Όπου γη πατρίδα: οι Έλληνες μετανάστες μέχρι τη δεκαετία του ‘60
“Τη φρικιώδη κατάστασιν των Ελλήνων αναγιγνώσκομεν εν τη Δέμβερ του Κολοράδου συναδέλφω “Νέα”. Κατά την εν συναδέλφον ταύτην, ήτις δημοσιεύει εν πλάτει την έκθεσιν του εκεί αστυάτρου, 800 Έλληνες ζώσιν υπό τους χειρίστους της υγιεινής και ανθρωπότητος κανόνας.
Η αστυνομία εύρε περί τους 25 Έλληνας κοιμώμενους και διαιτωμένους εις εν στενότατον δωμάτιον.
Αμέσως η αστυνομία εξεδίωξε τούτους εκείθεν και απολύμανε καταλλήλως το δωμάτιον τούτο, εξ ού ηπειλείτο η υγεία του περίοικου πληθυσμού. Ένεκα τούτου η συνάδελφος εφημερίς επιτίθεται δρυμήτατα κατά των Ελλήνων, λέγει δ’ ότι εκ της ελεεινής τούτων υγιεινής καταστάσεως απειλείται η υγεία όλης της πόλης”.
Μη μου πείτε…
…δεν μοιάζει πολύ με ανακοίνωση “αγανακτισμένων κατοίκων”; (βλέπε Άγιος Παντελεήμονας).
Μόνο που είναι γραμμένη στην καθαρεύουσα και εναντίον Ελλήνων μεταναστών. Το απόσπασμα είναι από την εφημερίδα Αστήρ του Σικάγου με ημερομηνία 5/3/1909. Αναφέρεται στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Μιχάλη Γ. Τσάκαλου Η σύγχρονη ελληνική μετανάστευση μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας, από τις εκδόσεις Αιγέας.
Το βιβλίο είναι επίκαιρο (και χρήσιμο) σε μια εποχή αντιμεταναστευτικής υστερίας. Σε μια περίοδο που τα “παράθυρα” της πρωινής ζώνης της τηλεόρασης βρίσκονται υπό κατάληψη από δεξιούς και ακροδεξιούς ρατσιστές, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε την κατάσταση που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες μετανάστες στις χώρες υποδοχής τους.
Όταν κάποιος υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα αποτέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα χώρα αποστολής μεταναστών, η πιο κλασσική αντίδραση των εθνικιστών ρατσιστών (και όχι μόνο…) είναι να περιγράφουν την ελληνική μετανάστευση με ωραιοποιημένο τρόπο. Περιγράφουν μια εντελώς ψευδή-μαγική εικόνα Ελλήνων μεταναστών που ήσαν (υποτίθεται) καλοδεχούμενοι στις χώρες υποδοχής γιατί “εργάζονταν τίμια” και “δεν έκλεβαν ούτε βίαζαν ούτε σκότωναν όπως οι ξένοι που έχουν μαζευτεί στην Ελλάδα”.
Η πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική.
Οι Έλληνες μετανάστες ήσαν θύματα άγριου ρατσισμού όπως είναι σήμερα οι μετανάστες στην Ελλάδα. Στις αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ (αλλά και αργότερα στην Αυστραλία) αντιμετωπίζονταν ως φυλετικά κατώτεροι:
“Η έννοια του λευκού που σήμερα περιλαμβάνει κάθε άτομο ευρωπαϊκής καταγωγής, τότε περιοριζόταν αποκλειστικά για τους ανθρώπους με αγγλοσαξονική ή βορειοευρωπαϊκή προέλευση.
Οι Έλληνες θεωρούντο φυλετικά ανάμεικτοι, γενετικά κατώτεροι από τους δήθεν αμιγείς προγόνους τους, και, ως εκ τούτου, ανίκανοι ακόμα και να προσεγγίσουν τα επιτεύγματά τους. Στο βαθμό που αυτοί οι συγγραφείς έβλεπαν τους Έλληνες σαν κατώτερους και μη λευκούς και τους περιφρονούσαν γι αυτό η συμπεριφορά τους ήταν καθαρά ρατσιστική” (σ. 196).
Στις ΗΠΑ σε πολλές περιπτώσεις τα δικαστήρια αρνήθηκαν να δώσουν την αμερικανική υπηκοότητα σε Έλληνες, αποφαινόμενα ότι αυτοί ανήκουν στην κίτρινη φυλή! Το 1913 στην είσοδο ενός εστιατορίου στην Καλιφόρνια έγραφε: “Αμιγές Αμερικανικό! Όχι ποντίκια, όχι Έλληνες”.
Αλλά και στην Αυστραλία τα πράγματα για τους Έλληνες δεν ήταν καλύτερα. Στα 1925 ο υφυπουργός προεδρίας του Queensland έγραφε:
“Οι Έλληνες της Βόρειας Κουϊνσλάνδης είναι γενικά ανεπιθύμητοι και δεν αποτελούν καλούς μετανάστες. Ζουν στις πόλεις της περιοχής και επιδίδονται σε επιχειρήσεις καφενείων, πανδοχείων και άλλων λιγότερο ευυπόληπτων δραστηριοτήτων. Δεν είναι γεωργοί και δεν συνεισφέρουν τίποτα στον πλούτο ή την ασφάλεια ατής της χώρας.
Δεν επιδίδονται σε καμιά χρήσιμη εργασία η οποία θα διεκπεραιωνόταν λιγότερο καλά χωρίς τη βοήθειά τους.
Συνοδευόμενος από έναν αξιωματικό της αστυνομίας, επισκέφτηκα κάμποσες από τις λέσχες και τα πανδοχεία τους, που βρίσκονται σε γενικές γραμμές σε άθλια κατάσταση. Το βιοτικό τους επίπεδο είναι χαμηλότερο από των άλλων αλλοδαπών. Κοινωνικά και οικονομικά αυτός ο τύπος του μετανάστη συνιστά απειλή για την κοινότητα στην οποία εγκαθίστανται και θα ήταν προς όφελος της πολιτείας, αν η είσοδός τους απαγορευόταν ολοσχερώς”. (σ. 228).
Επιπλέον, όπως σήμερα υπάρχουν αρκετοί μετανάστες που εισήλθαν στην Ελλάδα “παράνομα”, το ίδιο συνέβαινε και με Έλληνες μετανάστες. Οι Έλληνες μετανάστες που ήσαν “λαθραίοι” στις ΗΠΑ και την Αυστραλία το διάστημα 1950-1974 (τόσο πρόσφατα οι Έλληνες ήσαν μετανάστες…) υπολογίζονται σε τουλάχιστον 50.000. Η παρακάτω περιγραφή αποδίδει τα αισθήματα ενός “λαθρομετανάστη”:
“Ένας λαθρομετανάστης που εγκατέλειψε το πλοίο του το 1966 και εργαζόταν κρυφά σε ελληνικό εστιατόριο είχε πει: Όλοι εμείς οι λαθραίοι βλέπουμε δυο εφιάλτες. Ο ένας είναι ότι θα πεθάνουμε στην Αμερική ξένοι και ανεπιθύμητοι, και ο άλλος είναι ότι θα μας πιάσει το Ιμιγρέσο (immigration service) και θα μας στείλει πίσω στην Ελλάδα να πεθάνουμε εκεί”. (σ. 160).
Αλλά το ιδεολόγημα που καταρρέει εντελώς, είναι η υποτιθέμενη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων μεταναστών στις χώρες υποδοχής. Σε μελέτες που είχαν εκπονηθεί στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1940 παρουσιάζουν τους Έλληνες ως τους πλέον επιρρεπείς στη διάπραξη απεχθών εγκληματικών πράξεων. Στο σύνολο των αδικημάτων οι Έλληνες προηγούνται τόσο των Ιταλών όσο και των Ρώσων. Οι Έλληνες κατηγορούνται ότι οι περισσότερες από τις παραβατικές πράξεις τους αναφέρονται σε ιδιαίτερα σοβαρά αδικήματα, όπως ανθρωποκτονίες, βιασμοί, επιθέσεις, κλοπές, ληστείες και εμπορία ναρκωτικών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλές από αυτές τις μελέτες είναι μονομερής και σηκώνουν πολύ συζήτηση για την αντικειμενικότητά τους. Όπως δηλαδή συμβαίνει και με τις μελέτες εγκληματικότητας που αφορούν την παραβατικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα. Πάντοτε οι μετανάστες (είτε Έλληνες είτε όποιας άλλης φυλής και χρώματος) ήσαν θύματα ρατσισμού και αδίστακτης δυσφημιστικής προπαγάνδας.
Ο τελικός στόχος το ρατσισμού δεν είναι άλλος από την οικονομική εκμετάλλευση των μεταναστών που επειδή έχουν σχεδόν ανύπαρκτα δικαιώματα σε σχέση με τους ντόπιους, εύκολα γίνονται θύματα υπερεκμετάλλευσης. Έτσι για την άρχουσα τάξη επιτυγχάνεται ένας διπλός στόχος: η διάσπαση των εργαζομένων σε ντόπιους και ξένους και το οικονομικό ξεζούμισμα και των δυο.
«Στον εργασιακό χώρο οι Έλληνες, μαζί με άλλους κατηγορήθηκαν ότι λειτουργούσαν ως απεργοσπάστες και ότι αγνόησαν τους αγώνες των εργαζομένων παραβιάζοντας τις συνθήκες και τα δικαιώματά τους προς όφελος των εργοδοτών. Αναφέρονται μάλιστα τακτικά περιπτώσεις σε Αμερική και Αυστραλία της παραβίασης της κυριακάτικης αργίας και της νυχτερινής υπερωριακής εργασίας. […]
Η ζωή τους βασιζόταν στην καθημερινότητα. Απεργίες και στάσεις εργασίας ήταν αντίθετες με τους σκοπούς τους, που ήταν η συλλογή χρημάτων όσο το δυνατόν συντομότερα. Γι’ αυτό το λόγο η συμμετοχή τους σε συνδικαλιστικές δραστηριότητες ήταν περιορισμένη». (σ 229-30).
Τελειώνω την παρουσίαση του βιβλίου μ’ ένα απόσπασμα από την περιγραφή μιας Ελληνίδας εργάτριας στην Ολλανδία τη δεκαετία του 1960:
“Όταν ήρθα να δουλέψω στη Φίλιπς, είχα κάτι μάτια να! Και επειδή είχα τόσο καλά μάτια, ο προϊστάμενος μου ανέθετε όλη τη λεπτή δουλειά. Δεν μετακινήθηκα ποτέ σε άλλο πόστο. Επί δέκα χρόνια καθόμουνα σκυμμένη πάνω σε κείνα τα μικρά λαμπερά εξαρτήματα και τα διάλεγα. Ήμασταν δυο. Αν φτιάχναμε μαζί 15.000 κομμάτια την ημέρα, εγώ έκανα τα 11.000. Οπότε καταλαβαίνεις! Την άλλη γυναίκα την άλλαξαν γρήγορα, αλλά εμένα μ’ αφήσανε.
Πολλές φορές ζήτησα να μου δώσουν άλλη δουλειά, γιατί κουραζόμουν πολύ να κάνω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Αλλά τότε ο προϊστάμενος μου έλεγε: Όχι εσένα δεν σ’ αλλάζουμε με καμιά κυβέρνηση. Εσύ κάνεις 11.000 κομμάτια. Είσαι η καλύτερη εργάτρια μας. Και όταν τον είδα τελευταία και του είπα ότι έχω σχεδόν τυφλωθεί στα δυο μάτια, μου είπε: Τι λες, κορίτσι μου, δεν το περίμενα να χάσουμε τέτοια καλή εργάτρια….” (σ. 175-76).
Τα σχόλια περιττεύουν…
Άγγελος Κ
Category: Ενάντια στο ρατσισμό
Ετσι είναι πραγματικά. Οι Ελληνες δέχτηκαν απίστευτο ρατσισμό όπου και αν πήγαν, εκτός απο τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Υπήρξε ένας πραγματικός άθλος για τους έλληνες να ζούν τότε στις ΗΠΑ,Αυστραλία και Ευρώπη. Δέχτηκαν ένα απίστευτα σκληρό ρατσιστικό μίσος. Ολα αυτά βέβαια έχουν κρυφτεί επιμελώς απο την ιστορία. Εκείνο το οποίο προκαλεί τρομερή εντύπωση αλλά και μιά μεγάλη αντίφαση είναι ότι οι βορειευρωπαικής καταγωγής χώρες θεωρούσαν (και θεωρούν) τους νεοέληνες ως φυλετικά μη ευρωπαίους κατά την δική τους βέβαια φυλετική αντίληψη. Αυτό αποτελεί και ιστορική αντίφαση. Αν δούμε την ιστορία του αρχαίου κόσμου τότε πραγματικά θα ανακαλύψουμε μιά πραγματική κόλαση για το βορειευρωπαικό στοιχείο (τότε βαρβαρικό). Τα αρχαία ελληνικά φύλα είχαν την γνωστή παγιωμένη άποψη περί βαρβάρου αλλά όμως μέχρι εκεί. Μελετούσαν τις βαρβαρικές φυλές της ηπειρωτικής ευρώπης και τον πολιτισμό τους τον οποίον θεωρούσαν κατώτερο απο τον δικό τους. Η Ρωμαίοι όμως είχαν μιά εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Αυτοί δεν τους θεωρούσαν καν ως ανθρώπους, τους κυνήγησαν άγρια και τους κρατούσαν πληθυσμιακά ελεγχόμενους σφάζοντάς τους συνεχώς. Ηταν πραγματικά πολύ σκληροί οι Ρωμαίοι. Οι απόγονοι αυτών ων βαρβαρικών φυλών σήμερα ισχυρίζονται ότι οι αρχαίοι έλληνες ήταν φυλετικά συγγενείς τους. Το ίδιο λένε και για τους Ρωμαίους δηλαδή αυτούς που τους μισούσαν περισσότερο. Αυτό αποτελεί μιά αντίφαση. Θα πρέπει να ερευνήσουμε για το αν το παρελθόν επηρεάζει αυτούς τους λαούς οι οποίοι δέχτηκαν μιά ασύληπτη σκληρότητα απο τους Ρωμαίους απο τους οποίους βέβαια απορρίφθηκαν συνολικά ως ανθρώπινες υπάρξεις. Αυτή η καχυποψία τους για τους μεσογειακούς ευρωπαίους ίσως να πηγάζει απο ένα ένστικτο φόβου το οποίο έχει τις ρίζες του ιδίως στην Ρωμαική περίοδο. Συνδέουν και εμάς τους νεοέλληνες με αυτόν τον ενστικτώδη, ζωόδη θα έλεγε κανείς, φόβο. Διότι η γλώσσα μας είναι εντελώς άγνωστη σ αυτούς όπως επίσης και τα λαίκά μας ήθη και έθιμα. Αυτό το εντελώς άγνωστο, ισως το ένστικτό τους το συνδέει με εκείνη την περίοδο της κλασσικής αρχαίότητας όπου οι Ρωμαίοι για αυτούς ήταν κάτι σαν εξωγίηνοι. Δεν έχουν περάσει και πολλές γενιές απο εκείνη την περίοδο. Η επιμονή τους δέ να θέλουν οι αρχαίοι έλληνες και ρωμαίοι να ήταν βορειευρωπαικής φυλετικής καταγωγής και συγγενείς τους μπορεί να εξηγθεί απο το γεγονός ότι πάντα αυτός που υποδουλώνεται τελικά θαυμάζει τον αφέντη του. Ετσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί αυτή η περίεργη επιμονή τους.