Θεοδόση Πελεγρίνη, Νίτσε
Τελικά, μάλλον η εξειδίκευση, στις σημερινές τουλάχιστον συνθήκες, είναι αναγκαία….
Από μικρός (παιδική αφέλεια;) θαύμαζα τους “συνολικούς ανθρώπους”, το ιδεώδες της Αναγέννησης. Τους ανθρώπους που, όπως π.χ. ο Ντα Βίντσι, μπορούν να ασχολούνται με το σύνολο σχεδόν της ανθρώπινης γνώσης με την ίδια (σχεδόν) επιτυχία. Ωστόσο αυτοί, πρέπει επιτέλους να το παραδεχτούμε, αποτελούν την εξαίρεση….
Ο Θεοδόσης Πελεγρίνης, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καλό θα ήταν να είχε περιοριστεί σε μια ακαδημαϊκή διάλεξη για τον Νίτσε και όχι να συγγράψει θεατρικό έργο (Φεβρουάριος 2009 Μέγαρο Μουσικής) με συρραφή αποσπασμάτων από βιβλία του για να παρουσιάσει (αλίμονο!) δραματουργικά την φιλοσοφία του. Στο τέλος σε αυτούς που έχουν οικειότητα με το έργο του φιλοσόφου άφησε την εντύπωση της σχηματικότητας, σε όσους δε, δεν έχουν επαφή με το έργο του αποκόμισαν, μάλλον, στρεβλές εντυπώσεις για τον άνθρωπο και τις ιδέες του. Το θεατρικό δεν είχε πειστική δραματουργική ανέλιξη, του έλειπε η γνήσια συγκίνηση, με αποτέλεσμα να αποτυγχάνει να “μιλήσει” είτε στο μυαλό είτε στην ψυχή των θεατών.
Για μένα το πιο μεγάλο πρόβλημα ήταν η ηρωοποίηση του Νίτσε, ως πάσχοντος ανθρώπου και φιλοσόφου (στο έργο τον βλέπουμε σχεδόν τυφλό να μισεί την αδελφή του και την [ίδια του] τη μάνα…). Αυτή η προσέγγιση, όσο αληθινή και αν είναι, είναι γενικώς μεγάλο πρόβλημα όταν ασχολούμαστε με τη φιλοσοφία. Απέναντι στους φιλοσόφους θα πρέπει να κρατάμε μια απόσταση ασφαλείας, συναισθηματικής και πνευματικής. Αυτό είναι αναγκαίο για να έχουμε κριτική στάση απέναντί τους και να διατηρούμε την δική μας πνευματική ανεξαρτησία. Ο δεδηλωμένος στόχος της (δυτικής τουλάχιστον) φιλοσοφίας δεν είναι να πιστέψουμε σε κάτι, αλλά να αναζητήσουμε την αλήθεια ανεξάρτητα από τις προκαταλήψεις και τις εμμονές μας. Ο ίδιος ο Νίτσε άλλωστε είχε επανειλημμένα (αν και αντιφατικά είναι η αλήθεια) αρνηθεί να θεωρηθεί είτε ως μάρτυρας είτε ως νέος προφήτης. Ωστόσο τον ακολουθεί διαρκώς η εικόνα του ως “τρελής ιδιοφυΐας” και της τραγικής εξόδου από τη ζωή (τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο απόλυτο πνευματικό σκοτάδι).
Ωστόσο για αυτήν την εικόνα έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης και ο ίδιος. Ο άνθρωπος που είχε ως στόχο μια απολύτως αντιμεταφυσική φιλοσοφία κατέληξε ο ίδιος μεταφυσικός!
Ο φιλόσοφος στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του όντος καταρρίπτει την ουσιοκρατική θεώρηση της ηθικής και της ζωής: ότι δήθεν υπάρχει μια απόλυτη ηθική, ένα απόλυτο νόημα ζωής, πέραν του φαινόμενου κόσμου, πέραν των ανθρώπων που δρουν (και γι” αυτό πάσχουν) σε αυτόν τον κόσμο. Όλη η χαρά της ζωής για τον Νίτσε (άρα και το νόημά της και η ηθική) βρίσκεται στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες που είναι και οι μόνες που δίνουν το όποιο νόημα ή ερμηνεία. Στις συνθήκες που υπάρχουν εντός του κόσμου, καλούμαστε να γευτούμε τη χαρά του έρωτα, της δημιουργίας, της γνώσης, αλλά και του πόνου ως αναγκαίου μέρους της δημιουργικής ζωτικότητας του υλικού κόσμου. Να γευτούμε στην διάρκεια της ζωής μας όλους τους γλυκούς καρπούς ενός κόσμου που καταστρέφει αλλά και δημιουργεί, ενός κόσμου που είναι διαρκώς εν τω γίγνεσθαι…
Ωστόσο ο ίδιος (!) άνθρωπος κατέληξε στο τέλος να προτείνει μια νέα ιδεατή ηθική (επιστροφή στη μεταφυσική…) και μάλιστα με γελοίο-γκροτέσκο τρόπο: επιστροφή στη θρησκεία του Διονύσου ενάντια στην θρησκεία του εσταυρωμένου! Να δημιουργήσουμε ένα πρότυπο ανθρώπου (τον υπεράνθρωπο) και να προσπαθήσουμε να τον φτάσουμε – ότι κάνει δηλαδή, αυτό που ο ίδιος είχε καταγγείλει ως το ψέμα, η μεταφυσική.
Η εύκολη ερμηνεία της ασυνέπειας είναι η τρέλα του φιλοσόφου. Ωστόσο υπάρχει μια πολύ πιο βαθιά ερμηνεία από τη γυναίκα που ήξερε πολύ καλά τον Νίτσε, την Λου Σαλομέ. Τη γυναίκα που είχε ερωτευτεί και που απέκρουσε τον έρωτά του. Η Σαλομέ σε μια ασυνήθιστα δηκτική εκτίμηση του 1894, δήλωνε ότι η όλη εμπειρία του Νίτσε ισοδυναμούσε με την εμπειρία ενός ανθρώπου που αρρώστησε από τις σκέψεις και έγινε καλά από τις σκέψεις! Η ιδιαιτερότητα του Νίτσε, η τραγωδία και το μεγαλείο του, είναι το γεγονός ότι έκανε την ίδια του την ψυχή μοντέλο του σύμπαντος. Αργότερα η Σαλομέ είπε ότι προτιμούσε τον Φρόιντ από τον Νίτσε: τις ανακαλύψεις του νηφάλιου ορθολογισμού από την υπερβολική αμφιβολία του απεγνωσμένου ηρωισμού, κάτι που απαιτεί να παραιτηθούμε από κάθε μαχητική επιθυμία να μεταστρέψουμε (μόνοι μας, ατομικά) την πραγματικότητα, και την ακατανίκητη τάση να πείσουμε και να διδάξουμε…
Το πρόβλημα με τον Νίτσε είναι ότι η όντος ριζοσπαστική σκέψη του (και γι” αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, διεισδυτική και πάντοτε χρήσιμη) δεν έχει κοινωνική διέξοδο. Του άρεσε, το είχε επικροτήσει, όταν ένας από τους πρώτους μελετητές του τον είχε αποκαλέσει “αριστοκρατικά ριζοσπάστη”. Αλλά ακριβώς αυτό ήταν και το πρόβλημά του. Έδινε ελάχιστη σημασία στις οικονομικές και κοινωνικές δομές με αποτέλεσμα ο ριζοσπαστισμός του να είναι “ατομικός”, μερικός, και τελικά ρομαντικός – δηλαδή αυτό που πάντοτε ήθελε να αποφύγει! Κατέληξε όπως λέει ο Φρόιντ στον ηθικισμό….
Τελικά, ίσως για τον ίδιον, να ήταν καλύτερο να μείνει πιο πιστός σε αυτόν που ο ίδιος αποκαλεί “πρόδρομο” του, και στον οποίο οφείλει τις περισσότερες από τις ιδέες της ώριμης περιόδου του (όπως τη θέληση για δύναμη): τον Σπινόζα.
Ο Σπινόζα παρέμεινε μέχρι το τέλος αντιμεταφυσικός, συνεπής στο φιλοσοφικό μονισμό, αλλά και απόλυτα δημοκράτης (το “αριστοκρατικός” δεν θα του άρεσε καθόλου ως χαρακτηριστικό!). Εκτός από το αριστούργημά του Ηθική έγραψε και την Πολιτική Πραγματεία, ασχολούμενος ενεργά με τα πολιτικά δρώμενα της εποχής του. Γι” αυτόν η εξάσκηση της δύναμης του καθενός ατόμου δεν αποτελεί έναν αγώνα για κυριαρχία επί των άλλων, αλλά το δικαίωμα όλων των ανθρώπινων όντων για την πραγμάτωση του είναι τους, την πραγματοποίηση των δυνατοτήτων της ύπαρξής τους. Πραγμάτωση που είναι για τον Σπινόζα ευθύνη και καθήκον της κοινωνίας των ανθρώπων και όχι απλά ένα ατομικό καθήκον.
Η ίδια η ζωή του Σπινόζα (που τόσο θαύμαζε ο Νίτσε) αποτελεί το ακριβώς αντίθετο του νιτσεϊκού τραγικού ήρωα (την αντίθεση στην “υπερβολική αμφιβολία του απεγνωσμένου ηρωισμού” για να θυμηθούμε τη Σαλομέ): αρνήθηκε να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου (όπως και δωρεές πλουσίων θαυμαστών του) και πέθανε από ασθένεια που του προκάλεσε η εργασία του ως χειρώνακτας εργάτης σε ηλικία μόλις 44 ετών, γιατί θεωρούσε ότι αν αποδεχόταν τον διορισμό ή τις δωρεές θα στερούνταν την πνευματική του ελευθερία: ήταν μια πράξη “ νηφάλιου ορθολογισμού” και όχι τραγικής ηρωικής εξόδου.
Άγγελος Κ.
Category: Χωρίς κατηγορία