Δεσμώτες ενός ψευδαισθησιακού κινηματογράφου
Από 15-16 χρονών μαγεύτηκα από τον κινηματογράφο. Ευτύχησα να βρίσκομαι σε παρέες με φανατικούς σινεφίλ αρκετά χρόνια μεγαλύτερους μου που με μύησαν στα “μυστικά” της κινηματογραφικής γλώσσας. Πλάνο, πλάνο-σεκάνς, κάμερα κοντρ πλονζε, Αϊζενστάιν, Βερτόφ, Όρσον Γουέλς, Κιούμπρικ. Και φυσικά πολιτικός κινηματογράφος, και αναπόφευκτα η γαλλική Nouvelle Vague και τα Cahiers du cinéma (Τριφώ, Γκοντάρ, Ρομέρ). Είναι αυτή η σχολή που, παρά τις πρωτοποριακές απόψεις της, έδωσε καλλιτεχνικό κύρος σε πολλούς σκηνοθέτες του Χόλιγουντ που μέχρι τότε θεωρούντο απλά “μάστορες” (όχι δημιουργοί).
Μέσα από τα κείμενα των Cahiers du cinéma κατανοούσες περισσότερο δημιουργούς όπως ο Τζον Φόρντ, ο Νίκολας Ρέι, ο Χάουαρντ Χόκς. Ωστόσο, υπήρχε ένας σκηνοθέτης που ενώ τον υμνούσαν τα Cahiers du cinéma και το σύνολο των Ελλήνων κριτικών κινηματογράφου εμένα μου.. καθόταν στο στομάχι. Και το όνομα αυτού Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Ποτέ δεν μπόρεσα να συγκρατήσω χαμόγελα ειρωνείας αλλά και βαθιά χασμουρητά βλέποντας τις ταινίες του. Ομολογώ ότι αναγνωρίζω τις κινηματογραφικές αρετές του. Ναι, θεωρώ ότι πολλά από τα πλάνα του είναι κορυφαίας τεχνικής. Ωστόσο σαν σύνολο το έργο του το θεωρώ “τεχνικό”, καμιά ταινία του δεν την θεωρώ κάτι παραπάνω από το “βλέπεται” (και αυτό στην καλύτερη περίπτωση). Αυτή η άποψη μου στοίχισε πολλών ωρών διαμάχες με αρκετούς φίλους που ήσαν φαν του Χίτσκοκ. Και ξέρετε… αυτές οι διαμάχες γύρω από ζητήματα τέχνης μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα πικρές.
Έτσι δεν μπορώ να συναισθανθώ τον ενθουσιασμό του Δανίκα και τους ύμνους του για την ταινία Vertigo, δεσμώτης του ιλίγγου: “Μέσα στις δέκα πιο αγαπημένες μου όλων των εποχών. […] Με το άγγιγμα του Χίτσκοκ πριν από μισό αιώνα. Με μια απίστευτη δημιουργική σύνθεση μελοδράματος, σασπένς, ψυχανάλυσης και αλληγορίας.[…] Ψυχανάλυση αλλά στο βάθος κοινωνική αλληγορία. Μια από τις πληρέστερες σελίδες του παγκόσμιου κινηματογράφου. […] η ταινία του χρυσάφι ατόφιο, μοναδικό. Ευλογημένο μέχρι το τελευταίο λεπτό!”. Διαβάζοντας αυτό το υμνολόγιο ξαναείδα την ταινία μετά πολλά (φευ!) χρόνια: παρ” όλα αυτά μου άφησε την ίδια γεύση με παλιότερα…
Οι ταινίες του Χίτσκοκ (φυσικά όπως τις βλέπω εγώ), πάσχουν από δυο πολύ χτυπητές χοντροκοπιές: Πρώτον, σου δίνουν διαρκώς την αίσθηση του “παλιομοδίτικου”. Οι ηθοποιοί, ότι και να συμβαίνει, διατηρούν πάντοτε την κόμη τους τέλεια (για να μην μιλήσω για τα κάτασπρα δόντια τους και τα ατσαλάκωτα κουστούμια-φορέματά τους). Η μπριγιαντίνη στα μαλλιά των αρσενικών λάμπει και οι τρίχες τους μόλις που κουνιούνται ακόμα και αν το αυτοκίνητο τρέχει με (υποτίθεται) ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα μαλλιά των φαμ φατάλ ηρωίδων του πάντα καλοχτενισμένα ακόμα και όταν είναι αγουροξυπνημένες. Η στουντιακή πίσω προβολή σε σκηνές δράσης “καρφώνεται” υπερβολικά. Όλα στην εντέλεια, καλοβαλμένα και τακτοποιημένα.
Ένα παράδειγμα των παραπάνω στον Δεσμώτης του ιλίγγου, είναι το πλάνο όπου μπροστά σε ένα γκρεμό με φόντο τη θάλασσα το ζευγάρι φιλιέται παθιασμένα (υποτίθεται!). Όλα είναι τόσο ψεύτικα που αντί να αισθανθείς το πάθος, σε πιάνουν τα γέλια: εμφανώς, οι ηθοποιοί απλά στήθηκαν μπροστά στην κάμερα για να δημιουργηθεί “κάτι τι το εντυπωσιακόν”, φιλιούνται με κλειστά στόματα πράγμα που είναι γελοίο. Και φυσικά ο αέρας είναι ανύπαρκτος, τα μαλλιά τους διατηρούνται τέλεια καλοχτενισμένα.
Θα μου πείτε ότι πολλά από τα παραπάνω υπάρχουν και στα μεγάλα αριστουργήματα του αμερικανικού φιλμ νουάρ- Χόλιγουντ γάρ. Συμφωνώ. Αλλά εδώ έρχεται και χειροτερεύει την κατάσταση το δεύτερο πρόβλημα με τις ταινίες του Χίτσκοκ. Τα σενάρια των ταινιών του είναι τύπου Αγκάθα Κρίστι. Με απλά λόγια, ελάχιστα ρεαλιστικά, πλοκή που όταν τη σκέφτεσαι τη θεωρείς απλώς απίθανη, και πάνω απ” όλα συντηρητισμός. Στην ταινία ο φόνος στο καμπαναριό είναι τραβηγμένος από τα μαλλιά (από πλευράς πειστικότητας) ενώ ο πρωταγωνιστής πρώην μπάτσος ευθύνεται για, τουλάχιστον, δυο φόνους (έστω εξ΄ αμελείας…) και μάλιστα ο δεύτερος στερεί τη δυνατότητα να πιαστεί ο “κακός” αφού σκοτώνεται η μοναδική μάρτυρας που θα μπορούσε να στηρίξει την κατηγορία. Εμένα μου αρέσει πολύ να γλυτώνουν οι “κακοί” στις ταινίες, ωστόσο αυτό σίγουρα δεν άρεσε στον συντηρητικό Χίτσκοκ. Στο τέλος η “κακιά” (που ασφαλώς στο φόνο είχε “δεύτερο” ρόλο) σκοτώνεται για να αποκατασταθεί προφανώς η “ηθική”.
Σπεύδω να διευκρινίσω για να μην παρεξηγηθώ: δεν είμαι υπέρ ενός σκληροπυρηνικού ρεαλιστικού κινηματογράφου. Το αντίθετο μάλιστα. Δεν είμαι, μιλώντας γενικά και κάπως αόριστα, φαν του ρεαλισμού στην τέχνη (αν και, ασφαλώς, υπάρχουν ρεαλιστικά αριστουργήματα). Αλλά οι ταινίες του Χίτσκοκ (όπως και τα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι) πάσχουν από ρεαλισμό ενώ πασχίζουν να σε πείσουν για το αντίθετο, επιπλέον έχουν έλλειψη βάθους οποιουδήποτε επιπέδου. Οι ιστορίες τους μοιάζουν με ανέκδοτα που εξαντλούνται μόλις ακούσεις την τελευταία ατάκα. Αφού δεις την ταινία (ή διαβάσεις το βιβλίο) δεν μένει οτιδήποτε άλλο, γιατί δεν υπάρχει οτιδήποτε άλλο.
Θα παραθέσω μερικά αποσπάσματα από το εξαιρετικό δοκίμιο του (μεγαλύτερου κατά τη γνώμη μου συγγραφέα νουάρ βιβλίων) Ρέιμοντ Τσάντλερ Η απλή τέχνη του φόνου, που (εμμέσως) διευκρινίζει την άποψή μου για το έργο του Χίτσκοκ. Στο βιβλίο ο Τσάντλερ ασχολείται, μεταξύ άλλων συγγραφέων “αστυνομικού μυθιστορήματος”, και με την Αγκάθα Κρίστι:
“Τα κάθε μορφής μυθιστορήματα είχαν πάντοτε την πρόθεση να “ναι ρεαλιστικά. Τα μυθιστορήματα παλιού τύπου, που τώρα μοιάζουν πομπώδη και ψεύτικα μέχρι σημείου γελοιότητας, δεν έδιναν αυτή την εντύπωση στον κόσμο που τα πρωτοδιάβασε.
[…]
Υπάρχει […] μια ιστορία της Dorothy Sayers στην οποία κάποιος δολοφονείται μόνος του τη νύχτα στο σπίτι του, από ένα βάρος πού ελευθερώνεται μηχανικά και που λειτουργεί επειδή το θύμα ανοίγει το ραδιόφωνο του αυτή την ώρα, στέκεται μπροστά του σ” αυτή τη θέση και σκύβει πάνω του, ακριβώς σ” αυτή τη στάση. Λίγα εκατοστά πιο εδώ ή πιο εκεί κι όλα θα πάνε στραβά. Εδώ ταιριάζει αυτό πού λέμε «να “χεις το Θεό μπάρμπα»· ένας δολοφόνος πού χρειάζεται τόση βοήθεια από την Θεία Πρόνοια έχει σίγουρα διαλέξει λάθος επάγγελμα.
Έχουμε ακόμα την Agatha Christie που βάζει τον κ. Hercule Poirot (τον πανέξυπνο Βέλγο που μιλάει στα γαλλικά σ” αυτολεξεί σχολική μετάφραση) ν” αποφασίζει, αφού χαζέψει αρκετά με τα περίφημα «φαιά του κύτταρα», ότι κανείς μέσα στο τάδε τραίνο με κουκέτες δεν ήταν ικανός να διαπράξει μόνος του το φόνο (άρα τον έκαναν λοιπόν όλοι μαζί), κι έτσι την βλέπουμε να κομματιάζει την φυσική διαδικασία σε μια ολόκληρη σειρά απλών ενεργειών, έτσι όπως κάνει αυτός που λύνει ένα μηχάνημα. Είναι μια εξωφρενική λύση που μόνο ένας χαζός θα μπορούσε να τη μαντέψει.
[…]
Το κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα τίποτα δεν έμαθε και τίποτα δεν ξέχασε. Είναι η ιστορία που θα βρήτε κάθε βδομάδα στα μεγάλα εικονογραφημένα περιοδικά, που διατηρούν τον δέοντα σεβασμό για την παρθενική αγάπη και το σωστό είδος αγαθών πολυτελείας.
[…]
Για όλες αυτές τις ιστορίες μπορεί να γίνει μια απλούστατη δήλωση: απ” τη πλευρά της λογικής δεν συνιστούν πρόβλημα, κι απ” την πλευρά της τέχνης δεν είναι λογοτεχνία. Είναι υπερβολικά μηχανοποιημένες και δείχνουν εντελώς απληροφόρητες πάνω στο τι πραγματικά γίνεται στον κόσμο. Προσπαθούν να φαίνονται ειλικρινείς αλλά η ειλικρίνεια είναι μια τέχνη. Ο δυστυχής συγγραφέας είναι ανειλικρινής χωρίς να το γνωρίζει, ενώ αυτός πού έχει κάποιες ικανότητες γίνεται ανειλικρινής γιατί δεν ξέρει που να δείξει την ειλικρίνεια του. Φαντάζεται πώς η μπλεγμένη υπόθεση ξεγέλασε το νωχελικό αναγνώστη που δεν κοιτάει τις λεπτομέρειες…”.
Ο Τσάντλερ σπεύδει να διευκρινίσει ότι τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι απορρίπτει αυτού του είδους τη “λογοτεχνία” στο όνομα της “σοβαρής τέχνης”.
“[…] στάθηκα τυχερός ώστε να αποφύγω αυτό που ονομάσθηκε (από τον Punch νομίζω) «αυτή η μορφή σνομπισμού που μπορεί να δεχτεί τη Λογοτεχνία της Διασκέδασης στο Παρελθόν, άλλα μόνο τη Λογοτεχνία της Διαφώτισης στο Παρόν.
[…]
Οι άνθρωποι που διαβάζουν, βρίσκουν διέξοδο σ” αυτό που κρύβουν οι σελίδες του βιβλίου για να ξεφύγουν έτσι από κάπου άλλου. Μπορεί κανείς να “χει αντιρρήσεις για την ποιότητα του ονείρου, η έκφραση του όμως έχει γίνει λειτουργική αναγκαιότητα. Καθένας μας πρέπει να δραπετεύει πότε-πότε απ” τον θανατερό ρυθμό των προσωπικών του σκέψεων. Αυτό είναι μέρος της διαδικασίας της ζωής των σκεπτόμενων όντων. Είναι ένα από τα πράγματα που επιτρέπουν στον άνθρωπο να ξεχωρίζει από τον πίθηκο στον όποιο αρέσει προφανώς (δεν μπορεί ποτέ κανείς να είναι σίγουρος) να κρέμεται ανάποδα απ” τα κλαδιά των δένδρων και ούτε καν τον ενδιαφέρει να διαβάσει τον Walter Lippmann”.
Δεν έχω καμιά δυσκολία να συμφωνήσω απολύτως με τα παραπάνω…
Άγγελος Κ
Category: Χωρίς κατηγορία