Μια ταινιοκριτική & μια μικρή βιογραφία του (πραγματικού!) Jacques Mesrine
(Όλες οι φωτογραφίες είναι του… αληθινού Ζακ Μερίν)
Η ζωή του Ζακ Μερίν (Jacques Mesrine) έγινε κινηματογραφική ταινία (Υπ” αριθμόν 1 δημόσιος κίνδυνος). Πολύ φυσιολογικό: η ζωή του μοιάζει καταπληκτικά με κινηματογραφικό σενάριο. Τα (δυο) μέρη της ταινίας υπογράφει ως σκηνοθέτης ο Ζαν Φρανσουά Ρισέ ενώ πρωταγωνιστεί ο Βενσάν Κασέλ. Έχω (σχεδόν) την βεβαιότητα ότι όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο, και έχουν κατά νου την κοινωνική διάσταση του «φαινομένου» Jacques Mesrine, θα απογοητεύτηκαν από την ταινία.
Οι συντελεστές της ταινίας προσπάθησαν (κατά δήλωσή τους) να μην «ηρωοποιήσουν» τον Μερίν αλλά να μείνουν «ουδέτεροι» (να μην τον παρουσιάσουν είτε ως τέρας είτε ως Ρομπέν των Δασών). Κατά τον σκηνοθέτη Ρισέ «δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Θελήσαμε να να παρουσιάσουμε τις γκρίζες πλευρές του Μερίν». Ο Ρισέ ισχυρίζεται ότι θέλησε να παρουσιάσει τις πιο ήπιες πλευρές του χαρακτήρα του Μερίν, ειδικότερα το πνεύμα του και το χιούμορ του. Ο πρωταγωνιστής Βενσάν Κασέλ δήλωσε ότι έπαιξε το ρόλο με τέτοιο τρόπο ώστε να αφήσει το κοινό της ταινίας να αποφασίσει μόνο του.
Οι προθέσεις τους είναι καλές….
…ωστόσο, ως γνωστόν «ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις».
Όχι, όχι, δεν θέλω να πω ότι η ταινία είναι κακή, χωρίς αρετές. Η ταινία ως «αστυνομική» είναι καλή. Έχει σασπένς και, κατά τη γνώμη μου, δικαίως ορισμένοι κριτικοί την συνέκριναν με τις καλύτερες αμερικανικές γκανγκστερικές ταινίες. Πράγματι ώρες-ώρες η ταινία θυμίζει… Σαμ Πένκιπα.
Αλλά…
…δεν περιμένεις μια «αστυνομική» ταινία για τη ζωή του Μερίν.
Αυτό φάνηκε και από τις αντιδράσεις πριν την προβολή της ταινίας στη Γαλλία. Πολλοί εξέφρασαν τον φόβο μήπως η ταινία «οδηγούσε στην ηρωοποίηση ενός γκάνγκστερ», μιας και (πολύ πριν την ταινία) ο Μερίν είχε ήδη κατακτήσει το στάτους ενός μύθου για μια μεγάλη μερίδα του γαλλικού πληθυσμού. Κατά τον Ρισέ «ο μισός πληθυσμός τον βλέπει σαν δολοφόνο. Το άλλο μισό τον βλέπει σαν Ρομπέν των Δασών».
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί η πόλωση που χαρακτηρίζει την σημερινή γαλλική κοινωνία: σε πρόσφατη δημοσκόπηση πάνω από το 50% δήλωνε ότι συμφωνεί με τη «φυλάκιση» των αφεντικών στα γραφεία της επιχείρησης από απεργούς στη διάρκεια μιας απεργίας! Ένα σεβαστό ποσοστό του πληθυσμού δηλώνει ότι η Γαλλία χρειάζεται μια νέα επανάσταση του είδους του 1789! Σ’ αυτό το κλίμα μια ταινία που θα παρουσίαζε τον Μερίν εντελώς πολιτικά θα ήταν (ελαφρώς!) επικίνδυνη.
Ένα μεγάλο κομμάτι του μύθου του Μερίν στηρίζεται στο ότι ο ίδιος πολιτικοποίησε την δράση του. Στην αυτοβιογραφία του που δημοσιεύτηκε το 1977 διηγείται πως αποτόλμησε μια «ιδεολογικοποιημένη εγκληματική διαδρομή». Εξηγεί την επιλογή του για να δραπετεύσει από το «θλιβερό πρόσωπο μιας ζωής» καταδικασμένης στην «κακοπληρωμένη εργασία», «τη διαρκή μετριότητα» και στη «σκλαβιά του ξυπνητηριού». Πίστευε ότι το (ποινικό) έγκλημα ήταν μια «μορφή εξέγερσης, που μπορούσε να οδηγήσει σε αντάρτικο πόλης».
Να λοιπόν γιατί μιλώντας κάποιος για τη ζωή του Μερίν δεν μπορεί να είναι ουδέτερος (να παραμείνει μόνο «στις γκρίζες πλευρές», όπως δήλωσε ο σκηνοθέτης Ρισέ). Δεν θέλω να πω με αυτό, ότι κάποιος πρέπει να επιλέξει μονοσήμαντα μεταξύ μόνο δυο πιθανοτήτων: «γκάνγκστερ ή ήρωας (επαναστάτης)».
Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι η κατανόηση του «φαινομένου» Μερίν πρέπει να γίνει σε συνάφεια με την εποχή που έζησε και έδρασε. Ήταν μια εποχή έντονης αμφισβήτησης των συντηρητικών θέσφατων. Αμφισβήτησης των «εθνικών επιλογών» (πόλεμος στην Αλγερία για να παραμείνει γαλλική αποικία). Αυξανόμενη αμφισβήτηση των εργασιακών συνθηκών, κλίμα που προετοίμαζε την έκρηξη του Μάη του ‘68. Και αμέσως μετά, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η έκρηξη των αγώνων των εργαζομένων και η μαζικοποίηση των οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς. Μέσα σε αυτό το κλίμα ένα υπαρκτό, ορατό, μέρος της γαλλικής (και όχι μόνον) κοινωνίας είδαν στον Μερίν έναν εξεγερμένο, έναν «δικό τους».
Δυστυχώς, τίποτα από όλα αυτά δεν υπάρχουν στην ταινία. Υπάρχουν, ασφαλώς, υπαινικτικές αναφορές και μερικές φορές κάποιες ρητορικές ατάκες του πρωταγωνιστή με ριζοσπαστική διάθεση. Ωστόσο αυτές χάνονται μέσα σε μια ταινία με σαφώς εμπορική κατεύθυνση, με τη διάθεση να ανταγωνιστεί ανάλογες αμερικανικές γκανγκστερικές ταινίες. Καθόλου τυχαία στα σχόλια του κοινού στο site του Αθηνοράματος δεν υπάρχει κανένα σχόλιο στην κοινωνική διάσταση του θέματος της ταινίας, ενώ ένας θυμήθηκε τον Παλαιοκώστα και τον Ριτζάι. Το κοινό, παρά τις όποιες πολιτικές αναφορές στη διάρκεια της, είδε την ταινία καθαρά ως «αστυνομική».
Κρίμα γιατί το βιβλίο (Το ένστικτο του Θανάτου) θεωρείται ένα από τα μεγάλα καταραμένα βιβλία του 20ου αιώνα, ενώ η εξιστόρηση της ζωής του Μερίν θα έπρεπε να αποτελεί μια πολύ καλή αφορμή για κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό.
Άγγελος Κ
Μια μικρή βιογραφία του Jacques Mesrine
Ο Ζακ Μερίν γεννήθηκε στο Clichy-la-Garenne έξω από το Παρίσι το Δεκέμβρη του 1936. Σπούδασε στο περίφημο καθολικό σχολείο Catholic school Collège de Juilly, ωστόσο τον απέβαλαν για βίαιη συμπεριφορά. Ήταν παντρεμένος την περίοδο 1955-1956 και υπηρέτησε στον Γαλλικό στρατό στην διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας. Στα 1956 επέστρεψε στη Γαλλία.
Συνελήφθη για πρώτη φορά το1962 ενώ ετοίμαζε ληστεία τράπεζας και καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλακή. Μετά την αποφυλάκισή του το 1963 έπιασε δουλιά σε αρχιτεκτονικό γραφείο, αλλά απολύθηκε το 1964 λόγω περικοπών θέσεων εργασίας. Ξανάρχισε την εγκληματική του δράση και το 1965 στη Μαγιόρκα συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 6 μήνες φυλακή. Στα 1966 ο Μερίν άνοιξε ένα εστιατόριο στα Κανάρια νησιά, ωστόσο το 1967 λήστεψε ένα ξενοδοχείο στο Chamonix.
Το Φλεβάρη του 1968 διέφυγε στον Καναδά με την ερωμένη του και δούλεψε για μια μικρή περίοδο σαν οδηγός. Μετά από μια αποτυχημένη απαγωγή ενός εκατομμυριούχου διέφυγε στις ΗΠΑ αλλά συνελήφθη στο Arkansas και απελάθηκε στον Καναδά. Καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλακή αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει το 1972 με άλλους πέντε κρατούμενους. Άρχισε να ληστεύει τράπεζες στο Μόντρεαλ με συνεργό τον Jean-Paul Mercier, κάποια στιγμή λήστευσε δύο τράπεζες σε μια μέρα! Στις 3 Σεπτέμβρη επιτέθηκε με τον συνεργό του στη φυλακή που ήταν κρατούμενος για να απελευθερώσει τρεις φίλους του. Η απόπειρα απέτυχε αλλά η επίθεση στη φυλακή έγινε πρωτοσέλιδο στον τύπο σ’ όλο τον κόσμο. Μετά τη δολοφονία δυο αγροφυλάκων στα τέλη του 1972 κατέφυγε στην Βενεζουέλα, αλλά μετά από λίγο ξαναγύρισε στον Καναδά και λίγο αργότερα ξανά στη Γαλλία όπου άρχισε να ληστεύει τράπεζες.
Τον Μάρτη του 1973 συνελήφθη αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει μετά από λίγο όταν στη διάρκεια της δίκης του, με την απειλή περιστρόφου, απήγαγε τον δικαστή του! Ωστόσο, τέσσερις μήνες μετά, συνελήφθη ξανά στο Παρίσι. Κλείστηκε στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στο La Santé jail όπου έγραψε το βιβλίο του L’Instinct de Mort (Το ένστικτο του Θανάτου, κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος). Παρ’ ότι ποτέ δεν καταδικάστηκε για φόνο, στο βιβλίο περιγράφει τη δολοφονία ενός ατόμου ενώ σε μια συνέντευξη του ισχυρίστηκε ότι σκότωσε περισσότερα από τριάντα άτομα, μεταξύ των οποίων, αστυνομικούς και νταβατζήδες.
Στις 8 Μάη του 1978 κατόρθωσε να αποδράσει ξανά μαζί με τρία ακόμα άτομα. Η επιτυχημένη απόδραση έγινε τότε σκάνδαλο στη Γαλλία. Στις 21 Ιούνη 1979 απήγαγε τον εκατομμυριούχο Henri Lelièvre αποσπώντας λύτρα 6 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων. Λίγο αργότερα απαγάγει τον δημοσιογράφο Jacques Tillier, πρώην ασφαλίτη που έγραφε στην φασιστική εφημερίδα Minute, γιατί έγραφε ψέματα εναντίον του. Σε συνεντεύξεις που δίνει σε εφημερίδες εμφανίζεται ολοένα και πιο πολιτικοποιημένος, εμφανίζοντας τη δράση του σαν αντίσταση στον καπιταλισμό. Λέγεται ότι προσπαθούσε να έλθει σε επαφή με τις ιταλικές Ερυθρές Ταξιαρχίες.
Η μυθική δράση του «επιβραβεύτηκε» με τους χαρακτηρισμούς από το κράτος ως «Δημόσιος κίνδυνος νούμερο 1», και από τις εφημερίδες ως «ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα», λόγω της ικανότητάς του στις μεταμφιέσεις. Επίσης τον αποκαλούσαν «ο Ρομπέν των Δασών των Παρισινών δρόμων» επειδή έδινε μέρος των κλοπιμαίων σε άστεγους του Παρισιού.
Η ανικανότητα των αστυνομικών αρχών να τον συλλάβουν και να τον κρατήσουν φυλακισμένο, οδήγησε σε εξευτελισμό του κρατικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα ο τότε πρόεδρος της γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ ντε Εστέντ (Valéry Giscard d’Estaing) να ζητά από τον υπουργό τον Εσωτερικών «επιτέλους να τελειώνουμε με τον Μερίν». Στις 2 Νοέμβρη 1979 εκτελεστές της αστυνομίας τον εντοπίζουν και τον δολοφονούν εν ψυχρώ μέσα στο αυτοκίνητο του που ήταν σταματημένο σε κόκκινο φανάρι.
Αμέσως μετά ο ντε Εστέντ συνεχάρη τον αρχηγό της αστυνομίας και τον υπουργό Εσωτερικών…
Category: Χωρίς κατηγορία