογήσω κάποιες από αυτές τις όψεις. Η ιεραρχία του στρατού είναι εκπληκτικά τεμαχισμένη και διαθέτει σε κάθε επίπεδό της πολλές διαβαθμίσεις (υπαξιωματικοί, αξιωματικοί, βαθμίδα στρατηγού). Η αυστηρή και αγκυλωτική αυτή δομή επιτελεί αντικειμενικά τον εξής διττό ρόλο κατά τη γνώμη μου: Από τη μία, κατακερματίζει την εξουσία, τη μεταβιβάζει και τη διαχέει αποτελεσματικά, κάθετα και οριζόντια σε όλο το στρατιωτικό ιστό. Έτσι, ασκείται και υλοποιείται ο πειθαρχικός έλεγχος και η «τάξη» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του μηχανισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ίσως η πιο ταιριαστή εφαρμογή των θεωρητικών αναλύσεων του Φουκώ περί μικροφυσικής της εξουσίας είναι ο ίδιος ο στρατός. Η μοριοποίηση και η συγκρότηση πολλαπλών κόμβων εξουσίας που συνθέτουν το στρατιωτικό πλέγμα, δημιουργούν πάρα πολλά μικρά δίπολα σχέσεων εξουσίας–υποταγής στους κόλπους του, με συνέπεια να καθίσταται δυνατή η τήρηση της πειθαρχίας και η διαιώνιση της αυταρχικής λειτουργίας του στρατού. Το πιο ενδεικτικό ίσως παράδειγμα, είναι το πώς δεν μπορεί ποτέ να υπάρξουν δύο ισότιμα μέλη της ίδιας ακόμη βαθμίδας! Πάντα κάποιος θα είναι ανώτερος, πάντα κάποιος θα διατάζει και ο άλλος θα συμμορφώνεται!
Μέσα στους κόλπους των φαντάρων, εισάγονται αδιάκοπα διαιρέσεις. Ο παλαιότερος σε σειρά κατάταξης, ο δεκανέας που έχει περάσει τα ΛΥΒ, ο θαλαμάρχης, ο λοχίας υπηρεσίας, κλπ στους οποίους παρέχονται συχνά πυκνά κίνητρα από το μόνιμο στελεχιακό δυναμικό (είτε θετικού – άδειες, καλή μεταχείριση στις υπηρεσίες, είτε αρνητικού προσήμου – απειλές και εκφοβισμοί) να ασκούν σχέσεις επιβολής στους συναδέλφους τους. Ειδικά για την κατώτερη βαθμίδα –τους στρατιώτες, που είναι και οι πλέον καταπιεσμένοι– είναι ακόμη σπουδαιότερη η αναγκαιότητα εισαγωγής τεχνητών αντιθέσεων, ακριβώς διότι οι οριακές (ψυχολογικές και σωματικές) συνθήκες καθημερινότητας, αποτελούν εν δυνάμει μια εκρηκτική ύλη – θρυαλλίδα – στα θεμέλια του στρατού. Σημειωτέον όλα αυτά, την ίδια στιγμή που όλοι εμείς είμαστε, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, οι «κολασμένοι», οι αναλώσιμοι αυτής της ιστορίας. Με τον τρόπο αυτό, το «βλέμμα» της εξουσίας φτάνει στα πιο απόκρυφα σημεία της στρατιωτικής τοπολογίας, με συνέπεια να καλλιεργείται ο αυτοματισμός στην αναπαραγωγή της.
Από την άλλη πλευρά, αυτή η δομή που αντανακλά το αμφίδρομο προτσές συγκεντροποίησης-αποκέντρωσης της εξουσίας (και πάλι Φουκώ), συντελεί στο να την αποπροσωποποιεί σε μεγάλο βαθμό. Βεβαίως ένας μη-κοινωνικά κρετίνος μπορεί να στοχοποιήσει ως φορείς εξουσίας έναν ταγματάρχη, ένα διοικητή λόχου, ένα στρατοπεδάρχη. Ωστόσο, δεν είναι αρκετό ώστε να αντιληφθεί το ρόλο του θεσμού κοινωνικά και ποια είναι τα αποτελέσματά του. Η αποπροσωποποίηση αυτή, που επενδύεται με τη φενάκη της εθνικής υπερηφάνειας και ενότητας, του «εχθρού που παραμονεύει», θεωρώ ότι είναι συστατικό στοιχείο της συγκρότησης του στρατιωτικού υποκειμένου. Είναι μία ιδιαίτερα εκκωφαντική πτυχή του στρατού. Η έγκλησή σου ως υποκείμενο. Φαντάζομαι ένα πείραμα. Ένα σύνταγμα, το οποίο είναι παρατεταγμένο μπροστά στη σημαία και στα νώτα του φωνάζει ο ταξίαρχος: «Ε εσύ!» Μάλλον θα γυρίσουν όλοι το κεφάλι τους. Το λέω αυτό για να πω κάπως γλαφυρά ότι σε ένα τέτοιο καθεστώς τεταμένου αυταρχισμού και υπαγωγής, όπου δεν μπορείς να αρνηθείς ποτέ τίποτα, δεν μπορείς να αμφισβητήσεις, να κάνεις κριτική και βρίσκεσαι διαρκώς υπό τη δαμόκλειο σπάθη της ποινής, οι κοινωνικές πρακτικές φέρουν εμφωλιασμένα τα στοιχεία της απολογίας και της ενοχής. Αυτό νομίζω είναι το Υποκείμενο. Η Συμβολική Τάξη στο στρατό (δανειζόμενος τον όρο από το Λακάν) είναι έντονα διαμεσολαβημένη από την ενοχή, σε μία κατάσταση αδιακρισίας ποινής και ατιμωρησίας. Γι’ αυτό και στο στρατό, όπως και τώρα τελευταία συνολικά στην κοινωνία (με τη συρρίκνωση των πολιτικών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων) είσαι γενικά ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Ας μην παραβλέψω να διευκρινήσω ότι η περιγραφείσα κατάσταση παραπάνω είναι ένας προσωπικός συλλογισμός, που έχει θεωρητική μορφή σε τελευταία ανάλυση, πάντως βρίσκει ισχύ τόσο σε κέντρα εκπαίδευσης όσο και στην παραμεθόρια περιοχή πρώτης γραμμής άμυνας (Έβρος, νησιά βόρειου και ανατολικού Αιγαίου), όπου η καθημερινότητα προσεγγίζει περισσότερο τα «προβλεπόμενα». Ο στρατός λοιπόν, ήταν ο πρώτος κοινωνικός χώρος που είχα την ευκαιρία να νιώσω και να συλλάβω τόσο καθαρά το καφκικό περιβάλλον. Όποιος τυγχάνει να έχει διαβάσει τη Δίκη ή ακόμα καλύτερα τον Πύργο, ως φαντάρος αποκλείεται να μην ταυτιστεί έστω και λίγο με την περσόνα του Γιόζεφ Κ. Είναι εδώ λοιπόν, που ο Αλτουσέρ συναντά τον Κάφκα…
Θα ήθελα εδώ, εν είδη παρέκβασης, να ασκήσω κριτική σε μία σχετικά διαδεδομένη άποψη ανάμεσα στους φαντάρους, που συνοψίζεται στην εξής φράση: «Ο στρατός είναι ένα θέατρο μακράς διαρκείας, όπου απλά εντάσσεσαι, παίζεις το ρόλο που σου ανατίθεται και στο τέλος πέφτει η αυλαία αποχωρώντας αλώβητος». Η εν λόγω αντίληψη αδυνατεί να συλλάβει τα θετικά αποτελέσματα που μπορεί να εγγράψει μία κατασταλτική πρακτική εν γένει, ακόμα και αν είναι συνειδητά απονομιμοποιημένη. Η ιδεολογική πρακτική όπως και η καταναγκαστική έχει μία αυτοτέλεια στον τρόπο με τον οποίο εγγράφεται στα (βιολογικο-πολιτικά) σώματα της κοινωνίας. Εδώ πάλι η ψυχανάλυση και κυρίως η λακανική, θα μπορούσε να μας διαβεβαιώσει για το πώς η στρατιωτική συμβολική τάξη (ή διαφορετικά ο.. «χακί» μεγάλος Άλλος) με κυρίαρχα κατασταλτικά στοιχεία στο εσωτερικό της, επικαθορίζει έντονα την πρακτική υπαγωγής των φαντάρων στην στρατιωτική εξουσία (ή αν θέλετε, συγκροτεί την επιθυμία τους). Οικοδομεί έναν τύπο ανθρώπου πειθήνιο και υποταγμένο, προετοιμάζοντας τον για τη μετέπειτα εργασιακή του ευελιξία και εκμετάλλευση. Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε, που η Αριστερά (κυρίως η ριζοσπαστική) στην Ελλάδα και κυρίως το φοιτητικό κίνημα αντέδρασε στην επιβολή της στράτευσης στα 18. Για να συνεχίσω τη στρουκτουραλιστική οπτική, θα πρέπει να πω πως από την εμφανή αλλοίωση και κάμψη των συναδέλφων μου τις δύο πρώτες εβδομάδες στρατιωτικής εμπειρίας, αποδεικνύεται η πρωταρχικότητα των δομών πάνω στα αποτελέσματά τους. Κοντολογίς, η ένταξη σε μία δομή θέτει αντικειμενική οριοθέτηση και αντικειμενικά χαρακτηριστικά των δρώντων υποκειμένων εντός του. Από την άλλη πλευρά και αφαιρετικά, η φράση αυτή αντανακλά μία στάση ηττοπάθειας και μοιρολατρίας και λειτουργεί απολογητικά αναφορικά με μία παθητική προσωπική μας πρακτική.
Όμως δε σταματάμε εδώ. Το μηχανισμό του στρατού, όπως και όλους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του καπιταλιστικού κράτους, συνέχει η γραφειοκρατία. Δε γνωρίζω άλλο μηχανισμό πέραν του στρατού, στον οποίο η γραφειοκρατία να έχει τέτοιες τερατώδεις διαστάσεις. Και αυτό βέβαια έχει την ερμηνεία του. Οι δυνατότητες αντίστασης και διεκδίκησης στα πλαίσια του στρατού αποσβένονται μέσα σε ένα δαιδαλώδες δίχτυ γραφειοκρατίας, όπου το τελετουργικό διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, η τυποποίηση του παραπόνου υποβαθμίζεται σε συγκεκριμένη «προβλεπόμενη» και αποστειρωμένη διαδικασία και η ενδεχόμενη δικαίωση κάποιου χαμηλόβαθμου συντελείται μόνο αφού διέλθει εξαντλητικά όλες τις βαθμίδες, ύστερα από έναν κυκεώνα επανεξετάσεων των αιτημάτων και εξορθολογικοποίησής τους αναφορικά με τις στρατιωτικές νόρμες και παραδεδεγμένα. Με τον τρόπο αυτό, υψώνονται αναχώματα στη διεκδίκηση εντός των πλαισίων της στρατιωτικής νομιμότητας, εγγράφεται η ηττοπάθεια στους χαμηλόβαθμους και κυρίως στους φαντάρους, ενώ παράλληλα στεγανοποιείται η εκδήλωση της δυσαρέσκειας και της δυναμικής των χαμηλών από τις υψηλές βαθμίδες. Άλλωστε, έτσι δεν έρχονται σε επαφή οι υψηλόβαθμοι με τις συνθήκες ένταξης και τα προβλήματα των χαμηλόβαθμων, με συνέπεια τα υλικά τους προνόμια να μην προσβάλλονται ακόμα και από ηθικής άποψης. Εξυπηρετεί αντικειμενικά συνεπώς, τη διασφάλιση του απρόσκοπτου, της πειθαναγκαστικής και αυταρχικής λειτουργίας του στρατού.
Ζώντας από μέσα τους δύο πρώτους έντονους μήνες στρατιωτικής ζωής συνειδητοποίησα βαθύτερα αυτό που αρχικά ο Γκράμσι και μετέπειτα ο Αλτουσέρ και ο Πουλαντζάς θεωρητικά επεξεργάστηκαν, πως ένας κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να είναι ποτέ μόνο κατασταλτικός ή μόνο ιδεολογικός. Ο στρατός λοιπόν, διαθέτει και αυτός μία δευτερεύουσα ιδεολογική λειτουργία (όπως ανέφερα παραπάνω). Θα μπορούσαμε να πούμε πως η ιδεολογία του είναι μία συζυγία της αστικής κυρίαρχης ιδεολογίας, με έντονα τα ιδεολογικά υποσύνολα του εθνικισμού (αλυτρωτισμός, πατριδολαγνεία, συγκεκαλυμμένος επεκτατισμός), του καθαγιασμού της μιλιταριστικής ζωής και προβολής της σε κοινωνικό επίπεδο (εδώ διαφαίνεται και ο δυνάμει ρόλος του ως πόλος εξουσίας, ως τελεστής του κράτους έκτακτης ανάγκης), του ρατσισμού και του σεξισμού. Έχει αξία να σταθούμε στο γεγονός ότι, όπως η αστική ταξική κυριαρχία δεν θα μπορούσε ποτέ να υλοποιηθεί και να αναπαραχθεί μόνο με την καταστολή, έτσι και η στρατιωτική εξουσία απαιτεί για να εδραιωθεί και να εμπεδωθεί στις μάζες των φαντάρων (που δεν έχουν εκπαιδευτεί προφανώς στις υπερ-συντηρητικές στρατιωτικές σχολές) πέρα από τον αυταρχισμό και ορισμένα θετικά ιδεολογικά προτάγματα (τα προαναφερθέντα), τα οποία θα προσδώσουν μία minimum νομιμοποίηση της μιλιταριστικής κοινωνικής πρακτικής. Θα προσπαθήσει επιπρόσθετα να προοικονομήσει εκδηλώσεις ανυπακοής και αμφισβήτησης. Βέβαια, να τονίσουμε ότι ο ιδεολογικός λόγος του είναι εξαιρετικά άκαμπτος με φοβερές αντιφάσεις και το φρασεολόγιο που το συνοδεύει τρομερά τυποποιημένο. Αυτό νομίζω είναι και μία έμμεση αντανάκλαση του ότι ο λόγος πάλι εδώ είναι πεδίο αποτύπωσης των αυταρχικών εξουσιαστικών σχέσεων, αλλά και του ότι συνιστά φορέα της λαβυρινθώδους στρατιωτικής γραφειοκρατίας.
Με βάση τα προηγούμενα περί στρατιωτικού ιδεολογικού λόγου μόνο ως ανέκδοτο θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ότι σε ένα τόσο καταπιεστικό περιβάλλον, ποτέ δεν θα ακούσει ή θα διαβάσει κάποιος τη φράση «απαγορεύεται»! Είναι πραγματικά εκπληκτικό!
Όλα αυτά σκιαγραφούν φαινομενικά ένα στρατό που προσιδιάζει σε ένα αρραγές και μονολιθικό οικοδόμημα, το οποίο δεν παρέχει καμία δυνατότητα αντίστασης και δε συγκλονίζεται από τις αντιφάσεις από τις οποίες διαπερνάται. Παρ’ όλα αυτά, καθημερινά μπορεί κανείς να καταγράψει πράξεις αντίστασης και γιατί όχι και ρήγματα εντός αυτού του χώρου. Το «φίδιασμα» ή αλλιώς «λούφα» αποδεικνύουν την – έστω και ασυνείδητη – απροθυμία των στρατιωτών να υποταχθούν έτσι απλά στις παράλογες ή υπερβολικές διαταγές και απαιτήσεις ενός ανωτέρου στελέχους. Βεβαίως, συχνά η στάση αυτή έχει κόστος για τους υπολοίπους, μια που αναλαμβάνουν εργασίες που αντιστοιχούν σε περισσότερους ανθρώπους, αλλά αυτό είναι απόρροια του ότι αυτή η πράξη δεν έχει συνειδητά πολιτικά χαρακτηριστικά (που να εκπορεύεται δηλαδή από μία πολιτική θέση για το στρατό στον καπιταλισμό). Μία πρωτόλεια και σε επίπεδο αντανακλαστικού κοινωνική πρακτική, δηλαδή. Επίσης, μπορεί κανείς να δει τη δυσαρέσκεια να εκδηλώνεται από τα ποικίλα μικρά καθημερινά «σαμποτάζ» μέχρι και την παρουσίαση στην αναφορά ως παραπονούμενου αψηφώντας τις μικρόψυχες απειλές των ανωτέρων (για συνθήκες υγιεινής, τροφή, ανομοιομορφία στην κατανομή των υπηρεσιών, άδικη επιβολή ποινών, κ.α.). Επίσης, όλες εκείνες οι δραστηριότητες που μπορεί να μην προβλέπονται, μολοταύτα να υλοποιούνται στην αφάνεια και εκεί που δε φτάνει το βλέμμα της εξουσίας (όπως η ανάγνωση πολιτικού τύπου σε σκληροπυρηνικά στρατόπεδα, η ακρόαση μουσικής, μη εκτέλεση διαταγής), αποδεικνύει ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών των πράξεων είναι δυνατές μόνο στις παρυφές της ισχύουσας νομιμότητας (ας τονισθεί εδώ ότι και ο ίδιος ο στρατιωτικός μηχανισμός ασφυκτιά μέσα στο δικό του νομικό πλαίσιο λειτουργίας, με συνέπεια πολλές φορές να το αίρει, βασιζόμενος κυρίως στον εκφοβισμό και την άγνοια των κατωτέρων).
Πολλές φορές αναρωτιόμουνα (ως άνθρωπος που είχα εμπλακεί μέχρι πρότινος με το ριζοσπαστικό φοιτητικό συνδικαλισμό) πώς ήταν δυνατό να οικοδομηθούν αντιστάσεις και αναχώματα μέσα στο στρατό με πιο μόνιμα χαρακτηριστικά. Προϊόντος του χρόνου συνειδητοποιούσα ότι εντός του μηχανισμού είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αναπτυχθεί συνδικαλισμός και δομές εκπροσώπησης των συμφερόντων των φαντάρων. Και αυτό διότι ο σκληρός πυρήνας του κράτους (αυτός που σε τελική ανάλυση θα καταπνίξει τον «εσωτερικό εχθρό») είναι ασύμβατος με τέτοιες δράσεις στο εσωτερικό του και δεν μπορεί να κατακτηθεί μέσω διεκδίκησης. Θεωρώ ότι με τέτοιου τύπου μηχανισμούς μόνο η διεκδίκηση από έξω (κινήματα, κοινωνικοί αγώνες) και γενικότερα η έξωθεν πολιτική πίεση («πολιορκία του», βλέπε Λένιν) μπορεί να πετύχει μία σχετική εκδημοκρατικοποίηση, αλλά και αυτή με στενά όρια. Επιπλέον, απαιτείται πολύ οργανωμένη και προσεκτική πολιτική δουλειά με συγκεκριμένες κωδικοποιήσεις και συμπυκνώσεις ανάμεσα στους φαντάρους, όμως ακόμα περισσότερο είναι απαραίτητη η παρέμβαση στις μάζες εκτός στρατού στα πλαίσια της προαναφερθείσας στρατηγικής, ώστε να απονομιμοποιούνται οι αυταρχικές πρακτικές και να χαράσσεται μια προοπτική προοδευτικού επαναστατικού μετασχηματισμού του.
Η δυσκολία της πολιτικής παρέμβασης μέσα στο στρατό και η πρόσκρουση στο «Πραγματικό» των ταξικών δομικών προσδιορισμών των ατόμων των κατώτερων βαθμίδων, δημιουργεί τη φαντασιακή παράσταση αδυνατότητας ανάληψης οποιασδήποτε επιτυχούς δράσης. Ωστόσο, οι κοινωνικές συνθήκες και οι συγκυρίες – ως συμπυκνώσεις ταξικών ανταγωνισμών – διεμβολίζουν αυτόν το μηχανισμό και πολύ συχνά η ίδια η παγκόσμια ιστορία έρχεται να μας αποκαλύψει πολλά συμβάντα εσωτερικής διάβρωσης, ανατροπής και επαναστατικοποίησης του αστικού στρατού. Πολλά είναι τα παραδείγματα, με χαρακτηριστικότερα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Αφρική το ’50 και το ’60, το Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων στην Πορτογαλία, ακόμα και η σύγχρονη περίπτωση του Τσάβες στη Βενεζουέλα. Το καταγράφω σε μία προσπάθεια να αναδείξω και την ελπιδοφόρα πλευρά του ζητήματος και να αντισταθμίσω ένα κλίμα απαισιοδοξίας που ενδεχομένως καλλιεργήθηκε προηγούμενα.
Πολλάκις, προβληματίστηκα σχετικά με το στρατό ενός επαναστατικού κράτους. Ένα στρατό που θα προσπαθεί να περιφρουρήσει από όλους τους κινδύνους την προοπτική της κοινωνικής χειραφέτησης και του επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Έσπασα το κεφάλι μου στοχαζόμενος τη διαλεκτική σχέση που διέπει την πειθαρχία που θα πρέπει να διαθέτει ένας τέτοιου τύπου στρατός με την ταυτόχρονη συγκρότηση των όρων της αυτοαναίρεσής του όταν πλέον θα εκλείπει η αναγκαιότητα ύπαρξης του ως όργανο καταπίεσης των πρώην καταπιεστών. Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω καμία φοβερή απάντηση. Το καταπληκτικό είναι ότι κανείς δεν μπορεί να τη δώσει έτσι εγκεφαλικά. Σίγουρα είναι ένα ζήτημα που άπτεται της ιστορικής συγκυρίας αλλά και του κοινωνικο-πολιτικού πειραματισμού. Επιπλέον, μπορούμε σε αδρές γραμμές να ισχυριστούμε ότι για να μπορέσει ένας στρατός να είναι πειθαρχημένος αλλά και να μην αναπαράγει εξουσιαστικές πρακτικές (όπως ιστορικά συνέβη με τον Κόκκινο Στρατό, παρά τα τεράστια επιτεύγματά του), πρέπει να διαπαιδαγωγείται με επαναστατικές αρχές, να γίνεται τμήμα της ευρύτερης κοινωνικής ζύμωσης της περιόδου να εμβαθύνεται και να ενθαρρύνεται ο πολιτικός διάλογος στο εσωτερικό του. Προϋπόθεση αυτού, είναι αφενός η συνειδητοποίηση του ότι αποτελεί οργανικό τμήμα του ανερχόμενου κοινωνικού συνασπισμού των κυριαρχούμενων τάξεων και μερίδων, εξυπηρετεί τα συμφέροντά του και εμπλέκεται ενεργά με τις κοινωνικές του διεργασίες. Επιπρόσθετα, πρέπει να αποκρυσταλλώνονται και κάποιοι υλικοί όροι που θα αναχαιτίζουν αντικειμενικά τις εγγεγραμμένες τάσεις και πρακτικές του παρελθόντος, όπως πχ η προοδευτική κατάργηση των βαθμών, των διακριτικών και των προνομίων (επηρεαζόμενος και από την Πολιτιστική Επανάσταση), με στόχο την ανάπτυξη ενός στοιχειώδους αυτοματισμού. Βαθμιαία, είναι απαραίτητο όλο το φάσμα ενός επαναστατικού στρατού να συμμετέχει με δομές στη λήψη αποφάσεων (γνωρίζω πολύ καλά ότι σίγουρα αυτό δε θα γίνεται με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει σε ένα επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο), ακόμα και να συγκροτεί επιτροπές με αρκετή αυτονομία από το «στρατηγικό κέντρο», που θα διασφαλίζουν κάπως τη διαρκή επαναστατικοποίηση των ιδεολογικο-πολιτικών σχέσεων λειτουργίας. Σπουδαίος όρος σε αυτήν την κατεύθυνση θα ήταν επίσης και η αρωγή του με όλα τα δυνατά μέσα σε όλες τις πτυχές της οικοδόμησης της επαναστατικής κοινωνίας τόσο στο τεχνικό όσο και το κοινωνικό σκέλος, ούτως ώστε να αποτρέπεται η κοινωνική απομόνωση και γραφειοκρατικοποίησή του.
Δε θα έπρεπε ωστόσο, να παραγνωρίσουμε τις εξαιρετικές δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος. Θα πρέπει να δοθεί στο εσωτερικό του μία σκληρή και κοπιώδης ιδεολογική και πολιτική πάλη, όπου για να νικηθούν όλες οι προγενέστερες τάσεις απαιτείται μακροχρόνια προσπάθεια. Άλλωστε, ένας μηχανισμός που σίγουρα δε θα στελεχώνεται μόνο από ανθρώπους με επαναστατική ταξική τοποθέτηση, αλλά και από άλλους με μικροαστικούς και συντηρητικούς προσδιορισμούς, αναμφισβήτητα θα τροχοπεδείται στην προοδευτικό προσανατολισμό του. Για μένα σε τελική ανάλυση ζητήματα τέτοιων κρατικών μηχανισμών ανάγονται στο μεγάλο στοίχημα της επανάστασης, που είναι και η λυδία λίθος του μαρξισμού. Το προς τα πού θα πολωθεί κοινωνικά το μεγάλο τμήμα της μικροαστικής τάξης. Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, πιστεύω πως σε κάθε περίπτωση, η επαναστατική κατεύθυνση ενός στρατού θα προσδιοριστεί και θα καναλιζαριστεί σε γενικές γραμμές από το αν σταδιακά επικρατούν οι δυνάμεις της επανάστασης ή της αντίδρασης (εξαιτίας της έμμεσης αντανάκλασης αυτών εντός του). Τόσο γενικά και αόριστα μπορώ να απαντήσω…
Εν πάσει περιπτώσει, επανερχόμενος στα δικά μου, είχα την τύχη να ειδικευτώ σε ένα ήπιο σώμα του Σ.Ξ. και στην παραμεθόριο στον Έβρο, υπηρέτησα με προνομιακούς όρους και για την ακρίβεια μέσα στη θαλπωρή του κτιρίου της Ταξιαρχίας, μακριά από επίπονες πορείες, άσκοπα σκηνάκια, ασκήσεις ακριβείας, κλπ. Ήρθα σε επαφή με μπόλικους υψηλόβαθμους αξιωματικούς αλλά και τον Ταξίαρχο – που έφερε το πορτραίτο ενός δικτάτορα – ο οποίος αντιλαμβανόταν τους στρατιώτες ως πεδία άσκησης όχι απλά της απεριόριστης και αβυσσαλέας εξουσίας του, αλλά και ως πεδία εκτόνωσης κάθε ιδιοτροπίας και νεύρωσης του. Κι όλα αυτά τα αναφέρω επειδή η έντονη αυτή ώσμωση με αυτές τις βαθμίδες με ώθησε να συμφωνήσω απόλυτα με αυτό που κάποτε είχε ισχυριστεί ο μαρξιστής ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ, ότι η βαθμίδα των αξιωματικών (ταγματάρχης – συνταγματάρχης) που βρίσκεται αμέσως κάτω από εκείνη του στρατηγού (ταξίαρχος – αντιστράτηγος) διαθέτει πληθώρα αντικειμενικών προϋποθέσεων όσον αφορά την ανάληψη πρωτοβουλιών σχετικά με την πραγματοποίηση στρατιωτικών πραξικοπημάτων και δικτατοριών. Οι στρατηγοί είναι αριθμητικά λιγότεροι, γνωρίζονται μεταξύ τους και συνιστούν τον ιμάντα σύνδεσης του στρατού με το πολιτικό προσωπικό του κράτους και επομένως μπορούν να ενορχηστρώσουν την πολιτική τους τακτική ανενόχλητοι χωρίς να λογοδοτούν παρά μόνο στις κυβερνήσεις (και αυτό σε περιόδους κοινοβουλευτισμού που χαρακτηρίζεται από μία κινηματική νηνεμία). Αντιθέτως, οι βαθμοφόροι κάτω από τους στρατηγούς δύσκολα θα ανελιχθούν μέχρι το ανώτερο επίπεδο και δε συνδέονται άμεσα με την κυρίαρχη πολιτική. Εντούτοις, το γεγονός ότι διοικούν την άμεση επιχειρησιακή δράση ενός λόχου, τάγματος ή συντάγματος, φέρουν τη ματαιοδοξία του καριερισμού και της ατομικής ανάδειξης, αλλά και το ότι χωρίζονται με σινικά τείχη από τους θύλακες παραγωγής της αστικής πολιτικής στρατηγικής, είναι όλοι διακριτοί όροι που τους επιτρέπουν να ενεργούν εκτός ορίων τυπικής αστικής νομιμότητας και έτσι να φτάνουν να συγκροτούν και πόλο εξουσίας εντός του στρατιωτικού δικτύου. Η πιο ενδεικτική είναι η περίπτωση της Ελλάδας, όπου η Χούντα των συνταγματαρχών συνιστούσε το διακριτό πόλο της αστικής ταξικής κυριαρχίας (εξέφραζε τη στρατηγική συνέχειας και τη σκλήρυνσης της αυταρχικής διακυβέρνησης του κράτους των εθνικοφρόνων και την ένταση της γρήγορης συσσώρευσης και διεθνοποίησης του κεφαλαίου) πλάι στο Κοινοβούλιο (ΕΡΕ, Ένωση Κέντρου) και το παλάτι (που εκφραζόταν από τη «Μεγάλη Χούντα» – στρατηγοί).
Οι χαμηλόβαθμοι στρατιωτικοί – και μαζί με αυτούς και οι κληρωτοί – έχουν πολλά περισσότερα να χάσουν στα πλαίσια αυτού του συστήματος, εν αντιθέσει με τους μέσους και υψηλόβαθμους αξιωματικούς, μπορούν να αποτελέσουν ανατρεπτικά στοιχεία σε περιστάσεις έντασης κοινωνικών αντιθέσεων, σε κρίσεις του κράτους ποικίλου τύπου όπως επίσης και σε επαναστατικές καταστάσεις. Αναφέρθηκα λίγο διεξοδικά στη συνεισφορά του Χομπσμπάουμ στην ανάλυση για τον αστικό στρατιωτικό μηχανισμό, επειδή πιστεύω ότι αυτές οι παρατηρήσεις συνδέουν έστω και με θολό τρόπο τις δυνατότητες αντίστασης και ανατροπής στο στρατό με τον τροπισμό του κατασταλτικού του χαρακτήρα.
Αντί επιλόγου, θα ήθελα να συστήσω δύο έργα από τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, σχετικά με το στρατό που είναι άκρως διαφωτιστικά και αποκαλυπτικά για τη λειτουργία και τον κοινωνικό του ρόλο κατ’ επέκταση. Το πρώτο είναι το “Full metal jacket” του Stanley Kubrick. Ένα τάγμα πεζοναυτών εκπαιδεύεται μερικούς μήνες πριν μεταβεί στο Βιετνάμ να πολεμήσει εναντίων των εξεγερμένων Βιετκόνγκ. Ειδικά το πρώτο μισό της ταινίας, αριστουργηματικά κατά τη γνώμη μου, αποδίδει τη σκληρότητα της εκπαίδευσης σε πολεμική περίοδο, τον καταναγκασμό, την πειθάρχηση άνευ όρων, τον ολοκληρωτικό εξευτελισμό της αξιοπρέπειας αυτού που θα σκοτωθεί εν τέλει, ακόμα και τις οριακές καταστάσεις στις οποίες ωθεί τους στρατευμένους το όλο κλίμα. Το δεύτερο είναι ένα βιβλίο με τον τίτλο «Απολύομαι και τρελαίνομαι» του Χριστόφορου Κασδάγλη. Ο συγγραφέας καταγράφει με χιουμοριστικό, καυστικό, σαρκαστικό αλλά και πολιτικό ύφος την εμπειρία του από την προσωπική του στρατιωτική θητεία. Εκθέτει αναλυτικά τις συνθήκες, τον παραλογισμό, το χαφιεδισμό, τα αδιέξοδά του αλλά και τις προσωπικές του νίκες. Παρατηρώντας τις μάζες των νεοσυλλέκτων να συρρέουν αθρόα, φαντασιώνεται την αυτοοργάνωσή τους, σχεδιάζει την ανατροπή και την εκδίωξη των αξιωματικών, τη συγκρότηση πανελλαδικού οριζόντιου δικτύου επαναστατικών στρατιωτικών επιτροπών και οραματίζεται τη μεγάλη άνοιξη των εξεγερμένων φαντάρων! Και επειδή όλοι όσοι περάσαμε από το στρατό αισθανθήκαμε σε κάποιο βαθμό να μας καταχράζονται ένα ή δύο από τα πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής μας, βυθίζοντας μας στη μελαγχολία και στις αδυσώπητες εσωτερικές συγκρούσεις, θα κλείσω παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο:
«Μου χρωστάτε κύριοι το κόστος […] των διλημμάτων μου, μου χρωστάτε το κόστος μιας ολόκληρης αλυσίδας προβλημάτων, χασμάτων επικοινωνίας, εντάσεων στις προσωπικές σχέσεις με αγαπημένα πρόσωπα και παρεξηγήσεων που προξενήσατε εσείς οι ίδιοι με σειρά υπηρεσιακών πράξεων και παραλείψεών σας. […] Μου χρωστάτε ό, τι πλήρωσα βλέποντας εκατοντάδες εφιάλτες και ό, τι στερήθηκα σε τρυφερά, συναρπαστικά ή απλώς έντονα όνειρα. Μου χρωστάτε χίλιες ματιές της κόρης μου, χίλια ερωτικά χάδια, χίλια χαμογελαστά πρόσωπα. Κύριοι, μου χρωστάτε ήδη πάρα πολλά. Κάτω τα βρωμόχερά σας από πάνω μου. Δεν είστε καλοί εργοδότες. Διά της παρούσης, σας υποβάλλω την παραίτησή μου.»
Δήμος Ε
Category: Χωρίς κατηγορία