Σφραγισμένα χείλη (The reader)
Η ταινία Σφραγισμένα χείλη αποτελεί καλή τροφή για το μυαλό. Σπεύδω ωστόσο να διευκρινίσω, ότι αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρώ την ταινία εξαιρετική, πολύ περισσότερο αριστούργημα. Για να το πω κάπως απότομα, με βάση την κλίμακα των πέντε αστεριών, θα έβαζα στην ταινία δυόμιση αστεράκια. Η ταινία έχει αρετές αλλά όχι… αρκετές, το τελικό αποτέλεσμα είναι μέτριο.
Ακολουθεί, εντός ολίγου, η τεκμηρίωση αυτής της θέσης. Πρώτα απ” όλα όμως, δυο διευκρινήσεις.
Ι) Ως συνήθως, η αλλαγή (καλύτερα παραποίηση) των τίτλων από τους έλληνες διανομείς αποτελεί πηγή σύγχυσης. Ο πραγματικός τίτλος της ταινίας είναι The Reader, ελληνιστή: Ο Αναγνώστης. Το σενάριο στηρίζεται στο βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα Μπέρνχαρτ Σλινκ “Διαβάζοντας στη Χάνα”. Οι δυο αυτοί τίτλοι αποδίδουν καλύτερα το νόημα που αναπτύσσεται στην ταινία – ο αναλφαβητισμός της Χάνα χρησιμοποιείται συμβολικά για να περάσει το μήνυμα που θέλει ο σεναριογράφος.
ΙΙ) Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι πανεπιστημιακός καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Φιλοσοφίας του Δικαίου καθώς και δικαστής. Η τελευταία ιδιότητα του συγγραφέα, ομολογώ, ότι μου δημιουργεί καχυποψία απέναντί του. Ω! ναι, γνωρίζω πολύ καλά ότι άλλο πράγμα είναι ο συγγραφέας, και άλλο το δημιούργημα του. Ωστόσο η καχυποψία παραμένει. Ο λόγος που αισθάνομαι αρνητικά απέναντι στον συγγραφέα είναι ότι δεν συμφωνώ με το ρητό “καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή”. Πιστεύω αντίθετα ότι υπάρχουν επαγγέλματα που τα άτομα που τα εξασκούν θα έπρεπε (αν είχαν τσίπα πάνω τους…) να ντρέπονται. Ίσως την πιο χαρακτηριστική περίπτωση να αποτελεί το επάγγελμα του δικαστή. Φυσικά, επειδή δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, η κριτική αφορά την ταινία και όχι το βιβλίο.
Επί το έργον της ταινιοκριτικής τώρα…
Η ταινία στη μισή της σχεδόν διάρκεια ασχολείται με τον έρωτα ενός δεκαπεντάχρονου νεαρού (του Μάικλ Μπεργκ) και μιας γυναίκας σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερής του (τη Χάνα). Σ” όλη αυτή τη διάρκεια η ταινία μοιάζει με κλασσικό love story, έστω και αν είναι, υπέρ του δέοντος κατά τη γνώμη μου, “βαριά” γυρισμένο. Δεν θεωρώ ότι η “βαρύτητα” προσδίδει από μόνη της βάθος. Στην ταινία τα “πολύ προσεγμένα” πλάνα, η “σκοτεινή” ατμόσφαιρα, είναι δοσμένα με την κλασική χολιγουντιανή [εμπορική] αισθητική. Παρακάμπτοντας τις λεπτομέρειες, για την οικονομία του κειμένου, κάποια στιγμή η Χάνα εξαφανίζεται από τη ζωή του Μάικλ πράγμα που του δημιουργεί (φαντάζομαι…) ερωτικό τραύμα.
Ξαφνικά, στο δεύτερο μέρος ο Μάικλ (που εν τω μεταξύ από σπουδές στη λογοτεχνία αρχίζει να παρακολουθεί νομικά), παρακολουθώντας μια δίκη συναντά ξανά τη Χάνα κατηγορούμενη για εγκλήματα που διέπραξε ως φύλακας SS σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η εξέλιξη της ταινίας γίνεται αβέβαιη, μοιάζει κάπως μετέωρη. Πρόκειται για love story ή για την ατομική ευθύνη στα εγκλήματα πολέμου με αναφορά στη “συλλογική ευθύνη του γερμανικού έθνους” ή είναι όλα αυτά ταυτοχρόνως; Η ταινία έχει πελώριες φιλοδοξίες τις οποίες ωστόσο δεν εκπληρώνει.
Ως love story η ταινία είναι απλώς κοινότυπη. Επαναλαμβάνει το κλασσικό κλισέ περί «αιωνίου έρωτος». Οι γυναίκες έρχονται και παρέρχονται στη ζωή του Μάικλ αλλά αυτός παραμένει προσκολλημένος στον πρώτο μεγάλο (και τραυματικό) έρωτα της ζωής του. Εξ’ αιτίας αυτού του πάθους είναι αδύνατη η επικοινωνία ακόμα και με την ίδια του την κόρη (στοιχείο στην εξέλιξη της ιστορίας που υπογραμμίζει το συντηρητισμό του μηνύματος της ταινίας).
Αυτή η αντιμετώπιση του έρωτα είναι βαθύτατα συντηρητική. Πρόκειται για απροκάλυπτη εξίσωση του έρωτα με τη μονογαμική σχέση. Στη ζωή ενός ανθρώπου δεν υπάρχει χώρος παρά για έναν και μοναδικό μεγάλο έρωτα, που είτε θα παραμείνει ως τραύμα (ανολοκλήρωτος έρωτας) είτε θα ολοκληρωθεί με την εις γάμον κοινωνία (σε πιο «μοντέρνα» εκδοχή ο γάμος μπορεί να μην είναι τυπικός).
Ευτυχώς, η κοινωνική εμπειρία δείχνει άλλα πράγματα. Στη ζωή ενός ανθρώπου υπάρχει χώρος για πέραν του ενός έρωτες (εκπληρωμένους ή όχι) που αποτελούν εκτός από πηγή ευχαρίστησης (χαράς) αυτής καθαυτής και τρόπο εκμάθησης του εαυτού και του κόσμου.
Το δυνατό σημείο της ταινίας είναι η αντιμετώπιση του ναζιστικού παρελθόντος της Χάνα χωρίς τη μανιχαϊστική δαιμονοποίηση που συνήθως επιφυλάσσει το Χόλιγουντ (και όχι μόνο…) σ’ ανάλογες περιπτώσεις. Η Χάνα είναι μια εργάτρια που μετά τη Siemens, «απλά» βρίσκει νέα εργασία στα SS ως φύλακας στρατοπέδων. Στην νέα της εργασία συνεχίζει να είναι ευσυνείδητη εργαζόμενη όπως και στην προηγούμενη. Επιλέγει (στα πλαίσια των καθηκόντων της) ποιες κρατούμενες θα εκτελεστούν γιατί «απλά δεν υπήρχε χώρος στα στρατόπεδα, και έπρεπε να δημιουργηθεί χώρος για τις νέες αφήξεις κρατουμένων». Μετά τον πόλεμο, με την ίδια ευσυνειδησία, εργάζεται ως ελέγκτρια εισιτηρίων στα τραίνα (ζήλος και ευσυνειδησία που έχουν ως αποτέλεσμα να ανταμείβεται με προαγωγή).
Αυτή η από-δαιμονοποίηση (από-ηθικοποίηση) των απλών ανθρώπων (ασφαλώς όχι των στελεχών) που υπηρέτησαν (και υπηρετούν) στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, τόσο των λεγόμενων «ολοκληρωτικών» καθεστώτων όσων και των δημοκρατικών, είναι όρος για την κατανόηση και την αντίσταση σ’ αυτούς. Οι άνθρωποι που συμμετέχουν σ’ αυτούς δεν θεωρούν ότι πράττουν κάτι διαφορετικό από τις συνήθεις πρακτικές όλων των άλλων εργαζομένων (δεν αναφέρομαι, φυσικά, στις ηγεσίες πολιτικές ή στρατιωτικές, αλλά στα εκτελεστικά όργανα). Απλά η δουλειά τους είναι, κατά κάποιο τρόπο, διαφορετική. Ο Αμερικανός φαντάρος που υπηρετεί στο Γκουαντάναμο συνεχίζει να εργάζεται όπως κάθε άλλος εργαζόμενος. Με ευσυνειδησία θέλει να είναι αποδοτικός στην εργασία του (πράγμα που «απλώς» περιλαμβάνει βασανισμούς κρατουμένων) υπηρετώντας και αυτός, στο λίγο που του αναλογεί, το γενικότερο ευ ζειν της αμερικανικής κοινωνίας. Με τον ίδιο τρόπο και ο Έλληνας συνοριακός φρουρός κυνηγά «λαθρομετανάστες» στα ελληνικά σύνορα, και «απλά» μερικοί από αυτούς, στην προσπάθεια να ξεφύγουν από το κυνηγητό, σκοτώνονται, «κατά λάθος», στα ελληνικά ναρκοπέδια. Κάνει μια διαφορετική δουλειά, από έναν γραφίστα για παράδειγμα, αλλά στο τέλος αισθάνεται ότι βγάζει τίμια το ψωμί του όπως όλοι οι άλλοι, συν το γεγονός ότι μεριμνά για το «γενικό καλό όλων των Ελλήνων».
Κάποιοι μπορεί να φέρουν την αντίρρηση ότι όσοι βασανίζουν φυλακισμένους ή δολοφονούν αμάχους δεν μπορεί παρά να ξέρουν ότι διαπράττουν εγκλήματα (αυτό άλλωστε λέει ευθέως ο καθηγητής δικαίου στην ταινία). Κάτι τέτοιο υπονοεί, αναγκαστικά, ότι υπάρχει εντός του ανθρώπου ένα έμφυτο, κατά κάποιο τρόπο, αίσθημα δικαίου. Ο άνθρωπος μπορεί αυτομάτως να αναγνωρίσει το καλό και το κακό.
Αν ήταν έτσι, οι βαρβαρότητες που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ιστορία θα είχαν προ πολλού εξαφανιστεί. Πόσοι άνθρωποι σήμερα στην Ελλάδα μπορούν να αναγνωρίσουν τη κτηνωδία του ελληνικού κράτους απέναντι στους γειτονικούς λαούς; Πόσοι έχουν αντιληφθεί, για παράδειγμα, ότι το εμπάργκο στο κράτος της Μακεδονίας έχει στοιχίσει ανθρώπινες ζωές στη χώρα αυτή και πόσοι έχουν αντιδράσει; Η αξία της ανθρώπινης ζωής δεν είναι αυτονόητη στην πλειοψηφία του πληθυσμού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να μετατραπεί σε βασανιστή ή δολοφόνο αμάχων. Σημαίνει ωστόσο ότι η αντίδραση δεν είναι ούτε έμφυτη ούτε αυθόρμητη στην «ανθρώπινη φύση». Οι αντιστάσεις προϋποθέτουν κάποιου είδους διαφορετικής, από την κυρίαρχη, συγκρότησης είτε ατομικής είτε συλλογικής.
Με άλλα λόγια, η εξουσία είναι και παραμένει εξουσία επί των ανθρώπων που βρίσκονται στην επικράτειά της, γιατί ακριβώς μπορεί να εσωτερικευθεί στην πλειοψηφία των ατόμων που την αποτελούν. Οι άνθρωποι δηλαδή να πιστεύουν εντός τους, στο μυαλό τους, ότι υπηρετώντας τα συμφέροντα της εξουσίας, της άρχουσας τάξης, υπηρετούν «ύψιστες ηθικές αξίες». Αποτελεί όρο για την ίδια την ύπαρξη (και αναπαραγωγή) της εξουσίας η πλειοψηφία των ανθρώπων με συνειδητή-ασυνείδητη βούληση να αναπαράγουν διαρκώς το εξουσιαστικό πλαίσιο.
Ταυτόχρονα αυτή η εσωτερίκευση πρέπει να ομογενοποιηθεί. Στη μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων μιας κοινωνίας να εμφανίζονται οι διαφορές ιδεών ή εργασίας απλά σαν στιγμές που υπηρετούν το «γενικό καλό της κοινωνίας».
Στα θετικά επίσης της ταινίας, εντάσσεται και η κριτική στις θέσεις περί “συλλογικής ευθύνης του γερμανικού έθνους” για το ναζιστικό παρελθόν. Αυτή η θέση εξυπηρετεί τις μεγάλες δυνάμεις που εξήλθαν νικήτριες του πολέμου, ώστε να αποσιωπηθούν οι δικές τους ευθύνες που οδήγησαν στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο (αλλά και τα εγκλήματα πολέμου που οι ίδιες διέπραξαν κατά τη διάρκεια του πολέμου).
Επιπλέον η λογική της “συλλογικής ευθύνης” αποκρύπτει την κοινωνική διάσταση του ναζιστικού κινήματος. Η γερμανική άρχουσα τάξη τη δεκαετία του 1930, αντιμέτωπη με το φάσμα μιας εργατικής επανάστασης, υποστήριξε την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία χαιρέτησαν με ανακούφιση και οι άρχουσες τάξης όλων των δυτικών καπιταλιστικών χωρών (ο Τσόρτσιλ δήλωνε θαυμαστής του Φύρερ).
Αυτά λοιπόν τα στοιχεία, είναι που κάνουν την ταινία καλή αφορμή για προβληματισμό και συζήτηση. Ωστόσο, τα καλά στοιχεία της ταινίας σύντομα εξανεμίζονται σε επιφανειακά κλισέ. Ο συμβολισμός του αναλφαβητισμού της Χάνα ξεπέφτει γρήγορα στην κοινότυπη αντιμετώπιση του ναζισμού ως αποτέλεσμα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Η Χάνα καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη, ενώ θα μπορούσε να γλιτώσει με μικρότερη ποινή, γιατί ντρέπεται να αποκαλύψει τον αναλφαβητισμό της. Στο τέλος της ταινίας, τα λεφτά που μάζεψε η Χάνα στη διάρκεια της ζωής της προτείνεται να δοθούν σε ίδρυμα για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.
Πολύ βολική ερμηνεία του ναζιστικού φαινομένου. Απαλλάσσει τις κοινωνικές δυνάμεις (την αστική τάξη πρωτίστως) από την ευθύνη της «ναζιστικής θηριωδίας», εν ονόματι μιας γενικότερης έλλειψης «παιδείας» που χαρακτηρίζει, δήθεν, το σύνολο της κοινωνίας.
Ωστόσο ο ναζισμός δεν γοήτευσε μόνο (όπως υποθέτει η ταινία) το αναλφάβητο τμήμα της εργατικής τάξης, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της διανόησης της εποχής. Ο Μαρινέτι και άλλοι Ιταλοί φουτουριστές, ήσαν οπαδοί του Φασιστικού κόμματος. Ο Πιραντέλο (“…είμαι φασίστας γιατί είμαι Ιταλός”) είναι άλλο ένα παράδειγμα γοήτευσης από το Φασιστικό ιδεώδες. Ίσως το πιο θλιβερό παράδειγμα της συμπόρευσης ενός (καθόλου αμελητέου) τμήματος της ιντελιγκέντσιας με τον ναζισμό, αποτελεί ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο μέγιστος (κατά τους περισσότερους διανοούμενους, αν η στατιστική σημαίνει κάτι…) των φιλοσόφων του 20ου αιώνα. Υπήρξε μέλος του ναζιστικού κόμματος, μέχρι το τέλος του πολέμου πλήρωνε στο κόμμα τη συνδρομή του, και μετά τον πόλεμο ουδέποτε θεώρησε ότι χρωστούσε οποιαδήποτε αυτοκριτική αναθεώρηση ή εξήγηση…
Συνοπτικά λοιπόν, κρίμα γιατί η ιδέα της ταινίας θα μπορούσε να ήταν γόνιμη. Αλλά αυτό θα απαιτούσε μια άλλη οπτική που ο σεναριογράφος απλά δεν την είχε…
Άγγελος Κ.
Category: Χωρίς κατηγορία
δειτε ρε παιδια την ταινια και λιγο καλλιτεχνικα κινηματογραφικα οι ερμηνειες ειναι υπεροχες
η σκηνοθεσια το ιδιο συμφωνω με την κριτικη σας για το μηνυμα της ταινιας δεν μπορω να ξερω
την προθεση του σκηνοθετη γιατι δεν τον ξερω.θελω να σας πω και ενα μπραβο για την ιστοσελιδα σ
σας αποκτησατε ενα fan και αεκαρα
οκ περιμενω